Η αρνητική επίδραση που είχε η τουρκική κρίση και η ιταλική αβεβαιότητα στο κόστος δανεισμού του ελληνικού κράτους, φανέρωσε το πόσο καθοριστικός παράγοντας για την πορεία του ελληνικού καπιταλισμού είναι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι κάθε λογής δημοσιολόγοι που υπερασπίζουν «εθνικές» λύσεις για τη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, φιλοκυβερνητικοί και μη, δεξιοί ή «αριστεροί», για άλλη μια φορά βρέθηκαν σε αμηχανία μπροστά στην αποκάλυψη της καθοριστική σημασίας αυτού του διεθνούς παράγοντα.
Άλλωστε κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι η ελληνική «κρίση χρέους» ήταν η ακραία έκφραση της σοβαρής κρίσης του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού καπιταλισμού και ότι τα ίδια τα προγράμματα «διάσωσης» από την τρόικα, εφαρμόστηκαν πρωτίστως για «διεθνείς» σκοπούς. Για να σωθούν οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες από τη μία πλευρά και για να μην κινδυνεύσει η νομισματική σταθερότητα στην Ευρωζώνη από την άλλη, με ό,τι αρνητικό συνεπαγόταν αυτό το ενδεχόμενο για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Σήμερα, 8 χρόνια μετά το πρώτο ελληνικό Μνημόνιο, έχουν αλλάξει ορισμένα πολύ σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με τους παραπάνω «διεθνείς» σκοπούς, οι οποίοι επέβαλαν τις ελληνικές «διασώσεις». Η Ελλάδα δεν είναι πλέον η βασική εστία κινδύνου για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Το Brexit και το ιταλικό χρέος είναι παράγοντες που την έχουν κατά πολύ ξεπεράσει σε βαθμό επικινδυνότητας. Επίσης, οι χαμηλοί ευρωπαϊκοί ρυθμοί ανάπτυξης και ο φόβος για την άμεση προοπτική μια ύφεσης βαθύτερης από εκείνης του 2008-09, έχουν κάνει τους Ευρωπαίους αστούς και ιδιαίτερα τους Γερμανούς και τους άλλους λιγότερο χρεωμένους (ως προς τα κρατικά χρέη) Βορειοευρωπαίους αστούς, εξαιρετικά αρνητικούς στην προοπτική νέων, δαπανηρών για τους κρατικούς τους προϋπολογισμούς, «διασώσεων». Τέλος, και αυτή καθαυτή η εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού και η αδυναμία του να ανακάμψει ουσιαστικά, τους ωθεί προς την ίδια προαναφερθείσα κατεύθυνση. Αυτοί είναι και οι αληθινοί λόγοι για τους οποίους δεν προωθήθηκε η επιλογή ενός νέου, τέταρτου δανειακού προγράμματος για την Ελλάδα. Και είναι ακριβώς οι αντίθετοι από εκείνους που επικαλείται η κυβερνητική προπαγάνδα περί «εξόδου από τα Μνημόνια».
Η κυβέρνηση εμφανίζει το τέλος των δανειακών ελληνικών προγραμμάτων ως ένδειξη αποδοχής από την πλευρά των δανειστών μιας ορισμένης «απελευθέρωσης» της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό το τέλος συνιστά την εγκατάλειψη του ελληνικού κράτους από τους έως τώρα βασικούς εγγυητές του χρέους του στο έλεος των υψηλών επιτοκίων δανεισμού των «αγορών», δηλαδή των ιδιωτικών τραπεζών και των λοιπών πιστωτών – αρπακτικών.
Η κυβέρνηση επίσης, υποστηρίζει ότι το τέλος του τρίτου δανειακού προγράμματος σηματοδοτεί την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των «αγορών» στο ελληνικό κράτος. Όμως η νέα, τρέχουσα άνοδος των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού κράτους στις «αγορές» δείχνει ότι καμία τέτοια εμπιστοσύνη δεν υπάρχει.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο άμεσος διακηρυγμένος στόχος που συνόδευε την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, ήταν να μειωθεί μέσα σε δύο χρόνια το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού κράτους, ώστε αυτό να μπορεί να δανείζεται απρόσκοπτα και φτηνά από τις «αγορές». Όπως είναι γνωστό, όχι μόνο δεν πιάστηκε αυτός ο στόχος, αλλά από τότε, υπογράφτηκαν δύο ακόμα Μνημόνια (2012, 2015) και ένα Μνημόνιο διαρκείας (2017) που προβλέπει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα λιτότητας μέχρι το 2060 (3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2021 και 2% – και ίσως και υψηλότερα με βάση όσα αποκάλυψε η Έκθεση Βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους της Κομισιόν το καλοκαίρι – από το 2022 και μέχρι το 2060). Και ύστερα από όλα αυτά, αλλά και από την περιφανή «έξοδο από τα Μνημόνια» τον περασμένο Αύγουστο, το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού κράτους για το δεκαετές ομόλογο βρίσκεται σχεδόν στο 4,5%, είναι δηλαδή στα ίδια επίπεδα με τον Οκτώβριο του 2009, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοίνωνε το αληθινό κρατικό έλλειμμα κάνοντας ορατό το φάσμα των Μνημονίων!
Γενικότερα, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι σήμερα πολύ πιο ευάλωτος στις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας από την περίοδο που έμπαινε στα Μνημόνια. Τα συγκριτικά στοιχεία σχετικά με τα βασικά του μεγέθη είναι εύγλωττα.
Το κρατικό χρέος σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του έτους, ανέρχεται σε 322,568 δισ. ευρώ και στο 180,4% του ΑΕΠ. Τον Μάρτιο του 2010, πριν δηλαδή υπογραφούν τα Μνημόνια, το ελληνικό κρατικό χρέος ανερχόταν σε 310,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Δελτίο Δημοσίου Χρέους και στο 146% του ΑΕΠ της χώρας. Η λεγόμενη λύση για το χρέος που συμφωνήθηκε με την τρόικα το περασμένο καλοκαίρι, στην πραγματικότητα, είναι μια μετάθεση πληρωμών ύψους 96,6 δισ. ευρώ που θα έπρεπε να ξεκινήσουν το έτος 2023, για μετά το έτος 2032, αλλά με αυξημένα επιτόκια. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου λύση. Το χρέος παραμένει άθικτο και μάλιστα με αυξημένο όγκο, λόγω των αυξημένων επιτοκίων.
Το ελληνικό ΑΕΠ, από 249,9 δισ. ευρώ που είχε φθάσει στα τέλη του 2008, έχει πλέον πέσει στα 187,1 δισ. ευρώ, είναι δηλαδή κατά 25% μικρότερο από την περίοδο έναρξης της κρίσης. Ακόμα και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού (σχεδόν 15% το 2009), στο βωμό της εξάλειψης του οποίου εφαρμόστηκε η άγρια λιτότητα των Μνημονίων, συνεχίζει μετά από 8 χρόνια περικοπών να είναι υπαρκτό, φθάνοντας στα 4,4 δισ. ευρώ πέρσι, δηλαδή στο 2,4% περίπου του ΑΕΠ.
Σε αντίθεση λοιπόν με την απατηλή κυβερνητική προπαγάνδα και την ανερυθρίαστη επίδειξη (μία ακόμα) πολιτική αγυρτείας από τον Τσίπρα στις 21 Αυγούστου με φόντο την Ιθάκη, η καπιταλιστική Ελλάδα, δεν μπαίνει ισχυρότερη σε ήρεμα, μεταμνημονιακά νερά. Αντιθέτως, αφήνεται αποδυναμωμένη και χωρίς κανένα πιστωτικό δίχτυ προστασίας, να κολυμπήσει στα εξαιρετικά ταραγμένα νερά μιας παγκόσμιας οικονομίας που επιβραδύνει και ετοιμάζεται να μπει σε βαθιά ύφεση με όχημα τη στροφή στον προστατευτισμό.
Ο διεθνής αστικός τύπος, δεν έχει – όπως οι αξιωματούχοι της Κομισιόν τύπου Μοσκοβισί και η κυβέρνηση – κάποιο άμεσο όφελος από μια ωραιοποίηση της κατάστασης. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου, με αφορμή την ημερομηνία «εξόδου της Ελλάδας από τα Μνημόνια», γέμισε από άρθρα που δεν περιείχαν ούτε ίχνος από τις προπαγανδιστικές φανφάρες Αθήνας και Βρυξελλών. Η βρετανική Telegraph στις 27/8 έκανε λόγο για «μια Οδύσσεια που μόλις άρχισε για τους Έλληνες, με την τύχη τους να κρέμεται από τα χέρια των αγορών», παραθέτοντας μάλιστα τα λόγια ενός αστού, σημαίνοντος στελέχους των «αγορών», ονόματι Claus Vistesen, επικεφαλής του τομέα της Ευρωζώνης στην Panteon Macroeconomics, που αμφισβήτησε τη δυνατότητα να επιτευχθούν για τις επόμενες δεκαετίες οι στόχοι για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είναι αστείο, αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί. Η επίσης βρετανική Guardian, στις 18/8 χαρακτήρισε την ελληνική διάσωση μια «κολοσσιαία αποτυχία», ενώ το Reuters στις 21 Αυγούστου δημοσίευσε δηλώσεις τριών τραπεζικών διαμεσολαβητών του ελληνικού κράτους στην αγορά ομολόγων, που μεταξύ άλλων, ανέφεραν ότι μια άμεση έξοδος στις αγορές σήμερα, μέσα στο περιβάλλον της τουρκικής και ιταλικής κρίσης, είναι «απαγορευτική».
Και παρά τις αντίθετης κατεύθυνσης δημόσιες δηλώσεις των αξιωματούχων της Κομισιόν, οι δυσοίωνες προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού σημειώνονται ξεκάθαρα και στα δικά της τεχνοκρατικά κείμενα. Έτσι στην Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε στα τέλη Ιουνίου, προβλέπεται ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξάνεται μόλις με 1% ετησίως μετά το 2022. Επιπρόσθετα, στην έκθεση καταγράφεται «αβεβαιότητα αναφορικά με τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρήσει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί αρκετές δεκαετίες». Πάνω στη βάση αυτής της εκτίμησης μάλιστα, διατυπώνεται ένα «κακό» σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2022, στο πλαίσιο του οποίου, προβλέπεται ότι το χρέος θα εκτοξευθεί στο 235% του ΑΕΠ το 2060!
Αν σε αυτά τα συμπεράσματα προσθέσουμε και τις σχετικές εκθέσεις του ΔΝΤ, που μόνοτονα τα τελευταία χρόνια κάνουν τις ίδιες δυσοίωνες προβλέψεις, κατανοούμε ότι η ίδια η τρόικα, στο σύνολό της, δεν πιστεύει ότι η «μεταμνημονιακή» καπιταλιστική Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει, με άλλα λόγια, δεν θεωρεί ότι μπορεί να αποφύγει μια ανοικτή χρεοκοπία. Κι εμείς, θα συμπληρώναμε, ότι δεν μπορεί να αποφύγει ούτε και την επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα, μαζί βεβαίως με τις συνθήκες μιας νέας εθνικής κρίσης, που θα δημιουργήσει ένα «ηλεκτρισμένο» πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλον, κατάλληλο για την ανάπτυξη μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης. Όλα όσα ο ελληνικός καπιταλισμός με τις τρομακτικές στερήσεις του εργαζόμενου λαού και την υπερπολύτιμη βοήθεια των πολιτικών απατεώνων, καριεριστών ρεφορμιστών (ρεφορμιστών ειδικευμένων στις αντιμεταρρυθμίσεις ορθότερα) ξεφορτώθηκε «από την πόρτα», θα τα ξαναβρεί μπροστά του από το «παράθυρο». Όμως μέσα σε απείρως δυσκολότερες για τη σταθεροποίησή του συνθήκες και αντιμέτωπος με μια πολύ πιο σοφή από τα μαθήματα των μεγάλων γεγονότων της περιόδου 2010-2015, εργατική τάξη.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Στο επόμενο μέρος: «Μαξιλάρι ρευστότητας»: πόσο σωτήριο;
Η προκλητική απάτη της «εξόδου από τα Μνημόνια»