Η Τρίτη Διεθνής θάφτηκε κι επίσημα. Πέρασε στην ιστορία με τον πιο υποτιμητικό και περιφρονητικό τρόπο, που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Βιαστικά και χωρίς διαβούλευση με όλα τα κόμματα που συμμετείχαν, για να μην αναφέρουμε τους αγωνιστές της βάσης σ’ όλο το κόσμο, χωρίς καμιά δημοκρατική συζήτηση και απόφαση, σαν αποτέλεσμα της πίεσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο Στάλιν ύπουλα εγκατέλειψε την Κομιντέρν.
Για να καταλάβουμε πώς η οργάνωση που γέμιζε τρόμο και μίσος όλο τον καπιταλιστικό κόσμο έφτασε σε ένα τόσο άδοξο τέλος – θυσία στον καπιταλισμό, είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε εν συντομία τη θυελλώδη άνοδο και την ακόμα πιο καταστροφική παρακμή της Διεθνούς. Το διάταγμα για τη διάλυσή της αποτέλεσε απλώς την αναγνώριση ενός γεγονότος, που ήταν γνωστό εδώ και πολύ καιρό σε όλους τους υποψιασμένους ανθρώπους, ότι η Κομιντέρν σαν εργαλείο για την επικράτηση του σοσιαλισμού διεθνώς ήταν νεκρή και είχε εγκαταλείψει οριστικά τους αρχικούς στόχους και σκοπούς της. Η πτώση της φαινόταν ένα τετελεσμένο γεγονός εδώ και πολύ καιρό.
Η Τρίτη Διεθνής γεννήθηκε σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης του καπιταλισμού στον τελευταίο πόλεμο. Η Ρωσική Επανάσταση επέφερε ένα κύμα επαναστατικής διάθεσης στις τάξεις των εργαζομένων σ’ όλο τον κόσμο. Αποτέλεσε ένα μήνυμα ελπίδας, έμπνευσης και θάρρους για τις κουρασμένες και απογοητευμένες από τον πόλεμο μάζες. Έδειξε μια διέξοδο από το χάος, προς το οποίο έσπρωχνε τις κοινωνίες ο καπιταλισμός. Η Διεθνής γεννήθηκε λοιπόν σαν μια άμεση συνέπεια της προδοσίας και καταστροφής της Δεύτερης Διεθνούς, η οποία είχε υποστηρίξει τις αστικές τάξεις στον πόλεμο.
Οι επαναστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και οι επαναστατικές καταστάσεις στην Ιταλία, τη Γαλλία, ακόμα και τη Μ. Βρετανία σηματοδοτούσαν την κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού. Το φάντασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης πλανιόταν πάνω απ’ όλη την Ευρώπη. Τα απομνημονεύματα και τα κείμενα όλων των αστών πολιτικών της περιόδου μαρτυρούν την απελπισία και την έλλειψη αυτοπεποίθησης της μπουρζουαζίας, εξαιτίας του γεγονότος ότι είχαν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Η σοσιαλδημοκρατία έσωσε τον καπιταλισμό.
Οι ισχυρές συνδικαλιστικές και «σοσιαλιστικές» γραφειοκρατίες μπήκαν επικεφαλής των μαζικών εξεγέρσεων και τις οδήγησαν σε ακίνδυνες κατευθύνσεις. Στη Γερμανία, ο Νόσκε [1] και ο Σάιντεμαν συνεννοήθηκαν με τους γιούνκερς και τους καπιταλιστές, ώστε να διαλύσουν την επανάσταση. Τα σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών, ναυτικών, αγροτών και ακόμη και σπουδαστών, που είχαν συσταθεί κατά την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, είχαν την εξουσία στα χέρια τους. Οι σοσιαλδημοκράτες έδωσαν την εξουσία πίσω στους καπιταλιστές.
Σταδιακά, αργά και ειρηνικά, όπως εξηγούσαν στις θεωρητικές τους φόρμουλες, θα μετέτρεπαν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό. Στην Ιταλία, το 1920 οι εργάτες είχαν καταλάβει τα εργοστάσια. Αντί να οδηγήσει τους εργάτες στη κατάληψη της εξουσίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα τους κάλεσε να σταματήσουν τις «αντισυνταγματικές» ενέργειες. Τα γεγονότα ήταν λίγο-πολύ παρόμοια σ’ όλη την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι εμφανή σήμερα: με τη χειρότερη τυραννία και τον πιο αιματηρό πόλεμο στην ιστορία του καπιταλισμού. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της προδοσίας του παγκόσμιου σοσιαλισμού από τη Δεύτερη Διεθνή, που πρόδωσε τον μαρξισμό, γεννήθηκε η Τρίτη Διεθνής.
Ήδη από την αρχή του προηγούμενου πολέμου (1ος Παγκόσμιος Πόλεμος), ο Λένιν είχε κάνει έκκληση για μια Τρίτη Διεθνή. Αυτή συστάθηκε επίσημα τον Μάρτιο του 1919. Οι δεδηλωμένοι στόχοι και τα καθήκοντά της ήταν η ανατροπή του παγκόσμιου καπιταλισμού και η οικοδόμηση μιας παγκόσμιας αλυσίδας ενωμένων σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών που θα εντάσσονταν στην ΕΣΣΔ, η οποία δε θεωρούταν μια ανεξάρτητη οντότητα αλλά η βάση της παγκόσμιας επανάστασης. Η μοίρα της ήταν συνδεδεμένη και καθορισμένη από τη μοίρα της παγκόσμιας επανάστασης.
Η δημιουργία της Τρίτης Διεθνούς οδήγησε γρήγορα στη δημιουργία ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων στις σημαντικότερες χώρες του κόσμου. Στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Τσεχοσλοβακία και πολλές άλλες χώρες, χτίστηκαν κομμουνιστικά κόμματα με πλήθος μελών. Στη Μ. Βρετανία, σχηματίστηκε ένα μικρό κομμουνιστικό κόμμα, που σταδιακά απέκτησε σημαντική επιρροή. Η επιτυχία της παγκόσμιας επανάστασης έμοιαζε σίγουρη με βάση την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο αριθμός των μελών και η επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη αυξανόταν σταθερά σε βάρος της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο τελευταίος πόλεμος δεν είχε καταφέρει να λύσει κανένα από τα προβλήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός είχε σπάσει στον πιο «αδύναμο κρίκο» του, όπως είχε αναφέρει ο Λένιν. Οι προσπάθειες να καταστραφεί η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία με άμεσες πολεμικές επεμβάσεις είχαν αποτύχει. Ο γερμανικός καπιταλισμός, ο πιο ισχυρός στην Ευρώπη, είχε χάσει τις πρώτες ύλες του, τμήματα από τα εδάφη του, ήταν επιβαρυμένος με πολύ υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις και γενικά βρισκόταν σε μια πολύ αδύναμη θέση. Οι Βρετανοί και Γάλλοι ιμπεριαλιστές, οι «νικητές» του τελευταίου πολέμου, ήταν σε μια όχι και τόσο καλύτερη θέση.
Ενθαρρυμένες από τη Ρωσική Επανάσταση, οι αποικιακές και ημι-αποικιακές μάζες άρχισαν να κινούνται και προετοίμαζαν την εξέγερσή τους. Οι μάζες στο εσωτερικό ήταν επίσης ανήσυχες και η οικονομική κατάσταση του αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού είχε χειροτερεύσει σημαντικά σε σχέση με τον ιαπωνικό και τον αμερικανικό καπιταλισμό. Σ’ αυτό το διεθνές πλαίσιο, έλαβε χώρα η κρίση του 1923 στη Γερμανία. Η Γερμανία, με την υψηλή της παραγωγική ικανότητα στα τάρταρα λόγω των περιορισμών που επέβαλλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών [2], είχε μετατραπεί στο πιο αδύναμο κρίκο του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η αδυναμία της Γερμανίας να πληρώνει τις δόσεις των αποζημιώσεων είχε σαν αποτέλεσμα οι Γάλλοι καπιταλιστές να καταλάβουν το Ρουρ. Αυτό συνέβαλε στην ολοκληρωτική κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας και η γερμανική αστική τάξη προσπάθησε να περάσει τα βάρη στις πλάτες των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων. Το μάρκο έπεσε σε αξία σε σχέση με τη λίρα από 20 σε 40 το Γενάρη, σε 5 εκατομμύρια τον Ιούλιο και σε 47 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του Αυγούστου. Οι αγανακτισμένες γερμανικές μάζες στράφηκαν προς τον κομμουνισμό.
Όπως δήλωσε ο Μπράντλερ, ο τότε ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος, στη συνάντηση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν: «Υπήρχαν ενδείξεις ενός αναπτυσσόμενου επαναστατικού κινήματος: είχαμε προσωρινά την πλειοψηφία των εργατών με το μέρος μας και στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες πιστεύαμε ότι θα προχωρούσαμε άμεσα στην επίθεση…». Αλλά, δυστυχώς, η ηγεσία της Διεθνούς δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Μια επιτυχία στη Γερμανία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια νίκη σ’ όλη την Ευρώπη. Αλλά, όπως και στη Ρωσία του 1917, έτσι και στη Γερμανία του 1923, τμήματα της ηγεσίας έκαναν πίσω.
Ο Στάλιν, με τον οργανικό του οπορτουνισμό, παρότρυνε το γερμανικό κόμμα να μη βιαστεί να κάνει κάποια κίνηση. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν οι ευνοϊκές συνθήκες για την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία και οι κομμουνιστές να ηττηθούν. Για παρόμοιους λόγους, ηττήθηκε και η επανάσταση στη Βουλγαρία. Αλλά οι ήττες της επανάστασης στην Ευρώπη, εξαιτίας των αποτυχιών των ηγεσιών, οδήγησαν αναπόφευκτα σε σοβαρές συνέπειες. Όπως είχε γράψει και ο Λένιν, τονίζοντας τη σημασία προετοιμασίας για την εξέγερση, στη Ρωσία το 1917: «Η επιτυχία της ρωσικής και της παγκόσμιας επανάστασης εξαρτάται από έναν αγώνα δύο ή τριών ημερών».
Η αποτυχία της παγκόσμιας επανάστασης και η απομόνωση της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνδυασμό με την οικονομική της καθυστέρηση, την κούραση και την παθητικότητα των σοβιετικών μαζών, που είχαν περάσει πολλά χρόνια πολέμων και τρομερών στερήσεων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, την απογοήτευση και την απελπισία τους μετά τη διάψευση της ελπίδας τους για βοήθεια από τους εργάτες της Ευρώπης, οδήγησαν αναπόφευκτα στην αντίδραση μέσα στην ΕΣΣΔ.
Την περίοδο εκείνη, αντικατοπτρίζοντας, πιθανώς ασυνείδητα, τα συμφέροντα της συντηρητικής και αντιδραστικής γραφειοκρατίας που μόλις άρχιζε να ανυψώνεται πάνω από τις σοβιετικές μάζες, ο Στάλιν παρουσίασε για πρώτη φορά το 1924, την ουτοπική και αντι-λενινιστική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Η «θεωρία» αυτή γεννήθηκε άμεσα από την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία. Σηματοδοτούσε μια απομάκρυνση από τις αρχές του επαναστατικού διεθνισμού, πάνω στις οποίες είχε βασιστεί η Ρωσική Επανάσταση και είχε ιδρυθεί η Κομμουνιστική Διεθνής.
Ο Στάλιν, στην κηδεία του Λένιν τον Γενάρη του 1924, από τη δύναμη της συνήθειας και λόγω της παράδοσης της Ρωσικής Επανάστασης, δήλωσε: «Φεύγοντας από κοντά μας, ο σύντροφος Λένιν, μας ζήτησε πίστη στην Κομμουνιστική Διεθνή. Σου ορκιζόμαστε λοιπόν, σύντροφε Λένιν, να αφιερώσουμε τις ζωές μας στην ενίσχυση και διεύρυνση της ένωσης των εργαζομένων όλου του κόσμου, της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Την εποχή εκείνη, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πού θα οδηγούσε η θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα τη Σοβιετική Ένωση και την Κομιντέρν.
Από εκείνη την περίοδο, η ιστορία της Κομιντέρν ήταν στενά συνδεδεμένη με τις παλινωδίες των πολιτικών της γραφειοκρατίας της ΕΣΣΔ. Ο Λένιν είχε συνδέσει επανειλημμένα το μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης με αυτό της παγκόσμιας εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα με την πρωτοπορία της, την Κομιντέρν. Ακόμη κι ο όρκος του Κόκκινου Στρατού καλούσε τους κόκκινους στρατιώτες σε πίστη στη διεθνή εργατική τάξη. Πράγματι, ο Κόκκινος Στρατός δε θεωρούταν μια ανεξάρτητη, «εθνική» δύναμη, αλλά σαν ένα από τα μέσα της παγκόσμιας επανάστασης.
Βεβαίως, όλα αυτά είχαν αλλάξει εδώ και καιρό από τον Στάλιν. Ο Τρότσκι, σε συνεργασία με τον Λένιν, ο οποίος τα τελευταία του χρόνια έβλεπε με αρκετή ανησυχία τις εξελίξεις, είχε ήδη αρχίσει την πάλη ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση του Μπολσεβίκικου Κόμματος και του σοβιετικού κράτους από το 1923. Ο Λένιν προειδοποιούσε για τους κινδύνους του εκφυλισμού, που απειλούσαν το σοβιετικό κράτος.
Μέσα σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης αντίδρασης, εθνικά και παγκόσμια, η πάλη ανάμεσα στους διεθνιστές και του θερμιδωριανούς [3] έφτασε σε ένα πολύ οξυμένο σημείο. Ο Τρότσκι, σε συμμαχία με τον Λένιν, απαίτησε την αποκατάσταση της πλήρους δημοκρατίας στο εσωτερικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος και των σοβιέτ. Ο Λένιν, παλεύοντας για το στόχο αυτό, είχε ζητήσει την απομάκρυνση του Στάλιν από το πόστο του Γενικού Γραμματέα του κόμματος, επειδή είχε φτάσει στο σημείο να αποκρυσταλλώνεται γύρω του η γραφειοκρατία.
Μετά το θάνατο του Λένιν, οι Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ [4] και Στάλιν, η «τρόικα», κατάφεραν να περάσουν από την Κεντρική Επιτροπή μια απόφαση που αγνοούσε για τις συμβουλές του Λένιν και ξεκίνησαν μια καμπάνια ενάντια στις ιδέες του, που υποστηρίζονταν από τον Τρότσκι, με το εφεύρημα του μύθου του «τροτσκισμού». Η μοίρα της Κομιντέρν ήταν συνδεδεμένη με αυτή του Μπολσεβίκικου Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, που, εξαιτίας του κύρους και της εμπειρίας του, ήταν φυσιολογικά η κυρίαρχη δύναμη στη Διεθνή.
Η μετάβαση από την πολιτική της παγκόσμιας επανάστασης σ’ αυτήν του σοσιαλισμού σε μια χώρα εξέφραζε μια απότομη στροφή της Κομιντέρν προς τα δεξιά. Στη Ρωσία, οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ σπρώχτηκαν στην αντιπολίτευση, εξαιτίας της αντι-μαρξιστικής θεωρίας που αναπτυσσόταν από τον Στάλιν. Πιέστηκαν και ωθήθηκαν σε συμμαχία με τον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του. Ο Στάλιν, μαζί με τον Μπουχάριν, διαφώνησαν με την πολιτική της εκβιομηχάνισης της Ρωσίας μέσω πεντάχρονων πλάνων που είχε προταθεί από την Αριστερή Αντιπολίτευση, υπό την ηγεσία του Τρότσκι, και απάντησαν με το διάσημο αφορισμό στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής τον Απρίλιο του 1927, ότι «η προσπάθεια να χτιστεί ένας υδροηλεκτρικός σταθμός στο Δνείπερο είναι το ίδιο με έναν μουζίκο [5] που αγοράζει ένα γραμμόφωνο αντί για μία αγελάδα».
Μέχρι και το τέλος του 1927, κατά την προετοιμασία του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος, που είχε σαν στόχο τη διαγραφή της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο Μολότοφ επαναλάμβανε: «Δεν πρέπει να υποπέσουμε στις ψευδαισθήσεις των πλατιών μαζών, όσον αφορά τη κολεκτιβοποίηση. Στις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον δυνατό». Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η πολιτική που ακολουθούταν ήταν η ελεύθερη δυνατότητα για οικονομική ανάπτυξη στους κουλάκους (πλούσιοι αγρότες) και στους Νέπμεν (καπιταλιστές των πόλεων – που ονομάστηκαν έτσι λόγω την Νέας Οικονομικής Πολιτικής του 1921). Η πολιτική αυτή μπορούσε να περιγραφεί με το γνωστό σλόγκαν του Μπουχάριν, που είχε την πλήρη υποστήριξη του Στάλιν, που είχε δοθεί στους αγρότες: «Πλουτίστε!».
Η πολιτική της Κομιντέρν στρεφόταν πλέον αρκετά δεξιά, με τον Στάλιν να ανησυχεί για την εύρεση συμμάχων, ώστε να «υπερασπιστεί τη Σοβιετική Ένωση που δεχόταν επίθεση». Ο ρόλος της Κομιντέρν είχε ήδη αρχίσει να περιορίζεται σ’ αυτόν ενός συνοριοφύλακα. Οι διαφωνίες στο εσωτερικό του Μπολσεβίκικου Κόμματος και της Διεθνούς εντάθηκαν εξαιτίας των εξελίξεων στην Κινεζική Επανάσταση και της κατάστασης στη Βρετανία. Στην Κίνα, από το 1925 έως το 1927, η επανάσταση ωθούσε εκατομμύρια ανθρώπους από την Ασία σε κινητοποίηση. Η Κομιντέρν, αντί να στηριχτεί στους εργάτες και τους αγρότες, ώστε να οδηγήσουν την επανάσταση μέχρι τη νίκη, όπως ήταν και η λενινιστική πολιτική στη Ρωσία, προτίμησε να στηριχτεί στους Κινέζους καπιταλιστές και στρατηγούς.
Η Αριστερή Αντιπολίτευση είχε προειδοποιήσει για τις συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας ήταν το μοναδικό εργατικό κόμμα στη χώρα και είχε ισχυρή επιρροή στους εργαζόμενους. Οι αγρότες κοίταζαν το παράδειγμα της Ρωσίας, ώστε να καταφέρουν να ελευθερωθούν από τα δεσμά των γαιοκτημόνων, μέσω των απαλλοτριώσεων της γης. Αλλά η Κομιντέρν πεισματικά αρνιόταν να ακολουθήσει έναν ταξικά ανεξάρτητο δρόμο, όπως αυτός για τον οποίο είχε επιμείνει ο Λένιν σαν βασική συνθήκη μας κομμουνιστικής πολιτικής σε σχέση με τις αστικοδημοκρατικές κι αντι-ιμπεριαλιστικές επαναστάσεις στην Ανατολή.
Την ίδια στιγμή, μια παρόμοια πολιτική ακολουθούταν και στη Βρετανία, όπου οι μάζες βρίσκονταν σε μια διαδικασία έντονης ριζοσπαστικοποίησης. Τα ρωσικά συνδικάτα είχαν κάνει μια συμφωνία με το Γενικό Συμβούλιο της Ένωσης Συνδικάτων της Βρετανίας, σε μια προσπάθεια κοινής πάλης ενάντια σε οποιαδήποτε επέμβαση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Η τάση για επαναστατικές εξελίξεις στη Βρετανία φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι ένα εκατομμύριο μέλη, το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των μελών της Βρετανικής Συνομοσπονδίας, ήταν οργανωμένα στο Κίνημα Μειοψηφίας [6]. Ο Τρότσκι, αναλύοντας την κατάσταση στη Βρετανία, είχε προβλέψει μια γενική απεργία.
Το καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα ήταν να προετοιμάσουν τους εργάτες μπροστά στην αναπόφευκτη προδοσία της ηγεσίας των συνδικάτων. Ωστόσο, τελικά γέμισαν με αυταπάτες τα μυαλά των εργαζομένων, ειδικά εφόσον οι ηγέτες της συνομοσπονδίας κρύβονταν πίσω από τη συμφωνία με τα ρωσικά συνδικάτα, γεγονός που χρησιμοποιούσαν για να αυξήσουν το κύρος τους. Μετά την προδοσία της γενικής απεργίας του 1926 από τη γραφειοκρατία των συνδικάτων, ο Τρότσκι απαίτησε τα ρωσικά συνδικάτα να διακόψουν άμεσα τις σχέσεις τους με τη Βρετανική Συνομοσπονδία, κάτι το οποίο ο Στάλιν και η Κομιντέρν αρνήθηκαν.
Αφού χρησιμοποίησαν την Αγγλο-Ρωσική Επιτροπή όσο χρειάστηκαν, ένα χρόνο μετά τη γενική απεργία, η ηγεσία των βρετανικών συνδικάτων έκοψε τις σχέσεις της με τα ρωσικά συνδικάτα. Η Κομιντέρν ούρλιαζε σε μία ανακοίνωσή της ότι είχε προδοθεί. Αλλά, παράλληλα, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας, που θα έπρεπε να είχε αυξήσει τα μέλη του κατά πολύ εξαιτίας των ευνοϊκών συνθηκών, είχε παραλύσει και αποπροσανατολιστεί από την πολιτική της Διεθνούς. Είχε χάσει το κύρος του και την επιρροή του ανάμεσα στις μάζες. Αυτές οι επιπλέον ήττες της Διεθνούς, άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές του Στάλιν και της γραφειοκρατίας, οδήγησαν, παράδοξα εκ πρώτης όψεως, στην ισχυροποίηση της γραφειοκρατίας στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι σοβιετικές μάζες είχαν απογοητευτεί ακόμα περισσότερο από τις νέες ήττες του παγκόσμιου προλεταριάτου και το ηθικό τους έπεσε κι άλλο. Οι ήττες αυτές, που ήταν η άμεση συνέπεια των πολιτικών του Στάλιν και της γραφειοκρατίας, ισχυροποίησαν τη θέση τους στη Σοβιετική Ένωση. Η Αριστερή Αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Τρότσκι, που είχε αναλύσει σωστά και είχε προβλέψει την εξέλιξη των γεγονότων, διαγράφηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα και τη Διεθνή.
Τα αποτελέσματα της εσωτερικής πολιτικής του Στάλιν είχαν πλέον «αποδώσει καρπούς», με την ανησυχητική άνοδο της ισχύος των κουλάκων και των Νέπμεν. Η Σοβιετική Ένωση στεκόταν στο χείλος της καταστροφής. Μέσα σε κλίμα πανικού και τρόμου, ο Στάλιν και η γραφειοκρατία αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μια καρικατούρα της ίδιας πολιτικής, για την οποία είχαν διαγράψει τον Τρότσκι και τους υποστηρικτές του. Τελικά, στη Ρωσία άρχιζαν να εφαρμόζονται τα πεντάχρονα πλάνα, που τόσο πολύ είχαν πολεμηθεί από τον Στάλιν.
Στη βάση αυτής της σχεδιασμένης παραγωγής, η Σοβιετική Ένωση πέτυχε κάποια από τα σημαντικότερα επιτεύγματά της, πάνω στα οποία βασίζεται σήμερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια στιγμή, η απότομη αλλαγή προς τα αριστερά στην εσωτερική πολιτική αντικατοπτρίστηκε κι από μια παρόμοια στροφή διεθνώς. Ο Στάλιν είχε αποτύχει παταγωδώς στη προσπάθειά του να στηριχτεί σε καπιταλιστικά στοιχεία στη Κίνα και να συμβιβαστεί με τη σοσιαλδημοκρατία. Τώρα, έστρεψε απότομα τη Διεθνή προς την άλλη κατεύθυνση. Σε αντίθεση με το καταστατικό της, η Διεθνής δεν είχε κάνει κανένα συνέδριο για τέσσερα χρόνια. Συγκλήθηκε ένα νέο συνέδριο, το οποίο εισήγαγε το νέο πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το ίδιο συνέδριο ανακήρυξε επίσης το τέλος της καπιταλιστικής σταθερότητας και την αρχή της «Τρίτης Περιόδου». Η εποχή αυτή υποτίθεται ότι σηματοδοτούσε την τελική κατάρρευση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Παράλληλα, η σοσιαλδημοκρατία, σύμφωνα με τη διάσημη τότε (εξαφανισμένη τώρα) θεωρία του Στάλιν, υποτίθεται ότι είχε μετατραπεί σε «σοσιαλ-φασισμό». Πλέον, δεν ήταν δυνατή καμιά συμφωνία με τους «σοσιαλ-φασίστες», που αποτελούσαν και τη βασική απειλή για την εργατική τάξη και έπρεπε να καταστραφούν.
Την ίδια περίοδο, η βαθιά κρίση του 1929-1933 επηρέασε όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Οι Γερμανοί εργάτες είχαν σπρωχτεί σε μια κατάσταση απίστευτης υποβάθμισης και μιζέριας, ενώ η μεσαία τάξη είχε καταστραφεί. Η ανεργία στη Γερμανία ανέβαινε συστηματικά, μέχρι που έφτασε το ρεκόρ των 8.000.000 ανέργων. Η μεσαία τάξη, που δεν μπόρεσε να κερδίσει κάτι από την επανάσταση του 1918, απογοητευμένη από την αποτυχία των κομμουνιστών να πάρουν την εξουσία το 1923, αναζητούσε απελπισμένα μια λύση αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση.
Οικονομικά ενισχυμένοι από τους καπιταλιστές, οι φασίστες άρχισαν να αποκτούν μια μαζική βάση στη Γερμανία. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930, κατάφεραν να πάρουν σχεδόν 6,5 εκατομμύρια ψήφους. Παρά τη διαγραφή τους από την Κομμουνιστική Διεθνή, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του θεωρούσαν εαυτούς τμήμα της Διεθνούς και απαιτούσαν επίμονα να γίνουν ξανά δεκτοί ως μέλη. Την ίδια στιγμή, διαφωνούσαν έντονα με την αυτοκτονική πολιτική, που είχε πλέον υιοθετηθεί από την Κομιντέρν. Σε αντίθεση μ’ αυτήν, πρότειναν την επιστροφή στη ρεαλιστική λενινιστική πολιτική του Ενιαίου Μετώπου [7], σαν μέσο ώστε να κερδηθούν οι μάζες στον κομμουνισμό, μέσα από την ίδια τους τη δράση.
Με τη νίκη του Χίτλερ στις κάλπες, ο Τρότσκι σήμανε συναγερμό. Σε μια μπροσούρα, με τίτλο «Η στροφή στη Κομμουνιστική Διεθνή – η κατάσταση στη Γερμανία», επισήμανε την έναρξη μιας καμπάνιας που ακολουθήθηκε για τα επόμενα τρία χρόνια από τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπως ονόμαζαν οι τροτσκιστές εαυτούς. Σε όλες τις χώρες, όπου είχαν οργανώσεις, στη Γερμανία, Γαλλία, ΗΠΑ, Βρετανία, στη μακρινή Νότια Αφρική κ.α, οι τροτσκιστές ξεκίνησαν μια καμπάνια που απαιτούσε από το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα να προχωρήσει σε ένα ενιαίο μέτωπο με τους Σοσιαλδημοκράτες, ώστε να αποφευχθεί η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία.
Υπό τις άμεσες οδηγίες του Στάλιν και της Κομιντέρν, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας αρνήθηκε την πολιτική αυτή σαν αντεπαναστατική και «σοσιαλ-φασιστική». Επέμεναν να πολεμούν ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία σαν το «βασικό εχθρό» της εργατικής τάξης και επιχειρηματολογούσαν ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και φασισμού. Τον Σεπτέμβριο του 1930, η Ρότε Φάνε (Κόκκινη Σημαία), το όργανο του Γερμανικού ΚΚ, ανέφερε: «Χθες ήταν μεγάλη μέρα για τον κ. Χίτλερ, αλλά η αποκαλούμενη εκλογική νίκη είναι η αρχή του τέλους για τους ναζί».
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η Κομιντέρν συνέχισε τη μοιραία πορεία της. Όταν ο Χίτλερ οργάνωσε ένα δημοψήφισμα το 1931, για να διώξει τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στην Πρωσία, με βάση την άμεση συμβουλή του Στάλιν και της Κομιντέρν, οι Γερμανοί κομμουνιστές ψήφισαν μαζί με τους ναζί, ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες. Μέχρι και τον Μάη του 1932, η βρετανική εφημερίδα Daily Worker (Καθημερινός Εργάτης) κατηγορούσε περήφανη τους τροτσκιστές για την πολιτική τους στη Γερμανία: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό που ο Τρότσκι υπεράσπισε ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών ενάντια στο φασισμό. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, δε θα μπορούσε να υπάρχει πιο καταστροφική και αντεπαναστατική πολιτική».
Την ίδια περίοδο, ο Τρότσκι είχε γράψει τέσσερις μπροσούρες και δεκάδες άρθρα και μανιφέστα. Οι τροτσκιστές διεθνώς προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πιέσουν την Κομιντέρν να αλλάξει τη πολιτική της, αλλά μάταια. Τον Γενάρη του 1933, ο Χίτλερ κατάφερε να καταλάβει την εξουσία χωρίς καμία οργανωμένη αντίδραση, στη χώρα με την πιο οργανωμένη εργατική τάξη και το δυνατότερο κομμουνιστικό κόμμα έξω από τη Ρωσία.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, η αντίδραση αφέθηκε να καταλάβει την εξουσία χωρίς καμία αντίδραση από την πλευρά της εργατικής τάξης. Το Γερμανικό ΚΚ είχε 6 εκατομμύρια υποστηρικτές, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 8 εκατομμύρια – μαζί αποτελούσαν την ισχυρότερη δύναμη στη Γερμανία. Αλλά μετά απ’ αυτή την προδοσία, το ΚΚ Γερμανίας ήταν καταδικασμένο για πάντα.
Αλλά, η Κομιντέρν κάθε άλλο παρά είχε αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής. Αντίθετα, πανηγύριζε ότι οι πολιτικές της Διεθνούς και του Γερμανικού ΚΚ ήταν απολύτως ορθές. Μια οργάνωση που δεν μπορεί να μάθει από τα διδάγματα της ιστορίας είναι καταδικασμένη. Η Κομμουνιστική Διεθνής, σαν όπλο για τον παγκόσμιο σοσιαλισμό, ήταν πλέον νεκρή. Η Διεθνής Αριστερή Αντιπολίτευση έσπασε απ’ αυτή και ανακήρυξε την ανάγκη δημιουργίας μια νέας Διεθνούς. Αλλά αυτό που ήταν φανερό για τη πρωτοπορία που εγκατέλειψε την προσπάθεια μετασχηματισμού της Κομιντέρν δεν ήταν εμφανές για τις πλατιές μάζες. Μόνο τα μεγάλα γεγονότα θα μπορούσαν να τις διδάξουν.
Η Κομμουνιστική Διεθνής συνέχισε τη λανθασμένη αυτή πολιτική μέχρι και το 1934. Όταν οι φασίστες στη Γαλλία, ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες του φασισμού στην Αυστρία και τη Γερμανία, προχώρησαν σε ένοπλες κινητοποιήσεις, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης των Φιλελεύθερων και του κοινοβουλίου, το ΚΚ κάλεσε σε κοινές κινητοποιήσεις. Ωστόσο, πλέον, είχε γίνει σαφής σε όλους ο πραγματικός κίνδυνος που εκπροσωπούσε ο Χίλτερ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Ο Στάλιν και η γραφειοκρατία ήταν πανικόβλητοι. Αμφισβητώντας τη δυνανότητα της Κομιντέρν σαν όργανο της διεθνούς επανάστασης, ο Στάλιν τη μετέτρεψε ανοιχτά σε όργανο της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας.
Μια οργάνωση, στην ταξική κοινωνία, που σταματά να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αναπόφευκτα πέφτει κάτω από την πίεση και την επιρροή της μπουρζουαζίας. Ο Στάλιν, στην προσπάθειά του να βρει συμμάχους, πλέον στράφηκε προς τις αστικές τάξεις της Γαλλίας και της Βρετανίας. Η πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων» προτάθηκε και έγινε δεκτή από το τελευταίο Συνέδριο της Διεθνούς το 1935. Η πολιτική αυτή, που σηματοδοτούσε το συνασπισμό με τους φιλελεύθερους αστούς, ήταν μια πολιτική ενάντια στην οποία ο Λένιν είχε παλέψει σε όλη του τη ζωή. Σηματοδοτούσε ένα νέο στάδιο εκφυλισμού για τη Κομιντέρν και για το πρώτο εργατικό κράτος.
Με την άνοδο του Χίτλερ, ξανά λόγω των πολιτικών του Στάλιν, η θέση της γραφειοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση έγινε ακόμα πιο ισχυρή. Η γραφειοκρατική κάστα είχε ανυψωθεί πάνω από τις σοβιετικές μάζες και είχε αποκτήσει αυξημένο κύρος. Αλλά ο σταδιακός αυτός εκφυλισμός είχε κάποιες ποιοτικές αλλαγές. Από απλώς ανίκανος να καταφέρει οποιαδήποτε νίκη για την παγκόσμια εργατική τάξη, ο σταλινισμός έγινε συνειδητά αντίθετος σε μια εργατική επανάσταση σε κάποια άλλη χώρα. Οι Δίκες της Μόσχας, οι δολοφονίες των παλιών μπολσεβίκων, οι δολοφονίες κι εξορίες για δεκάδες χιλιάδες από τους καλύτερους Ρώσους κομμουνιστές εργάτες αποτέλεσαν το απόγειο της σταλινικής αντεπανάστασης στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης.
Τα γεγονότα στη Γαλλία και την Ισπανία [8] είναι φρέσκα στη μνήμη κάθε επαναστάτη. Η Κομιντέρν είχε βασικό ρόλο στην καταστροφή κάθε ενδεχόμενης νικηφόρας επανάστασης. Οι ήττες της παγκόσμιας εργατικής τάξης οδήγησαν αναπόφευκτα στον νέο παγκόσμιο πόλεμο. Με έναν κωμικοτραγικό τρόπο, ο πόλεμος εγκαινιάστηκε με το σύμφωνο μεταξύ των Χίτλερ και Στάλιν, με αποτέλεσμα ο Στάλιν να καταφέρει νέα πλήγματα ενάντια στην παγκόσμια εργατική τάξη και την Κομιντέρν. Πλέον, καθοδηγούσε μια καμπάνια ειρήνης προς όφελος του Χίτλερ, με έναν μανδύα «επαναστατικής» πολιτικής.
Όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι για τη συμφωνία Στάλιν-Χίλτερ, σε ένα άρθρο γραμμένο τον Μάρτιο του 1933:
«Το βασικό χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής του Στάλιν τα τελευταία χρόνια είναι αυτό: ότι εμπορεύεται τα κινήματα της εργατικής τάξης, σαν να ήταν πετρέλαιο, μαγνήσιο ή οποιοδήποτε άλλο αγαθό. Σ’ αυτή τη δήλωση, δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής. Κοιτάζει τα διάφορα τμήματα της Κομιντέρν στις διάφορες χώρες και την απελευθερωτική πάλη των καταπιεσμένων εθνών σαν εργαλείο για συμφωνίες με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όταν χρειάζεται τη βοήθεια της Γαλλίας, σπρώχνει το γαλλικό προλεταριάτο σε μια συμφωνία με τη ριζοσπαστική μπουρζουαζία. Όταν πρέπει να υποστηρίξει την Κίνα ενάντια στην Ιαπωνία, υποτάσσει το κινεζικό προλεταριάτο στο Κουομιντάνγκ. Τι θα έπραττε σε μια ενδεχόμενη συμφωνία με τον Χίτλερ; Ο Χίτλερ σίγουρα δε χρειάζεται τη βοήθεια του Στάλιν, για να διαλύσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Η αδύναμη θέση στην οποία βρίσκεται το τελευταίο είναι η λογική συνέπεια των προηγούμενων πολιτικών του. Αλλά είναι πιθανόν να συμφωνήσει (ο Στάλιν) σε μια διακοπή της χρηματοδότησης της παράνομης δουλειάς στη Γερμανία. Αυτή θα είναι μία από τις μικρότερες υποχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνει και θα είναι ιδιαίτερα πρόθυμος γι’ αυτό. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι και η απατηλή και υστερική καμπάνια της Κομιντέρν ενάντια στο φασισμό, τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να σταματήσει δίχως πρόβλημα».
Η πολιτική αυτή του Στάλιν και του «πτώματος» της Κομιντέρν κατέρρευσε, όταν οι ναζί εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση. Η Κομιντέρν έπρεπε να κάνει για άλλη μια φορά μια δεξιά στροφή και να γίνει ξανά στήριγμα για τον Ρούσβελτ και το βρετανικό ιμπεριαλισμό. Αλλά, με την αυξανόμενη εξάρτηση του Στάλιν στον αμερικανικό και βρετανικό ιμπεριαλισμό, επήλθε κι αυξανόμενη πίεση από πλευράς των καπιταλιστών «συμμάχων». Ιδιαίτερα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός απαίτησε το τέλος της Κομιντέρν, σαν τελική εγγύηση μπροστά στην απειλή μια κοινωνικής επανάστασης στην Ευρώπη μετά την πτώση του Χίτλερ.
Η μακρόχρονη διαλυτική πορεία τελείωσε. Ο Στάλιν διέλυσε την εκφυλισμένη Κομιντέρν. Με την πράξη αυτή, ανακοινώνει ανοιχτά ότι περνάει στο πλευρό της καπιταλιστικής αντεπανάστασης όσον αφορά τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά οι ιμπεριαλιστές, αναγκάζοντας τον Στάλιν να προχωρήσει σ’ αυτή τη συναλλαγή, με αντάλλαγμα κάποιες παραχωρήσεις από μεριάς τους, δεν έχουν καταλάβει τις συνέπειές της. Δεν μπορεί να εμποδίσει και δε θα εμποδίσει τον ερχομό νέων επαναστάσεων σ’ όλο το κόσμο. Μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες από την αρχή του εκφυλισμού της, η Κομιντέρν έχει καταστρέψει μια σειρά από ευνοϊκές καταστάσεις σε πολλές χώρες.
Οι επόμενες δεκαετίες θα φέρουν πολλές επαναστάσεις, που θα οδηγήσουν στην καταστροφή και την κατάρρευση του καπιταλισμού. Ακόμα και η βίαιη περίοδος μεταξύ των πολέμων θα μοιάζει σχετικά ήρεμη σε σχέση με την περίοδο που έρχεται. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναταραχών, θα δημιουργηθεί ένα πραγματικό όργανο για την παγκόσμια επανάσταση. Αυτό που έλειπε από τους εργάτες τις περασμένες δεκαετίες, έξω από τη Ρωσία, ήταν ένα μπολσεβίκικο κόμμα και ηγεσία. Οι ένδοξες μέρες της Κομιντέρν της περιόδου 1917-1923 θα επιστρέψουν. Η άνοδος της υποστήριξης των ιδεών του μαρξισμού παγκόσμια, βασισμένη στις παραδόσεις του μπολσεβικισμού, η πλούσια εμπειρία του παρελθόντος και τα μαθήματα από τις ήττες της εργατικής τάξης μπορούν για ακόμα μια φορά να οδηγήσουν τους καταπιεσμένους στην ανατροπή του καπιταλισμού και σε μια παγκόσμια σοσιαλιστική δημοκρατία.
Τεντ Γκραντ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ηγέτες του SPD από τη δεξιά πτέρυγα. Ο Γκουστάφ Νόσκε, ως υπουργός Πολέμου, οργάνωσε την καταστολή της εξέγερσης Γερμανών εργατών τον Γενάρη του 1919 και ενέκρινε τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ. Ο Φίλιπ Σάιντεμαν έγινε καγκελάριος το 1919. Οι γιούνκερς ήταν αντιδραστικοί Πρώσοι αριστοκράτες, που κυριαρχούσαν στο στρατό και στο κράτος μέχρι και τη δεκαετία του ‘30. Δείτε επίσης: «Γερμανία – Από την Επανάσταση στην Αντεπανάσταση», του Ρομπ Σιούελ.
[2] Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφηκε το 1919, μετά το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, και επέβαλε αυστηρούς όρους στη Γερμανία.
[3] Θερμιδώρ: όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πολιτική αντίδραση χωρίς την ύπαρξη κάποιας κοινωνικής αντεπανάστασης. Προέρχεται από την αναλογία με την αλλαγή στην εξουσία της Γαλλικής Επανάστασης το μήνα του Θερμιδώρ (Ιούλιος) το 1794, όταν οι ριζοσπάστες Ιακωβίνοι με ηγέτη τον Ροβεσπιέρο ανατράπηκαν από ένα δεξιό πραξικόπημα, το οποίο δεν πείραξε τις βασικές κατακτήσεις της (καπιταλιστικής) κοινωνικής επανάστασης. Οπότε θερμιδωριανοί: οι υποστηρικτές της πολιτικής αντίδρασης στη Ρωσία.
[4] Ο Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ και ο Λεβ Κάμενεφ ήταν παλιοί μπολσεβίκοι. Ο πρώτος ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ενώ ο δεύτερος ήταν κάποτε στενός συνεργάτης και αναπληρωτής του Λένιν. Και οι δύο είχαν διαφωνήσει τον Οκτώβριο του 1917 στην κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ. Αργότερα, μαζί με τον Στάλιν, μπλόκαραν την εφαρμογή και αρνήθηκαν την ύπαρξη της Διαθήκης του Λένιν, η οποία καλούσε στην απομάκρυνση του Στάλιν από το ρόλο του Γενικού Γραμματέα. Και οι δύο εκτελέστηκαν στις Δίκες του 1936.
[5] Ρωσικός όρος για τον χωρικό.
[6] Οργάνωση που ένωσε την Αριστερά στο βρετανικό συνδικαλιστικό κίνημα της δεκαετίας του ‘20. Δημιουργήθηκε και σε μεγάλο βαθμό έδρασε υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
[7] Το ενιαίο μέτωπο αποτελούσε μια προσωρινή συνεργασία μεταξύ των μαζικών εργατικών οργανώσεων, για δράση πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, ενώ η καθεμιά διατηρούσε ανεξαρτησία στο πολιτικό της πρόγραμμα.
[8] Κυβερνήσεις Λαϊκού Μετώπου εκλέχτηκαν στην Ισπανία τον Φλεβάρη του 1936 και στη Γαλλία τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Όπως και στην Ισπανία, έτσι και στη Γαλλία, οι εργάτες προχώρησαν άμεσα σε κινητοποιήσεις, κατέλαβαν εργοστάσια, δημιούργησαν εργοστασιακές επιτροπές. Και στις δύο χώρες, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου έδρασε σαν απεργοσπαστική δύναμη, με αποτέλεσμα στην Ισπανία να διευκολύνει την φασιστική εξέγερση του Φράνκο τον Ιουλίου του 1936.