Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕλληνικές προοπτικές 2012

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ελληνικές προοπτικές 2012

ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Κρίση και παγκόσμια επανάσταση

Η παγκόσμια κατάσταση χαρακτηρίζεται από την όξυνση της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και την ορμητική άνοδο της ταξικής πάλης, από τον Αραβικό κόσμο μέχρι την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Αυτό που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας από τις αρχές του 2011 είναι η διαδικασία στην οποία έχει προσανατολιστεί το ρεύμα του γνήσιου επαναστατικού μαρξισμού. Η διαδικασία αυτή δεν είναι άλλη από την Παγκόσμια Επανάσταση. Ασφαλώς αυτή η διαδικασία δεν θα εξελιχθεί ευθύγραμμα και ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες. Αλλά πάνω στη βάση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού, είναι βέβαιο ότι δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη καμία χώρα.

Φυσικά, ακόμα η συνείδηση των εργαζόμενων υπολείπεται των καθηκόντων που θέτει η αντικειμενική πραγματικότητα. Ακόμα πιο πίσω βρίσκονται σε αυτό το στάδιο οι μαζικές εργατικές οργανώσεις, εξαιτίας της γραφειοκρατικοποίησης και της δεξιάς στροφής των ηγεσιών τους για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Όμως η συνείδηση, ειδικά στις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ εύπλαστη. Σαν αποτέλεσμα του κλονισμού όλων των «βεβαιοτήτων» και των αυταπατών που δημιούργησε η μεταπολεμική περίοδος παρατεταμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης και διατήρησης ενός υποφερτού επιπέδου ζωής για τις μάζες στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, η συνείδηση θα τείνει να προσεγγίσει ταχύτατα την αντικειμενική πραγματικότητα.

Η επανάσταση εκφράζει ακριβώς αυτή τη διαδικασία : το άλμα που συντελείται στη συνείδηση, με το οποίο η τελευταία φθάνει στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων που η αντικειμενική κατάσταση θέτει στην εργατική τάξη. Όλα τα βασικά στοιχεία της συνείδησης των εργατικών μαζών όπως την γνωρίσαμε στις προηγούμενες δεκαετίες θα μεταβληθούν. Αναπόφευκτα αυτή η αλλαγή θα εκφραστεί με έντονες διεργασίες, στροφή στ’ αριστερά και διασπάσεις στις μαζικές εργατικές οργανώσεις, μεταμορφώνοντας τόσο εκείνες που στάθηκαν την προηγούμενη περίοδο πιο μακριά από την αστική εξουσία, όπως τα μαζικά αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, όσο και τα βαθύτατα μολυσμένα από τη γραφειοκρατία και τον δεξιό ρεφορμισμό συνδικάτα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Οι αστοί σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουν την επαναστατική καταιγίδα που έρχεται, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για την σταματήσουν. Γιατί η αιτία της είναι η ίδια η αντανάκλαση του ιστορικού αδιέξοδου του καπιταλισμού στην κοινωνική συνείδηση.

Τα αίτια και ο χαρακτήρας της κρίσης

Η παρούσα κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα του «νεοφιλελευθερισμού», της «διαφθοράς», της «κακοδιαχείρισης» ή της δράσης κάποιων «οικονομικών δολοφόνων». Εκφράζει την αδυναμία να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις κάτω από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Η αδυναμία αυτή – παρ’ ότι σήμερα φαίνεται ότι μπαίνουμε στη φάση μιας νέας διεθνούς ύφεσης – δεν πρέπει να εκλαμβάνεται με έναν απόλυτο και μηχανιστικό τρόπο, που να οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι στο εξής δεν θα είναι δυνατή κανενός είδους ανάπτυξη στα πλαίσια του καπιταλισμού, όπως μονότονα επαναλαμβάνουν οι σεχταριστές παπαγαλίζοντας τσιτάτα από το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» του Τρότσκι, δίχως να καταλαβαίνουν τη μέθοδό του. Πρέπει να γίνεται αντιληπτή πάντοτε συγκριτικά με τις γιγάντιες δυνατότητες που παρέχει το σημερινό επίπεδο της τεχνικής, της τεχνολογίας και της επιστήμης, με τις κοινωνικές ανάγκες, καθώς και με τους ρυθμούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που είχαμε σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.

Η κρίση είναι προϊόν των δομικών αντιφάσεων το καπιταλισμού. Η θεμελιώδης καπιταλιστική αντίφαση είναι αυτή ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη λειτουργία τους με σκοπό το κέρδος από την άλλη.

Ο όρος «κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής» σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, συγκριτικά με τα προηγούμενα από αυτόν κοινωνικά συστήματα, μετέβαλε τα ατομικά μέσα παραγωγής σε κοινωνικά, δηλαδή σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, οδηγώντας στη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Τα κοινωνικά πλέον, μέσα παραγωγής, μπορούν να καλύψουν πλήρως τις κοινωνικές ανάγκες, να εξαλείψουν για πάντα την πείνα και να εξασφαλίσουν ευημερία σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής όμως, βρίσκεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι η παραγωγή λειτουργεί σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και με σκοπό το ατομικό κέρδος του καπιταλιστή ιδιοκτήτη.

Όπως απέδειξε ο Μαρξ, τα κέρδη βγαίνουν από την απλήρωτη εργατική δύναμη. Έτσι για να βγάζουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, οι καπιταλιστές περιορίζουν την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους μισθούς της εργατικής τάξης.

Τα κέρδη βγαίνουν στην παραγωγή, αλλά πραγματοποιούνται στην αγορά. Για να πραγματοποιηθούν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, χρειάζεται μια διαρκώς αυξανόμενη αγορά. Όμως η τάση για μείωση των μισθών περιορίζει την αγορά, επειδή η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας. Έτσι πολλά εμπορεύματα μένουν απούλητα και δημιουργείται το έδαφος για τις κρίσεις, που στον καπιταλισμό λαμβάνουν το χαρακτήρα κρίσεων υπερπαραγωγής, δηλαδή παραγωγής πλεονάζουσας, συγκριτικά με την αγοραστική δύναμη των μαζών σε συνθήκες καπιταλισμού.

Βέβαια η πτώση της αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης εξισορροπείται στην αγορά για ένα διάστημα από διάφορους παράγοντες, με πιο ενδεικτικούς την αυξημένη ζήτηση των καπιταλιστών για καταναλωτικά αγαθά και κυρίως, για μέσα παραγωγής, αλλά και την παρέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία σαν καταναλωτής, χρηματοδότης ή φορέας επενδύσεων.

Όμως οι απώλειες από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης μακροπρόθεσμα, δεν μπορούν να αναπληρωθούν. Οι καπιταλιστές αποτελούν μια τάξη αριθμητικά περιορισμένη για να μπορούν να δημιουργήσουν επαρκή ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μόνο με τις δικές τους δυνάμεις. Επίσης, η αγορά μέσων παραγωγής από την τάξη αυτή, δεν μπορεί παρά να μειώνεται καθώς η εξασθένιση της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας σαν σύνολο κάνει ασύμφορες αυτές τις επενδύσεις. Τέλος, η επέμβαση του αστικού κράτους στην οικονομία δημιουργεί ελλείμματα και πληθωρισμό, στοιχεία που οξύνουν τις κρίσεις.

Συνεπώς, από τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παράγωγης και την ατομική ιδιοκτησία προκύπτει η αντίφαση ανάμεσα στην απεριόριστη τάση για ανάπτυξη της υπό κοινωνικοποίηση παραγωγής από τη μία και την τάση για περιορισμό της κατανάλωσης των πλατιών μαζών από την άλλη, που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής.

Από τη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση, προκύπτει και η αντίφαση ανάμεσα στην αναρχία της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας από τη μία και στην τάση για αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής ως κοινωνική πλέον παραγωγή, μέσα στην κάθε ξεχωριστή παραγωγική επιχείρηση από την άλλη.

Η αναρχία της παραγωγής αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού και συντελεί στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής. Αναρχία της παραγωγής σημαίνει ότι στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει σχεδιασμός της παραγωγής και της διανομής των παραγόμενων προϊόντων. Κάθε καπιταλιστής παράγει ανεξάρτητα από τους άλλους καπιταλιστές. Η αναρχία αυτή, δημιουργεί δυσαναλογίες σε όλες τις σφαίρες της παραγωγικής διαδικασίας και διαταράσσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ο Ένγκελς έγραφε για την καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής: «..Κανείς δεν ξέρει πόσα από τα προϊόντα του έρχονται στην αγορά, πόσα από αυτά χρησιμοποιούνται, κανείς δεν ξέρει αν το μεμονωμένο προϊόν ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, αν θα καλύψει το κόστος του ή αν καν θα πουληθεί. Στην καπιταλιστική παραγωγή, κυριαρχεί αναρχία…» (Φ. Ένγκελς «Αντι Ντύρινγκ»).

Δεν είναι η κοινωνία που με βάση τις ανάγκες της υπολογίζει τι και σε ποια ποσότητα πρέπει να παραχθεί, αλλά οι καπιταλιστές βιομήχανοι, με κριτήριο την εξαγωγή του μέγιστου δυνατού κέρδους. Αυτό συντελεί στο να παράγονται περισσότερα εμπορεύματα από αυτά που μπορούν να πωληθούν μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες.

Οι δύο προαναφερόμενες αντιφάσεις, δηλαδή η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης και η αναρχία της παραγωγής, δρουν από κοινού, προκαλώντας το ξέσπασμα των κρίσεων υπερπαραγωγής. Τελικά η κρίση σημαίνει την αδυναμία να διατηρηθεί το παλιό επίπεδο αξιών, τιμών και ποσοστών κέρδους, με μια αυξανόμενη μάζα κεφαλαίων.

Η συνέπεια των καπιταλιστικών κρίσεων είναι η καταστροφή ενός μέρους της παραγωγής, η μετατροπή χιλιάδων εργατών σε εξαθλιωμένους ανέργους και το μεγάλωμα της εκμετάλλευσης όσων συνεχίζουν να εργάζονται με σκοπό να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέφεραν σχετικά στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» :

«Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές…».

Η κρίση εμφανίστηκε το 2007-2008 σαν «κρίση του τραπεζικού συστήματος», γιατί οι αστοί την προηγούμενη περίοδο χρησιμοποίησαν μανιωδώς τον δανεισμό για να επεκτείνουν τεχνητά τα όρια της αγοράς και να επιβραδύνουν την εκδήλωση των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού με μια κρίση υπερπαραγωγής.

Όμως όπως οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούσαν, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα εκδηλωνόταν το φαινόμενο της υπερπαραγωγής και θα εμφανιζόταν ένα απότομο στένεμα της αγοράς. Έτσι όπως οι επίσης οι μαρξιστές προέβλεψαν, όταν η υπερπαραγωγή άρχισε να καθρεφτίζεται στην αυξανόμενη καταναλωτική αδυναμία των μαζών και την συνεπαγόμενη από αυτήν, αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών, το τραπεζικό σύστημα από δύναμη τεχνητής επέκτασης της ανάπτυξης, έγινε ο παράγοντας επιτάχυνσης της εμφάνισης της ύφεσης του 2008-2009, μέσα από μια διαδικασία χρεοκοπιών των πιο εκτεθειμένων τραπεζών σε δάνεια «υψηλού ρίσκου».

Όπως εξηγούσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι αστοί προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις δημιουργούν τη βάση για πιο μεγάλες και πιο εκτεταμένες κρίσεις. Έτσι για να αποφύγουν μια βαθειά ύφεση το 2008, σπατάλησαν από τα παγκόσμια αποθέματα περίπου 14 τρις δολάρια χρηματοδοτώντας τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Κρατικοποίησαν τις ζημιές μεγάλων εταιρειών, περνώντας το λογαριασμό στους εργαζόμενους και τους μικροαστούς. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν γιγάντια κρατικά χρέη παγκόσμια.

Αυτό λοιπόν που στην αρχή εμφανίστηκε σαν μια «κρίση του τραπεζικού συστήματος», σήμερα εμφανίζεται σαν μια «κρίση χρέους». Όμως στην πραγματικότητα είναι μια κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος που αδυνατεί να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Διότι όπως είδαμε, αρχικά ήταν ο φόβος της ύφεσης και αργότερα ο φόβος τους βάθους της εμφανισθείσας ύφεσης που οδήγησαν στα αυξημένα κρατικά χρέη. Και τώρα, είναι η νέα κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας προς την ύφεση που μεταβάλει τα κρατικά χρέη σε «βόμβα» έτοιμη να εκραγεί.

Τα νέα κρατικά χρέη δημιουργήθηκαν με την προσδοκία να ξεπεραστεί γρήγορα η ύφεση του 2008 – 2009 και ο καπιταλισμός να μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης ικανή να περιορίσει τον όγκο των χρεών. Αλλά παρά τους «πακτωλούς» χρημάτων που εισέρευσαν στις τράπεζες, οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του καπιταλισμού, συνέχιζαν να επενεργούν πάνω στην οικονομία. Κάτω από το βάρος της αυξανόμενης καταναλωτικής αδυναμίας των μαζών και της αναρχίας της παραγωγής, η παραγωγή αρχίζει στη μια χώρα μετά την άλλη πάλι να συστέλλεται, οδηγώντας σε μια νέα διεθνή ύφεση. Σε αυτές τις συνθήκες, τα κρατικά χρέη από μέσο για να μετριαστεί η ύφεση γίνονται ο κίνδυνος που μέσα από ένα ντόμινο κρατικών και τραπεζικών χρεοκοπιών απειλεί να κάνει την ύφεση βαθύτατη.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός πνίγεται μέσα σε μια θάλασσα χρεών. Δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος, μέχρι τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των χρεών να φύγει από την μέση. Αυτό όμως απαιτεί σε τελική ανάλυση, μια οικονομική ανάπτυξη δυναμική και παρατεταμένη, όμοια με αυτήν που εμφανίσθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο στην αναπτυγμένη Δύση.

Κάτι τέτοιο όμως σήμερα φαίνεται αδύνατο, καθώς λείπει η ατμομηχανή που μπορεί να βγάλει την παγκόσμια οικονομία από το αδιέξοδο. Οι παλιές μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού, η Ε.Ε, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία βρίσκονται με το ένα πόδι σε μια δεύτερη απανωτή ύφεση και είναι υπερχρεωμένες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν τα περιθώρια που είχαν το 2008 να ελέγξουν το βάθος της ύφεσης. Η ανάπτυξη στην Κίνα αναπόφευκτα θα εξασθενίσει, καθώς αυτή η νέα καπιταλιστική δύναμη είναι βαθειά εξαρτημένη από τις αγορές των δυτικών «γιγάντων» και από την ικανότητά τους να αποπληρώνουν κανονικά τα χρέη τους. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η Κίνα δεν μπορεί αντικειμενικά να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής για την παγκόσμια οικονομία, καθώς μετά από μια πολύχρονη αλματώδη ανάπτυξη αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Αυτή η κατάσταση μας δείχνει ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με μια παροδική κρίση. Μπροστά μας εκδηλώνεται σε όλη της την έκταση η ιστορική κρίση του καπιταλισμού, εισάγοντας μας σε μια νέα εποχή παρατεταμένης παράλυσης των παραγωγικών δυνάμεων και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Η εποχή όπου ο κανόνας ήταν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το «κοινωνικό κράτος» και η διατήρηση ενός υποφερτού επιπέδου ζωής για τις μάζες, έχει παρέλθει οριστικά.

Ανισότητα και παρασιτισμός

Η ιστορική κρίση του καπιταλισμού αντανακλάται στα πρωτοφανή επίπεδα ανισότητας και παρασιτισμού της άρχουσας τάξης. Στο παρακάτω γράφημα που παραθέτει σε πρόσφατη έκθεσή της η μεγάλη ελβετική πολυεθνική επενδυτική τράπεζα «Credit Suisse», βλέπουμε ότι το 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 38,5% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το  8,7% κατέχει το 84,8% του παγκόσμιου πλούτου. Από την άλλη πλευρά, το 67.6% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει μόλις το 3.3% του παγκόσμιου πλούτου.

Τα στοιχεία αυτά, επιβεβαιώνουν τη θέση του Μαρξ που έγινε διαχρονικά στόχος μανιασμένων επιθέσεων από τους αστούς και τους ρεφορμιστές, γνωστή σαν «θεωρία της αυξανόμενης εξαθλίωσης» : «Συσσώρευση του πλούτου στον έναν πόλο, σημαίνει, λοιπόν, ταυτόχρονα, συσσώρευση της αθλιότητας, του εφιαλτικού μόχθου, της σκλαβιάς, της άγνοιας, της κτηνωδίας, του πνευματικού εκφυλισμού στον άλλο, στον αντίθετο πόλο, δηλαδή στη μεριά της τάξης που παράγει τα προϊόντα της με τη μορφή κεφαλαίου». 

Ο ερχομός της κρίσης έβαλε τέλος στην γενικευμένη ψευδαίσθηση της αδιάκοπης «προόδου όλων των τάξεων» που κυριαρχούσε στην αναπτυγμένη Δύση κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Οι οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων και η διόγκωση της ανεργίας στη μια χώρα μετά την άλλη, σημαίνουν ότι η σχετική πτώση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, δηλαδή η μείωση του ποσοστού που απολάμβαναν στο συνολικό παραγόμενο εθνικό εισόδημα, αντικαταστάθηκε πλέον από μια απόλυτη πτώση. Οι εργάτες κάνουν περικοπές ακόμα και στη διατροφή τους.

Από την άλλη πλευρά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, αυτό το πλουσιότερο 0,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, μακριά από το να επενδύουν στην παραγωγή, τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στη σιγουριά του χρυσού, εκτοξεύοντας την τιμή του σε πρωτοφανή ιστορικά επίπεδα, καθώς και σε οποιαδήποτε κερδοσκοπική, παρασιτική δραστηριότητα μπορεί να τους αποφέρει μια άμεση, υψηλή απόδοση.

Σαν πεινασμένοι λύκοι, πέφτουν πάνω στις υπερχρεωμένες χώρες και τις λεηλατούν, κερδοσκοπώντας με τα κρατικά τους ομόλογα. Η μοίρα ολόκληρων εθνών κρίνεται από μια χούφτα ανεξέλεγκτων κερδοσκόπων, που κρύβονται πίσω από την επιγραφή «αγορές».

Ταυτόχρονα, οι πιο αρπακτικοί τους εκπρόσωποι, οι λεγόμενες επενδυτικές τράπεζες όπως οι Goldman Sachs, Deutsche Bank, Citigroup, Barclays, Bank of America, Merrill Lynch, Credit Suisse, JP Morgan Chase, Morgan Stanley, UBS, όχι μόνο ενισχύθηκαν από κρατικό χρήμα για να διασωθούν από την κρίση, αλλά έχουν αυξήσει περεταίρω την κερδοσκοπία τους σε τρομακτικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) αυτές οι τράπεζες διαπραγματεύονται κερδοσκοπικά παράγωγα και άλλα «τοξικά» προϊόντα κάθε είδους, με συνολική ονομαστική αξία 601 τρισεκατομμύρια δολάρια!!

Αυτά τα κερδοσκοπικά προϊόντα που εκδίδονται και διακινούνται εκτεταμένα από τις «επενδυτικές τράπεζες», στην πραγματικότητα αποτελούν στοιχήματα πάνω στις μεταβολές των επιτοκίων, τις τιμές των νομισμάτων, πολύτιμων μετάλλων ή άλλων εμπορευμάτων, τις πιθανότητες χρεοκοπιών κρατών (CDS) και  επιχειρήσεων.

Η αξία αυτών των προϊόντων ξεπερνά κατά πολύ τα κεφάλαια των τραπεζών που τα εκδίδουν. Π.χ με βάση τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2010 η JP Morgan έχει εκτεθεί σε παράγωγα ύψους 77,89 τρισ. δολαρίων, όταν το ενεργητικό της είναι μόλις 1,6 τρισ. δολάρια.

Πως λειτουργεί πρακτικά και τι επιπτώσεις έχει αυτή η μαζική έκδοση και διασπορά κερδοσκοπικών παραγώγων στην παγκόσμια οικονομία; Αυτά τα παράγωγα ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που για κερδοσκοπικούς λόγους έχουν δημιουργήσει οι τράπεζες από την παγκόσμια οικονομία, που δεν υπάρχει καμία πρακτική δυνατότητα να καλυφθούν. Διότι πολύ απλά, το πραγματικό ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ είναι 60 τρισ. δολάρια, δηλαδή το 1/10 της συνολικής αξίας των κερδοσκοπικών παραγώγων.

Αυτό το φαινόμενο συνιστά την ύπαρξη μια ανεστραμμένης κερδοσκοπικής πυραμίδας, με μια πολύ αδύναμη βάση πραγματικών αξιών. Πρακτικά αντί να καταφύγουν στην παραγωγή για να βγάλουν κέρδη, οι καπιταλιστές επιδιώκουν το εύκολο κέρδος εξαπατώντας συχνά ο ένας τον άλλο. Οι εκτεθειμένοι σε τέτοιου είδους παράγωγα, απειλούνται με κατάρρευση σε κάθε μικρή η μεγάλη ανατάραξη της παγκόσμιας οικονομίας, απειλώντας να συμπαρασύρουν κράτη, τράπεζες, εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία και κάθε άλλου είδους ιδρύματα ή ενώσεις που είναι συνδεδεμένα άμεσα ή έμμεσα μαζί τους. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει την καταστροφή που πρόκειται να ακολουθήσει από μια πιθανή αλυσιδωτή έκρηξη αυτών των «τοξικών» με την είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα ύφεση.

Κεϋνσιανισμός ή σοσιαλισμός;

Οι ρεφορμιστές, σε ρόλο συμβούλων των αστών, προτείνουν σαν αντίδοτο για τη βαθειά κρίση του καπιταλισμού την υιοθέτηση των μεθόδων του Κεϋνσιανισμού, δηλαδή της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία με αυξημένες δαπάνες, που υποτίθεται ότι θα παράσχουν «ρευστότητα» στην αγορά και θα τερματίσουν την ύφεση.

Αυτό που ξεχνούν να αναφέρουν οι ρεφορμιστές, είναι ότι ιστορικά οι μέθοδοι του Κεϋνσιανισμού δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Σύμφωνα με τους μύθους των ρεφορμιστών ο Κεϋνσιανισμός έβγαλε την αμερικάνικη οικονομία από την κρίση της δεκαετίας της δεκαετίας του 1930 και αποτέλεσε την αιτία για την μεταπολεμική ανάπτυξη στη Δύση. Όμως η ιστορική αλήθεια είναι διαφορετική. Αυτό που έβγαλε την αμερικάνικη οικονομία από την κρίση του μεσοπολέμου ήταν το γεγονός της αποδυνάμωσης των ανταγωνιστών της στο Β Παγκόσμιο πόλεμο και το ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο κρατήθηκαν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του πολέμου εκτός πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά μέσα από την πολεμική τους βιομηχανία έπαιξαν και το ρόλο τους εμπόρου – προμηθευτή όπλων για τον πόλεμο. Επίσης, ο κύριος παράγοντας που έδωσε ώθηση στην μεταπολεμική ανάπτυξη, δεν ήταν ο Κεϋνσιανισμός, αλλά η αλματώδης ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Μόλις η μεταπολεμική ανάπτυξη άρχισε να υποχωρεί τη δεκαετία του 1970, οι πολιτικές του Κεϋνσιανισμού οδήγησαν σε μεγάλα ελλείμματα και πληθωρισμό, συνέπειες που πληρώθηκαν πανάκριβα από την εργατική τάξη, συρρικνώνοντας το βιοτικό της επίπεδο. Ήταν συνεπώς, η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού που οδήγησε τους αστούς στις βάρβαρες μεθόδους του νεοφιλελευθερισμού και όχι μια νέα ιδεολογική τους εμμονή, όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές.

Οι ρεφορμιστές προτείνοντας τις μεθόδους του Κεϋνσιανισμού μοιάζουν με τους «κομπογιαννίτες» που αντί για την θεραπεία της αιτίας της ασθένειας, προσπαθούν να βρουν το κατάλληλο φάρμακο για τα συμπτώματα της. Η κρίση του καπιταλισμού δεν προκαλείται από την έλλειψη «ρευστότητας» στην αγορά. Η έλλειψη «ρευστότητας» είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην διανομή και τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αλλά στην παραγωγή. Ξεκινά από τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Όμως η ευλαβική υπόκλιση των ρεφορμιστών στο «ιερό δικαίωμα» των καπιταλιστών στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τους κάνει να αναζητούν τη λύση μακριά από κάθε τι που θα μπορούσε να το αμφισβητήσει: στις κρατικές επενδύσεις και επιχορηγήσεις, ακόμα και στο μαζικό τύπωμα νέου χρήματος προς διοχέτευση στην οικονομία.

Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί πιο ανεύθυνο από αστική σκοπιά από αυτές τις μεθόδους. Όταν τα κρατικά χρέη είναι τεράστια όπως σήμερα, η αύξηση των δημόσιων δαπανών είναι ο πιο σύντομος δρόμος για τις κρατικές χρεοκοπίες, που μπορούν να προκαλέσουν βαθειά και παρατεταμένη ύφεση. Επιπρόσθετα, σε μια καπιταλιστική οικονομία που βρίσκεται σε στασιμότητα, η παρέμβαση του κράτους με μεγάλα ποσά στην κυκλοφορία, σημαίνει πρακτικά τη διοχέτευση χρήματος που δεν αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες. Άρα οδηγεί στη δημιουργία πληθωρισμού, ικανού να απαξιώσει μαζικά τα εισοδήματα και να αυξήσει περεταίρω τα χρέη.

Οι σύντομοι και εύκολοι δρόμοι που αναζητούν οι ρεφορμιστές για την έξοδο από την βαθειά κρίση του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της βαθειάς, ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποιαδήποτε πραγματική και σταθερή βελτίωση στους βασικούς τομείς της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου – από την εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας, το εισόδημα, την στέγαση, την Υγεία, την Παιδεία μέχρι τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό και το περιβάλλον – εξαρτάται από την επίτευξη θεμελιακών, επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία.

Καμία προοδευτική αλλαγή για τους εργαζόμενους δεν μπορεί να κατακτηθεί και να στερεωθεί χωρίς την ανατροπή του σάπιου καπιταλισμού. Η υπόθεση της υπεράσπισης της ζωής και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων μαζών είναι σήμερα ταυτισμένη με την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας και της αντικατάστασης του σπάταλου, διεφθαρμένου και αυταρχικού κράτους της αστικής τάξης από τους θεσμούς της εργατικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, την Ευρώπη και παγκόσμια. Ο μόνος δρόμος προόδου για την ανθρωπότητα είναι ο δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα