Άλαν Γούντς
Απρίλιος 1970
Η περίοδος που γράφτηκαν οι ακόλουθες επιστολές εκτείνεται από το Δεκέμβριο του 1922 ως το Μάρτιο του 1923, δηλαδή στις ύστατες μέρες της πολιτικής ζωής του Λένιν, όταν αγωνιζόταν εναντίον μιας ολοένα και πιο επώδυνης και εξουθενωτικής ασθένειας. Η δυσκολία με την οποία έγραφε αντανακλάται στη συντομία αυτών των σημειώσεων, που συχνά διακόπτονται από μακρά διαστήματα, όταν οι γιατροί δεν του επέτρεπαν να γράφει. Ωστόσο παρά την έντονα συμπυκνωμένη τους φύση, οι επιστολές αυτές αποτελούν μαρτυρία της απόλυτης κατανόησης από το Λένιν της κατάστασης που εξελισσόταν στο κράτος και το κόμμα. Σε συνδυασμό με τα τελευταία του άρθρα (Σελίδες από ένα Ημερολόγιο, Για τη Συνεργασία, Η Επανάστασή μας, Πως θα Έπρεπε να Αναδιοργανώσουμε το Σώμα Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης και Καλύτερα Λιγότερα, Αλλά Καλύτερα) συνιστούν ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα για μια πάλη κατά της γραφειοκρατίας.
Στην τελευταία ενεργή περίοδο της ζωής του, ο Λένιν ήταν κύρια απορροφημένος από τα προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας υπό τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Το 1921, κάτω από την πίεση των εκατομμυρίων μικροϊδιοκτητών αγροτών, το εργατικό κράτος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει από το δρόμο του σοσιαλιστικού σχεδιασμού και της εκβιομηχάνισης, με σκοπό την προμήθεια σιτηρών για τους πεινασμένους εργάτες των πόλεων. Η παλιά πρακτική του εμφυλίου πολέμου της επίταξης των σιτηρών έπρεπε να εγκαταλειφθεί για να εξευμενιστούν οι αγρότες, των οποίων η υποστήριξη ήταν απαραίτητη προκειμένου το εργατικό κράτος να μην υποκύψει στην αντίδραση. Μια ελεύθερη αγορά σιτηρών επανεγκαθιδρύθηκε και δόθηκαν παραχωρήσεις στους αγρότες και τους μικροεμπόρους, ενώ ταυτόχρονα οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής εξουσίας (εθνικοποιημένες τράπεζες και βαριά βιομηχανία, κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου) παρέμειναν στα χέρια του εργατικού κράτους.
Αυτή η υποχώρηση κατέστη αναγκαστική για τους μπολσεβίκους κυρίως επειδή οι εργάτες της Δύσης είχαν καθυστερήσει να καταλάβουν την εξουσία και να σπεύσουν σε βοήθεια. Συνεχώς από το 1905 και έπειτα, ο Λένιν είχε ξανά και ξανά επαναλάβει ότι χωρίς μια τέτοια βοήθεια, οι ρώσοι εργάτες δε θα μπορούσαν να κρατηθούν στην κρατική εξουσία. Δοσμένης της καθυστέρησης, του αναλφαβητισμού, της υλικής και πνευματικής εξαθλίωσης της Ρωσίας, το καθήκον που αντιμετώπιζαν οι μπολσεβίκοι δεν ήταν να δημιουργήσουν μια σοσιαλιστική, αταξική κοινωνία, αλλά να σώσουν εκατομμύρια ανθρώπων από θανάσιμη πείνα, να ανοικοδομήσουν μια συντριμμένη οικονομία και να εξασφαλίσουν τη στέγαση και τη στοιχειώδη εκπαίδευση – ούτε λίγο, ούτε πολύ – να σύρουν τη Ρωσία στον εικοστό αιώνα.
Ο θρίαμβος του σοσιαλισμού απαιτεί μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σ’ ένα επίπεδο ανήκουστο σε οποιαδήποτε άλλη προηγούμενα υπαρκτή κοινωνία. Μόνο όταν οι συνθήκες γενικών στερήσεων και φτώχειας έχουν εξαλειφθεί, μπορούν οι στοχασμοί του Μαρξ να υψωθούν σε ορίζοντες ευρύτερους από εκείνους της ταπεινωτικής καθημερινής πάλης για επιβίωση. Οι συνθήκες για έναν τέτοιο μετασχηματισμό υφίστανται ήδη στον κόσμο σήμερα. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μπορούμε να πούμε αληθινά ότι δεν υπάρχει πλέον λόγος να πεινάει κανένας, να είναι άστεγος ή να είναι αγράμματος. Οι δυνατότητες είναι παρούσες – στην επιστήμη, την τεχνική και τη βιομηχανία – και δημιουργήθηκαν από την ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού, ο οποίος αντλεί για τον εαυτό του όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη, αν και μ’ έναν ημιτελή, αναρχικό και ανεξέλικτο τρόπο. Μόνο στη βάση ενός ολοκληρωμένου, αρμονικού σχεδιασμού της παραγωγής, μπορούν οι δυνατότητες αυτές να πραγματωθούν. Αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον όρο της κοινής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδιασμού.
Αυτές οι στοιχειώδεις αλήθειες του μαρξισμού θεωρούνταν δεδομένες από το Λένιν και τους μπολσεβίκους. Δεν οδήγησαν τους εργάτες στη νίκη τον Οκτώβριο του 1917 με την προοπτική της «οικοδόμησής του σοσιαλισμού» μέσα στα σύνορα της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας, αλλά για να ρίξουν το σύνθημα για τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση: «Εμείς κάναμε την αρχή», έγραφε ο Λένιν στην τέταρτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης.«Πότε, σε ποια εποχή και ώρα, ποιου έθνους οι προλετάριοι θα ολοκληρώσουν αυτή τη διαδικασία δεν είναι σημαντικό. Το σημαντικό πράγμα είναι ότι ο πάγος έσπασε· ο δρόμος είναι ανοικτός, ο τρόπος έχει δειχθεί.» (1)
Για τον Λένιν, η πρωταρχική σημασία της Ρωσικής Επανάστασης ήταν εκείνη του παραδείγματος στα μάτια των εργατών του κόσμου. Η αποτυχία του επαναστατικού κύματος που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη την περίοδο 1918-21 ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για τις κατοπινές εξελίξεις. Στη βάση μιας νικηφόρας ευρωπαϊκής επανάστασης, το γιγάντιο απόθεμα της Ρωσίας σε ορυκτό πλούτο, η τεράστια εργατική της δύναμη, θα μπορούσε να έχει συνδεθεί με την επιστήμη, την τεχνική και τη βιομηχανία της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας. Οι Σοσιαλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης θα μπορούσαν να έχουν μεταμορφώσει τις ζωές των λαών της Ευρώπης και της Ασίας και να ανοίξουν το δρόμο στην Παγκόσμια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Αντ’ αυτού, εξαιτίας της δειλίας και της ασυνέπειας των εργατικών ηγετών, οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις αντιμετώπισαν δεκαετίες κακουχιών, ανεργίας, το φασισμό και ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, η απομόνωση του μοναδικού εργατικού κράτους στον κόσμο σε μια καθυστερημένη, αγροτική χώρα άνοιξε το δρόμο στο γραφειοκρατικό εκφυλισμό και τη σταλινική αντίδραση.
Η ήττα της γερμανικής εργατικής τάξης τον Μάρτιο του 1921 ανάγκασε τη Σοβιετική Δημοκρατία να στραφεί στις δικές της δυνάμεις για να επιβιώσει. Σ’ ένα λόγο του στις 17 Οκτωβρίου 1921, ο Λένιν εξέφρασε τις συνέπειες: «Πρέπει να ανακαλέσετε στη μνήμη ότι η σοβιετική γη μας είναι ερημωμένη ύστερα από πολλά χρόνια δοκιμασίας και οδύνης και δεν έχει καμία σοσιαλιστική Γαλλία ή σοσιαλιστική Αγγλία για γείτονές της ώστε να μας συντηρούν με την υψηλά προηγμένη τεχνολογία και υψηλά ανεπτυγμένη βιομηχανία τους. Έχετε αυτό κατά νου! Πρέπει να έχετε υπόψή σας ότι προς το παρόν όλη η υψηλά ανεπτυγμένη τεχνολογία και βιομηχανία ανήκει στους καπιταλιστές οι οποίοι μας πολεμούν.» (2)
Προκειμένου να επιβιώσουν, ήταν απαραίτητο να συμφιλιωθούν με την επιθυμία των αγροτών για κέρδος, ακόμη και σε βάρος της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης της βιομηχανίας – της μόνης αληθινής βάσης για μια μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Προς τον καπιταλισμό ή το σοσιαλισμό;
Οι παραχωρήσεις που δόθηκαν στους αγρότες, μικροεπιχειρηματίες και κερδοσκόπους («Nepmen») αποσόβησαν την οικονομική κατάρρευση στα 1921-22. Οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο αποκαταστάθηκαν, αλλά με όρους σημαντικά δυσμενείς για τα πρώτα. Η μείωση των φόρων των αγροτών σήμανε περικοπές των χρηματικών ποσών που ήταν απαραίτητα για τη βιομηχανική επένδυση. Η βαριά βιομηχανία έπεσε σε τέλμα, την ίδια ώρα που ένα μεγάλο μέρος της ελαφράς βιομηχανίας βρισκόταν σε χέρια ιδιωτών. (Το 1923, το 88% των επιχειρήσεων κατέχονταν ή εκμισθώνονταν από ιδιώτες, αν και αυτές ήταν κυρίως μικρές επιχειρήσεις.) Ακόμη και η αναζωογόνηση της γεωργίας ενίσχυε το καπιταλιστικό και όχι το σοσιαλιστικό στοιχείο στη σοβιετική κοινωνία. Τεράστια κέρδη επιτυγχάνονταν από τους κουλάκους, με τα μεγαλύτερα και γονιμότερα αγροκτήματα και το απαραίτητο κεφάλαιο για εξοπλισμό, άλογα και λιπάσματα. Στην πραγματικότητα, σύντομα έγινε σαφές ότι υπό τη ΝΕΠ, η διαφορά ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό στα χωριά αυξανόταν σε ανησυχητικά επίπεδα. Οι κουλάκοι άρχισαν να κρύβουν ποσότητες σιτηρών για να ωθήσουν σε άνοδο την τιμή τους, ακόμη και αγοράζοντας τη σοδειά των φτωχών αγροτών για να την πωλήσουν ξανά πίσω σ’ αυτούς αργότερα όταν οι τιμές θα ανέβαιναν.
Οι τάσεις αυτές παρακολουθούνταν με αγωνία από το Λένιν ο οποίος επανειλημμένα προειδοποιούσε για την ανάγκη η εργατική τάξη να κρατάει σφιχτά τα ηνία των βασικότερων τομέων της οικονομίας. Στο Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Νοέμβριο του 1922, ο Λένιν έθεσε το ζήτημα με δυο λόγια: «Η σωτηρία της Ρωσίας εναπόκειται στην καλή σοδειά των αγροτικών κτημάτων – αυτό δεν είναι αρκετό· και όχι μόνο στην καλή κατάσταση της ελαφράς βιομηχανίας που προμηθεύει τους αγρότες με καταναλωτικά αγαθά – και αυτό επίσης δεν είναι αρκετό· έχουμε ανάγκη επίσης από βαριά βιομηχανία. Και για να τη φέρουμε σε ικανοποιητική κατάσταση θα μας πάρει πολλά χρόνια δουλειάς. Η βαριά βιομηχανία χρειάζεται κρατικές επιχορηγήσεις. Αν δεν είμαστε ικανοί να τις παρέχουμε, θα είμαστε καταδικασμένοι όχι μόνο σαν σοσιαλιστικό κράτος, αλλά, απλά, σαν πολιτισμένο κράτος.»
Σ’ αυτή την περίοδο ο Λένιν είχε καταπιαστεί με το πρόβλημα του εξηλεκτρισμού ως μιας πιθανή περιοχή όπου ήταν δυνατό να προκληθεί ένα ρήγμα στο συμπαγή τοίχο της ρωσικής καθυστέρησης. Ο Τρότσκι, από την άλλη πλευρά, ήταν τελείως απορροφημένος από το συνολικό κρατικό σχεδιασμό της βιομηχανίας, ο οποίος είχε πρακτικά εξαφανιστεί υπό το καθεστώς της ΝΕΠ. Παράλληλα, τόνιζε την ανάγκη της ενίσχυσης του «Γκοσπλάν», της κρατικής υπηρεσίας σχεδιασμού, ως μέσο για την ενθάρρυνση μιας σχεδιασμένης, γενικής αναζωογόνησης της βιομηχανίας. Ο Λένιν, αρχικά, ήταν δύσπιστος απέναντι σ’ αυτή την ιδέα – όχι επειδή απέρριπτε το σχεδιασμό, αλλά εξαιτίας της επικρατούσας μάστιγας της γραφειοκρατίας στους σοβιετικούς θεσμούς, η οποία, φοβόταν ότι θα μετέτρεπε ένα διευρυμένο και ενισχυμένο «Γκοσπλάν» σε γραφειοκρατικό παιχνίδι.
Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις σ’ αυτό το ζήτημα, ο Λένιν και ο Τρότσκι, βρίσκονταν σ’ απόλυτη συμφωνία γύρω από την επιτακτική ανάγκη της ενίσχυσης των σοσιαλιστικών στοιχείων στην οικονομία και στον τερματισμό της διολίσθησης προς την κατεύθυνση ενός «αγροτικού καπιταλισμού». Εντούτοις, ήταν τέτοια η πίεση των συμφερόντων των κουλάκων που ακόμη και ένα τμήμα της ηγεσίας των μπολσεβίκων άρχισε να λυγίζει. Το ερώτημα σχετικά με το ποιο δρόμο θα έπαιρνε η σοβιετική εξουσία τέθηκε μ’ αποφασιστικό τρόπο από την αντιπαράθεση γύρω από το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, η οποία ξέσπασε το Μάρτιο του 1922.
Το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου
Το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, που καθιερώθηκε τον Απρίλιο του 1918, ήταν ένα μέτρο ζωτικής σημασίας για την διασφάλιση της σοσιαλιστικής οικονομίας απέναντι στην απειλή της διείσδυσης και της κυριαρχίας του ξένου κεφαλαίου. Υπό το καθεστώς της ΝΕΠ το μονοπώλιο απέκτησε μια ακόμη μεγαλύτερη σημασία σαν ένα ανάχωμα απέναντι στις αυξανόμενες καπιταλιστικές τάσεις. Στις αρχές του 1922, κατ’ απαίτηση του Λένιν, ο Α.Μ. Lezhava επεξεργάστηκε ένα σχέδιο «Θέσεων για το Εξωτερικό Εμπόριο» το οποίο έδινε έμφαση στην ανάγκη ενίσχυσης του μονοπωλίου και αυστηρού ελέγχου των εξαγωγών και εισαγωγών. Παρ’ όλ’ αυτά, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος ήταν διαιρεμένη. Οι Στάλιν, Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ ήταν αντίθετοι στις προτάσεις του Λένιν και συνηγορούσαν στη χαλάρωση του μονοπωλίου, ενώ οι Σοκόλνικοφ, Μπουχάριν και Πιατάκοφ στην πραγματικότητα προχώρησαν τόσο πολύ ώστε να καλούν σε κατάργησή του.
Στις 15 Μαΐου, ο Λένιν έγραψε την ακόλουθη επιστολή στο Στάλιν:
«Σύντροφε Στάλιν
Λαμβάνοντας υπόψη τούτο, πρότεινε την εξής ντιρεκτίβα προς έγκριση από το πολιτικό γραφείο συγκεντρώνοντας τις ψήφους των μελών του: “Η ΚΕ επανεπιβεβαιώνει το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και αποφασίζει να θέσει τέλος σ’ οποιαδήποτε προετοιμασία ενοποίησης του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου με το Κομισαριάτο του Εξωτερικού Εμπορίου”. Όλοι οι Λαϊκοί Επίτροποι να βάλουν εμπιστευτικά την υπογραφή τους και να επιστρέψουν το πρωτότυπο στο Στάλιν. Κανένα αντίγραφο να μην κρατηθεί.» (3)
Την ίδια ώρα έγραφε στο Στάλιν και τον Φρούμκιν (αναπληρωτή Λαϊκό Επίτροπο Εξωτερικού Εμπορίου) τονίζοντας ότι «μια επίσημη απαγόρευση θα έπρεπε να τεθεί σε κάθε συζήτηση και διαπραγμάτευση, επιτροπή κτλ, αναφορικά με τη χαλάρωση του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου.» (4) Η απάντηση του Στάλιν ήταν διφορούμενη: «Δεν έχω καμία αντίρρηση σε μια “επίσημη απαγόρευση” μέτρων μετριασμού του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου στο παρόν στάδιο. Παρ’ όλ’ αυτά, θεωρώ ότι ο μετριασμός γίνεται απαραίτητος.»
Στις 26 Μαΐου ο Λένιν δέχτηκε την πρώτη έφοδο της ασθένειάς του, η οποία τον έθεσε εκτός δράσης μέχρι το Σεπτέμβριο. Στο μεσοδιάστημα, παρά το αίτημα του Λένιν, το ζήτημα του «μετριασμού» του μονοπωλίου ανέκυψε και πάλι. Στις 12 Οκτωβρίου, ο Σοκόλνικοφ πρότεινε μια απόφαση σε μια ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής για χαλάρωση του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου. Οι Λένιν και Τρότσκι ήταν απόντες και η απόφαση εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία.
Στις 13 Οκτωβρίου, ο Λένιν έγραψε στην Κεντρική Επιτροπή με τη μεσολάβηση του Στάλιν με τον οποίο είχε ήδη συζητήσει το θέμα. Ο Λένιν διαμαρτυρόταν εναντίον της απόφασης και απαιτούσε να τεθεί ξανά το ζήτημα στην επόμενη ολομέλεια του Δεκεμβρίου. Κατόπιν ο Στάλιν έγραψε στα μέλη της ΚΕ: «Η επιστολή του συντρόφου Λένιν δεν μ’ έχει πείσει ότι η απόφαση της ΚΕ ήταν λάθος … Παρ’ όλ’ αυτά, λαμβάνοντας υπόψη την επιμονή του συντρόφου Λένιν η λήψη απόφασης από την ολομελειακή συνάντηση της ΚΕ μπορεί να καθυστερήσει, θα ψηφίσω υπέρ μιας αναβολής ώστε το ζήτημα να τεθεί ξανά σε συζήτηση στην επόμενη ολομέλεια την οποία ο σύντροφος Λένιν πρόκειται να παρακολουθήσει.» (5)
Στις 16 Οκτωβρίου, συμφωνήθηκε να αναβληθεί το θέμα μέχρι την επόμενη ολομέλεια. Εντούτοις, καθώς η ημερομηνία της ολομέλειας πλησίαζε, ο Λένιν άρχιζε να ανησυχεί ολοένα και περισσότερο ότι η κατάσταση της υγείας του δε θα του επιτρέψει να μιλήσει. Στις 12 Δεκεμβρίου, έγραψε το πρώτο του γράμμα προς τον Τρότσκι, ζητώντας του να αναλάβει ο ίδιος «την υπεράσπιση της κοινής μας άποψης για την αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα της διατήρησης και ενίσχυσης του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου.» Οι επιστολές που γράφτηκαν από το Λένιν με σαφήνεια δείχνουν το πολιτικό μέτωπο που υπήρχε μεταξύ του Λένιν και του Τρότσκι εκείνη την εποχή. Φανερώνουν τη ρητή πίστη του Λένιν στην πολιτική κρίση του Τρότσκι, μια πίστη που γεννήθηκε από χρόνια συνεργασίας στην ηγεσία του σοβιετικού κράτους. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Λένιν σ’ αυτή την εποχή δε θα στραφεί σε κανένα άλλον για να υπερασπίσει τις απόψεις του στην Κεντρική Επιτροπή. Ακόμη και οι άλλοι του έμπιστοι, ο Φρούμκιν και ο Στομονιάκοφ, δεν ήταν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.
Μαθαίνοντας τις προετοιμασίες του Λένιν για πάλη και το μπλοκ του με τον Τρότσκι, η Κεντρική Επιτροπή υποχώρησε χωρίς μάχη. Στις 18 Δεκεμβρίου, η απόφαση του Οκτωβρίου χωρίς όρους καταργήθηκε. Ο πρώτος γύρος της μάχης απέναντι στα φιλικά προς τους κουλάκους στοιχεία μέσα στην ηγεσία του κόμματος ηττήθηκε από τη φράξια του Λένιν. Η μάχη συνεχίστηκε μετά από το θάνατο του Λένιν από τον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση, η οποία μόνη της κράτησε ψηλά τη σημαία του προγράμματος του Λένιν σε άμεση ρήξη με τη σταλινική πολιτική αντεπανάσταση.
Ο Λένιν κατά της γραφειοκρατίας
Ο Φρήντριχ Ένγκελς πολύ καιρό πριν είχε εξηγήσει ότι σε κάθε κοινωνία όπου η τέχνη, η επιστήμη και η διακυβέρνηση είναι προνόμιο μιας μειοψηφίας, αυτή η μειοψηφία θα χρησιμοποιήσει και θα καταχραστεί τη θέση της προς όφελος των ιδίων συμφερόντων της. Εξαιτίας της απομόνωσης της επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν να ζητήσουν τις υπηρεσίες ενός πλήθους πρώην τσαρικών αξιωματούχων για να διατηρήσουν τη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας. Αυτά τα στοιχεία, που κρατούσαν σ’ ομηρία την εργατική κυβέρνηση τις πρώτες μέρες της επανάστασης, προοδευτικά συνειδητοποίησαν ότι η σοβιετική εξουσία δεν επρόκειτο να συντριφτεί με ένοπλη βία. Αφότου οι κίνδυνοι του εμφυλίου πολέμου είχαν περάσει, πολλοί πρώην εχθροί του μπολσεβικισμού άρχισαν να παρεισφρύουν στο κράτος, τα συνδικάτα και ακόμη και μέσα στο κόμμα.
Η πρώτη «εκκαθάριση», το 1921, δεν είχε τίποτε το κοινό με τις κατοπινές τραγελαφικές στημένες δίκες του Στάλιν, στις οποίες ολόκληρη η παλιά μπολσεβίκικη ηγεσία εκτελέστηκε. Κανένας δε δικάστηκε, σκοτώθηκε ή φυλακίστηκε. Ωστόσο κομματικές επιτροπές συγκροτήθηκαν για να διαγράψουν από το κόμμα χιλιάδες καριεριστών και αστών που είχαν ενταχθεί σ’ αυτό με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Οι κατηγορίες για τις οποίες άνθρωποι εκδιώχθηκαν από το κόμμα «ήταν γραφειοκρατισμός, καριερισμός, κατάχρηση από κομματικά μέλη της θέσης τους στο κόμμα ή τα Σοβιέτ, παραβίαση των συντροφικών σχέσεων μέσα στο κόμμα, διασπορά ασύστατων και ανεξακρίβωτων φημών, υπαινιγμοί ή άλλες αναφορές εναντίον του κόμματος ή ατόμων που είναι μέλη του και βλάβη της ενότητας και του κύρους του κόμματος.»
Με σκοπό τη διεξαγωγή μιας πάλης κατά της γραφειοκρατίας, ο Λένιν υποστήριξε την ίδρυση ενός «Σώματος Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης» (RABKRIN), ως ανώτατος επόπτης και φύλακας της κομματικής ηθικής και ως όργανο εναντίον των παρείσακτων στοιχείων στο σοβιετικό κρατικό μηχανισμό. Στο κέντρο της RABKRIN ο Λένιν τοποθέτησε έναν άνθρωπο που σεβόταν για τις οργανωτικές του ικανότητες και τη δύναμη του χαρακτήρα του, τον Στάλιν.
Μεταξύ άλλων κομματικών λειτουργιών, η RABKRIN εξέταζε εξονυχιστικά την επιλογή και το διορισμό υπεύθυνων εργατών στο κράτος και το κόμμα. Όποιος είχε την εξουσία να ελέγχει την προαγωγή κάποιων και την εκδίωξη άλλων, προφανώς κρατούσε ένα όπλο με το οποίο θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Ο Στάλιν δεν είχε κανένα ενδοιασμό να το χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς. Η RABKRIN μετατράπηκε από όπλο κατά της γραφειοκρατίας σε θερμοκήπιο της καριερίστικης ίντριγκας. Ο Στάλιν κυνικά χρησιμοποίησε τη θέση του στη RABKRIN και αργότερα τη θέση του στη γραμματεία του κόμματος για να συγκροτήσει γύρω του ένα μπλοκ από δικούς του ανθρώπους («yes-men») – μηδαμινότητες οι οποίοι χρωστούσαν υποταγή μόνο στον άνθρωπο που τους βοήθησε να αναρριχηθούν στις προνομιακές τους θέσεις. Από ανώτατος επόπτης της κομματικής ηθικής, η RABKRIN βυθίστηκε στο πιο βαθύ πυθμένα του γραφειοκρατικού κυνισμού.
Ο Τρότσκι παρατήρησε αυτό που συνέβαινε πριν από τον Λένιν, τον οποίο η ασθένεια εμπόδιζε να εποπτεύει από κοντά τη λειτουργία του κόμματος. Ο Τρότσκι επισήμανε ότι «εκείνοι που εργάζονται στη RABKRIN είναι κυρίως εργάτες που έχουν αποτύχει σ’ άλλους τομείς» και επέστησε την προσοχή «στην εξαιρετική υπερίσχυση της δολοπλοκίας στα όργανα της RABKRIN η οποία έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης σ’ ολόκληρη τη χώρα».
Ο Λένιν συνέχισε να υπερασπίζεται τη RABKRIN απέναντι στις κριτικές του Τρότσκι. Ωστόσο στα τελευταία του έργα βλέπουμε ότι τα μάτια του ήταν ανοιχτά στην απειλή της γραφειοκρατίας που αντιπροσώπευε αυτό το σώμα και ο ρόλος του Στάλιν που το καθοδηγούσε. Στο άρθρο του Πως θα Έπρεπε να Αναδιοργανώσουμε το Σώμα Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης, ο Λένιν συνέδεσε το θέμα με τη γραφειοκρατική παραμόρφωση του εργατικού κρατικού μηχανισμού: «Με την εξαίρεση του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εξωτερικών Υποθέσεων, ο κρατικός μας μηχανισμός είναι σε αξιοσημείωτο βαθμό μια επιβίωση του παρελθόντος και έχει υποστεί ελάχιστες σοβαρές αλλαγές. Έχει μόνο ελαφρά αγγιχτεί στην επιφάνεια, αλλά από όλες τις απόψεις είναι το πιο τυπικό κατάλοιπο της παλιάς μας κρατικής μηχανής.» (36)
Εντούτοις, στο Καλύτερα Λιγότερα, Αλλά Καλύτερα, το τελευταίο άρθρο του Λένιν, γραμμένο στις 2 Μαρτίου 1923, εξαπέλυσε την πιο δηκτική επίθεση στη RAKBRIN: «Ας ομολογήσουμε με ειλικρίνεια ότι το Λαϊκό Επιτροπάτο της Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης δεν απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ούτε του ελάχιστου κύρους. Ο καθένας γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος θεσμός χειρότερα οργανωμένος από εκείνους της Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησής μας και ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κανείς δεν μπορεί να προσδοκά τίποτε απ’ αυτό το Λαϊκό Επιτροπάτο.»
Στο ίδιο άρθρο, ο Λένιν συμπεριέλαβε ένα σχόλιο που κατευθυνόταν έμμεσα προς το Στάλιν: «Ας επιτραπεί να ειπωθεί σε παρένθεση ότι έχουμε γραφειοκράτες στα κομματικά γραφεία μας όπως και στα άλλα σοβιετικά γραφεία.» Το γεγονός ότι ο Λένιν ξεχώρισε το Στάλιν ως τον αρχηγό της γραφειοκρατικής φράξιας μέσα στο κόμμα είναι παράδειγμα διορατικότητας. Σ’ αυτήν, ιδιαίτερα, τη στιγμή, η εξουσία του Στάλιν στο «μηχανισμό» ήταν αόρατη από την πλειοψηφία των κομματικών μελών, ενώ τα περισσότερα από τα ηγετικά στελέχη δεν πίστευαν ότι ήταν ικανός να τη χρησιμοποιήσει, έχοντας υπόψη τους την πασίγνωστη μετριότητά του ως προς την κατανόηση της πολιτικής και της θεωρίας. Ακόμη και έπειτα από το θάνατο του Λένιν, δεν ήταν ο Στάλιν, αλλά ο Ζηνόβιεφ που ήταν επικεφαλής της «τρόικας» (Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ και Στάλιν) η οποία έσπρωξε το κόμμα στα πρώτα, μοιραία βήματα απομάκρυνσης από τις παραδόσεις του Οκτώβρη κάτω από την μεταμφίεση μιας επίθεσης στον «τροτσκισμό».
Δεν ήταν τυχαίο ότι η τελευταία συμβουλή του Λένιν προς το κόμμα ήταν μια προειδοποίηση εναντίον της «άπιστης» και «μισαλλόδοξης» κατάχρησής εξουσίας από το Στάλιν και η συνηγορία στην απομάκρυνσή του από τη θέση του Γενικού Γραμματέα.
Η πάλη για διεθνισμό και το ζήτημα της Γεωργίας
Η ήττα της επανάστασης των ευρωπαίων εργατών έδωσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία στο έργο της Κομμουνιστικής Διεθνούς με στόχο την επανάσταση των υπόδουλων λαών της Ανατολής. Η Οκτωβριανή Επανάσταση τροφοδότησε με μια ισχυρή ορμή τον αγώνα των αποικιών κατά των ιμπεριαλιστών καταπιεστών. Ιδιαίτερα, το περήφανο σύνθημα του «δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση» που είχε γραφτεί με ζωηρά χρώματα στη σημαία του μπολσεβικισμού, έδινε δύναμη στα εκατομμύρια των καταφρονεμένων ανθρώπων της Ασίας και της Αφρικής.
Σχεδόν η πρώτη πράξη της εργατικής κυβέρνησης ήταν να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Φινλανδίας, παρόλο που αυτό αναπόφευκτα σήμαινε την παραχώρηση ανεξαρτησίας σε μια εχθρική καπιταλιστική κυβέρνηση. Φυσικά, οι μαρξιστές υποστηρίζουν σταθερά την ένωση όλων των λαών σε μια Παγκόσμια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Αλλά μια τέτοια ένωση δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη βία, αλλά με τη σύμφωνη γνώμη των εργατών και των αγροτών των διαφόρων χωρών. Προπάντων, όταν οι εργάτες μιας πρώην ιμπεριαλιστικής χώρας καταλάβουν την εξουσία, είναι απαράβατο καθήκον τους να σεβαστούν τις επιθυμίες των λαών των πρώην αποικιών – ακόμη και αν επιθυμούν την απόσχιση. Η ενοποίηση είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί αργότερα στη βάση του παραδείγματος και της πειθούς.
Το 1921 ο Κόκκινος Στρατός αναγκάστηκε να εισβάλει στη Γεωργία, όπου η κυβέρνηση συνεχώς εξύφαινε δολοπλοκίες με τη Βρετανία και τις άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις εναντίον του σοβιετικού κράτους. Ο Λένιν ήταν εξαιρετικά ανήσυχος για το εάν η στρατιωτική αυτή ενέργεια επρόκειτο να θεωρηθεί σαν μια προσάρτηση της Γεωργίας από τη Ρωσία, που θα ταύτιζε κατ’ αυτό τον τρόπο το σοβιετικό κράτος με την τσαρική καταπίεση. Έγραφε το ένα γράμμα πίσω από το άλλο δίνοντας οδηγίες τον Ορτζονικιτζέ, τον αντιπρόσωπο της Κεντρικής Επιτροπής στη Γεωργία, να ασκήσει «μια πολιτική παραχωρήσεων στη γεωργιανή ιντελιγκέντσια και τους μικροεμπόρους» και συνηγορώντας στη συγκρότηση «ενός συνασπισμού με τον Τζορντάνια ή αντίστοιχους γεωργιανούς μενσεβίκους». Στις 10 Μαρτίου έστειλε ένα τηλεγράφημα, τονίζοντας την ανάγκη να «τηρηθεί ιδιαίτερος σεβασμός απέναντι στα κυρίαρχα σώματα της Γεωργίας· να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή και μέριμνα για το γεωργιανό πληθυσμό.» (7)
Εντούτοις, οι δραστηριότητες του Ορτζονικιτζέ συνδέονταν με την κλίκα του Στάλιν μέσα στο κόμμα. Ο Στάλιν εργαζόταν πάνω σε προτάσεις ενοποίησης της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας με τις άλλες, μη ρωσικές σοβιετικές δημοκρατίες. Τον Αύγουστο του 1922, ενώ ο Λένιν είχε τεθεί εκτός δράσης, μια επιτροπή, της οποίας ο Στάλιν ήταν η ηγετική φυσιογνωμία, καταπιάστηκε με την επεξεργασία των όρων της ενοποίησης.
Όταν οι θέσεις του Στάλιν έκαναν την εμφάνισή τους, συνάντησαν την αλύγιστη άρνηση του γεωργιανού κόμματος. Στις 22 Σεπτεμβρίου, οι γεωργιανοί μπολσεβίκοι ηγέτες απεύθυναν την εξής έκκληση: «Η ένωση υπό τη μορφή της αυτονομίας των ανεξάρτητων δημοκρατιών, που προτάθηκε στη βάση των θέσεων του Στάλιν είναι πρόωρη. Μια ένωση των οικονομικών προσπαθειών και μια κοινή πολιτική είναι απαραίτητες, αλλά όλες οι ιδιότητες της ανεξαρτησίας θα έπρεπε να διατηρηθούν.» (8)
Οι διαμαρτυρίες των γεωργιανών παρέμειναν χωρίς να εισακουστούν. Ο Στάλιν αποδύθηκε σε μια ισοπεδωτική εφαρμογή των προτάσεών του. Η επιτροπή συγκλήθηκε στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου με επικεφαλής το τυφλό όργανο του Στάλιν, τον Μολότοφ. Απέρριψε τη γεωργιανή απόφαση με μια ψήφο κατά (του Μιντβάνι, του γεωργιανού αντιπροσώπου). Στις 25 Σεπτεμβρίου, τα πρακτικά της επιτροπής διαβιβάστηκαν στο Λένιν, ο οποίος ανάρρωνε στο Γκόρκι. Χωρίς να περιμένει τις απόψεις του Λένιν και χωρίς ούτε καν συζήτηση στοΠολιτικό Γραφείο, η Γραμματεία (το κέντρο του Στάλιν στο κόμμα) έστειλε την απόφαση της επιτροπής σ’ όλα τα μέλη εν όψει της ολομέλειας του Οκτωβρίου.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Λένιν έγραψε στην Κεντρική Επιτροπή μέσω του Κάμενεφ εφιστώντας προσοχή πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και προειδοποιώντας εναντίον της απόπειρας του Στάλιν να ξεμπερδεύει στα γρήγορα με την υπόθεση: «Ο Στάλιν τείνει να γίνει κάπως βιαστικός». Ο Λένιν είχε κανονίσει να τον δει την επόμενη μέρα. Δεν είχε ούτε καν υποψιαστεί το μέγεθος στο οποίο ο Στάλιν είχε εκβιάσει τη διαδικασία της ενοποίησης. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η επιστολή καταδεικνύει την εναντίωσή του σε κάθε παρεμπόδιση των εθνικών πόθων ενός μικρού λαού και στην ενίσχυση μ’ αυτό τον τρόπο της επιρροής του εθνικισμού. «Το σημαντικό δεν είναι να προσφέρουμε αφορμή στους λαούς “με αποσχιστικές τάσεις”, ούτε να καταστρέψουμε την ανεξαρτησία τους, αλλά να δημιουργήσουμε ένα άλλο νέο μαγαζί, μια ομοσπονδία ίσων δημοκρατιών.» (9)
Οι τροποποιήσεις του Λένιν είχαν στόχο να απαλύνουν τον τόνο του αρχικού σχεδίου του Στάλιν. Σε απάντηση των ήπιων σχολίων του Λένιν, ο Στάλιν απεύθυνε γραπτά προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου στις 27 Σεπτέμβρη έναν αριθμό από τραχιές και σκαιές ιαχές, συμπεριλαμβανομένης της ακόλουθης: «Γύρω από το ζήτημα της παραγράφου 4, κατά τη γνώμη μου, ο ίδιος ο σύντροφος Λένιν «βιάζεται” λιγάκι … Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η “βιασύνη” θα ανεφοδιάσει με καύσιμα τους “υποστηρικτές της ανεξαρτησίας”, για κακό του εθνικού φιλελευθερισμού του Λένιν.» (10) Η αγενής απάντηση του Στάλιν ήταν έκφραση της απροκάλυπτης ενόχλησής του από την «παρέμβαση» του Λένιν σε αυτό που θεωρούσε ως ιδιωτική του σφαίρα, που επιτεινόταν από το φόβο για το τελικό αποτέλεσμα της παρέμβασης του Λένιν.
Οι φόβοι του Στάλιν ήταν καλά θεμελιωμένοι. Έπειτα από συζήτηση με τον Μιντβάνι, ο Λένιν πείστηκε ότι η γεωργιανή υπόθεση έτυχε κακού χειρισμού από το Στάλιν και αποφάσισε να εργαστεί για να συγκεντρώσει αποδείξεις. Στις 8 Οκτωβρίου, ο Λένιν έγραψε ένα σημείωμα προς το Πολιτικό Γραφείο με τον τίτλο, Για την Καταπολέμηση του Κυρίαρχου Εθνικού Σωβινισμού: «Κηρύσσω πόλεμο μέχρι θανάτου εναντίον του σωβινισμού του κυρίαρχου έθνους. Θα είμαι ικανός να καταβροχθίζω μ’ όλα τα υγιή μου δόντια, από τη στιγμή που θα απαλλαχθώ απ’ αυτό το καταραμένο χαλασμένο δόντι.» (11)
1. LCW, τόμος 33, σελ. 57.
2. Στο ίδιο, σελ. 72.
3. LCW, τόμος 42, σελ. 418.
4. LCW (ρωσική έκδοση), τόμος 54, σελ. 260.
5. Φωτίεβα, Iz Vospominanity, σελ. 28-9.
6. LCW, τόμος 33, σελ. 481.
7. LCW, τόμος 35, σελ. 479.
8. Παρατίθεται από το Μοσέ Λεβίν, Lenin’s Last Struggle, Λονδίνο 1975, σελ. 48.
9. LCW, τόμος 42, σελ. 421.
10. Αναπαράχθηκε από τον Τρότσκι σε The Stalin School of Falsification, σελ. 66-7.
11. LCW, τόμος 33, σελ. 372.