Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΠανελλαδική Σύσκεψη ΛΑΕ: το κείμενο της Κομμουνιστικής Τάσης

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πανελλαδική Σύσκεψη ΛΑΕ: το κείμενο της Κομμουνιστικής Τάσης

Διαβάστε το κείμενο που κατέθεσε για συζήτηση η Κομμουνιστική Τάση στο πλαίσιο της Πανελλαδικής Σύσκεψης της ΛΑΕ που διεξάγεται σήμερα και αύριο.

 

Η ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ) έθεσε ως βασικό πολιτικό σκοπό τη δημιουργία «ενός ισχυρού λαϊκού μετώπου που θα αναστυλώσει τις προδομένες ελπίδες» από την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των Μνημονίων. Οι 155.242 ψήφοι και το ποσοστό 2,86% που απέσπασε η ΛΑΕ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, έδειξαν ότι η πρώτη απόπειρα για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού απέτυχε.

Ασφαλώς ορισμένα αρνητικά στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης όπως διαμορφώθηκε στην προεκλογική περίοδο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο γι’ αυτή την αποτυχία. Η απροκάλυπτη πολιτική προδοσία της ομάδας Τσίπρα διαμόρφωσε ένα γενικευμένο κλίμα απογοήτευσης και σύγχυσης στην κοινωνία. Ο χρόνος της προεκλογικής περιόδου ήταν εξαιρετικά σύντομος για να δημιουργηθεί ισχυρό ρεύμα υποστήριξης σ’ ένα νέο πολιτικό φορέα μέσα στις μάζες.

Όμως από την άλλη πλευρά, υπήρχε στην αντικειμενική κατάσταση ένα εξαιρετικά ευνοϊκό στοιχείο που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Είναι το τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης που δημιουργήθηκε μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ για τα ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα των εργατικών μαζών και της νεολαίας που υποστήριξαν το «Όχι» στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου. Όπως αποδείχθηκε από τις σημαντικές απώλειες που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ συγκριτικά με τις εκλογές του Γενάρη (τα στοιχεία για την εκλογική του συσπείρωση έδειξαν ότι το 30% της εκλογικής του βάσης του Γενάρη, περίπου 670.000 ψηφοφόροι, δεν τον ξαναψήφισαν τον Σεπτέμβρη) και γενικότερα από την εμφάνιση μιας μεγάλης μάζας αγανακτισμένων από την ψήφιση του νέου Μνημονίου που απείχαν με πολιτικό σκεπτικό (ασφαλώς λαθεμένο και «τυφλό»), υπήρχε μια τεράστια λαϊκή «δεξαμενή» από την οποία η ΛΑΕ μπορούσε να έχει αντλήσει σημαντική εκλογική στήριξη.

Αυτό το ευνοϊκό στοιχείο της αντικειμενικής κατάστασης, δυστυχώς έμεινε αναξιοποίητο. Η αίτια είναι δυο καθαρά υποκειμενικοί παράγοντες. Ο πρώτος είναι η συνολική πολιτική στάση της ηγεσίας της Αριστερής Πλατφόρμας (ΑΠ) κατά το κρίσιμο διάστημα της 7μηνης θητείας της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και ο δεύτερος είναι η πολιτική γραμμή και οι προγραμματικές θέσεις πάνω στις οποίες επιχείρησε να θεμελιώσει τη ΛΑΕ ο ηγετικός της πυρήνας.

Τον πρώτο παράγοντα που επέδρασε καθοριστικά στην εκλογική ήττα, επισήμανε και υπογράμμισε έγκαιρα δυστυχώς μόνο η Κομμουνιστική Τάση. Ήταν τόσα πολλά και σημαντικά τα λάθη που έκανε η ηγεσία της ΑΠ κατά τη διάρκεια της θητείας της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που ακόμα και τη σωστότερη πολιτική γραμμή να διέθετε η ΛΑΕ από την ίδρυση της και μετά, ήταν καταδικασμένη εξαιτίας αυτών των λαθών να κινηθεί μέσα σε εξαιρετικά στενά όρια εκλογικής απήχησης. Τα λάθη αυτά, δημιούργησαν έντονη καχυποψία στις μάζες έναντι του νέου κόμματος και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη δημιουργία των προαναφερόμενων αρνητικών στοιχείων της αντικειμενικής κατάστασης που συνετέλεσαν στην εκλογική αποτυχία. Ας δούμε πιο αναλυτικά αυτά τα λάθη και τις συνέπειές τους.

Η επιζήμια συμμετοχή στην κυβέρνηση και οι διαδοχικές υποχωρήσεις

Η Κομμουνιστική Τάση ήταν η μόνη συλλογικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ που τον περασμένο Γενάρη υποστήριξε ανοικτά και ξεκάθαρα ότι η ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του κόμματος έπρεπε να κρατηθεί έξω από την κυβέρνηση. Η θέση μας αυτή ήταν καρπός της πολιτικής εκτίμησης ότι η ρεφορμιστική – σοσιαλδημοκρατική πολιτική της ομάδας Τσίπρα, που εκφραζόταν στην επίμονη επιδίωξη συνεννόησης με την άρχουσα τάξη και την τρόικα, στην ακλόνητη εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό και στις αυταπάτες για τη «δημοκρατική», «αντιμνημονιακή» και «προοδευτική» διαχείριση της κρίσης του, μετά την άνοδό της στην κυβέρνηση θα την οδηγούσε αναπόφευκτα στην εκδήλωση μιας τάσης να προδώσει όλες τις βασικές προεκλογικές διακηρύξεις. Κάτω από το πρίσμα αυτής της προοπτικής, η ηγεσία της ΑΠ όφειλε να αποφύγει τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση για να διαφυλάξει στοιχειωδώς το κύρος και την αξιοπιστία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα ηγετικά στελέχη της ΑΠ θα έπρεπε να πάρουν ευθύνη συμμετοχής στην κυβέρνηση μόνο στην περίπτωση που εκείνη εξαρχής θα είχε σαφή και ξεκάθαρο ριζοσπαστικό, επαναστατικό προσανατολισμό. Μόνο αν συγκροτούνταν για να συγκρουστεί με την τρόικα και την ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία, με σκοπό να εφαρμόσει τις διακηρύξεις της λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία αντικαπιταλιστικά μέτρα και στηριγμένη στην κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού. Αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα του σχηματισμού της, η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα φάνηκε ξεκάθαρα πως δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα, με πιο ενδεικτική για την πολιτική της κατεύθυνση, τη συμμετοχή στη σύνθεσή της ενός αστικού ακροδεξιού κόμματος, των ΑΝΕΛ. Η ηγεσία της ΑΠ δυστυχώς δεν συμμερίστηκε την εκτίμηση – προειδοποίηση της Κομμουνιστικής Τάσης που επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα γεγονότα. Αντίθετα, επιδίωξε να λάβει σημαίνουσα θέση στην κυβέρνηση, συμμετέχοντας σε αυτήν με 4 υπουργούς.

Το σοβαρό λάθος της συμμετοχής της ηγεσίας της ΑΠ στην κυβέρνηση, αρχικά επισκιάστηκε από τη μεγάλη λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε η κυβέρνηση κατά τις πρώτες εβδομάδες της θητείας της. Οι πλατιές λαϊκές μάζες βλέποντας για πρώτη φορά κάτι που θύμιζε αληθινή διαπραγμάτευση με την τρόικα, έδωσαν ενθουσιώδη στήριξη στην κυβέρνηση, στήριξη που όμως βδομάδα με τη βδομάδα άρχιζε να φθίνει και να γίνεται όλο και πιο παθητική. Η ηγεσία της ΑΠ όφειλε να μην έχει παρασυρθεί από αυτό το εφήμερο και γεμάτο ψευδαισθήσεις γενικό κλίμα, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη πολιτική διορατικότητα. Αλλά εκείνη, όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στο κλίμα ψευδαισθήσεων για τις δυνατότητες εξεύρεσης μιας συναινετικής λύσης με τους «λύκους» του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου μέσω της διαπραγμάτευσης, αλλά μέσα από την συμμετοχή της στην κυβέρνηση ενίσχυσε συστηματικά αυτές τις ψευδαισθήσεις.

Η ηγεσία της ΑΠ υποστήριξε ότι η συμμετοχή της στην κυβέρνηση ήταν αναγκαία σαν αντίβαρο και ανάχωμα στις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας. Πολλοί καλόπιστοι αριστεροί αγωνιστές συμφώνησαν αρχικά με αυτόν τον ισχυρισμό και θεώρησαν ότι οι υπουργοί της ΑΠ ήταν οι θεματοφύλακες του αριστερού χαρακτήρα της κυβέρνησης και ότι η συμμετοχή τους ήταν χρήσιμη για την εργατική τάξη. Η ζωή απέδειξε ακριβώς το αντίθετο. Η συμμετοχή της ΑΠ στην κυβέρνηση ζημίωσε σοβαρά και την εργατική τάξη, αλλά και την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Παγίδευσε πολιτικά την ΑΠ και έκανε την αριστερή πτέρυγα να φαίνεται στα μάτια της νεολαίας και της εργατικής τάξης συνένοχη για τις δεξιές επιλογές της ηγετικής ομάδας.

Η συμμετοχή στην κυβέρνηση οδήγησε την ηγεσία της ΑΠ σε διαδοχικές πολιτικές υποχωρήσεις. Έτσι συναίνεσε αδιαμαρτύρητα στη συμμαχία με τους αστούς ΑΝΕΛ, αποδεχόμενη τον απατηλό ισχυρισμό της ηγετικής ομάδας ότι επρόκειτο για «συνεπείς αντιμνημονιακούς συμμάχους». Αμέσως μετά, δέχτηκε την ολέθρια, όπως φάνηκε στις μέρες του δημοψηφίσματος, επιλογή του αστού πρώην υπουργού της ΝΔ Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ακόμα χειρότερα, ανέχθηκε στην πράξη ως «αναγκαίο κακό» το «πάγωμα» των προεκλογικών δεσμεύσεων, δεν «κουνήθηκε» από τις υπουργικές της θέσεις όταν εμφανίστηκε ολοκάθαρα ο προάγγελος της τελικής προδοσίας, δηλαδή η μνημονιακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, αποδέχθηκε τη δέσμευση των αποθεματικών των κρατικών οργανισμών για να πληρωθεί κανονικά το ληστρικό χρέος, ενώ όταν η προεδρική ομάδα έφθασε να προτείνει σαν βάση συμφωνίας με την τρόικα το ένα Μνημόνιο μετά το άλλο, περιορίστηκε απλά σε μια δειλή, διπλωματική διαφοροποίηση, υποστηρίζοντας την αυταπάτη μιας συμφωνίας με τους εκβιαστές της τρόικας που «θα είναι σύμφωνη με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ήταν τόση η επιμονή στην αυτοκαταστροφική τακτική της παραμονής στην κυβέρνηση, που ακόμα και μετά την ανοικτή συνθηκολόγηση του Τσίπρα στις 12 Ιουλίου, οι υπουργοί της ΑΠ αντί να παραιτηθούν, περίμεναν παθητικά την τυπική απομάκρυνσή τους. Για τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, η στάση αυτή ήταν εξόφθαλμα αντιφατική και πολιτικά αδικαιολόγητη. Ήταν απόλυτα φυσικό και αναμενόμενο λοιπόν, το γεγονός ότι η ΛΑΕ εμφανίστηκε στην συντριπτική πλειονότητα των ριζοσπαστικοποιημένων και απογοητευμένων από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρων, πολιτικά στιγματισμένη και αφερέγγυα λόγω της πολύμηνης συμμετοχής του ηγετικού της πυρήνα στην πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου.

Η εγκατάλειψη του ΣΥΡΙΖΑ στην ομάδα Τσίπρα χωρίς μάχη

Αντί γι’ αυτή τη στάση που παγίδεψε την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και έπληξε την αξιοπιστία της, η ηγεσία της ΑΠ θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει τη στάση που έγκαιρα πρότεινε, υπεράσπισε και ανέλυσε η Κομμουνιστική Τάση. Αντί να αυτοπαγιδεύεται στην κυβέρνηση θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη σημαντική της δύναμη στα ηγετικά όργανα του κόμματος σαν βήμα για να εξηγεί υπομονετικά την ανάγκη για μια εναλλακτική, αληθινά αριστερή, ριζοσπαστική πολιτική και ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.

Η μνημονιακή συμφωνία της 20ης Φλεβάρη θα έπρεπε να έχει αποτελέσει την αφετηρία για τη σοβαρή προετοιμασία μιας εσωκομματικής μάχης, με σκοπό την ισχυροποίηση της αριστερής πτέρυγας και την αλλαγή πολιτικής, αλλά και ηγεσίας στο κόμμα, σαν μέσο για την πρόληψη και αποτροπή μια ανοικτής μνημονιακής προδοσίας. Αντί για τροπολογίες στις προτάσεις της ηγετικής ομάδας στην Κεντρική Επιτροπή, που δεν σηματοδοτούσαν τίποτα παραπάνω από μια άτολμη καταγραφή διαφωνίας, η ΑΠ θα έπρεπε να υπερασπίζει συνολικά αντιπαραθετικές εναλλακτικές προτάσεις, να ξεκινήσει μια εκστρατεία διεξαγωγής εκδηλώσεων σε κάθε γειτονιά και εργατικό χώρο συντονισμένα με όλες τις δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας, αλλά και εγγραφής νέων μελών στο κόμμα για να απομονωθεί ακόμα περισσότερο η προεδρική ομάδα.

Όταν πλέον στην αρχή του καλοκαιριού η κυβέρνηση άρχιζε να προτείνει Μνημόνια λιτότητας σαν βάση συμφωνίας με την τρόικα, η ΑΠ έπρεπε και μπορούσε να έχει επιβάλει ένα έκτακτο συνέδριο. Το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούσε για τη διεξαγωγή του τις υπογραφές μόλις του ¼ των μελών, αριθμό υπογραφών που μια τάση σαν την ΑΠ που έλεγχε το 30% της ηγεσίας θα μπορούσε σχετικά εύκολα να συγκεντρώσει. Τον Ιούνιο είχε γίνει πια φανερό ότι η προεδρική ομάδα μειοψηφούσε σε όλα τα όργανα, ακόμα και στην Πολιτική Γραμματεία. Σε αυτές τις συνθήκες, ένα έκτακτο συνέδριο με μια αποφασισμένη για μάχη ΑΠ θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει σε αλλαγή πολιτικής και ηγεσίας και στην χειρότερη, σε μια απόφαση – έκκληση η κυβέρνηση να μείνει πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Το πιο πιθανό θα ήταν η ομάδα Τσίπρα να θελήσει να αποφύγει ένα τέτοιο συνέδριο και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει αυτό θα ήταν να οδηγηθεί εσπευσμένα σε εκλογές και σε μια δεξιά διάσπαση από το κόμμα. Μια αληθινά μαχητική στάση της ηγεσίας της ΑΠ όπως αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω, θα μπορούσε λοιπόν να ματαιώσει την υπογραφή του νέου Μνημονίου και θα διέσωζε τον ΣΥΡΙΖΑ από το πέρασμά του σαν λάφυρο στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης.

Η ηγεσία της ΑΠ αντιτείνει ότι «έσωσε την τιμή της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ» με την καταψήφιση των Μνημονίων στη Βουλή. Αν το ζήτημα ήταν απλά και μόνο η «τιμή της αριστεράς», τότε ασφαλώς οι σύντροφοι θα είχαν δίκιο. Αλλά το πολιτικό καθήκον της ηγεσίας της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε εκατομμύρια ανθρώπους του μόχθου και δεκάδες χιλιάδες αριστερών αγωνιστών δεν ήταν αφηρημένα η «διάσωση της κοινοβουλευτικής τιμής» της. Ήταν η διαμόρφωση εκείνης της πολιτικής που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποτροπή της υπογραφής του τρίτου Μνημόνιου και να σώσει το κόμμα από την απόπειρα μετατροπής του σε ενεργούμενο της άρχουσας τάξης. Από αυτή τη σκοπιά, όταν η καταφανώς μειοψηφούσα στο ίδιο της το κόμμα προεδρική ομάδα Τσίπρα έχει πετύχει να περάσει το 3ο Μνημόνιο και να οδηγήσει χιλιάδες αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ σε ταπεινωτική αποχώρηση χωρίς μάχη, από μόνη της η «διάσωση της τιμής» αριστερών βουλευτών είναι μια υπόθεση χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

Η αυτοκριτική λοιπόν της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος, αλλά και της ΔΕΑ για την εκλογική ήττα της ΛΑΕ, θα είναι εντελώς λειψή, αν δεν ξεκινήσει από την πρώτη και σημαντικότερη για την εργατική τάξη ήττα για την οποία ευθύνονται : για την χωρίς ουσιαστική μάχη εγκατάλειψη του κόμματος στα χέρια της ομάδας Τσίπρα. Χωρίς θαρραλέα αυτοκριτική και ξεκάθαρα συμπεράσματα πάνω σε αυτό το ζήτημα, η ηγεσία της ΛΑΕ δεν πρόκειται να κατανοήσει τα αληθινά αίτια της εκλογικής αποτυχίας και δεν θα εκπαιδεύσει σωστά τους αγωνιστές του κόμματος.

Πρόγραμμα στη γραμμή του χρεοκοπημένου ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ

Στο πλαίσιο της πλούσιας αρθογραφίας και γενικότερα των δημόσιων τοποθετήσεων των ηγετικών στελεχών της ΛΑΕ για το άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα, υποστηρίχθηκε ότι από το νέο φορέα «έλειπε το πρόγραμμα». Η παρατήρηση αυτή στέκει μόνο στους τύπους, με την έννοια ότι δεν υπήρχε ένα αναλυτικό, συλλογικά επεξεργασμένο προγραμματικό κείμενο, αλλά δεν στέκει καθόλου στην ουσία. Η ΛΑΕ είχε προγραμματικές θέσεις και αποτυπώθηκαν στην ιδρυτική Προγραμματική της Διακήρυξη, που αποτελούσε τον οδηγό των δημόσιων προεκλογικών τοποθετήσεων του ηγετικού της πυρήνα. Το πρόβλημα όπως έγκαιρα υποστήριξε η Κομμουνιστική Τάση, δεν ήταν η ανυπαρξία προγραμματικών θέσεων, αλλά η ακαταλληλότητα της κεντρικής, δομικής αντίληψης της ιδρυτικής Προγραμματικής Διακήρυξης.

Αυτή η αντίληψη είναι ο ρεφορμισμός και είναι η ίδια που χαρακτήριζε όλα τα προγραμματικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ και που χρεοκόπησε στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, καθώς αποδείχθηκε εντελώς ανεφάρμοστη και ανέφικτη. Σύμφωνα με αυτήν, η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν είναι ένα άμεσο καθήκον. Είναι υπόθεση ενός απροσδιόριστου μέλλοντος, του οποίου θα πρέπει να προηγηθεί ένα ενδιάμεσο στάδιο άσκησης φιλολαϊκών, αντιμνημονιακών πολιτικών πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Η πραγματική ζωή όμως τους προηγούμενους μήνες, απέδειξε ότι το ενδιάμεσο στάδιο που υπόσχεται ο ρεφορμισμός είναι ουτοπικό. Ακόμα και η διακήρυξη της πρόθεσης για την επιδίωξη μιας υποτυπώδους, πραγματικής βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών, μέσα σ’ ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης και επιβράδυνσης και σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και υπερχρέωσης του ελληνικού καπιταλισμού, αποδείχτηκε ότι οδηγεί σε σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη και τον συνασπισμένο δυτικό ιμπεριαλισμό. Η τρόικα και η ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία δεν μπορούν να ανεχτούν σήμερα τίποτα λιγότερο από την επιβολή μιας διαρκούς επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, σαν μέσο για να εξυπηρετείται το χρέος, να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα τα κέρδη των μονοπωλίων και να ανοίξει ο δρόμος για μια ακόμα πιο αποφασιστική επίθεση στο βιοτικό επίπεδο του συνόλου του ευρωπαϊκού προλεταριάτου. Αυτή η οργανική σύγχρονη τάση του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας για ανελέητη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο με μια επαναστατική πολιτική και ένα επαναστατικό, αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Η «ειρηνική», σταδιακή πρόοδος, σε «συναίνεση» με τους δανειστές και την ελληνική ολιγαρχία είναι αδύνατη. Το πολιτικό καθήκον της κατάργησης της λιτότητας και των Μνημονίων είναι ταυτισμένο με το καθήκον της αφαίρεσης της εξουσίας από το κεφάλαιο για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ασφαλώς είναι απόλυτα σωστό να ισχυρίζεται κανείς ότι από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έλειπε η απαιτούμενη τόλμη, η πολιτική εντιμότητα και συνέπεια. Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η αποφασιστική αιτία που οδήγησε στην προδοτική συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου. Τα ηθικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά μιας ηγεσίας μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά τη μορφή των πολιτικών εξελίξεων. Αυτό που μπορεί να καθορίσει το ίδιο το περιεχόμενο των εξελίξεων, είναι οι πολιτικές της ιδέες, το πολιτικό της πρόγραμμα και η σχέση της με τις βασικές τάξεις της κοινωνίας. Έτσι η αποφασιστική αιτία που οδήγησε στην απροκάλυπτη προδοσία του Τσίπρα και της ομάδας του, δεν είναι η (ασφαλώς 100% υπαρκτή) πολιτική της ανεντιμότητα και δειλία, αλλά η ακλόνητη ουτοπική, ρεφορμιστική της πίστη στη δυνατότητα του καπιταλισμού να δώσει λύσεις στα πιεστικά προβλήματα των εργατικών μαζών και η εξίσου σταθερή επιδίωξή της να κυβερνήσει σε σύμπνοια με το μπλοκ της ελληνικής άρχουσας τάξης και των πιστωτών του κράτους της και προς όφελός του.

Το πρόγραμμα της ΛΑΕ θα πρέπει να θεμελιώνεται στα συμπεράσματα που προέκυψαν από την πλήρη και έμπρακτη χρεοκοπία του ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να απορρίπτει τον ρεφορμισμό και την πίστη του σε έναν «προοδευτικό, δημοκρατικό, αντιμνημονιακό» καπιταλισμό, που εμφανίζει το σοσιαλισμό σήμερα ως ανεπίκαιρο και τον αντιλαμβάνεται μόνο σαν μια «προοπτική». Θα πρέπει να δομείται πάνω στην αντίληψη ότι καμία πραγματική και σταθερή βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.

Μεταβατικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα ενδιάμεσου σταδίου;

Ο ισχυρισμός του συνόλου του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ ότι ο νέος πολιτικός φορέας θα πρέπει να υπερασπίζει “μεταβατικές” διεκδικήσεις, στο πλαίσιο ενός “μεταβατικού” προγράμματος, τυπικά είναι απόλυτα ορθός. Όμως ο όρος «μεταβατικό» έχει καθιερωθεί – με βασική υπεύθυνη την ηγεσία της παλιάς ΑΠ – να χρησιμοποιείται με μια εντελώς διαστρεβλωμένη έννοια. Για τον μαρξισμό οι έννοιες «μεταβατικές διεκδικήσεις» και «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν έχουν καμία σχέση με τις διεκδικήσεις και το πρόγραμμα μετάβασης σε ένα ανύπαρκτο, ενδιάμεσο «προοδευτικό» στάδιο πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.
Μεταβατικό για τους μαρξιστές είναι το πρόγραμμα που περιλαμβάνει εκείνες τις διεκδικήσεις, η πάλη για τις οποίες οδηγεί αντικειμενικά στο καθήκον της μετάβασης στην εργατική εξουσία και στην έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Άλλο λοιπόν, είναι το μεταβατικό πρόγραμμα και άλλο το ρεφορμιστικό πρόγραμμα του ανύπαρκτου ενδιάμεσου σταδίου.

Οι βασικές μεταβατικές διεκδικήσεις που πρέπει να υπάρχουν στο πρόγραμμα της ΛΑΕ, εκτός από τη διαγραφή του χρέους και όσα σωστά και αναγκαία μέτρα ενάντια στα Μνημόνια και τη λιτότητα περιέχονται στην Ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη, είναι διεκδικήσεις που θα αμφισβητούν τα θεμέλια της καπιταλιστικής οικονομίας και εξουσίας, όπως η κινητή κλίμακα μισθών και ωρών εργασίας, ο εργατικός έλεγχος, η κοινωνικοποίηση των τραπεζών και η άμεση απαλλοτρίωση των μεγάλων εταιρειών, η εκλογή μιας αληθινά ριζοσπαστικής κυβέρνησης των εργατικών κομμάτων που θα στηρίζεται στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης και η αντικατάσταση του αστικού κράτους από θεσμούς που θα στηρίζονται στην ενεργή συμμετοχή, τον δημοκρατικό έλεγχο των εργατικών μαζών και στην κατάργηση κάθε είδους προνομίων.

Πρόγραμμα μαζικής πάλης ή τεχνοκρατικό σχέδιο;

Σε αυτό το σημείο είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε ένα κρίσιμο ζήτημα. Το πολιτικό πρόγραμμα που θα συσπειρώσει τις μάζες τις εργατικής τάξης και της νεολαίας δεν θα είναι, ούτε και πρέπει να είναι, ένα λεπτομερές τεχνοκρατικό κείμενο που θα συνταχθεί από κάποιον σοφό καθηγητή οικονομικών, θα προβλέπει εκ των προτέρων λεπτομερείς και «κοστολογημένες» λύσεις όλων των πρακτικών προβλημάτων και θα παρουσιαστεί σαν μια τέλεια συνταγή για την πορεία της κοινωνίας προς την πρόοδο. Ένα τέτοιο προγραμματικό εγχειρίδιο δεν θα ήταν καθόλου επιστημονικό με την πραγματική έννοια του όρου. Θα ήταν βαθιά ουτοπικό και θα έμοιαζε στη μέθοδο με τις απόπειρες των κλασσικών του ουτοπικού σοσιαλισμού να επιβάλουν «εμπνευσμένες» πανάκειες στη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου ότι η εργατική τάξη δεν χρειάζεται σήμερα ένα πρόγραμμα επιστημονικό. Επιστημονικό πρόγραμμα σύμφωνα με τον μαρξισμό σημαίνει ένα πλαίσιο διεκδικήσεων που θα πηγάζουν από την πραγματική ταξική πάλη και θα εκφράζουν τις αντικειμενικές ανάγκες των εργατικών μαζών στο δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ένα πρόγραμμα που δεν θα αποτελεί υπόσχεση ή ένα «σοφό», νεκρό σχέδιο κοινωνικής αναμόρφωσης, αλλά μια διαρκή έκκληση για μαζική δράση.

Στη μέθοδο και σε βασικά στοιχεία του περιεχομένου ενός τέτοιου προγράμματος δεν υπάρχει κανένας λόγος να πρωτοτυπήσουμε. Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος έχει δώσει πρότυπα πολιτικών προγραμμάτων πάνω στα οποία μπορούμε να στηριχθούμε δημιουργικά. Τα προγραμματικά ντοκουμέντα των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» της Τετάρτης Διεθνούς αποτελούν τέτοια πρότυπα. Αυτά τα προγράμματα δεν περιείχαν ποσοτικούς υπολογισμούς για κάθε περίσταση, δεν ήταν κείμενα «σοφών» τεχνοκρατών. Ήταν προγράμματα αληθινά επιστημονικά, που συντάχθηκαν με κριτήριο την ίδια την εμπειρία της ταξικής πάλης, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και τις στοιχειώδεις ανάγκες των εργατικών μαζών. Η Κομμουνιστική Τάση ήταν η μόνη τάση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ που διέθετε ένα πρόγραμμα σε αυτά τα πρότυπα, την «Κομμουνιστική Πλατφόρμα», που μπορεί και σήμερα να αποτελέσει τη βάση για το αναγκαίο πρόγραμμα της ΛΑΕ.

Θα ήταν εκλογικά δημοφιλές ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα;

Ορισμένοι πολιτικοί σχολιαστές υποστηρίζουν συχνά ότι ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα θα ήταν «εκλογικά αντιδημοφιλές», καθώς η εφαρμογή του υποτίθεται ότι θα φάνταζε σαν μια μακρινή και ανέφικτη υπόθεση και έτσι δεν θα έπειθε ευρύτερα τμήματα των μαζών. Αυτός ο ισχυρισμός είναι λαθεμένος και υποτιμά την ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ιδιαίτερα των εκατοντάδων χιλιάδων που έδειξαν διάθεση να κινητοποιηθούν ενεργά στην υπεράσπιση του «Όχι» στο δημοψήφισμα.

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ – παρά την ακραία σεχταριστική πολιτική της ηγεσίας του – απέσπασε διπλάσιο αριθμό ψήφων στις εκλογές συγκριτικά με τη ΛΑΕ έχοντας σαν «σημαία» την άμεση αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό είναι σημαντικό. Αποδεικνύει ότι στην ελληνική κοινωνία, παρά την προσωρινή κυριαρχία της απελπισίας και της πολιτικής απογοήτευσης, υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα εργατών και νέων που ενδιαφέρονται για το σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται τον αγώνα για τη μετάβαση σ’ αυτόν ως ένα επίκαιρο καθήκον, χωρίς να έλκονται ιδιαίτερα από προγράμματα ανύπαρκτων ενδιάμεσων, αντιμνημονιακών σταδίων.

Μήπως όμως ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα στη θέση του προγράμματος του ανέφικτου ενδιάμεσου αντιμνημονιακού σταδίου, από μόνο του θα μπορούσε να έχει αλλάξει ριζικά τη μοίρα της ΛΑΕ στις εκλογές; Αν κάποιος ισχυριστεί με βεβαιότητα κάτι τέτοιο θα σφάλει, καθώς όπως τονίσαμε πιο πάνω, τα προηγούμενα καθοριστικά λάθη της ηγεσίας της ΑΠ είχαν διαμορφώσει ήδη ένα κλίμα καχυποψίας στις μάζες για το νέο πολιτικό φορέα. Ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα δεν θα εξασφάλιζε αυτόματα τα επιθυμητά υψηλά εκλογικά ποσοστά. Το σίγουρο όμως είναι, ότι με ένα τέτοιο πρόγραμμα η ΛΑΕ θα είχε συσπειρώσει ένα πολυάριθμο και μαχητικό δυναμικό αγωνιστών από τις τάξεις της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας του «Όχι», εξασφαλίζοντας την προοπτική για μια ισχυρή ανάπτυξη της επιρροής της στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, με μια εκλογική καμπάνια που κινούταν στο πλαίσιο του χρεοκοπημένου από την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ρεφορμιστικού προγράμματος του ενδιάμεσου σταδίου και μάλιστα υπερτόνιζε την έμπλεη πατριωτικών αυταπατών πανάκεια της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα ως «εργαλείο» για την αντιμετώπιση της κρίσης, ήταν φυσικό η συντριπτική πλειονότητα της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας να μείνει ασυγκίνητη.

Γιατί είναι πολιτικά λαθεμένη η επικέντρωση στο εθνικό νόμισμα

Ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ επέλεξε να κάνει μια προεκλογική καμπάνια επικεντρωμένη στο εθνικό νόμισμα. Η ΛΑΕ έτσι δεν έδινε την εικόνα ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος, αλλά ενός πολιτικού φορέα που διεξάγει καμπάνια για να δικαιώσει μια ιδέα που δεν μπορεί να πείσει σήμερα τη μεγάλη πλειονότητα του εργαζόμενου λαού. Την ιδέα ότι το εθνικό νόμισμα αποτελεί ένα «εργαλείο» για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και βασικά προβλήματα των εργατικών μαζών.

Στην ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη, στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίασή της, στην τηλεμαχία με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όσο και σε όλες τις άλλες τηλεοπτικές της συνεντεύξεις, η ηγεσία της ΛΑΕ υποστήριξε ότι το εθνικό νόμισμα θα αντιμετωπίσει το «αποφασιστικής σημασίας πρόβλημα της ρευστότητας», θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αυτές οι ιδέες είναι λαθεμένες.

Η καπιταλιστική κρίση προσεγγίζεται σαν ζήτημα «ρευστότητας» από τους κεϋνσιανούς οικονομολόγους και τους ρεφορμιστές, που αναζητούν την αιτία και τη λύση της κρίσης πάντοτε στο πεδίο της διανομής των προϊόντων της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι στην ίδια την παραγωγή. Αντίθετα ο μαρξισμός στρέφει το βλέμμα του στην καπιταλιστική παραγωγή. Η ρίζα της καπιταλιστικής κρίσης βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοκτησία και την παραγωγή με σκοπό το κέρδος.

Όπως εξήγησε ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», η εγγενής στον καπιταλισμό τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής έρχεται σε αντίφαση με τον περιορισμένο σκοπό της παραγωγής, το κέρδος, που βγαίνει από την απλήρωτη εργασιακή δύναμη των εργατών. Το ποσοστό του κέρδους έχει την τάση να πέφτει σαν αποτέλεσμα της αύξησης του σταθερού κεφαλαίου (μηχανήματα, πρώτες ύλες) έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου (κεφάλαιο που καταβάλλεται για μισθούς), αύξηση η οποία επιβάλλεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό που απαιτεί διαρκείς επενδύσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής.

Αλλά η πτώση του ποσοστού κέρδους σε κάποιο στάδιο δεν αναπληρώνεται από τη μάζα των κερδών, εξαιτίας της συντριβής της αγοραστικής δύναμης των εργατικών μαζών από την υπερεκμετάλλευση και την ανεργία, που αποτελούν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της διαρκούς απόπειρας για αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε υπερπαραγωγή κεφαλαίου και εμπορευμάτων για τα δεδομένα της διαθέσιμης αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού. Δημιουργούνται δηλαδή μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων που δεν συμφέρει πια τους καπιταλιστές να επενδυθούν στην παραγωγή. Έτσι η καπιταλιστική παραγωγή μπλοκάρει και οδηγούμαστε στην κρίση, που εξαιτίας της παραπάνω διαδικασίας έχει τον χαρακτήρα κρίσης υπερπαραγωγής ή αλλιώς υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων.

Η γενικευμένη έλλειψη «ρευστότητας» είναι ένα σύμπτωμα αυτής της κρίσης. Σε συνθήκες κρίσης το χρήμα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Οι καπιταλιστές δεν επενδύουν. Οι τράπεζες δεν δανείζουν. Οι εργαζόμενοι καταναλωτές δεν έχουν χρήματα για να καταναλώσουν. Η αγορά συρρικνώνεται διαρκώς και το πρόβλημα επιτείνεται, όταν όπως συμβαίνει σήμερα, υπάρχουν τεράστια συσσωρευμένα χρέη. Οι ρεφορμιστές και οι κεϋνσιανοί από αυτή την κατάσταση βγάζουν το συμπέρασμα ότι για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρειάζεται να τυπωθεί περισσότερο χρήμα για να «ριχθεί» στην οικονομία. Οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύονται το τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι πατριώτες ρεφορμιστές ονειρεύονται το ελεύθερο τύπωμα εθνικών χαρτονομισμάτων, από την εθνική κεντρική τράπεζα.

Οι μαρξιστές αντίθετα, οφείλουν να τονίζουν ότι τα χαρτονομίσματα, όποιο όνομα ή σύμβολο και αν έχουν, δεν έχουν αξία από μόνα τους. Πρέπει να αντανακλούν αξίες παραγόμενες στην πραγματική παραγωγή. Αν διοχετευθούν μάζες χαρτονομισμάτων στην οικονομία το αποτέλεσμα θα είναι ο εκρηκτικός πληθωρισμός και η γρήγορη απώλεια της αρχικής αξίας που αντανακλούσαν τα χαρτονομίσματα αυτά. Έτσι η πιο επείγουσα ανάγκη είναι η επίτευξη μιας επαναστατικής αλλαγής στη ρίζα της κρίσης, στο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντί για το τύπωμα περισσότερων χαρτονομισμάτων το βασικό πολιτικό καθήκον είναι το πέρασμα των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας για να σχεδιαστεί η οικονομική ανάπτυξη προς όφελος της κοινωνίας και να γίνει εφικτή η δικαιότερη δυνατή διανομή των αγαθών. Άρα η προϋπόθεση και το αληθινό «εργαλείο» για να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα της «έλλειψης ρευστότητας» είναι η εφαρμογή ενός αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού προγράμματος και όχι το ελεύθερο τύπωμα εθνικού νομίσματος.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ζητήματα στα οποία ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ υποστηρίζει ότι θα έχει ευεργετική επίδραση το εθνικό νόμισμα, δηλαδή στην ανεργία, τον εξορθολογισμό του εξωτερικού εμπορίου και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά μόνο από μια δημοκρατικά και κεντρικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία που θα εντάξει στη βάση ενός συγκεκριμένου πλάνου όλους τους ανέργους στην παραγωγή. Το εξωτερικό εμπόριο μπορεί να εξορθολογιστεί μόνο μέσα από την επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, που αποτελεί θεμελιακό πυλώνα μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Η αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση από τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που επέφερε η καπιταλιστική κρίση μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν καταργηθεί η καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής. Για να συμβεί αυτό, επίσης προϋπόθεση είναι η εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Το κεντρικό δίλλημα της εποχής μας λοιπόν, δεν είναι το παραπλανητικό «ευρώ ή δραχμή», αλλά το «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός».

Ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ σε αυτή την κριτική αντιτείνει τον ισχυρισμό ότι δεν υπερασπίζει το εθνικό νόμισμα από μόνο του, αλλά σε συνδυασμό με άλλα αναγκαία ριζοσπαστικά μέτρα. Όμως τα όποια επιβεβλημένα ριζοσπαστικά μέτρα περιέχονται στις προγραμματικές θέσεις της ΛΑΕ υποβαθμίστηκαν στην προεκλογική καμπάνια και επισκιάστηκαν πλήρως από την υποστήριξη της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα. Αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι αυτά τα ριζοσπαστικά μέτρα, έχουν μικρή έκταση και είναι εντελώς ανεπαρκή, καθώς αφήνουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της οικονομίας στα χέρια της αστικής τάξης και δεν θίγουν τον πυρήνα του αστικού κράτους. Έτσι παρ’ ότι η ιδρυτική Προγραμματική Διακήρυξη αναφέρει σωστά ότι «δεν είμαστε νοσταλγοί της καπιταλιστικής Ελλάδας της δραχμής», στην πράξη περιγράφεται σαν σκοπός άμεσης διεκδίκησης η «προοδευτική», «αντιμνημονιακή», «δημοκρατική» καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής.

Μαρξιστική και όχι «εθνική» τοποθέτηση στο νόμισμα: όρος επιβίωσης για τη ΛΑΕ

Μήπως όμως όλα αυτά σημαίνουν ότι το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη και της απεμπλοκής από τη νομισματική εξάρτηση από την ΕΚΤ είναι ένα ασήμαντο ζήτημα; Η απάντηση της Κομμουνιστικής Τάσης είναι «ασφαλώς όχι». Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί μέσα στην Ευρωζώνη να εφαρμοστεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Η έκδοση εθνικού νομίσματος θα είναι ένα αναπόφευκτο τεχνικό μέσο για να εφαρμοστεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, σαν τεχνικό συμπλήρωμα της εξόδου από την Ευρωζώνη (και φυσικά και από την καπιταλιστική ΕΕ). Όμως το βασικό πρόβλημα παραμένει ότι η ΛΑΕ δεν έχει σήμερα ένα τέτοιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα και ο ηγετικός της πυρήνας κάνει την απόπειρα να το υποκαταστήσει με τον υπερτονισμό των «ευεργετικών» επιδράσεων που θα έχει η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, σε συνδυασμό με ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού.

Από τη στιγμή λοιπόν που ο νέος αριστερός πολιτικός φορέας δεν έχει πρόγραμμα που να μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη κοινωνία, είναι απόλυτα φυσικό, η υποστήριξη στη δραχμή να φέρνει στα μάτια των μαζών την εικόνα ενός καπιταλισμού με ένα αδύναμο νόμισμα, που θα πολλαπλασιάσει τα βάσανά του. Με εφόδιο τις στοιχειώδεις γνώσεις που μπορεί να έχει για την οικονομία ένας απλός εργαζόμενος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι όταν μιλάμε για το ίδιο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, τον καπιταλισμό, ένα ισχυρό και σχετικά σταθερό νόμισμα (όσο ασφαλώς θα συνεχίζει να είναι ένα τέτοιο νόμισμα το ευρώ) θα είναι πάντα προτιμότερο για τις καθημερινές του συναλλαγές από ένα ανίσχυρο και υποτιμημένο. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα πραγματικό επιχείρημα για το αντίθετο και ένα αριστερό εργατικό κόμμα δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναζητά τέτοιου είδους επιχειρήματα. Η καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής θα είναι – όπως αποδέχονται και οι πιο «σκληροπυρηνικοί» υποστηριχτές της δραχμής – μια χώρα με ένα σημαντικά υποτιμημένο νόμισμα. Αυτό σημαίνει ακόμα χαμηλότερο εργατικό εισόδημα, υψηλό πληθωρισμό, πιθανότητα σοβαρών ελλείψεων σε εισαγόμενα αγαθά, βαθύτερη ύφεση και νέα ισχυρή τάση για υπερχρέωση και διαρκή άγρια λιτότητα.

Ποια όμως είναι η διαφορά που θα υπάρξει αν το εθνικό νόμισμα εισαχθεί σε μια κοινωνικοποιημένη, κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία; Ασφαλώς η υποτίμηση και ο πληθωρισμός θα είναι αναπόφευκτα φαινόμενα. Το ίδιο και οι ελλείψεις σε αναγκαίο τεχνολογικό εξοπλισμό και άλλα εισαγόμενα αγαθά. Όμως θα υπάρχουν εξαρχής 3 ποιοτικές διαφορές που θα αλλάζουν εκ βάθρων τη μοίρα του ελληνικού εργαζόμενου λαού. Η πρώτη είναι ότι ο δημοκρατικός έλεγχος του κράτους και των βασικών μοχλών της οικονομίας από τους εργαζόμενους θα εξοικονομήσει ένα τεράστιο ποσό από το εθνικό εισόδημα που σήμερα καταληστεύεται από τους καπιταλιστές και τους κρατικούς τους υπηρέτες και θα επιτρέψει τη χρησιμοποίησή του για να λιγοστέψουν οι θυσίες και τα βάσανα του λαού. Η δεύτερη είναι ότι με τη σχεδιασμένη οικονομία θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για το οριστικό ξεπέρασμα των αναπόφευκτων οικονομικών δυσκολιών που συνεπάγεται η έκδοση εθνικού νομίσματος και θα ανοίξει σίγουρα ο δρόμος για μια αλματώδη επωφελή για το κοινωνικό σύνολο οικονομική ανάπτυξη. Η τρίτη θα είναι το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης που θα δημιουργήσει το επαναστατικό, σοσιαλιστικό παράδειγμα στην Ελλάδα, το οποίο θα είναι τόσο ισχυρό, που αργά ή γρήγορα η σοσιαλιστική Ελλάδα θα γίνει αντικείμενο μίμησης από τους ευρωπαίους εργαζόμενους, θέτοντας τη βάση για το ξεπέρασμα της αναπόφευκτης αρχικής απομόνωσης και για την αληθινή οικοδόμηση του σοσιαλισμού με τη συνεργασία πολλών αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Επιπρόσθετα, είναι σοβαρό λάθος να υπερτονίζεται η υποστήριξη που δίνουν τώρα οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες καπιταλιστές στο ευρώ και να προσεγγίζεται σαν μια μόνιμη κατάσταση. Κανένας καπιταλιστής δεν έχει φετίχ με κανένα νόμισμα. Οι ίδιοι καπιταλιστές που σήμερα ορκίζονται στο όνομα του ευρώ, αύριο αν τα συμφέροντά τους το επιβάλουν, θα «πίνουν νερό» στο όνομα της δραχμής, του μάρκου, του φράγκου ή της λιρέτας. Αυτή δεν είναι μια φανταστική, αλλά μια απόλυτα πραγματική και πιθανή προοπτική.

Οι Βορειοευρωπαίοι καπιταλιστές, όπως έδειξε η Σύνοδος Κορυφής του Ιουλίου και το «σχέδιο Σόιμπλε», σκέφτονται πάρα πολύ σοβαρά την ώθηση της Ελλάδας πίσω στη δραχμή, σαν πιθανή αφετηρία για μια αποφασιστική αλλαγή της σύνθεσης της Ευρωζώνης, από την ανάγκη να αποφύγουν να μετατραπούν σε μόνιμους χορηγούς τεράστιων δανείων στις χώρες του Νότου που δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθούν. Από τη δική τους πλευρά, οι Έλληνες καπιταλιστές είναι πολύ πιθανό στο άμεσο μέλλον μετά από την αποτυχία απανωτών μνημονιακών προγραμμάτων να επιλέξουν μια κοινά συμφωνημένη «συντεταγμένη» έξοδο από την Ευρωζώνη, σαν ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για να μειώσουν το εργατικό κόστος, να δημιουργήσουν επενδυτικό ενδιαφέρον και να δώσουν ταυτόχρονα τόνωση στις εξαγωγές και στον τουρισμό. Είναι πολύ σοβαρό λάθος λοιπόν να θεωρείται – όπως γίνεται από την ανάλυση του ηγετικού πυρήνα της ΛΑΕ – ότι οι έλληνες καπιταλιστές θα είναι πάντοτε οπαδοί του ευρώ και πολέμιοι του εθνικού νομίσματος.

Η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, θα είναι όπως προβλέπουν εκτός από τους μαρξιστές και μια σειρά σοβαρών αστών οικονομολόγων, το αναπόφευκτο επόμενο στάδιο της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Αν η ΛΑΕ διατηρήσει σαν σημαία της την μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, η ώρα της επώδυνης για το λαό αυτής πιθανής μελλοντικής μετάβασης θα σημάνει και το άδοξο πολιτικό τέλος της ΛΑΕ, ταυτίζοντάς την στα μάτια των μαζών με την τότε «δραχμολάγνα» ελληνική άρχουσα τάξη. Να γιατί είναι σοβαρότατο – και από την άποψη των προοπτικών του κόμματος θα μπορούσε χωρίς υπερβολή κάποιος να πει και εγκληματικό – λάθος η ΛΑΕ να συνεχίζει να προβάλλει σαν βασικό δίλημμα το «ευρώ ή δραχμή» και να συνεχίζει να εμφανίζει την εικόνα ενός κόμματος που βασικά υπερασπίζει τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα.
Από αυτή τη σκοπιά, αν την επόμενη περίοδο στη ΛΑΕ κυριαρχήσουν οι απόψεις εκείνων των ηγετικών στελεχών, τάσεων και των οργανώσεων που όχι μόνο αρνούνται να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τον επιζήμιο ρόλο της «νομισματοκεντρικής» πολιτικής, αλλά φτάνουν και στο συμπέρασμα ότι η ΛΑΕ έχασε τις εκλογές γιατί δεν υποστήριξε αρκετά το εθνικό νόμισμα (!), ο νέος φορέας θα κινδυνεύσει να μετατραπεί σε μια αριστερή πατριωτική αίρεση χωρίς καμία προοπτική.

Η αναγκαία μορφή οργάνωσης της ΛAE

Η ΛΑΕ κατέβηκε στις εκλογές έχοντας ουσιαστικά αφήσει ανοιχτό το ζήτημα της οργανωτικής της συγκρότησης, λόγω του πολύ περιορισμένου χρόνου που είχε στη διάθεση της. Μετά τις εκλογές όμως, μαζί με τη συζήτηση για τα αίτια της εκλογικής ήττας, έχει ανοίξει όπως είναι φυσικό και η συζήτηση για την επόμενη μέρα και για το ερώτημα, τι είδους μορφή οργάνωσης θα έχει η ΛΑΕ και κυρίως, αν αυτή θα είναι μέτωπο ή κόμμα.
Στην συζήτηση αυτή, κυριαρχεί η άποψη ότι η ΛΑΕ πρέπει να συγκροτηθεί ως μέτωπο με οργανωτική ανεξαρτησία των πολιτικών συλλογικοτήτων που την αποτελούν. Στην κατεύθυνση αυτή, υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να έχει εκπροσώπηση κάθε επιμέρους οργάνωση στο κεντρικό της όργανο (Πολιτικό Συμβούλιο) με διορισμένο αντιπρόσωπο, θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε εντάξεις νέων οργανώσεων και αναγκαία οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται στη βάση της ομοφωνίας και της συναίνεσης.

Η άποψη μας είναι ότι αυτός είναι ένας τρόπος οργάνωσης που δεν είναι δημοκρατικός. Αυτού του είδους η οργανωτική μορφή δοκιμάστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ από το 2004 μέχρι και το 2012 και απέδειξε ότι δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις σε κρίσιμα ζητήματα, καθώς ομοφωνία σημαίνει στην πράξη δικαίωμα βέτο σε περίπτωση διαφωνίας και μπλοκάρισμα της όποιας απόφασης, ανεξαρτήτως του πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός αυτών που διαφωνούν. Η μόνη πραγματικά δημοκρατική λύση είναι η δυνατότητα λήψης αποφάσεων με την αρχή της πλειοψηφίας.

Επίσης, μια τέτοιου είδους μορφή οργάνωσης έχει ως αποτέλεσμα όλες οι διαφωνίες και οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις να συζητούνται μόνο σε επίπεδο κορυφής μεταξύ των διαφορετικών συνιστωσών και τελικά, η πολιτική γραμμή να αποφασίζεται στη λογική των μίνιμουμ «μέσων όρων», χωρίς ποτέ οι μειοψηφικές απόψεις να φτάνουν στη βάση και να συζητιούνται εκεί. Με αυτόν τον τρόπο παγιώνονται οι υφιστάμενοι συσχετισμοί και οι μειοψηφικές απόψεις δεν έχουν τη δυνατότητα να γίνουν πλειοψηφικές, πείθοντας την πλειοψηφία της βάσης. Έτσι τελικά αυτό που φαίνεται σαν εγγύηση της ανεξαρτησίας των μικρότερων συνιστωσών γίνεται στην πραγματικότητα μέσο φίμωσής τους. Η βάση παραμένει αμέτοχη στην πολιτική συζήτηση, δεν εκπαιδεύεται πολιτικά και γίνεται απλά ιμάντας μεταβίβασης της «γραμμής» από την ηγεσία προς την κοινωνία και εκτελεστικό όργανο καθηκόντων, χωρίς δικαιώματα.

Το σημαντικότερο ζήτημα όμως, είναι ότι με αυτή τη μορφή οργάνωσης δεν δίνονται πλήρη δικαιώματα σε μέλη που θέλουν να συμμετέχουν στη Λαϊκή Ενότητα, αλλά δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε κάποια από τις επιμέρους οργανώσεις-συνιστώσες που την αποτελούν. Μονόδρομος για να εκφραστούν θα είναι να συμμετάσχουν υποχρεωτικά σε κάποια από αυτές.

Η άποψη μας είναι ότι ο δημοκρατικότερος τρόπος οργάνωσης για τη ΛΑΕ είναι το ενιαίο κόμμα με τάσεις. Στη βάση αυτής της μορφής οργάνωσης κάθε μέλος της ΛΑΕ θα έχει δυνατότητα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δυνατότητα λόγου και ψήφου, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από κάποια από τις ιδρυτικές οργανώσεις ή όχι. Τα σημερινά μέλη των οργανώσεων που αποτελούν την ΛΑΕ, αλλά και κάθε μέλος που θα μπει απευθείας στη ΛΑΕ, θα έχουν ίσα δικαιώματα, με βάση την αρχή «ένα μέλος – μία ψήφος».

Κάθε τάση, αλλά και κάθε ομάδα μελών που ενοποιείται στη βάση μιας πολιτικής άποψης, θα έχει τη δυνατότητα να εκπροσωπηθεί στα ηγετικά όργανα, στη βάση αναλογικής εκπροσώπησης με λίστες. Θα πρέπει ακόμα να υπάρχει αιρετότητα, αλλά και δυνατότητα άμεσης ανάκλησης για κάθε εκλεγμένο αντιπρόσωπο σε οποιοδήποτε όργανο.

Επίσης η ηγεσία θα πρέπει να ασκείται συλλογικά από το κεντρικό όργανο, εκλέγοντας ένα εκτελεστικό όργανο για το σχεδιασμό και την παρακολούθηση της καθημερινής κομματικής δουλειάς, το οποίο θα είναι υπόλογο στο κεντρικό όργανο, με δυνατότητα ανάκλησης.

Στη βάση αυτή θα πρέπει να ληφθούν οι πολιτικές αποφάσεις, να εκλεγεί ηγεσία και να ψηφιστεί πρόγραμμα και καταστατικό από ένα Συνέδριο με εκλεγμένους από τις τοπικές και κλαδικές οργανώσεις αντιπροσώπους, όπου θα μπορούν να προταθούν διαφορετικές πολιτικές – προγραμματικές πλατφόρμες ή τροποποιήσεις και να ψηφιστούν από το σώμα και από τη βάση στον προσυνεδριακό διάλογο.

Σε τελική ανάλυση δεν έχει σημασία αν ένας τέτοιος φορέας θα ονομάζεται τυπικά κόμμα ή μέτωπο, αλλά αν θα εφαρμόζονται αυτοί οι βασικοί δημοκρατικοί κανόνες οργάνωσης. Βεβαίως δεν μπορεί να εκβιαστεί η συμμετοχή σε ενιαίο φορέα, όποιων από τους συμμάχους δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να προχωρήσει η ενοποίηση με τη μορφή ενός ενιαίου κόμματος για όσους το επιθυμούν και οι υπόλοιπες δυνάμεις να παραμείνουν σε ένα μετωπικό σχήμα, με κεντρικό συντονισμό και κοινή παρέμβαση στο μαζικό κίνημα και τις εκλογές, που στόχος του θα πρέπει έτσι κι αλλιώς να είναι η διεύρυνση προς όλη την αντιμνημονιακή και αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Μόνο μια τέτοια δημοκρατική μορφή οργάνωσης, σε συνδυασμό με το κατάλληλο μεταβατικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα που θα πρέπει να προκύψει από την συζήτηση στη βάση της ισοτιμίας των απόψεων κάθε τάσης και κάθε μέλους, αλλά και τον αποφασιστικό προσανατολισμό στο εργατικό κίνημα και την πρωτοπόρα νεολαία, μπορούν να εξασφαλίσουν στη Λαϊκή Ενότητα τους όρους για μια ελπιδοφόρα συνέχεια.

 

Κομμουνιστική Τάση

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα