«Υποτίμηση» για τις μάζες – χλιδή για τους αστούς
Είναι ανάγκη να κατανοηθεί ότι το πρόγραμμα άγριας λιτότητας που εφαρμόζεται τα 2 τελευταία χρόνια δεν είναι μια «λάθος συνταγή». Οι συνασπισμένοι δυτικοί ιμπεριαλιστές – πιστωτές και η ελληνική άρχουσα τάξη ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ονομάζοντας την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών «υποτίμηση», παραδέχονται ότι συνειδητά συντρίβουν τα εργατικά και μικροαστικά εισοδήματα για να πληρωθούν οι ψηλοί τόκοι και να εξασφαλιστούν στο μέλλον μεγαλύτερα και πιο σίγουρα κέρδη.
Οι πιο κυνικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης όπως ο Κων. Μητσοτάκης, δηλώνουν ανοιχτά ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να εξοικειωθεί πλέον στην ιδέα της μαζικής φτώχειας και υποστηρίζουν ότι η ύφεση είναι «αναγκαίο κακό». Και αν ορισμένοι από τους έλληνες αστούς, όπως η ηγεσία της ΝΔ ακόμα και η ηγεσία του ΣΕΒ σε ορισμένες περιπτώσεις, δηλώνουν ότι διαφωνούν με τους απανωτούς φόρους και το συγκεκριμένο «μίγμα πολιτικής» της τρόικας, αυτό το κάνουν από πανικό και ανησυχία για τις επαναστατικές επιπτώσεις που έχει η επίθεση στη συνείδηση της κοινωνίας και όχι επειδή έχουν να προτείνουν έναν διαφορετικό – πιο ήπιο τάχα, φιλολαϊκό και «αναπτυξιακό» – δρόμο διατήρησης του ελληνικού καπιταλισμού στη ζωή. Ένας τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει.
Την ίδια ώρα που οι αστοί νουθετούν τους εργαζόμενους να μάθουν να ζουν με λιγότερα, ακόμα και μέσα στην πιο βαθειά ύφεση, με βάση στοιχεία της «Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ» για το πρώτο εξάμηνο του έτους, 95 μεγάλες εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο (το 38,5% του συνόλου των εισηγμένων) συνεχίζουν να σημειώνουν κέρδη και μάλιστα, 42 από αυτές, αύξησαν τα κέρδη τους σε σχέση με πέρσι!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι στο πρώτο επτάμηνο του έτους επένδυσαν συνολικά 12 δισ. δολάρια για νέες ναυπηγήσεις και αγορές πλοίων, ερχόμενοι πρώτοι στον σχετικό κατάλογο σε όλο τον κόσμο, ενώ οι μεγάλοι ανταγωνιστές τους οι Κινέζοι, έχουν επενδύσει μόλις 2,4 δισ. δολάρια.
Ο προκλητικός, αντιδραστικός ρόλος των ελλήνων εφοπλιστών τράβηξε μάλιστα την προσοχή του διεθνούς τύπου. Σε δυο εκτενή της άρθρα μέσα στο Νοέμβρη η γαλλική εφημερίδα Le Monde αναφερόταν στην «ευτυχία να ζεις ως εφοπλιστής στην Ελλάδα». Το πρώτο άρθρο γράφει για τον «ομφάλιο λώρο μεταξύ κράτους και εφοπλιστών» στην Ελλάδα και αναφέρεται στο άρθρο 107 του Συντάγματος που εξαιρεί τους εφοπλιστές από τη φορολογία επί των κερδών. «Συντηρητικοί, αν όχι αντιδραστικοί πολλοί από αυτούς στήριξαν τη δικτατορία του 1967 ενώ σήμερα χρηματοδοτούν φιλανθρωπικούς σκοπούς, έδρες ελληνικών σπουδών σε βρετανικά πανεπιστήμια αλλά και τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο» προσθέτει η Monde.
Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες με άλλοθι τις απώλειες από το κούρεμα 50% στα κρατικά ομόλογά και την κρίση γενικότερα, συνεχίζουν να ενισχύονται προκλητικά από το κράτος και την ΕΚΤ. Το ποσό που θα χάσουν οι ελληνικές τράπεζες από το κούρεμα, αλλά και από τα δάνεια που θα χαρακτηριστούν «ως μη εισπράξιμα», υπολογίζεται σε 40-45 δις ευρώ, όπως αναφέρθηκε σε συνάντηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας με τους τραπεζίτες. Όμως οι μεγαλομέτοχοί τους τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά έχουν ζημιωθεί.
Το συνολικό ποσό των κρατικών ενισχύσεων που θα έχουν δοθεί προς τις ελληνικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της «ανακεφαλαιοποίησης» του πακέτου της 26ης Οκτωβρίου, σε διάφορες μορφές (εγγυήσεις, προνομιούχες μετοχές, ειδικά ομόλογα του δημοσίου, τα πρώτα €10 δις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) φτάνει πλέον τα €185 δις, όταν η σημερινή χρηματιστηριακή αξία όλων των ελληνικών τραπεζών είναι μόλις €4 δις!
Σε αυτά τα χρήματα θα πρέπει να προσθέσουμε τα 41 δις ευρώ που καρπώθηκαν ως συνολικά κέρδη οι ελληνικές τράπεζες την δεκαετία 2000-2009, καθώς και τα κέρδη από τις θυγατρικές τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που π.χ το 2007 έφθαναν στο 20% των συνολικών τους κερδών.
Αυτή τη στιγμή οι Έλληνες τραπεζίτες δίνουν μάχη για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Επιδιώκουν, παρά τη νέα γιγαντιαία επιδότηση των ζημιών τους από το κράτος και το EFSF (που καλείται «ανακεφαλαιοποίηση»), να διατηρήσουν τις μετοχικές τους πλειοψηφίες μέσω της παροχής «προνομιούχων» και όχι «κοινών μετοχών» στους τροφοδότες της «ανακεφαλαιοποίησής» τους, για να συνεχίζουν να απολαμβάνουν κέρδη από κεφάλαια που δεν τους ανήκουν.
Η μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες είναι η σαφέστερη ένδειξη ότι πρώτοι οι ίδιοι οι έλληνες αστοί δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, από τον Δεκέμβριο του 2009 όταν άρχισε να βαθαίνει η κρίση, οι ιδιωτικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν κατά 60 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, οι συνολικές καταθέσεις των ελλήνων στην Ελβετία σύμφωνα με εκτίμηση του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», είναι δυνατό να φθάνουν στο αστρονομικό ποσό των 600 δις ευρώ («Ε» 8/2/2011).
Όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν μια πραγματικότητα ακραίας ανισότητας που βαθαίνει όλο και περισσότερο στο έδαφος της κρίσης: από τη μια πλευρά μαζική εξαθλίωση και περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης και των μικροαστών και από την άλλη, αμύθητα πλούτη για μια χούφτα καπιταλιστές. Αυτή η κολοσσιαία ανισότητα εκφράζει την παρούσα απόλυτα αντιδραστική φάση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι ρεφορμιστές φαντάζονται ότι με «μεταρρυθμίσειςαναδιανομής» μπορεί να γυρίσει η Ιστορία πίσω στην μεταπολεμική περίοδο και ο καπιταλισμός να γίνει περισσότερο «ανθρώπινος». Όμως η ανισότητα είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία της αρρώστιας. Η αρρώστια της κοινωνίας λέγεται καπιταλισμός και ο μόνος τρόπος για να απαλλαγεί η εργατική τάξη από αυτήν είναι η σοσιαλιστική επανάσταση.
Η έξοδος από το ευρώ και η αποδυνάμωση του ελληνικού καπιταλισμού
Απαντώντας σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι τάχα, η Ελλάδα είναι εδραιωμένη στην Ευρωζώνη, εδώ και 2 χρόνια εξηγούμε ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι πολύ πιθανή, σαν μέρος της πορείας συνολικής υπονόμευσης του ευρώ, πάνω στο έδαφος της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης.
Την προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, έθεσαν για πρώτη φορά «στο τραπέζι» επίσημα στις αρχές Νοέμβρη η Μέρκελ και ο Σαρκοζί. Την προωθούν όλο και πιο ανοιχτά οι Αυστριακοί και Ολλανδοί αστοί, ενώ τη ζητάει πολύ έντονα ένα μεγάλο τμήμα της άρχουσας τάξης στη Γερμανία. Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας δε, όπως ανέφερε το περιοδικό «Der Spiegel» στις 14/11, έχει ήδη επεξεργαστεί συγκεκριμένα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Παρά τη σημερινή αυτοκριτική τους διάθεση για την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, ειδικά οι Γερμανοί αστοί, ωφελήθηκαν σημαντικά από αυτή. Κατά την περίοδο ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ το 2000, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας οφειλόταν στο εμπόριο με την Ιταλία. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, το ελληνικό εμπορικό έλλειμμα σημείωσε τόση αύξηση στις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία, όσο με καμιά άλλη χώρα. Στο διάστημα από το 2000 έως το 2008, αυξήθηκε κατά 2,1 δισ. ευρώ, με επακόλουθο το 2008, το εμπόριο με τη Γερμανία να ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό του ελλείμματος στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο (πηγή στοιχείων : ομιλία του Γερμανού βουλευτή της Αριστεράς Μάικ Σλεχτ στην Αθήνα 18/11).
Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε γιατί οι Γερμανοί αστοί κινούνται προς την επιλογή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ; Ο λόγος είναι ότι με δεδομένη τη σημερινή έκταση ύφεσης και χρέους, αλλά και τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές τουλάχιστον για μια δεκαετία, για να ματαιωθεί μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας τα επόμενα χρόνια, δεν θα φθάσει ούτε το δεύτερο δάνειο της «26ης Οκτώβρη» και θα χρειαστεί οπωσδήποτε ένα τρίτο ή και ένα τέταρτο δάνειο. Όμως, μέσα στις συνθήκες της εισόδου σε μια νέα διεθνή ύφεση που θα απειλεί όλο και πιο πολύ τις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα οι Γερμανοί αστοί, αργά ή γρήγορα, θα πεισθούν ότι δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια να συνεχίζουν να δίνουν δάνεια στην Ελλάδα, αφού η τελευταία αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο ευρωπαϊκό κρίκο, που δεν πρόκειται να ανακάμψει.
Θα κοιτάξουν πιθανά να καλύψουν απευθείας τις ζημιές των τραπεζών τους, θα προσπαθήσουν να «δέσουν» όσο μπορούν πιο σφιχτά την Ελλάδα με εγγυήσεις για τα ποσά των δανείων που της έχουν ήδη δοθεί, θα κόψουν τις επόμενες δόσεις και θα βγάλουν την Ελλάδα από το ευρώ, αποδεχόμενοι σαν το αναπόφευκτο μικρότερο κακό την ελληνική χρεοκοπία. Το επιχείρημα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε αυτή την περίπτωση, θα είναι ότι θέλουν «να προστατέψουν το ενιαίο νόμισμα» και να στείλουν παράλληλα ένα μήνυμα αυστηρότητας στους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης, ώστε να λάβουν τα σκληρότερα μέτρα λιτότητας.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, είναι πολύ πιθανό να συνδυαστεί με την έξοδο και άλλων χωρών με ορόσημο την επικείμενη αλλαγή των συνθηκών της ΕΕ, στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας πιο «σφιχτής» Ευρωζώνης, με πιο ισχυρούς εταίρους και υπό πλήρη γερμανικό έλεγχο.
Όποια μορφή κι αν λάβει η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, θα επιβεβαιώσει την εκτίμηση των μαρξιστών ότι είναι αδύνατο να κρατούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα συνδεδεμένες σε ένα ενιαίο νόμισμα οικονομίες εντελώς διαφορετικής ισχύος. Αυτή η προοπτική ήδη έχει προκαλέσει τρόμο στους Έλληνες αστούς, που σωστά την αντιλαμβάνονται σαν τη σηματοδότηση του απότομου ξεπεσμού του ελληνικού καπιταλισμού. Όσο όμως κι αν αφορίζουν τους πολιτικούς τους ή και τη «σκληρότητα των Βρυξελλών», η έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί το προϊόν «κακών ελληνικών ή ευρωπαϊκών χειρισμών», αλλά επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης.
Το δίλλημα μέσα ή έξω από το ευρώ είναι ψεύτικο, γιατί στην πραγματικότητα έχει σαν αντικείμενο την προσπάθεια να αντιπαρατεθούν δυο διαφορετικά στάδια ανάπτυξης της κρίσης, το σημερινό και το επόμενο. Η έξοδος από το ευρώ είναι η αναγκαία συνέπεια του σταδίου της κρίσης στο οποίο μπαίνουμε και όχι η πρωταρχική αιτία του. Κατά συνέπεια, δεν είναι η δραχμή που θα φέρει τη μαζική εξαθλίωση στην καπιταλιστική Ελλάδα. Αυτή θα αποτελέσει απλά το σύμβολο αυτής της εξαθλίωσης.
Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ, δεν ωφέλησε μόνο το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά ασφαλώς και την ελληνική άρχουσα τάξη. Μέσα από την πρόσβαση στα χαμηλά ευρωπαϊκά επιτόκια, διασφάλισε στις ελληνικές επιχειρήσεις ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Περισσότερο ευνόησε τους πιο ισχυρούς και εξωστρεφείς κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού, όπως οι ελληνικές τράπεζες, οι ναυτιλιακές εταιρείες, οι βιομηχανίες τροφίμων και φαρμάκων. Διαθέτοντας το ίδιο ισχυρό νόμισμα, οι πιο δυνατοί έλληνες καπιταλιστές μπορούσαν να ανταγωνιστούν ισότιμα τους ευρωπαίους. Μπορούσαν επίσης ευκολότερα να συνάψουν συνεργασίες με ισχυρούς ευρωπαϊκούς ομίλους. Τέλος, η διείσδυση τους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη μπορούσε να γίνει από πλεονεκτική θέση. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι στα χρόνια της ανάκαμψης με το ευρώ, από το 2000 έως το 2007, η ελληνική οικονομία σημείωσε κατά μέσο όρο ανάπτυξη του ΑΕΠ της τάξης του 4,3%.
Οι θιασώτες της επιστροφής στη δραχμή, δεξιοί και αριστεροί, διατείνονται ότι το ευρώ ήταν η αιτία που οδήγησε στην αποβιομηχάνιση της χώρας. Αυτό όμως είναι λάθος. Η τάση για αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας είναι πολύχρονη και αντανακλά την στασιμότατα της βιομηχανικής παραγωγής που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό καπιταλισμό συγκριτικά πάντα με την 30ετή μεταπολεμική ανάπτυξη και ιδιαίτερα, αποτελεί έκφραση της διαχρονικής παραγωγικής αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού.
Όπως ανέφερε σε άρθρο του στην «Αυγή» στις 15/5/2011 ο οικονομικός αναλυτής Κώστας Καλλωνιάτης, σε ετήσια βάση η αποβιομηχάνιση την περίοδο του ευρώ ήταν μόλις το 1/10 της αποβιομηχάνισης που είχαμε κατά τη διάρκεια της «προ ευρώ» 15ετίας. Πιο συγκεκριμένα, η συμμετοχή της βιομηχανικής παραγωγής στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία όλης της οικονομίας ήταν 21,5% το 1985, 19,4% το 1990, 16,5% το 1995, 14% το 2000 και 13,6% το 2008, έτος που ξεσπά η διεθνής κρίση. Ενώ δηλαδή η συμμετοχή της βιομηχανίας υποχωρεί κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 1985-2000 (ή 0,5% ετησίως), την οκταετία 2000-2008 υποχωρεί μόλις 0,4 μονάδες (ή 0,05% ετησίως).
Η εξέλιξη επίσης του εμπορικού ελλείμματος αγαθών και υπηρεσιών σαν ποσοστό στο ΑΕΠ με βάση τις στατιστικές του ΟΟΣΑ, δείχνει ότιτο ευρώ δεν επιβάρυνε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν -13,5% το 2000 και τις παραμονές της κρίσης το 2008 είχε μειωθεί στο 10,2%. Τέλος, αναφορικά με το δημόσιο χρέος, κατά τη δεκαετία του ευρώ πριν την εμφάνιση της κρίσης, η αύξησή του ήταν καταφανώς μικρότερη από την περίοδο της δραχμής, αφού ο κύριος όγκος του δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα οδηγήσει τους έλληνες καπιταλιστές στην απώλεια όλων των πλεονεκτημάτων που περιγράψαμε πιο πάνω και θα σηματοδοτήσει – ανάλογα βεβαίως και με την εξέλιξη που θα έχει η ανάπτυξη της κρίσης στην Ευρώπη και παγκόσμια – την αμφισβήτηση της θέσης της χώρας μέσα στο ίδιο το κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Χωρίς ένα ισχυρό νόμισμα στα χέρια της, ζώντας υπό την διαρκή πολιτική και οικονομική κηδεμονία των δανειστών της, με μια αδύναμη βιομηχανική βάση και την εσωτερική αγορά της σε ελεύθερη πτώση, η ελληνική άρχουσα τάξη από μια ισχυρή τοπική ιμπεριαλιστική δύναμη των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα τείνει να μετατραπεί σε παράγοντα δευτερεύουσας σημασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα αποτελέσει «αναγκαίο κακό» που θα επιβληθεί στους έλληνες αστούς, όπως ήδη εξηγήσαμε, από την ταχύτατη ανάπτυξη της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Ακριβώς επειδή οι έλληνες καπιταλιστές δεν έχουν καμία πρόθεση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού προβαίνοντας σε σοβαρές επενδύσεις στη βιομηχανία, την τεχνολογία, την επιστήμη και την έρευνα, θα επιχειρήσουν να αποκτήσουν ένα τεχνητό πλεονέκτημα στις εξαγωγές τους εκμεταλλευόμενοι την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα μέσα από μια διαδικασία νομισματικών υποτιμήσεων, τσακίζοντας επίσης με αυτό τον τρόπο πιο αποτελεσματικά το εργατικό κόστος.
Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι τα πράγματα δεν θα είναι τόσο ρόδινα για τις ελληνικές εξαγωγές, όπως φαντάζονται οι θιασώτες της δραχμής. Το μεγαλύτερο τμήμα των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τις χώρες της ΕΈ το 2010 αντιπροσώπευαν το 64,2% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών. Οι ευρωπαίοι αστοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν την ανενόχλητη εισβολή φθηνών ελληνικών εμπορευμάτων στις αγορές τους. Είναι πολύ πιθανό, η έξοδος από το ευρώ να συνοδευτεί από μια σειρά μέτρων προστατευτισμού ενάντια στην Ελλάδα και από το πέρασμά της εκτός της ίδιας της Ε.Ε. Επιπρόσθετα, πρέπει να τονίσουμε ότι ούτως ή άλλως, η Ελλάδα δεν έχει μια ισχυρή παραγωγική βάση, ούτε είναι σε θέση να εξάγει άφθονους φυσικούς πόρους όπως η Ρωσία ή η Αργεντινή (δυο από τις χώρες, που πτώχευσαν την τελευταία 15ετία) για να μπορέσει να αξιοποιήσει μία νομισματική υποτίμηση.
Μεγάλες διεθνείς τράπεζες όπως η Citigroup, η ING και η UBS κάνουν λόγο για την προοπτική, αμέσως μετά την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, μιας άμεσης υποτίμησης της δραχμής κατά 50-60%. Τι θα σημάνει όμως συγκεκριμένα μια τέτοια υποτίμηση; Με βάση τις μελέτες των παραπάνω τραπεζών η υιοθέτηση και υποτίμηση της δραχμής κατά 50% θα φέρει τα ακόλουθα : α) Ύφεση 17,6%, β) Πληθωρισμό άνω του 20%, γ) Μείωση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων και της περιουσίας κατά 10.000 ευρώ, δ) Διψήφια επιτόκια, ε) Συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία90-100 δισ. ευρώ, ζ) Τη συντριβή της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων. Υπολογίζεται ότι ένας σημερινός μισθός 1.200 ευρώ, αφού μετά από μια υποτίμηση της δραχμής κατά 50% μετατραπεί στο ισοδύναμο του σε δραχμές, για αγορές σε δραχμές θα ισούται με 923 ευρώ και για αγορές σε ευρώ θα ισούται πλέον με 461 ευρώ!
Κατά συνέπεια, η επιστροφή στη δραχμή σε συνθήκες καπιταλισμού θα σηματοδοτήσει την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Η ιστορική εμπειρία από τις υποτιμήσεις δείχνει ότι πάντοτε επιφέρουν μια αφανή μείωση του εισοδήματος των εργαζόμενων, καθώς οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών θα αυξάνονται ταχύτερα από τους μισθούς. Η ίδια η εμπειρία της Ελλάδας από τις τρεις υποτιμήσεις της δραχμής κατά τη μεταπολίτευση, δείχνει ότι όχι μόνο δεν απέδωσαν σε ανάπτυξη, αλλά αντίθετα έπληξαν βαριά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Η Ελλάδα και η περίπτωση της Αργεντινής
Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής επικαλούνται το παράδειγμα της Αργεντινής με την διαγραφή χρέους 75% και την υποτίμηση του πέσο που «έσωσε την οικονομία της Αργεντινής». Ας δούμε όμως τι έγινε πραγματικά στην Αργεντινή, ποιες ομοιότητες άλλα και ποιες διαφορές είχε το παράδειγμά της με τη σημερινή Ελλάδα.
Το 1991 η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής όρισε σαν σταθερή την ισοτιμία 1 πέσο = 1 δολάριο. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι η χώρα υιοθετούσε το δολάριο, όπως αντίστοιχα η Ελλάδα υιοθέτησε δέκα χρόνια αργότερα το ευρώ. Ο στόχος αυτής της επιλογής ήταν να συγκρατηθεί ο υψηλός πληθωρισμός, κάτι που έγινε πραγματικότητα, όπως συνέβη και στην Ελλάδα με την είσοδό στο ευρώ.
Όμως οι βασικοί ανταγωνιστές της Αργεντινής δεν είχαν τηνίδια νομισματική πολιτική και συνέχιζαν να κάνουν χρήση της μεθόδου υποτίμησης των νομισμάτων τους σαν μέσο για να ενισχύουν τεχνητά την ανταγωνιστικότητά τους. Έτσι το Μεξικό υποτίμησε το νόμισμα του το 1995, όπως και η Βραζιλία το 1998. Εδικά μετά από την Βραζιλιάνικη υποτίμηση, αρκετές επιχειρήσεις της Αργεντινής μετέφεραν τα εργοστάσιά τους στη Βραζιλία, καθώς τα εμπορεύματα της τελευταίας φθήνυναν στις διεθνείς αγορές.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην απότομημείωση των εξαγωγών της Αργεντινής, δημιούργησε ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και σαν επακόλουθο έφερε μια μεγάλη άνοδο του εξωτερικού χρέους της. Έτσι το 1999, η οικονομία της χώρας οδηγήθηκε σε ύφεση – 4%. Η εμπιστοσύνη των διεθνών τραπεζών απέναντι στην Αργεντινή κλονίστηκε και τα επιτόκια δανεισμού της εκτοξεύθηκαν, σπρώχνοντάς την να απευθυνθεί στο ΔΝΤ.
Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, υποστηρίζουν ότι τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας, όσο και στην περίπτωση της Αργεντινής, το πρόβλημα ήταν το ισχυρό νόμισμα και η έλλειψη της δυνατότητας για υποτίμηση. Αυτό όμως δεν ισχύει ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την Αργεντινή. Στην Ελλάδα όπως ήδη είδαμε με στοιχεία, δεν ήταν το ευρώ που οδήγησε στην έκρηξη του δημόσιου χρέους. Αλλά και στην Αργεντινή, αν η Κεντρική Τράπεζα δεν συνέδεε το πέσο με το δολάριο, η κρίση θα αναπτύσσονταν, αργά ή γρήγορα, με τη μορφή του υπερπληθωρισμού, οπότε το αποτέλεσμα για τις μάζες θα ήταν πρακτικά το ίδιο. Αν η Αργεντινή πριν την εμφάνιση της κρίσης είχε ακολουθήσει το δρόμο των υποτιμήσεων που ακολούθησαν οι ανταγωνιστές της, αυτό που θα είχαμε θα ήταν πιθανά ένα ευρύτερο ντόμινο προστατευτισμού και αλληλο-εξαγωγής ανεργίας.
Αυτό που δεν θέλουν να καταλάβουν οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, είναι ότι η νομισματική πολιτική, είτε στην κατεύθυνση του πληθωρισμού, είτε σε αντιπληθωριστική κατεύθυνση, δεν μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση της κρίσης, για την οποία υπεύθυνες είναι, όπως οι μαρξιστές εξηγούν υπομονετικά, οι δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.
Η χρεοκοπία της Αργεντινής επήλθε όταν το κράτος στα τέλη του 2001 δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για τον περιορισμό του ελλείμματος, με το προγραμματισμένο δάνειο του ΔΝΤ να μην καταβάλλεται. Οι ξένοι καπιταλιστές απέσυραν μαζικά τα κεφάλαιά τους από τη χώρα και οι τράπεζες κατέρρευσαν. Η Αργεντινή οδηγήθηκε στις 30/12/2001 σε στάση πληρωμών απέναντι στους δανειστές της, δηλαδή σε χρεοκοπία. Από το 1998 έως το 2002 το ΑΕΠ της Αργεντινής μειώθηκε συνολικά κατά 21%, ενώ το ποσοστό της φτώχειας έφτασε το 57% και η ανεργία ξεπέρασε το 23%. Το παράδειγμα χρεοκοπίας της Αργεντινής με τη μαζική φτώχεια και ανεργία δίνει μια γεύση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών που θα έχει για την Ελλάδα μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, πράγματι μπορούν να γίνουν οδυνηροί παραλληλισμοί της Ελλάδας με την Αργεντινή.
Οι αριστεροί θιασώτες της δραχμής, επικαλούνται την υποτίμηση του πέσο στην Αργεντινή σαν μοντέλο «προοδευτικής διεξόδου από την κρίση». Συνήθως «ξεχνούν» να πουν ότι η Αργεντινή οδηγήθηκε σε μια υποτίμηση που προσέγγισε το 75%. Οι μάζες στην Αργεντινή πλήρωσαν τεράστιο τίμημα για αυτή την υποτίμηση, με μαζική φτώχια και ανεργία.
Βέβαια από τα τέλη του 2002 η οικονομία της Αργεντινής άρχισε να ανακάμπτει. Το εμπορικό ισοζύγιό της αυξήθηκε, ενώ το εξωτερικό της χρέος μειώθηκε. Ο ρυθμός ανάπτυξης από το 2003 και μετά, άρχισε να κυμαίνεται μεταξύ 6 με 9%. Η ανάπτυξη όμως, δεν οφειλόταν σ’ αυτή καθ’ αυτή την υποτίμηση του νομίσματος, αλλά κύρια, στο γεγονός ότι η ο καπιταλισμός παγκόσμια συνήλθε από την σύντομη ύφεση του 2001 και μπήκε σε μια νέα φάση ανάκαμψης.
Η σημερινή φάση της παγκόσμιας οικονομίας, με την είσοδό της σε μια νέα βαθειά ύφεση, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του 2002. Σήμερα μια υποτίμηση της δραχμής δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα για την Ελλάδα με αυτά που είχε τότε η υποτίμηση του πέσο για την Αργεντινή. Ειδικά από τη στιγμή που, όπως προαναφέραμε, η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε τους τεράστιους φυσικούς πόρους, αλλά ούτε και τη βιομηχανική βάση της Αργεντινής.
Αυτό που επίσης «ξεχνούν» οι αριστεροί θαυμαστές του αργεντίνικου παραδείγματος, είναι ότι η Αργεντινή σήμερα έχει έναν υψηλότατο πληθωρισμό, της τάξης του 12%. Κι όταν σε μια χώρα υπάρχει υψηλός πληθωρισμός, δεν υπάρχει πραγματική οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι μάζες βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται γρήγορα.
Φυσικά η μεγάλη διαγραφή χρέους στην οποία προχώρησε η Αργεντινή, έδωσε τεράστια ανάσα στην οικονομία και σε αυτό το σημείο, το αργεντίνικο παράδειγμα προσφέρεται για να στηρίξει τη διεκδίκηση για την μονομερή διαγραφή του ελληνικού χρέους. Όμως το γεγονός ότι όλοι οι βασικοί τομείς της οικονομίας της Αργεντινής παραμένουν στα χέρια των καπιταλιστών, δημιουργεί τη βάση για νέα κρατικά χρέη. Ήδη το επιτόκιο που πληρώνει η Αργεντινή για να δανειστεί είναι 7%, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε συσσώρευση καινούριων μεγάλων χρεών. Αυτό λοιπόν, που πάνω απ’ όλα δείχνει το παράδειγμα της Αργεντινής, είναι ότι από μόνη της η διαγραφή χρέους, χωρίς την εφαρμογή ενός προγράμματος επαναστατικής, σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, δεν αρκεί για να βγάλει οριστικά μια χώρα από το αδιέξοδο, ανεξάρτητα από το είδος του νομίσματος και της νομισματικής της πολιτικής.