Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕλληνικές προοπτικές 2012

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνικές προοπτικές 2012

Ελληνικός καπιταλισμός: ιστορική πορεία στο αδιέξοδο

Η παρούσα περίοδος είναι η πιο κρίσιμη στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Αλλά ποιοι είναι οι βασικοί σταθμοί αυτής της ιστορίας; Για να κατανοήσουμε το ιστορικό υπόβαθρο του σημερινού αδιεξόδου της καπιταλιστικής Ελλάδας είναι σκόπιμο να τους αναφέρουμε συνοπτικά.

Η στρεβλή και ευνουχισμένη μορφή που είχε η κατάληξη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1821, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κρατιδίου- οργάνου των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης το 1830. Τα πρώτα ελληνικά κεφάλαια συσσωρεύτηκαν έξω από την Ελλάδα, κύρια από εμπόρους, πλοιοκτήτες και τραπεζίτες, που σαν συνεργάτες των μεγάλων καπιταλιστικών οίκων της Δυτικής Ευρώπης κυριάρχησαν στην Αίγυπτο, την Μ. Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι και τη Ρουμανία.

Από τα πρώτα τους βήματα οι έλληνες καπιταλιστές ήταν μεσίτες, έμποροι και μεταπράτες, απόλυτα εξαρτημένοι από το ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Δεν στράφηκαν στο να δημιουργήσουν μια σοβαρή βιομηχανική υποδομή. Ότι έκαναν είχε έναν καιροσκοπικό χαρακτήρα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «Η ιστορία της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας» «..παρά τις προσπάθειες του Χ. Τρικούπη από το 1882 έως το 1890 ν’ αστικοποιήσει την χώρα και με την βοήθεια μεγάλων δανείων από το εξωτερικό να δημιουργήσει μια υποδομή για την ανάπτυξη της ντόπια βιομηχανίας, το ελληνικό και ξένο κεφάλαιο που ήρθε προτίμησε τις τραπεζιτικές, τις μεταλλευτικές και τις ναυτικές επιχειρήσεις από τις οποίες έβγαιναν μεγάλα κέρδη..».

Η αστική τάξη εδραίωσε την πολιτική εξουσία της 1909 με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν ήδη μοιράσει ολόκληρο τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, ο καπιταλισμός παγκόσμια έμπαινε στην εποχή της επιθανάτιας αγωνίας του και το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη ετοιμαζόταν ήδη να διεκδικήσει την εξουσία στη μια χώρα μετά την άλλη.

Ο αργοπορημένος ερχομός της στο ιστορικό προσκήνιο, έκανε την ελληνική αστική τάξη ανίκανη να παίξει έναν επαναστατικό ρόλο ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό καθεστώς και να δώσει ριζικές λύσεις στα αστικοδημοκρατικά προβλήματα και ιδιαίτερα στο μοίρασμα της γης στους χωρικούς και στο σπάσιμο της εξάρτησης από τους ξένους ιμπεριαλιστές. Γι’ αυτό το λόγο, συμβιβάζεται με τα παλιά πολιτικά «τζάκια» και τον βασιλιά, πράγμα που την φέρνει σε σύγκρουση όχι μόνο με τους εργάτες, αλλά και με την αγροτιά και την κάνει από την αρχή εχθρική απέναντί της.

Όπως εξηγούσε στο σημαντικό έργο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα» ο πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ Π. Πουλιόπουλος, «..η ελληνική αστική τάξη ίσαμε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα προχώρησε δισταχτικά και σε διαρκείς συμβιβασμούς με τον παλιό κόσμο, την αυλή, φεουδαρχία και τον κλήρο. Όλα τα μεταρρυθμιστικά βήματα φέρνουνε τη σφραγίδα του μεσοβέζικου και διστακτικού πνεύματος, του φόβου της μπρος σε ριζοσπαστικές πληβειακές λύσεις..».

Ο πρώτος κύκλος σοβαρής εκβιομηχάνισης του ελληνικού καπιταλισμού συντελείται στο Μεσοπόλεμο, από τα πρώτα χρόνια τις δεκαετίας του 1920 έως την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σε αυτό το διάστημα η βιομηχανική βάση σχεδόν διπλασιάζεται και παράλληλα, έχουμε τη δημιουργία ενός μαχητικού προλεταριάτου, συνδικάτων και του πρώτου κόμματος της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης.

Μετά τις καταστροφικές ήττες της γενικής απεργίας του 1936 με επίκεντρο της Θεσσαλονίκη και της επανάστασης 1944-49 (εξέγερση Δεκεμβριανών και «εμφύλιος»), που προήλθαν από την προδοτική πολιτική ταξικής συνεργασίας της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, μπήκαν οι βάσεις για μια νέα ανάπτυξη της βιομηχανίας, πάνω στα συντρίμμια του εργατικού κινήματος.

Το 1963 για πρώτη φορά η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε την αγροτική παραγωγή. Η βιομηχανική ανάπτυξη κορυφώθηκε λίγο αργότερα κατά τη δεκαετία 1963-1973.

Από το 1974 και μετά, η πορεία υποχώρησης του παγκόσμιου καπιταλισμού και αργότερα, η «πλημμύρα» από εμπορεύματα των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών στην ελληνική αγορά που σηματοδότησε η είσοδος στην ΕΟΚ, έφεραν μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας και σχετικής συρρίκνωσης της βιομηχανίας, ως ποσοστό δηλαδή, επί του συνόλου της εθνικής οικονομίας.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2008 είχαμε μια σημαντική ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ (περίπου 3% κατά μέσο όρο), η οποία στηρίχθηκε κύρια : α) στην πτώση του εργατικού κόστους που προήλθε από την υποχώρηση του εργατικού κινήματος και την υπερ-εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων μεταναστών, β) στις αυξημένες κρατικές δαπάνες και σε κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για έργα υποδομής και εγκαταστάσεις, με πιο ενδεικτικές αυτές για την Ολυμπιάδα του 2004 και γ) στον υπέρογκο και φθηνότερο σε σχέση με το παρελθόν δανεισμό, που τροφοδότησε τεχνητά την κατανάλωση και ιδιαίτερα, τον τομέα των κατασκευών μέσω των χιλιάδων στεγαστικών δανείων.

Όμως καθ’ όλη αυτή την περίοδο, η σχετική αποβιομηχάνιση συνεχίστηκε μέσα από την μαζική μετεγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων σε γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, ενώ η εγχώρια αγορά καταλήφθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια, μέσα από τη διαδικασία των εξαγορών, των ιδιωτικοποιήσεων ή της σταδιακής επιβολής της κυριαρχίας τους, λόγω του όγκου των κεφαλαίων τους.

Στο αποκορύφωμα της πολυετούς ανάπτυξής του, το 2008, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε εδραιώσει τη θέση του μέσα στο κλαμπ του ανεπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά πάντοτε σαν ένας από τους πιο «αδύναμους κρίκους» του.

Η χαμηλήανταγωνιστικότητα του ελληνικού «αδύναμου κρίκου» οφείλεται στο γεγονός ότι οι έλληνες αστοί, παρά τα μεγάλα κεφάλαια που συσσώρευσαν μεταπολεμικά,ουδέποτε επένδυσαν με ένα σοβαρό τρόπο στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής.

Οι απολογητές τους το τελευταίο διάστημα, αρέσκονται νααποδίδουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού στο «σπάταλο», «διεφθαρμένο» και «δυσκίνητο κράτος». Μιλούν για το κράτος σα να πρόκειται για μια δύναμη που εξυπηρετεί τον εαυτό της. Δεν λείπουν μάλιστα και αυτοί που προκλητικά φθάνουν να μιλούν για ένα κράτος «σοβιετικού τύπου»!

Όμως όπως ο μαρξισμός εξηγεί, σε μια ταξική κοινωνία το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Είναιτο κράτος της άρχουσας τάξης. Όλες οι στρεβλώσεις του σύγχρονου ελληνικού κράτους αντανακλούν την διαμορφωμένη ιστορικά φύση και νοοτροπία της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Η «αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία» και οι «απαρχαιωμένες και δυσκίνητες κρατικές δομές» δεν έπεσαν από τον ουρανό. Αποτελούν έκφραση του αυταρχικού – αστυνομικού πνεύματος με το οποίο κυβέρνησε για πολλές δεκαετίες η ελληνική άρχουσα τάξη υπό την διαρκή απειλή της κοινωνικής επανάστασης. Είναι επίσης η αντανάκλαση της γενικότερης καθυστέρησης του ελληνικού καπιταλισμού που αποτυπώνεται πάνω στο κράτος με δαιδαλώδεις καιχρονοβόρες διοικητικές μεθόδους.

Το ελληνικό κράτος είναι σπάταλο γιατί η ελληνική άρχουσα τάξη είναι κρατικοδίαιτη και διαχρονικά στηριγμένη στο κρατικό χρήμα πολύ περισσότερο από τις άρχουσες τάξεις στον υπόλοιπο αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Οι έλληνες αστοί έβλεπαν πάντα το κράτος σαν βασική πηγή γρήγορου και εύκολου κέρδους μέσα από τις κρατικές προμήθειες, τα μεγάλα κρατικά έργα, τις απευθείας «επενδυτικές» επιδοτήσεις, τις φοροαπαλλαγές, τις φορο-ελαφρύνσεις και την προκλητική ανοχή στην φοροδιαφυγή. Όλα αυτά δημιούργησαν μια οργανική τάση για αυξημένα ελλείμματα και χρέη, η οποία οξύνθηκε στην κατεύθυνση μιας ανοιχτής χρεοκοπίας μετά την εμφάνιση της διεθνούς ύφεσης το 2008.

Η θέση του ελληνικού καπιταλισμού σαν πιο «αδύναμου κρίκου» της Ευρωζώνης τον έκανε να έρθει πρώτος πιο κοντά στην χρεοκοπία. Ωστόσο η ίδια η ζωή, με την μια χώρα μετάτην άλλη να αντιμετωπίζει το φάσμα της υπερχρέωσης, αποδεικνύει ότι το αδιέξοδό του είναι οργανικό τμήμα του διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου. Οι προοπτικές της Ελλάδας είναι πλήρως υποταγμένες στις προοπτικές τις ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Αν ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός έμπαιναν σε μια περίοδο ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους που θα μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα για το ευρώ και να θέσει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως σε συνθήκες έλευσης μιας δεύτερης απανωτής διεθνούς ύφεσης, για τον ελληνικό καπιταλισμό προδιαγράφεται ένα μέλλον χρεοκοπίας, παρακμής και εκρηκτικής ταξικής πάλης.

Ύφεση και χρεοκοπία

Για να κατανοήσουμε το σημερινό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού δεν πρέπει να αρχίσουμε από την εξέλιξη των μεγεθών του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, αλλά από την πηγή της όξυνσής τους, που είναι η ύφεση.

Η Ελλάδα σύμφωνα με τα τελευταία αποκαλυπτικά αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2011) είχε μπει επίσημα στην ύφεση το 2008 και όχι το 2009. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μπήκε στην ύφεση ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης και στην πραγματικότητα, ουδέποτε ανέκαμψε από αυτή, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που γνώρισαν μια αναιμική ανάκαμψη από το 2009 και έως σήμερα.

Έτσι λοιπόν κλείνουμε τον 4ο συνεχόμενο χρόνο ελληνικής ύφεσης (2008, 2009, 2010 και 2011). Τριάντα γνωστοί οικονομολόγοι σε έρευνα του πρακτορείου “Reuters” που δημοσιεύθηκε στις 24/11 προέβλεψαν ότι θα έχουμε και για 5ο χρόνο ύφεση, η οποία θα κινείται στο 3%, ενώ οι προβλέψεις τους κάνουν λόγο και για την πολύ πιθανή περίπτωση να υπάρξει και 6ος χρόνος ύφεσης (2013).

Το 2008 το ελληνικό ΑΕΠ ανερχόταν συνολικά σε 232,9 δις ευρώ. Έπεσε 0,2% και διαμορφώθηκε στα231,6 δισ. Το 2009 έπεσε ακόμα κατά 3,2% και διαμορφώθηκε στα 227,3 δισ. Το 2010 μειώθηκε περαιτέρω κατά 3,5% και έφτασε στα 217,3 δις ευρώ. Το 2011 με την ύφεση να αναμένεται να κλείσει κοντά στο 7%, το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να συρρικνωθεί στα 202,3 δις ευρώ. Η συνολική πτώση συγκριτικά με το 2008 θα είναι δηλαδή κοντά στο 13%, δηλαδή 30 δις ευρώ. Η μείωση αυτή είναι πρωτοφανής για την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, αλλά και για την μεταπολεμική ιστορία ολόκληρου του αναπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού.

Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής βρίσκεται φέτος στις 74,1 μονάδες, έχοντας χάσει πάνω από 25 μονάδες από το 2005 (έτος βάσης του σχετικού δείκτη, στις 100 μονάδες). Τα τελευταία στοιχεία για την  ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα δείχνουν ότι το πρώτο 7μηνο του 2011 υποχώρησε κατά 39,4% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2010, επιτείνοντας το αδιέξοδο στους δεκάδες κλάδους που σχετίζονται με την οικοδομή.

Παράλληλα, η φθινοπωρινή έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ για το 2012 τοποθετεί την πραγματική ανεργία στα επίπεδα του 1961! Ήδη σε κάθε 1 πρόσληψη στον ιδιωτικό τομέα αντιστοιχούν 7 απολύσεις. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ τον επόμενο χρόνο αναμένονται 183.000 λουκέτα σε μικρές επιχειρήσεις, με προοπτική απώλειας 250.000 θέσεων εργασίας.

Στη μεταπολεμική Ελλάδα ο αριθμός των οικονομικά ενεργών ατόμων ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερος από τον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών (δηλαδή τα ανήλικα άτομα και οι συνταξιούχοι και μη που είναι 65 ετών και άνω). Το 2011 η σχέση αυτή ανατράπηκε. Ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός της χώρας υπερτερεί κατά πολύ από τους απασχολούμενους, καθώς οι πρώτοι ανέρχονται σε 4.403.503 και οι δεύτεροι σε 4.034.537 άτομα, ενώ πέρυσι ήταν 4.298.958 και 4.398.890 άτομα, αντίστοιχα.

Η ύφεση στη Ελλάδα ξέσπασε το 2008 σαν έκφραση της διεθνούς τάσης για συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως το πρωτοφανές της βάθος, από τη μία πλευρά επιβεβαιώνει τον τεχνητό χαρακτήρα της προηγούμενης πολύχρονης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μιας ανάπτυξης δηλαδή που δεν στηρίχθηκε στις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στις «ενέσεις» των κρατικών – κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και των δανείων που ενίσχυσαν τεχνητά την κατανάλωσης και από την άλλη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόπειρα από το 2009 και έπειτα, να αφαιρεθεί βίαια και εκτεταμένα εισόδημα από τις πλατιές λαϊκές μάζες για την εξυπηρέτηση του γιγάντιου δημόσιου χρέους.

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα εφαρμόζεται το πιο σκληρό πρόγραμμα περικοπών στη μεταπολεμική Ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Μόνο για το 2010 το ελληνικό κράτος περιόρισε το έλλειμμά του κατά 7,5%. Το ύψος των περικοπών ανέρχονταν στο 13% του ΑΕΠ. Για να καταλάβουμε το τι σημαίνει αυτό πρέπει να αναλογιστούμε ότι αν γινόταν ένα ανάλογο εγχείρημα στη Γερμανία, θα έφερνε περικοπές 300 δισ. ευρώ, την περικοπή δηλαδή ενός ολόκληρου ετήσιου προϋπολογισμού!

Αλλά παρά τις γιγάντιες περικοπές το χρέος αυξάνεται ασταμάτητα. Το 2010 το ελληνικό χρέος ήταν 329 δισ. ευρώ, ενώ το 2011 με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ανέρχεται στα 366 δις. Από το ποσό αυτό, τα 259,7 δις ευρώ αφορούν ομόλογα ενώ τα 65,17 δις είναι δάνεια από την τρόικα. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ το 2011 προσεγγίζει πλέον ταχύτατα το 180 %.

Τα 4 επόμενα χρόνια με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, το ελληνικό κράτος θα πρέπει να καταβάλει 190 δις ευρώ για να εξυπηρετήσει το χρέος. Αν αναλογιστούμε εδώ ότι : α) το σύνολο των κρατικών εσόδων φθάνει φέτος τα 51 δις ευρώ, β)από το πρώτο δάνειο της τρόικας των 110 δις ευρώ ακόμα και αν καταβληθεί κανονικά η 6η δόση, θα μένει να εισπραχθούν ακόμα μόλις 37 δις ευρώ, γ) το δεύτερο δάνειο των 109 δις που προβλέπει η συμφωνία της 26ης Οκτώβρη είναι μετέωρο, καθώς η κρίση εξαπλώνεται ταχύτατα στην Ευρωζώνη, δ) η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει για να δανειστεί στις αγορές τουλάχιστον για μια δεκαετία ακόμα, τότε συμπεραίνουμε ότι ακόμα και με δραστική αύξηση των εσόδων τα επόμενα χρόνια – κάτι που είναι αδύνατο σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης -το χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας το επόμενο διάστημα είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο. (Ήδη, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ελλάδα φλερτάρει επίσημα με την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, καθώς τα στοιχεία του Λογιστηρίου του Κράτους δείχνουν ότι αν δεν εκταμιευθεί η 6η δόση του πρώτου δανείου θα καταστεί αδύνατο να πληρωθούν ομόλογα 2,8 δις ευρώ που λήγουν τον Δεκέμβριο, καθώς και οι μισθοί και οι συντάξεις).

Κατά πόσο όμως μπορεί να αποτρέψει τη χρεοκοπία η εφαρμογή της συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου; Σε ότι φορά τις βασικές τις προβλέψεις, η συμφωνία θα διαγράψει χρέος ύψους 67,5 δις. ευρώ, δηλαδή ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 20% του συνολικού χρέους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εφαρμογή της συμφωνίας, στην καλύτερη περίπτωση θα δώσει χρόνο, αναβάλλοντας για λίγο την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.

Πιο συγκεκριμένα, στην καλύτερη εκδοχή εφαρμογής της συμφωνίας, η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει τα επόμενα 4 χρόνια 95 δις ευρώ, αντί για 190 δις ευρώ. Όμως ακόμα και έτσι, για να εξυπηρετηθεί το χρέος την επόμενη τετραετία θα πρέπει να καταβληθούν στους δανειστές τα κρατικά έσοδα δύο χρόνων. Αυτό, ειδικά σε συνθήκες βαθειάς ύφεσης είναι αδύνατο να συμβεί, χωρίς να οδηγηθούμε, τουλάχιστον σε μια δραστική εσωτερική στάση πληρωμών κάποια στιγμή.

Και όλα αυτά με το καλύτερο δυνατό σενάριο εφαρμογής της συμφωνίας. Γιατί υπάρχει και η αρνητική εκδοχή που προωθούν στη διαπραγμάτευση οι τραπεζίτες μέσω του «IFF» (εκπρόσωπος του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου), που απαιτούν τα νέα, «κουρεμένα» ομόλογα να προβλέπουν αυξημένο ετήσιο επιτόκιο 8%, που θα εξουδετερώσει ουσιαστικά το όφελος που έχει ήδη προϋπολογίσει η κυβέρνηση από τους τόκους τα επόμενα χρόνια.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα