Στις 4 Σεπτεμβρίου 1970 στη Χιλή, ως αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών από το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης και του ασφυκτικού ιμπεριαλιστικού ελέγχου στην οικονομία της χώρας, ένας συνασπισμός των μεγάλων εργατικών κομμάτων (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα) και κάποιων μικρότερων, αστικών-μικροαστικών (Ριζοσπαστικό Κόμμα, Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) με την ονομασία «Λαϊκή Ενότητα», κέρδισε την πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 36,3%. Η κυβέρνηση που σχημάτισε είχε ως επικεφαλής τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Η αριστερή κυβέρνηση του Αλιέντε άρχισε να εφαρμόζει ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα, μένοντας όμως πιστή στην αυταπάτη για τη δυνατότητα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μέσα από τον δρόμο της συμφιλίωσης με το αστικό κράτος. Εθνικοποίησε τις μεγάλες βιομηχανίες χαλκού, νίτρου και άνθρακα, το πιστωτικό σύστημα, και το εξωτερικό εμπόριο. Προχώρησε επίσης, στην αγροτική μεταρρύθμιση, με την απαλλοτρίωση μεγάλων εκτάσεων γης χωρίς αποζημίωση. Έλαβε μια σειρά μέτρων στήριξης των εργατών και των φτωχών μαζών, όπως η αύξηση των μισθών κατά 50%, η δωρεάν ιατρική περίθαλψη και η επιβολή αυστηρού ελέγχου των τιμών στα βασικά καταναλωτικά είδη.
Αυτή η πολιτική τόνωσε το ηθικό της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα, ανησύχησε την ντόπια αστική τάξη και τους Aμερικάνους ιμπεριαλιστές, που, φοβούμενοι την προοπτική απώλειας του ελέγχου στη χώρα, πέρασαν στην αντεπίθεση. Έτσι, οργάνωσαν ένα εκτεταμένο σαμποτάζ με σκοπό την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και την πτώση της κυβέρνησης.
Οι προκλήσεις της αστικής αντίδρασης κορυφώθηκαν με την υποκινούμενη και χρηματοδοτούμενη από τη CIA απεργία των ιδιοκτητών φορτηγών που παρέλυσε τη χώρα, ενώ οι βιομήχανοι οργάνωσαν «λοκ – άουτ» και οι μεγαλέμποροι έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Την ίδια στιγμή, οι φασιστικές παρακρατικές συμμορίες της διαβόητης οργάνωσης «Πατρίδα και Ελευθερία» τρομοκρατούσαν υποστηριχτές της «Λαϊκής Ενότητας», ενώ η CIA ενέτεινε στα παρασκήνια τις προετοιμασίες για ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.
Οι εργάτες αισθανόμενοι τον κίνδυνο, αντέδρασαν αυθόρμητα. Προχώρησαν σε καταλήψεις σε πολλά εργοστάσια, έφτιαξαν εργοστασιακές επιτροπές και οργάνωσαν δίκτυα άμεσης διανομής των αγαθών για να αντιμετωπίσουν το οικονομικό σαμποτάζ. Όμως η κυβέρνηση αντί να στηριχθεί στους εργάτες και στα κατώτερα στρώματα του στρατού, στα τέλη του 1972 συμπεριέλαβε στους κόλπους της τρεις ανώτατους στρατιωτικούς, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να καθησυχάσει την αστική αντίδραση και να αποφύγει το πραξικόπημα.
Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον Μάρτιο του 1973, η «Λαϊκή Ενότητα» αύξησε τα ποσοστά της, φτάνοντας στο 44%. Αυτό το αποτέλεσμα έδειξε την αυξανόμενη διάθεση της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών για συντριβή των προκλήσεων της αντίδρασης.
Στις 29 Ιουνίου 1973 εκτυλίχθηκε η πρόβα ενός πραξικοπήματος. Έξι τανκς επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο και το Υπουργείο Άμυνας. Η απόπειρα απέτυχε μετά από την άμεση και δυναμική επέμβαση των εργατών, οι οποίοι σχημάτισαν πολιτοφυλακές και σε διάστημα λίγων ωρών κατέλαβαν 350 εργοστάσια και εκατοντάδες αγροκτήματα. Όμως μετά την ήττα της απόπειρας πραξικοπήματος, η κυβέρνηση, αρνούμενη να διδαχθεί από την κορύφωση των προκλήσεων της αντίδρασης και την επαναστατική διάθεση των εργατών, παρέδωσε τα εργοστάσια πίσω στα αφεντικά και απαγόρευσε κάθε μορφή συνδικαλισμού μέσα στο στρατό.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1973, η μεγαλειώδης διαδήλωση ενός εκατομμυρίου εργατών θορύβησε την αστική αντίδραση και την έκανε να επισπεύσει την αντεπίθεσή της. Έτσι, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, δυνάμεις του στρατού με την άμεση καθοδήγηση της CIA, επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο. Το Προεδρικό Μέγαρο βομβαρδίστηκε και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, αντιστεκόμενος ηρωικά, βρήκε τον θάνατο μέσα σ’ αυτό. Η χιλιανή τραγωδία συνεχίστηκε με τις δολοφονίες χιλιάδων αγωνιστών, τα βασανιστήρια, τις εξαφανίσεις και τις αιματοβαμμένες εργατικές εξεγέρσεις της περιόδου του Πινοσέτ.
Ένα αιματηρό μάθημα
Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του με τίτλο «Ο χιλιανός Σοσιαλισμός», ο γνωστός συγγραφέας και στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Άντον Σεπουλβέδα, γράφει: «Ο αντίπαλος ήξερε πάντα τι έπρεπε να κάνει. Ανάλογα με την κατάσταση υποχωρούσαν ή προχωρούσαν για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Σε πλήρη αντίθεση με τη Λαϊκή Ενότητα, δεν έχασαν καμιά ευκαιρία για να κερδίσουν έδαφος. Οργάνωσαν το πραξικόπημα με προσοχή και αποφασιστικότητα, περιμένοντας την πιο κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν, όταν οι αντιφάσεις και το αδιέξοδο για το τι έπρεπε να γίνει είχαν παραλύσει την εργατική ηγεσία».
Ίσως στα λόγια του Σεπουλβέδα να υπάρχει μια τάση υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων της αντίδρασης. Όμως η τραγική αντίθεση ανάμεσα στην ξεκάθαρη στρατηγική της αστικής αντίδρασης από τη μία πλευρά και στον εφησυχασμό, τη σύγχυση και τις αυταπάτες των ηγετών της «Λαϊκής Ενότητας» από την άλλη, ήταν ένα αναμφισβήτητο και συνάμα μοιραίο γεγονός. Αυτό εκφραζόταν γλαφυρά στα λόγια του Λουίς Κορμπαλάν, γραμματέα του χιλιανού Κ.Κ, σε μια ομιλία του αμέσως μετά την αποτυχία του πρώτου πραξικοπήματος του Ιουνίου του 1973: «Εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε τον απόλυτα επαγγελματικό χαρακτήρα των ένοπλων δυνάμεων».
Το τραγικό λάθος των σοσιαλιστών και κομμουνιστών ηγετών ήταν ότι θεωρούσαν πως το αστικό κράτος θα μπορούσε να κρατήσει μια αμερόληπτη στάση στην πορεία όξυνσης της ταξικής πάλης. Αυτό το λάθος εκφράστηκε με μια υπερεκτίμηση της «δημοκρατικότητας» της κάστας των υψηλόβαθμων στρατιωτικών, η οποία στην πραγματικότητα, ήταν δεμένη με «χίλια νήματα» στο άρμα της ντόπιας ολιγαρχίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Οι ηγέτες της «Λαϊκής Ενότητας» υποστήριζαν ότι τάχα «η Χιλή ήταν ιδιαίτερη περίπτωση γιατί σε αυτή τη χώρα ο στρατός είχε δημοκρατικές παραδόσεις». Πόσο ειρωνικά ακούγονται όλα αυτά σήμερα, όταν οι μνήμες από τα εγκλήματα του αστυνομικού-στρατιωτικού καθεστώτος του Πινοσέτ είναι ακόμα βαθιά χαραγμένες στο μυαλό της χιλιανής εργατικής τάξης!
Η εύκολη επικράτηση της Χούντας του Πινοσέτ ήταν το άδοξο τέλος των ηρωικών αγώνων που έδωσε η εργατική τάξη και η αγροτιά της Χιλής επί τρία ολόκληρα χρόνια. Η εργατική τάξη παραδόθηκε αφοπλισμένη από την ανεπάρκεια της ηγεσίας της, στα χέρια του σφαγέα Αογκούστο Πινοσέτ, ενώ η πλειοψηφία των εργατικών πολιτικών ηγετών έφυγε από τη χώρα, αφήνοντας τα απλά μέλη των εργατικών κομμάτων να αντιμετωπίσουν μόνα τους την άγρια καταστολή.
Σαράντα δύο χρόνια μετά, υπάρχουν πολλοί στη διεθνή Αριστερά που υποστηρίζουν ότι ο θάνατος του Αλιέντε «έσωσε την τιμή του Χιλιανού σοσιαλισμού». Λες και η Χιλιανή επανάσταση ήταν ένα θέμα «τιμής», ζήτημα υπηρέτησης κάποιας αφηρημένης ηθικής αξίας και όχι ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου για εκατομμύρια εργαζόμενους ανθρώπους, αλλά και για το μέλλον της εργατικής τάξης σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Όλοι αυτοί οι αριστεροί σχολιαστές, αντιμετωπίζουν σε τελική ανάλυση σαν μια ιστορική λεπτομέρεια το γεγονός ότι εξαιτίας των εγκληματικών λαθών του ρεφορμισμού σφαγιάστηκε ό,τι καλύτερο διέθετε η εργατική τάξη, δίχως να δοθεί η παραμικρή οργανωμένη μάχη ενάντια στους σφαγείς.
Χωρίς αμφιβολία, το γεγονός ότι ο Αλιέντε έμεινε στο βομβαρδιζόμενο Προεδρικό Μέγαρο μαχόμενος ενάντια στους πραξικοπηματίες, τον καθιστά έναν ηρωικό μάρτυρα της Χιλιανής επανάστασης. Όμως αυτό δεν αλλάζει την ουσία των ιστορικών γεγονότων, που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη μιας μεγάλης ήττας, και ασφαλώς, δεν απαλλάσσει τον Αλιέντε από την πολιτική ευθύνη για την πιστή υπηρέτηση των ρεφορμιστικών αυταπατών που οδήγησαν σε αυτήν.
Η Χιλιανή τραγωδία του Σεπτέμβρη του 1973 παρείχε ένα πικρό πολιτικό μάθημα στους εκμεταλλευόμενους σε ολόκληρο τον κόσμο. Απέδειξε για άλλη μια φορά, ότι η εργατική τάξη έχει ανάγκη από μια ηγεσία αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, με αποκλειστικό στήριγμα την επαναστατική κινητοποίηση των ίδιων των εργαζόμενων και σε ασυμφιλίωτη ρήξη με τους αντιδραστικούς μηχανισμούς της αστικής εξουσίας.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος