Στους τρεις τόμους του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ παρέχει ένα θαυμάσιο παράδειγμα του πώς η διαλεκτική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί στην ανάλυση των πιο θεμελιωδών διαδικασιών στην κοινωνία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, επαναστατικοποίησε την επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας, ένα γεγονός που δεν αμφισβητείται ακόμα και απ’ αυτούς που οι απόψεις τους έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με εκείνες του Μαρξ. Είναι τόσο θεμελιώδης η διαλεκτική μέθοδος στην εργασία του Μαρξ, ώστε ο Λένιν έφτασε να πει πως δεν είναι δυνατόν να κατανοήσεις το «Κεφάλαιο», και ειδικά το πρώτο κεφάλαιό του, χωρίς να έχεις διαβάσει ολόκληρη τη «Λογική» του Χέγκελ! Αυτό αναμφίβολα ήταν μια υπερβολή. Αλλά αυτό που ήθελε να πει ο Λένιν ήταν το γεγονός πως το «Κεφάλαιο» του Μαρξ αποτελεί από μόνο του ένα μνημειώδες μάθημα για το πώς η Διαλεκτική θα πρέπει να εφαρμόζεται. Ο Λένιν έγραψε:
«Μπορεί ο Μαρξ να μην άφησε πίσω του μια “Λογική” (με κεφαλαίο λάμδα), άφησε όμως τη λογική του “Κεφαλαίου”, και αυτή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί πλήρως σε αυτό το ζήτημα. Στο “Κεφάλαιο”, ο Μαρξ εφάρμοσε σε μία και μόνη επιστήμη τη λογική, τη Διαλεκτική και τη θεωρία της γνώσης του Υλισμού [δεν χρειάζονται τρεις λέξεις, είναι ένα και το αυτό πράγμα], στις οποίες πήρε οτιδήποτε είχε αξία από τον Χέγκελ και το ανέπτυξε περισσότερο».
Ποια μέθοδο χρησιμοποίησε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»; Δεν επέβαλε τους νόμους της Διαλεκτικής στην οικονομία, αλλά έφτασε σ’ αυτούς μέσα από μια μακρά και επίπονη μελέτη όλων των πτυχών της οικονομικής διαδικασίας. Δεν πρότεινε ένα αυθαίρετο σχήμα και κατόπιν προσπάθησε να κάνει τα δεδομένα να ταιριάζουν σ’ αυτό, αλλά στόχευσε να αποκαλύψει τους νόμους της κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής μέσα από μια προσεκτική εξέταση του ίδιου του φαινομένου. Στον πρόλογό του στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», ο Μαρξ εξηγεί τη μέθοδό του:
«Παραλείπω μια γενική εισαγωγή την οποία είχα προετοιμάσει, επειδή ύστερα από ωριμότερη σκέψη οποιαδήποτε εκ των προτέρων παρουσίαση των συμπερασμάτων που πρέπει να αποδειχθούν μου φαίνεται αμφισβητήσιμη, και ο αναγνώστης που επιθυμεί συνολικά να με παρακολουθήσει θα πρέπει να είναι αποφασισμένος να προχωρήσει από το ειδικό στο γενικό».
Το «Κεφάλαιο» αποτέλεσε ένα άλμα, όχι μόνο στο πεδίο των οικονομικών, αλλά για τις κοινωνικές επιστήμες γενικά. Έχει άμεση σχέση με το είδος των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στους επιστήμονες στη σημερινή εποχή. Όταν ο Μαρξ ζούσε, αυτή η συζήτηση είχε ήδη αρχίσει. Εκείνη την εποχή, οι επιστήμονες είχαν εμμονή με την ιδέα να παίρνουν τα πράγματα ξεχωριστά και να τα μελετούν λεπτομερειακά. Αυτή η μέθοδος αποκαλείται σήμερα «αναγωγισμός», αν και ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι υπήρξαν έντονοι επικριτές της, την αποκαλούσαν «μεταφυσική μέθοδο». Οι μηχανιστές κυριάρχησαν στη Φυσική για 150 χρόνια. Μόνο τώρα η αντίδραση ενάντια στον αναγωγισμό κερδίζει έδαφος. Μια νέα γενιά επιστημόνων θέτει στον εαυτό της το καθήκον του ξεπεράσματος αυτής της κληρονομιάς και της κίνησης προς την επεξεργασία νέων αρχών, στη θέση των παλιών προσεγγίσεων.
Ήταν χάρη στον Μαρξ που η αναγωγική τάση στα οικονομικά κατατροπώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Μετά το «Κεφάλαιο», μια τέτοια προσέγγιση ήταν αδιανόητη. Η μέθοδος του «Ροβινσώνα Κρούσου» για την ερμηνεία της Πολιτικής Οικονομίας («φανταστείτε δύο ανθρώπους σε ένα έρημο νησί…») επανεμφανίζεται περιστασιακά σε κακά σχολικά βιβλία και χυδαίες προσπάθειες εκλαΐκευσης, αλλά δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Οι οικονομικές κρίσεις και οι επαναστάσεις δεν συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο άτομα σε ένα έρημο νησί! Ο Μαρξ ανέλυσε την καπιταλιστική οικονομία, όχι ως το συνολικό άθροισμα των πράξεων ανταλλαγής των ξεχωριστών ατόμων, αλλά ως ένα σύνθετο σύστημα, το οποίο διέπεται από δικούς του νόμους, που είναι τόσο ισχυροί όσο και οι νόμοι της φύσης. Με τον ίδιο τρόπο, οι φυσικοί συζητούν τώρα την ιδέα της πολυπλοκότητας, με την έννοια ενός συστήματος στο οποίο το όλο δεν είναι απλώς ένα σύνολο στοιχειωδών μερών. Βέβαια, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε, εάν είναι εφικτό, τους νόμους που διέπουν κάθε χωριστό μέρος, αλλά το σύνθετο σύστημα θα διέπεται από νέους νόμους, οι οποίοι δεν αποτελούν απλή προέκταση των προηγούμενων. Αυτή ακριβώς είναι η μέθοδος του «Κεφαλαίου» του Μαρξ -η μέθοδος του Διαλεκτικού Υλισμού.
Ο Μαρξ ξεκινά την εργασία του με μια ανάλυση του βασικού κυττάρου της καπιταλιστικής οικονομίας -του εμπορεύματος. Απ’ αυτό εξηγεί πώς εμφανίζονται όλες οι αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο αναγωγισμός αντιλαμβάνεται πράγματα όπως το όλο και το μέρος, το ειδικό και το καθολικό, ως αμοιβαία ασύμβατα και ξεχωριστά, ενώ είναι τελείως αδιαχώριστα και αλληλοδιεισδύουν και καθορίζουν το ένα το άλλο. Στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ εξηγεί τη διττή φύση των εμπορευμάτων, ως αξίες χρήσης και ως ανταλλακτικές αξίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τα εμπορεύματα αποκλειστικά ως αξίες χρήσης, συγκεκριμένα, χρήσιμα αντικείμενα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών. Αξίες χρήσης παράγονταν πάντα, σε κάθε τύπο ανθρώπινης κοινωνίας.
Ωστόσο, η καπιταλιστική κοινωνία κάνει περίεργα πράγματα στις αξίες χρήσης. Τις μετατρέπει σε ανταλλακτικές αξίες -αγαθά που παράγονται όχι απευθείας για κατανάλωση, αλλά για πώληση. Έτσι, κάθε εμπόρευμα έχει δύο πρόσωπα -το φιλικό, οικείο πρόσωπο της αξίας χρήσης και το μυστηριώδες, απόκρυφο πρόσωπο της ανταλλακτικής αξίας. Το πρώτο συνδέεται απευθείας με τις φυσικές ιδιότητες ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος (φοράμε ένα μπλουζάκι, πίνουμε καφέ, οδηγούμε αυτοκίνητο κ.λπ.). Αλλά η ανταλλακτική αξία είναι κάτι που δεν μπορούμε να δούμε, να φορέσουμε ή να φάμε. Δεν έχει καμιά υλική ύπαρξη. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί την ουσιώδη φύση ενός εμπορεύματος στον καπιταλισμό. Η τελική έκφραση της ανταλλακτικής αξίας είναι το χρήμα, το γενικό ισοδύναμο, μέσω του οποίου όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους. Αυτά τα μικρά κομμάτια χρωματιστού χαρτιού δεν έχουν απολύτως καμιά σχέση με τα μπλουζάκια, τον καφέ ή τα αυτοκίνητα καθαυτά. Δεν μπορούν να φαγωθούν, να φορεθούν ή να τα οδηγήσουμε. Κι όμως, είναι τέτοια η δύναμη που περιέχουν, και αυτό αναγνωρίζεται τόσο καθολικά, που οι άνθρωποι σκοτώνουν γι’ αυτά.
Η διττή φύση του εμπορεύματος εκφράζει την κεντρική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας -τη σύγκρουση μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Ο εργάτης νομίζει πως πουλά την εργασία του στον εργοδότη, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που πουλά είναι η εργατική του δύναμη, την οποία ο καπιταλιστής χρησιμοποιεί όπως επιθυμεί. Η υπεραξία που παράγεται μ’ αυτόν τον τρόπο είναι η απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης, η πηγή της συγκέντρωσης κεφαλαίου. Είναι αυτή η απλήρωτη εργασία που συντηρεί όλα τα μη εργαζόμενα μέλη της κοινωνίας, μέσω του ενοικίου, του κέρδους, των επιτοκίων και των φόρων. Η ταξική πάλη είναι στην πραγματικότητα η πάλη για τη μοιρασιά αυτής της υπεραξίας.
Ο Μαρξ δεν επινόησε ο ίδιος την ιδέα της υπεραξίας. Αυτή ήταν ήδη γνωστή σε προγενέστερους οικονομολόγους, όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ρικάρντο. Αλλά, αποκαλύπτοντας την κεντρική αντίθεση που εμπεριέχεται σ’ αυτήν, επαναστατικοποίησε πλήρως την Πολιτική Οικονομία. Αυτή η ανακάλυψη μπορεί να συγκριθεί με μια ανάλογη διαδικασία στην Ιστορία της Χημείας. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, θεωρούταν πως η ουσία της καύσης συνίσταται στο διαχωρισμό από τις καιόμενες ουσίες ενός υποθετικού πράγματος το οποίο ονομαζόταν φλογιστόν. Αυτή η θεωρία χρησιμοποιούταν για να εξηγήσει τα περισσότερα από τα γνωστά χημικά φαινόμενα της εποχής εκείνης. Τότε, το 1774, ο Άγγλος επιστήμονας Τζόζεφ Πρίστλεϊ (1733-1804) ανακάλυψε κάτι το οποίο ονόμασε «αποφλογιστικός αέρας», ο οποίος αργότερα βρέθηκε πως εξαφανιζόταν όταν μια ουσία καιγόταν σ’ αυτόν.
Ο Πρίστλεϊ είχε στην πραγματικότητα ανακαλύψει το οξυγόνο. Αλλά αυτός και οι άλλοι επιστήμονες δεν ήταν ικανοί να αντιληφθούν τις επαναστατικές συνέπειες αυτής της ανακάλυψης. Για πολύ καιρό ύστερα απ’ αυτό, συνέχιζαν να σκέφτονται με τον παλιό τρόπο. Αργότερα, ο Γάλλος χημικός Αντουάν Λαβουαζιέ (1743-1794), ανακάλυψε πως το νέο είδος αέρα ήταν στην πραγματικότητα ένα χημικό στοιχείο, το οποίο δεν εξαφανιζόταν κατά τη διαδικασία της καύσης, αλλά ενωνόταν με την καιόμενη ουσία. Παρότι άλλοι είχαν ανακαλύψει το οξυγόνο, δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που είχαν ανακαλύψει. Αυτή ήταν η μεγάλη ανακάλυψη του Λαβουαζιέ. Ο Μαρξ έπαιξε έναν παρόμοιο ρόλο στην Πολιτική Οικονομία.
Οι προγενέστεροι του Μαρξ είχαν ανακαλύψει την ύπαρξη της υπεραξίας, αλλά ο πραγματικός της χαρακτήρας παρέμενε κρυμμένος στο σκοτάδι. Υποβάλλοντας όλες τις προηγούμενες θεωρίες, ξεκινώντας απ’ αυτές του Ρικάρντο, σε μια εξονυχιστική ανάλυση, ο Μαρξ ανακάλυψε την πραγματική αντιφατική φύση της αξίας. Εξέτασε όλες τις σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, ξεκινώντας από την απλούστερη μορφή της παραγωγής και ανταλλαγής εμπορευμάτων και ακολουθώντας τη διαδικασία μέσω όλων των πολλαπλών μετασχηματισμών, εφαρμόζοντας μια αυστηρά διαλεκτική μέθοδο.
Ο Μαρξ έδειξε τη σχέση μεταξύ των εμπορευμάτων και του χρήματος, και ήταν ο πρώτος ο οποίος πραγματοποίησε μια εξαντλητική ανάλυση του χρήματος. Έδειξε πώς το χρήμα μετασχηματίζεται σε κεφάλαιο, αποδεικνύοντας ότι αυτή η αλλαγή πραγματοποιείται μέσω της αγοράς και της πώλησης της εργατικής δύναμης. Ο θεμελιώδης διαχωρισμός μεταξύ εργασίας και εργατικής δύναμης ήταν το κλειδί που ξεκλείδωσε τα μυστήρια της υπεραξίας, ένα πρόβλημα που ο Ρικάρντο δεν μπορούσε να λύσει. Καθορίζοντας τη διαφορά μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, ο Μαρξ μπόρεσε να παρακολουθήσει λεπτομερώς ολόκληρη τη διαδικασία του σχηματισμού κεφαλαίου και έτσι να την εξηγήσει, κάτι που κανείς από τους προγενεστέρους του δεν μπόρεσε να κάνει.
Ολόκληρη η μέθοδος του Μαρξ ήταν αυστηρά διαλεκτική και ακολούθησε πολύ στενά τις κύριες γραμμές τις οποίες έθεσε ο Χέγκελ στη «Λογική» του. Αυτό δηλώνεται ρητά στον επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης, όπου ο Μαρξ αποτίει φόρο τιμής στον Χέγκελ:
«Ενώ ο συγγραφέας απεικονίζει αυτό που θεωρεί ότι είναι στην πραγματικότητα η μέθοδός μου, μ’ αυτόν τον εντυπωσιακό και [όσον αφορά τη δική μου εφαρμογή της] γενναιόδωρο τρόπο, τι άλλο απεικονίζει παρά τη διαλεκτική μέθοδο;
Βεβαίως, η μέθοδος της παρουσίασης πρέπει να διαφέρει στη μορφή από αυτήν της έρευνας. Η τελευταία πρέπει να παραθέτει το υλικό σε λεπτομέρεια, να αναλύει τις διάφορες μορφές ανάπτυξής του, να ανακαλύπτει τους εσωτερικούς τους δεσμούς. Μόνο αφού έχει γίνει αυτή η δουλειά, μπορεί να περιγραφεί επαρκώς η πραγματική κίνηση. Εάν αυτό έχει γίνει με επιτυχία, εάν η ζωή του υλικού αντικειμένου αντανακλάται ιδανικά όπως σε έναν καθρέφτη, τότε μπορεί να φανεί σαν να είχαμε μπροστά μας απλώς μια εκ των προτέρων κατασκευή…
Έθεσα υπό την κριτική μου τη μυστικιστική πλευρά της χεγκελιανής διαλεκτικής σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, σε μια εποχή που ήταν ακόμα της μόδας. Αλλά, όταν ακριβώς δούλευα στον πρώτο τόμο του “Κεφαλαίου”, ήταν μεγάλη ευχαρίστηση των δύστροπων, αλαζόνων, ασήμαντων “Επιγόνων”, που τώρα μιλούν με μεγάλα λόγια στην πολιτισμένη Γερμανία, να συμπεριφέρονται στον Χέγκελ με τον ίδιο τρόπο, όπως ο τολμηρός Μόουζες Μέντελσον συμπεριφέρθηκε στον Σπινόζα την εποχή του Λέσινγκ, δηλαδή, σαν ένα “νεκρό σκυλί”. Συνεπώς, εγώ αναγνώρισα ανοικτά τον εαυτό μου ως μαθητή αυτού του μεγάλου στοχαστή, και μάλιστα εδώ και εκεί, στο κεφάλαιο για τη θεωρία της αξίας, φλερτάρω με τους τρόπους έκφρασης που ήταν χαρακτηριστικοί του. Ο μυστικισμός από τον οποίο υπέφερε η Διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ, σε καμιά περίπτωση δεν τον εμποδίζει να είναι ο πρώτος που παρουσίασε τη γενική μορφή της λειτουργίας της με έναν εμπεριστατωμένο και συνειδητό τρόπο. Σ’ εκείνον, στεκόταν με το κεφάλι προς τα κάτω. Θα πρέπει να την αναποδογυρίσεις ξανά, αρκεί να βρεις τον ορθολογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό κέλυφος.
Με τη μυστικιστική της μορφή, η διαλεκτική έγινε μόδα στη Γερμανία, επειδή φαινόταν να μεταμορφώνει και να εξυμνεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Με την ορθολογική της μορφή αποτελεί σκάνδαλο και τερατούργημα για την αστική τάξη και τους θεωρητικούς καθηγητές της, επειδή εμπεριέχει μέσα στην κατανόηση και την καταφατική αναγνώριση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, την ίδια στιγμή επίσης, την αναγνώριση της άρνησης αυτής της κατάστασης, της αναπόφευκτης διάλυσής της. Επειδή θεωρεί κάθε ιστορικά εξελιγμένη κοινωνική μορφή ως ρευστή κατάσταση, και συνεπώς λαμβάνει υπ’ όψιν της την εφήμερη φύση της όχι λιγότερο από τη στιγμιαία ύπαρξή της. Επειδή δεν αφήνει τίποτα να της επιβληθεί, και είναι στην ουσία της κριτική και επαναστατική».