Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας
Ορμώμενη από την αυξανόμενη αποδυνάμωση του ελληνικού καπιταλισμού, η τουρκική άρχουσα τάξη δείχνει όλο και πιο ανυπόμονη να σημειώσει νίκες σε βάρος του, σε οικονομικό, διπλωματικό και γεωστρατηγικό επίπεδο. Δείγματα αυτής της στάσης βλέπουμε στη σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας ενάντια στην απόφαση της Κύπρου να αξιοποιήσει από κοινού με το Ισραήλ και αμερικάνικες εταιρείες τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της ΑΟΖ της (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ο όρος που ουσιαστικά αντικατέστησε στο διεθνές δίκαιο την παλιά έννοια της «υφαλοκρηπίδας»).
Είναι ενδεικτικό για το φόβο της ελληνικής αστικής τάξης μπροστά στο νέο συσχετισμό δύναμης, το γεγονός ότι – ενώ έχει δικαίωμα – δεν προχωρά στην ανακήρυξη της δικής της ΑΟΖ. Το προωθούμενο δειλά – δειλά από την ελληνική άρχουσα τάξη σχέδιο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου του Αιγαίου, είναι βέβαιο ότι θα προκαλεί μια όλο και πιο ανοικτή αντίδραση της Τουρκίας. Στο βαθμό όμως που αυτά τα κοιτάσματα (όπως και εκείνα του Ιονίου) θα επιχειρηθεί να ελεγχθούν από τον δυτικοευρωπαικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό, οι πιέσεις της Τουρκίας θα στοχεύουν στη «συνεκμετάλλευση», προοπτική που με δεδομένη την παρούσα αδυναμία της, η ελληνική άρχουσα τάξη δεν θα μπορεί να αποφύγει.
Είναι πιθανή την επόμενη περίοδο μια πολεμική σύγκρουση της Ελλάδας με την Τουρκία με «μήλον της έριδος» το Αιγαίο; Το σίγουρο είναι ότι στην παρούσα φάση, ένας τέτοιος πόλεμος δεν συμφέρει καμία από τις δύο άρχουσες τάξεις, ούτε τον δυτικό ιμπεριαλισμό που έχει κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή. Η χρεοκοπημένη καπιταλιστική Ελλάδα, προσπαθώντας ήδη να μειώσει στο ελάχιστο τις αμυντικές δαπάνες, δεν μπορεί να αντέξει το οικονομικό βάρος μιας πολεμικής εμπλοκής με την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια σημειώνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που οφείλονται κύρια στην ειδική συμφωνία εμπορική σύνδεσης που υπέγραψε το 1995 με την Ε.Ε και την έφεραν στις αρχές του 2010 στην θέση της 18ης σε μέγεθος οικονομίας στον κόσμο (η Ελλάδα ήταν 34η, αλλά με τριπλάσιο κατακεφαλήν εισόδημα). Όμως ο πληθωρισμός της παραμένει υψηλός και κινείται στο 8%, ενώ η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ της – που σήμερα κινείται στο 8-9% – αναπόφευκτα θα υποχωρήσει, καθώς εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ευρισκόμενο σε ύφεση αναπτυγμένο καπιταλισμό, έχοντας σαν βασικούς της εμπορικούς εταίρους την ΕΕ (το 59% των εξαγωγών της κατευθύνεται εκεί), τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας πρέπει να έχει πολύ μεγάλο κίνητρο και γερές εξασφαλίσεις ότι θα μπορεί να κρατήσει αυτά που θα κατακτήσει στρατιωτικά, για να θέσει σε κίνδυνο την ούτως ή άλλως εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη του τουρκικού καπιταλισμού και να εμπλακεί σε μια πολεμική σύρραξη. Τα ανεξιχνίαστα πετρελαϊκά αποθέματα μιας περιοχής η οποία, λόγω του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκεται υπό άμεση οικονομική εκχώρηση στον δυτικό ιμπεριαλισμό, δεν συνιστούν αυτό το κίνητρο. Στις παρούσες συνθήκες, αυτό που θα προσπαθήσει να κάνει η τουρκική άρχουσα τάξη είναι να χρησιμοποιήσει την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ για να πάρει ένα μεγάλο μερίδιο σ’ ένα σχέδιο «συνεκμετάλλευσης».
Ένας παράγοντας που πρέπει να υπολογιστεί ακόμα, είναι οι πολύ αναπτυγμένες τα τελευταία χρόνια, εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από την κρίση των Ιμίων μέχρι σήμερα, τα πράγματα σε αυτό το πεδίο έχουν αλλάξει εντελώς. Με βάση στοιχεία της ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, μόνο κατά την περίοδο 1995 – 2007, οι τουρκικές εξαγωγές προς την Ελλάδα έχουν δεκαπλασιασθεί και οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία έχουν πενταπλασιασθεί. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών πλησιάζει τα 3 δισ. ευρώ. Σήμερα στην τουρκική αγορά δραστηριοποιούνται περίπου 450 ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία υπερβαίνει τα 6,5 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, μια σειρά ισχυρών τουρκικών επιχειρήσεων ήδη έχουν δείξει ενδιαφέρον για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που έχει εξαγγείλει η Ελλάδα.
Επιπρόσθετα, αποτρεπτικό ρόλο για μια πολεμική εμπλοκή στο άμεσο μέλλον, διαδραματίζει και η σχετική ισορροπία που υπάρχει προς το παρόν σε στρατιωτικό επίπεδο, με την Τουρκία να έχει αριθμητική υπεροχή στο στρατό ξηράς και υπεροπλία στη θάλασσα και την Ελλάδα, να έχει υπεροπλία στον αέρα. Όμως με τα ελληνικά προγράμματα εξοπλισμών «παγωμένα» και τα αντίστοιχα τουρκικά σε ισχύ, από το 2015 και μετά, με τα νέα αεροσκάφη τύπου «Στελθ», αλλά και με τα αναβαθμισμένα «F-16» η Τουρκία αναμένεται να αποκτήσει πλεονέκτημα και στον αέρα.
Σε κάθε περίπτωση, σε συνθήκες βαθειάς κρίσης του καπιταλισμού παγκόσμια, παρά τη σημερινή αναδιάταξη της ισχύος σε βάρος του ελληνικού καπιταλισμού, το μέλλον της καπιταλιστικής Τουρκίας είναι κοινό με αυτό της καπιταλιστικής Ελλάδας. Θα είναι ένα μέλλον έντονων ταξικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό και των δύο χωρών, που θα δημιουργούν διαρκώς την ανάγκη για απόπειρα προσανατολισμού των μαζών προς τον «εξωτερικό εχθρό» με το δηλητήριο του εθνικισμού. Αυτή η ανάγκη, σε συνδυασμό με την ένταση της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις για κάθε σπιθαμή αγοράς και πρώτων υλών, θα συντηρεί και προοδευτικά θα οξύνει το πολεμικό κλίμα ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα.
Μόνο η κοινή, αδελφωμένη πάλη των Ελλήνων και των Τούρκων εργαζομένων για το σοσιαλισμό – που δυστυχώς υπονομεύεται διαρκώς από τους σταλινικούς και τους άλλους ρεφορμιστές πατριώτες και στις δύο χώρες – είναι το μέσο που μπορεί να ματαιώσει οριστικά την απειλή ενός μελλοντικού αιματηρού πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες. Διότι, αν οι εργατικές τάξεις δεν πάρουν την εξουσία, οι αστικές τάξεις, έχοντας για δεκαετίες εξοπλιστεί «μέχρι τα δόντια», αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα αυτά για να προασπίσουν τα ανταγωνιστικά τους συμφέροντά στην περιοχή.
Η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και η εξαθλίωση των μαζών
Πάνω στο έδαφος της κρίσης του καπιταλισμού, η ελληνική κοινωνία «προλεταριοποιείται» σαν αποτέλεσμα του μαζικού οικονομικού ξεπεσμού των μικροαστικών στρωμάτων και εξαθλιώνεται εξαιτίας της απότομης και μεγάλης αύξησης της ανεργίας.
Προσπαθώντας να δούμε με στοιχεία τη σημερινή ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, εκτός από το αντικειμενικό εμπόδιο που μας θέτει η αργοπορία δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της πιο πρόσφατης απογραφής πληθυσμού (Άνοιξη 2011), έχουμε επίσης τη δυσκολία της αποκρυστάλλωσης συγκεκριμένων δεικτών μέσα σε μια πολύ ρευστή κατάσταση, διαρκούς μεταβολής της κοινωνικής θέσης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που διαμορφώνει η βαθειά καπιταλιστική κρίση. Έτσι τα στοιχεία που θα παραθέσουμε μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως ενδεικτικά.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, όλοι οι άνθρωποι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη, που δεν έχουν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου και έχουν εκτελεστικό ρόλο ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην εργατική τάξη. Συνολικά, με βάση τα επίσημα κρατικά στοιχεία (πηγές : ΕΣΥΕ, ΕΛΛΣΤΑΤ) ο αριθμός των μισθωτών εργαζομένων από το 1997 έως το 2011 (παρά τις μαζικές απολύσεις των τελευταίων 3-4 χρόνων) είναι αυξημένος κατά 600.000. Η αύξηση αυτή δείχνει ότι, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη όπως ύπουλα υποστηρίζουν οι αστοί και μικροαστοί διανοούμενοι, αλλά αντίθετα μεγαλώνει.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ το Α’ τρίμηνο του 2011 το σύνολο των απασχολούμενων ατόμων στην Ελλάδα ήταν 4.194.400. Από το σύνολο των απασχολούμενων, οι μισθωτοί εργαζόμενοι ήταν 2.660.100. Το 68,5 % του εργατικού δυναμικού απασχολούταν στον τομέα των υπηρεσιών, το 19,1% στη βιομηχανία και το 12,4 % στη γεωργία.
Όμως η βιομηχανική εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη. Τα στοιχεία των επίσημων αστικών στατιστικών εντάσσουν αυθαίρετα μια σειρά εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών, ταυτίζοντας την βιομηχανία με την μεταποίηση. Η μαρξιστική άποψη θεωρεί σαν βιομηχανικό κάθε κλάδο της παραγωγής στον οποίο παράγεται αξία. Έτσι, ενώ μεγάλοι κλάδοι όπως η πληροφορική, οι τηλεπικοινωνίες και οι μεταφορές κατατάσσονται επίσημα στις υπηρεσίες, στην πραγματικότητα είναι βιομηχανικοί, γιατί παράγουν νέα αξία. Οι κλάδοι αυτοί μπορεί να μην παράγουν ένα υλικό εμπόρευμα, αλλά εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία σαν αναγκαίο μέρος της. Για παράδειγμα, οι μεταφορείς εμπορευμάτων με την εργασία τους παράγουν αξία που προστίθεται στο εμπόρευμα, ενώ π.χ, οι εργαζόμενοι στο εμπόριο δεν παράγουν νέα αξία, αλλά με την εργασία τους διευκολύνουν την πραγματοποίηση αξιών που έχουν δημιουργηθεί στην παραγωγή.
Ο Μαρξ στο Β’ τόμο του Κεφαλαίου ανέφερε σχετικά με τον κλάδο των μεταφορών : «..Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων είτε πρόκειται απλώς για διαβίβαση πληροφοριών, επιστολών, τηλεγραφημάτων κλπ. […] Εκείνο που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση[…] Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές ..».
Επίσης, στην εργατική τάξη θα πρέπει να κατατάξουμε και πολλές δεκάδες χιλιάδων εργαζόμενων που δεν μπορούν να καταγραφούν στατιστικά, επειδή εργάζονται σε συνθήκες «μαύρης», προσωρινής εργασίας, κύρια στους τομείς των υπηρεσιών και σε γεωργικές εργασίες. Πρόκειται ιδιαίτερα για χιλιάδες νέους, γυναίκες και μετανάστες.
Με βάση την ίδια προαναφερόμενη πηγή, το Α’ τρίμηνο του 2011 οι εργοδότες ήταν 334.900, οι αυτοαπασχολούμενοι 967.700 και οι βοηθοί σε οικογενειακή επιχείρηση 231.600. Συνολικά, η ελληνική οικονομία έχει 960.000 επιχειρήσεις. Από αυτές, οι 930.000 απασχολούν από 0-10 άτομα και κατά μέσο όρο 4 άτομα, είναι δηλαδή, μικρές επιχειρήσεις. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταγεγραμμένων εργοδοτών, δεν είναι ισχυροί καπιταλιστές, αλλά μικροαστοί που σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρήσεις τους βρίσκονται σήμερα υπό κατάρρευση.
Από την άλλη πλευρά, οι αυτοαπασχολούμενοι, σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν πρέπει να κατατάσσονται στους μικροαστούς. Όπως τονίζει στην πρόσφατη έκθεσή του το ΙΝΕ -ΓΣΕΕ, μπορεί ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, αλλά σε ένα μεγάλο ποσοστό που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, υποκρύπτει μισθωτή εργασία και οφείλεται στην απόπειρα των αφεντικών να απαλλαγούν από τις ασφαλιστικές εισφορές και άλλες εργατικές κατακτήσεις.
Η σημερινή κατάσταση των μικροεργοδοτών και των πραγματικών αυτοαπασχολουμένων θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί με τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Τρότσκι το 1938 στο κείμενό του με τίτλο «Ο Μαρξισμός και η εποχή μας»: «…Μακριά από το να αποτελεί μια εγγύηση για το μέλλον, η μεσαία τάξη είναι ένα δυστυχισμένο και τραγικό απομεινάρι του παρελθόντος. Ανίκανος να απαλλαγεί πλήρως απ’ αυτήν, ο καπιταλισμός τα έχει καταφέρει να την περιορίσει στην τελευταία βαθμίδα κατάπτωσης και δοκιμασίας. Ο αγρότης έχει πια στερηθεί από το δικαίωμα όχι μόνο της γαιοπροσόδου από το κομμάτι της γης του και από το κέρδος του επενδυμένου κεφαλαίου του, αλλά ακόμα και από ένα μεγάλο μέρος του μισθού του. Με τον ίδιο τρόπο, τα διάφορα ανθρωπάκια στις πόλεις βρίσκονται, οικονομικά, μεταξύ ζωής και θανάτου. Η μεσαία τάξη δεν προλεταριοποιείται μόνο και μόνο γιατί εξαθλιώνεται…»
Ο πιο πρόσφατος «επίσημος» αριθμός των ανέργων (πηγή : ΕΛΛ.ΣΤΑΤ) είναι 908.000, δηλαδή το 18,4% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Από αυτούς μόνο 188.092 άτομα παίρνουν επίδομα ανεργίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους 15-24 ετών (43,5%). Τον Αύγουστο του 2011 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2010 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 295.000. Μόνο μέσα στον περασμένο Σεπτέμβριο έχασαν τη δουλειά τους 107.287 εργαζόμενοι.
Ο πραγματικός αριθμός των ανέργων όμως είναι μεγαλύτερος, καθώς οι επίσημες στατιστικές αρχές σκόπιμα κατατάσσουν στους «στους μη ενεργούς οικονομικά» και όχι στους άνεργους, εκείνους τους μακροχρόνια άνεργους που έχουν πάψει πλέον να αναζητούν δουλειά, αλλά και όσους νέους βγαίνουν στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά και δεν βρίσκουν δουλειά. Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ συμπεριλαμβάνοντας και αυτές τις κατηγορίες υπολογίζει το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας σήμερα σε 25% του εργατικού δυναμικού.
Είναι ανάγκη να σημειώσουμε εδώ, ότι η τάση ενίσχυσης της ανεργίας ήταν εμφανής και κατά την περίοδο ανάπτυξης, αποδεικνύοντας ότι παρά την αύξηση του ΑΕΠ, ο καπιταλισμός ήταν οργανικά αδύναμος να εξασφαλίσει δουλειά σε όλους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ από το 1990 έως το 2008 που είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης 3% και 3,5% εισέρχονταν ετησίως από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, από 78.000 έως 82.000 άτομα. Η ελληνική οικονομία όλη αυτή την περίοδο ανάπτυξης απορροφούσε ετησίως από 38.000 μέχρι 42.000 άτομα. Άφηνε δηλαδή ένα «απόθεμα ανέργων», κατά μέσο όρο της τάξης των 40.000 ατόμων.
Αν αυτό συνέβαινε την περίοδο της ανάπτυξης, τότε με την βαθειά ύφεση που εξελίσσεται σήμερα και στην καλύτερη περίπτωση, με τους ισχνούς ρυθμούς που προβλέπονται από τον ΟΟΣΑ μέχρι το 2020, καταλαβαίνουμε ότι η ανεργία διαρκώς θα διογκώνεται, απειλώντας να φθάσει σε επίπεδα πρωτοφανή για την ιστορία του ελληνικού, αλλά και συνολικά του δυτικού καπιταλισμού. Δεν υπάρχει καμία ασφαλέστερη απόδειξη για το πόσο αντιδραστικό και παρηκμασμένο είναι το καπιταλιστικό σύστημα, από αυτή την αυξανόμενη αχρήστευση της εργατικής δύναμης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Μια ακόμα ένδειξη για την κοινωνική οπισθοχώρηση που συντελείται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης είναι η τάση για εγκατάλειψη των αστικών κέντρων και στροφή στις αγροτικές εργασίες. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ, την τελευταία τριετία 38.000 άτομα επέλεξαν το επάγγελμα του αγρότη. Η τάση επιστροφής στην πρωτογενή παραγωγή επιβεβαιώνεται και από τις υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Ο Λέον Τρότσκι γράφοντας στο κείμενο του 1938 που προαναφέραμε για την αύξηση του αγροτικού πληθυσμού στην περίοδο της κρίσης του 1930-1935 στις ΗΠΑ, τόνιζε ότι σηματοδοτούσε μια διαδικασία κατά την οποία «..πεινασμένοι άνεργοι, μετακινήθηκαν προς την ύπαιθρο..με σκοπό να χρησιμοποιήσουν την εργατική τους δύναμη, που είχε απορριφτεί από την κοινωνία ..για να κάνουν μια μισοπεθαμένη ζωή αντί να πεθάνουν από την πείνα.». Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα.
Αποφασιστική επιδείνωση παρουσιάζουν και οι όροι εργασίας και οι αμοιβές όσων εργαζόμενων έχουν ακόμα δουλειά. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι και κατά τη διάρκεια της πολυετούς ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού οι εργαζόμενοι δεν βελτίωσαν πραγματικά το βιοτικό τους επίπεδο. Τα σχετικά στοιχεία αποκαλύπτουν τα ψέματα των αστών και των απολογητών τους, που προκλητικά υποστηρίζουν στα ΜΜΕ ότι οι περισσότεροι έλληνες δήθεν «είχαν μάθει να ζουν καλά και πάνω από τις δυνάμεις τους» και ότι «η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας οφειλόταν στους υψηλούς μισθούς».
Το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ στην τελευταία του έκθεση αναφέρει πως το κόστος εργασίας από το 1995 έως το 2008 αυξήθηκε 12,5%, ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε 30%, η κερδοφορία 40% και η παραγωγικότητα της εργασίας 20%. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι εργαζόμενοι παρήγαγαν περισσότερα, πήραν λιγότερα, λόγω της μεγάλης αύξησης της κερδοφορίας και της αύξησης του πληθωρισμού. Αν σε αυτά προσθέσουμε τη «θηλιά» των δανείων που μπήκε για πρώτη φορά σε χιλιάδες εργατικές οικογένειες, τότε διαπιστώνουμε ότι η σημερινή απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων είναι στην πραγματικότητα η συνέχεια μιας πολύχρονης διαδικασίας.
Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), με μερική απασχόληση εργάζονται 285.175 άνδρες και γυναίκες, δηλαδή το 6,8% του εργατικού δυναμικού. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2011 το 32,5% των νέων προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα αφορούσε μερική απασχόληση και το 8,6% εκ περιτροπής απασχόληση, ενώ ο αριθμός των υφισταμένων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης σχεδόν τριπλασιάστηκε συγκριτικά με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2010.
Οι μειώσεις μισθών είναι επίσης μεγάλες. Σύμφωνα με τα νεώτερα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (Νοέμβριος 2011), οι πραγματικές μέσες ακαθάριστες αποδοχές των εργαζόμενων το 2011 μειώθηκαν κατά 6,3%. Για το μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, η ίδια πηγή υπολογίζει ότι το 2011 το 25% των μισθωτών αντιμετωπίζει περικοπές αποδοχών της τάξεως του 10%, ενώ ήδη το 40-50% υπέστη περικοπές το 2010. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που χρωστάνε σε εργαζόμενους ξεπερνούν τις 275.000.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η μαζική μετατροπή της εργατικής τάξης σε μια τάξη φτωχών. Τα στοιχεία που αποκαλύπτουν ταυτόχρονες έρευνες του ΙΝΚΑ, της εταιρείας «Focus/Bari», αλλά και στοιχεία από την ΕΣΥΕ και τις Κοινωνικές Υπηρεσίες των Δήμων δείχνουν ότι περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή ζουν με λιγότερα από 6.800 ευρώ το χρόνο.
Άλλα στοιχεία από τις ίδιες έρευνες είναι επίσης αποκαλυπτικά. Το 46% του ελληνικού πληθυσμού έκανε περικοπές στις αγορές τροφίμων, το 69% έχει πάψει να αγοράζει ρούχα, το 41% του πληθυσμού της χώρας δεν μπορούν να πάνε διακοπές ούτε για μία εβδομάδα τον χρόνο, περισσότεροι από 1 εκατ. δεν έχουν θέρμανση διότι αδυνατούν να την πληρώσουν και 170.000 νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους. Συνολικά 3,5 εκατ. άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αναγκαίες έκτακτες δαπάνες (υγείας κλπ) που μπορεί να προκύψουν.
Σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, η ψυχική και σωματική υγεία του ελληνικού πληθυσμού υπονομεύεται δραματικά. Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ σε ανακοίνωση τους για την Ελλάδα
τον περασμένο Οκτώβριο έκαναν λόγο για διπλασιασμό στις αυτοκτονίες, αύξηση στις ανθρωποκτονίες, αύξηση κατά 50% στις HIV λοιμώξεις το 2010, αύξηση κατά 20% στη χρήση ηρωίνης και για την ύπαρξη χιλιάδων ανθρώπων των οποίων ενώ η υγεία επιδεινώνεται, δεν πηγαίνουν στον γιατρό για οικονομικούς λόγους.
Όλα αυτά είναι τα συμπτώματα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε αποσύνθεση, της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Όμως οι μαρξιστές δεν είναι ούτε σχολαστικοί τεχνοκράτες για να μένουν σε περιγραφές της κοινωνικής κατάστασης, ούτε πεσιμιστές που αυτοϊκανοποιούνται εκτοξεύοντας κατάρες για την «απάνθρωπη μοίρα» της κοινωνίας. Εξετάζοντας την πραγματικότητα διαλεκτικά, οι μαρξιστές τονίζουν ότι αυτή η άθλια κοινωνία κυοφορεί στα σπλάχνα της μια νέα. Οι πρώτες ωδίνες του επικείμενου τοκετού αποτυπώνονται στην τρομερή έκρηξη της ταξικής πάλης, που ήδη έχει δημιουργήσει μια προεπαναστατική κατάσταση στην ελληνική κοινωνία.