Η ηγεσία του ΚΚΕ «για λόγους αρχών» αρνείται τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ στον Β’ Γύρο των Δημοτικών και περιφερειακών εκλογών ενάντια στους κυβερνητικούς υποψηφίους. Πόσο κομμουνιστική, λενινιστική και χρήσιμη για την εργατική τάξη και το σκοπό του σοσιαλισμού είναι αυτή η στάση; Την απάντηση δίνει ο Λένιν στο θαυμάσιο κείμενό του με τίτλο «Αριστερισμός: η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το οποίο δημοσιεύουμε σήμερα. Το κείμενο γράφτηκε τον Απρίλη του 1920 για το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και στα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε εδώ ο Λένιν ασκεί κριτική στις απόψεις των Γερμανών και Βρετανών αριστεριστών της πρώτης περιόδου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Τόσο τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, όσο ασφαλώς και ολόκληρο το κείμενο του Λένιν, έχουν ανεκτίμητη αξία γιατί διαχωρίζουν σαφώς τη μαρξιστική αντίληψη για τα ζητήματα της τακτικής από τις αριστερίστικες αντιλήψεις και πρακτικές, που συγχέουν την απαιτούμενη καθαρότητα στις πολιτικές και προγραμματικές αρχές με την άρνηση για κάθε συνεργασία ή τακτικό ελιγμό, που επιβαλλόμενη από τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων θα μπορούσε να διευκολύνει την επαφή των γνήσιων κομμουνιστικών ιδεών με τις μάζες.
Ο Λένιν απαντά στους αριστεριστές, όχι αφηρημένα από τη σκοπιά της υπεράσπισης των συνεργασιών με τους σοσιαλδημοκράτες και τους ρεφορμιστές «πάντα και παντού», αλλά με κριτήριο το πώς οι κομμουνιστές θα κερδίσουν ευκολότερα τη συμπάθεια και την υποστήριξη των μαζών. Στο κείμενό του μάλιστα, αναφέρεται στην αναγκαιότητα – χωρίς ασφαλώς καμία παραίτηση από το δικαίωμα κριτικής και με ακούραστη υπεράσπιση και διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών – επιμέρους συνεργασιών και συμβιβασμών με ηγέτες κατά πολύ δεξιότερους από τη σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται εκ των προτέρων κάθε επαφή και κοινή δράση.
Η πολιτική στάση της Κομμουνιστικής Τάσης έναντι των σοσιαλδημοκρατικών επιλογών της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστή και μόνο για παραχωρήσεις αρχών δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει. Όμως ο σοσιαλδημοκρατικός κατήφορος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ – τον οποίο η ΚΤ όχι απλά επικρίνει, αλλά αντιπαλεύει ενεργά και συστηματικά – δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για τυφλές και επιζήμιες για το εργατικό κίνημα πολιτικές αριστερισμού. Ανεξάρτητα από το ποιος ηγείται σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ και τι πιστεύει, στον Β’ Γύρο των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών θα κατέβουν από τη μία πλευρά οι εκλεχτοί της άρχουσας τάξης και από την άλλη οι εκπρόσωποι συνδυασμών που υποστηρίζονται από την πλειονότητα της εργατικής τάξης και συγκεκριμένα από τα πιο προοδευτικά, συνειδητοποιημένα, ενεργά και μαχητικά στρώματα των πλατιών εργατικών μαζών. Η πλειονότητα των εργαζόμενων και της πρωτοπόρας νεολαίας αντιλαμβάνεται ότι το βασικό πολιτικό καθήκον την Κυριακή είναι να ηττηθούν οι αστοί και κυβερνητικοί υποψήφιοι. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέλει να αναγνωρίσει αυτή τη στοιχειώδη, ταξική αναγκαιότητα. Η πλειονότητα των αριστερών και κομμουνιστών αγωνιστών της χώρας καταλαβαίνει ότι η άρνηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στους αστούς υποψηφίους είναι εξαιρετικά επιζήμια και για το εργατικό κίνημα, αλλά και για το ίδιο το κόμμα και τις κομμουνιστικές ιδέες. Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως κλείνει τα μάτια και τα αυτιά της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει στους εργαζόμενους, το πως συγκεκριμένα η τακτική των ίσων αποστάσεων από τους αστούς και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπηρετήσει τις ιδέες του κομμουνισμού και να φέρει πιο κοντά το κόμμα στις μάζες που προσανατολίζονται στον τελευταίο.
Βρισκόμαστε εδώ ενώπιον του αριστερισμού στην πιο καθαρή του μορφή. Ενός αριστερισμού όμως, που είναι πολλαπλά επιζήμιος και ανεύθυνος, γιατί δεν χαρακτηρίζει την πολιτική μιας μικρή ομάδας, αλλά αποτελεί την επίσημη γραμμή του πιο ιστορικού μαζικού κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης. Υπηρετώντας τη ζωτική ανάγκη η επιζήμια αυτή αριστερίστικη γραμμή να εγκαταλειφτεί το συντομότερο, οι αριστεροί και κομμουνιστές αγωνιστές θα πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά τον «Αριστερισμό» του Λένιν και να αφομοιώσουν τα πολύτιμα πολιτικά του μαθήματα.
– Ναι στην καθαρότητα και την αδιάκοπη υπεράσπιση του κομμουνιστικού προγράμματος – όχι στην επιζήμια τακτική της «ουδετερότητας», της άρνησης των συνεργασιών και τις ενότητας δράσης των μαζικών αριστερών κομμάτων ενάντια στον ταξικό αντίπαλο!
– Αλληλοϋποστήριξη ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ στον Β’ Γύρο των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών, για να δώσουμε ένα σκληρό μάθημα στους αστούς – κυβερνητικούς υποψήφιους!
Β. Ι. Λένιν : Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ»,
ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ (αποσπάσματα)
VIII
ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ;
«…Να αποκρούσουμε κατηγορηματικότατα κάθε συμβιβασμό με άλλα κόμματα… κάθε πολιτική ελιγμών και συνεννοήσεων» –γράφουν οι γερμανοί αριστεροί στην μπροσούρα της Φραγκφούρτης.
Είναι εκπληκτικό, πως οι αριστεροί αυτοί, που έχουν τέτοιες αντιλήψεις, δεν καταδικάζουν κατηγορηματικά τον μπολσεβικισμό! Γιατί δεν είναι δυνατό οι γερμανοί αριστεροί να μην ξέρουν πως όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού και πριν και μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση είναι γεμάτη από περιπτώσεις ελιγμών, συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να εξαιρούνται και τα αστικά κόμματα!
Να κάνεις πόλεμο για την ανατροπή της διεθνούς αστικής τάξης, πόλεμο εκατό φορές πιο δύσκολο, πιο μακρόχρονο και πιο περίπλοκο από ό,τι ο πεισματωδέστερος από τους συνηθισμένους πολέμους ανάμεσα στα κράτη και να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς, από την εκμετάλλευση της αντίθεσης των συμφερόντων (έστω και προσωρινής) μεταξύ των έχθρων, από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω και προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους, συμβατικούς) συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο; Δεν είναι σαν να αρνιόμασταν προκαταβολικά σε μια δύσκολη ανάβαση σε ένα ανεξερεύνητο και απάτητο ακόμη βουνό να κάνουμε κάποτε ζικ-ζακ, να γυρίζουμε κάποτε πίσω, να εγκαταλείπουμε την κατεύθυνση που είχαμε πάρει στην αρχή και να δοκιμάσουμε μια διαφορετική κατεύθυνση; Και αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν τόση λίγη συνείδηση και πείρα (πάλι καλά, αν αυτό εξηγείται με τη νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ένα ορισμένο διάστημα τέτοιες κουταμάρες) μπόρεσαν να τους υποστηρίξουν –αδιάφορα αν άμεσα ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπασμένα, ολοκληρωτικά ή εν μέρει– ορισμένα μέλη του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος!!
…Το 1907 οι μπολσεβίκοι έκλεισαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα έναν επίσημο πολιτικό συνασπισμό με τους «σοσιαλεπαναστάτες» στις εκλογές της Δούμας. Στην περίοδο 1903-1912 για κάμποσα χρόνια ανήκαμε τυπικά μαζί με τους μενσεβίκους στο ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ποτέ όμως δεν σταματήσαμε τον πολιτικό και ιδεολογικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους, σαν φορείς της αστικής επιρροής μέσα στο προλεταριάτο και οπορτουνιστές. Στο διάστημα του πολέμου συνάψαμε ένα είδος συμβιβασμού με τους «καουτσκιστές», με τους αριστερούς μενσεβίκους (Μάρτοφ) και με ένα μέρος των «σοσιαλιστών-επαναστατών» (Τσερνόφ, Νατανσόν), παρακαθίσαμε μαζί τους στο Τσίμμερβαλντ και στο Κιντάλ και βγάλαμε κοινές διακηρύξεις, δεν σταματήσαμε όμως και δεν αδυνατίσαμε ποτέ τον ιδεολογικό-πολιτικό αγώνα ενάντια στους «καουτσκιστές», στον Μάρτοφ και στον Τσερνόφ (ο Νατανσόν πέθανε το 1919. Ήταν τότε «επαναστάτης κομμουνιστής»-ναρόντνικος πολύ κοντά σε μας, σχεδόν αλληλέγγυος μαζί μας). Τη στιγμή ακριβώς της Οχτωβριανής Επανάστασης πραγματοποιήσαμε έναν όχι επίσημο, μα πολύ σπουδαίο (και πολύ πετυχημένο) πολιτικό συνασπισμό με τη μικροαστική αγροτιά, δεχτήκαμε στο ακέραιο, χωρίς καμιά αλλαγή, το αγροτικό πρόγραμμα των Εσέρων, δηλ. κλείσαμε έναν αναμφισβήτητο συμβιβασμό για να αποδείξουμε στους αγρότες πως δεν θέλουμε καθόλου να τους επιβληθούμε, αλλά να συνεννοηθούμε μαζί τους. Ταυτόχρονα προτείναμε (και πραγματοποιήσαμε γρήγορα) έναν επίσημο πολιτικό συνασπισμό, με συμμετοχή στην κυβέρνηση, στους «αριστερούς Εσέρους», που διέλυσαν το συνασπισμό αυτό ύστερα από την υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ και κατόπιν έφτασαν ως την ένοπλη εξέγερση εναντίον μας τον Ιούλη του 1918 και αργότερα ως τον ένοπλο αγώνα εναντίον μας.
Γι’ αυτό είναι ευνόητο ότι οι επιθέσεις των αριστερών της Γερμανίας ενάντια στην ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, επειδή έκανε τη σκέψη να κλείσει συνασπισμό με τους «ανεξάρτητους» («Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας», καουτσκιστές) δεν μας φαίνονται καθόλου σοβαρές και αποδείχνουν πεντακάθαρα πως οι «αριστεροί» δεν έχουν δίκιο. Και εμείς στη Ρωσία είχαμε επίσης δεξιούς μενσεβίκους (που ήταν στην κυβέρνηση Κερένσκι), οι όποιοι αντιστοιχούσαν στους γερμανούς Σάιντεμαν, και αριστερούς μενσεβίκους (Μάρτοφ), που αντιπολιτεύονταν τους δεξιούς μενσεβίκους και αντιστοιχούσαν στους γερμανούς καουτσκιστές. Το 1917 είδαμε πολύ καθαρά το βαθμιαίο πέρασμα των εργατικών μαζών από τους μενσεβίκους στους μπολσεβίκους στο πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη του 1917, είχαμε όλο-όλο τα 13% των ψήφων. Την πλειοψηφία την είχαν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Στο δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ (25/Χ/1917 με το παλιό ημερολόγιο) είχαμε τα 51% των ψήφων. Τώρα γιατί στη Γερμανία η ίδια ακριβώς, απόλυτα ομοιόμορφη, μετακίνηση των γερμανών εργατών από τα δεξιά προς τα αριστερά δεν είχε σαν συνέπεια το άμεσο δυνάμωμα των κομμουνιστών, αλλά αντίθετα το δυνάμωμα πρώτα του ενδιάμεσου Κόμματος των «ανεξάρτητων», αν και το Κόμμα αυτό δεν είχε ποτέ ανεξάρτητες πολιτικές ιδέες και καμιά ανεξάρτητη πολιτική, αλλά απλώς ταλαντευόταν ανάμεσα στους Σάιντεμαν και στους κομμουνιστές;
Είναι ολοφάνερο πως μια από τις αιτίες ήταν η λαθεμένη τακτική των γερμανών κομμουνιστών, που πρέπει άφοβα και τίμια να αναγνωρίσουν το λάθος τους αυτό και να μάθουν πως να το διορθώσουν. Το λάθος βρισκόταν στην άρνηση της συμμετοχής στο αντιδραστικό αστικό κοινοβούλιο και στα αντιδραστικά συνδικάτα, το λάθος βρισκόταν στις πολυάριθμες εκδηλώσεις της «αριστερής» παιδικής αρρώστιας που τώρα βγήκε στην επιφάνεια και γι’ αυτό θα γιατρευτεί καλύτερα, ταχύτερα και με μεγαλύτερο όφελος για τον οργανισμό…
…Είναι ολοφάνερο πως το γερμανικό «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» δεν έχει εσωτερική ομοιογένεια. Δίπλα στους παλιούς οπορτουνιστές αρχηγούς (Κάουτσκι, Χίλφερντιγκ και όπως φαίνεται σε σημαντικό βαθμό και τον Κρίσπιν, τον Λέντεμπουρ και άλλους), που απόδειξαν ότι είναι ανίκανοι να καταλάβουν τη σημασία της Σοβιετικής εξουσίας και της δικτατορίας του προλεταριάτου, ότι είναι ανίκανοι να καθοδηγήσουν τον επαναστατικό του αγώνα, μέσα σ’ αυτό το Κόμμα σχηματίστηκε και αναπτύσσεται εξαιρετικά γρήγορα η αριστερή, η προλεταριακή πτέρυγα. Εκατοντάδες χιλιάδες μέλη αυτού του Κόμματος (που έχει, μου φαίνεται, ως 750.000 μέλη) είναι προλετάριοι, που φεύγουν από τον Σάιντεμαν και τραβούν γρήγορα προς τον κομμουνισμό. Η προλεταριακή αυτή πτέρυγα πρότεινε ήδη στο συνέδριο των ανεξαρτήτων στη Λειψία (1919) την άμεση και χωρίς όρους προσχώρηση στην III Διεθνή. Είναι πραγματικά γελοίο να φοβάται κανείς έναν «συμβιβασμό» μ’ αυτή την πτέρυγα του Κόμματος. Αντίθετα, για τους κομμουνιστές είναι υποχρεωτικό να ψάξουν και να βρουν την κατάλληλη μορφή για έναν συμβιβασμό μαζί τους, για έναν τέτιο συμβιβασμό που, από το ένα μέρος, θα διευκόλυνε και θα επιτάχυνε την απαραίτητη πλήρη συγχώνευση μ’ αυτή την πτέρυγα και, από το άλλο, δεν θα εμπόδιζε καθόλου τους κομμουνιστές στην ιδεολογική-πολιτική τους πάλη ενάντια στην οπορτουνιστική δεξιά πτέρυγα των «ανεξάρτητων». Βέβαια, δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί η κατάλληλη μορφή συμβιβασμού, μόνο όμως ένας τσαρλατάνος θα μπορούσε να υποσχεθεί στους γερμανούς εργάτες και στους γερμανούς κομμουνιστές έναν «εύκολο» δρόμο για τη νίκη.
Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τον μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη (και τον μικροβιοτέχνη, τον χειροτέχνη, τον μικρονοικοκύρη γενικά), από τον μικρό ως τον μεσαίο αγρότη κτλ.• αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ. Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό του κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη. Πρέπει, ανάμεσα , στ’ άλλα, να σημειωθεί ότι η νίκη των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους απαιτούσε όχι μόνο πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917, αλλά και ύστερα απ’ αυτή, την εφαρμογή μιας τακτικής ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών, εννοείται, τέτοιας εφαρμογής και τέτοιων ελιγμών, συμφωνιών και συμβιβασμών που θα διευκόλυναν, θα επιτάχυναν, θα σταθεροποιούσαν και θα ενίσχυαν τους μπολσεβίκους σε βάρος των μενσεβίκων. Οι μικροαστοί δημοκράτες (μαζί μ’ αυτούς και οι μενσεβίκοι) ταλαντεύονται αναπόφευκτα ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στο σοβιετικό καθεστώς, ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στην επαναστατικότητα, ανάμεσα στο φιλεργατισμό και στο φόβο της δικτατορίας του προλεταριάτου κτλ. Η σωστή τακτική των κομμουνιστών πρέπει να συνίσταται στο να εκμεταλλεύονται αυτές τις ταλαντεύσεις και όχι να τις αγνοούν. Η εκμετάλλευση τους απαιτεί υποχωρήσεις απέναντι στα στοιχεία εκείνα που προσανατολίζονται, από τη στιγμή και στο μέτρο που προσανατολίζονται προς το προλεταριάτο, παράλληλα με τον αγώνα ενάντια σε εκείνους που προσανατολίζονται προς την αστική τάξη. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο μενσεβικισμός πάθαινε αποσύνθεση και αποσυντίθεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία. Αυτό είναι ένα μακρόχρονο προτσές και με τις εσπευσμένες «αποφάσεις»: «κανένας συμβιβασμός», «κανένας ελιγμός» μπορεί μόνο να ζημιώσει το έργο της ενίσχυσης της επιρροής του επαναστατικού προλεταριάτου και της αύξησης των δυνάμεων του.
IX
Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
…Το γράμμα του σ. Γκάλαχερ προς τη Σύνταξη δείχνει χωρίς αμφιβολία τα σπέρματα όλων των λαθών που κάνουν οι γερμανοί «αριστεροί» κομμουνιστές και που τα είχαν κάνει οι ρώσοι «αριστεροί» μπολσεβίκοι το 1908 και το 1918…
Και όμως ο συντάκτης του γράμματος εκφράζει την απόλυτα σωστή σκέψη ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Αγγλία πρέπει να στηρίζει τη δράση του σε επιστημονικές βάσεις. Η επιστήμη απαιτεί, πρώτο, να παίρνεις υπόψη σου την πείρα των άλλων χωρών, ιδιαίτερα αν οι άλλες χώρες, που είναι επίσης καπιταλιστικές, δοκιμάζουν ή δοκίμασαν τελευταία μια παρόμοια πείρα. Δεύτερο, να παίρνεις υπόψη όλες τις δυνάμεις, τις ομάδες, τα κόμματα, τις τάξεις, τις μάζες, που δρουν μέσα σε μια δοσμένη χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό της συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος.
Είναι σωστό ότι οι Χέντερσον, οι Κλάινς, οι Μακντόναλντ, οι Σνόουντεν είναι άνθρωποι αδιόρθωτα αντιδραστικοί. Είναι επίσης σωστό ότι θέλουν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους (προτιμώντας ωστόσο το συνασπισμό με την αστική τάξη), ότι θέλουν «να κυβερνούν» σύμφωνα με τους ίδιους παμπάλαιους αστικούς κανόνες, πως, όταν θα βρεθούν στην εξουσία, θα φέρνονται οπωσδήποτε σαν τους Σάιντεμαν και τους Νόσκε.
Όλα αυτά είναι σωστά. Από δω όμως δεν έπεται καθόλου ότι η υποστήριξή τους αποτελεί προδοσία της επανάστασης, αλλά ότι προς το συμφέρον της επανάστασης οι επαναστάτες της εργατικής τάξης πρέπει να παρέχουν σ’ αυτούς τους κυρίους ορισμένη κοινοβουλευτική υποστήριξη…
Οι αριστεροί κομμουνιστές θεωρούν αναπόφευκτο το πέρασμα της εξουσίας στο Εργατικό Κόμμα και ομολογούν πως τώρα έχει με το μέρος του την πλειοψηφία των εργατών. Από δω βγάζουν το περίεργο εκείνο συμπέρασμα που η σ. Σίλβια Πάνκχερστ το διατυπώνει έτσι:
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πρέπει να κλείνει συμβιβασμούς… Πρέπει να διατηρήσει τη θεωρία του καθαρή, την ανεξαρτησία του από το ρεφορμισμό άσπιλη. Η αποστολή του είναι να τραβά μπροστά, χωρίς να σταματά και χωρίς να ξεφεύγει από το δρόμο του, να τραβά ολόισια προς την κομμουνιστική επανάσταση».
Απεναντίας, από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των εργατών στην Αγγλία ακολουθεί ακόμη τους άγγλους Κερένσκι ή τους Σάιντεμαν, από το ότι δεν έχει ακόμη πείρα από την κυβέρνηση αυτών των ανθρώπων, πείρα που χρειάστηκε και στη Ρωσία και στη Γερμανία για να περάσουν μαζικά οι εργάτες στον κομμουνισμό, απ’ αυτό βγαίνει αναμφισβήτητα πως οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει να πάρουν μέρος στον κοινοβουλευτικό αγώνα, πρέπει μέσα από το κοινοβούλιο να βοηθήσουν την εργατική μάζα να δει στην πράξη τα αποτελέσματα της κυβέρνησης των Χέντερσον και Σνόουντεν, πρέπει να βοηθήσουν τους Χέντερσον και Σνόουντεν να νικήσουν τους ενωμένους Λόιντ Τζορτζ και Τσόρτσιλ. Κάθε διαφορετική ενέργεια σημαίνει δυσκόλεμα της υπόθεσης της επανάστασης, γιατί χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι ανέφικτη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και ποτέ με την προπαγάνδα και μόνο. «Εμπρός χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς να ξεφεύγουμε από το δρόμο» –όταν αυτό το λέει μια ολοφάνερα αδύνατη μειοψηφία εργατών, που ξέρει (η πάντως πρέπει να ξέρει) πως σε περίπτωση νίκης του Χέντερσον και του Σνόουντεν ενάντια στον Λόιντ Τζορτζ και τον Τσόρτσιλ η πλειοψηφία μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα θα απογοητευτεί από τους αρχηγούς της και θα περάσει στην υποστήριξη του κομμουνισμού (ή πάντως στην ουδετερότητα και κατά το μεγαλύτερο μέρος στην ευμενή ουδετερότητα απέναντι στους κομμουνιστές) –αυτό το σύνθημα είναι ολοφάνερα λαθεμένο. Είναι το ίδιο σαν να ρίχνονταν στη μάχη 10.000 στρατιώτες ενάντια σε 50.000 αντιπάλους, ενώ θα έπρεπε να «σταματήσουν», «να αλλάξουν δρόμο», ακόμη και να κλείσουν «συμβιβασμό», μόνο και μόνο για να περιμένουν να φτάσουν οι ενισχύσεις από 100.000 που δεν μπορούν να μπουν αμέσως στη μάχη. Αυτό είναι διανοουμενίστικη παιδαριωδία και όχι σοβαρή τακτική της επαναστατικής τάξης…
Αν δεν είμαστε επαναστατική ομάδα, αλλά Κόμμα της επαναστατικής τάξης, αν θέλουμε να τραβήξουμε μαζί μας τις μάζες (και χωρίς αυτό κινδυνεύουμε να μείνουμε απλώς φαφλατάδες), πρέπει, πρώτο, να βοηθήσουμε τον Χέντερσον ή τον Σνόουντεν να νικήσουν τον Λόιντ Τζορτζ και τον Τσόρτσιλ (μάλιστα πιο σωστά: να αναγκάσουμε τους πρώτους να νικήσουν τους δεύτερους, γιατί οι πρώτοι φοβούνται τη νίκη τους!)• δεύτερο, να βοηθήσουμε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να πειστεί με την πείρα της ότι έχουμε δίκιο, δηλ. ότι οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν δεν αξίζουν τίποτε, ότι είναι από τη φύση τους μικροαστοί προδότες, ότι η χρεοκοπία τους είναι αναπόφευκτη• τρίτο, να φέρουμε πιο κοντά τη στιγμή που με βάση την απογοήτευση της πλειοψηφίας των εργατών από τους Χέντερσον θα μπορέσουμε με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας να ανατρέψουμε αμέσως την κυβέρνηση των Χέντερσον, που θα βολοδέρνει ακόμη πιο συγχυσμένα, αφού και ο ίδιος ο τόσο έξυπνος και τόσο σοβαρός, όχι μικροαστός, αλλά μεγαλοαστός, Λόιντ Τζορτζ δείχνει πλήρη σύγχυση και εξασθενεί τον εαυτό του (και όλη την αστική τάξη) όλο και περισσότερο, χθες με τις «προστριβές» του με τον Τσόρτσιλ και σήμερα με τις «προστριβές» του με τον Άσκουϊθ…
Θα μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνενώσουν και τα τέσσερα κόμματα (όλα είναι πολύ αδύνατα, μερικά μάλιστα πάρα πολύ αδύνατα) και τις ομάδες τους σε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με βάση τις αρχές της III Διεθνούς και την υποχρεωτική συμμετοχή στο κοινοβούλιο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα προτείνει στους Χέντερσον και τους Σνόουντεν «συμβιβασμό», εκλογική συμφωνία: ας τραβήξουμε μαζί ενάντια στη συμμαχία του Λόιντ Τζορτζ και των συντηρητικών, ας μοιράσουμε τις βουλευτικές έδρες ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που θα δώσουν οι εργάτες στο Εργατικό Κόμμα ή στους κομμουνιστές (όχι στις εκλογές, αλλά σε ιδιαίτερη ψηφοφορία), ας διατηρούμε την απόλυτη ελευθερία ζύμωσης, προπαγάνδας, πολιτικής δράσης. Χωρίς αυτό τον τελευταίο όρο, δεν μπορούμε βέβαια να κάνουμε συνασπισμό, γιατί αυτό θα είναι προδοσία. Οι άγγλοι κομμουνιστές πρέπει να επιμένουν στην εξασφάλιση απόλυτης ελευθερίας για το ξεσκέπασμα των Χέντερσον και των Σνόουντεν, όπως ακριβώς επέμεναν (επί δεκαπέντε χρόνια, από το 1903 ως το 1917) Οι ρώσοι μπολσεβίκοι απέναντι στους ρώσους Χέντερσον και Σνόουντεν, δηλ. στους μενσεβίκους.
Αν οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν δεχτούν το συνασπισμό μ’ αυτούς τους όρους, τότε κερδίζουμε, γιατί το σπουδαίο για μας δεν είναι καθόλου ο αριθμός των βουλευτικών εδρών, εμείς δεν κυνηγάμε καθόλου αυτό το πράγμα, στο σημείο αυτό θα είμαστε υποχωρητικοί (ενώ Οι Χέντερσον και ιδιαίτερα οι καινούργιοι φίλοι τους –ή τα καινούργια αφεντικά τους– Οι φιλελεύθεροι που πέρασαν στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, κυνηγάνε περισσότερο αυτό το πράγμα). Κερδίζουμε, γιατί θα μεταφέρουμε τη ζύμωση μας στις μάζες τη στιγμή που ο ίδιος ο Λόιντ Τζορτζ «άνοιξε την όρεξη» σ’ αυτές και θα βοηθήσουμε όχι μόνο το Εργατικό Κόμμα να σχηματίσει πιο γρήγορα την κυβέρνηση του, αλλά και τις μάζες να καταλάβουν πιο γρήγορα όλη την κομμουνιστική μας προπαγάνδα, που θα τη διεξάγουμε ενάντια στους Χέντερσον, χωρίς να την περικόψουμε καθόλου, χωρίς να αποσιωπούμε τίποτε.
Αν Οι Χέντερσον και Οι Σνόουντεν αποκρούσουν το συνασπισμό μαζί μας μ’ αυτούς τους όρους, κερδίζουμε ακόμη περισσότερο. Γιατί θα δείξουμε αμέσως στις μάζες (σημειώστε πως ακόμη και μέσα στο καθαρά μενσεβίκικο, στο τελείως οπορτουνιστικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα η μάζα είναι υπέρ των Σοβιέτ), ότι οι Χέντερσον προτιμούν τις στενές σχέσεις τους με τους καπιταλιστές από τη συνένωση όλων των εργατών. Κερδίζουμε αμέσως μπροστά στη μάζα, που ιδιαίτερα ύστερα από τις λαμπρές και πολύ σωστές, πολύ ωφέλιμες (για τον κομμουνισμό) εξηγήσεις του Λόιντ Τζορτζ, θα δει με συμπάθεια τη συνένωση όλων των εργατών ενάντια στη συμμαχία του Λόιντ Τζορτζ με τους συντηρητικούς. Κερδίζουμε αμέσως, γιατί δείχνουμε στις μάζες ότι οι Χέντερσον και οι Σνόουντεν φοβούνται να νικήσουν τον Λόιντ Τζορτζ, φοβούνται να πάρουν την εξουσία μόνοι τους, προσπαθούν να εξασφαλίσουν στα κρυφά την υποστήριξη του Λόιντ Τζορτζ που απλώνει ανοιχτά το χέρι στους συντηρητικούς ενάντια στο Εργατικό Κόμμα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε μας στη Ρωσία, ύστερα από την επανάσταση της 27/Π/1917 (με το παλιό ημερολόγιο) η προπαγάνδα των μπολσεβίκων ενάντια στους μενσεβίκους και τους εσέρους (δηλ. ενάντια στους ρώσους Χέντερσον και Σνόουντεν) κέρδισε ακριβώς από μιαν ανάλογη περίπτωση. Λέγαμε στους μενσεβίκους και στους εσέρους: πάρτε όλη την εξουσία χωρίς την αστική τάξη, γιατί έχετε την πλειοψηφία στα Σοβιέτ (στο πρώτο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη του 1917, οι μπολσεβίκοι είχαν μόνο τα 13% των ψήφων). Οι ρώσοι όμως Χέντερσον και Σνόουντεν φοβούνταν να πάρουν την εξουσία χωρίς την αστική τάξη και, όταν η αστική τάξη όλο και ανέβαλλε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, επειδή ήξερε πολύ καλά πως την πλειοψηφία θα την έπαιρναν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. (που σχημάτιζαν μαζί έναν πολύ στενό πολιτικό συνασπισμό, αποτελούσαν στην πραγματικότητα μια μικροαστική δημοκρατία) τότε οι Εσέροι και οι μενσεβίκοι δεν ήταν σε θέση να παλέψουν δραστήρια και με συνέπεια ενάντια σ’ αυτές τις αναβολές. Στην περίπτωση που οι Χέντερσον και Σνόουντεν θα αρνούνταν να κάνουν συνασπισμό με τους κομμουνιστές, οι κομμουνιστές θα κέρδιζαν αμέσως στο έργο της κατάκτησης των συμπαθειών των μαζών και της υπόσκαψης του κύρους των Χέντερσον και Σνόουντεν, και αν απ’ αυτό χάναμε μερικές κοινοβουλευτικές έδρες το πράγμα δεν θα είχε καμιά σημασία για μας. Θα βάζαμε δικές μας υποψηφιότητες μόνο σε ελάχιστο αριθμό απόλυτα σίγουρων περιφερειών, δηλ. εκεί όπου η υποβολή δικών μας υποψηφιοτήτων δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα να βγει ένας φιλελεύθερος αντί του εργατικού (μέλους του Εργατικού Κόμματος). Θα κάναμε εκλογική ζύμωση, μοιράζοντας προκηρύξεις υπέρ του κομμουνισμού και καλώντας σε όλες τις περιφέρειες, όπου δεν υπάρχει δικός μας υποψήφιος, να ψηφίσουν τον εργατικό ενάντια στον αστό. Κάνουν λάθος οι σύντροφοι Σίλβια Πάνκχερστ και Γκάλαχερ, αν βλέπουν σ’ αυτό προδοσία του κομμουνισμού η παραίτηση από τον αγώνα ενάντια στους σοσιαλπροδότες. Απεναντίας, απ’ αυτό θα κέρδιζε αναμφισβήτητα η υπόθεση της κομμουνιστικής επανάστασης.
Για τους άγγλους κομμουνιστές πολλές φορές είναι σήμερα δύσκολο ακόμη και να πλησιάσουν τις μάζες, ακόμη και να τις κάνουν να τους ακούσουν. Αν παρουσιαστώ σαν κομμουνιστής και δηλώσω πως καλώ να ψηφίσουν τον Χέντερσον ενάντια στον Λόιντ Τζορτζ, ασφαλώς θα με ακούσουν. Και θα μπορέσω να εξηγήσω, σε κατανοητή γλώσσα, όχι μόνο γιατί τα Σοβιέτ είναι καλύτερα από το κοινοβούλιο και η δικτατορία του προλεταριάτου καλύτερη από τη δικτατορία του Τσόρτσιλ (που σκεπάζεται με την ταμπέλα της αστικής «δημοκρατίας»), αλλά και ότι θα ήθελα να στηρίξω τον Χέντερσον με την ψήφο μου, ακριβώς όπως το σκοινί στηρίζει τον κρεμασμένο• ότι όσο οι Χέντερσον πλησιάζουν στο σχηματισμό δικής τους κυβέρνησης, τόσο θα αποδείχνεται πως έχω δίκιο, τόσο θα τραβιούνται οι μάζες με το μέρος μου και θα επιταχύνεται ο πολιτικός θάνατος των Χέντερσον και των Σνόουντεν, ακριβώς όπως έγινε με τους ομοϊδεάτες τους στη Ρωσία και στη Γερμανία.
Και αν μου φέρουν την αντίρρηση: αυτή η τακτική είναι πολύ «πονηρή» και περίπλοκη, δεν θα την καταλάβουν οι μάζες, θα σκορπίσει, θα κομματιάσει τις δυνάμεις μας, θα μας εμποδίσει να τις συγκεντρώσουμε υπέρ της σοβιετικής επανάστασης κτλ., τότε θα απαντήσω στους «αριστερούς» που φέρνουν τις αντιρρήσεις: –μη φορτώνετε το δογματισμό σας στις μάζες! Στη Ρωσία ασφαλώς οι μάζες δεν είναι περισσότερο, αλλά λιγότερο πολιτισμένες απ’ ό,τι στην Αγγλία. Ωστόσο οι μάζες κατάλαβαν τους μπολσεβίκους• και τους μπολσεβίκους δεν τους εμπόδισε, αλλά τους βοήθησε το γεγονός ότι στις παραμονές της σοβιετικής επανάστασης, το Σεπτέμβρη του 1917, κατάρτισαν τους καταλόγους των υποψηφίων τους για το αστικό κοινοβούλιο (Συντακτική Συνέλευση) και την επόμενη μέρα μετά από τη σοβιετική επανάσταση, το Νοέμβρη του 1917, πήραν μέρος στις εκλογές για την ίδια τη Συντακτική Συνέλευση, που την διαλύσανε στις 5/I/1918…