Το ΚΚΕ βγήκε αδιαμφισβήτητα ενισχυμένο στις πρόσφατες εθνικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Η ανοδική δυναμική του κόμματος αποτυπώθηκε επίσης σε πρόσφατα γκάλοπ για τις επερχόμενες ευρωεκλογές καθώς και στο ότι ο Δ. Κουτσούμπας φιγουράρει ως ο πιο δημοφιλής πολιτικός με 41%. Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά βήματα. Ωστόσο, οι επιτυχίες του κόμματος πρέπει να κριθούν από τα μέλη και τους φίλους του κόμματος με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες που υπάρχουν για τις κομμουνιστικές δυνάμεις και όχι απλά με το αν ανεβαίνουν ή υποχωρούν τα εκλογικά ποσοστά.
Οι σημερινές συνθήκες είναι ιδανικές για τις δυνάμεις του κομμουνισμού. Ο καπιταλισμός βιώνει τη βαθύτερη κρίση στην ιστορία του. Η εμπιστοσύνη των μαζών στους θεσμούς του αστικού καθεστώτος καταρρέει. Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται παντού σε κρίση. Στην Ελλάδα, μετά τις τελευταίες εκλογές, είχαμε την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ που άφησε ένα τεράστιο κενό στ’ αριστερά. Το ΚΚΕ όμως δεν κέρδισε, παρά ένα μικρό τμήμα των χιλιάδων ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πολλοί στην Αριστερά, μαζί και η ηγεσία του ΚΚΕ, έσπευσαν να αποδώσουν το αποτέλεσμα των εκλογών σε μία συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Εξηγήσαμε σε σχετικά μας άρθρα ότι όχι μόνο κάτι τέτοιο δεν ίσχυε αλλά πως, μετά το κίνημα των Τεμπών, μπήκαμε σε μία νέα φάση ανόδου των μαζικών αγώνων. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τα πρόσφατα μαχητικά κινήματα των αγροτών, των φοιτητών, καθώς και από την αρκετά μεγάλη συμμετοχή στην τελευταία γενική απεργία της ΑΔΕΔΥ. Η απάντηση για την αργή πρόοδο του ΚΚΕ πρέπει να αναζητηθεί, όχι στην αντικειμενική κατάσταση, άλλα στις πολιτικές και την τακτική της ηγεσίας του κόμματος.
Το βασικό λάθος της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι η επίμονη άρνηση να προβάλει μία ξεκάθαρη εναλλακτική λύση εξουσίας. Αυτό εκφράστηκε χαρακτηριστικά με το προεκλογικό σύνθημα «100% μαχητική αντιπολίτευση». Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ενθουσιαστούν και να συσπειρωθούν στο ΚΚΕ με μόνο σκοπό τη μαχητική αντιπολίτευση. Η πικρή εμπειρία των τελευταίων 15 χρόνων τους έχει δείξει ότι καμία μαχητική αντιπολίτευση δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει τις διαρκείς επιθέσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων, πόσο μάλλον να πετύχει σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Ενστικτωδώς καταλαβαίνουν (και πολύ σωστά) ότι σοβαρές κατακτήσεις μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την κατάληψη της εξουσίας.
Φυσικά, όταν μιλάμε για εξουσία δεν μιλάμε για διαχείριση του καπιταλισμού μέσω της συμμετοχής σε μία αστική κυβέρνηση. Αυτό είναι «ΑΒ» για τους μαρξιστές. Τα «Αριστερά» και «Κομμουνιστικά» κόμματα που συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού λειτούργησαν ως αριστερό «φύλλο συκής» σε κυβερνήσεις καπιταλιστικής λιτότητας. Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως, εξάγει από αυτό το γεγονός το λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να προβάλει το σύνθημα μίας εργατικής κυβέρνησης με σοσιαλιστικό πρόγραμμα και πως το κόμμα θα πρέπει να περιμένει για να θέσει ζήτημα εξουσίας όταν θα «ωριμάσουν οι συνθήκες».
Κομμουνισμός και εξουσία
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν μία διαφορετική προσέγγιση για το ζήτημα αυτό, την οποία αποτύπωσαν στα τέσσερα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Σε αυτά τα κείμενα εξηγήθηκε ότι όταν δεν υπάρχει ακόμα ανοιχτά επαναστατική κατάσταση, ένα κομμουνιστικό κόμμα θα πρέπει να προβάλει προπαγανδιστικά την ανάγκη για μία εργατική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα στηριζόμενο στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης.
«Η εργατική κυβέρνηση (…) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα» διαβάζουμε στα ντοκουμέντα του 4ου συνεδρίου της ΚΔ. Διαβάζουμε επίσης ότι η πάλη για μία τέτοια κυβέρνηση μπορεί να είναι αφετηρία επαναστατικών εξελίξεων: «Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει την ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα» (3η Διεθνής, Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, Εκδόσεις ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, σελ. 396-397). Και πώς μπορεί να μη συμβεί κάτι τέτοιο; Μια εργατική κυβέρνηση που θα κινηθεί να κοινωνικοποιήσει τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις δεν μπορεί παρά να ενθουσιάσει και να κινητοποιήσει πλατύτερα στρώματα της εργατικής τάξης, αλλά και να προκαλέσει τη λυσσασμένη αντίδραση της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών.
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν προβάλλει μια τέτοια προοπτική εξουσίας και από αυτό προκύπτουν και άλλα σοβαρά λάθη. Ένα από αυτά είναι η άρνηση να προβληθεί το αίτημα να πέσει η κυβέρνηση από το μαζικό κίνημα. Το επιχείρημα που ακούμε συχνά από μέλη του ΚΚΕ είναι ότι το κόμμα δεν προβάλει αυτό το σύνθημα γιατί αυτό θα οδηγήσει απλά σε εναλλαγή αστικών κυβερνήσεων που δε θα οδηγήσουν σε ουσιαστικές αλλαγές προς όφελος της εργατικής τάξης.
Αυτή η στάση έπαιξε ρόλο φρένου στο μαζικό κίνημα των Τεμπών, το οποίο αντικειμενικά στρέφονταν ενάντια στην κυβέρνηση που ήταν η βασική υπεύθυνη για το έγκλημα. Το ΚΚΕ θα έπρεπε να προβάλλει το σύνθημα της ανατροπής της κυβέρνησης από το κίνημα ως απαραίτητο βήμα για την απόδοση δικαιοσύνης και την κατάκτηση ασφαλών μετακινήσεων (που ήταν τα βασικά αιτήματα του κινήματος). Αντί γι’ αυτό, το κόμμα πρόβαλε αιτήματα για δικαιοσύνη και ασφαλείς μετακινήσεις. Μη βάζοντας το ζήτημα της πτώσης της κυβέρνησης, αυτά τα αιτήματα πρακτικά απευθύνονταν στην κυβέρνηση και στη διοίκηση της Hellenic Train. Το να ζητάς απόδοση δικαιοσύνης από αυτούς είναι ανάλογο με το να ζητάς από τον δολοφόνο να διαλευκάνει και να αποδώσει δικαιοσύνη για το φόνο που διέπραξε.
Η αόρατη κλιμάκωση και η άρνηση των μεταβατικών αιτημάτων
Ένα άλλο σοβαρό λάθος είναι πως η ηγεσία του ΚΚΕ δεν προβάλει ένα ξεκάθαρο σχέδιο κλιμάκωσης των αγώνων. Παρά το ότι η λέξη «κλιμάκωση» χρησιμοποιείται σε κάθε δεύτερη πρόταση από τα στελέχη του ΚΚΕ, σε καμία περίπτωση τα τελευταία 15 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων κινημάτων δεν προτάθηκε ένα ξεκάθαρο πλάνο κλιμάκωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων όπως π.χ. οι 24ωρες Γενικές Απεργίες να κλιμακωθούν σε 48ωρες και τελικά σε μια Γενική Απεργία διαρκείας μέχρι τη νίκη.
Αυτή η στάση συνδέεται στενά με την απουσία μιας λύσης εξουσίας. Γιατί μια Γενική Απεργία διαρκείας βάζει αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας στο προσκήνιο. Και εφόσον, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θέτει τέτοιο ζήτημα, αντιμετωπίζει μια κλιμάκωση τέτοιου είδους ως απλό τυχοδιωκτισμό.
Η ηγεσία του ΚΚΕ επίσης, ενώ αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για τον σοσιαλισμό, αρνείται να προβάλει μεταβατικά αιτήματα, αιτήματα δηλαδή που ξεκινούν από τις πιεστικές ανάγκες των μαζών σήμερα και τα συνδέουν με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Τα μεταβατικά αιτήματα αποτελούν αποκρυστάλλωση της εμπειρίας του κομμουνιστικού κινήματος και του μπολσεβίκικου κόμματος. Αντί για μεταβατικά αιτήματα όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ περιορίζεται στην προβολή άμεσων και μίνιμουμ αιτημάτων.
Στα ντοκουμέντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) διαβάζουμε σχετικά με αυτό: «Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η ΚΔ τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία» (ό.π. σελ. 269). Ένα πρόσφατο παράδειγμα του σοβαρού λάθους της απουσίας μεταβατικών αιτημάτων από το κόμμα ήταν η άρνηση να προβληθεί το αίτημα για επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, ένα αίτημα που μπορεί να αγκαλιαστεί από εκατομμύρια εργαζόμενους ως αναγκαίο για την ασφάλεια των μετακινήσεων αλλά που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα.
Γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ δεν υιοθετεί τις συμβουλές του Λένιν και της ΚΔ; Αν θεωρεί ότι ήταν λαθεμένες θα πρέπει να το πει ανοιχτά και να το αιτιολογήσει διεξοδικά. Ωστόσο δεν έχει κάνει μια τέτοια ειλικρινή κριτική. Και δεν το κάνει γιατί δεν έχει σπάσει από τον σταλινισμό, την πηγή όλων των λαθών και αδυναμιών που περιγράψαμε παραπάνω.
Ο σταλινισμός είναι η πηγή επίσης της εναντίωσης της ηγεσίας του ΚΚΕ στο στοιχειώδες δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο, το οποίο επίσης δυσφήμησε το κόμμα αλλά και τον κομμουνισμό σε χιλιάδες νέους και εργαζόμενους.
Τα μέλη του κόμματος πρέπει να δώσουν αγώνα για το σπάσιμο του ΚΚΕ από τον σταλινισμό και για τη «λενινιστοποίηση» του κόμματος, 100 χρόνια μετά τον θάνατο του Λένιν. Τα ιδεολογικά όπλα για να το κάνουν είναι προσβάσιμα σε όλους και όλες, είναι τα ντοκουμέντα των 4 πρώτων συνεδρίων της ΚΔ και τα γραπτά των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και του συκοφαντημένου μεγάλου επαναστάτη μαρξιστή Λ. Τρότσκι.
Ηλίας Κυρούσης