Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΑριστερή Πλατφόρμα: που και γιατί διαφωνούμε με τις θέσεις και την τακτική...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Αριστερή Πλατφόρμα: που και γιατί διαφωνούμε με τις θέσεις και την τακτική της

 

Το πιο σημαντικό ζήτημα στα συνέδρια των μαζικών εργατικών, αριστερών κομμάτων είναι τα κείμενα που προορίζονται για πολιτικές αποφάσεις. Αυτά αντανακλούν την πολιτική κατεύθυνση των κομμάτων, που με τη σειρά της, επιδρά καθοριστικά στη ζωή και τους αγώνες της εργατικής τάξης.

Όπως εξηγούμε στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα, το κύριο πολιτικό καθήκον του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ανακόψει τη δεξιά στροφή που έχει επιβάλει τους τελευταίους μήνες η ηγετική πλειοψηφία στο κόμμα και εκφράζεται με το σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα Κείμενο Θέσεων.

Με δεδομένη την κατάθεση αυτού του κειμένου, η αριστερά του κόμματος είχε καθήκον να δώσει τη μάχη του συνεδρίου γύρω από το κατάλληλο εναλλακτικό κείμενο. Όμως οι αριστεροί αγωνιστές της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ διαπίστωσαν με απογοήτευση ότι τα ηγετικά στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας αποδέχθηκαν το Κείμενο Θέσεων «επί της αρχής» και περιορίστηκαν στην κατάθεση 4 τροποποιήσεων. Η Αριστερή Πλατφόρμα (ΑΠ) δηλαδή, με ευθύνη της ηγεσίας της, στερήθηκε…πλατφόρμας. Έτσι το μοναδικό αντιπολιτευτικό από τα αριστερά εναλλακτικό κείμενο στο συνέδριο, είναι η Κομμουνιστική Πλατφόρμα (ΚΠ).

Πρόγραμμα σοσιαλιστικής μετάβασης ή πρόγραμμα «ενδιάμεσου» σταδίου;

Αυτό που καταμαρτυρούν συχνά στην ΚΠ τα ηγετικά στελέχη της ΑΠ είναι ότι «δεν συνιστά ένα μεταβατικό πρόγραμμα». Αυτού του είδους την κριτική, μας απευθύνουν ιδιαίτερα τα ηγετικά στελέχη συνιστωσών που επικαλούνται την πολιτική κληρονομιά του Τρότσκι. Αυτό που δυστυχώς φαίνεται ότι δεν έχουν κατανοήσει οι σύντροφοι, είναι ότι τόσο σύμφωνα με τα γραφόμενα του Τρότσκι στο περίφημο «Μεταβατικό Πρόγραμμα», το ιδρυτικό ντοκουμέντο της Τετάρτης Διεθνούς, όσο και σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Λένιν που αποτυπώνονται στα προγραμματικά ντοκουμέντα των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μεταβατικό είναι το πρόγραμμα που γεφυρώνει τις βασικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Μεταβατικό πρόγραμμα σημαίνει πρόγραμμα μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και όχι πρόγραμμα ενός «ενδιάμεσου» σταδίου. Ένα ιδιαίτερο, «ενδιάμεσο» στάδιο πριν από την ανατροπή του καπιταλισμού και τη θεμελίωση του σοσιαλισμού, σύμφωνα με τη γνήσια μαρξιστική άποψη, δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτή ήταν η ουσία της πολεμικής που διεξήγαγαν ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι άλλοι μαρξιστές της εποχής τους. Αυτή είναι γενικότερα η ουσία της διαχρονικής κριτικής των μαρξιστών στους σοσιαλδημοκράτες.

Η Κομμουνιστική Πλατφόρμα, περιλαμβάνοντας συγκεκριμένες διεκδικήσεις – γέφυρες για τη σχεδιασμένη οικονομία, είναι ακριβώς αυτό: ένα πρόγραμμα μετάβασης στο σοσιαλισμό. Αντίθετα, τόσο οι τροποποιήσεις της ΑΠ, όσο και τα σημεία που εκείνη αποδέχεται από το Κείμενο Θέσεων, δεν προχωρούν ούτε στα «μισά του δρόμου». Το πρόγραμμα της ΑΠ δεν είναι ένα μεταβατικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αλλά το πρόγραμμα ενός ανύπαρκτου και ανέφικτου «ενδιάμεσου» σταδίου πριν από τη ριζική ανατροπή του καπιταλισμού, με μια αόριστη και γενικόλογη σοσιαλιστική «προοπτική». Ας δούμε όμως, πως τεκμηριώνεται αυτή η εκτίμηση από τις τροποποιήσεις της ΑΠ.

Πρώτη τροποποίηση

Στην εισαγωγή της πρώτης τροποποίησης αναφέρεται: «…Το κεντρικό θέμα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι η συγκρότηση και ο σχεδιασμός μιας δέσμης άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης, για να σταματήσει η διαδικασία μεταφοράς των βαρών της κρίσης στους εργαζόμενους και τον κόσμο της εργασίας γενικότερα (άνεργοι, συνταξιούχοι), στη νεολαία και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους αυτοαπασχολούμενους και μικροεπαγγελματίες της πόλης και της υπαίθρου. Αυτή η δέσμη μέτρων θα είναι συνυφασμένη με ένα μεταβατικό πρόγραμμα για την εγκαθίδρυση ενός νέου οικονομικού προτύπου ανάπτυξης και νέων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, με κατεύθυνση τη σοσιαλιστική οικονομία και κοινωνία…».

Η χρήση του όρου μεταβατικό πρόγραμμα εδώ, είναι σαφώς παραπλανητική, είτε από πρόθεση, είτε από σύγχυση και άγνοια για το τι είναι ένα αληθινά μεταβατικό πρόγραμμα. Το ίδιο αποπροσανατολιστική είναι λίγο πιο κάτω και η χρήση του όρου «πρότυπο σοσιαλιστικής μετάβασης». Μια προσεκτική ματιά από μαρξιστική σκοπιά στα μέτρα που προτείνονται στις επόμενες παραγράφους, αρκεί για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι δεν προτείνεται ένα πρόγραμμα μετάβασης στο σοσιαλισμό, αλλά το πρόγραμμα ενός «ενδιάμεσου» σταδίου.

Στο σημείο 1 σχετικά με το χρέος, ενώ στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται ότι «…Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει αυτό το χρέος σαν χρέος του ελληνικού λαού…», στην τρίτη παράγραφο, υποστηρίζεται ότι αρχικά θα πρέπει να γίνουν διαπραγματεύσεις: «…Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα προσπαθήσει καταρχήν να διαγράψει το χρέος – ή τουλάχιστον το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του – μέσα από διαπραγματεύσεις. Στο βαθμό που η προσπάθεια αυτή δεν θα αποφέρει γρήγορα θετικά αποτελέσματα, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα προχωρήσει άμεσα στη διακοπή αποπληρωμής του χρέους (τόκων και χρεολυσίων) και στη διαγραφή του, επικαλούμενη νόμιμους λόγους επιβίωσης του ελληνικού λαού και τις αρχές του ΟΗΕ, που επιβάλλουν στις κυβερνήσεις να θέτουν τους θεμελιώδεις όρους επιβίωσης των λαών τους πάνω από οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα ή «υποχρέωση»…». Η αντίφαση είναι ορατή. Η διαπραγμάτευση που υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να γίνει αρχικά, αποτελεί μια «ντεφάκτο» αναγνώριση του ληστρικού χρέους. Η θέση αυτή, δεν διαφέρει αποφασιστικά από την επίσημη θέση της ηγεσίας. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, η διαγραφή του χρέους δεν προτείνεται σαν το αποτέλεσμα μιας άμεσης, μονομερούς ενέργειας, αλλά αφήνεται να εννοηθεί ότι θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μέσα από διαπραγμάτευση, γεγονός που εκτός από αυταπάτη, αποτελεί και έμπρακτη αναγνώριση δικαιωμάτων για τους κατόχους του χρέους και υποχρεώσεων για το ελληνικό κράτος και την αριστερή κυβέρνηση.

Στην ίδια τροποποίηση, το πρόγραμμα εθνικοποιήσεων που προτείνεται, εξαιρεί βασικούς τομείς της παραγωγής, όπως η βιομηχανία τροφίμων και ένδυσης, οι κατασκευές και οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Πως είναι όμως δυνατό να μιλάμε για ένα «πρότυπο σοσιαλιστικής μετάβασης» αν η διατροφή, η ένδυση και η στέγαση του εργαζόμενου λαού αφεθεί στον έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου;

Στις τροποποιήσεις της ΑΠ γενικότερα, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά στην κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, το θεμέλιο δηλαδή του σοσιαλισμού. Με τι στα αλήθεια, προτείνει η ηγεσία της ΑΠ να αντικατασταθεί η καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής που γεννάει τις κρίσεις, σε αυτό το «πρότυπο μετάβασης στο σοσιαλισμό»;

Εκπληκτικό είναι το γεγονός, ότι από τις προγραμματικές θέσεις που αναπτύσσονται σε αυτή την πρώτη τροποποίηση, απουσιάζει οποιαδήποτε θέση για το πιο πιεστικό πρόβλημα των μαζών, τη μαζική ανεργία. Είναι τόσο «μεταβατικό» δηλαδή το πρόγραμμα που προτείνεται, που δεν περιέχει τη θεμελιώδη διεκδίκηση ενός μεταβατικού προγράμματος, την Κινητή Κλίμακα ωρών εργασίας ενάντια στην ανεργία, η οποία αντίθετα αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις θέσεις της Κομμουνιστικής Πλατφόρμας.

Το επίσης αποφασιστικής σημασίας ζήτημα του εργατικού ελέγχου παρουσιάζεται εντελώς θολά και αφηρημένα, υπό το γενικό περίβλημα «εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και το κράτος». Πουθενά στις τροποποιήσεις – σε αντίθεση με την Κομμουνιστική Πλατφόρμα – δεν εξηγείται το τι είναι συγκεκριμένα ο εργατικός έλεγχος και ποιο σκοπό θα επιτελέσει. Ποιοι πρέπει να είναι οι θεσμοί και μηχανισμοί του; Πως θα συνδεθούν σε εθνικό επίπεδο; Με ποιο τρόπο ο εργατικός έλεγχος σχετίζεται με την αναγκαιότητα διοίκησης του συνόλου της εθνικής οικονομίας από την οργανωμένη εργατική τάξη; Όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα μένουν αναπάντητα.

Το μόνο σίγουρο από τη θολή τοποθέτηση του εργατικού ελέγχου στις τροποποιήσεις της ΑΠ, είναι ότι ενώ αντικειμενικά αυτός αποτελεί ένα μέσο εκπαίδευσης των εργαζόμενων για τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας, παρουσιάζεται περιορισμένος μέσα στη σημερινή, καπιταλιστική παραγωγή. Οι εργάτες περιορίζονται στον ρόλο του ελεγκτή της παραγωγής και καμία συγκεκριμένη διεκδίκηση δεν προβάλλεται ώστε να τεθούν στη θέση του διευθυντή. Στο ζήτημα μάλιστα αυτό, δεν αποφεύγονται και «χοντράδες» όπως η φράση «…Θεμελιώδες μέτωπο της Αριστεράς είναι η αποκατάσταση της δημοκρατίας στους χώρους παραγωγής…». Πότε στα αλήθεια σύντροφοι της ηγεσίας της ΑΠ υπήρξε μέχρι σήμερα δημοκρατία στους χώρους της καπιταλιστικής παραγωγής, έτσι ώστε να οφείλουμε να την «αποκαταστήσουμε»;

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα με «τον εργατικό έλεγχο στο κράτος». Ούτε μια συγκεκριμένη μεταβατική διεκδίκηση δεν προβάλλεται για να γίνει πραγματικότητα αυτός ο έλεγχος. Τι πρέπει να κάνει η αριστερή κυβέρνηση με το στρατό, την αστυνομία και την κρατική γραφειοκρατία; Σιγή ιχθύος επικρατεί για αυτά τα κρίσιμα ζητήματα από τις τροποποιήσεις της ΑΠ. Καμία αναφορά επίσης, δεν υπάρχει στα συμπεράσματα που εξήχθησαν από τις μεγάλες, ιστορικές προλεταριακές επαναστάσεις σχετικά με το ζήτημα του κράτους και των καθηκόντων της εργατικής τάξης έναντι αυτού.

Αντί όλων αυτών, παρατίθεται στο σημείο 5 ένας επίλογος που σφραγίζει επάξια την ανεπάρκεια των θέσεων της ΑΠ στα ζητήματα του κράτους και του εργατικού ελέγχου στη παραγωγή: «…Θεωρούμε όλα αυτά τα μέτρα, τις πρωτοβουλίες και τους αγώνες σαν τα πρώτα βήματα σε μια διαδικασία που οφείλει γρήγορα να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση της πλήρους κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της συγκρότησης από τους ίδιους τους εργαζόμενους των δικών τους μορφών εξουσίας για την κοινωνία της εργατικής και κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης…». Η «διαδικασία» ασφαλώς δεν πρόκειται να προσανατολιστεί από μόνη της, χρειάζεται ένα πολιτικό πρόγραμμα για να συμβεί αυτό. Και το πρόγραμμα της ΑΠ δεν έχει καμία συγκεκριμένη γέφυρα – διεκδίκηση που να οδηγεί τόσο στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, όσο και στην εξουσία της εργατικής τάξης. Όσο για την «κοινωνία της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης», θα σημειώναμε εδώ απλά ότι η ατολμία ακόμα και να αναφερθεί ο όρος «σοσιαλιστική» ή «κομμουνιστική κοινωνία», είναι ανάλογη της αρτιότητας της σύνταξης.

Μια χαρακτηριστική τέλος, θέση για τη λογική «ενδιάμεσου» σταδίου πριν την ανατροπή του καπιταλισμού που διέπει το προγραμματικό πλαίσιο της ΑΠ, είναι αυτή με αριθμό 7, για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η κοινωνικοποίηση των ΜΜΕ τοποθετείται κάπου αφηρημένα στο μέλλον, μετά από ένα πρώτο στάδιο όπου οι επιχειρηματίες των ΜΜΕ θα ελέγχονται δημοκρατικά και θα διασφαλίζεται ότι δεν θα έχουν καμία κερδοσκοπική δοσοληψία με το κράτος. Με άλλα λόγια, σαν πρώτος και «άμεσος» σταθμός εμφανίζεται ένας «ηθικός καπιταλισμός». Θα μας συγχωρέσουν οι σύντροφοι, αλλά ένας τέτοιος ηθικός καπιταλισμός δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει. Βρίσκεται μόνο στο μυαλό συγγραφέων σοσιαλδημοκρατικών κειμένων.

Γιατί όμως, σε τελική ανάλυση, το πρόγραμμα του κόμματός μας θα πρέπει να είναι μεταβατικό και όχι πρόγραμμα «ενδιάμεσου» σταδίου σύμφωνα με τις προτάσεις της ΑΠ; Ο πρώτος λόγος είναι το ανέφικτο του εγχειρήματος δημιουργίας ενός τέτοιου «ενδιάμεσου» προοδευτικού σταδίου, πριν την ανατροπή του καπιταλισμού. Ένας τέτοιος καπιταλισμός προϋποθέτει μια αστική τάξη προοδευτική, δημοκρατική και ηθική, φαινόμενο που όπως προαναφέραμε είναι ουτοπικό. Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα πρόγραμμα «ενδιάμεσου σταδίου», είναι πως η απόπειρα για την εφαρμογή του θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την εργατική τάξη. Η αδυναμία ενός τέτοιου προγράμματος να δώσει μια άμεση και οριστική λύση στο ζήτημα της εξουσίας, θα δημιουργήσει αισθήματα απογοήτευσης στις μάζες και θα δώσει χρόνο και χώρο στην αστική αντίδραση να αντεπιτεθεί και να τσακίσει το εργατικό κίνημα. Η προτροπή «να θυμηθούμε με τον Αλιέντε στην Χιλή» που καλόπιστα επαναλαμβάνεται από συντρόφους που υποστηρίζουν την Αριστερή Πλατφόρμα, θα πρέπει να απευθύνεται στα ηγετικά της στελέχη που προτείνουν την υιοθέτηση ενός προγράμματος μετριοπαθέστερου μάλιστα από εκείνο του αριστερού Χιλιανού προέδρου στα οικονομικά ζητήματα και εξίσου σοσιαλδημοκρατικού στα ζητήματα του κράτους.

Δεύτερη τροποποίηση

Στη δεύτερη τροποποίηση αναφέρονται ενδεικτικά μεταξύ άλλων τα εξής: «…Οι τραγικές εξελίξεις στην Ευρώπη, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο, με αποκορύφωμα το δράμα της Κύπρου, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι η Ευρωζώνη αλλά και η Ε.Ε. όχι μόνο κλιμακώνουν με ραγδαίους ρυθμούς μια πορεία αντιδραστικοποίησής τους, αλλά και μετατρέπονται ταχύτατα σε ζώνες απόλυτης κυριαρχίας του γερμανικού ιμπεριαλισμού και του πολυεθνικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου, πρώτα από όλα του χρηματιστικού, εντός των οποίων επιβάλλονται όροι μιας άγριας πανευρωπαϊκής λιτότητας, μιας νέας «αποικιοποίησης» και ιδιόμορφου ολοκληρωτισμού, στον οποίον συναινούν οι κυρίαρχες τάξεις κάθε χώρας – μέλους.». Πιο κάτω διαβάζουμε επίσης: «…Το δράμα της Κύπρου, ωστόσο, αποκαλύπτει ακόμα περισσότερο και την ιμπεριαλιστική φύση της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, όχι μόνο προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα, τη μετατροπή τους σε «φονικό» γρανάζι της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής μηχανής, τη μετατροπή τους σε νέα «Ιερά Συμμαχία» κατά των εργατικών τάξεων και των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου…».

Στα σημεία αυτά, βλέπουμε να υπονοείται σαφώς η αρχική ύπαρξη μιας διαφορετικής ΕΕ. Αυτή η αντίληψη είναι παρόμοια με εκείνη της ηγετικής πλειοψηφίας που μιλάει για «νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη» της ΕΕ, υπερασπιζόμενη μια ΕΕ «δημοκρατική και κοινωνική», που δεν υπήρξε και ούτε μπορεί να υπάρξει πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη, υπήρξαν από την αρχή και είναι από τη φύση τους «ζώνες απόλυτης κυριαρχίας του γερμανικού ιμπεριαλισμού και του πολυεθνικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου» και μια «..Ιερά Συμμαχία» κατά των εργατικών τάξεων και των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου…».

Στη ίδια τροποποίηση διαβάζουμε: «…Η κυβέρνηση της Αριστεράς, έχοντας ως στόχο να υλοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής, πρέπει να προετοιμαστεί από κάθε άποψη για όλες τις συνέπειες και τα ενδεχόμενα της αναπόφευκτης σύγκρουσης με την Ευρωζώνη του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, περιλαμβανομένης, αν χρειαστεί, και της εξόδου από την Ευρωζώνη…». Αν η κυβέρνηση της Αριστεράς επιχειρήσει να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα «ρήξης και ανατροπής» η σύγκρουση με την καπιταλιστική Ευρωζώνη δεν αποτελεί ενδεχόμενο, αλλά είναι αναπόφευκτη και αναγκαία. Όπως αναπόφευκτη και αναγκαία όμως, είναι και η σύγκρουση με την ίδια την ΕΕ. Η καπιταλιστική ΕΕ δεν μπορεί να ανεχθεί στους κόλπους της κανένα «πρότυπο σοσιαλιστικής μετάβασης». Αυτό οφείλει να το τονίζει στα μέλη του κόμματος μια αριστερή αντιπολίτευση, αν θέλει να μην τους καλλιεργεί αυταπάτες. Όμως η ηγεσία της ΑΠ δυστυχώς, δεν φαίνεται να επιθυμεί να το πράξει.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, στην τροποποίηση αυτή, αναπτύσσεται ένα ολόκληρο σενάριο εξόδου από την Ευρωζώνη, που υπονοεί τη δυνατότητα παραμονής στην ΕΕ γράφοντας: «Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη, που απαιτεί καλή προετοιμασία, σε καμία περίπτωση δεν συνιστά «καταστροφή» ή εθνική απομόνωση, όπως προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν τα παπαγαλάκια του συστήματος. Αντίθετα, στο βαθμό που εντάσσεται σε ένα προοδευτικό σχέδιο ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα και ανατροπής της λιτότητας, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, μπορεί να αποτελέσει, παρά τις προσωρινές δυσκολίες που θα επιφέρει, μια βιώσιμη και θετική πρόταση διεξόδου με ελπιδοφόρο ορίζοντα για τον ελληνικό λαό και όλους τους λαούς της Ευρώπης… Η πιθανή έξοδος από την Ευρωζώνη δεν συνιστά ένα άλλο πολιτικό σχέδιο, δεν παραπέμπει σε ένα άλλο πρόγραμμα και σε άλλες συμμαχίες, αλλά ίσα-ίσα δηλώνει την αποφασιστικότητα να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα και σχέδιο ρήξης και ανατροπής σε σοσιαλιστική κατεύθυνση αταλάντευτα, αποφασιστικά, μέχρι το τέλος, γνωρίζοντας ότι συνεπάγεται τη μετωπική ρήξη με την Ευρωζώνη και ότι μια τέτοια ρήξη απαιτεί πλήρη προετοιμασία και εναλλακτικό σχέδιο…».

Τα πολιτικά λάθη σε αυτό το κομμάτι είναι πολλά και σοβαρά. Πρώτα πρώτα, μια έξοδος από την καπιταλιστική Ευρωζώνη αντικειμενικά, από οικονομική σκοπιά σηματοδοτεί απομόνωση. Οι εισαγωγές θα ακριβύνουν και οι εξαγωγές θα περιοριστούν. H απομόνωση όμως που θα προκύψει σαν αποτέλεσμα της απόπειρας εφαρμογής ενός επαναστατικού προγράμματος, θα είναι μια αναπόφευκτη προσωρινή κατάσταση στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό που πρέπει η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ να τονίζει, είναι όχι ότι δεν θα υπάρξει κανενός είδους απομόνωση, αλλά να εξηγήσει το πώς είναι δυνατό ο χρόνος και οι επιπτώσεις αυτής της απομόνωσης να ελαχιστοποιηθούν.

Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το «προοδευτικό σχέδιο ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα και ανατροπής της λιτότητας, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» το οποίο υπερασπίζει η ΑΠ, δεν μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις αυτής της απομόνωσης, γιατί δεν προβλέπει την εγκαθίδρυση μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και έτσι, θα αφήσει τις εργαζόμενες μάζες στο έλεος των δυνάμεων της καπιταλιστικής αναρχίας. Επίσης, για την ελαχιστοποίηση του χρόνου της απομόνωσης, η ΑΠ δεν έχει κανένα σχέδιο και καμία συγκεκριμένη πρόταση.

Μια τέτοια πρόταση θα απαιτούσε μια διεθνιστική προσέγγιση στον αγώνα για τον σοσιαλισμό, η οποία όμως απουσιάζει από τις τροποποιήσεις της ΑΠ. Αυτό που χρειάζεται από μια αριστερή κυβέρνηση, ώστε να σπάσει γρήγορα η απομόνωση, είναι η συνειδητοποίηση ότι ο καλύτερος και πιο αποτελεσματικός σύμμαχός της είναι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη και τα πολιτικά της κόμματα. Απαιτείται συγκεκριμένα η απεύθυνση ενός διαρκούς διεθνιστικού καλέσματος κοινού αγώνα στους εργαζόμενους, όχι μόνο του Νότου αλλά και του Βορά της Ευρώπης, με βασικά στοιχεία την κοινή απεργιακή δράση, γύρω από κοινά αιτήματα. Ταυτόχρονα, απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες για κοινά πολιτικά και προγραμματικά συνέδρια των ευρωπαϊκών εργατικών και αριστερών κομμάτων. Στην τροποποίηση όμως, βλέπουμε μόνο γενικές αναφορές στην ανάγκη «πρωτοβουλιών» και «κινηματικού συντονισμού», οι οποίες μάλιστα εστιάζονται «ιδιαίτερα» στον Νότο, στο πλαίσιο μιας μισοπατριωτικής και όχι μιας αληθινά διεθνιστικής, ταξικής προσέγγισης.

Πάνω από όλα, από τις θέσεις της ΑΠ απουσιάζει ο τονισμός του κεντρικού πολιτικού σκοπού σχετικά με την Ευρώπη. Ο σκοπός αυτός σύμφωνα με την Κομμουνιστική Πλατφόρμα, πρέπει να είναι η Ευρώπη του σοσιαλισμού, οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, που θα συγκροτηθούν σαν αποτέλεσμα της κατάληψης την εξουσίας από την εργατική τάξη στη μια χώρα μετά την άλλη (ασφαλώς όχι ταυτόχρονα, για να προλάβουμε τη συνήθη κριτική) και στη βάση Συνθηκών που θα κατοχυρώνουν τον κοινό σχεδιασμό της οικονομίας προς όφελος των ευρωπαίων εργαζόμενων, στη βάση της κοινωνικοποίησης των βασικών της μοχλών.

Βέβαια στην τροποποίηση αναφέρεται ότι το «αίτημα παραμένει μια Ευρώπη των λαών, της σύγκλισης προς τα πάνω, της προόδου και του σοσιαλισμού». Αυτό όμως δεν αποτελεί παρά μια φευγαλέα αναφορά μέσα στην τροποποίηση, χωρίς να τονίζεται και να επεξηγείται στοιχειωδώς. Η απουσία επεξεργασμένης θέσης και συνθήματος για την σοσιαλιστική Ευρώπη, δίνει την εντύπωση μιας πατριωτικής οπτικής και πάνω από όλα, δεν απαντά από μια εργατική, σοσιαλιστική σκοπιά στο ιστορικά προοδευτικό αίτημα για την αληθινή ενοποίηση της Ευρώπης, το οποίο είναι εντελώς ανίκανη να πραγματοποιήσει η αστική τάξη και ο καπιταλισμός.

Τρίτη Τροποποίηση

Στην τρίτη τροποποίηση της ΑΠ που ασχολείται με το ζήτημα των μετώπων και των συμμαχιών, προβάλλεται η ανάγκη για «συνεργασία και συμπόρευση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, κατά πρώτο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ». Η διαφωνία μας σε αυτή τη θέση είναι από καθαρά τακτική σκοπιά και σε καμία περίπτωση δεν αφορά την ουσία της πρότασης, που βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση.

Για να έχει πρακτική σημασία για την εργατική τάξη ένα μέτωπο, θα πρέπει πρώτα και πάνω από όλα, να περιλαμβάνει τις μαζικές της οργανώσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ είναι μαζικές παραδοσιακές οργανώσεις του κομμουνιστικού κινήματος. Η ενότητά τους θα μπορούσε να μεταβάλει αποφασιστικά τα δεδομένα του ταξικού συσχετισμού δύναμης και να ανοίξει τον δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Η συμμαχία με το σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι πολιτικές οργανώσεις και ομάδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι μαζικές οργανώσεις. Ασφαλώς αποτελούνται από εξαιρετικούς και δραστήριους αγωνιστές συντρόφους. Η συμμετοχή τους σε ένα τέτοιο μέτωπο θα είναι αξιοσημείωτη, αλλά όχι καθοριστική, ώστε να προβάλλεται σαν ίσης σημασίας με την συμμετοχή του ΚΚΕ.

Αυτό που θα έπρεπε να προτείνει βασικά στους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι η ένταξή τους σ’ ένα μέτωπο σαν οι μικροί εταίροι, αλλά αντίθετα η ενεργή συμμετοχή τους σαν τάση μέσα στις γραμμές του κόμματος, για να ενισχύσουν τον αγώνα για τον μαρξιστικό του προσανατολισμό. Πρέπει να τους εξηγεί αδιάκοπα ότι το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα για τους μαρξιστές δεν είναι η ανεξαρτησία μικρών μηχανισμών, αλλά η ανεξαρτησία των ιδεών και του προγράμματός τους και η ταυτόχρονη προσπάθεια να κερδίσουν σε αυτά τους εργαζόμενους, δουλεύοντας μέσα στις μαζικές πολιτικές τους οργανώσεις. Η απόπειρα της δημιουργίας και διατήρησης μικρών ανταγωνιστικών στα μαζικά εργατικά κόμματα χωριστών μηχανισμών, είναι αντι-παραγωγική. Είναι μια σεχταριστική μέθοδος, που δεν μπορεί να οδηγήσει ποτέ στην οικοδόμηση μαζικών επαναστατικών κομμάτων. Το πιο επαναστατικό μαζικό κόμμα και η πιο επαναστατική μαζική Διεθνής στην ιστορία, το Μπολσεβίκικο κόμμα και η Κομμουνιστική Διεθνής, δεν δημιουργήθηκαν παρά μόνο, μετά από πολύχρονο και υπομονετικό αγώνα μικρών μειοψηφιών μέσα στα παλιά μαζικά εργατικά κόμματα.

Στο ζήτημα των συνεργασιών με προερχόμενους από την σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) και με το αστικό πολιτικό στρατόπεδο βλέπουμε μια γλώσσα που το λιγότερο, θα έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρη και συγκεκριμένη: «…Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει και ενθαρρύνει ενδεχόμενες συνεργασίες με στελέχη και συλλογικότητες από το σοσιαλιστικό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο, οι οποίες απεγκλωβίζονται από τις λογικές της σοσιαλδημοκρατίας και της διαχείρισης του συστήματος και ακολουθούν μια αγωνιστική πορεία προς τ’ αριστερά και με τις οποίες έχουν αναπτυχθεί και δοκιμασθεί σχέσεις εμπιστοσύνης με κοινές θέσεις, κοινές πρωτοβουλίες και κυρίως κοινούς αγώνες. Τέτοιου είδους συνεργασίες, που μπορεί να γίνονται δυνατές με όρους μετατοπίσεων προς τ’ αριστερά και όχι με όρους πίεσης για αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ προς την κεντροαριστερά και τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες, δεν αφορούν σε καμία περίπτωση πρόσωπα ή φορείς που είχαν ρόλους σημαντικής ευθύνης στη διαμόρφωση και εφαρμογή της δεξιόστροφης πορείας του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα των μνημονιακών επιλογών του. Πολύ περισσότερο, τέτοιου είδους ευρύτερες συνεργασίες δεν αφορούν δυνάμεις κεντροδεξιού προσανατολισμού, δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος και πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης, ανεξάρτητα από την αντιμνημονιακή ρητορική τους…».

Αυτό που καθαρά και συγκεκριμένα θα πρέπει να ειπωθεί είναι ότι κάθε συνεργασία με μέλη προερχόμενα από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ και φυσικά, με τα δύο αυτά κόμματα σαν σύνολο, είναι σήμερα απαράδεκτη. Σωστά τονίζεται η θέση για αποκλεισμό συνεργασίας «με δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος». Λαθεμένα όμως, δεν καταδικάζεται συγκεκριμένα η – εδώ και καιρό μεθοδευόμενη – συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, που έχει ήδη λάβει χώρα σε επίπεδο κοινοβουλίου, προλειαίνοντας το έδαφος ακόμα και για μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία.

Τέλος, σε αυτή την τροποποίηση, πολύ σωστά αναφέρεται η ανάγκη «…συγκρότησης ενός μαχητικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου αγώνα για την ανατροπή της τρικομματικής μνημονιακής κυβέρνησης «από τα κάτω», ως προϋπόθεση, όχι μόνο για την κυβέρνηση της Αριστεράς…». Όμως, από τις θέσεις της ΑΠ απουσιάζει κάθε αναφορά στις ευθύνες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για την μη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου εδώ και ένα χρόνο. Επιπρόσθετα, κανένας απολογισμός δεν γίνεται για την παθητική στάση του ΣΥΡΙΖΑ στους ταξικούς αγώνες, με αποκορύφωμα, τόσο την συνηγορία στη ματαίωση της απεργίας των καθηγητών, όσο και την απροθυμία να υποστηριχθεί η γενική πολιτική απεργία μετά το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος της ΕΡΤ.

Τέταρτη τροποποίηση

Σε αυτή την τροποποίηση που προορίζεται για την εισαγωγή, υπάρχει μια παράγραφος που συμπυκνώνει την ουσία της: «…Κατανοούμε το μετασχηματισμό αυτόν σαν μια βαθιά και ουσιαστική διαδικασία που απαιτεί εμβάθυνση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα του κόμματός μας και όχι εγκατάλειψή του, αναβάθμιση των κινηματικών και μαχητικών του χαρακτηριστικών, αναβάθμιση της δυνατότητάς του να κινητοποιείται και να συνδέεται στη βάση με τις ζωντανές δυνάμεις της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις και την ύπαιθρο, της νεολαίας, των κινημάτων αντίστασης. Που απαιτεί ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης, πολιτικής, προγραμματικής, κινηματικής και ιδεολογικής, ώστε να είμαστε ικανοί να υλοποιήσουμε αταλάντευτα τους στόχους μας και να απαντήσουμε αποφασιστικά στις «απαιτήσεις» του συστήματος για αναδίπλωση και εξετάσεις συστημικής «υπευθυνότητας».». Η γλώσσα αυτή, παρά το αναμφισβήτητα αριστερό της χρώμα, είναι παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιείται στο Κείμενο Θέσεων: πολλά λόγια και ασαφές νόημα.

Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει χρέος να μιλήσει απλή και ξεκάθαρη γλώσσα, χωρίς «εμβαθύνσεις», «αναβαθμίσεις» και «κύματα». Η Κομμουνιστική Τάση επιδιώκει και θα επιδιώκει να μιλά αυτή την αναγκαία ξεκάθαρη γλώσσα, που έχει ήδη αποτυπωθεί στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα. Η ηγεσία κάτω από την πίεση της άρχουσας τάξης προβαίνει σε μια δεξιά στροφή. Αυτή τη στροφή μπορούν να σταματήσουν με τη συνειδητή τους προσπάθεια μόνο τα αριστερά μέλη του κόμματος, στηριγμένα στον επαναστατικό μαρξισμό, οπλισμένα με ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και παλεύοντας για ένα κόμμα της εργατικής τάξης, ικανό να τεθεί επικεφαλής στον επερχόμενο επαναστατικό της αγώνα.

Τι αποδέχεται η ΑΠ από τις Θέσεις – διαλλακτικότητα στις ιδέες, αδιαλλαξία στη σύνθεση των οργάνων

Το βασικό πολιτικό λάθος της ηγεσίας της ΑΠ δεν είναι μόνο ότι προτείνει ανεπαρκείς και λαθεμένες πολιτικά τροποποιήσεις στο Κείμενο Θέσεων. Ακόμα χειρότερο, είναι το γεγονός ότι αποδέχεται τις 33 περίπου από τις 39 σελίδες του και ειδικότερα, τμήματα που αντανακλούν χτυπητά σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις.

Πιο συγκεκριμένα και ενδεικτικά, η ΑΠ αποδέχεται στη σχετική ενότητα Β1 τη ρηχή και συμπτωματολογική προσέγγιση της κρίσης, σύμφωνα με την οποία, αυτή «οργανώθηκε από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό», αντί να τονίζεται ότι είναι το προϊόν των θεμελιωδών αντιφάσεων του καπιταλισμού. Αποδέχεται επίσης γενικότερα την ενοχοποίηση του νεοφιλελευθερισμού αντί για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, μέσω της συναίνεσης στο περιεχόμενο των ενοτήτων Α1 με τίτλο «Οι καταβολές μας» και Α3 με τίτλο «Οι αρχές της στρατηγικής μας».

Συναινεί με την πατριωτική και όχι ταξική μέθοδο προσέγγισης στη διεθνή κατάσταση που υπάρχει στην ενότητα Β2 με τίτλο «Η τρέχουσα διεθνής κατάσταση και οι τάσεις που διαφαίνονται». Επίσης η ΑΠ, παρά την πιο αριστερή – με ελλείψεις – τοποθέτηση της στην τρίτη της τροποποίηση για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό, αποδεχόμενη την ενότητα Α4, εμφανίζεται να υποστηρίζει την ανάγκη για ένα μέτωπο με δημοκράτες «ανεξαρτήτως κομμάτων και ιδεολογίας», καθώς και με την Εκκλησία.

Η στάση αυτή δείχνει καθαρά πως η ηγεσία της ΑΠ επιδεικνύει μια επιλεκτικά αντιπολιτευτική στάση έναντι της ηγετικής πλειοψηφίας. Είναι διαλλακτική και συναινετική στις ιδέες και το πρόγραμμα και αδιάλλακτη μόνο στο ζήτημα της σύνθεσης των ηγετικών οργάνων. Ας μας συγχωρήσουν οι καλοί μας σύντροφοι από την ηγεσία της ΑΠ, αλλά αισθανόμαστε την ανάγκη να παρατηρήσουμε ότι η διαφωνία με τις 6 μόνο σελίδες ενός 39σέλιδου κειμένου δεν δικαιολογεί την χρήση του δικαιώματος της χωριστής λίστας για την εκλογή των οργάνων. Για δε τις συνιστώσες της ΑΠ πιο συγκεκριμένα, η διαφωνία αυτού του μεγέθους και του είδους, δεν δικαιολογεί πολιτικά την επιμονή των ηγετικών στελεχών τους να διατηρηθούν σαν ανεξάρτητοι, χωριστοί οργανωμένοι μηχανισμοί.

Το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει να οδηγηθεί κάθε συνειδητός αγωνιστής της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση της κριτικής της πολιτικής στάσης της ΑΠ που αναπτύξαμε στοιχειοθετημένα σε αυτό το σύντομο κείμενο, είναι ότι αναμφίβολα η πιο συνεπής αντιπολιτευτική δύναμη από τ’ αριστερά στην ηγετική πλειοψηφία είναι σήμερα η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ. Στο δίλλημα «με την σοσιαλδημοκρατία ή με τον μαρξισμό» η ηγεσία της ΑΠ, με τις θέσεις και την τακτική της, επιχειρεί να σταθεί κάπου στη μέση. Η Κομμουνιστική Τάση αντίθετα, τάσσεται ανενδοίαστα, «καθαρά και ξάστερα» με τον μαρξισμό. Έτσι η στήριξη στο συνέδριο του εναλλακτικού της κειμένου, της Κομμουνιστικής Πλατφόρμας, πρέπει να είναι η ισχυρότερη δυνατή από κάθε συνειδητό αγωνιστή και αγωνίστρια του κόμματος. Αυτός είναι ο μόνος αποτελεσματικός δρόμος για να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά η απόπειρα μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα