Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΗ Μαρξιστική πρόταση για το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η Μαρξιστική πρόταση για το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς


Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ

Α) Κρίση του καπιταλισμού

Το μεγάλο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 6ης Μάη και η ισχυρή εκλογική δυναμική του ενόψει της νέας αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου δεν είναι ένα φαινόμενο απομονωμένο από την παγκόσμια κατάσταση. Μετά το μεγάλο κύμα στροφής στ’ αριστερά στη Λ. Αμερική στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και το πρόσφατο επαναστατικό κύμα στον Αραβικό κόσμο, η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας εμφανίζεται πλέον στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα.

Για πρώτη φορά μετά το 1944 ένας πολιτικός εκπρόσωπος του ηρωικού ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος βρίσκεται κοντά στην εξουσία. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί την αρχή της στροφής των εργαζόμενων μαζών της Ευρώπης στ’ αριστερά, κάτω από την επίδραση της βαθιάς, διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού.

Οι μαρξιστές του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ επανειλημμένα τονίζουμε ότι η παρούσα διεθνής οικονομική κρίση δεν είναι το αποτέλεσμα του «νεοφιλελευθερισμού», της «διαφθοράς», της «κακοδιαχείρισης» ή της δράσης κάποιων «οικονομικών δολοφόνων». Είναι το προϊόν των δομικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος.

Η θεμελιώδης καπιταλιστική αντίφαση είναι αυτή ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μία πλευρά και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη λειτουργία τους με σκοπό το κέρδος από την άλλη.

Ο όρος «κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής» σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, συγκριτικά με τα προηγούμενα από αυτόν κοινωνικοοικονομικά συστήματα, μετέβαλε τα μέσα παραγωγής σε μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, οδηγώντας στη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής όμως, βρίσκεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι η παραγωγή λειτουργεί σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και με σκοπό το ατομικό κέρδος του καπιταλιστή ιδιοκτήτη.

Όπως απέδειξε ο Μαρξ, τα κέρδη βγαίνουν από την απλήρωτη εργατική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι για να βγάζουν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, οι καπιταλιστές περιορίζουν την τιμή της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους μισθούς της εργατικής τάξης, περιορίζοντας έτσι τη συνολική αγοραστική δύναμη της κοινωνίας. Συνεπώς, από τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παράγωγης και την ατομική ιδιοκτησία, προκύπτει η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης των μαζών, που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην εμφάνιση των κρίσεων, οι οποίες στον καπιταλισμό λαμβάνουν τον χαρακτήρα κρίσεων υπερπαραγωγής.

Από τη θεμελιώδη καπιταλιστική αντίφαση, προκύπτει και η αναρχία της παραγωγής. Στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει σχεδιασμός της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων. Κάθε καπιταλιστής παράγει ανεξάρτητα από τους άλλους καπιταλιστές. Η αναρχία αυτή διαταράσσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση και επίσης συντελεί στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής.

Η τάση για περιορισμό της κατανάλωσης και η αναρχία της παραγωγής δρουν από κοινού, προκαλώντας το ξέσπασμα των κρίσεων υπερπαραγωγής. Η συνέπεια των καπιταλιστικών κρίσεων είναι η καταστροφή ενός μέρους της παραγωγής, η μετατροπή εκατομμυρίων εργατών σε εξαθλιωμένους ανέργους και η ένταση της εκμετάλλευσης όσων συνεχίζουν να εργάζονται. Κι όλα αυτά συντελούνται στο βωμό της επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.

Όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξηγούσαν 165 χρόνια πριν στο περίφημο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι αστοί προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις δημιουργούν τη βάση για πιο βαθιές και πιο εκτεταμένες κρίσεις. Αυτό αποδείχθηκε στις μέρες μας. Για να αποφύγουν μια βαθειά ύφεση το 2008, οι αστοί σπατάλησαν από τα παγκόσμια αποθέματα πλούτου περίπου 14 τρις δολάρια, χρηματοδοτώντας τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Κρατικοποίησαν τις δικές τους ζημιές, περνώντας το λογαριασμό στους εργαζόμενους και τους μικροαστούς. Με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν όμως γιγάντια κρατικά χρέη παγκόσμια. Και τώρα, η νέα κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας προς την ύφεση μεταβάλει τα κρατικά χρέη σε «βόμβα» έτοιμη να εκραγεί.

Έτσι οι αστοί είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουν καμία πραγματική λύση για την κρίση. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα της κρίσης, δηλαδή τα μεγάλα χρέη των τραπεζών και του κράτους φορτώνοντάς τα στους ώμους των εργαζόμενων μαζών με μόνιμη λιτότητα, φτώχεια και μαζική ανεργία, οξύνει περεταίρω την κρίση και απειλεί τον ανθρώπινο πολιτισμό με επιστροφή στη βαρβαρότητα.

Ένα θεμελιώδες ιστορικό δίλλημα τίθεται ενώπιον ολόκληρης της ανθρωπότητας ολοένα και πιο ξεκάθαρα: είτε ο συνειδητός εργαζόμενος άνθρωπος θα πάρει τον έλεγχο της ζωής του στα δικά του χέρια, οργανώνοντας ορθολογικά την οικονομία του, είτε οι τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού θα σύρουν τον ανθρώπινο πολιτισμό στη βαρβαρότητα!

Β) Κέυνς ή Μαρξ; Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα καπιταλισμός χωρίς λιτότητα!

Για να διασωθεί ο καπιταλισμός – δηλαδή για να προστατευθούν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου – η ασκούμενη πολιτική άγριας και παρατεταμένης λιτότητας είναι μονόδρομος. Κάθε τι άλλο από καπιταλιστική σκοπιά θα ήταν παράλογο. Αυξάνοντας τις κρατικές δαπάνες, οι αστικές κυβερνήσεις θα δημιουργούσαν πληθωρισμό και ακόμα μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέη. Γι’ αυτό το λόγο, κατά κανόνα, σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουμε σήμερα μόνο παραλλαγές της ίδιας πολιτικής άγριας λιτότητας.

Η παλιά συνταγή του Κεϋνσιανισμού στην κλασσική της μορφή, με τις μεγάλες κρατικές δαπάνες για να «τονωθεί η ζήτηση», έχει περιέλθει «στα αζήτητα». Όσοι αποδίδουν στην πολιτική του Μπ. Ομπάμα μια σύγχρονη εκδοχή του Κεϋνσιανισμού κάνουν ένα σοβαρό λάθος, καθώς «ξεχνούν» ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση εφαρμόζει το μεγαλύτερο πρόγραμμα περικοπών στην σύγχρονη ιστορία, ύψους 5 τρις δολαρίων. Επίσης, η υποστήριξη των αστικών κυβερνήσεων της Γαλλίας και των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου σε πολιτικές «ανάπτυξης» και στα «ευρω-ομόλογα», δεν αποτελούν την υπεράσπιση ενός νέου «Κεϋνσιανού» μοντέλου, αλλά απλά την απόπειρα να μετατεθεί το βάρος της ύφεσης και των χρεών της Ευρωζώνης στις πλάτες του ισχυρότερου και αλώβητου ως τώρα από την κρίση γερμανικού καπιταλισμού.

Ιστορικά οι μέθοδοι του Κεϋνσιανισμού δοκιμάστηκαν από τους αστούς και απέτυχαν. Η αιτία που έβγαλε οριστικά τις ΗΠΑ από την μεγάλη κρίση του 1929-33, δεν ήταν όπως λαθεμένα υποστηρίζεται συνήθως οι Κεϋνσιανές πολιτικές του Ρούσβελτ, αλλά το γεγονός της αποδυνάμωσης των ανταγωνιστών τους στο Β Παγκόσμιο πόλεμο και το ότι οι ίδιες, όχι μόνο κρατήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του πολέμου εκτός πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά μέσα από την πολεμική τους βιομηχανία έπαιξαν και το ρόλο τους εμπόρου – προμηθευτή όπλων για τους εμπόλεμους.

Μεταπολεμικά, ο κύριος παράγοντας που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του Δυτικού καπιταλισμού δεν ήταν ο Κεϋνσιανισμός, αλλά η αλματώδης ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Όταν η ανάπτυξη άρχισε να υποχωρεί στη δεκαετία του 1970, οι ασκούμενες πολιτικές του Κεϋνσιανισμού οδήγησαν σε μεγάλα ελλείμματα και πληθωρισμό. Ήταν συνεπώς αυτή η αποτυχία του Κεϋνσιανισμού που οδήγησε τους αστούς στις βάρβαρες μεθόδους του νεοφιλελευθερισμού για να σταθεροποιήσουν τον καπιταλισμό και όχι μια νέα ιδεολογική τους εμμονή.

Οι ρεφορμιστές σήμερα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, υποστηρίζοντας τις μεθόδους του Κεϋνσιανισμού για την παροχή «ρευστότητας» στην αγορά, αντί για την θεραπεία της ασθένειας, ασχολούνται με τα συμπτώματά της. Η κρίση σήμερα δεν προκαλείται από την έλλειψη «ρευστότητας». Η έλλειψη «ρευστότητας» είναι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης.

Η μαζική διοχέτευση κρατικού χρήματος στην οικονομία θα συνιστούσε τον πιο σύντομο δρόμο για τις κρατικές χρεοκοπίες. Επιπρόσθετα, σε μια καπιταλιστική οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, η παρέμβαση του κράτους με μεγάλα ποσά στην κυκλοφορία, σημαίνει πρακτικά τη διοχέτευση χρήματος που δεν αντανακλά πραγματικές παραγόμενες αξίες. Άρα οδηγεί στη δημιουργία πληθωρισμού, ικανού να απαξιώσει μαζικά τα εισοδήματα και να αυξήσει περεταίρω τα χρέη.

Οι σύντομοι και εύκολοι δρόμοι που αναζητούν οι ρεφορμιστές για την έξοδο από την βαθειά κρίση του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Η ουσία της εποχής μας βρίσκεται στο γεγονός ότι εξαιτίας της βαθειάς, ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποιαδήποτε πραγματική και σταθερή βελτίωση στους βασικούς τομείς της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου – από την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας, το εισόδημα, την στέγαση, την Υγεία, την Παιδεία μέχρι τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό και το περιβάλλον – εξαρτάται από την επίτευξη θεμελιακών, επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία. Ο μόνος ιστορικός δρόμος προόδου για την ανθρωπότητα είναι ο δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Γ) Το ιστορικό αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού

Η θέση του ελληνικού καπιταλισμού σαν του «αδύναμου κρίκου» της Ευρωζώνης, τον ώθησε να έρθει πρώτος πιο κοντά στην χρεοκοπία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2008 ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε μια σημαντική ανάπτυξη, η οποία στηρίχθηκε κύρια στον υπέρογκο και φθηνότερο σε σχέση με το παρελθόν δανεισμό, που τροφοδότησε τεχνητά την κατανάλωση και ιδιαίτερα, τον τομέα των κατασκευών, μέσω των χιλιάδων στεγαστικών δανείων. Στο τέλος της πολυετούς του ανάπτυξής, το 2008, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε εδραιώσει τη θέση του μέσα στο «κλαμπ» του ανεπτυγμένου Δυτικού καπιταλισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά, πάντοτε σαν ένας από τους πιο «αδύναμους κρίκους» του.

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού «αδύναμου κρίκου» οφείλεται ιστορικά στο γεγονός ότι οι έλληνες αστοί, παρά τα μεγάλα κεφάλαια που συσσώρευσαν μεταπολεμικά, ουδέποτε επένδυσαν με ένα σοβαρό τρόπο στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής.

Η ύφεση στη Ελλάδα ξέσπασε το 2008 σαν έκφραση της διεθνούς τάσης για συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως το πρωτοφανές της βάθος, από τη μία πλευρά επιβεβαιώνει τον τεχνητό χαρακτήρα της προηγούμενης πολύχρονης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, μιας ανάπτυξης δηλαδή που δεν στηρίχθηκε σε παραγωγικές επενδύσεις και από την άλλη, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απόπειρα από το 2009 και έπειτα, να αφαιρεθεί βίαια εισόδημα από τις λαϊκές μάζες για να αποπληρωθούν τα ληστρικά δάνεια του κράτους.

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, εφαρμόζεται το πιο σκληρό πρόγραμμα περικοπών στη μεταπολεμική Ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου. Η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2012 υποστηρίζει ότι από το 2014 μέχρι το 2020 θα εφαρμοστεί στη χώρα ένα πρόγραμμα λιτότητας για τη «δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων» με μεγέθη ανάλογα με αυτά των προγραμμάτων που εφαρμόστηκαν στη Ρουμανία την περίοδο 1982-1989 επί εξουσίας του σταλινικού Βοναπάρτη Τσαουσέσκου και στην Αίγυπτο του αστού δικτάτορα Μουμπάρακ την περίοδο 1993-2000.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Τράπεζας της Ελλάδας» η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ μεταξύ του δ’ τριμήνου του 2007 και του α’ τριμήνου του 2012 προσεγγίζει το 20%, δημιουργώντας μεγάλες στρατιές ανέργων και φτωχών. Είναι πασιφανές ότι η ακραία αντιδραστική πολιτική της τρόικας και της κυβέρνησης τροφοδοτεί την ύφεση και ότι οι τρομακτικές περικοπές προκαλούν μια ισοδύναμη πτώση του ΑΕΠ.

Το πρόγραμμα άγριας λιτότητας που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια δεν είναι μια «λάθος συνταγή». Οι συνασπισμένοι δυτικοί ιμπεριαλιστές – πιστωτές και η ελληνική άρχουσα τάξη ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Ονομάζοντας την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών «υποτίμηση», παραδέχονται ότι συνειδητά συντρίβουν τα εργατικά και μικροαστικά εισοδήματα, για να εξυπηρετηθούν τα ληστρικά κρατικά δάνεια και να εξασφαλιστούν στο μέλλον μεγαλύτερα κέρδη για τις πιο ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου.

Ωστόσο η ίδια η ζωή, με τη μια χώρα της Ευρωζώνης μετά την άλλη να αντιμετωπίζει το φάσμα της υπερχρέωσης, αποδεικνύει ότι το αδιέξοδό του ελληνικού καπιταλισμού είναι οργανικό τμήμα ενός διεθνούς καπιταλιστικού αδιεξόδου. Οι προοπτικές του είναι πλήρως υποταγμένες στις δυσοίωνες προοπτικές τις ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Αν ο ευρωπαϊκός και ο παγκόσμιος καπιταλισμός εισέρχονταν σε μια περίοδο ισχυρής ανάκαμψης, τότε θα ήταν αυξημένες οι πιθανότητες για μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερότητα για το ευρώ και να θέσει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης τον ελληνικό καπιταλισμό. Όμως στις παρούσες συνθήκες εισόδου σε μια δεύτερη απανωτή διεθνή ύφεση, για τον ελληνικό καπιταλισμό προδιαγράφεται ένα μέλλον πλήρους χρεοκοπίας και παρακμής.

Δ) Η έξοδος από το ευρώ και ο κλονισμός της Ευρωζώνης

Η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο. Όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απομονωμένα, αλλά μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης του Ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού.

Το ευρώ έγινε πραγματικότητα σε μια περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Δύση. Σε μια τέτοια περίοδο, η πυρετώδης άνοδος της καπιταλιστικής κερδοφορίας τροφοδότησε τα ανοίγματα των ισχυρότερων καπιταλιστών της Ευρώπης και ιδιαίτερα των Γερμανών, προς την περαιτέρω οικονομικής ενοποίηση, γύρω από ένα ενιαίο νόμισμα. Οι Γερμανοί καπιταλιστές με όχημα το ενιαίο νόμισμα, εδραίωσαν την κυριαρχία τους στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά και ισχυροποίησαν το ρόλο τους παγκόσμια.

Τα πράγματα όμως, είναι εντελώς διαφορετικά σήμερα που η βαθιά ύφεση εξαπλώνεται στην Ευρωζώνη, οξύνοντας το πρόβλημα του χρέους. Σε αυτές τις συνθήκες, η Γερμανία και γενικότερα ο πλούσιος καπιταλιστικός ευρωπαϊκός Βοράς, για να διατηρήσει το κεκτημένο του ευρώ, θα πρέπει να χρηματοδοτεί για πολλά χρόνια τα χρέη του Νότου, συμπαρασυρόμενος και αυτός στο «τούνελ» της ύφεσης. Συνεπώς, όσο η κρίση θα βαθαίνει, τόσο περισσότερο η σημερινή σύνθεση της Ευρωζώνης θα καθίσταται ασύμφορη για τους ισχυρότερους ευρωπαίους καπιταλιστές και θα υπονομεύεται το ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτή της διαδικασίας, η Ελλάδα σαν ο «πιο αδύναμος κρίκος» της Ευρωζώνης, είναι αντικειμενικά η πρώτη υποψήφια να εγκαταλείψει το ευρώ. Αλλά δεν θα είναι η μόνη. Η δραματική χειροτέρευση της κρίσης στην Ισπανία, δείχνει ότι ο κατάλογος των υποψηφίων συνεχώς θα μεγαλώνει, αυξάνοντας τις πιθανότητες για μια πιο ολιγομελή Ευρωζώνη ή ακόμα και για την διάλυση αυτής με τη σημερινή της μορφή.

Η δύναμη που ωθεί λοιπόν την Ελλάδα έξω από το ευρώ, είναι το ίδιο το ξεδίπλωμα της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς και ειδικά στην Ευρωζώνη. Η βαθειά ύφεση στη χώρα, που τροφοδοτείται από την πανευρωπαϊκή ύφεση και τα βάρβαρα μέτρα του Μνημονίου, είναι η έκφραση αυτής της δύναμης που σπρώχνει την Ελλάδα προς την κατεύθυνση του εθνικού νομίσματος.

Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί ποτέ να βγει από το ευρώ επειδή αυτό δεν συμφέρει τους ισχυρούς της ΕΕ, είναι εσφαλμένη και κοντόφθαλμη. Είναι απόλυτα αληθινή η διαπίστωση ότι η ζημιά από την έξοδο της Ελλάδας ή και άλλων χωρών από την Ευρωζώνη θα είναι μεγάλη για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Εκτός από την επιβάρυνση κρατών και τραπεζών με νέα χρέη, αυτή η εξέλιξη θα εκτοξεύσει το κόστος δανεισμού για όλους τους «εταίρους» και θα ρίξει την αξία του ευρώ στις αγορές, αποσταθεροποιώντας το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Γι’ αυτό μέχρι σήμερα οι ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρωζώνης, προεξάρχουσας της Γερμανίας, προσπαθούν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ, με το λιγότερο δυνατό κόστος για τις ίδιες και με το μεγαλύτερο δυνατό για την εργατική τάξη και τα φτωχά στρώματα του λαού στην ίδια την Ελλάδα. Αναμφίβολα, δεν θέλουν να φύγει η Ελλάδα και καμία άλλη χώρα από το ευρώ. Όμως το να κάνει κανείς διαπιστώσεις για τις οικονομικές προοπτικές στον καπιταλισμό με κριτήριο μόνο το τι θέλει άρχουσα τάξη είναι ο ορισμός της πολιτικής μυωπίας. Οι αστοί θα ήθελαν να μην υπάρχει καν ύφεση, όμως εξαιτίας των αντιφάσεων του συστήματός τους, αυτή είναι αναπόφευκτη. Παρόμοια, η τάση συρρίκνωσης και υπονόμευσης της Ευρωζώνης δεν είναι στις προθέσεις τους, αλλά όπως ήδη εξηγήσαμε το πιο πιθανό είναι να τους επιβληθεί από τα πράγματα.

Οι Γερμανοί και οι άλλοι ισχυροί ευρωπαίοι καπιταλιστές του Βορά, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού διαρκώς θα επιδεινώνεται με την εμφάνιση συνθηκών εσωτερικής ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και ότι θα απαιτούνται διαρκώς νέα επισφαλή δάνεια για να κρατιέται ο ελληνικός καπιταλισμός τεχνητά στα πόδια του, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να σπρώξουν την Ελλάδα έξω από το κοινό νόμισμα, σε μια πορεία συνολικής υπονόμευσης του ευρώ.

Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σε συνθήκες καπιταλισμού, θα σηματοδοτήσει αναμφίβολα την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης της Ελλάδας. Όμως το δίλλημα ευρώ η δραχμή, είναι ένα δίλλημα ψεύτικο. Η επιστροφή σ’ ένα εθνικό νόμισμα στον καπιταλισμό θα σηματοδοτήσει ένα νέο, οξύτερο στάδιο της κρίσης. Δεν έχει καμία λογική και καμία πρακτική σημασία για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το να καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στο παρόν στάδιο της καπιταλιστικής κρίσης και το επόμενο. Το μόνο αληθινό πολιτικό δίλλημα για τους εργαζόμενους είναι σήμερα το ακόλουθο : πρόγραμμα διαχείρισης του βάρβαρου καπιταλισμού ή πρόγραμμα ανατροπής του με προοπτική το σοσιαλισμό!

Ε) Η Κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι επαναστατική!

Το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού λαμβάνει εφιαλτικές διαστάσεις για τις εργαζόμενες μάζες. Η ύφεση βαθαίνει, τα φορολογικά έσοδα καταρρέουν, οι στρατιές των φτωχών και των ανέργων αυξάνονται, τα ασφαλιστικά ταμεία σε λίγο καιρό δεν θα μπορούν να παράσχουν συντάξεις. Μέσα σ’ αυτές τις δραματικές συνθήκες, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, έχοντας δώσει τα δυο προηγούμενα χρόνια μαζικούς αγώνες που ανέπτυξαν και ριζοσπαστικοποίησαν την πολιτική τους συνείδηση, εναποθέτουν τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς τις ελπίδες τους για την ίδια την επιβίωση.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν πρόκειται να έχει μπροστά της – όπως φαντάζονται οι ρεφορμιστές – έναν ήρεμο και ειρηνικό μεταρρυθμιστικό δρόμο. Από την πρώτη της μέρα στην εξουσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την άμεση προοπτική ενός αδυσώπητου πολέμου από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο.

Η τρόικα δεν πρόκειται να ανεχθεί ουσιαστικές αλλαγές στα Μνημόνια. Ίσως προσφέρει μια πολύ μικρή χρονική διορία στην κυβέρνηση της Αριστεράς, μαζί με ορισμένες εντελώς επουσιώδεις για τη ζωή των εργαζόμενων αλλαγές στους όρους των Μνημονίων, αλλά μόνο με σκοπό εκείνη να υποχωρήσει και να προδώσει τις προεκλογικές εξαγγελίες της.

Δεν υπάρχουν τα παραμικρά περιθώρια για ουσιαστική «επαναδιαπραγμάτευση». Ο λόγος γι’ αυτό, είναι ότι αν η τρόικα δεχθεί την αναστολή της εφαρμογής των μέτρων των Μνημονίων, τότε θα στείλει παντού το μήνυμα ότι η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να βάλει φρένο στην άγρια λιτότητα που εφαρμόζεται πανευρωπαϊκά και παγκόσμια στο όνομα των μεγάλων κρατικών χρεών. Αυτό θα οδηγούσε άμεσα σε μια θυελλώδη στροφή των μαζών στ’ αριστερά στη μια χώρα μετά την άλλη.

Από τη δική της πλευρά, η ελληνική άρχουσα τάξη δεν πρόκειται να δεχθεί να δώσει πίσω όλα όσα κατέκτησε με τα Μνημόνια τα δυο τελευταία χρόνια, δηλαδή την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τις μειώσεις μισθών, την πλήρη ασυδοσία στις εργασιακές σχέσεις, τη φορολογική ασυλία κλπ.

Μια στοιχειώδης απόπειρα της Κυβέρνησης της Αριστεράς να μείνει συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για κατάργηση των μέτρων του Μνημονίου θα προκαλέσει έναν κοινό πόλεμο από την τρόικα και τους έλληνες καπιταλιστές, με ασφυκτικές οικονομικές, πολιτικές και διπλωματικές πιέσεις.

Ο πόλεμος αυτός αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αναστολή καταβολής των επόμενων δόσεων του δανείου της τρόικας και φυσικά, στο «πάγωμα» κάθε ροής χρημάτων από την Ε.Ε προς την Ελλάδα (ΕΣΠΑ, υπόσχεση χρηματοδότησης «αναπτυξιακών μεγάλων έργων» κλπ), αφού δεν είναι δυνατό οι ευρωπαίοι καπιταλιστές να επιτρέψουν τη χρηματοδότηση μιας κυβέρνησης που θα νομοθετεί ενάντια στα συμφέροντά τους.

Αυτές οι ενέργειες θα αποτελέσουν μια έμπρακτη ώθηση της κυβέρνησης της Αριστεράς στην κατεύθυνση της κήρυξης στάσης πληρωμής του «δημόσιου χρέους» και της αναγκαστικής έκδοσης, αργά ή γρήγορα, ενός νέου εθνικού νομίσματος. Συνεπώς, η προδιαγεγραμμένη από το βάθεμα της ύφεσης και τη γενικότερη διεθνή και ευρωπαϊκή καπιταλιστική κρίση ώθηση της Ελλάδας έκτος ευρώ, θα επισπευτεί για πολιτικούς πλέον λόγους. Θα υπαγορεύεται από την ανάγκη η Αριστερά να δυσφημιστεί στην Ελλάδα και διεθνώς σαν ο υπαίτιος της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και ο αυτουργός μιας επερχόμενης οικονομικής καταστροφής.

Αλλά και η ελληνική άρχουσα τάξη και το ξένο μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα θα επιδοθούν σε ένα κλιμακούμενο οικονομικό σαμποτάζ, αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει στις βασικές της προεκλογικές δεσμεύσεις. Μεγάλες ξένες και ελληνικές επιχειρήσεις θα αναστείλουν τη λειτουργία τους. Μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων θα επιχειρηθεί να φυγαδευτούν από τη χώρα. Η απόπειρα από την κυβέρνηση της Αριστεράς, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της, να ελεγχθεί το τραπεζικό σύστημα, θα πολεμηθεί, πιθανά με μια επιχείρηση απότομης απόσυρσης των μεγάλων καταθέσεων. Η ύφεση θα βαθύνει απότομα και τα κρατικά έσοδα θα καταρρεύσουν. Μια σειρά υψηλόβαθμων και διεφθαρμένων κρατικών στελεχών θα σαμποτάρουν την απόπειρα να εφαρμοστεί η «μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης» αποδεικνύοντας ότι οι ταξικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους όπως η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, η υπαλληλική γραφειοκρατία, δεν μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους.

Όμως η ελληνική άρχουσα τάξη δεν θα σταματήσει εκεί. Όσο οι δημόσιες συχνότητες αφήνονται από την κυβέρνηση της Αριστεράς στα χέρια της, τόσο τα ιδιωτικά ΜΜΕ θα δημιουργούν ένα κλίμα υστερίας και τρομοκρατίας ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά. Στον «σκληρό» πυρήνα του κράτους, τον στρατό και την αστυνομία, θα αρχίσουν να εξυφαίνονται αντικυβερνητικές συνομωσίες και προβοκάτσιες κάθε είδους. Ο ρόλος της «Χρυσής Αυγής» και άλλων παρακρατικών, φασιστικών ομάδων σε αυτές τις συνθήκες, θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για την άρχουσα τάξη. Οι παρακρατικές συμμορίες θα εξαπολύσουν ισχυρότερα πογκρόμ βίας ενάντια στους μετανάστες για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα φυλετικού μίσους και θα επιδοθούν σε πράξεις ατομικής τρομοκρατίας ενάντια σε αγωνιστές της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.

Όλα αυτά θα φανερώσουν στην πράξη ότι η άνοδος της κυβέρνησης της Αριστεράς στην εξουσία θα γίνει αντιληπτή από την άρχουσα τάξη σαν ένας μεγάλος επαναστατικός κίνδυνος, ακόμα και αν οι δημόσια διακηρυγμένες προθέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι στην πραγματικότητα επαναστατικές. Πως θα πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της Αριστεράς αυτή την αναμενόμενη μανιασμένη αντεπίθεση της αστικής αντίδρασης;

Η πολιτική παθητικότητα και υποχωρητικότητα, καθώς και οι αυταπάτες για τη δυνατότητα σεβασμού της δημοκρατικής νομιμότητας από τα αρπακτικά του κεφαλαίου και τους ένοπλους υπερασπιστές τους, θα είναι ένας καταστροφικός δρόμος για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Μπορεί να οδηγήσει μόνο στην κούραση και την απογοήτευση των μαζών που συσπειρώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ και να ανοίξει το δρόμο για την πολιτική αντεπίθεση της άρχουσας τάξης για να επιβληθεί και να συντρίψει το εργατικό κίνημα και την Αριστερά.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ιστορικά, έχει αποδείξει ότι όταν απειλείται η εξουσία της μπορεί να γίνει εξαιρετικά βίαιη. Αν η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αφαιρέσει από τα χέρια της την εξουσία, περνώντας την στον έλεγχο της οργανωμένης εργατικής τάξης, τότε την επόμενη περίοδο η χώρα θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στην κατεύθυνση αυταρχικών και ανοικτά βοναπαρτιστικών καθεστώτων. Αντί για τον επικίνδυνο και καταδικασμένο σε αποτυχία δρόμο της «σταδιακής μεταρρύθμισης» του σάπιου καπιταλισμού και του κράτους που τον υπηρετεί, η κυβέρνηση της Αριστεράς έχει το καθήκον να γίνει μια κυβέρνηση επαναστατική!

Στις σημερινές συνθήκες, αυτό το καθήκον σημαίνει καταρχάς ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να καλέσει τον λαό να κινητοποιηθεί και να οργανωθεί σε κάθε γειτονιά και χώρο δουλειάς, για να παλέψει ενάντια στο βέβαιο, πολύπλευρο σαμποτάζ της άρχουσας τάξης. Πρέπει να απευθύνει έκκληση για τη διενέργεια συνελεύσεων σε κάθε γειτονιά και χώρο δουλειάς, οι οποίες θα εκλέξουν επιτροπές αγώνα συντονισμένες μεταξύ τους σε επίπεδο πόλης και σε πανεθνικό επίπεδο και επίσης, θα δημιουργήσουν ομάδες αυτοάμυνας ενάντια στη βία του ανυπόταχτου πυρήνα του κρατικού μηχανισμού και των φασιστών παρακρατικών, επίσης συνδεδεμένες σε επίπεδο πόλης και πανελλαδικά.

Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει άμεσα να οργανωθεί σαν ένα μαζικό, ενιαίο κόμμα των πιο μαχητικών και πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Μέσα σε καθεστώς εσωτερικής δημοκρατίας και ελεύθερου σχηματισμού πολιτικών τάσεων, το νέο κόμμα θα πρέπει να συζητήσει και να αποφασίσει για το κατάλληλο πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, αλλά και το κατάλληλο πρόγραμμα δράσης, ζυμώνοντας τα και τα δύο μέσα στις πλατιές εργαζόμενες μάζες, με σκοπό την ενεργή συμμετοχή τους στην άσκηση της εξουσίας και τον διαρκή δημοκρατικό έλεγχο της κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχθούν τρομερές πιέσεις για να υποταχθούν στη θέληση της τρόικας. Ο καλύτερος σύμμαχος ενάντια σε αυτές τις πιέσεις είναι η αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής και διεθνούς εργατικής τάξης. Με συντονισμένες και διαρκείς εκκλήσεις η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιδιώξουν την ενεργή κινητοποίηση των εργαζόμενων και της νεολαίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, με στόχο να ηττηθεί ο πολύπλευρος πόλεμος του διεθνούς κεφαλαίου ενάντια στον εργαζόμενο λαό της Ελλάδας.

Πάνω από όλα όμως, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να εξοπλιστεί με το κατάλληλο πολιτικό και οικονομικό προγραμματικό σχέδιο. Δεν χρειαζόμαστε ένα μυστικό «σχέδιο Β’», για να εφαρμοστεί, τάχα, στην περίπτωση που θα αποτύχει η – εκ των προτέρων καταδικασμένη – απόπειρα για «σταδιακές μεταρρυθμίσεις». Αυτή θα είναι μια καταστροφική τακτική που θα οδηγήσει το κίνημα απροετοίμαστο στην αρένα της αστικής αντίδρασης. Χρειαζόμαστε σήμερα ένα ανοιχτό, δημόσιο προγραμματικό σχέδιο, που θα πείσει τις εργαζόμενες μάζες ότι αξίζει να παλέψουν δραστήρια για την εφαρμογή του.

Το παλιό μίνιμουμ πρόγραμμα των επιμέρους μεταρρυθμίσεων έχει πεθάνει. Μέσα στη σημερινή βαθειά ιστορική κρίση του καπιταλισμού και ειδικά, στις συνθήκες του αδύναμου ευρωπαϊκού «κρίκου» του ελληνικού καπιταλισμού, η απόπειρα εφαρμογής ακόμα και της πιο μετριοπαθούς και στοιχειώδους φιλολαϊκής μεταρρύθμισης, όπως είναι η κατάργηση των μέτρων των Μνημονίων, θα προκαλέσει, όπως ήδη εξηγήσαμε, ένα αδυσώπητο πόλεμο από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.

Η απάντηση σε αυτόν το βέβαιο πόλεμο μπορεί να είναι μόνο μια : η εφαρμογή ενός σχεδίου για την ταχύτερη δυνατή εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, με κοινωνικοποιημένους τους βασικούς της τομείς, που θα αντικαταστήσει τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να ανακτηθεί το χαμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να βρουν δουλειά και αξιοπρέπεια οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι!

Ζ) Ο μονόδρομος της δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας

Ο σκοπός μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας είναι να εξασφαλίσει δουλειά και αξιοπρεπή διαβίωση για όλους τους εργαζόμενους. Η «ιερή ελευθερία της αγοράς», δηλαδή η ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης και των φτωχών μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, θα παραβιαστεί για να μπορέσουν να επιβιώσουν εκατομμύρια εξαθλιωμένοι άνθρωποι που σπρώχνονται από τον καπιταλισμό καθημερινά στο περιθώριο.

Η ελληνική οικονομία θα λειτουργήσει στη βάση ενός συνεκτικού οικονομικού σχεδίου, με την ενεργή συμμετοχή και τον διαρκή δημοκρατικό έλεγχο των εργαζόμενων μαζών, τόσο κατά οικονομική μονάδα, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα απαλλοτριωθούν και θα δημιουργηθεί μια ενιαία κοινωνικοποιημένη τράπεζα – χρηματοδότης μιας κοινωφελούς οικονομικής ανάπτυξης. Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους θα απαλλοτριωθούν και θα μετατραπούν σε κοινωνική ιδιοκτησία. Οι μεγάλες αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις επίσης θα απαλλοτριωθούν, για να σχεδιαστεί η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή με κριτήριο την πληρέστερη δυνατή κάλυψη των διατροφικών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.

Οι συγκεντρωμένες μεταφορές, οι υποδομές, οι συγκοινωνίες, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια, η ύδρευση και ο ορυκτός πλούτος, θα μετατραπούν σε αποκλειστικά κοινωνική ιδιοκτησία. Το εξωτερικό εμπόριο θα μετατραπεί σε μονοπώλιο του κράτους και σε αιμοδότη των κοινωνικών αναγκών. Με την επιβολή κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο οι εισαγωγές και οι εξαγωγές της χώρας θα καθοριστούν με βάση τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και τις αληθινές και σχεδιασμένα αναπτυσσόμενες, παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.

Οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις θα απαλλοτριωθούν και θα αντικατασταθούν από ένα κοινωνικοποιημένο δίκτυο διανομής, ελεγχόμενο δημοκρατικά από τις οργανώσεις των εργαζόμενων καταναλωτών. Η Εκπαίδευση, η Υγεία, η Κοινωνική Ασφάλιση, η Κοινωνική Πρόνοια θα κοινωνικοποιηθούν και κάθε κερδοσκοπική δραστηριότητα σε αυτούς τους τομείς θα απαγορευθεί. Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους κάθε είδους, θα δοθούν κίνητρα συνένωσης, στη βάση ενός σχεδίου για τη σταδιακή αφομοίωση των μονάδων τους στον διαρκώς αναπτυσσόμενο κοινωνικοποιημένο τομέα της οικονομίας.

Η σχεδιασμένη κοινωνικοποιημένη οικονομία θα κάνει πράξη αυτό που είναι σήμερα κοινωνικά αναγκαίο και ζωτικό, αλλά δεν πραγματοποιείται γιατί είναι απόλυτα ασύμφορο για τους κερδοσκόπους καπιταλιστές που ελέγχουν την οικονομία. Θα συμπεριλάβει στους κόλπους της όλους ανεξαιρέτως τους άνεργους, μειώνοντας τον χρόνο εργασίας των υπαρχόντων εργαζομένων όσο απαιτείται για να δημιουργηθεί ο αναγκαίος αριθμός νέων θέσεων εργασίας. Οι δημιουργικές, παραγωγικές δυνατότητες εκατοντάδων χιλιάδων καταδικασμένων σε αχρηστία από τον καπιταλισμό εργαζόμενων ανθρώπων θα ξαναχρησιμοποιηθούν και θα απογειώσουν μέσα σε λίγα χρόνια την οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης πρωτόγνωρους.

Μόνο η εγκαθίδρυση μιας σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας μπορεί να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν τις καπιταλιστικές κρίσεις, δηλαδή την αναρχία της παραγωγής και την παραγωγή με σκοπό το ατομικό κέρδος. Με τον κεντρικό σχεδιασμό θα καταστεί δυνατό να πραγματοποιούνται οι κοινωνικά αναγκαίες επενδύσεις στην παραγωγή. Για πρώτη φορά θα γίνει εφικτό να αντιμετωπιστούν συντονισμένα τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιούργησε με την αναρχική και αδίστακτη κερδοσκοπική λειτουργία του ο καπιταλισμός, αλλά και να θεμελιωθεί μια οικονομική ανάπτυξη που θα σέβεται στο εξής το φυσικό περιβάλλον.

Με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να χρησιμοποιηθεί πληρέστερα και να αναπτυχθεί ταχύτερα η τεχνολογία, εκτοξεύοντας την παραγωγικότητα της εργασίας. Η άνοδος της παραγωγικότητας θα δώσει τη δυνατότητα να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι ώρες εργασίας, γεγονός που θα σημάνει την απελευθέρωση χρόνου για να ασχολούνται οι εργαζόμενοι πιο ενεργά με «τα κοινά», να μορφωθούν, αλλά και να ψυχαγωγηθούν περισσότερο.

Η σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ένα ουτοπικό εφεύρημα των μαρξιστών. Η ίδια η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα απέδειξε την ανωτερότητά της συγκριτικά με τον καπιταλισμό. Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία έβγαλε την ΕΣΣΔ, την Κίνα, την Ανατολική Ευρώπη και την Κούβα από την αποικιακή και ημι-αποικιακή καθυστέρηση, εξασφαλίζοντας σημαντική οικονομική ανάπτυξη και ένα επίπεδο διαβίωσης για τους λαούς τους, που ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει ο καπιταλισμός. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της ίδιας της ΕΣΣΔ, όπου από την περίοδο της μεγάλης «Οκτωβριανής επανάστασης» μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 52 φορές, ενώ το ίδιο διάστημα στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν μόλις 6 φορές και στην Αγγλία μόλις δύο (Πηγή : Ted Grant – «Russia: from revolution to counter revolution», αγγλικές εκδόσεις “Well red Books”) .

Ταυτόχρονα όμως, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές πλευρές της ιστορικής εμπειρίας των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών σχετικά με τη σχεδιασμένη οικονομία. Αυτή η εμπειρία απέδειξε ότι η σχεδιασμένη οικονομία είναι αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς «το οξυγόνο» της εργατικής δημοκρατίας. Για να καταστεί εφικτό να σχεδιαστεί η οικονομία με βάση το είδος και την ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών που η κοινωνία χρειάζεται και μπορεί να αφομοιώσει, ο μόνος που μπορεί να καταγράψει αυτές τις ανάγκες είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός, που έχει άμεση επαφή και με την παραγωγή, αλλά και με την κατανάλωση.

Μια οικονομία που διαθέτει στις τάξεις πολυάριθμες παραγωγικές μονάδες και μια αυξανόμενη έκταση, που η ίδια η αλματώδης ανάπτυξή της κάνει τη συνειδητή της διεύθυνση ένα όλο και πιο πολύπλοκο και σύνθετο καθήκον, δεν μπορεί να σχεδιαστεί από μια ολιγάριθμη και ανεξέλεγκτη διευθυντική ελίτ. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας απόπειρας, όπως συνέβη στην γραφειοκρατικά παραμορφωμένη ΕΣΣΔ και τα άλλα σταλινικού τύπου καθεστώτα του 20ου αιώνα, θα είναι η κακοδιαχείριση, η διαφθορά και η χαμηλή ποιότητα των παραγόμενων αγαθών.

Μια πολύ κατατοπιστική εικόνα για το πώς πρέπει να λειτουργεί μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, μας δίνει αξεπέραστα η αληθινά επαναστατική πολιτική παράδοση των πρώτων χρόνων της Οχτωβριανής επανάστασης, πολύ πριν ακόμα αναπτυχθεί η λαίλαπα της σοβιετικής γραφειοκρατίας και του σταλινισμού. Η απόφαση της Πανρωσικής Συνδιάσκεψης των εργοστασιακών επιτροπών το 1917, που λήφθηκε μετά από εισήγηση της αντιπροσωπείας του κόμματος των Μπολσεβίκων, αναφέρει σχετικά με αυτό το θέμα : «..Οι οικονομική ζωή της χώρας – τόσο η αγροτική οικονομία όσο και η βιομηχανία, το εμπόριο και οι μεταφορές – πρέπει να υποτάσσεται σ’ ένα σχέδιο που θα καθορίζεται με σκοπό να ικανοποιήσει τις προσωπικές και οικονομικές ανάγκες των πλατειών μαζών του λαού, που θα επικυρώνεται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους και θα πραγματοποιείται με την καθοδήγηση αυτών των αντιπροσώπων, μέσω των αντιπροσώπων των αντίστοιχων κρατικών και τοπικών ιδρυμάτων εφαρμογής του κρατικού σχεδίου.

Το μέρος του σχεδίου που αφορά την αγροτική οικονομία πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των οργανώσεων της αγροτιάς και των εργατών γης, το δε μέρος που αφορά τις επιχειρήσεις στις οποίες χρησιμοποιείται μισθωτή εργασία – στη βιομηχανία, στο εμπόριο και στις μεταφορές – πραγματοποιείται από τον εργατικό έλεγχο, πραγματικά όργανα του οποίου είναι μέσα στην επιχείρηση οι εργοστασιακές και οι άλλες αντίστοιχες με αυτές επιτροπές και στην αγορά εργασίας τα επαγγελματικά συνδικάτα.

Η συνένωση των εργοστασιακών επιτροπών των διάφορων επιχειρήσεων πρέπει να γίνεται κατά κλάδο παραγωγής για τη διευκόλυνση του ελέγχου σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και στο σύνολό της, για το συντονισμό της εργασίας με το γενικό οικονομικό σχέδιο και την λογική κατανομή των παραγγελιών των υλικών, των καυσίμων των τεχνικών και της εργατικής δύναμης καθώς επίσης και για τη διευκόλυνση της από κοινού δράσης με τα επαγγελματικά συνδικάτα που θα οργανώνονται κατά χώρους παραγωγής. Τα γενικά συμβούλια πόλης των επαγγελματικών συνδικάτων και των εργοστασιακών επιτροπών, αντιπροσωπεύουν το προλεταριάτο στα κρατικά και τοπικά ιδρύματα, στην επεξεργασία και την εφαρμογή του οικονομικού σχεδίου και στην οργάνωση των ανταλλαγών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, έχουν την ανώτερη καθοδήγηση στις εργοστασιακές επιτροπές και τα επαγγελματικά συνδικάτα για τον εργατικό έλεγχο στο δοσμένο τόπο και εκδίδουν υποχρεωτικούς κανονισμούς της εργατικής πειθαρχίας στην διαδικασίας της παραγωγής, που εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση των εργατών…». (Από τη συλλογή κειμένων «Βασικά Ζητήματα του εργατικού κινήματος» – εκδόσεις «Ξεκίνημα» – 1983).

Η κοινωνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία είναι η βάση για να οικοδομηθεί μια αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία, που σύμφωνα με τον μαρξισμό είναι η κοινωνία της αφθονίας, στην οποία πλέον οι ταξικοί ανταγωνισμοί θα έχουν εξαφανιστεί και μαζί με αυτούς θα αποχωρεί οριστικά από το ιστορικό προσκήνιο και το προϊόν τους, το κράτος. Όμως η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς πως μια τέτοια κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς τη συνένωση των παραγωγικών δυνάμεων πολλών και απαραίτητα αναπτυγμένων οικονομικά χωρών. Η κοινωνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία, δεν είναι δυνατό να εξασφαλίσει υψηλούς δείκτες ανάπτυξης και ευημερίας αν περιοριστεί μέσα στα σύνορα μιας μόνο χώρας.

Ειδικά σε μια μικρή και παραγωγικά αδύναμη καπιταλιστική χώρα όπως η Ελλάδα, το καλύτερο δυνατό που μπορεί να πετύχει η κοινωνικοποιημένη, σχεδιασμένη οικονομία αν περιοριστεί μέσα στα σύνορά της, είναι να εξασφαλίσει μια ανεκτή και αξιοπρεπή διαβίωση για τις εργαζόμενες μάζες, χωρίς την εκμετάλλευση και τα επίπεδα ανισότητας του καπιταλισμού. Αυτή η κοινωνική πρόοδος όμως, ειδικά στα πρώτα στάδια της εγκαθίδρυσης του νέου οικονομικού μοντέλου, αναπόφευκτα θα συνδυάζεται με την εμφάνιση ελλείψεων, όχι μόνο τεχνολογικών αγαθών, μηχανολογικού εξοπλισμού και εξαρτημάτων, αλλά και χρήσιμων πρώτων υλών, καύσιμων, ακόμα και ορισμένων βασικών για την επιβίωση αγαθών, όπως κάποια είδη φαρμάκων και ιατρικών υλικών, ακόμα και συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων. Αυτό θα συμβεί εξαιτίας των μεγάλων στρεβλώσεων που κληρονόμησε στην ελληνική οικονομία ο καπιταλισμός και επίσης, σαν αποτέλεσμα του μανιασμένου πολέμου που θα διεξαχθεί από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ενάντια στην επαναστατημένη χώρα.

Συνεπώς, η επαναστατική Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή θα χρειαστεί την οικονομική και τεχνολογική βοήθεια των πιο αναπτυγμένων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι οι έλληνες εργαζόμενοι, πρέπει να παλεύουν προσηλωμένοι σε μια διεθνιστική προοπτική. Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει το ταχύτερο δυνατό να επεκταθεί στο διεθνές πεδίο και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση κοινωνικοποιημένων, σχεδιασμένων οικονομιών σε ολόκληρη της Ευρώπη, έτσι ώστε να γίνει πράξη από τους ευρωπαίους εργαζόμενους μια ειλικρινής και πολύπλευρη διεθνής βοήθεια στην Ελλάδα, για την κάλυψη των σοβαρών παραγωγικών ανεπαρκειών της οικονομίας της.

Αυτή είναι μια απόλυτα εφικτή ιστορικά εξέλιξη και όχι η ουτοπία της «εξαγωγής» ενός επαναστατικού παραδείγματος. Ο αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού στην εποχή της βαθειάς ιστορικής του κρίσης, δεν μπορεί να περιοριστεί στα σύνορα μιας χώρας. Από τη στιγμή που η άγρια λιτότητα και το τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων είναι το κοινό, πανευρωπαϊκό πρόγραμμα των αστικών κυβερνήσεων, το διεθνές ρεύμα αλληλεγγύης στην επαναστατική Ελλάδα θα τείνει στη μια χώρα μετά την άλλη, να μετατραπεί σε αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Σε όλη την Ευρώπη η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία στον πληθυσμό και διαθέτει πανίσχυρες οργανώσεις. Η επαναστατική Ελλάδα δεν πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό μόνη της. Οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, μέσα από τον επαναστατικό αγώνα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης μπορούν και πρέπει να γίνουν η νέα πραγματικότητα που θα αντικαταστήσει τη σημερινή βάρβαρη, καπιταλιστική ΕΕ.

Η) Τι θα γίνει συγκεκριμένα με την ΕΕ και το ευρώ;

Η αστική κλίκα που διοικεί την ΕΕ σύμφωνα με τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και των ευρωπαϊκών πολυεθνικών δεν μπορεί να ανεχθεί την ακύρωση των Μνημονίων από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Πόσο μάλλον, δεν μπορεί να ανεχθεί έστω και την υπόνοια εφαρμογής ενός σχεδίου εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας στην Ελλάδα. Από τη φύση της η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος έρχεται σε σύγκρουση με το οικοδόμημα της ΕΕ, που είναι φτιαγμένο σύμφωνα με τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα των ιδρυτικών πράξεων, των Συνθηκών, των κανόνων και των επίσημων συμφωνιών της ΕΕ που προασπίζουν τον καπιταλισμό και «την ελεύθερη αγορά». Η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, στο πλαίσιο μιας απόπειρας του διεθνούς κεφαλαίου να τιμωρήσει τους Έλληνες εργαζόμενους και την κυβέρνηση της Αριστεράς.

Για να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο με τον αντιδραστικό συνασπισμό του ευρωπαϊκού κεφαλαίου η αγωνιζόμενη εργατική τάξη της Ελλάδας, πρέπει να έχει από την αρχή μια διεθνιστική προοπτική. Πρέπει να γράψει στη σημαία του αγώνα της το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Από την πρώτη στιγμή της θητείας της, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να βροντοφωνάξει αυτό το σύνθημα σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάνοντας μια δραστήρια διεθνή εκστρατεία με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της.

Αναπόφευκτα, η έκδοση ενός νέου νομίσματος από μια κυβέρνηση της Αριστεράς που ηγείται της ανατροπής του ελληνικού καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα της εκδίωξης από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, θα συνοδευτεί από μια τάση απαξίωσής του στην διεθνή αγορά και από μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Όμως η ίδια η κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία – ειδικά στην περίπτωση που θα συντριβούν άμεσα οι αντεπαναστατικές απόπειρες και το ευρωπαϊκό και βαλκανικό προλεταριάτο, θα δείξει έμπρακτη αλληλεγγύη στην επαναστατική Ελλάδα, αρχίζοντας ταυτόχρονα να εκδηλώνει την επαναστατική του πάλη – όπως ήδη αναφέραμε, θα αποτελεί εγγύηση για την προάσπιση ενός μίνιμουμ ανεκτής και ανθρώπινης διαβίωσης για όλους τους εργαζόμενους. Η έκδοση ενός νέου νομίσματος όμως, για να διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση επιδίωξης ενός δρόμου «εθνικού απομονωτισμού», πρέπει να συνοδεύεται από μια σαφή έκκληση για τη δημιουργία μιας νέας αληθινά αλληλέγγυας και δίκαιης, σοσιαλιστικής οικονομικής ενοποίησης, γύρω από ένα νέο ευρώ, που θα συμβολίζει πλέον την ισχύ μιας πανευρωπαϊκά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας.

Ο δρόμος της κοινωνικής ευημερίας και δικαιοσύνης, ο δρόμος του σοσιαλισμού, περιλαμβάνει αναπόφευκτα θυσίες. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας καμία προοδευτική, επαναστατική, κοινωνική και πολιτική αλλαγή που να συντελέστηκε δίχως θυσίες. Ποια είναι όμως η μοναδική άλλη «επιλογή» για του εργαζόμενους; Είναι ο δρόμος της παθητικής αποδοχής της αυξανόμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας, των ατέλειωτων ανθρωποθυσιών εκατομμυρίων άνεργων και φτωχών, στο βωμό των κερδών μιας χούφτας καπιταλιστών – παρασίτων.

Στη σημερινή εποχή υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε οι θυσίες για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης να είναι οι λιγότερες δυνατές. Η εργατική τάξη αποτελεί την κοινωνική πλειοψηφία στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Διαθέτει πανίσχυρες μαζικές οργανώσεις και μόρφωση πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά με το παρελθόν. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας είναι τόσο πολύ ανεπτυγμένα, που τα επαναστατικά ρεύματα – όπως φάνηκε κύρια από το πρόσφατο ξέσπασμα της Αραβικής επανάστασης, αλλά και από την εξάπλωση του κινήματος των «αγανακτισμένων» – είναι δυνατό να μεταφερθούν από τη μια γωνιά του πλανήτη στην άλλη, μέσα σε λίγες ώρες. Αρκεί μονάχα να σπάσει ένας κρίκος στη διεθνή καπιταλιστική «αλυσίδα», με τη νίκη της επανάστασης σε μια χώρα. Τότε η επαναστατική σπίθα μπορεί να μετατραπεί σε πυρκαγιά, που θα εξαπλωθεί γρήγορα σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Εργαζόμενοι και νέοι της Ελλάδας, κάθε εθνικότητας και φυλής, γηγενείς και μετανάστες, ας ενωθούμε στον κοινό επαναστατικό αγώνα! Με αφετηρία τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογή της κυβέρνησης της Αριστεράς, σε αυτά τα χώματα που ο ανθρώπινος πολιτισμός έκανε τα πρώτα μεγάλα του άλματα, ας έχουμε εμείς την τιμή να ανάψουμε πρώτοι την επαναστατική σπίθα στην Ευρώπη και να τη μετατρέψουμε στην άσβεστη φλόγα της προόδου που θα εξαφανίσει το σκοτάδι του βάρβαρου καπιταλισμού. Στην άσβεστη φλόγα του σοσιαλισμού!

Θ) Είναι εφικτή η ανατροπή του καπιταλισμού σήμερα;

Είναι όμως εφικτή σήμερα η ανατροπή του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας στην Ελλάδα; Οι πολιτικοί εκπρόσωποι και υπάλληλοι της τρόικας και της ελληνικής άρχουσας τάξης εξ επαγγέλματος ειρωνεύονται σαν «ανέφικτη» κάθε προγραμματική πρόταση που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα των τραπεζιτών και των υπόλοιπων αρπακτικών του κεφαλαίου. Κάθε διεκδίκηση που αμφισβητεί τα δεσμά των μισθωτών σκλάβων και της τεράστιας στρατιάς ανέργων που αρχίζει να τρέφεται από τα αποφάγια της κοινωνίας, είναι για αυτούς τους καλούς χριστιανούς «λαϊκισμός» και «τυχοδιωκτισμός».

Κάτω από την πίεση της αστικής κοινής γνώμης, οι ρεφορμιστές ηγέτες διαχρονικά, και ιδίως όταν ζυγώνουν προς την εξουσία, σπεύδουν να «στρογγυλέψουν» και να «λογικέψουν» το πρόγραμμά τους. Από τη μια πλευρά προσπαθούν να καθησυχάσουν τους αστούς, διαβεβαιώνοντάς τους ότι τα θεμελιώδη τους συμφέροντα, δηλαδή ο έλεγχος πάνω στην οικονομία και το κράτος δεν πρόκειται να θιγούν και από την άλλη, διαβεβαιώνουν τους εργαζόμενους ότι μια θεμελιώδης αλλαγή στην κοινωνία δεν είναι ακόμα εφικτή.

Τι είναι όμως τελικά στ’ αλήθεια πολιτικά και κοινωνικά εφικτό και τι όχι; Μια ματιά στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα γύρω μας τα τελευταία 2 χρόνια, αρκεί για να αναθεωρήσει ριζικά κανείς το τι πρέπει να θεωρεί «εφικτό» και τι όχι. Ποιος άραγε θα θεωρούσε πριν από λίγα χρόνια εφικτή τη χρεοκοπία μιας χώρας της Ευρωζώνης και την προσφυγή της στο ΔΝΤ; Ποιος θα θεωρούσε εφικτή την κατάργηση του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση; Ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει εφικτή τη διενέργεια 18 γενικών απεργιών σε δυο μόλις χρόνια; Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί την απώλεια 3 εκατομμυρίων ψήφων για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ μέσα σε δυόμιση χρόνια; Ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει εφικτή τη σημερινή εκτόξευση προς την εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, που δυόμιση χρόνια πριν βρίσκονταν στα πρόθυρα της πολιτικής περιθωριοποίησης από διαρκείς συγκρούσεις κορυφής χωρίς ξεκάθαρες πολιτικές αρχές; Ποιος θα μπορούσε πριν από λίγα χρόνια να φανταστεί ότι είναι εφικτή για μια χώρα της καπιταλιστικής Δύσης η άνοδος στην κυβέρνηση ενός κόμματος του κομμουνιστικού κινήματος;

Το εφικτό στην κοινωνία και την πολιτική δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι συνάρτηση των αντικειμενικών, υλικών παραγόντων που καθορίζουν την κοινωνική ζωή και του αποτελέσματος της ζωντανής διαπάλης που διεξάγεται ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις της κοινωνίας, την αστική τάξη και το προλεταριάτο, με τους συμμάχους τους.

Η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας που θα ανοίξει τον δρόμο για το σοσιαλισμό σε όλη την Ευρώπη είναι απόλυτα εφικτή σήμερα, γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις στην Ελλάδα (η εργασία, η τεχνική, η επιστήμη, η τεχνολογία κ.α) είναι επαρκώς ανεπτυγμένες, ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση για κάθε εργαζόμενο άνθρωπο. Ενδεικτικά, το ΑΕΠ της Ελλάδας, από 38,6 δις ευρώ το 1990 εκτοξεύτηκε στο 2008 στα 244 δις το 2008. Όμως η βαθειά σημερινή κρίση του καπιταλισμού που το έχει ήδη συρρικνώσει, φτάνοντάς το κοντά στα 200 δις ευρώ, «κραυγάζει ότι οι ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις καταδικάζονται σε μαρασμό μέσα στα ασφυκτικά δεσμά των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας.

Ανέφικτη θα ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού αν δεν υπήρχε στην ελληνική κοινωνία η δύναμη που έχει συμφέρον και μπορεί να διασώσει τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις από την καπιταλιστικό μαρασμό. Αυτή όμως, όχι μόνο είναι υπαρκτή, αλλά είναι και αντικειμενικά πανίσχυρη. Είναι η εργατική τάξη της Ελλάδας που με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία) αποτελεί μια μεγάλη πλειοψηφία στην κοινωνία με 2,6 εκατομμύρια εργαζόμενους μισθωτούς και πάνω από 1 εκατομμύριο άνεργους που τα τελευταία δυο χρόνια ενώθηκαν σε κοινούς μαζικούς αγώνες διαρκείας. Δίπλα σε αυτούς, θα πρέπει να προσθέσουμε σαν αντικειμενικούς, εν δυνάμει συμμάχους, περίπου 1 εκ. αυτοαπασχολούμενους και περίπου 200.00 απασχολούμενους ως βοηθούς σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.
Επιπρόσθετα, η εργατική τάξη της Ελλάδας βρίσκεται σήμερα σ’ ένα ασύγκριτα ψηλότερο μορφωτικό επίπεδο απ’ ότι στο παρελθόν και διαθέτει ισχυρές μαζικές οργανώσεις, που μπορούν να επιβάλουν τη συλλογική της θέληση στην κοινωνία. Πιο ευνοϊκή από αυτή την αντικειμενική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα για την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει.

Είναι όμως πολιτικά εφικτή αυτή η ζωτική υπόθεση; Η πολιτική συνείδηση των εργαζόμενων μαζών μέσα από την εμπειρία των μαζικών αγώνων ενάντια στα μέτρα των Μνημονίων έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και έχει στραφεί με πρωτοφανή ταχύτητα στ΄ αριστερά. Στις εκλογές τις 6ης Μάη, και τα τρία μαζί προερχόμενα από το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα κόμματα, συγκέντρωσαν αθροιστικό ποσοστό μικρότερο από αυτό που σήμερα δίνουν οι δημοσκοπήσεις μονάχα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα, η τεράστια απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη, που αναδεικνύεται με τα πολύ υψηλά ποσοστά υποστήριξης που συγκεντρώνει στις μεγάλες πόλεις, είναι ένα εξαιρετικός δείκτης για της επαναστατικές πολιτικές δυνατότητες και προοπτικές της παρούσας περιόδου.

Ορισμένες δεκαετίες πιο πίσω, και μόνο η προοπτική της ανόδου ενός κόμματος του κομμουνιστικού κινήματος στην κυβέρνηση, θα είχε προκαλέσει ήδη ένα πραξικόπημα. Τώρα οι αστοί αντιδραστικοί παρακολουθούν τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση των ΜΑΤ χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν άμεσα, μεταθέτοντας την ώρα της αντεπαναστατικής τους εκδίκησης προς τους «αυθάδεις», κομμουνιστές αμφισβητίες της «τάξης», για μια άλλη προσφορότερη γι’ αυτούς στιγμή στο μέλλον. Τέλος, οι αστοί πολιτικοί εξαιτίας της βαθιάς κρίσης του συστήματός τους, δεν μπορούν να δώσουν στα παραδοσιακά πολιτικά τους στηρίγματα, τους μικροαστούς, ούτε καν υποσχέσεις για μια επιβίωση με υποφερτές στερήσεις.

Όλα αυτά δείχνουν ότι μέσα από τη φρενήρη ανάπτυξη της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και την αυξανόμενη καχεξία των αστικών κομμάτων και ηγεσιών συγκριτικά με την παλιά αδιαφιλονίκητη πολιτική τους κυριαρχία, διαμορφώνονται οι αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του καπιταλισμού και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται σε υποκειμενικό παράγοντα που μπορεί να κάνει πολιτικά εφικτή τη μεγάλη, επαναστατική κοινωνική αλλαγή. Το μόνο που λείπει από την ηγεσία του που με την τεράστια ώθηση των μαζών ήδη βρίσκεται στον προθάλαμο της εξουσίας, είναι το κατάλληλο, επαναστατικό πρόγραμμα. Αυτό όμως, κάθε άλλο παρά ένα δευτερεύον ζήτημα αποτελεί. Αντίθετα, είναι σήμερα το πιο αποφασιστικό ζήτημα!

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα