Η κυβέρνηση της Ν.Δ κατέρρευσε. Το «ισχυρό χαρτί» του Καραμανλή, πάνω στο οποίο πόνταρε με θέρμη η άρχουσα τάξη το 2004 για την εφαρμογή του προγράμματος των συμφερόντων της τουλάχιστον για μια 8ετία, «κάηκε» τελικά στα πεντέμισι χρόνια. Κάτω από το βάρος της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας και της ορμητικής εισόδου του ελληνικού καπιταλισμού στην ύφεση, η κυβέρνηση της Ν.Δ πήρε το δρόμο για την έξοδο, έχοντας κερδίσει επάξια τον τίτλο της πιο διεφθαρμένης και κοινωνικά ανάλγητης κυβέρνησης των τελευταίων 30 χρόνων.
Αποφασιστικό ρόλο για την κατάρρευση της κυβέρνησης έπαιξαν οι μεγάλοι ταξικοί αγώνες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της θητείας της. Τα απανωτά, δυναμικά και μαζικά κινήματα της νεολαίας της εκπαίδευσης, οι μεγάλες γενικές απεργίες για το ασφαλιστικό και οι μαχητικοί απεργιακοί αγώνες – ορόσημο, των δασκάλων, των ναυτεργατών, των εργαζόμενων στη ΔΕΗ και αρκετών ακόμα κλάδων εργαζομένων, παρά τη μη νικηφόρα τους έκβαση στις περισσότερες των περιπτώσεων, αποσταθεροποίησαν σοβαρά την κυβέρνηση του κεφαλαίου και δημιούργησαν βαθειά κρίση στις γραμμές της. Ταυτόχρονα, επιβράδυναν και ανέβαλαν το πέρασμα της συντριπτικής επίθεσης που μεθοδεύει η άρχουσα τάξη για το ξερίζωμα κάθε εργατικής κατάκτησης, διασώζοντας την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και της πρωτοπόρας νεολαίας και φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα γενιά αγωνιστών ενάντια στον καπιταλισμό.
Η πλειοψηφία των στελεχών και της βάσης της Ν.Δ δεν ήθελαν τις εκλογές, καταλαβαίνοντας ότι το κόμμα του κεφαλαίου έχει εξασφαλισμένη την ήττα. Όμως δεν είναι αυτοί που αποφασίζουν. Ο Καραμανλής, αντί για «τα στελέχη και τη βάση» άκουσε τα μεγάλα αφεντικά : τους τραπεζίτες, τους μεγαλοεργολάβους, τους βιομήχανους, τους εγχώριους και ξένους δανειστές του Δημοσίου. Η ντιρεκτίβα τους προς εκείνον ήταν σαφής : «Η κυβέρνησή σου είναι πολύ αδύναμη για να περάσει τις μεταρρυθμίσεις μας. Η κρίση και το διογκούμενο κύμα της λαϊκής δυσαρέσκειας απαιτούν μια φρέσκια και άφθαρτη κυβέρνηση». Φυσικά, ο «ισχυρός» πρωθυπουργός, δεν ήταν δυνατό να πει «όχι» στα μεγάλα αφεντικά.
Επιπρόσθετα, η παράταση της ζωής αυτής της κυβέρνησης για τη λήψη νέων, ακόμα πιο αντεργατικών μέτρων, θα απειλούσε πλέον το κόμμα του κεφαλαίου με μια ήττα ακόμα πιο καταστροφική από την αναμενόμενη σήμερα, που θα έφερνε τη διάσπασή του στο προσκήνιο. Ακόμα χειρότερα για τους αστούς, θα ήταν επίσης πολύ πιθανό το ενδεχόμενο, η αδύνατη αυτή κυβέρνηση να πέσει κάτω από τα χτυπήματα των αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας και κάτι τέτοιο, θα σήμαινε την αναβολή των σκληρών αντεργατικών μέτρων για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι να καταλαγιάσει η κοινωνική οργή. Το κύριο άρθρο του «Βήματος» τρεις μέρες πριν ο Καραμανλής (30/8) προκηρύξει τις εκλογές, έδινε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση, μαρτυρώντας παράλληλα τον προβληματισμό των αστών για την προοπτική ανάπτυξης μιας επαναστατικής κατάστασης στην ελληνική κοινωνία: «…Όσο πιο γρήγορα διενεργηθούν οι εκλογές, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορέσουν να προληφθούν οι κοινωνικές πυρκαγιές που ήδη ελλοχεύουν…».
Όπως είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι αστοί έχουν κάποια αμφιβολία για τις φιλο-καπιταλιστικές προθέσεις της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, άλλο τόσο λάθος είναι να πιστέψουμε ότι αντιμετωπίζουν την ερχομό του στην εξουσία με ενθουσιασμό. Τα λόγια του ίδιου κύριου άρθρου του «Βήματος», δείχνουν την ανησυχία της άρχουσας τάξης, για τις πιθανές πιέσεις στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ από την εργατική της βάση : «Το χρέος του ΠαΣοΚ, καθώς προετοιμάζεται να αναλάβει το πηδάλιο του Κράτους, είναι να μελετήσει προσεκτικά τις επόμενες κινήσεις του, με συγκεκριμένες προτάσεις, χωρίς τον φόβο που διατυπώνουν ορισμένα στελέχη ότι «αν πούμε τι πρέπει να γίνει, η Νέα Δημοκρατία θα σφετερισθεί τις ιδέες μας», ούτε τον φόβο της απώλειας ψήφων. Επιχειρήματα ανυπόστατα, καθώς η Κοινή Γνώμη έχει πια πεισθεί για την αδυναμία της σημερινής εξουσίας να εφαρμόσει αποτελεσματικές λύσεις…». Οι αστοί θυμούνται ότι η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ λύγισε μπροστά στην ασφυκτική πίεση που δέχθηκε από τη μεγάλη γενική απεργία ενάντια στα «μέτρα Γιαννίτση» το 2001. Τώρα διαισθάνονται ότι οι πιέσεις προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα είναι ακόμα μεγαλύτερες πάνω στο έδαφος της κρίσης. Όμως είναι υποχρεωμένοι να στηριχθούν σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, γιατί η παραμονή στην εξουσία της ανυπόληπτης κυβέρνησης Καραμανλή μπορεί να ρίξει ακόμα περισσότερο «λάδι» στην «κοινωνική πυρκαγιά που ελλοχεύει», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του «Βήματος».
Οι πρωτοφανείς για προεκλογική περίοδο εξαγγελίες του Καραμανλή στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για άγρια λιτότητα σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες, για κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου και περιστολή του δικαιώματος των διαδηλώσεων, που την επομένη «πάγωσαν» ακόμα και τον δεξιό Τύπο και έτυχαν ενθουσιώδους αποδοχής μόνο από την γραφική, παλαιό – αντιδραστική «Εστία», δεν αποτελούσαν ένα επικοινωνιακό λάθος. Ήταν μια καλά μελετημένη κίνηση. Συνιστούσαν ένα πολιτικό μανιφέστο της άρχουσας τάξης με στόχο την προετοιμασία του εδάφους για τα σκληρά αντεργατικά μέτρα που έρχονται, αλλά και μια ευθεία προτροπή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όπως έκανε χαρακτηριστικά και το κύριο άρθρο του «Βήματος» που προαναφέραμε, να αρχίσει να εγκαταλείπει τις «λαϊκίστικες κορώνες» που θρέφουν προσδοκίες και να υπερασπίσει ανοιχτά την πολιτική που έχει ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός, χρησιμοποιώντας την επιρροή που διαθέτει στους εργαζόμενους.
Αυτή η τακτική, διευκόλυνε τον Παπανδρέου να εμφανίσει τις εξαγγελίες του στη ΔΕΘ για τριετή λιτότητα με ανεπαίσθητες μικρο-παραχωρήσεις, σαν μια φιλολαϊκή πολιτική. Όμως ακόμα και τα «ψίχουλα» που υποσχέθηκε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στους εργαζόμενους, όπως οι αυξήσεις λίγο πάνω από τον πληθωρισμό, η εγγυημένη κατώτερη σύνταξη και η σταδιακή βελτίωση του επιδόματος ανεργίας, είτε θα επιχειρηθεί να γίνουν το «χρύσωμα του χαπιού» για να χτυπηθούν άμεσα τα ασφαλιστικά δικαιώματα και οι εναπομείνασες κατακτήσεις στις εργασιακές σχέσεις και ταυτόχρονα να υλοποιηθούν οι προκλητικές «ενέσεις ρευστότητας» που έχει υποσχεθεί στους καπιταλιστές ο Παπανδρέου, είτε θα ξεχαστούν γρήγορα, με την επίκληση του γνωστού παραμυθιού της «καμένης γης». Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα καλό για τα συμφέροντα τους από μια ηγεσία που δεν θέλει να διαφοροποιηθεί στο ελάχιστο από το πρόσφατο αντεργατικό παρελθόν της κυβέρνησης Σημίτη και που, παρά την διεθνή χρεοκοπία αυτού του συστήματος στα μάτια των μαζών, δεν τολμά να ψελλίσει ούτε μια καθαρή κουβέντα ενάντια στον καπιταλισμό, παραπλανώντας με ανέξοδη ηθικολογία και εκκλήσεις στο αδηφάγο κεφάλαιο «να σεβαστεί την κοινωνία και τα εργατικά δικαιώματα»…
Ο καπιταλισμός νοσεί, η άρχουσα τάξη ευημερεί
Μέρα με τη μέρα, όλοι οι βασικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας χειροτερεύουν, αποδεικνύοντας την ανικανότητα του καπιταλισμού να εξασφαλίσει ακόμα και την επιβίωση σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία στις 6/8/09, ο ρυθμός «ανάπτυξης» του ΑΕΠ κινείται στο -1,7%, το έλλειμμα προσεγγίζει ταχύτατα το 8% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος, αυξανόμενο κατά 10,9% σε σχέση με πέρυσι, διαμορφώνεται πλέον στο 108,5% του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις, η κατανάλωση και η απασχόληση συρρικνώνονται διαρκώς. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΣΥΕ, μέχρι το Δεκέμβριο αναμένονται 100.000 απολύσεις. Τελευταίο πειστήριο για την ορμητική εκδήλωση της ύφεσης ήταν η ανακοίνωση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) που ανέφερε μείωση κατά 36% στο Γενικό Δείκτη Νέων Παραγγελιών στη Βιομηχανία για τον περασμένο Ιούνιο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του Ιουνίου του 2008.
Την ώρα όμως που η ελληνική οικονομία βυθίζεται στο τέλμα και οι εργαζόμενοι κατακλύζονται από ανασφάλεια και αβεβαιότητα, οι τράπεζες με βάση τα στοιχεία που οι ίδιες δίνουν στη δημοσιότητα θα εγγράψουν στους ισολογισμούς τους για το 2009 κέρδη πάνω από 600 εκατ. ευρώ. Αυτά οφείλονται κύρια στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση του υψηλού επιτοκίου δανεισμού του ελληνικού κράτους μέσω της αγοράς ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Για τους εργαζόμενους το υψηλό δημόσιο χρέος σημαίνει λιτότητα και περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Για αυτά τα παράσιτα όμως, σημαίνει εγγυημένα κέρδη…
Οι καπιταλιστές ξέρουν να απαντούν μόνο με έναν τρόπο στην κρίση που το σύστημά τους δημιούργησε : απολύοντας, κερδοσκοπώντας, επιβάλλοντας περικοπές κάθε κοινωνικά χρήσιμης κρατικής δαπάνης. Με άλλα λόγια, επιδιώκοντας να φορτώσουν την κρίση στις πλάτες των εργαζόμενων. Αντιμέτωπη με αυτή την προκλητική, ολομέτωπη επίθεση των αφεντικών, μια ηγεσία που θα πίστευε πραγματικά στο ιστορικό δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», θα συσπείρωνε τους εργαζόμενους στην υποστήριξη της εγκαθίδρυσης μιας σοσιαλιστικής, σχεδιασμένης οικονομίας. Όμως στην εποχή που ακόμα και οι αστοί προτείνουν την εθνικοποίηση τραπεζών, ο Γ. Παπανδρέου στη ΔΕΘ περιορίστηκε σε μια αφηρημένη δήλωση για «περισσότερο δημόσιο έλεγχο στις τράπεζες» και σε μια έκκληση προς τους τραπεζίτες να «συνετιστούν και να μην κερδοσκοπούν»…Ακριβώς σα να προσπαθεί κάποιος να πείσει τις τίγρεις να τρέφονται μόνο με χορτάρι…
Σε αυτές τις συνθήκες, όπου οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη για μια συνεπή πολιτική εκπροσώπηση των συμφερόντων τους, τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς βρίσκονται σε κρίση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ εθελοτυφλώντας, κάνει σα να μην συνέβη ποτέ η μεγάλη μείωση των ψήφων της στις «Ευρωεκλογές». Συνεχίζει να μένει σταθερά στο δρόμο των χωριστών, κομματικών κινητοποιήσεων, επιμένοντας ταυτόχρονα να βαφτίζει «αντικομουνιστές» όσους κάνουν κριτική στη σταλινική πολιτική της. Αρνούμενη πεισματικά να αποδεχθεί την ζωτική ανάγκη για κοινή δράση με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς και πάνω από όλους με το ΣΥΝ, αντιδρά «μικροπολιτικά» και χαιρέκακα στην κρίση που ξέσπασε στο ΣΥΡΙΖΑ. Αντί με μια συντροφική κριτική να επιχειρήσει να παρέμβει δημιουργικά, προωθώντας παράλληλα τη θέση για έναν πλατύ αριστερό πόλο που θα ενώσει σε κοινό αγώνα για μια σοσιαλιστική λύση εξουσίας δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές, εκτοξεύει φαρμακερές κορώνες περί «γελοιοποίησης του ΣΥΝ» (βλέπε πρόσφατες δηλώσεις της Αλέκας Παπαρήγα). Δυστυχώς όμως για εκείνη, ο πιο σίγουρος δρόμος για την γελοιοποίηση μια αριστερής ηγεσίας είναι να υποτιμά τη νοημοσύνη χιλιάδων αγωνιστών, βαφτίζοντας «οικοδόμηση του σοσιαλισμού» τα εγκλήματα του σταλινισμού και να διακηρύσσει κατά καιρούς κάθε είδους μέτωπα («Λαϊκή συμμαχία», «Ενιαίο Λαϊκό Μέτωπο», «Κοινωνικοπολιτική Συμμαχία» κ.λ.π), ενώ επί πολλά χρόνια «συμμαχεί» ουσιαστικά μόνο με τον εαυτό της, απλά στέλνοντας βαρύγδουπα «ταξικά» τελεσίγραφα στους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Από την άλλη πλευρά, δυστυχώς η ηγεσία του ΣΥΝ, αρνούμενη πριν από λίγες εβδομάδες να υιοθετήσει την απαίτηση της αριστερής της βάσης για ένα έκτακτο συνέδριο, κλότσησε την ευκαιρία, μέσα από μια δημιουργική συζήτηση το κόμμα να βγει από το τέλμα των δίχως αρχές συγκρούσεων στις «κορυφές» και να διορθώσει τα σοβαρά πολιτικά λάθη τις προηγούμενης περιόδου που το οδήγησαν στην ήττα του Ιούνη. Αυτό που χρειάζεται να κάνει σήμερα η ηγεσία του ΣΥΝ, είναι η υπομονετική υπεράσπιση ενός προγράμματος που θα εξηγεί ότι στην εποχή μιας βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης δεν αρκεί η πάλη ενάντια στο «νεοφιλελευθερισμό», αλλά χρειάζεται συγκεκριμένα, ο αγώνας για εθνικοποίηση όλων των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος, κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση. Ταυτόχρονα, αντί για τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις «κορυφής» με τις μικρές αριστερές οργανώσεις και ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ – η συμπόρευση με τις οποίες είναι πολύ αδύνατη για να εξασφαλίσει την μαζική ενότητα της Αριστεράς που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι – η ηγεσία του ΣΥΝ θα έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα μια καμπάνια υποστήριξης της ζωτικής υπόθεσης της ενότητας με το ΚΚΕ, συσπειρώνοντας αρχικά όλους όσους κατά καιρούς έχουν φύγει ή διαγραφεί από το κόμμα και αργότερα, στη βάση της υπομονετικής εξήγησης της αναγκαιότητας αυτής της ενότητας, να κερδίσει την συμπάθεια των καλύτερων αγωνιστών και μελών του. Μέσα από αυτή την καμπάνια, η εχθρική στην ενότητα γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, σταδιακά θα απομονώνονταν, ενώ ταυτόχρονα, θα κερδιζόταν και η πλατειά συμπάθεια της αριστερής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Μόνο αυτός ο δρόμος μπορεί να φέρει την πραγματική ανάπτυξη του ΣΥΝ και της Αριστεράς και να φέρει πιο κοντά την προοπτική μιας σοσιαλιστικής διεξόδου εξουσίας.
Η «Μαρξιστική Φωνή» διακήρυξε από την πρώτη μέρα της ύπαρξής της ότι ο αγώνας για την ενότητα της Αριστεράς και τη σοσιαλιστική προοπτική μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματικά μόνο μέσα από τις μαζικές παραδοσιακές οργανώσεις. Ο ΣΥΝ που όπως και το ΚΚΕ, αποτελεί ένα μεγάλο, ιστορικό τμήμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, αντιμετωπίζει σήμερα μια εξαιρετικά κρίσιμη περίσταση. Επωφελούμενη από τα λάθη και τις αδυναμίες της ηγετικής του πολιτικής, η άρχουσα τάξη θέλει να τον θέσει στο πολιτικό περιθώριο, για να μειώσει τις αντιδράσεις από τ’ αριστερά στην αντεργατική πολιτική που προωθεί αμέσως μετά τις εκλογές. Σε αυτές τις συνθήκες, η θέση των μαρξιστών είναι μέσα στο κόμμα, για να δώσουν από κοινού με τους χιλιάδες αγωνιστές του τον αγώνα για τη διάσωση, την ανάπτυξη και τη νικηφόρα σοσιαλιστική πορεία του ΣΥΝ και ολόκληρης της αριστεράς. Γι΄ αυτό, η συντακτική ομάδα της «Μαρξιστικής Φωνής» καλεί κάθε εργαζόμενο και νέο να ψηφίσει το ΣΥΡΙΖΑ στις κρίσιμες εκλογές της 4ης Οκτώβρη και να συσπειρωθεί μέσα στις γραμμές του ΣΥΝ, παλεύοντας για την ενότητα και τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.