H ελπιδοφόρα άνοδος του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ πέτυχε στις 21 Μάη μια αξιοσημείωτη αύξηση των δυνάμεών του. Έλαβε ποσοστό 7,23%, περίπου 426 χιλιάδες ψήφους και 26 έδρες. Το 2019 είχε λάβει 5,3%, 299,5 χιλιάδες ψήφους και 15 έδρες. Η άνοδος του ποσοστού του κόμματος είναι ακόμα πιο μεγάλη στις εκλογικές περιφέρειες με αυξημένο εργατικό πληθυσμό. Απόλυτα ενδεικτικό για αυτή την τάση ενίσχυσης του ΚΚΕ στην εργατική τάξη είναι το γεγονός ότι σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας και του Πειραιά είναι πλέον τρίτο κόμμα ξεπερνώντας το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και με ποσοστά αρκετά υψηλότερα από το γενικό εθνικό του ποσοστό.
Αυτή η αύξηση ποσοστού και ψήφων για το ΚΚΕ είναι η πιο αποστομωτική απάντηση στην κουστωδία των ακραία πεσιμιστών μέσα στην Αριστερά που κατακλύζει τις τελευταίες 48 ώρες με σκεπτικιστικό δηλητήριο και καταστροφολογία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συνιστά αντικειμενικά ένα σημαντικό αποτέλεσμα γιατί επιτεύχθηκε σε μια αναμέτρηση στην οποία το βασικό κόμμα της άρχουσας τάξης, αλλά και συνολικά το πολιτικό της στρατόπεδο, εμφάνισε τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση.
Επιπλέον, συντελέστηκε την ώρα που ο συστημικός πλέον στα μάτια πλατιών τμημάτων των εργαζόμενων και της νεολαίας, ΣΥΡΙΖΑ, υπέστη σε αντίθεση με το ΚΚΕ, βαρύτατες απώλειες, οι οποίες μάλιστα προέρχονται ακριβώς από εκεί όπου ενισχύεται περισσότερο το κόμμα, δηλαδή από τους εργαζόμενους. Αυτή η ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του κόμματος φανερώνει τις μεγάλες αντικειμενικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ στην εργατική τάξη, και γενικότερα για να αλλάξει στις γραμμές της ο συσχετισμός μεταξύ των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας και των δυνάμεων που υπερασπίζουν τον κομμουνισμό, ως αναγκαίο βήμα για την προετοιμασία μιας επαναστατικής, σοσιαλιστικής αλλαγής στην κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο από μια ευρύτερη ιστορική σκοπιά, όσο και από τη σκοπιά των σημερινών αναγκών της εργατικής τάξης και των δυνατοτήτων ενός μαζικού κομμουνιστικού κόμματος όπως το ΚΚΕ, η εκλογική αυτή άνοδος είναι ακόμα πολύ ανεπαρκής. Δικαιολογεί ικανοποίηση, αλλά όχι πανηγυρισμούς. Πάνω απ’ όλα, επιβάλλει τη συντομότερη δυνατή διόρθωση όλων των σοβαρών λαθών της κεντρικής πολιτικής γραμμής του κόμματος, τα οποία έχουμε αναλυτικά επισημάνει στο δημόσιο κάλεσμά μας για την εκλογική στήριξη του ΚΚΕ. Γιατί η μη διόρθωση αυτών των λαθών, θα υπονομεύει διαρκώς τη διακριτή εκλογική δυναμική που κατακτήθηκε στις 21 Μάη.
Πλέον το ποσοστό και οι ψήφοι του κόμματος δείχνουν να επιστρέφουν πιο κοντά στην υψηλή εκλογική επίδοση που είχε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, και συγκεκριμένα τον Μάη του 2012. Τότε βρισκόμασταν ήδη στην πρώτη περίοδο κορύφωσης των μαζικών αντιμνημονιακών αγώνων. Τώρα, όπως φάνηκε στο μαζικό κίνημα των Τεμπών, βρισκόμαστε μόλις στην αρχή μιας νέας περιόδου αγωνιστικής αφύπνισης των εργατικών μαζών. Σε αυτή τη νέα περίοδο, το ΚΚΕ θα έχει νέες μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης της επιρροής του και θα κληθεί να αποδείξει ότι έχει βγάλει τα αναγκαία διδάγματα από την αδυναμία του να αναπτυχθεί κατά την προηγούμενη περίοδο μαζικών αγώνων.
Από την πλευρά μας, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι εκείνη η αδυναμία είχε ως πρώτο αντιπροσωπευτικό σταθμό εκδήλωσης την κατάρρευση του ποσοστού του ΚΚΕ μεταξύ δυο εκλογικών αναμετρήσεων που διεξήχθησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, τον Μάη και τον Ιούνη του 2012. Όπως αποδείχθηκε τότε έτσι και τώρα, μια σωστή τακτική αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας για να διαφυλαχθεί και να αναπτυχθεί η εκλογική δυναμική του ΚΚΕ και να αποφευχθεί ο σκόπελος μιας γρήγορης ακύρωσης της εκλογικής του ανόδου. Αυτή η τακτική δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη λενινιστική γραμμή του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και ενόψει των επαναληπτικών εκλογών του Ιουνίου πρέπει να εκφραστεί με μια συστηματική και ενθουσιώδη απόπειρα το ΚΚΕ να τεθεί επικεφαλής στον αγώνα της εργατικής τάξης και της νεολαίας ενάντια στη συσπειρωμένη και επελαύνουσα ΝΔ. Μόνο με την υιοθέτηση μια τέτοιας τακτικής, την οποία αναλύουμε στην τελευταία ενότητα αυτού του άρθρου, μπορεί να διαφυλαχθεί το κεκτημένο της 21ης Μαΐου και στις εκλογές της 25ης Ιουνίου να μην επαναληφθεί το οδυνηρό παράδειγμα της απότομης πτώσης του ΚΚΕ μεταξύ Μάη και Ιούνη του 2012.
Η ήττα του ΜέΡΑ25
Το συμμαχικό σχήμα του ΜέΡΑ25 με την ονομασία ΜέΡΑ25 – ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΞΗ με τη συμμετοχή της ΛΑΕ, στις 21 Μάη είχε ένα αποτέλεσμα που συνιστά σοβαρή ήττα. Από το 3,44%, τις 195 περίπου χιλιάδες ψήφους και τις 9 έδρες του 2019, το κόμμα «προσγειώθηκε» στο 2,62%, στις περίπου 154 χιλιάδες ψήφους και έμεινε εκτός Βουλής. Τον τόνο στην οδυνηρή αυτή πτώση του ΜέΡΑ25 έδωσαν μάλιστα εκείνες οι εκλογικές περιφέρειες που αποτελούν το επίκεντρο της λαϊκής δυσαρέσκειας για τη Δεξιά και την άρχουσα τάξη, δηλαδή οι περιφέρειες με αυξημένο εργατικό πληθυσμό. Έτσι, χαρακτηριστικά, στον Β’2 Δυτικό τομέα Αθηνών και στην Β’ Πειραιά το ΜέΡΑ25 έλαβε ποσοστά και ψήφους αισθητά λιγότερα σε σύγκριση με το 2019.
Αν για τις εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ η ερμηνεία είναι πολύ εύκολη και προφανής (για όσους βέβαια δεν έχουν τυφλωθεί με το κολλύριο του ακραίου πεσιμισμού και σκεπτικισμού) μέσα από τη διαπίστωση της αυξημένης δυσαρέσκειας των εργαζόμενων για τη συστημική πολιτική της ηγεσίας του, η ερμηνεία των εκλογικών απωλειών του ΜέΡΑ25 είναι μια πιο σύνθετη υπόθεση. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: αν λοιπόν αποδυναμώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα σημαντικό βαθμό με απώλειες προς τ΄ αριστερά, γιατί το ΜέΡΑ25 δεν ενισχύθηκε αλλά, αντίθετα, έμεινε εκτός Βουλής;
Οι ρίζες της ερμηνείας αυτού του φαινομενικά παράλογου αποτελέσματος του ΜέΡΑ25, βρίσκονται στα ίδια τα πολιτικά του θεμέλια. Με την εκλογική του αποτυχία το ΜέΡΑ25 πλήρωσε το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να γίνει ένα κόμμα με πραγματικούς, ζωντανούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Και δεν μπόρεσε να γίνει ένα τέτοιο κόμμα εξαιτίας του είδους των ιδεών που υπεράσπισε η ηγεσία του από την ίδρυση του, και τις οποίες εξέλιξε παραπέρα στη σύντομη ως τώρα πορεία του.
Οι βασικές ιδέες με τις οποίες επιδίωξε να θεμελιώσει το ΜέΡΑ25 η ηγεσία του, προεξάρχοντος ασφαλώς του Γιάνη Βαρουφάκη, όπως έγκαιρα έχουμε τονίσει, είναι οργανικά ακατάλληλες για να δημιουργήσουν ένα βιώσιμο και αναπτυσσόμενο μαζικό αριστερό κόμμα. Το γεγονός ότι οι κυρίαρχες στο κόμμα ιδέες και πολιτικές αρχές ήταν και είναι, όχι οι δοκιμασμένες μέσα στην Ιστορία και στην πείρα της συλλογική δράσης της εργατικής τάξης πολιτικές και ιδεολογικές αρχές του διεθνούς πολιτικού της κινήματος, αλλά το εκλεκτικιστικό και γεμάτο θεωρητικούς αυτοσχεδιασμούς και δομικές αντιφάσεις σύνολο ιδεών ενός (έστω ειλικρινών προθέσεων) αριστερού διανοούμενου-καθηγητή, έκανε τους πιο πρωτοπόρους εργαζόμενους και τους ριζοσπαστικοποιημένους νέους εξαρχής καχύποπτους απέναντι στο ΜέΡΑ25.
Η αναζήτηση εναλλακτικών αντι-συστημικών πολιτικών λύσεων από ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας μετά την προδοσία του καλοκαιριού του 2015, προκάλεσε ένα ορισμένο ενδιαφέρον για την πολιτική πρόταση του ΜέΡΑ25. Οι δεκάδες χιλιάδες αυτοί εργαζόμενοι και νέοι, είτε ψήφισαν είτε δεν ψήφισαν το ΜέΡΑ25 το 2019, προσπάθησαν με καλή πίστη να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν την πολιτική σκέψη του Γ Βαρουφάκη και το άμεσο αποτύπωμά της στις θέσεις του κόμματος. Όμως τελικά, όπως απέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μάη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν έλαβαν πειστικές απαντήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, δεν πείστηκαν ότι μπορεί να υπάρξει ρήξη με την καπιταλιστική ολιγαρχία χωρίς ρήξη με το ίδιο το σύστημά της, τον καπιταλισμό. Αντιλήφθηκαν με το αναπτυγμένο ταξικό και πολιτικό τους ένστικτο ότι η ασαφής και θολή «ρήξη» μέσω των τεχνικών λύσεων και σχεδίων του έξυπνου αριστερού καθηγητή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για ένα συνολικό επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο εμείς οι κομμουνιστές θεωρούμε ότι πρέπει να είναι ένα αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα και όχι ένα εφεύρημα ενός διανοούμενου, το «απόσταγμα» της ίδιας της διεθνούς πάλης των εργαζόμενων για πάνω από 2,5 αιώνες.
Από την άλλη πλευρά, η άρχουσα τάξη, που μισεί θανάσιμα τους ρεφορμιστές διανοούμενους σαν τον Γ. Βαρουφάκη που θέλουν να πειραματιστούν με τη σταθερότητα του καθεστώτος της, αξιοποίησε ύπουλα, ανήθικα, αλλά και άριστα, τις χτυπητές ελλείψεις και τον ουτοπικό-αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα των πολιτικών θέσεων του ΜέΡΑ25, καταφέρνοντας να του δώσει τη χαριστική βολή με την υστερική καμπάνια γύρω από το Σχέδιο Δήμητρα. Και αντί η ηγεσία του ΜέΡΑ25 να «σηκώσει το γάντι», συμπληρώνοντας αυτό το Σχέδιο με την προγραμματική θέση της κοινωνικοποίησης των τραπεζών και διεξάγοντας μια σχετική επιθετική-ριζοσπαστική καμπάνια που θα αποκάλυπτε τους τραπεζίτες και θα τους έβαζε σε θέση άμυνας, μπήκε στη θέση του αμήχανου απολογούμενου. Επιχείρησε μονάχα να δώσει τεχνικές διασαφηνίσεις σχετικά με την υπόσταση ενός Σχεδίου το οποίο όμως, σε τελική ανάλυση, είναι δυνατό να εφαρμοστεί ΜΟΝΟ με ένα κοινωνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, αποτελώντας το τεχνικό εξάρτημα μιας συνολικής απόπειρας εγκαθίδρυσης του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στους μοχλούς της οικονομίας.
Ύστερα από όλα αυτά λοιπόν, καθόλου τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι η φθορά της εκλογικής απήχησης του ΜέΡΑ25 άρχισε να κλιμακώνεται αμέσως μετά την εκδήλωση της αποτυχίας του να απαντήσει πειστικά στην υστερική επίθεση της άρχουσας τάξης στο Σχέδιο Δήμητρα. Και η εκδήλωση αυτής της αποτυχίας κορυφώθηκε χαρακτηριστικά στο προεκλογικό τηλεοπτικό ντιμπέιτ, στο οποίο όπως όλοι οι δημόσιοι σχολιαστές συμφώνησαν, ο Γ. Βαρουφάκης εμφανίστηκε «αμήχανος». Ωστόσο, αυτό που δεν είπαν αυτοί οι σχολιαστές και οφείλουν να κατανοήσουν οι απλοί αριστεροί αγωνιστές του ΜέΡΑ25, είναι ότι αυτή η «αμηχανία» δεν ήταν ο καρπός της απουσίας σωστής επικοινωνιακής τακτικής αλλά της απουσίας της αναγκαίας ολοκληρωμένης πολιτικής απάντησης πάνω σε ένα σημαντικό ζήτημα, ως αυθεντικό τμήμα μια ελλιπούς προγραμματικής πρότασης, από την οποία απουσιάζει το σαφές, αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Ως αντίλογος σε όλα αυτά θα μπορούσε να προκύψει φυσιολογικά το εξής ερώτημα: γιατί πολλοί από εκείνους τους ψηφοφόρους που δεν επέλεξαν το ΜέΡΑ25 στράφηκαν σε άλλα προβεβλημένα και γνωστά κόμματα που επίσης δεν διαθέτουν την αναγκαία πειστική εναλλακτική πρόταση και βρίσκονται ακόμα και δεξιότερα του ΜέΡΑ25, όπως η Πλεύση Ελευθερίας, της Ζωής Κωνσταντοπούλου; Η απάντηση δεν βρίσκεται φυσικά σε προσωποκεντρικές «ερμηνείες» του τύπου «οι ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τον αριστερό τεχνοκράτη για μια πιο δυναμική αντισυστημική φωνή». Η σωστή πολιτική απάντηση είναι ότι απλώς αυτοί οι εργαζόμενοι και νέοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν από την πρόταση του ΜέΡΑ25 και εμφανίστηκαν διατεθειμένοι να συνεχίσουν την αναζήτηση πειστικών πολιτικών απαντήσεων μέσα στο γενικότερο κομματικό φάσμα της Αριστεράς. Αυτό, σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για να κερδηθούν σημαντικά τμήματα των εργατικών μαζών και της νεολαίας στο πρόγραμμα και τις ιδέες του γνήσιου κομμουνισμού.
Η άνοδος της Πλεύσης και οι επιδόσεις των μικρότερων σχηματισμών της Αριστεράς
Στους κερδισμένους των εκλογών αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Το κόμμα αυτό πήγε από το 1,47% και τις 82,5 χιλιάδες ψήφους του 2019, στο 2,89% και στις περίπου 170 χιλιάδες ψήφους στις 21 Μάη, αποτυγχάνοντας για λίγο να εισέλθει στη Βουλή. Αυτή η άνοδος δεν μπορεί να αποδοθεί στο αυξημένο κύρος των ιδεών και των θέσεων της Πλεύσης στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, αν το ΜέΡΑ25, είναι μία φορά ένα προσωποκεντρικό κόμμα που αντανακλά τις (κατά βάση ειλικρινείς και με αγνές προθέσεις) συγχυσμένες και αντιφατικές ιδέες και πολιτικές στοχεύσεις ενός γνωστού πολιτικού ηγέτη της Αριστεράς, η Πλεύση είναι αρκετές φορές περισσότερο ένα τέτοιο κόμμα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι επιχειρώντας κάποιος μια απλή επίσκεψη στην κεντρική ιστοσελίδα του κόμματος δεν μπορεί να βρει σε γραπτή μορφή ένα στοιχειώδες προγραμματικό πλαίσιο για τις εκλογές! Βρίσκει μόνο τη γενικόλογη ιδρυτική διακήρυξη του 2016, μαζί με μπόλικες φωτογραφίες και βίντεο από συνεντεύξεις και ομιλίες της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Επιπλέον και πάνω από όλα, η Πλεύση δεν είναι καν ένα κόμμα που η ιδρύτριά του το τοποθετεί με σαφήνεια στην Αριστερά, παρότι στη συνείδηση των μαζών καταγράφεται αντικειμενικά ως αριστερό. Γενικότερα, δεν διαθέτει στοιχειώδεις αριστερές και σοσιαλιστικές αναφορές, οι πολιτικές διακηρύξεις του είναι αταξικές και πατριωτικές, και μοιάζει να στηρίζεται αποκλειστικά στο προσωπικό πολιτικό κύρος που απέκτησε η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως βουλευτής και πρόεδρος της Βουλής από το 2012 ως το 2015. Και παρότι αυτονόητα κάθε καλόπιστος αριστερός αγωνιστής οφείλει να αναγνωρίσει ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου συνέβαλε με τη γενική πολιτική της στάση στην πάλη ενάντια στα Μνημόνια, αυτή η συμβολή από μόνη της δεν μπορεί να αποτελεί εγγύηση για την βιωσιμότητα ενός κόμματος, και πάνω από όλα, για τη δυνατότητά του να προσφέρει ουσιαστικά στην υπόθεση του αγώνα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας για την οριστική απελευθέρωση από τη λιτότητα, την κυριαρχία της τρόικας και όλα τα υπόλοιπα δεινά του καπιταλισμού.
Αυτά τα δομικά πολιτικά και ταξικά χαρακτηριστικά της Πλεύσης, κάνουν αυτό το κόμμα ανίκανο να προσφέρει στους εργαζόμενους και τη νεολαία κάτι περισσότερο από μια διέξοδο για ψήφο διαμαρτυρίας ενάντια στην άρχουσα τάξη και τις πολιτικές της. Στο βαθμό που τίποτα δεν δείχνει ότι μπορούν να αλλάξουν ουσιαστικά αυτά τα πολιτικά δεδομένα που συγκροτούν τη φυσιογνωμία της Πλεύσης Ελευθερίας, και ανεξάρτητα από την πιθανότητα αυτή να κερδίσει στις 25 Ιουνίου την είσοδο στη Βουλή μέσα από ευνοϊκές μετακινήσεις ψηφοφόρων από άλλα ηττημένα στις 21 Μάη, αριστερά (και όχι μόνο) κόμματα, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου φαίνεται να παραμένει αδύναμο και θνησιγενές. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι τα ποσοστά της Πλεύσης στις 21 Μάη ανεβήκαν από ψηφοφόρους που αναζητούν τρόπους έκφρασης της αντισυστημικής τους διαμαρτυρίας, υπογραμμίζει τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες για την προσέλκυση νέων ακροατηρίων και δυνάμεων στο μόνο συνεπές αντισυστημικό πολιτικό ρεύμα, τον κομμουνισμό.
Τις ίδιες δυνατότητες, σε μικρότερη κλίμακα, επιβεβαιώνει και η άνοδος που είχαν όλες σχεδόν οι δυνάμεις των μικρότερων εκλογικών σχημάτων που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού. Με στοιχείο σύγκρισης τις εκλογές του 2019, η συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήγε από το 0,41% και τις 23,5 περίπου χιλιάδες ψήφους στο 0,54% και στις 32 περίπου χιλιάδες ψήφους, ενώ και το ΚΚΕ (μ-λ), το Μ-Λ ΚΚΕ και η ΟΚΔΕ είδαν μια μικρή αύξηση, στις έτσι κι αλλιώς λιγοστές ψήφους τους. Ακόμα καλύτερα ποσοστά πήραν σχηματισμοί που, παρά την έντονη πατριωτική ή ακόμα και εθνικιστική τους ρητορική, μπορεί, από τη σκοπιά του προγράμματος και της ιστορίας των ηγετικών στελεχών τους, να ενταχθούν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, όπως η Συμμαχία Ανατροπής (0,9%) και το Κίνημα Φτωχών Ελλάδος (0,31%).
Ωστόσο, οφείλουμε να επαναλάβουμε εδώ την πάγια θέση μας για το ζήτημα της ανεξάρτητης καθόδου μικρών αριστερών οργανώσεων στις εκλογές, απευθυνόμενοι ιδιαίτερα στους συντρόφους που επικαλούνται την πολιτική παράδοση του λενινισμού και του τροτσκισμού. Οι εκλογές για τους εργαζόμενους είναι μια μαζική πολιτική μάχη, την οποία αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να δώσουν αποτελεσματικά μόνο μέσα από τα μαζικά εργατικά κόμματα. Η ανεξάρτητη κάθοδος στις εκλογές μικρών οργανώσεων στο βωμό μιας σεχταριστικής, εμμονικής επιδίωξης για καταγραφή ελάχιστων (και με μια έννοια εξευτελιστικών για την υπόθεση του κομμουνισμού) ποσοστών, είναι εντελώς αντιπαραγωγική. Αυτή η τακτική απομακρύνει καλούς κομμουνιστές αγωνιστές από τις εργατικές μάζες που συσπειρώνονται στα μεγάλα τους κόμματα.
Επιπλέον, μέσα στις παρούσες συνθήκες εκλογικής κυριαρχίας της ΝΔ, και από τη στιγμή που με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των συνδυασμών που δεν έχουν αντικειμενικά πιθανότητες να μπουν στη Βουλή τόσο ευκολότερα επιτυγχάνεται η εκλογή μιας αστικής αυτοδύναμης κυβέρνησης, κάθε έκκληση για υπερψήφιση ενός τέτοιου μικρού εκλογικού σχήματος εκλαμβάνεται από τους απλούς εργαζόμενους – και απολύτως σωστά – ως στάση επιζήμια για την υπόθεση του πολιτικού αγώνα εναντίον των δυνάμεων του κεφαλαίου. Όλα αυτά υπογραμμίζουν την ορθότητα της δικής μας θέσης, ότι για κάθε μη μαζική συλλογικότητα που μιλάει στο όνομα του κομμουνισμού η μόνη ενδεδειγμένη τακτική στις εκλογές είναι η κριτική στήριξη του μόνου μαζικού κομμουνιστικού κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ.
Η Άκρα Δεξιά και οι ψήφοι του Κασιδιάρη
Το υπερ-αντιδραστικό πολιτικό ρεύμα της Άκρας Δεξιάς, μη υπολογιζομένων των πολύ μικρής αθροιστικής απήχησης (σχεδόν 1,5%) ευκαιριακών, δεξιόστροφων αντι-εμβολιαστικών σχηματισμών «μιας χρήσης» (Ενώνω, Κίνημα 21, Ελεύθεροι Ξανά), ενώ στις εκλογές του 2019 είχε συγκεντρώσει αθροιστικά περίπου 7,62% (Ελληνική Λύση, Χρυσή Αυγή, Δημιουργία Ξανά, Ελλήνων Συνέλευση), στις 21 Μάη απέσπασε συνολικά 8,66%. Η πολύ μικρή αυτή αύξηση (ακόμα και αν κάποιος συμπεριλάβει και τους «διάττοντες αστέρες» αντιεμβολιαστές) είναι μία ακόμα απόδειξη για τον ανυπόστατο χαρακτήρα της πεσιμιστικής υστερίας που ανθεί σε τμήματα της Αριστεράς μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων της 21ης Μάη.
Μια αξιοσημείωτη διαφορά σε σύγκριση με τις εκλογές του 2019 είναι το γεγονός ότι πλέον στον πυρήνα της εκλογικής επιρροής της Άκρας Δεξιάς δεν υπάρχει ένα ανοικτά φασιστικό κόμμα όπως η Χρυσή Αυγή. Για πρώτη φορά από το 2012 δεν καταγράφεται στις εθνικές εκλογές διακριτή επιρροή για ένα ανοικτά φασιστικό σχήμα, αν και τα πράγματα φυσικά θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά στην περίπτωση που το κόμμα του χρυσαυγίτη Κασιδιάρη θα επιτρεπόταν να κατέβει στις εκλογές.
Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι η φασιστική δράση δεν θα συνεχίζει να αποτελεί μια απειλή για το εργατικό κίνημα και τη νεολαία. Όμως σε τελική ανάλυση, η έστω τυπική, εξαφάνιση των φασιστών ως μια διακριτή δύναμη στον εκλογικό χάρτη, αποτυπώνει την απουσία στην παρούσα φάση αντικειμενικών δυνατοτήτων για να ξαναγίνει άμεσα ο φασισμός ένας υπολογίσιμος εκφραστής της αντισυστημικής διαμαρτυρίας. Πολλώ δε μάλλον, υπογραμμίζει την πλήρη αντικειμενική αδυναμία των φασιστών να επιτύχουν στις σημερινές συνθήκες τον ιδρυτικό τους σκοπό, δηλαδή να καταλάβουν με ένα μαζικό μικροαστικό κίνημα την εξουσία για να τσακίσουν το εργατικό κίνημα και την Αριστερά.
Με δεδομένη την αδυναμία καταγραφής της εκλογικής προτίμησης των υποψήφιων ψηφοφόρων του κόμματος Κασιδιάρη, τα στοιχεία του exit poll δείχνουν ότι οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής του 2019 πήγαν κατά 24,5% στην Ελληνική Λύση, κατά 18% στη ΝΔ, κατά 8,7% στην Πλεύση Ελευθερίας, κατά 5,8% στον ΣΥΡΙΖΑ, κατά 5,4% στο ΠΑΣΟΚ και κατά το υπόλοιπο ποσοστό σε έναν μεγάλο αριθμό άλλων κομμάτων. Αυτό το στοιχείο μας δείχνει για μία ακόμα φορά ότι η εκλογική (το τονίζουμε, η εκλογική) βάση της Χρυσής Αυγής δεν ήταν καθόλου συμπαγής ιδεολογικά και πολιτικά, και ότι ένα τμήμα της αποδεικνύεται ότι ήταν ανοικτό να ακούσει και να υποστηρίξει αντισυστημικές πολιτικές θέσεις προερχόμενες από αριστερά κόμματα.
Η Ελληνική Λύση του δημαγωγού Κυριάκου Βελόπουλου, ανεβαίνοντας από το 3,7%, τις 209 χιλιάδες ψήφους και τις 10 έδρες του 2019, στο 4,45%, τις 262 χιλιάδες ψήφους και τις 16 έδρες, οφείλει σχεδόν αποκλειστικά την άνοδο αυτή στις 40 σχεδόν χιλιάδες ψήφους που πήρε από την Χρυσή Αυγή και στην πολύ αυξημένη (σχεδόν διπλάσια) απήχηση που εμφανίζει σε σύγκριση με το εθνικό της ποσοστό στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί δηλαδή, όπου τα τελευταία 30 χρόνια ο εθνικισμός λόγω της αναζωπύρωσης του Μακεδονικού Ζητήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διατηρεί υψηλή απήχηση σε ένα τμήμα συντηρητικών μικροαστών της πόλης και της υπαίθρου. Ωστόσο, στις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου, το έργο της διατήρησης της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης από την Ελληνική Λύση θα είναι πολύ δυσκολότερο, ως αποτέλεσμα της απόπειρας της ΝΔ να εξασφαλίσει μια νέα άνετη αυτοδυναμία.
Το ακροδεξιό-θρησκόληπτο κόμμα Νίκη, με 2,92% και 172 χιλιάδες ψήφους, απέτυχε για λίγο να εισέλθει στη Βουλή. Το υψηλό αυτό αποτέλεσμά του οφείλεται στην ενεργή υποστήριξη που του παρείχαν τμήματα της πάντοτε ισχυρής στο στρατόπεδο της ελληνικής Δεξιάς, αντιδραστικής, Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είχε επίσης ως επίκεντρο την προνομιακή όπως προαναφέραμε για την Άκρα Δεξιά, περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. Στον βαθμό που η ενεργή στήριξη των ιερέων των Εκκλησιών και Μοναστηριών σε αυτό το νεόκοπο μεσαιωνικό μόρφωμα θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί, δεν είναι καθόλου απίθανο η Νίκη τον Ιούνιο να εισέλθει στη Βουλή.
Η γενικότερη εκτίμηση που μπορεί με ασφάλεια να κάνει κάποιος βλέποντας τις παρούσες δυνάμεις και τάσεις της Άκρας Δεξιάς, είναι ότι αυτή θα συνεχίσει να μην μπορεί να παίξει έναν ισχυρό ανεξάρτητο ρόλο μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο και θα παραμένει μια δύναμη συμπληρωματική μέσα σ’ αυτό, πάντα χρήσιμη στην άρχουσα τάξη για την κοινοβουλευτική στήριξη αντιδραστικών μέτρων και κυβερνήσεων.
Η «απλή αναλογική», η μείωση της αποχής και η νεολαία των Τεμπών
Οι εκλογές διεξάχθηκαν με ένα τυπικά αναλογικότερο εκλογικό σύστημα που είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και καθιερώθηκε ψευδώς να αποκαλείται «απλή αναλογική». Ωστόσο, στις εκλογές της 21ης Μάη αποδείχθηκε περίτρανα ότι το σύστημα αυτό δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή απλή αναλογική. Η διατήρηση του καλπονοθευτικού κανόνα του ορίου του 3%, πέτυχε να στερήσει το στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα της εκπροσώπησης στη Βουλή από ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος, από το 16%, στο οποίο αντιστοιχούν 48 έδρες! Μάλιστα τις μισές από αυτές, τις 24, τις «έκλεψε» η ΝΔ.
Η κατάργηση αυτού του αντιδημοκρατικού σκανδάλου και η διεκδίκηση της γνήσιας απλής αναλογικής πρέπει να αποτελεί διαχρονικά ένα από τα στοιχειώδη δημοκρατικά αιτήματα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Κάθε είδους υποχώρηση από αυτό, στο όνομα της ανάγκης για «κυβερνητική σταθερότητα» και «ισχυρές κοινοβουλευτικά κυβερνήσεις», είναι απαράδεκτη και αντιδραστική. Η «σταθερότητα» των κυβερνήσεων του αστικού καθεστώτος είναι προϋπόθεση για την επιτυχία των επιθέσεων του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη. Με αυτή την έννοια, κάθε συνειδητός αγωνιστής του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς οφείλει να είναι ένας ορκισμένος πολέμιος αυτής της «σταθερότητας».
Η αποχή στις εκλογές μειώθηκε σε σύγκριση με το 2019, πέφτοντας από το 42,22% στο 39,06%. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 290 χιλιάδες περισσότεροι ψηφοφόροι συμμετείχαν στις εκλογές της 21ης Μάη σε σύγκριση με το 2019. Με βάση τα σχετικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων πριν τις εκλογές και τη γενικότερη ατμόσφαιρα στην κοινωνία στη σκιά του μαζικού κινήματος των Τεμπών, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει βάσιμα ότι η μείωση της αποχής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγάλη συμμετοχή των νέων. Αυτοί είναι κατά βάση η νεολαία 16-18 ετών που συμμετείχε στις διαδηλώσεις του κινήματος των Τεμπών και σε ένα μεγάλο ποσοστό πήγε στην κάλπη για να ψηφίσει για πρώτη φορά. Η διάθεση για μαζική είσοδο αυτής της γενιάς στο πολιτικό προσκήνιο, από μόνη της, και ανεξάρτητα από εκλογική επιλογή, συνιστά έναν επικίνδυνο παράγοντα για την άρχουσα τάξη και έναν εν δυνάμει επαναστατικό παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από το exit poll σχετικά με το ποιο κόμμα επέλεξαν οι νέοι που ψήφισαν για πρώτη φορά. Με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν για την ευρύτερη κατηγορία των 400 χιλιάδων ψηφοφόρων ηλικίας από 17 έως 24 ετών, φαίνεται ότι σ’ αυτήν το άθροισμα των ποσοστών της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας και μικρότερα αριστερά κόμματα) είναι πάνω από 46%, δηλαδή πάνω από 11 μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άθροισμα (περίπου 35%) στο σύνολο των ψηφοφόρων! Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνει περίτρανα την ύπαρξη μιας έντονης πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που αναπτύχθηκε μέσα στο μαζικό κίνημα των Τεμπών και φυσικά, αποτελεί ένα ακόμα «χαστούκι» στις πάμπολες μοιρολογίστρες μέσα στην Αριστερά.
Πιο αναλυτικά, στους νέους 17-24 ετών και σε σύγκριση με το 2019, η απήχηση της ΝΔ έμεινε ουσιαστικά σταθερή, πηγαίνοντας από το 30,4% στο 31,5%. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, γνώρισε εκεί μια σοβαρή πτώση στο 28,8% από το 38%. Αυτό το στοιχείο μας δείχνει ότι η γενιά των Τεμπών αμφισβητεί τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετωπίζοντάς τον ως ένα συστημικό κόμμα. Γι’ αυτό, σε σύγκριση με την ίδια ηλικιακή κατηγορία ψηφοφόρων στις εκλογές του 2019, αυτοί οι νέοι είναι μετατοπισμένοι περισσότερο στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό επιβεβαιώνεται και στα σχετικά ποσοστά του ΚΚΕ, το οποίο σ’ αυτήν την κατηγορία νέων ανέβηκε από το 4,3% στο 6,4%, επιβεβαιώνοντας την άνοδό του στις φοιτητικές εκλογές, αλλά και υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ακόμα πιο πειστική παρέμβαση στους νέους, αφού το σημερινό του ποσοστό εκεί, είναι χαμηλότερο από το γενικό του αποτέλεσμα. Το ΜέΡΑ25 ουσιαστικά διατήρησε το ποσοστό του σ’ αυτούς τους νέους, πηγαίνοντας στο 5% από 5,7%, λαμβάνοντας δηλαδή σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από το εθνικό του ποσοστό. Αλλά η Πλεύση Ελευθερίας είχε ένα αντυπωσιακό αποτέλεσμα που επιβεβαιώνει την αριστερή-αντισυστημική τάση των νέων, λαμβάνοντας σε αυτή την κατηγορία ποσοστό 6%!
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διπλασίασε τα ποσοστά του στις ηλικίες 17-24 πηγαίνοντας από το 4,9% στο 10,5%, αλλά έστω κι έτσι, υπολείπεται του γενικού εθνικού του ποσοστού. Επιπλέον, σ’ αυτούς τους νέους η Ελληνική Λύση έλαβε ένα υψηλότερο ποσοστό από το γενικό ποσοστό της, φθάνοντας στο 5,9%. Αλλά γενικότερα πρέπει να τονιστεί ότι, στις 21 Μάη δεν καταγράφηκε κάποια αξιοσημείωτη δυναμική για τον χώρο της Άκρας Δεξιάς στους νέους, ιδιαίτερα αν κάποιος λάβει υπόψη ότι πριν από 8 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2015, η Χρυσή Αυγή είχε λάβει σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ποσοστό 11%.
Η μάχη της 25ης Ιουνίου είναι κρίσιμη: να σημάνει πανεργατικός συναγερμός!
Η νίκη της ΝΔ στις 21 Μάη με τη μεγάλη διαφορά των 20 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει δημιουργήσει ένα φυσιολογικό αίσθημα απογοήτευσης στους εργαζόμενους και έχει σκορπίσει μεγάλη ευφορία στις γραμμές της άρχουσας τάξης. Αυτή αντανακλάται στη δημόσια ομολογία των αλαζονικών στόχων της για τις νέες εθνικές εκλογές της 25ης Ιουνίου. Αυτοί οι στόχοι περιλαμβάνουν, όχι μόνο μια νέα, ακόμα πιο ευρεία νίκη του κόμματός της, αλλά και τη ματαίωση κάθε πιθανότητας το ΚΚΕ να πλησιάσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ταυτόχρονα, το να παλινορθωθεί πλήρως το παλιό δικομματικό πολιτικό σύστημα, με τη θέση του δεύτερου κόμματος να καταλαμβάνει το σταθερά ελεγχόμενο από το κεφάλαιο, κόμμα του νεοσημιτικού Ν. Ανδρουλάκη, στη θέση του περισσότερο ευάλωτου στις εργατικές και λαϊκές πιέσεις (και γι’ αυτό λιγότερο ελεγχόμενου από το κεφάλαιο και περισσότερο μισητού σε αυτό), ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εργαζόμενοι κατανοούν ότι η αυτοδυναμία της ΝΔ είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτραπεί, με τις εκλογές να διεξάγονται μέσα σε μόλις έναν μήνα και χωρίς να υπάρχει στο μεγαλύτερο κόμμα που υποστηρίζουν μια αριστερή ηγεσία την οποία να μπορούν να την εμπιστευθούν, αλλά και ένα πρόγραμμα που να μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά τη μοίρα τους και να αξίζει να παλέψουν σκληρά γι’ αυτό. Αντιλαμβάνονται ότι μια πανίσχυρη κοινοβουλευτικά νέα κυβέρνηση της ΝΔ θα δυναμώσει την επίθεση στο εισόδημα και τα δικαιώματά της εργατικής τάξης, επιχειρώντας – όπως τα ίδια τα στελέχη της Δεξιάς ομολογούν – να δρομολογήσει ακόμα και σαρωτικές αντιδραστικές αλλαγές ενάντια σε κάθε φιλολαϊκό στοιχείο που υπάρχει στο ισχύον Σύνταγμα. Και είναι ανάγκη να σημειώσουμε εδώ, ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, στην περίπτωση που στην επόμενη Βουλή θα υπάρχει πλειοψηφία 180 βουλευτών για το πρώτο κόμμα (στην προκειμένη περίπτωση σήμερα πιθανότατα για τη ΝΔ), τα άρθρα που θα προταθούν από την κυβερνητική πλειοψηφία προς αναθεώρηση θα χρειάζονται στη μεθεπόμενη Βουλή απλώς την απόλυτη πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Σύμφωνα με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που θα ισχύσει στην αναμέτρηση της 25ης Ιουνίου, το πρώτο κόμμα με ένα ποσοστό 40,4%, δηλαδή με 0,4% λιγότερο από αυτό που πήρε η ΝΔ στις 21 Μάη, μπορεί να κατακτήσει την αυτοδυναμία, ακόμα και αν είναι μηδενικό το αθροιστικό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων! Με δεδομένο ότι η ΝΔ πέτυχε αυτή την ευρεία νίκη έχοντας ένα αθροιστικό ποσοστό 16% για τα κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής, αν ίσχυε στις 21 Μάη το σύστημα που θα ισχύσει στις 25 Ιουνίου, το βασικό κόμμα του κεφαλαίου θα κέρδιζε 171 βουλευτές! Γενικότερα, σύμφωνα με αυτό το σύστημα για κάθε μονάδα που αυξάνεται το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων χαμηλώνει κατά 0,3%-0,4% ο πήχης αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα, με αφετηρία μέτρησης προς τα κάτω το ποσοστό 40,4%. Αυτό σημαίνει, ενδεικτικά ότι αν π.χ τα εκτός Βουλής κόμματα λάβουν αθροιστικά ποσοστό 10%, η ΝΔ μπορεί να κατακτήσει την αυτοδυναμία με 37,5%.
Από όλα τα προαναφερθέντα, εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι η αποτροπή μιας ακόμα ευρείας νίκης για τη ΝΔ μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα είναι καθοριστικό ζήτημα για το μέλλον της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό πρέπει εδώ και τώρα να σημάνει κόκκινος πανεργατικός συναγερμός! Αυτό προϋποθέτει ότι η εκλογική μάχη πρέπει να δοθεί με μαχητική ενότητα όλων των γραμμών της εργατικής τάξης, καθημερινή δράση και αγωνιστικό φρόνημα. Σε αυτήν τη μάχη, προοδευτικό και επιθυμητό είναι ό,τι ενισχύει την αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων και την πίστη τους ότι μπορούν να απαντήσουν αποτελεσματικά στην πολιτική επίθεση του κεφαλαίου. Από αυτήν τη σκοπιά, τίποτα δεν είναι πιο επιζήμιο από το δηλητήριο του πεσιμισμού και του σκεπτικισμού, από τα μίζερα και εντελώς άσχετα με την παρούσα κατάσταση και τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης τσιτάτα τύπου «Καληνύχτα Κεμάλ αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ» που κατακλύζουν από υποτιθέμενους «πούρους» Αριστερούς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τα βασικά συνθήματα, οι θέσεις και το πρόγραμμα δράσης που προτείνουμε για τον κρίσιμο εκλογικό αγώνα της 25ης Ιουνίου είναι τα ακόλουθα:
– Όχι στο δηλητήριο του πεσιμισμού! Δεν υπάρχει καμία αξιοσημείωτη στροφή της κοινωνίας προς τη Δεξιά, κανένα πραγματικό ρεύμα «συντηρητικοποίησης» του λαού! Η ΝΔ επικράτησε συσπειρώνοντας και αυξάνοντας οριακά τις δυνάμεις της, οι συνολικές δυνάμεις Δεξιάς-Ακροδεξιάς στην κοινωνία είναι ουσιαστικά οι ίδιες με το 2019. Μόλις 1 στους 4 πολίτες με δικαίωμα ψήφου ψήφισε τη ΝΔ και το πραγματικό ποσοστό της ΝΔ στην ελληνική κοινωνία είναι λιγότερο από 25%.
– Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο αγώνα ενάντια στη Δεξιά με συμφωνία για μια «μίνιμουμ» κοινή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25, της Πλεύσης Ελευθερίας και κάθε άλλου μικρότερου αριστερού κόμματος που θα περιλαμβάνει τα εξής σημεία:
1. Όλα τα βασικά πολιτικά «πυρά» των αριστερών κομμάτων να στρέφονται ενάντια στο κύριο κόμμα του κεφαλαίου, τη ΝΔ!
2. Πρώτο και κοινό σύνθημα για όλες τις δυνάμεις του Μετώπου στον εκλογικό αγώνα να είναι το «Ούτε μια ψήφος από την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στη Δεξιά!»
3. Πλήρης αποχή όλων των αριστερών κομμάτων και υποψηφίων από τα μεγάλα κανάλια και τα λοιπά ισχυρά ΜΜΕ της καπιταλιστικής ολιγαρχίας με σκοπό την απόλυτη απονομιμοποίηση του άθλιου ρόλου τους.
4. Δέσμευση όλων των κομμάτων του Μετώπου για το σχηματισμό μιας αριστερής συγκυβέρνησης ειδικού σκοπού με βασικό έργο την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων της ΝΔ αν ο λαός δώσει με την ψήφο του αυτή τη δυνατότητα. Υπό την ίδια προϋπόθεση δέσμευση όλων για μια ειλικρινή διερεύνηση της δυνατότητας σχηματισμού μιας αριστερής συγκυβέρνησης κανονικής συνταγματικής διάρκειας που θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ικανό να λύσει ριζικά τα εργατικά προβλήματα, το οποίο για να επιτύχει αυτόν τον σκοπό εμείς θεωρούμε απαραίτητα ότι πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
– Το ΚΚΕ, ως ο αναγκαίος φυσικός υπερασπιστής της λενινιστικής παράδοσης του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, πρέπει να λάβει την πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση αυτού του Μετώπου πάλης ενάντια στη Δεξιά. Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να ηγηθεί αυτής της πρωτοβουλίας, γιατί εκείνο διαθέτει τις απαιτούμενες μαχητικές και οργανωμένες δυνάμεις για να ηγηθούν και να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία αυτού του Μετώπου. Αυτή η πρωτοβουλία θα δώσει νέο μεγάλο κύρος στο κόμμα, και αναπόφευκτα θα αυξήσει αποφασιστικά και τα ίδια τα εκλογικά του ποσοστά, δημιουργώντας ελπίδα στους εργαζόμενους και αναστρέφοντας το κλίμα απογοήτευσης.
– Ούτε μια εργατική ψήφος στη Δεξιά! Μαζική ψήφο στο ΚΚΕ στις εκλογές της 25ης Ιουνίου! Μόνη πολιτική λύση ο αγώνας για την εκλογή μιας εργατικής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει ένα αντικαπιταλιστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Σ’ αυτό το σημείο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι δεν έχουμε την παραμικρή αυταπάτη ότι το αναγκαίο Μέτωπο που προτείνουμε μπορεί να πραγματοποιηθεί σύντομα, και μάλιστα μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα από τις επαναληπτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου. Και επίσης, οφείλουμε να τονίσουμε ότι τη βασική ευθύνη γι’ αυτό την έχει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας της αμετανόητα φιλοκαπιταλιστικής της πολιτικής, όπως εκφράστηκε με τις δεξιές επιλογές της ως κυβέρνηση (υποταγή στην τρόικα το καλοκαίρι του 2015, μνημονιακή κυβερνητική θητεία 2015-2019), αλλά και με την προσήλωσή της προεκλογικά στην απόπειρα να προκύψει μια «προοδευτική» συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ. Με αυτή τη στάση, είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αυτή που έχει δώσει την αντικειμενική αφορμή στις ηγεσίες των άλλων αριστερών κομμάτων να αρνούνται γενικά κάθε ιδέα για κοινή δράση και στάση με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στις ειδικές και κρίσιμες συνθήκες όπως οι σημερινές. Παρότι αυτή η γενική τους άρνηση είναι λαθεμένη, αφού σε τελική ανάλυση υποτιμά τη σημασία του ίδιου του ζητήματος της ενότητας της εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στην επίθεση του ταξικού της αντιπάλου, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καμία νομιμοποίηση να ενοχοποιεί την «αδιαλλαξία των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς» για τη μη επίτευξη της αντιδεξιάς ενότητας, από τη στιγμή που η ίδια δεν έχει κάνει ούτε στο ελάχιστο αυτοκριτική για τις δεξιές της επιλογές που οδήγησαν στο ολέθριο αποτέλεσμα για το κόμμα στις 21 Μάη. Δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμεί μια ειλικρινή ενότητα στον αγώνα, αλλά μια συμπόρευση των άλλων κομμάτων στα δικά της σχέδια για μία ακόμα χρεοκοπημένη απόπειρα μίζερης κυβερνητικής διαχείρισης του σάπιου καπιταλισμού.
Ωστόσο, το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, ως έκφραση της ανάγκης για ενότητα των γραμμών της εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου, θα συνεχίζει να είναι επίκαιρο και αναγκαίο – και μάλιστα ακόμα και πιο πολύ – μετά τις 25 Ιουνίου. Η διεθνής όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης θα οδηγήσει την επόμενη κυβέρνηση, που πιθανότατα θα είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ, να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα άγριας λιτότητας για να επιτευχθούν τα συμφωνημένα με την τρόικα δημοσιονομικά πλεονάσματα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην προηγούμενη θητεία της, στην οποία είχε την άδεια της ΕΕ να παράσχει κάθε είδους εφάπαξ επιδόματα με σκοπό να μετριαστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια για τη ληστρική ακρίβεια. Σ’ αυτές τις συνθήκες, αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν νέα μαζικοί αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας, και το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο θα είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος ώστε αυτοί οι αγώνες να είναι νικηφόροι και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την εκλογή μιας Εργατικής κυβέρνησης, ικανής να σπάσει τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, καταπίεσης και διαρκούς επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο του εργαζόμενου λαού.
Αλλά αυτό που οφείλουμε να τονίσουμε πρώτα και πάνω από όλα, είναι ότι η αναγκαία εργατική σοσιαλιστική λύση εξουσίας δεν μπορεί να επιτευχθεί από κανένα μέτωπο και γενικά από καμία συμφωνία ενωτικής δράσης αν η εργατική τάξη δεν διαθέτει ένα μαζικό επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Γι’ αυτό, καλούμε κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια που συμφωνεί με τις ιδέες μας να οργανωθεί στο ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), την Κομμουνιστική Τάση, συμμετέχοντας στην προσπάθεια να δημιουργηθεί το συντομότερο δυνατό ένα τέτοιο κόμμα στην Ελλάδα και διεθνώς. Αυτή μας η έκκληση δεν είναι ούτε στο ελάχιστο ανταγωνιστική απέναντι στο ΚΚΕ. Αντίθετα, όπως φανερώνει έμπρακτα η στάση μας στις εκλογικές μάχες ενάντια στα αστικά κόμματα, οι οργανωμένες δυνάμεις μας επιδιώκουν και θα επιδιώκουν πάντα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών συντροφικής και αλληλέγγυας δράσης και συζήτησης με τους πρωτοπόρους αγωνιστές του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, στον κοινό αγώνα για τον ιερό σκοπό της νίκης του κομμουνισμού.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – www.marxismos.com
Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος