Γιατί νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ;
Περνώντας στο τμήμα της «Διακήρυξης της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» που αφορά τον ίδιο τον μισό αιώνα που ακολούθησε από την πτώση της Χούντας, διαπιστώνουμε ότι μένει στο σκοτάδι, και μάλιστα με μια προκλητικά ανιστόρητη προσέγγιση, η αληθινή αιτία για την νομιμοποίηση του ΚΚΕ μετά από 27 χρόνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1974 από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Κ. Καραμανλή. Η Διακήρυξη εντάσσει τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ στην απόπειρα «αναμόρφωσης» και εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, κριτήριο για την οποία μάλιστα, φέρεται να ήταν και το ότι το σύστημα πλέον «δεν μπορούσε να αγνοήσει την υποχώρηση του αντικομμουνισμού στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις…».
Στην κυριολεξία εμβρόντητοι οι καλόπιστοι αναγνώστες της Διακήρυξης, πληροφορούνται εμμέσως πλην σαφώς ότι οι «εργατικές και λαϊκές δυνάμεις» εμφορούνταν κάποτε (πότε άραγε;) από αντικομμουνισμό, ο οποίος φαίνεται ότι είχε πλέον υποχωρήσει όταν κατέρρευσε η δικτατορία, με αποτέλεσμα αυτό το γεγονός να συντελέσει στη νομιμοποίηση του ΚΚΕ! Ασφαλώς, αυτό είναι ένα ακραία ανιστόρητο αφήγημα. Όχι μόνο δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αλήθεια, αλλά και ποτέ δεν έχει υποστηριχθεί από κάποιον απολογητή του καπιταλισμού. Ο αντικομμουνισμός ήταν η φυσική ιδεολογία της οργανικά αντιδραστικής ελληνικής άρχουσας τάξης σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα και ποτέ δεν απέκτησε ισχυρή επιρροή στις τάξεις των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που ιστορικά, σε όλες τις μεγάλες μάχες τους συνδέθηκαν στενά με το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
Το ΚΚΕ, κηρύχθηκε επανειλημμένα παράνομο μέσα στον προηγούμενο αιώνα, όχι ως αποτέλεσμα κάποιας ανόδου του αντικομμουνισμού στις εργαζόμενες και φτωχές λαϊκές μάζες, αλλά ως τμήμα της γενικότερης απόπειρας της ελληνικής άρχουσας τάξης να υπερασπίσει το σάπιο καθεστώς της από τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, με τις μεθόδους της κρατικής τρομοκρατίας. Και τελικά το 1974, η άρχουσα τάξη αναγκάστηκε να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ γιατί α) ο νέος ταξικός συσχετισμός δύναμης που άρχισε να διαμορφώνεται στην ελληνική κοινωνία μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν της επέτρεπε πλέον να κυβερνά με τις ίδιες μεθόδους ανοικτής κρατικής τρομοκρατίας του παρελθόντος, αλλά και γιατί β) η σταλινική πολιτική που είχε οδηγήσει το εργατικό κίνημα στις μεγάλες ήττες του 1936 και της περιόδου 1944-1949, και είχε συντελέσει σε εκείνη των μέσων της δεκαετίας του 1960 που ετοίμασε το έδαφος για την επιβολή της δικτατορίας, είχε διασπάσει και αποδυναμώσει το ΚΚΕ μέσα στις μάζες, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να ξεπεραστεί η παλιά κραταιά επιρροή του σε αυτές από ένα νέο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ.
Ήταν το ΠΑΣΟΚ ένα δημιούργημα του αστικού κατεστημένου;
Για την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ μάλιστα, η Διακήρυξη, συσκοτίζοντας πάλι τις ιστορικές αιτίες για τα σημαντικά γεγονότα και φαινόμενα που καθόρισαν τη Μεταπολίτευση, περιορίζεται απλώς να αναφέρει ότι «μεθοδικά είχε προετοιμαστεί η εμφάνιση κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας – του ΠΑΣΟΚ – με δυνατότητα απορρόφησης ΕΑΜογενών δυνάμεων», χωρίς να αναφέρει τίποτα για τις ευθύνες της πολιτικής του ΚΚΕ γι’ αυτό το φαινόμενο. Με αυτή τη διατύπωση, όχι μόνο επιχειρείται να εξαφανιστεί η σταλινική ηγετική πολιτική από το κάδρο των ευθυνών για την απώλεια της «πρωτοκαθεδρίας» στις μάζες από το ΚΚΕ, αλλά αντικαθίσταται η μαρξιστική ερμηνεία της εμφάνισης του ΠΑΣΟΚ από μια θολή «μεθοδική προετοιμασία» που υπονοεί την πραγματοποίηση μιας καθεστωτικής συνωμοσίας σε βάρος του ΚΚΕ.
Έτσι, ξαφνικά, χωρίς μαρξιστική αιτιολόγηση, εμφανίζεται στη Διακήρυξη το αστικό πολιτικό σύστημα να αποκτά δύο κόμματα, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ «στη θέση της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου», τα οποία «μπόρεσαν να ανανεώσουν τη συναίνεση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στην καπιταλιστική εξουσία». Με αυτήν την τουλάχιστον επιπόλαιη περιγραφή των μεταχουντικών πολιτικών εξελίξεων, αποκρύβεται όχι μόνο η πολιτική αποτυχία του ελληνικού σταλινισμού, αλλά και η πραγματική ταξική και πολιτική φύση του ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής. Κρύβεται το γεγονός ότι όχι μόνο δεν ήταν πολιτικό δημιούργημα της αστικής τάξης, αλλά το γέννημα της ίδιας της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας και των εργαζόμενων στη χώρα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την οποία τα δυο σταλινικά ΚΚΕ, «ορθόδοξο» και «ευρω-σταλινικό», ήταν ανίκανα να εκφράσουν πλειοψηφικά.
Επιπλέον αποσιωπάται, το γεγονός ότι η ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ (Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη), αντανακλώντας ακριβώς αυτή την ριζοσπαστικοποίηση, κινούταν προγραμματικά στα αριστερά των αντίστοιχων κειμένων και αποφάσεων του ΚΚΕ, κατατάσσοντας αντικειμενικά το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου στον κεντρισμό, δηλαδή στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ρεφορμισμού και επαναστατικού μαρξισμού, και όχι βέβαια στα κόμματα του αστικού κατεστημένου όπως ανιστόρητα υπονοεί το κείμενο της ΚΕ του ΚΚΕ. Και φυσικά, στο πλαίσιο αυτής της συνομωσιολογικής, αντιμαρξιστικής προσέγγισης, εξαφανίζεται ως περιττή από το προσκήνιο η πολύχρονη και πλούσια σε διδάγματα σχετικά με την φύση του κεντρισμού και του ρεφορμισμού, εσωκομματική πάλη στο ΠΑΣΟΚ για την οριστικοποίηση της πολιτικής και ταξικής του κατεύθυνσης.
Όλες αυτές οι διαστρεβλώσεις και αποσιωπήσεις λοιπόν, αντανακλούν μια μέθοδο προσέγγισης της Ιστορίας που δεν δικαιούται να αποκαλείται κομμουνιστική, αλλά διαθέτει όλα τα στοιχεία για να αποκαλείται απλώς «κλασικά σταλινική».
Η αυτοκριτική για τα λάθη του ΚΚΕ και η δεκαετία του 1980
Στο τμήμα της Διακήρυξης που αφορά την πρώτη 15ετία της Μεταπολίτευσης, διακρίνεται σε δύο σημεία η επίσημη κομματική αυτοκριτική, με τον τρόπο και το περιεχόμενο που τη συναντάμε στα κείμενα της ηγεσίας του ΚΚΕ εδώ και πάνω από 10 χρόνια.
Έτσι, πιο συγκεκριμένα για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, γράφεται ότι «η στρατηγική του ΚΚΕ συνέχιζε να μην αμφισβητεί την αναγκαιότητα μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά την ενέτασσε στη στρατηγική των σταδίων, στη διεκδίκηση δημοκρατικής κυβέρνησης σε αστικό έδαφος, με ρόλο του ΚΚΕ σε αυτήν». Και για την δεκαετία του 1980, αναφέρεται ότι στην «ομαλή εναλλαγή αυτοδύναμων αστικών κυβερνήσεων…συνέδραμαν και οι λαθεμένες επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ, ειδικότερα αυτές για τη σοσιαλδημοκρατία και τη στρατηγική των σταδίων, στο πλαίσιο της οποίας καλλιεργήθηκαν αυταπάτες αρχικά για τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ και τη διεκδίκηση ρυθμιστικού ρόλου στο αστικό πολιτικό σύστημα. Στη συνέχεια, αυταπάτες καλλιεργήθηκαν για την αριστερή συσπείρωση και πολιτική συνεργασία με τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, γενικότερα με την πρόκριση της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού (1989), υπό το βάρος της ολοκλήρωσης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ με όχημα την περεστρόικα».
Οι αναγνώστες της Διακήρυξης, δέκα και πλέον χρόνια μετά από την πρώτη διατύπωση αυτού του είδους της αυτοκριτικής για τα παρελθοντικά λάθη, μένουν και πάλι χωρίς μια μαρξιστική ερμηνεία για τη συγκεκριμένη πολιτική πηγή αυτών των οπορτουνιστικού-ρεφορμιστικού χαρακτήρα σοβαρών, στρατηγικών λαθών, που «συνέδραμαν» σε σοβαρές ήττες της εργατικής τάξης. Όμως μια υπεύθυνη κομμουνιστική ηγεσία οφείλει, όχι απλώς να διαπιστώσει τη λαθεμένη στρατηγική, όπως ομολογουμένως πάρα πολύ καθυστερημένα έκανε η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά κυρίως να εξηγεί από που προήλθε αυτή. Όσο δεν το κάνει, η όποια αξία της αυτοκριτικής της ακυρώνεται, αφού η άγνοια για την πολιτική πηγή τόσο σοβαρών λαθών σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή στο μέλλον αυτά μπορούν να επαναληφθούν.
Εμείς από την πλευρά μας, για μία ακόμα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι αυτές οι «λαθεμένες επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ» είχαν συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές ρίζες. Αυτές βρίσκονταν στα συμφέροντα της προνομιούχας σοβιετικής γραφειοκρατίας και στο αντι-μαρξιστικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που αυτά τροφοδότησαν, το ρεύμα του διεθνούς σταλινισμού. Όσο η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται να παραδεχθεί αυτή την καταστροφική πηγή, με την μαρξιστικά – δηλαδή επιστημονικά – καθιερωμένη ονομασία της, τόσο η αυτοκριτική της, σε τελική ανάλυση, θα συνιστά όχι ένα εργαλείο πολιτικής κατανόησης για κάθε κομμουνιστή αγωνιστή, αλλά μια επίφαση ειλικρίνειας που έχει σκοπό τη συγκάλυψη του πολιτικά ένοχου σταλινισμού.
Αυτός ο τελευταίος λοιπόν, ήταν η δύναμη που μόλυνε το διεθνές και ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα με την πολιτικής τη «συνεργασίας των τάξεων» αντί για την ανεξάρτητη ταξική πολιτική του γνήσιου μπολσεβικισμού-λενινισμού. Αυτή η οπορτουνιστική πολιτική, είτε οδήγησε άμεσα, είτε συνέβαλε καθοριστικά σε όλες τις οδυνηρές, αιματηρές ήττες του εργατικού κινήματος της 30ετούς περιόδου που προηγήθηκε του πραξικοπήματος του 1967. Και παραμένοντας άθικτη στο επίκεντρο της πολιτικής του ΚΚΕ, το οδήγησε μετά την πτώση της Χούντας στον υποσκελισμό του σε επιρροή από το ΠΑΣΟΚ, το μετέτρεψε τη δεκαετία του 1980 αρχικά σε πολιτική ουρά της κυβέρνησης του Α. Παπανδρέου, και αργότερα μέσω της συμμαχίας με τη δεξιόστροφη, «ευρω-σταλινική» ΕΑΡ, μέσα από τον ενιαίο Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου το οδήγησε στην αγκαλιά της ΝΔ.
Η «λεπτομέρεια» των συγκυβερνήσεων με τους αστούς
Επιπρόσθετα, όπως φαίνεται στα παραπάνω «αυτοκριτικά» αποσπάσματα της Διακήρυξης, για μία ακόμα φορά σε επίσημο κείμενο του ΚΚΕ, το κορυφαίο δείγμα της καταστροφικής σταλινικής πολιτικής, η συμμετοχή του κόμματος τον Ιούλιο του 1989 σε συγκυβέρνηση με το βασικό κόμμα του κεφαλαίου, τη ΝΔ, αναφέρεται «αναιμικά», σαν να αποτελεί μια λεπτομέρεια. Ακόμα χειρότερα, αποσιωπάται εντελώς (όπως συνήθως) η εξίσου σκανδαλώδης στήριξη που παρείχε η ηγεσία του ΚΚΕ στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα που ακολούθησε (Νοέμβριος 1989-Απρίλιος 1990), με τη συμμετοχή μάλιστα και ενός κορυφαίου τότε στελέχους της, του Γ. Δραγασάκη, στην κρίσιμη θέση του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
Οι επιλογές που ήρθαν ως ιστορικός καρπός της υπεράσπισης της σταλινικής πολιτικής της συνεργασίας των τάξεων, όχι μόνο δεν αποτέλεσαν «λεπτομέρειες» που επιτρέπεται να υποβαθμιστούν και να ξεχαστούν, αλλά αντίθετα, σημάδεψαν σε αποφασιστικό βαθμό τη ζωή της εργατικής τάξης για μια ολόκληρη περίοδο της Μεταπολίτευσης, αφού έγιναν το ιδανικό «σκαμνάκι» για την άνοδο της αντιδραστικής ΝΔ στην κυβέρνηση και η αιτία για την πολιτική απογοήτευση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και νέων.
Επιπλέον, αυτές οι επιλογές καθόρισαν επώδυνα και την ίδια τη μοίρα του κόμματος. Προκάλεσαν μόλις μέσα σε ένα πεντάμηνο (Σεπτέμβριος 1989 – Φεβρουάριος 1990) την αποχώρηση ή την μαζική διαγραφή από τ’ αριστερά χιλιάδων μελών και στελεχών του ΚΚΕ, και κυρίως της ΚΝΕ, ενώ προετοίμασαν ένα χρόνο μετά, το 1991, μια ακόμα μεγαλύτερη διάσπαση, τη μεγαλύτερη στην ιστορία του ΚΚΕ, αυτή τη φορά από τα δεξιά, με τη δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» πλέον ως πολιτικό κόμμα.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Συνεχίζεται