Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΣοσιαλισμός σε μια χώρα: πως ο Στάλιν εγκατάλειψε τον μαρξισμό (Α' Μέρος)

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Σοσιαλισμός σε μια χώρα: πως ο Στάλιν εγκατάλειψε τον μαρξισμό (Α’ Μέρος)

Το πρώτο μέρος άρθρου για την αντιδραστική και αντιμαρξιστική θεωρία του Στάλιν που αποκαλείται «Σοσιαλισμός σε μία χώρα».

Οι κομμουνιστές ήταν πάντα διεθνιστές. Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς «έκλεισαν» το Κομμουνιστικό Μανιφέστο με το επιβλητικό σύνθημα «Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε!» Αυτό γράφτηκε στο λάβαρο της Πρώτης Διεθνούς, της Δεύτερης Διεθνούς και της Τρίτης (Κομμουνιστικής) Διεθνούς.

Αυτή η αρχή του διεθνισμού ήταν κεντρική στις ιδέες του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά πριν από 100 χρόνια, το φθινόπωρο του 1924, ο Στάλιν παρουσίασε τη θεωρία του για τον «σοσιαλισμό σε μια χώρα», που αντιπροσώπευε μια θεμελιώδη απομάκρυνση από τον μαρξισμό και έθεσε τη θεωρητική βάση για τον εκφυλισμό και τελικά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1943.

Ο αντίκτυπος αυτής της λανθασμένης θεωρίας είναι ακόμα αισθητός σήμερα. Τη στιγμή που μια νέα γενιά στρέφεται προς τις ιδέες του κομμουνισμού, είναι επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε και να υπερασπιστούμε την πραγματική, διεθνιστική παράδοση του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν.

Διεθνισμός

Ο μαρξιστικός διεθνισμός δεν είναι απλά συνθηματολογία, ή μια ηθική αρχή. Αντανακλά μια αντικειμενική αναγκαιότητα.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πάντα υποστήριζαν ότι ο κομμουνισμός δεν είναι απλά μια καλή ιδέα που θα πρέπει επιβληθεί πάνω στον κόσμο. Αντίθετα, εξήγησαν ότι η βάση του κομμουνισμού βρίσκεται στις πραγματικές, υλικές συνθήκες που υπάρχουν στον καπιταλισμό.

Πρωταρχικό μεταξύ αυτών των συνθηκών είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα. Κάθε χώρα είναι συνδεδεμένη με την παγκόσμια αγορά και κυριαρχείται από αυτήν. Αυτή είναι μια στοιχειώδης θέση για τους μαρξιστές. Μέσω της παγκόσμιας αγοράς, η ίδια η παραγωγή γίνεται και αυτή παγκόσμια. Εργοστάσια σε ένα μέρος του κόσμου παράγουν εμπορεύματα χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες από ένα άλλο μέρος, και μηχανήματα που παράγονται σε κάποιο τρίτο μέρος.

Η παραγωγική διαδικασία περιλαμβάνει δεκάδες, ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, με ειδικές γνώσεις και δεξιότητες, καθώς και φυσικούς πόρους, από όλο τον πλανήτη. Αυτή η αυξανόμενη διασύνδεση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν κάτι που ήδη υπήρχε σε μια εμβρυϊκή μορφή στην εποχή του Μαρξ. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν τα εξής στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»:«Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής απομόνωσης και αυτάρκειας, έχουμε αλληλεπίδραση προς κάθε κατεύθυνση, καθολική αλληλεξάρτηση των εθνών».[1]

Η αστική τάξη εγκαθίδρυσε το έθνος-κράτος ενάντια στον επαρχιωτισμό και τοπικισμό της φεουδαρχίας, ξεπερνώντας τους περιορισμούς που έθεταν τα τοπικά φέουδα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως προς αυτό έπαιξε έναν προοδευτικό ρόλο.  Τα τελευταία 150 χρόνια, όμως, ακόμα και το έθνος-κράτος υπήρξε ανεπαρκές. Έχει γίνει ένα τεράστιο εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και εμποδίζει την ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Η ανάδειξη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού αντανακλά στην πραγματικότητα αυτήν την αντίφαση μεταξύ του διεθνούς χαρακτήρα της παραγωγής και της ανταλλαγής υπό τον καπιταλισμό από τη μια πλευρά, και του αστικού έθνους-κράτους από την άλλη.

Στο βιβλίο του «Ο Ιμπεριαλισμός – το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», ο Λένιν εξήγησε πώς η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής είχε οδηγήσει στην κυριαρχία γιγάντιων, διεθνικών μονοπωλίων και τραπεζών, που παλεύουν για παγκόσμια κυριαρχία σε όλους τους τομείς, από την εξόρυξη πρώτων υλών μέχρι την κατάκτηση αγορών και πεδίων για επενδύσεις.

Με αυτόν τον τρόπο ο καπιταλισμός εν μέρει «ξεπερνά» τους περιορισμούς του εθνικού κράτους, ενώ εντείνει τις αντιφάσεις του συστήματος στο σύνολό του σε αφόρητο βαθμό. Το αποτέλεσμα είναι η ακραία ανισότητα, οι βαθιές κρίσεις, και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.

Η μονοπωλιοποίηση της παγκόσμιας αγοράς και οι αλυσίδες εφοδιασμού που απλώνονται σε όλο τον πλανήτη δείχνουν ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν υπερκεράσει κατά πολύ τις εθνικές αγορές. Βρίσκουν τον εαυτό τους όλο και περισσότερο εγκλωβισμένο από τα σύνορα που χωρίζουν το ένα εθνικό κράτος από το άλλο. Αυτό που ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή η επέκταση του ελεύθερου εμπορίου, ήταν μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ακριβώς αυτός ο περιορισμός.

Αυτό έχει σημασία για τους κομμουνιστές επειδή μια κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση της υψηλότερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που επιτεύχθηκε στον καπιταλισμό, και αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε διεθνή κλίμακα. Όπως έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στη «Γερμανική Ιδεολογία»:

«Αυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (που από μόνη της σημαίνει την πραγματική εμπειρική ύπαρξη των ανθρώπων στην κοσμοϊστορική, αντί για την τοπική, ύπαρξη τους) είναι απολύτως απαραίτητη πρακτική προϋπόθεση επειδή χωρίς αυτήν απλώς γενικεύεται η ένδεια, και με την ανέχεια αναγκαστικά θα επανέρθει και ο αγώνας για τα αναγκαία και όλη η παλιά βρώμικη υπόθεση [Scheiße]».[2]

Μόνο στη βάση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας θα μπορούσε να μειωθεί η εργάσιμη ημέρα, και η εργατική τάξη να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει πλήρως στη λειτουργία της κοινωνίας. Είναι η απαραίτητη υλική προϋπόθεση για την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας.

Ένα από τα βασικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι επομένως ακριβώς η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τον ζουρλομανδύα του εθνικού κράτους, είτε αυτό αφορά την επιστήμη, είτε την τεχνική γνώση, είτε τα αγαθά. Θα επέτρεπε την πραγματική συνεργασία μεταξύ εργαζομένων, επιστημόνων και βιομηχανιών σε όλο τον κόσμο:

«Η καθολική εξάρτηση, αυτή η φυσική μορφή της κοσμοϊστορικής συνεργασίας των μεμονωμένων ατόμων, θα μετατραπεί από αυτήν την κομμουνιστική επανάσταση σε έλεγχο και συνειδητή κυριαρχία αυτών των [οικονομικών] δυνάμεων, οι οποίες, έχοντας γεννηθεί από την αλληλεπίδραση των ανθρώπων, μέχρι τώρα τρομοκρατούσαν και κυβερνούσαν τους ανθρώπους ως δυνάμεις εντελώς ξένες σε αυτούς».[3]

Συνεχίζουν να εξηγούν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έχει ήδη επιτευχθεί υπό τον καπιταλισμό «κάνει κάθε έθνος να εξαρτάται από τις επαναστάσεις των άλλων».[4]

Με άλλα λόγια, ο διεθνισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ρόλου της εργατικής τάξης στην ιστορία, και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς έλεγαν ότι οι εργατική τάξη δεν έχει πατρίδα, εννοούσαν αυτό.

Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το ιδρυτικό κείμενο του κομμουνιστικού κινήματος βρίσκουμε το ακόλουθο: «Οι εθνικές διαφορές και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των λαών εξαφανίζονται καθημερινά όλο και περισσότερο, λόγω της ανάπτυξης της αστικής τάξης, της ελευθερίας του εμπορίου, της παγκόσμιας αγοράς, της ομοιομορφίας στον τρόπο παραγωγής και στις συνθήκες ζωής που αντιστοιχούν σε αυτόν. Η επικράτηση του προλεταριάτου θα τους κάνει να εξαφανιστούν ακόμα πιο γρήγορα. Η ενωμένη δράση, τουλάχιστον των προηγμένων πολιτισμένων χωρών, είναι ένας από τους πρώτους όρους για την απελευθέρωση του προλεταριάτου».[5]

Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνο για να σπάσει ο αναπόφευκτος αποκλεισμός και η στρατιωτική επέμβαση των εχθρικών καπιταλιστικών κρατών, αλλά και το ότι η οικοδόμηση ακόμη και της «πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας» – κοινώς αποκαλούμενης ως σοσιαλισμό – απαιτεί τις πιο προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στον καπιταλισμό, οι οποίες είναι εγγενώς διεθνείς. Αυτή είναι στην ουσία η θέση του μαρξισμού. Σήμερα, αυτό είναι εκατό φορές πιο αληθινό από ό,τι όταν γράφτηκε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

Η «διαρκής» επανάσταση

Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι εργαζόμενοι πολλών χωρών πρέπει να ξεσηκωθούν και να πάρουν την εξουσία ακριβώς την ίδια στιγμή. Η πολύ πραγματική ύπαρξη εθνικών κρατών, το καθένα με τη δικιά του ταξική πάλη σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, σημαίνει ότι οι εργάτες δεν θα κατακτήσουν την εξουσία σε όλες τις χώρες μονομιάς, αλλά θα νικήσουν την άρχουσα τάξη πρώτα σε μία μόνο χώρα.

Και πάλι στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν:

«Αν και όχι στο περιεχόμενο, ωστόσο στη μορφή, η πάλη του προλεταριάτου με την αστική τάξη είναι αρχικά ένας εθνικός αγώνας. Το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει, φυσικά, πρώτα απ’ όλα να τακτοποιήσει τις υποθέσεις με τη δική του αστική τάξη».[6]

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγνώρισαν επίσης ότι οι εργάτες μπορούσαν να πάρουν την εξουσία σε μια σχετικά υπανάπτυκτη χώρα, πριν από τους εργάτες στις πιο προηγμένες χώρες. Αλλά για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ήταν απαραίτητο να εξαπλωθεί η επανάσταση σε άλλες χώρες, και πάνω απ’ όλα σε αυτές του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κέντρου.

Το 1850, όταν απευθυνόμενος στην Κεντρική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Λίγκας ο Μαρξ μίλησε για τη μελλοντική επανάσταση στη Γερμανία, όπου ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης λειτουργούσε ακόμα κάτω από το συντεχνιακό σύστημα, χωρισμένο σε δεκάδες μικρά ημιφεουδαρχικά κράτη, είπε:

«Ενώ οι μικροαστοί δημοκράτες επιθυμούν να ολοκληρώσουν την επανάσταση όσο το δυνατόν γρηγορότερα […] είναι συμφέρον και καθήκον μας να κάνουμε την επανάσταση διαρκή, μέχρι όλες οι λίγο πολύ κατέχουσες τάξεις να εκδιωχθούν από τη θέση κυριαρχίας τους, μέχρι το προλεταριάτο να κατακτήσει την κρατική εξουσία, και η ένωση των προλετάριων, όχι μόνο σε μια χώρα άλλα σε όλες τις κυρίαρχες χώρες του κόσμου, να έχει προχωρήσει μέχρι το σημείο πουο ανταγωνισμός μεταξύ των προλετάριων αυτών των χωρών θα έχει πάψει να υπάρχει και που οι καθοριστικές τουλάχιστον παραγωγικές δυνάμεις θα είναι συγκεντρωμένες στα χέρια των προλετάριων».[7]

Ο Μαρξ μιλάει για το να γίνει η επανάσταση «διαρκής», με την έννοια της μετάβασης της  επανάστασης από τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα (όπως η εθνική ενοποίηση στην περίπτωση της Γερμανίας εκείνη την εποχή) στα σοσιαλιστικά καθήκοντα – την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης και την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, και στη συνέχεια τη διάδοσή της επανάστασης από τη μια χώρα στην άλλη.

Η Ρωσική Επανάσταση

Για τους επαναστάτες στη Ρωσία, οι καθυστερημένες συνθήκες αποτελούσαν πρόκληση. Πώς έπρεπε αυτή η γενική αντίληψη σχετικά με την ανάγκη να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στις πιο προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις να εφαρμοστεί στη Ρωσία; Προφανώς η Ρωσία, από μόνη της, δεν ήταν έτοιμη για τον σοσιαλισμό.

Το 1905, ο Τρότσκι είχε σκιαγραφήσει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, σύμφωνα με την επαναστατική στρατηγική που περιέγραψε ο Μαρξ. Σχολιάζοντας το πώς ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, μετατρέποντας τον κόσμο σε έναν ενιαίο οικονομικό και πολιτικό οργανισμό, ο Τρότσκι εξήγησε:

«Αυτό δίνει αμέσως στα γεγονότα που εκτυλίσσονται τώρα έναν διεθνή χαρακτήρα και ανοίγει έναν ευρύ ορίζοντα. Η πολιτική απελευθέρωση της Ρωσίας υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης θα ανεβάσει αυτήν την τάξη σε ένα ύψος ως τώρα άγνωστο στην ιστορία, θα μεταφέρει σ’ αυτήν κολοσσιαία δύναμη και πόρους, και θα την κάνει πρωτεργάτη της κατάργησης του παγκόσμιου καπιταλισμού, για την οποία η ιστορία έχει δημιουργήσει όλες τις αντικειμενικές προϋποθέσεις».[8]

Δηλαδή, ανεξάρτητα από την καθυστέρηση  που υπήρχε στη Ρωσία, οι προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό υπήρχαν σε παγκόσμια κλίμακα. Οι Ρώσοι εργάτες θα μπορούσαν επομένως να ξεκινήσουν την παγκόσμια επανάσταση, η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να ολοκληρωθεί στην Ευρώπη. Έτσι, η στρατηγική του Τρότσκι ενοποίησε αφενός την ωριμότητα της παγκόσμιας οικονομίας για τον σοσιαλισμό, με τους διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης και τους διαφορετικούς ρυθμούς της ταξικής πάλης στις διαφορετικές χώρες, και ειδικότερα στη Ρωσία.

Κάτω από την αφόρητη πίεση του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, ο καπιταλισμός έσπασε στον πιο αδύναμο κρίκο του: την Τσαρική Αυτοκρατορία. Η επανάσταση ξέσπασε ενάντια στον πόλεμο και την απολυταρχία τον Φεβρουάριο του 1917 και ο Τσάρος αντικαταστάθηκε από μια αστικοδημοκρατική «προσωρινή κυβέρνηση». Ταυτόχρονα, οι εργάτες και οι φαντάροι δημιούργησαν τα δικά τους επαναστατικά συμβούλια, με το ρωσικό όνομα «σοβιέτ».

Το Κόμμα των Μενσεβίκων, το οποίο εκείνη την εποχή είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Ρώσων εργατών, μπήκε στην προσωρινή κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι το καθήκον των εργατών ήταν τώρα να υποστηρίξουν τη δημιουργία ενός δημοκρατικού κράτους και όχι να παλέψουν για την εξουσία.

Δικαιολόγησαν αυτήν την πολιτική με βάση το ότι η Ρωσία ήταν πολύ υπανάπτυκτη για να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό. Επομένως, έλεγαν, μόνο η αστική τάξη μπορούσε να πάρει την εξουσία. Υποστήριζαν ότι μόνο τότε, μετά από μια μακρά, ακαθόριστη περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, η Ρωσία θα ήταν επιτέλους ώριμη για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στην πράξη, αυτό σήμαινε υπεράσπιση της αδύναμης και εκφυλισμένης ρωσικής αστικής τάξης, υποστήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, παραίτηση από την αγροτική μεταρρύθμιση και προετοιμασία του αφοπλισμού των εργατών. Με λίγα λόγια, οι Μενσεβίκοι πήραν θέση στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης.

Σε αυτήν την προδοσία της εργατικής τάξης, ο Λένιν αντιπαράθεσε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!». Αυτό δεν σήμαινε τίποτα άλλο από την κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες και τους αγρότες και την ανατροπή του αστικού κράτους. Τον Απρίλη του 1917, ο Λένιν εξηγούσε:

«Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρούσας κατάστασης στη Ρωσία είναι ότι η χώρα περνάει από το πρώτο στάδιο της επανάστασης – το οποίο, λόγω της ανεπαρκούς ταξικής συνειδητοποίησης και οργάνωσης του προλεταριάτου, έδωσε την εξουσία στα χέρια της αστικής τάξης – στο δεύτερο στάδιο, το οποίο πρέπει να θέσει την εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου και των φτωχότερων τμημάτων των αγροτών».[9]

Με αυτήν την προοπτική, το Μπολσεβίκικο Κόμμα κέρδισε την πλειοψηφία στα σοβιέτ και οι εργάτες κατέλαβαν την εξουσία υπό την ηγεσία του Λένιν και του Τρότσκι τον Οκτώβριο.

Αλλά ούτε ο Λένιν ούτε ο Τρότσκι είχαν γίνει ξαφνικά ιδεαλιστές, νομίζοντας ότι παίρνοντας την εξουσία στη Ρωσία θα μπορούσαν να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό χωρίς τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις. Είχαν πλήρη επίγνωση ότι το πρόγραμμά τους είχε νόημα μόνο στο πλαίσιο της παγκόσμιας επανάστασης.

Σε ένα ψήφισμα («Ψήφισμα για την τρέχουσα κατάσταση») της κρίσιμης Συνδιάσκεψης του Απρίλη των Μπολσεβίκων, ο Λένιν τοποθέτησε τη Ρωσική Επανάσταση στο διεθνές της πλαίσιο: «Η ρωσική επανάσταση είναι μόνο το πρώτο στάδιο της πρώτης από τις προλεταριακές επαναστάσεις οι οποίες είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολέμου».[10]

Στο πνεύμα του διεθνισμού το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με αντιπροσώπους από 33 άλλες χώρες ίδρυσαν την Κομμουνιστική Διεθνή τον Μάρτιο του 1919. Αυτή δημιουργήθηκε ακριβώς για να εξαπλώσει την παγκόσμια επανάσταση πέρα από τα σύνορα του νέου εργατικού κράτους.

Την ίδια χρονιά, στην πολεμική του υπεράσπιση της σοβιετικής εξουσίας με τίτλο «Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι», ο Λένιν έθεσε τα ακόλουθα ως τη γνήσια, διεθνιστική θέση σχετικά με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο:

«Αν ο πόλεμος είναι ένας αντιδραστικός, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, […] το καθήκον μου ως εκπρόσωπος του επαναστατικού προλεταριάτου είναι να προετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση ως τη μόνη διέξοδο από τη φρίκη μιας παγκόσμιας σφαγής. Πρέπει να επιχειρηματολογήσω, όχι από τη σκοπιά της χώρας «μου» (γιατί αυτό είναι το επιχείρημα ενός άθλιου, ανόητου, μικροαστού εθνικιστή που δεν συνειδητοποιεί ότι είναι απλώς ένα πιόνι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης) αλλά από τη σκοπιά του μεριδίου μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδιση και στην επίσπευση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης».[11]

Ο Λένιν, με άλλα λόγια, προετοίμαζε όχι μόνο την επανάσταση στη Ρωσία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Συνεχίζει:

«Η τακτική των Μπολσεβίκων ήταν σωστή· Ήταν […] βασισμένη, όχι στον δειλό φόβο για μια παγκόσμια επανάσταση, όχι σε μια φιλισταϊκή «έλλειψη πίστης» σε αυτήν […] αλλά σε μια σωστή (και, πριν τον πόλεμο και πριν την αποστασία των σοσιαλσοβινιστών και των σοσιαλπασιφιστών, μια καθολικά αποδεκτή) εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη. Αυτή η τακτική ήταν η μόνες διεθνιστική τακτική, γιατί έκανε ό,τι ήταν δυνατό σε μια χώρα για την ανάπτυξη, την υποστήριξη και την αφύπνιση της επανάστασης σε όλες τις χώρες». [12]

Και πράγματι, ένα επαναστατικό κύμα ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση, στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία και άλλες χώρες. Ωστόσο η άρχουσα τάξη και η σοσιαλδημοκρατία πέτυχαν είτε να συντρίψουν το κίνημα είτε να το κατευθύνουν σε ασφαλέστερα κανάλια.

Μέχρι τη στιγμή που έμεινε ανίκανος από την ασθένεια, ο Λένιν συνέχιζε να επιμένει ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση θα ήταν αδύνατη χωρίς τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης αλλού, και ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στο «Καλύτερα Λιγότερα, αλλά Καλύτερα» (1923) έγραφε:

«Το γενικό χαρακτηριστικό της σημερινής μας ζωής είναι το εξής: καταστρέψαμε την καπιταλιστική βιομηχανία και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να ισοπεδώσουμε τους μεσαιωνικούς θεσμούς και την ιδιοκτησία της γης, και έτσι δημιουργήσαμε μια μικρή και πολύ μικρή αγροτιά, η οποία ακολουθεί το προλεταριάτο γιατί πιστεύει στα αποτελέσματα του επαναστατικού του έργου. Δεν είναι εύκολο για εμάς, ωστόσο, να συνεχίσουμε μέχρι να νικήσει η σοσιαλιστική επανάσταση στις πιο ανεπτυγμένες χώρες μόνο με τη βοήθεια αυτής της εμπιστοσύνης, επειδή η οικονομική αναγκαιότητα, ειδικά υπό τη ΝΕΠ [Νέα Οικονομική Πολιτική], διατηρεί την παραγωγικότητα της εργασίας των μικρών και πολύ μικρών αγροτών σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο». [13]

Και πρόσθετε, πολύ σημαντικά: «[…] και εμείς, επίσης, δεν έχουμε αρκετό πολιτισμό για να μπορέσουμε να περάσουμε κατευθείαν στον σοσιαλισμό, αν και έχουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις γι’ αυτό». [14]

Με άλλα λόγια, όταν ο Λένιν μιλούσε για βήματα προς τον σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση ήταν πάντα από την άποψη της διατήρησης του εργατικού κράτους (της πολιτικής προϋπόθεσης του σοσιαλισμού) μέχρι η επανάσταση να μπορέσει να εξαπλωθεί στη Δύση. Σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και παγκόσμια επανάσταση δεν ήταν δύο διαφορετικές και ανταγωνιστικές πολιτικές, το ένα ήταν εγγενώς συνδεδεμένο με το άλλο.


[1] K. Marx, F. Engels, ‘Manifesto of the Communist Party’, Classics of Marxism, Vol. 1, Wellred Books, 2013, σελ. 6

[2] K. Marx et al., ‘From The German Ideology’, The Revolutionary Philosophy of Marxism, Wellred Books, 2018, σελ. 260-261

[3] στο ίδιο, σελ. 260

[4] στο ίδιο

[5] K. Marx, F. Engels, ‘Manifesto of the Communist Party’, Classics of Marxism, Vol. 1, Wellred Books, 2013, σελ. 20, η έμφαση δική μας

[6] στο ίδιο, σελ. 13

[7] K. Marx, F. Engels, ‘Address of the Central Authority to the League’, Karl Marx Frederick Engels Collected Works, τόμος 10, Progress Publishers, 1978, σελ. 277-278, έμφαση δική μας

[8] L Trotsky, The Permanent Revolution & Results and Prospects, Wellred Books, 2020, σελ. 256

[9] V. I. Lenin, ‘The Tasks of the Proletariat in the Present Revolution’, Lenin Collected Works, τόμος 24, 1974, σελ. 22, έμφαση στο πρωτότυπο

[10] V I Lenin, ‘Resolution on the Current Situation’, Lenin Collected Works, τόμος 24, 1974, σελ. 310

[11] V I Lenin, ‘The Proletarian Revolution and the Renegade Kautsky’, Lenin Collected Works, τόμος 28, 1965, σελ. 286-287

[12] στο ίδιο, σελ. 292

[13] V. I. Lenin, ‘Better Fewer but Better’, Lenin Collected Works, τόμος 33, 1966, σελ. 498, έμφαση δική μας

[14] στο ίδιο, σελ. 501

Νίκλας Άλμπιν Σβένσον

Μετάφραση: Γεωργία Τζιρκαλλή

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα