ΚΚΕ: οι πιέσεις των μαζών θα φέρουν εσωτερικές μεταβολές και διεργασίες
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι αν υπήρχε σήμερα μια γνήσια μαρξιστική ηγεσία στο ΚΚΕ, η άνοδος μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης στην εξουσία θα ήταν ζήτημα μερικών μηνών η λίγων χρόνων. Εκμεταλλευόμενη τις γερές ρίζες που έχει το κόμμα σε μια σειρά εργατικούς χώρους – κλειδιά και γενικότερα στην εργατική τάξη, πάνω στη βάση της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και με οδηγό την υπομονετική εξήγηση για την αναγκαιότητα της εφαρμογής ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, η ηγεσία του ΚΚΕ θα μπορούσε να αναδείξει το κόμμα σε πολιτικά κυρίαρχο ανάμεσα στους εργαζόμενους, αμφισβητώντας την αστική εξουσία.
Η σημερινή ρητορική της για «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ανατροπή του καπιταλισμού» αντανακλά τις πιέσεις που δέχεται από το ταχύτατο ξεγύμνωμα του καπιταλισμού στα μάτια των μαζών και την ανάγκη να βρίσκεται ένα βήμα αριστερότερα από τους αριστερούς ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, που και αυτοί λόγω των συνθηκών πιέζονται προς τ’ αριστερά. Όμως στην πράξη, η ηγεσία του ΚΚΕ δείχνει ξεκάθαρα με τη στάση της ότι δεν θέλει να παλέψει για την εξουσία.
Έναντι του μαζικού κινήματος στις πλατείες, που ταρακούνησε το αστικό καθεστώς, κράτησε μια στάση εχθρική από την πρώτη στιγμή. Στην 48ωρη γενική απεργία του Οκτώβρη, παρότι μάλιστα είχε νεκρό εργάτη από τις δικές της γραμμές, δεν υποστήριξε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο κλιμάκωσης του αγώνα. Η επαναστατική φρασεολογία της δεν πρέπει να μας συγχύζει. Οι επαναστατικές φράσεις εκτοξεύονται από αυτήν, όχι σαν άμεσοι στόχοι διεκδίκησης στον αγώνα των μαζών, αλλά σαν παυσίπονα για τον επαναστατικό πυρετό τους. Τα επαναστατικά λόγια είναι χωρίς πρακτικό νόημα, όταν δεν συνοδεύονται από πράξεις που θα αναπτύσσουν και θα δυναμώνουν το πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης στον αγώνα για το σοσιαλισμό.
Αυτό το καταλαβαίνει πολύ καλά η αστική τάξη, γι’ αυτό οι πιο έξυπνοι αναλυτές της, δεν διστάζουν να επαινούν την ηγεσία του ΚΚΕ για την άρνησή της να παλέψει για την εξουσία. Την επόμενη μέρα της 48ωρης γενικής απεργίας του Οκτώβρη, ο Πάσχος Μανδραβελης έγραφε στην «Καθημερινή : «..Η κ. Παπαρήγα μίλησε πολιτικά. Τίμησε τον νεκρό, αλλά δεν στάθηκε στον νεκρό. Έκανε πολιτική αποτίμηση των επεισοδίων· ανέλυσε τη θέση του κόμματός της· δεν ύψωσε αζημίως τον τόνο της φωνής· δεν εκμεταλλεύτηκε ένα θάνατο για να προσπορίσει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη…»
Αλλά και η διασπαστική τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που επίσης αποτελεί σε κάποιο βαθμό, προϊόν την απροθυμίας της να παλέψει για την εξουσία, επιδοκιμάζεται από τους αστούς. Είναι πασίγνωστη η πρόσφατη δήλωση του Άδωνη Γεωργιάδη, που υποστήριζε ότι αποτελεί «ευτύχημα για την αστική τάξη, το γεγονός ότι η Αλέκα Παπαρήγα δεν ενώνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ».
Η σημερινή ανοδική τάση της υποστήριξης του κόμματος στην εργατική τάξη και το φτωχό λαό, δεν οφείλεται στην τακτική και την πολιτική της ηγεσίας. Οφείλεται στην τεράστια απογοήτευση από το ΠΑΣΟΚ και τα αστικά κόμματα. Εκφράζει την απώλεια εμπιστοσύνης στον καπιταλισμό και την αναζήτηση μιας θεμελιώδους αλλαγής στα προβλήματα της κοινωνίας. Η λαθεμένη πολιτική και τακτική της ηγεσίας του κόμματος αντίθετα, υπονομεύει αυτή την ανοδική τάση.
Την ώρα που πολλοί απλοί εργαζόμενοι δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν το ΚΚΕ στις εκλογές, εκφράζουν ταυτόχρονα την άποψη ότι οι ιδέες του είναι «παρωχημένες», ότι τα ηγετικά του στελέχη είναι «προσκολλημένα στο παρελθόν». Σε μια εποχή όπως η σημερινή, αυτή η εντύπωση δεν είναι αποτέλεσμα «της αστικής προπαγάνδας», αλλά της προσκόλλησης της ηγεσίας στα αποκρουστικά και φθαρμένα σύμβολα του σταλινισμού, που ενισχύθηκε με την προκλητική «πολιτική και οργανωτική αποκατάσταση» του «αρχιερέα» του ελληνικού σταλινισμού Ν. Ζαχαριάδη.
Όπως υπομονετικά εξηγούμε εδώ και χρόνια, ο σταλινικός ρεφορμισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ, που εκφράζεται πιο φανερά με την διασπαστική τακτική και την απροθυμία πάλης για την εξουσία και που, φαινομενικά, είναι ακλόνητος μέσα στο κόμμα, θα αμφισβητηθεί αναπόφευκτα από τη βάση του κόμματος και της ΚΝΕ, σαν αποτέλεσμα των πιέσεων από τους μαζικούς ταξικούς αγώνες και την γενική άνοδο της ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην κοινωνία.
Όταν οι διαδηλώσεις και οι απεργίες είναι μικρές, η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να κάνει επίδειξη με τις κομματικές δυνάμεις και να δικαιολογεί εύκολα την διασπαστική της πολιτική. Όταν όμως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες διεξάγονται με τη συμμετοχή εκατομμυρίων, τότε οι πιέσεις για ενότητα με το υπόλοιπο κίνημα είναι εκ των πραγμάτων ασφυκτικές, καθώς η εικόνα μερικών χιλιάδων κομματικών μελών που διαδηλώνουν σε άλλο τόπο από τις μάζες πλήττει το κύρος της ηγεσίας, αλλά και το ηθικό της κομματικής βάσης. Έτσι το ίδιο το μέγεθος του κινήματος είναι η αιτία που επιβάλει στην ηγεσία του ΚΚΕ να ενωθεί με το σύνολο των αγωνιζόμενων εργαζόμενων και νεολαίων.
Αυτό το φαινόμενο το είδαμε στην τελευταία 48ωρη γενική απεργία, με την ανάληψη από το ΠΑΜΕ της περιφρούρησης ολόκληρης της συγκέντρωσης της δεύτερης μέρας. Αυτό το γεγονός συνέβη για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια, δείχνοντας τα όρια της διασπαστικής τακτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Όταν επίσης, τα ποσοστά του κόμματος βρίσκονται στα γνώριμα χαμηλά επίπεδα, που όμως εξασφαλίζουν μια «αξιοπρεπή» κοινοβουλευτική παρουσία, χωρίς να αισθάνεται καμία «απειλή» από άλλο αριστερό κόμμα, τότε η πολιτική και η θέση της ηγεσίας είναι εδραιωμένη. Όταν όμως, όπως σήμερα, η απήχηση του κόμματος μεγαλώνει, αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται η απήχηση ενός ακόμα αριστερού κόμματος που υποστηρίζει πολιτικά τους αγώνες, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, τότε η ανάγκη να τεθεί σαν στόχος η εξουσία και η πραγματική δυνατότητα αυτός ο στόχος να κατακτηθεί με τη συμμαχία των δύο αυτών κομμάτων, γίνεται πιεστική από το σύνολο του κινήματος. Πάνω σε αυτή τη βάση, το αίτημα για την ενότητα ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ στον αγώνα για την εξουσία θα υιοθετείται αναπόφευκτα και από ένα τμήμα της βάσης του ΚΚΕ.
Πιθανό ορόσημο για την κορύφωση των πιέσεων για ενότητα και πάλη για την εξουσία θα είναι τα προσεχή εκλογικά αποτελέσματα. Ειδικά αν αναδείξουν την απόσπαση από τον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερου ποσοστού από εκείνο του ΚΚΕ και την παράλληλη, αντικειμενική δυναμική εξουσίας συνολικά της παραδοσιακής Αριστεράς, τότε αν η ηγεσία δεν κάνει μια στροφή στην τακτική της, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση, με χιλιάδες αγωνιστές ανοιχτούς στις γνήσιες ιδέες του μαρξισμού.
ΣΥΝ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ : άνοδος, «τριβές» και πολιτικό κενό
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις, επίσης δεν οφείλεται στην πολιτική της ηγεσίας του, αλλά στις ενωτικές διακηρύξεις που τον συνοδεύουν από την ίδρυσή του και κύρια, στην γενικότερη στροφή των εργαζόμενων προς τ’ αριστερά. Η άνοδος αυτή έχει πολύ πιο σταθερή βάση από την αντίστοιχη του 2008, καθώς η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει χάσει το κύρος που είχε τότε στις μάζες.
Οι προτάσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ για τη διέξοδο από την κρίση δεν ενθουσιάζουν κανέναν. Η υποστήριξή της στα ευρωομόλογα και στην ανάγκη η ΕΚΤ να παρέμβει αγοράζοντας χρέος, που εκφράζει την πεισματική της τάση να αναζητά «προοδευτικές, αντι-νεοφιλελεύθερες» λύσεις μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αδυνατεί να πείσει την ίδια τη βάση του κόμματος, που είναι πιο ανοιχτή από ποτέ στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.
Από την άλλη πλευρά όμως, η ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ, με την επιμονή της να υπερασπίζει το λαθεμένο σύνθημα της επιστροφής στη δραχμή σαν προϋπόθεση για κάθε πρόοδο στη χώρα και να υποβιβάζει τον σοσιαλισμό από μια άμεση αναγκαιότητα σε μια νεφελώδη προοπτική, δεν ανταποκρίνεται στον στόχο που η ίδια έθεσε στο περσινό συνέδριο του κόμματος «για την στροφή στον επαναστατικό μαρξισμό». Με αυτή τη στάση συσκοτίζει την αιτία της κρίσης που δεν είναι το ευρώ, αλλά ο ίδιος καπιταλισμός και προσδίδει πατριωτική διάσταση στο διεθνιστικό από τη φύση του, καθήκον της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας.
Ο τρίτος πόλος μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής», σαν αποτέλεσμα του κράματος σεχταρισμού και πατριωτισμού που χαρακτηρίζει την πολιτική της ηγεσίας του, διαδραματίζει έναν όλο και πιο περιθωριακό ρόλο. Αν οδηγηθεί σε έναν δρόμο σπασίματος της συνεργασίας με τον ΣΥΝ – πιθανά με αφορμή την ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ – τότε η περιθωριοποίησή του θα το φέρει στα όρια της πολιτικής εξαφάνισης.
Παρά τη γενικότερη ατμόσφαιρα ανόδου της υποστήριξης του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, ο οπορτουνιστικός τρόπος προσέγγισης δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ από την κυρίαρχη ηγετική ομάδα – δηλαδή με έναν εκλογοκεντρικό, παραγοντίστικο τρόπο, χωρίς ξεκάθαρες προγραμματικές συμφωνίες και συμφωνημένο περιεχόμενο κοινής δράσης στο κίνημα – σε συνδυασμό με τον σεχταρισμό που επιδεικνύει από την άλλη πλευρά μέρος της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος και του Μετώπου ενάντια σε κάθε συνεργασία με δυνάμεις προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, είναι δυνατό να δημιουργήσουν νέες ισχυρές τριβές στο κόμμα και στο συμμαχικό σχήμα.
Στην παρούσα φάση, μια διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα χειρότερα, στον ΣΥΝ που είναι το βασικό του στήριγμα, γύρω από το θέμα των εκλογικών συνεργασιών ή κάποιο άλλο, θα ήταν επιζήμια και θα απογοήτευε χιλιάδες αγωνιστές.
Η πιθανή μεγάλη εκλογική άνοδος του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ θα ενισχύσει το κύρος τους φέρνοντας στις γραμμές τους χιλιάδες αγωνιστές, κύρια από τις τάξεις της νεολαίας. Οι τοπικές επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ και οι τοπικές και κατά χώρους οργανώσεις του ΣΥΝ και κυρίως της Νεολαίας ΣΥΝ, πιθανά να γνωρίσουν ανάπτυξη πρωτοφανή για την ιστορία τους. Αυτό θα αντανακλαστεί με μια μεταβολή στην ίδια την κοινωνική σύνθεση της βάσης του κόμματος και στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των τάσεων στο εσωτερικό του.
Ο ΣΥΝ από ένα κόμμα της ριζοσπαστικοποιημένης εργαζόμενης διανόησης και του πιο ριζοσπαστικού τμήματος των ειδικευμένων και καλύτερα αμειβόμενων στρωμάτων της εργατικής τάξης, σαν αποτέλεσμα του μεγέθους της επίθεσης σε όλα ανεξαίρετα τα τμήματα των εργαζόμενων, αλλά και της κίνησης προς τις γραμμές του ευρύτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, θα τείνει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός κλασσικού μαζικού εργατικού κόμματος.
Οι νέοι αγωνιστές που θα οργανώνονται στον ΣΥΝ, θα μπουν στο κόμμα αναζητώντας επαναστατικές ιδέες, τις οποίες η σημερινή ηγεσία δεν διαθέτει. Γι’ αυτό, η συγκροτημένη και σοβαρή υπεράσπιση των ιδεών του μαρξισμού την επόμενη περίοδο μέσα στο κόμμα είναι μια επιτακτική ανάγκη. Μια μαζική μαρξιστική τάση μέσα στον ΣΥΝ, εκτός από τη συμβολή της στον σωστό πολιτικό προσανατολισμό του κόμματος, θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για τους καλύτερους αγωνιστές σε όλη την Αριστερά και το εργατικό κίνημα και να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην ζωτική υπόθεση της απόκτησης του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και η νεολαία σήμερα.
ΑΘΗΝΑ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011
(Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)