Οι τακτικές και τα σχέδια των αστών
Στο περσινό κείμενο προοπτικών γράφαμε: «Η κυβέρνηση έχει γίνει μέσα σε λίγους μήνες, μια από τις πλέον μισητές και αδύναμες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Μπροστά στο πρώτο μαζικό σκίρτημα της ταξικής πάλης ή σε μια πολύ πιθανή εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να αντικατασταθεί από τους αστούς σαν μια στυμμένη λεμονόκουπα».
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν το αποτέλεσμα του οικονομικού και πολιτικού αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού και της απελπισμένης προσπάθειας της άρχουσας τάξης να υποτάξει τις επαναστατικές διαθέσεις της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού.Προσπαθώντας να αποτρέψουν τις απειλές των αξιωματούχων της Ευρωζώνης για έξοδο από το ευρώ και κάτω από την πίεση των επαναστατικών διαθέσεων των μαζών, οι Έλληνες αστοί μέσα σε καθεστώς πανικού, όπως είχαμε προβλέψει, πέταξαν στα στυμμένη λεμονόκουπα τον Παπανδρέου, τον άνθρωπο που έκανε για λογαριασμό τους την «βρώμικη δουλειά». Αμέσως μετά, επικέντρωσαν τις δυνάμεις τους στην προσπάθεια σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνεργασίας των αστικών κομμάτων και ηγεσιών, με έναν πρωθυπουργό της απολύτου εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ο Λ. Παπαδήμος, λόγω της πολύχρονης θητείας του στην ΕΚΤ ήταν η πιο ενδεδειγμένη λύση.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου παρά την στήριξή της από τρία κόμματα και 250 βουλευτές, από τη φύση της είναι εξαιρετικά ασταθής, γιατί σχηματίστηκε χωρίς τη νομιμοποίηση των εκλογών μέσα σε μια προεπαναστατική κατάσταση, πάνω στο έδαφος της πιο βαθειάς ύφεσης και με την άμεση απειλή της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Ο προσδοκίες που επενδύουν στην πολιτική παρουσία ενός τεχνοκράτη στην κεφαλή της νέας κυβέρνησης οι διάφοροι απολογητές του κεφαλαίου, εκφράζουν το μεγάλο, ιστορικό κενό πολιτικής ηγεσίας για το αστικό πολιτικό στρατόπεδο στην Ελλάδα. Η απουσία αστών πολιτικών ηγετών του διαμετρήματος ενός Ελευθερίου Βενιζέλου και ενός Κωνσταντίνου Καραμανλή στις παρούσες κρίσιμες συνθήκες, κάνει την άρχουσα τάξη να μετατρέπει σε «μεσσίες» πολιτικά άπειρους και πειθήνιους μισθοφόρους της, όπως ο τεχνοκράτης νέος πρωθυπουργός. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η απουσία, δεν είναι ένα ζήτημα προσωπικών χαρακτηριστικών και ικανοτήτων, αλλά αντανακλά σε τελική ανάλυση το ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλισμού και την αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση της άρχουσας τάξης, στοιχεία που κλονίζουν σοβαρά την αυτοπεποίθησή της.
Παρά την κυβερνητική σύμπλευση όλων των αστικών πτερύγων, μέσα στην ελληνική άρχουσα τάξη φαίνεται να υπάρχουν σήμερα δύο κυρίαρχες τακτικές. Η πρώτη εκφράζεται από τα ισχυρά ιδιωτικά ΜΜΕ και τα πιο ελεγχόμενα από αυτά ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και υποστηρίζει την παραμονή της κυβέρνησης Παπαδήμου στην εξουσία και την λήψη από αυτήν όσων σκληρών μέτρων χρειάζονται για να σωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός, χωρίς δέσμευση από συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Η τακτική αυτή καθορίζεται από τον πανικό που έχει δημιουργήσει στους αστούς η πιθανή έξοδός τους από το ευρώ. Παρασυρμένοι από την ακίνδυνη στάση των ηγεσιών της Αριστεράς, δεν μπορούν να δουν στο ορατό μέλλον απειλή για την εξουσία τους και γι’ αυτό, αψηφούν τις επιπτώσεις από την απουσία οποιασδήποτε λαϊκής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και προωθούν την άμεση και πλήρη χρησιμοποίηση όλων των δυνατοτήτων που τους δίνει η πολιτική συναίνεση των αστικών κομμάτων και ηγεσιών.
Η μερίδα αυτή της αστικής τάξης αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό τη δημαγωγική στάση του Σαμαρά και τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του Παπανδρέου και εκτός των άλλων, βλέπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου μια ευκαιρία να κερδηθεί χρόνος και έδαφος για την «αναθεμελίωση» του πολιτικού σκηνικού, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο κύριο άρθρο της η «Καθημερινή» στις 13/11, πιθανότατα και με την ίδρυσηνέων αστικών κομμάτων : «..Σημασία έχει τώρα ο κ. Παπαδήμος με τους σοβαρούς πολιτικούς που υπάρχουν σε αυτό το σχήμα να πετύχουν την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αν τα καταφέρουν, η κοινωνία είναι βέβαιο ότι θα απαιτήσει άμεση και δυναμική αναθεμελίωση όλου του πολιτικού συστήματος..».
Η δεύτερη τακτική, εκφράζεται από την ηγεσία της ΝΔ και τον Σαμαρά και αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του αμέσως μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, όπου ανέφερε πως η κοινωνία έχει ανάγκη άμεσα από τη «βαλβίδα ασφαλείας» των εκλογών γιατί έρχεται «κοινωνική έκρηξη». Σε αντίθεση με το άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, η ηγεσία της ΝΔ μοιάζει να υπολογίζει – και σωστά από αστική σκοπιά – την επανάσταση σαν πιο άμεση και μεγάλη απειλή για τον καπιταλισμό από την έξοδο από το ευρώ. Αυτό που φοβάται ο Σαμαράς είναι ότι μια πρόωρη φθορά της ΝΔ μέσα στην κυβέρνηση Παπαδήμου θα αφαιρέσει από την άρχουσα τάξη την προοπτική μιας ισχυρής κυβέρνησης, νομιμοποιημένης από μια νωπή λαϊκή εντολή, θα ενισχύσει τις επαναστατικές διαθέσεις στην κοινωνία και τα κόμματα της Αριστεράς και φυσικά, θα θέσει πρόωρο τέλος και στην δική του καριέρα ως υποψήφιου πρωθυπουργού.
Στην τακτική Σαμαρά προσχώρησε πολύ γρήγορα και ο Καρατζαφέρης, εκφράζοντας δημόσια τους φόβους του ότι αν απαξιωθεί ο Σαμαράς και η ηγεσία της ΝΔ, αναπόφευκτα θα ενισχυθεί η Αριστερά και η Ελλάδα θα μετατραπεί σε «Κούβα της Μεσογείου».
Όμως, αυτό που τελικά θα καθορίσει τις εξελίξεις δεν είναι οι τακτικές της άρχουσας τάξης, αλλά η έκταση της κρίσης του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού και η αντανάκλασή της στη συνείδηση των μαζών. Η τακτική των θιασωτών της εξάντλησης όλων των περιθωρίων της συγκυβέρνησης είναι το ίδιο μετέωρη με εκείνη της επιδίωξης μιας περιορισμένης φθοράς για τη ΝΔ.
Η βαθειά ύφεση επιβάλει νέα σκληρά μέτρα εδώ και τώρα. Ήδη όπως προβλέψαμε, ο Σαμαράς δεν μπόρεσε να αποφύγει να προσυπογράψει αυτά τα μέτρα για να ληφθεί η περίφημη «6η δόση». Αναπόφευκτα τα νέα μέτρα, σε συνδυασμό με την πολύ σοβαρή πιθανότητα να μην υπάρξει το επιδιωκόμενο όφελος μετά τις διαπραγματεύσεις για το «εθελοντικό κούρεμα» των ομολόγων, θα φθείρουν όλους τους «εταίρους» που απαρτίζουν την κυβέρνηση. Πάνω στη βάση της ραγδαίας χειροτέρευσης της κρίσης και του φάσματος μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε σύντομα να βρεθεί ξανά υπό την απειλή μιας άμεσης έξωσης από το ευρώ. Όλα αυτά θα τείνουν να την αποσταθεροποιήσουν, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα μαζικών αγώνων και βυθίζοντάς την σε μια διαδικασία εσωτερικών συγκρούσεων. Από μια τέτοια κατάσταση αστάθειας μόνο η προσφυγή στις κάλπες θα μπορούσε να δώσει μια πιθανή διέξοδο στην αστική τάξη. Ο βίος λοιπόν αυτής της κυβέρνησης θα είναι αναπόφευκτα ασταθής, αλλά και βραχύς.
Ανεξάρτητα από τις τακτικές έναντι τις νέας κυβέρνησης, δεν υπάρχει σε τελική ανάλυση καμία μερίδα της αστικής τάξης που να μην αντιλαμβάνεται την ωρίμανση επαναστατικών συνθηκών στη χώρα και τους κινδύνους που αυτή κρύβει για την εξουσία της.
Κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος η «Καθημερινή» απηύθυνε τρομοκρατημένη εκκλήσεις ενάντια στο «χάος» : «..Να σταματήσει η κατρακύλα στην αχαλίνωτη βία, τις καταλήψεις και το χάος πριν να είναι αργά» (Κύριο άρθρο, 13/10/2011). Λίγες μέρες αργότερα, αμέσως μετά την 48ωρη γενική απεργία, ο τρόμος της «Κ» έγινε πιο έκδηλος, εκφράζοντας αναντίρρητα τις σκέψεις του συνόλου της άρχουσας τάξης : «.Σημαντικό είναι να μην ανοίξουν για τα καλά οι Πύλες της Κολάσεως για την Ελλάδα. …Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να αποκηρύξουν άμεσα και κάθετα τις φωνές που κάνουν λόγο για κρεμάλες, προδοσίες, ένοπλες εξεγέρσεις και σπρώχνουν τον λαό σε εμφύλιο…» (Κύριο άρθρο, 21/10/2011).
Το γεγονός ότι γνωστοί υμνητές της Χούντας από το ΛΑΟΣ πήραν υπουργικές θέσεις στη νέα κυβέρνηση, αποτελεί μια σαφέστατη απόπειρα εξοικείωσης της κοινής γνώμης με την συμμετοχή ακραίων αντιδραστικών στοιχείων στις αστικές κυβερνήσεις. Αυτό σε συνδυασμό με την απουσία έστω και επίφασης λαϊκής νομιμοποίησης του συνόλου της κυβέρνησης, αντανακλά σε τελική ανάλυση την αναπόφευκτη μελλοντική τάση της άρχουσας τάξης να υιοθετήσει λύσεις βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης. Οι υπουργοποιήσεις των ακροδεξιών είναι μια προειδοποίηση για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Όσο καθυστερεί η άνοδος στην εξουσία μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης, τόσο πιο πιθανό θα γίνεται η εργατική τάξη να υποστεί την επώδυνη εμπειρία μιας αστικής βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης.
Οι δυνατότητες και οι προοπτικές για τον βοναπαρτισμό
Ο βοναπαρτισμός είναι μια έννοια που ορίζει τον πολιτικό χαρακτήρα ενός καθεστώτος. Το όνομα αυτής της έννοιας είναι παρμένο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη, δύο προσωπικότητες που κυβέρνησαν την Γαλλία στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα αντίστοιχα, εγκαθιδρύοντας στρατιωτικά, δικτατορικά καθεστώτα. Ο αστικός βοναπαρτισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κυβέρνηση που σχηματίζεται όταν η κυριαρχία της άρχουσας τάξης κλονίζεται και η στρατιωτική, αστυνομική και κρατική γραφειοκρατία επεμβαίνει για να την αποκαταστήσει. Ο βοναπαρτισμός αντιπροσωπεύει μια κατάσταση όπου το κράτος λαμβάνει μια σχετική ανεξαρτησία από τις τάξεις, ισορροπώντας ανάμεσά τους και παίζοντας φαινομενικά τον ρόλο του «διαιτητή με το μαστίγιο» στις μεταξύ τους σχέσεις. Αλλά στην πραγματικότητα παραμένει πάνω από όλα, ένα όργανο των πιο ισχυρών καπιταλιστών. Η ύπαρξη του Βοναπαρτισμού είναι απόδειξη ότι οι ταξικοί ανταγωνισμοί στην κοινωνία έχουν γίνει τόσο ισχυροί που χρειάζεται η επέμβαση του κρατικού μηχανισμού για να εξομαλυνθούν προς όφελος της άρχουσας τάξης.
Η αστική τάξη καταλαβαίνει ότι θα πρέπει στο μέλλον να στηριχθεί πιο αποφασιστικά στην πυγμή των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους για να κυβερνήσει, αλλά επίσης διακατέχεται από αμφιβολίες για το αν αυτό στις συνθήκες που διαμορφώνονται θα είναι εφικτό. Ο διευθυντής της «Κ» Αλέξης Παπαχελάς σε άρθρο του στις 12/10 εξέφρασε ανοιχτά την ανησυχία της άρχουσα τάξης μήπως η άγρια λιτότητα στρέψει τον ίδιο τον «πυρήνα του κράτους» εναντίον της: «..Ο αστυνομικός που φυλάει τη Βουλή θα πετάξει την ασπίδα του κάποια μέρα, γιατί δεν θα αντέξει την πίεση της ένδειας και της συνεχούς έντασης. Όσος και να είναι ο πανικός από τις πιέσεις της τρόικας, η κυβέρνηση οφείλει να βρει τρόπους να προστατεύσει τον ζωτικό πυρήνα του κράτους …»
Οι σκέψεις αυτές αντανακλούν σε τελική ανάλυση την αδυναμία της αστικής τάξης να κινηθεί εύκολα προς την κατεύθυνση της ανοιχτής βοναπαρτιστικής αντίδρασης, δηλαδή ενός στρατιωτικού ή αστυνομικού καθεστώτος. Μια τέτοια απόπειρα θα μπορούσε να δημιουργήσει διάσπαση στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό και επιπρόσθετα, αργά ή γρήγορα, να προκαλέσει μια νέα βίαιη στροφή στ’ αριστερά στις τάξεις των μαζών.
Κι αν ο Παπαχελάς φθάνει να εκφράζει ανοιχτά το σκεπτικισμό του για την δυνατότητα έλεγχου των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πόσο πιο μεγάλη βασιμότητα θα έχουν οι αστικοί φόβοι για τις συνέπειεςμιας άμεσης πολιτικής παρέμβασης του αστικού στρατού. Αποτελούμενος στην πλειονότητά του από παιδιά του εργαζόμενου λαού και κατώτερους αξιωματικούς που από την άποψη των υλικών όρων διαβίωσης δεν αισθάνονται μεγάλη απόσταση από την εργατική τάξη, ο στρατός μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά ασταθές πολιτικό στήριγμα για την άρχουσα τάξη.
Ο σημερινός αστικός στρατός δεν είναι ίδιος με τον αστικό στρατό της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έχει στις τάξεις του χιλιάδες προοδευτικούς ή και αριστερούς αξιωματικούς σε όλες τις βαθμίδες. Στις παρούσες συνθήκες δε, ούτε τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού μπορούν να είναι πλήρως ελεγχόμενα. Κάθε απόπειρα ενεργής χρησιμοποίησής του στην πολιτική θα μπορούσε να τον διασπάσει, πιθανά σε όλες του τις βαθμίδες.
Όπως τονίζαμε στο περσινό μας κείμενο, σε συνθήκες κρίσης, πολιτικής αστάθειας και έντονης ταξικής πάλης όπως οι παρούσες, ο στρατός αναπόφευκτα μετατρέπεται σε ένα μεγάλο πεδίο πολιτικών διεργασιών από την κορυφή ως τη βάση του, μέσα στις οποίες εντάσσονται και πιθανές συνομωσίες κάθε είδους. Δείγματα τέτοιων διεργασιών παρακολουθήσαμε τη χρονιά που κλείνει. Είδαμε π.χ την ξαφνική αλλαγή μέσα σε μια νύχτα ολόκληρης της ηγεσίας του στρατού από την κυβέρνηση Παπανδρέου λίγο πριν καταρρεύσει, πίσω από την οποία πιθανότατα κρύβεται η αποκάλυψη πολιτικών διεργασιών και της υπόθαλψης ή της ανοχής τους από την στρατιωτική ηγεσία.
Ακόμα, η κατάληψη του Πενταγώνου από τους διαμαρτυρόμενους για τις μειώσεις των συντάξεων απόστρατους αξιωματικούς, η επώνυμη υποστήριξη στρατιωτικών στο μαζικό κίνημα στις πλατείες, και το πρόσφατο επεισόδιο με τους νοσταλγούς της Χούντας στην σχολή Ευελπίδων, αντανακλούν τις πυρετώδεις πολιτικές διεργασίες που αρχίζουν να συντελούνται στις τάξεις του στρατού.
Παράλληλα, πυκνώνουν οι αναφορές για τη δυσαρέσκεια που αναπτύσσεται κύρια στους απλούς φαντάρους, αλλά και τους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, γύρω από τα διάφορα επιχειρησιακά σχέδια στρατιωτικής επέμβασης ενάντια σε μια λαϊκή εξέγερση. Αυτή η διάθεση αποκαλύπτει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για την πολιτική δουλειά ενός επαναστατικού κόμματος μέσα στο στρατό.
Ένα επαναστατικό κόμμα σήμερα, διεξάγοντας ζύμωση στους στρατώνες ενάντια στην χρησιμοποίηση του στρατού σαν καταστολέα των ταξικών αγώνων και ρίχνοντας το σύνθημα για τη δημιουργία επιτροπών στρατιωτών και χαμηλόβαθμων αξιωματικών συνδεμένων με τις μαζικές εργατικές και λαϊκές οργανώσεις σαν το μόνο μέσο κατάπνιξης μια τέτοιας απόπειρας, θα μπορούσε να αφοπλίσει την άρχουσα τάξη και να κερδίσει τη μεγάλη πλειονότητα των στρατιωτών στο πρόγραμμά του.
Αυτή η ρευστή και ετερογενής σημερινή κατάσταση στο στρατό, σε συνδυασμό με τη νωπή εμπειρία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, που όχι μόνο δεν κατάφερε να αποκτήσει κοινωνική βάση, αλλά έστρεψε μαζικά την ελληνική κοινωνία στ’ αριστερά για μια ολόκληρη περίοδο, επιβάλει στην άρχουσα τάξη, όταν κινηθεί στην κατεύθυνση του βοναπαρτισμού να μην επιχειρήσει την εγκαθίδρυση ενός κλασσικού στρατιωτικού ή αστυνομικού καθεστώτος.
Η πρώτη κίνηση των αστών προς τον βοναπαρτισμό αναπόφευκτα θα στηριχθεί κύρια στη βία και την καταστολή της αστυνομίας, με το στρατό να παίζει για τους λόγους που εξηγήσαμε συμπληρωματικό και περιορισμένο ρόλο. Αλλά αντί για συνταγματάρχες και στρατηγούς η άρχουσα τάξη θα επιδιώξει να αναθέσει το καθήκον της βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης σε μια πολιτική κυβέρνηση με «έκτακτες» εξουσίες, που θα επιχειρήσει να κυβερνήσει με διατάγματα.
Παρ’ όλα αυτά, σ’ έναν στρατό που βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό αντανακλώντας την όξυνση της ταξικής πάλης και το αστικό πολιτικό αδιέξοδο, απόπειρες για στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν μπορούν να αποκλειστούν. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες απόπειρες θα έχουν εξαιρετικά ασταθή χαρακτήρα και θα μπορούσαν να εκδηλωθούν σε διαστήματα υποχώρησης του κινήματος. Για να έχουν όμως την υποστήριξη της αστικής τάξης θα πρέπει να έχει καταρρεύσει κάθε άλλη προοπτική σταθερής αστικής διακυβέρνησης με πολιτικούς.
Στις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στο στρατό, τα εκκολαπτόμενα πραξικοπήματα είναι δυνατό να μην είναι μόνο δεξιά, όπως συμβαίνει παραδοσιακά. Η γοητεία που ασκεί η «ελεύθερη αγορά» στις κορυφές του στρατεύματος έχει ατονήσει σε βάρος της αναγκαιότητας για εθνικοποιήσεις. Το φαινόμενο Τσάβες είναι βέβαιο ότι ασκεί γοητεία σε πολλούς Έλληνες αξιωματικούς. Όμως με δεδομένη την ύπαρξη ισχυρών μαζικών εργατικών οργανώσεων, για να έχει στοιχειώδη προοπτική υποστήριξης ένα πραξικόπημα σαν εκείνο του Τσάβες το 1992, θα πρέπει να εκδηλωθεί μέσα σε συνθήκες απόγνωσης της εργατικής τάξης από απανωτές ήττες και μεγάλης αποδυνάμωσης των μαζικών της οργανώσεων. Η εκδήλωση ενός τέτοιου είδους πραξικοπήματος, ανεξάρτητα από την έκβασή του, θα κεντρίσει την ταξική πάλη και θα της δώσει ισχυρή ώθηση.
Η οποιαδήποτε κίνηση της άρχουσας τάξης προς τον βοναπαρτισμό θα πραγματοποιηθεί, αφού πρώτα αυτή θα έχει εξαντλήσει όλες τις «δημοκρατικές» μεθόδους διακυβέρνησης. Μέχρι σήμερα επιβάλει το πρόγραμμά της ουσιαστικά στηριγμένη στους ηγέτες του ΠΑΣΟΚ και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τώρα το «χαρτί» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ καίγεται και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι αδύνατο να συγκρατήσει το εργατικό κίνημα. Έτσι η άρχουσα τάξη άρχισε, όπως είχαμε προβλέψει, να επιστρατεύει τις «κυβερνήσεις συνεργασίας».
Μέχρι να καταφύγουν σε μια ανοικτά βοναπαρτιστική κυβέρνηση, οι αστοί θα επιχειρήσουν να «ανακατεύουν διαρκώς την τράπουλα», ανεβοκατεβάζοντας συμμαχικές κυβερνήσεις και ανασχηματίζοντας με διασπάσεις και συνενώσεις το πολιτικό τους στρατόπεδο. Με αυτό τον τρόπο, θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν όλο τον χρόνο που τους δίνει η απροθυμία των ηγετών της Αριστεράς να παλέψουν για την εξουσία.
Όμως η καταφυγή των αστών στον βοναπαρτισμό σε κάποιο στάδιο είναι αναπόφευκτη, για να δοθεί ένα καίριο πλήγμα στο εργατικό κίνημα και να λάβει παράταση ζωής ο σάπιος ελληνικός καπιταλισμός. Είναι βέβαιο, ότι μέχρι τότε, η εργατική τάξη θα έχει σημαντικές ευκαιρίες για να καταλάβει την εξουσία. Αλλά η ελληνική άρχουσα τάξη, όταν αισθανθεί ότι απειλείται να χάσει τα πάντα, θα εγκαταλείψει όλα τα δημοκρατικά προσχήματα και θα επιδείξει εξαιρετική βιαιότητα.Ειδικά εάν στην εξουσία ανέβει μια αριστερή κυβέρνηση την οποία θα αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει, δεν θα διστάσει να προκαλέσει ακόμα και έναν εμφύλιο πόλεμο.