του Χρήστου Κεφαλή*
Ο σταλινισμός διακρίθηκε ιστορικά από το φόβο για το κίνημα των μαζών, που κορυφωνόταν στις επαναστατικές κρίσεις με την άρνηση της πάλης για την εξουσία, οδηγώντας στην καταστροφή και τη θυσία της επανάστασης. Ταυτόχρονα, ήταν ένα τυπικό γνώρισμα της σταλινικής πρακτικής να μασκαρεύει αυτό το φόβο και τη δυσπιστία με επαναστατική φρασεολογία, εμφανίζοντας την παραίτηση από την επανάσταση ως εφαρμογή της γνήσιας κομμουνιστικής γραμμής, μια υπεράσπιση των παραδόσεων του Οκτώβρη και του μπολσεβικισμού. Έτσι προδόθηκαν τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του ΕΑΜ στην Ελλάδα το 1945 με τη συμφωνία της Βάρκιζας και την τυχοδιωκτική μετέπειτα γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, η Κινεζική Επανάσταση του 1926-28 και η Ισπανική Επανάσταση του 1936-38, ενώ χάθηκαν επαναστατικές δυνατότητες στη Γαλλία και παραδόθηκε η γερμανική εργατική τάξη χωρίς μάχη στις ναζιστικές ορδές.
Ήταν ακόμη τυπική συμπεριφορά των σταλινικών αρχηγών να επιμένουν ως το τέλος στα λάθη και να τα οδηγούν στις ακραίες συνέπειές τους. Δημιουργούσαν έτσι ανώμαλες καταστάσεις και κατασκεύαζαν αποδιοπομπαίους τράγους – κατά κανόνα τους πιο άξιους επαναστάτες, που ήθελαν να δυσφημήσουν και να ξεφορτωθούν – στους οποίους φόρτωναν τις δικές τους ευθύνες για τις συμφορές και ήττες του κινήματος. Τυπικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής, εκφρασμένης κεντρικά από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις του 1936-38, αποτέλεσαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα η καταδίκη και κατασυκοφάντηση του Άρη Βελουχιώτη και άλλων αγωνιστών που αντιτάχθηκαν στη Βάρκιζα, και οι αυθαιρεσίες της ζαχαριαδικής ηγεσίας μετά την ήττα του ΔΣΕ στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 1950.
Αυτές οι σταλινικές πρακτικές δεν είχαν βέβαια τίποτα κοινό με το μαρξισμό και τον κομμουνισμό. Εξέφραζαν μόνο το μικροαστικό, αντιδραστικό πνεύμα του γραφειοκρατισμού: την ιδιοτέλεια των ανεπαρκών ηγεσιών και το λακεδισμό των αριβιστών που μάζευαν γύρω τους. Οι κομμουνιστικές αξιώσεις με τις οποίες περιβάλλονταν οι σταλινικοί αρχηγοί ήταν μια απατηλή αμφίεση για λόγους νομιμοποίησης στη συνείδηση των απλών αγωνιστών. Σε μια προσπάθεια να εξυψώσουν τον εαυτό τους, κατέβαζαν στο χαμηλό, άθλιο επίπεδό τους τις κομμουνιστικές ιδέες και αρχές, δυσφημώντας τις και κάνοντάς τις απωθητικές στους εργαζόμενους. Πέρα από τις άμεσες τεράστιες ζημιές που προκάλεσε στο κίνημα, αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη μακροχρόνια υπηρεσία που πρόσφερε στην αντίδραση ο σταλινισμός.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ τον Ιούλιο του 2011 για τον Άρη, τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη, καθώς και μια σειρά τοποθετήσεις της ηγεσίας και στελεχών του για τις αραβικές και ευρωπαϊκές εξεγέρσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτές τις παλιές αλλά επίκαιρες αλήθειες. Στις αποφάσεις αυτές γίνεται προσπάθεια να δικαιωθεί και να εξαγνιστεί πλήρως η σταλινική, ζαχαριαδική ανωμαλία, συνεχιστής της οποίας είναι και αισθάνεται ότι είναι η νεοσταλινική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ. Αλλά ενώ αποθεώνουν το ζαχαριαδισμό για τη δήθεν ακλόνητη πίστη του στο κόμμα και την επανάσταση, από την άλλη στις τοποθετήσεις και την αρθρογραφία τους εκφράζεται διαρκώς η περιφρόνηση για τα επαναστατικά κινήματα των ημερών μας, αποκαλύπτοντας το πραγματικό αντεπαναστατικό πρόσωπο του νεοσταλινισμού.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ντοκουμέντα και διακηρύξεις που πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά κάθε αγωνιστή και αγωνίστρια που θέλει να έχει μια συνειδητή, φωτισμένη στάση στα μεγάλα ζητήματα του κινήματος, ανεξάρτητα από την τωρινή κομματική του ένταξη. Είναι ουσιώδες λοιπόν να μελετηθούν προσεκτικά και να αξιολογηθούν από την άποψη της αυθεντικής μαρξιστικής παράδοσης, των αρχών και της κληρονομιάς του μαρξισμού.
1. Ο Άρης και η Βάρκιζα: μερικά ζητήματα αρχών
Τα ιστορικά γεγονότα με τον Άρη είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν με λεπτομέρειες. Μετά τη σύναψη της συμφωνίας της Βάρκιζας, με την οποία οι αγωνιστές παραδίδονταν έρμαια στις εκδικητικές διαθέσεις της αντίδρασης, ο Άρης αρνήθηκε να υποταχθεί στην ηγεσία του ΚΚΕ και να δεχτεί την παράδοση των όπλων. Σε δημόσιους λόγους του πρόβλεψε πως η συμφωνία αυτή θα γινόταν υπαίτια για το στραγγαλισμό του κινήματος, θέση που υποστήριξε και τεκμηρίωσε επίσης σε σημειώματα προς την τότε κομματική ηγεσία. Έπεσε μαχόμενος για τα ιδανικά του, δίνοντας με το ηρωικό τέλος του ένα παράδειγμα έμπρακτης αφοσίωσης στην υπόθεση του κινήματος.
Η επαναστατική στάση του Άρη συνάντησε την αποδοκιμασία της ζαχαριαδικής ηγεσίας, που ανακοίνωσε τη διαγραφή του στο Ριζοσπάστη στις 16/6/1945, την ίδια μέρα με την εξόντωσή του. Στην ανακοίνωση, «Η προδοσία του Βελουχιώτη», ο Άρης κατηγορούνταν ότι «από δειλία και φόβο… απειθαρχεί» και «ξαναπροδίδει το ΚΚΕ» και για «τυχοδιωκτική και ύποπτη δράση» που ευνοεί την αντίδραση. Ταυτόχρονα, του καταλογιζόταν το αμάρτημα ότι με την εναντίωσή του στη Βάρκιζα παραβίαζε τη «δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία». Ανάλογες συκοφαντίες εκτοξεύθηκαν από την ηγεσία Ζαχαριάδη και αργότερα, στην 3η Συνδιάσκεψη του 1950.
Σήμερα η τωρινή ηγετική ομάδα, με τις αποφάσεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα, έρχεται μετά από 66 χρόνια, σαν νέος Επιμηθέας, να παραδεχτεί αυτό που εδώ και δεκαετίες ξέρει όλος ο κόσμος: ότι ο Άρης είχε δίκιο στην πολιτική του εκτίμηση και στάση απέναντι στη Βάρκιζα. Προβαίνοντας σε αυτή τη μεγαλόψυχη αναγνώριση όμως, διατηρεί ταυτόχρονα την ουσία της απόφασης του 1945 για την καταδίκη του Άρη και αρνείται να τον αποκαταστήσει κομματικά, με το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, ότι παραβίασε την κομματική πειθαρχία. Όπως λένε:
«Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη αποφασίζει την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη. Θεωρεί ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Παράλληλα η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη σημειώνει ότι η διαφωνία του Άρη με τη Συμφωνία της Βάρκιζας δε δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας, καθώς και την αξιοποίηση από τον Άρη της φήμης και του σεβασμού που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά δυνατή τη μετά θάνατο αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας»1.
Το υποκείμενο σκεπτικό, τόσο της απόφασης του 1946 όσο και της τωρινής, είναι η θέση ότι η συμμόρφωση με την κομματική γραμμή είναι υποχρεωτική σε όλες τις περιπτώσεις, απέναντι σε κάθε πολιτική, ακόμη και προδοτική, λόγω της λεγόμενης αρχής του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού». Για το σταλινισμό γενικά, η φετιχοποίηση της οργανωτικής μονολιθικότητας ως αυτοσκοπού είχε και έχει το χαρακτήρα ενός αυτονόητου αξιώματος, όντας δήθεν συνώνυμη με την κομμουνιστική στράτευση και την κομματικότητα. Βεβαιώνεται έτσι ότι η κομματική πειθαρχία και η υποταγή στην άποψη της πλειοψηφίας είναι η ανώτατη κομμουνιστική αρχή και ότι σε καμιά απολύτως περίπτωση δεν δικαιολογείται το σπάσιμο της πειθαρχίας.
Αυτή η προϋπόθεση, που δεν τολμούν να τη δηλώσουν ρητά, βρίσκεται στη βάση και των δυο αποφάσεων για τον Άρη, του 1945 και του 2011. Οι αποφάσεις στέκουν έτσι από την άποψη του μαρξισμού μόνο αν μπορεί να τεκμηριωθεί, με αναφορά στη μαρξιστική παράδοση, ότι όντως αληθεύει η παραπάνω πρόταση. Τίποτα όμως δεν απέχει πιο πολύ από την αλήθεια.
Μια πρώτη παρατήρηση εδώ είναι ότι αν γινόταν δεκτή η απόλυτη, άνευ όρων ισχύς της πειθαρχίας, τότε στην περίπτωση του Άρη οδηγούμαστε σε ένα κραυγαλέο παράδοξο: η πολιτικά σωστή επαναστατική στάση της εναντίωσής του στη Βάρκιζα (την ορθότητα της οποίας αναγνωρίζουν φραστικά με καθυστέρηση 66 χρόνων στο ΚΚΕ) να είναι ταυτόχρονα και στάση «αντικομματική». Από δω συνάγεται η ύπαρξη μιας ριζικής αντίθεσης ανάμεσα στο επαναστατικό και το «κομματικό», ότι σε ένα κόμμα που στις διακηρύξεις του ευαγγελίζεται την επανάσταση, μπορούσε να είναι κανείς «κομματικός» μόνο συμμορφούμενος με μια πολιτική που κατέστρεφε την επανάσταση, και ότι από τη στιγμή που στρεφόταν εναντίον της πήγαινε ενάντια στο κόμμα.
Αλλά πέρα από τον παραλογισμό, η αλήθεια είναι ότι στη μαρξιστική παράδοση δεν υπάρχει τίποτα που να επιβεβαιώνει τον οργανωτικό φετιχισμό, τη μετατροπή των οργανωτικών αρχών σε υπέρτατο μέτρο και κριτήριο της κομματικότητας. Απεναντίας, οι κλασικοί του μαρξισμού, αντιτάσσονταν πάντα σε μια τέτοια θεώρηση, δίνοντας προτεραιότητα στα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα και ορίζοντας το τι είναι «κομματικό» με βάση την εκτίμηση της κατάστασης και όχι κάποιες αφηρημένες, σχολαστικές ψευδο-αρχές που ισχύουν ανεξαρτήτως περιστάσεων.
Ο Λένιν ιδιαίτερα τόνιζε αδιάλειπτα ότι τελικό κριτήριο για τη στάση των κομμουνιστών είναι η ανταπόκριση στο αντικειμενικό συμφέρον του κινήματος. «Ο τυπικός δημοκρατισμός», έλεγε, «πρέπει να υποτάσσεται στην επαναστατική σκοπιμότητα»2. Αυτό σημαίνει ότι γενικά, και ακόμη περισσότερο σε καίριες στιγμές, όταν κρίνεται η τύχη της επανάστασης, είναι δικαίωμα και καθήκον των κομμουνιστών να αντιτάσσονται σε μια καταστροφική για το κίνημα πολιτική, όπως η συμφωνία της Βάρκιζας, ακόμα και αν αυτή έχει την υποστήριξη της κομματικής ηγεσίας ή της πλειοψηφίας των οργάνων. Κριτήριο του κομματικά ορθού δεν είναι τότε ο τυπικός δημοκρατισμός, δηλαδή η αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η ανταπόκριση στην επαναστατική σκοπιμότητα, το πραγματικό συμφέρον του κινήματος.
Ο Λένιν διατύπωσε με σαφήνεια, στην ίδια συζήτηση για τα συνδικάτα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η παραβίαση της πειθαρχίας είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη:
«Αν όμως υπάρχουν ριζικές και βαθιές διαφωνίες αρχών –μπορεί να μας πει κανείς– μήπως αυτές δεν δικαιολογούν ακόμη και τις πιο έντονες και φραξιονιστικές εκδηλώσεις; Αν πρέπει να πει κανείς κάτι το καινούργιο και το ακατανόητο, μήπως αυτό δεν δικαιολογεί κάποτε ακόμη και τη διάσπαση; Φυσικά τη δικαιολογεί, όταν οι διαφωνίες είναι πραγματικά εξαιρετικά βαθιές και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο τρόπο η διόρθωση της λαθεμένης κατεύθυνσης της πολιτικής του Κόμματος ή της εργατικής τάξης»3.
Η τελευταία πρόταση του Λένιν δίνει το πραγματικό μαρξιστικό μέτρο με το οποίο πρέπει να κριθεί η στάση του Άρη, να εκτιμηθεί δηλαδή το αν η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την παραβίαση της πειθαρχίας.
Ο πρώτος όρος που θέτει Ο Λένιν, να είναι η διαφωνία εξαιρετικά βαθιά και σοβαρή, προφανώς ισχύει αναφορικά με το θέμα της Βάρκιζας. Ο δεύτερος όρος, να μην υπάρχει άλλος τρόπος για να διορθωθεί η λαθεμένη κομματική πολιτική, είναι επίσης αληθινός. Ο Άρης, πριν σπάσει την πειθαρχία, προσπάθησε επίμονα να λύσει το ζήτημα στα πλαίσια των κομματικών διαδικασιών, με γράμματα που έστελνε στην ηγεσία, κ.λπ., όμως οι ενέργειές του αυτές αγνοήθηκαν και δεν έλαβε καμιά απάντηση. Εξάλλου, η ίδια η απόφαση της καταγγελίας του από τη ζαχαριαδική ηγεσία, με όσα του προσάπτει, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ποια ήταν η πρακτική στάση της ηγεσίας απέναντί του.
Από αυτά και μόνο προκύπτει ότι η στάση του Άρη ήταν όχι μόνο πολιτικά αλλά και κομματικά απόλυτα δικαιολογημένη.
Μια συγκεκριμένη αναφορά στα ιστορικά γεγονότα θα δείξει παραπέρα ότι η στάση του Άρη ήταν απόλυτα δικαιολογημένη ακόμη και από την άποψη του πιο στενού τυπικού δημοκρατισμού και ότι εκείνος που ενεργούσε αντιδημοκρατικά στη δοσμένη περίπτωση, παραβιάζοντας συστηματικά κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας όχι μόνο απέναντι στον Άρη αλλά και συνολικά στο κόμμα, ήταν η ίδια η ηγεσία του ΚΚΕ.
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις Αναμνήσεις του Γ. Ιωαννίδη, μέλους του ΠΓ του ΚΚΕ και συνκαθοδηγητή του στα χρόνια της κατοχής μαζί με τον Σιάντο. Ο Ιωαννίδης επιβεβαιώνει εκεί ότι ο Σιάντος παρέκαμψε πλήρως την ΚΕ και το ΠΓ στην αποφάσιση της ένοπλης σύγκρουσης το Δεκέμβρη και ότι πάνω στο θέμα αυτό δεν υπήρξε καμιά κομματική συζήτηση και απόφαση. Ο ίδιος παραθέτει τη μνημειώδη απάντηση του Σιάντου ότι η διοίκηση της ΚΕ του ΕΛΑΣ, μετά την εκδίωξη του Άρη στην Ήπειρο, ανατέθηκε στους Μάντακα και Χατζημιχάλη, επειδή ήταν άβουλοι και δεν θα έφερναν καμιά αντίρρηση στην ηγεσία:
«Ήξερα ότι ο Γιώργης έκανε την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, αλλά νόμιζα ότι την έκανε μετά από το συλλαλητήριο της 3ης του Δεκέμβρη. Τώρα μαθαίνω ότι την 1η του Δεκέμβρη έκανε την ΚΕ του ΕΛΑΣ και έστειλε και τις ανάλογες διαταγές. Έτσι δεν έγινε αυτό που θάπρεπε να γίνει. Αυτό που θα έκανε κάθε μαρξιστικό κόμμα. Εμφύλιο πόλεμο, χωρίς απόφαση του Πολιτικού Γραφείου, έστω του Πολιτικού Γραφείου που νάναι όλοι μαζί. Εμφύλιο πόλεμο, χωρίς να ξέρει η Κεντρική Επιτροπή ότι γίνεται εμφύλιος πόλεμος…
Ο Σιάντος τι έλεγε, γιατί την έκανε την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ; Δε σου απάντησε;
Πώς. Η απάντηση είναι κλασική. Ρώτα και τη Δόμνα που ήταν εκεί να σου πει.
– Πήρα μου λέει, τον Χατζημιχάλη, γιατί αυτός ποτέ δεν έχει γνώμη, πήρα και τον Μάντακα, ο οποίος ό,τι λέω μ’ ακούει. Συνεπώς, ό,τι θέλουμε εμείς θα κάνουμε»4.
Ας σημειωθεί ότι ο Ιωαννίδης μνημονεύει την παραπάνω απάντηση του Σιάντου και στην ομιλία του στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, τα πρακτικά της οποίας εκδόθηκαν πρόσφατα από το ΚΚΕ:
«Όταν ο Σιάντος π.χ. πήρε μόνος του την απόφαση ν’ αρχίσει τον ένοπλο αγώνα το Δεκέμβρη του 1944, χωρίς να ρωτήσει το ΠΓ εμείς τι κάναμε;… Αφήσαμε το Χατζημιχάλη στην ΚΕ του ΕΛΑΣ γιατί ήταν ανθρωπάκος, χωρίς γνώμη, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Σιάντου, το Μάντακα γιατί άκουγε το Σιάντο και την ΚΕ του ΕΛΑΣ, για να διευθύνουν αυτοί τον αγώνα»5.
Η δήλωση του Ιωαννίδη δεν αμφισβητήθηκε ούτε σχολιάστηκε από κανέναν στην 3η Συνδιάσκεψη ή αργότερα. Είναι επομένως σαφές ότι απέναντι σε μια ηγετική ομάδα που ενεργούσε με τέτοιο αυθαίρετο τρόπο, παρακάμπτοντας το υπόλοιπο Πολιτικό Γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή πάνω στο κεφαλαιώδες ζήτημα της εξέγερσης, ο Άρης είχε κάθε δικαίωμα να σπάσει την πειθαρχία, και ότι η στάση του ήταν απόλυτα σωστή από κάθε άποψη.
Η στάση του Άρη δεν παραβίαζε, λοιπόν, καμιά κομματική αρχή, αλλά συμβάδιζε απόλυτα με το πραγματικό συμφέρον του κινήματος και τις πραγματικές αρχές και τους σκοπούς του κομμουνιστικού κόμματος, τις οποίες ευτέλιζε η τότε ηγεσία. Και αυτό δεν είναι παράξενο. Στα μεγάλα ιστορικά θέματα, οι επαναστατικές και οι κομμουνιστικές αρχές, το συμφέρον του κινήματος και το συμφέρον του κόμματος, συμπίπτουν· δεν μπορεί να είναι σε διάσταση μεταξύ τους. Με το υψηλό επαναστατικό του πρότυπο, ο Άρης συμπύκνωσε αυτή την ενότητα και έδωσε ένα μέτρο για τις μελλοντικές πράξεις και διακηρύξεις στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας.
Στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος θα βρούμε λίγα παραδείγματα υψηλής κομματικής στάσης όπως εκείνο του Άρη απέναντι στη Βάρκιζα. Ένα από αυτά δόθηκε από τον ίδιο τον Λένιν, όταν τις παραμονές του Οκτώβρη παραιτήθηκε από την ηγεσία των Μπολσεβίκων, για να κάμψει τις ταλαντεύσεις και τους δισταγμούς της στο ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Σε γράμμα του προς την ΚΕ ο Λένιν δικαιολόγησε ως εξής τη στάση του:
«Να αποφύγουμε να πάρουμε την εξουσία τώρα… σημαίνει να καταδικάζουμε την επανάσταση σε αποτυχία. Παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Κεντρική Επιτροπή έχει ακόμη αφήσει αναπάντητες τις επίμονες απαιτήσεις που έχω κάνει για μια τέτοια πολιτική από την αρχή της Δημοκρατικής Συνδιάσκεψης, παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι το κεντρικό όργανο διαγράφει από τα άρθρα μου κάθε αναφορά σε τέτοια κραυγαλέα λάθη από την πλευρά των Μπολσεβίκων, όπως η επαίσχυντη απόφαση να συμμετάσχουμε στο Προκοινοβούλιο… είμαι υποχρεωμένος να το θεωρήσω αυτό ως μια “λεπτή” υπόνοια για την απροθυμία της Κεντρικής Επιτροπής, ακόμη και να εξετάσει αυτό το ζήτημα, ένα λεπτό υπαινιγμό να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, και ως μια πρόταση για μένα να αποσυρθώ… Είμαι υποχρεωμένος να υποβάλω την παραίτησή μου από την Κεντρική Επιτροπή, το οποίο κάνω με το παρόν, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό μου την ελευθερία να διεξάγω καμπάνια ανάμεσα στη βάση του Κόμματος και στο συνέδριο του Κόμματος.
Γιατί είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι αν “περιμένουμε” για το Συνέδριο των Σοβιέτ και αφήσουμε την παρούσα στιγμή να περάσει, θα καταστρέψουμε την επανάσταση»6.
Ο Λένιν παραβίασε λοιπόν την πειθαρχία σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, δηλώνοντας την παραίτησή του από την ΚΕ και ότι θα απευθυνθεί στη βάση του κόμματος. Το δικαιολόγησε όμως με την απαίτηση να μην καταστραφεί η επανάσταση, που είναι πάνω από οποιαδήποτε πειθαρχία.
Η στάση του Άρη ανταποκρίνεται πλήρως στο πρότυπο του Λένιν. Όπως ο Λένιν, ο Άρης, επέλεξε το δρόμο να παραιτηθεί από κάθε αξίωμα και να απευθυνθεί στη βάση του Κόμματος και τους απλούς αγωνιστές του κινήματος. Υπεράσπισε την επαναστατική σκοπιμότητα, να ανατραπεί η Βάρκιζα για να σωθεί το κίνημα από την καταστροφή, με τον τρόπο που επέβαλαν οι περιστάσεις και η εσωκομματική κατάσταση στο ΚΚΕ. Και κάνοντάς το αυτό έδειξε πραγματική ανιδιοτέλεια και αφοσίωση στο κόμμα και το κίνημα εκείνη ακριβώς τη στιγμή που πρέπει πάνω απ’ όλα να τη δείχνει κάθε κομμουνιστής: τη στιγμή που κρίνονται οι τύχες της επανάστασης.
Εκείνοι που δεν έδειξαν απολύτως τίποτα τέτοιο ήταν η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, που με την πολιτική της παρέδωσε το κίνημα στην αντίδραση. Όσο για την καταδίκη του Άρη από μέρους της, ως «τυχοδιώκτη» και «προδότη», θα αποτελεί αιώνιο μνημείο της μικροπρέπειας των σταλινικών αρχηγών που, προφασιζόμενοι το κίνημα, στην πράξη ενδιαφέρονταν μόνο για τις ηγετικές τους θέσεις. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να διέγραφαν οι Μπολσεβίκοι τον Λένιν όταν παραιτήθηκε παραμονές του Οκτώβρη και, αφού κατέστρεφαν το κίνημα, να ανακάλυπταν μετά ότι ο Λένιν ήταν ο «προδότης» και ο φταίχτης κάθε συμφοράς.
Αυτό ακριβώς, που δεν το έκαναν τότε οι Μπολσεβίκοι, κάνει σήμερα η νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ. Αρνούμενη να αποκαταστήσει κομματικά τον Άρη για την «απειθαρχία» του στη Βάρκιζα, διαγράφει από το κόμμα όχι μόνο τον Άρη αλλά και τον Λένιν. Δηλώνει ότι η ενέργεια του Λένιν να παραιτηθεί από την ηγεσία τις παραμονές της εξέγερσης για να προλάβει μια ανάλογη αρνητική εξέλιξη, ήταν ενέργεια αντικομματική· ότι σε ένα κόμμα όπως το ΚΚΕ δεν θα είχε και δεν έχει θέση ο Λένιν. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνει την πλήρη έλλειψη μαρξιστικών, κομμουνιστικών αρχών του νεοσταλινισμού.
Αυτό που δεν θέλει βέβαια να δει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι ότι δεν χρειάζεται κομματική αποκατάσταση ο Άρης. Είναι ότι αποκατάσταση χρειάζεται η ίδια, και ότι έχει περάσει πια ο καιρός για τη δική της αποκατάσταση. Γιατί πραγματικά, όσοι δεν έχουν το σθένος μετά από 66 χρόνια, και μια 20ετία πλήρους κυριαρχίας τους στο ΚΚΕ, να παραδεχτούν ότι ο Άρης υπεράσπισε την επαναστατική σκοπιμότητα και είχε κομματικά δίκιο, πιστοποιούν ότι δεν έχουν τα φόντα όχι απλά για αρχηγοί, αλλά ούτε για μέλη του κόμματος της εργατικής τάξης· ότι τους λείπουν το ήθος και η αίσθηση ευθύνης απέναντι στην υπόθεση του κινήματος που πρέπει να διακρίνουν τους κομμουνιστές.
2. Ζαχαριάδης και Βαβούδης: η αποκατάσταση της σταλινικής φαυλότητας
Ποιο είναι το νόημα λοιπόν της μη κομματικής αποκατάστασης του Άρη από τη νεοσταλινική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ; Το νόημά της είναι η αυτοδικαίωσή τους, η εμφάνισή τους ως επαναστατών χωρίς να είναι. Με την πράξη αυτή δηλώνουν ότι καλή βέβαια η επανάσταση, αλλά εμείς είμαστε ακόμη καλύτεροι. Εμείς είμαστε πάνω από την επανάσταση και το κίνημα, δεν είναι η επανάσταση μέτρο της ύπαρξής μας, αλλά εμείς είμαστε το μέτρο της επανάστασης. Ό,τι κάνουμε εμείς, ακόμη και οι μεγαλύτερες αθλιότητες, όπως η Βάρκιζα και η διαγραφή του Άρη, είναι επαναστατικό και καλώς καμωμένο, άσχετα αν καταστρέφει την υπόθεση του κινήματος, για το λόγο και μόνο ότι το κάνουμε εμείς.
Αυτές τις επιδιώξεις, που υπηρετεί έμμεσα η μη κομματική αποκατάσταση του Άρη, προωθεί άμεσα η κομματική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη και του Βαβούδη.
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ εκθειάζει τον Ζαχαριάδη σαν μεγάλο ηγέτη και αφοσιωμένο κομμουνιστή:
«Ο Νίκος Ζαχαριάδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ από το 1931-1935 και Γενικός Γραμματέας της έως το 1956, ήταν ηγέτης αφοσιωμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης, στον προλεταριακό διεθνισμό, στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση… Τον διέκριναν επαναστατική επαγρύπνηση, ταχύτητα στην ανάληψη πρωτοβουλιών, σθένος στην υπεράσπιση της γνώμης του. Ήταν λαϊκός ηγέτης, με διάθεση και πνεύμα ασυμβίβαστο, πρωτοπόρο και μαχητικό»7.
Για τον Βαβούδη από την άλλη, αναφέρεται: «Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη αναγνωρίζει την ηρωική ιστορία του Ν. Βαβούδη στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και αποφασίζει την πλήρη αποκατάστασή του»8.
Ας σημειωθεί ότι τα ίδια υμνολόγια επαναλήφθηκαν επαυξημένα στις τελετές που οργάνωσε το ΚΚΕ για τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη τον Οκτώβρη του 2011. Ο Ζαχαριάδης, ειπώθηκε, ήταν «Αλύγιστος επαναστάτης, γέννημα – θρέμμα του ΚΚΕ» και «Πηγή έμπνευσης για συνειδητή ηρωική δράση»9.
Όσο για τον Βαβούδη, αν πιστέψουμε τον Κ. Παρασκευά, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ που εκφώνησε το σχετικό λόγο στην εκδήλωση, επρόκειτο για έναν πραγματικό κομμουνιστή ήρωα:
«Ο Νίκος Βαβούδης, ο “Μπολσεβίκος”, ήταν μια θρυλική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Ήταν απ’ τα στελέχη αυτά που έδρασε χωρίς ανάπαυλα σ’ όλες τις συνθήκες της ταξικής πάλης, όπου τον κάλεσε το καθήκον του Κόμματος της Επανάστασης. Στην Ελλάδα, στη Ρωσία, στην Ισπανία στις διεθνείς ταξιαρχίες, στις παγωμένες στέπες της Σοβιετικής Ένωσης, στα χαρακώματα του μεγάλου πατριωτικού πολέμου. Στη Γιουγκοσλαβία, ξανά στην Ελλάδα… Ο Νίκος Βαβούδης ανέλαβε κρίσιμες και απόλυτα υπεύθυνες αποστολές, που τις έβγαλε σε πέρας με επιτυχία μέσα στις απερίγραπτα δύσκολες συνθήκες μακρόχρονης βαθιάς παρανομίας, κρατικής βίας και τρομοκρατίας, διώξεων, φυλακίσεων, πολέμου, διαβρωτικής και υπονομευτικής δουλειάς του αντιπάλου, φοβερής ιδεολογικής πίεσης για υποχώρηση και συμβιβασμό»10.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι μακρύτερα από την αλήθεια, από τις παραπάνω εκτιμήσεις. Στην πραγματικότητα, ο Ζαχαριάδης και ο Βαβούδης είναι δυο κύρια σύμβολα του σταλινισμού και των επιπτώσεών του, της εσωκομματικής ανωμαλίας στο ΚΚΕ. Ο Ζαχαριάδης ενσαρκώνει αυτή την ανωμαλία στο επίπεδο της ηγεσίας, ενώ ο Βαβούδης την ενσαρκώνει στο επίπεδο του κομματικού μηχανισμού. Ως τέτοιοι αντιπροσωπεύουν και οι δυο την ακριβώς αντίθετη αρχή από τον Άρη: την γραφειοκρατική περιφρόνηση του κινήματος, τη μετατροπή της πίστης στο κόμμα και της αγωνιστικής αυταπάρνησης σε φύλλο συκής για ιδιοτελείς σκοπούς και επιδιώξεις.
Η επίσημη παρουσίασή τους, ωστόσο, ως κορυφαίων επαναστατών από το ΚΚΕ μας δίνει αφορμή να προβούμε σε μια μαρξιστική αποτίμηση του ρόλου των δυο αυτών προσώπων, του Ζαχαριάδη και του Βαβούδη, καθώς και της σημασίας της τωρινής «αποκατάστασής» τους. Αυτονόητα, η εξέταση θα γίνει κυρίως από την άποψη του αντικειμένου του άρθρου μας, σε σχέση με τη σταλινική απάρνηση και καταστροφή της επανάστασης, παρακάμπτοντας κρίσιμες πτυχές, όπως η αναλυτική αποτίμηση των λαθών της ζαχαριαδικής ηγεσίας στα 1945-53, του ρόλου και της στάσης του Στάλιν, κ.λπ., που έχουν τη θέση τους σε μια ιστορική μελέτη.
2.1. Μια εκτίμηση για τον Ζαχαριάδη και το ανώμαλο καθεστώς στο ΚΚΕ
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, σταλινικός ηγέτης του ΚΚΕ στα 1931-56, ήταν στέλεχος του ΚΚΕ από το 1926. Το 1931, με επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τοποθετήθηκε στην ηγεσία του ΚΚΕ και το 1935 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του, θέση που κράτησε ως το 1956. Το 1936 πιάστηκε από τη μεταξική δικτατορία και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα. Το 1940 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αθήνας και, μετά τη γερμανική κατάληψη, στο ναζιστικό στρατόπεδο του Νταχάου. Στην Ελλάδα επανήλθε το Μάιο του 1945, οπότε ανέλαβε πάλι την ηγεσία.
Μη όντας στην Ελλάδα, ο Ζαχαριάδης δεν ευθύνεται άμεσα για τα λάθη της κατοχής. Φέρει όμως καθοριστική ευθύνη για τα λάθη που οδήγησαν στον εμφύλιο και τη συντριβή του κινήματος μετά την απελευθέρωση, όπως η αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη και η συνέχιση της γραμμής της Βάρκιζας στα 1945, όταν το καθεστώς δεν είχε ακόμη εδραιωθεί. Η αποχή από τις εκλογές του 1946 και το δεύτερο αντάρτικο ήταν δυο τυχοδιωκτικές επιλογές του Ζαχαριάδη, οι οποίες δεν έπαιρναν υπόψη το νέο, αρνητικό εσωτερικό και διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Έχοντας καταδικάσει με αυτές τις αποφάσεις –αποφάσεις που εξυπηρετούσαν βασικά τις επιδιώξεις του Στάλιν για τη δικαιολόγηση του ψυχρού πολέμου με την επίκληση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην Ελλάδα– το κίνημα οριστικά στην ήττα, φρόντισε να κάνει την ήττα όσο γινόταν πιο συντριπτική με την καταδίκη του Τίτο στη ρήξη του με το Στάλιν το 1948 και την απόκρουση της θέσης του Βαφειάδη για ευέλικτες αντάρτικες ομάδες, δυο ενέργειες που στέρησαν τον αγώνα του ΔΣΕ από κάθε εξωτερική υποστήριξη και από μια ρεαλιστική τακτική στο εσωτερικό της χώρας.
Πέρα όμως από τα λάθη ο Ζαχαριάδης ευθύνεται κυρίως για το ανώμαλο καθεστώς που δημιούργησε και εμπέδωσε στο ΚΚΕ, σύμφωνα με το γενικό σταλινικό πρότυπο. Ένα καθεστώς χαρακτηριζόμενο από την ανάδειξη των μετριοτήτων και των αριβιστών, την κατάπνιξη της κριτικής, της μαρξιστικής, διαλεκτικής σκέψης και της σοβαρής ανάλυσης των προβλημάτων. Ως αποτέλεσμα, το ΚΚΕ όχι μόνο δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή καθοδήγηση στο Εαμικό Κίνημα, αλλά δεν έγινε ποτέ ένα πραγματικά μαρξιστικό κόμμα.
Αποκορύφωμα της ζαχαριαδικής ανωμαλίας ήταν οι διώξεις και η σπίλωση έντιμων αγωνιστών μετά την ήττα στον εμφύλιο. Με την τυπική σταλινική μέθοδο της κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων, ο Ζαχαριάδης οργάνωσε την 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ στη Ρουμανία το 1950. Εκεί εμφάνισε σαν εχθρούς του ΚΚΕ και υπαίτιους για την ήττα αγωνιστές όπως ο Άρης Βελουχιώτης και ο Πετσόπουλος, που είχαν υπερασπιστεί την τιμή του ΚΚΕ και του κινήματος. Η εξόντωση του Καραγιώργη, που στιγμάτισε στην πλατφόρμα του το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς, αλλά και πλειάδας άλλων αγωνιστών στο Μπούλκες και αλλού, είναι ένα στυγερό έγκλημα της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Ο Ζαχαριάδης φέρει καίρια ευθύνη για την απώλεια του Μπελογιάννη, αφού με τη διάψευση της επιστολής Πλουμπίδη στέρησε κάθε ελπίδα για τη σωτηρία του, αλλά και για τη, στη συνέχεια, συνειδητή συκοφάντηση του Πλουμπίδη ως «χαφιέ» με στόχο τη συγκάλυψη των ευθυνών του.
Ως σταλινικός τύπος καθοδηγητή, ο Ζαχαριάδης είχε οργανωτικές ικανότητες, ενώ κάποιες φορές έδειχνε μια δειλή τάση διαφοροποίησης από τη σταλινική γραμμή, όπως η επιστολή του το 1940 για συμμετοχή των κομμουνιστών στον αντιφασιστικό αγώνα. Ωστόσο, η αρχομανία και η άκαμπτη λογική του τον έκαναν εντελώς μη ανεκτικό σε διαφορετικές απόψεις. Τα ψευδο-θεωρητικά γραπτά του αντανακλούν τη σταλινική ημιμάθεια και ένδεια, επενδύοντας με μαρξιστική-λενινιστική ορολογία την απολογία των εγκληματικών λαθών του και της ανώμαλης κατάστασης που δημιούργησε στο ΚΚΕ.
Η απομάκρυνση του Ζαχαριάδη από την ηγεσία στην 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ το 1956, κατά την περιορισμένη αποσταλινοποίηση που ακολούθησε μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ήταν μια απόλυτα δικαιολογημένη, θετική ενέργεια. Οι μετέπειτα ηγεσίες του ΚΚΕ δεν προχώρησαν όμως ποτέ σε μια σοβαρή μαρξιστική κριτική των λαθών στην Εθνική Αντίσταση και του ωμού ζαχαριαδικού καθεστώτος, για τα οποία άλλωστε πολλά μέλη τους ήταν συνυπεύθυνα. Η μη εκπλήρωση αυτής της κριτικής στη σύγχρονη περίοδο επέτρεψε την ανάδειξη της τωρινής ηγεσίας υπό την Α. Παπαρήγα, ολοκληρώνοντας την ιστορική χρεοκοπία του ΚΚΕ.
Μετά την απομάκρυνσή του από την ηγεσία, ο Ζαχαριάδης εξορίστηκε στο Σοργκούτ της Σιβηρίας, όπου έζησε σε απομόνωση. Στην περίοδο αυτή παραδέχτηκε ορισμένα λάθη του, όπως η αποκήρυξη του Άρη και η εξαπάτησή του από τον Στάλιν σχετικά με την παροχή υποστήριξης στον ΔΣΕ από την ΕΣΣΔ. Και τότε όμως συνέχισε να θεωρεί τον εαυτό του «μεγάλο αρχηγό», μη βγάζοντας κανένα συμπέρασμα για τις ανεπάρκειες και τις ευθύνες του.
Οι νεοσταλινικές προσπάθειες, αποτυπωμένες στην απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, να ηρωοποιηθεί ο Ζαχαριάδης με το πρόσχημα των σε βάρος του «διωγμών» μετά την απομάκρυνσή του, επιχειρούν ουσιαστικά να δικαιώσουν και να διαιωνίσουν τα αίτια που οδήγησαν στην ήττα και τη συντριβή του κινήματος. Αυτές οι προσπάθειες έχουν ως στόχο να εξωραΐσουν και να αρνηθούν με διάφορες προφάσεις την πραγματικότητα της εσωκομματικής ανωμαλίας για την οποία ευθύνεται ο ζαχαριαδισμός. Έτσι βεβαιώνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση της Συνδιάσκεψης ότι «οι κατηγορίες για καλλιέργεια της προσωπολατρίας και για την εγκαθίδρυση στο ΚΚΕ ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος αποτελούσαν προπέτασμα καπνού και πρόσχημα για να περάσει στην πλειοψηφία των μελών της ΚΕ και του Κόμματος η δεξιά οπορτουνιστική στροφή»11. Είναι ουσιώδες, λοιπόν, να εξετάσουμε το ζήτημα του ανώμαλου ζαχαριαδικού καθεστώτος ρίχνοντας μια ματιά στα Πρακτικά της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ και στο γραμμένο πριν τη Συνδιάσκεψη άρθρο του Ζαχαριάδη «Δέκα χρόνια πάλης».
Πριν προχωρήσουμε –και για να προχωρήσουμε– πρέπει να πούμε ότι σε όλα τα υλικά της Συνδιάσκεψης (έναν ογκώδη τόμο εκατοντάδων σελίδων με τις εισηγητικές ομιλίες του Ζαχαριάδη, ομιλίες στελεχών, αποφάσεις, κ.λπ.) υπάρχουν μόνο εφτά γραμμές που αξίζουν ένα σοβαρό σχολιασμό. Τα υπόλοιπα μπορεί να πεταχτούν χωρίς ενδοιασμό στα σκουπίδια και αν υπάρχει ένας λόγος ενασχόλησης μαζί τους, είναι μόνο για την κατάδειξη αυτής της πρότασης.
Οι εφτά αυτές γραμμές περιέχονται στην ομιλία του Ζήση Ζωγράφου και αναφέρονται στον Άρη:
«Ο Άρης ήταν ενάντια στη Βάρκιζα. Όχι μόνο αυτό. Πήρε αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας τα όπλα. Σήμερα εμείς καταδικάζουμε τη συμφωνία της Βάρκιζας, σαν συνθηκολόγηση με τον εχθρό, σαν συμφωνία δηλ. που ξεπερνούσε τα θεμιτά για το συμφέρον του λαού όρια. Από δω βγαίνει αυτόματα –θα έλεγε κανείς– το συμπέρασμα ότι ο Άρης είχε δίκιο. Ότι τον δικαίωσε η ίδια η ιστορία. Δικαιώνεται ο Άρης;»12
Αυτές οι γραμμές περιέχουν μια έντιμη αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας, εκφράζοντας κάθε τι αγωνιστικό στη βάση και το στελεχικό δυναμικό του ΚΚΕ, τα έμβρυα του οποίου φαίνονται και σε κάποιες άλλες ομιλίες. Το να προβαίνει κανείς σε αυτή την πηγαία αναγνώριση –τότε, όταν ο Άρης δεχόταν οχετούς λάσπης από την ηγεσία, και όχι σήμερα, μετά από 66 χρόνια– δείχνει ασφαλώς μια αξία. Ωστόσο, στη συνέχεια του λόγου του ο Ζ. Ζωγράφος επαναλάμβανε τις κατηγορίες της ζαχαριαδικής ηγεσίας ενάντια στον Άρη περί απειθαρχίας, κ.λπ., προσπαθώντας να πείσει, τον εαυτό του και τους άλλους, ότι ο Άρης είχε ενεργήσει «αντικομματικά».
Ο σκοπός του Ζαχαριάδη στην 3η Συνδιάσκεψη – όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο αναγνώστης των υλικών της – ήταν να πνίξει της αίσθηση της ιστορικής αλήθειας που εμπεριέχουν οι παραπάνω παραδοχές του Ζωγράφου, καθώς και κάθε ουσιαστική συζήτηση για τα ζητήματα της κομματικής πολιτικής σε όλη τη δεκαετία του 1940-50. Οι κατηγορίες για χαφιεδισμό εκτοξεύονταν από τον «αρχηγό» ενάντια στους πάντες: όχι μόνο τους αγωνιστές που είχαν αντιταχθεί στη Βάρκιζα, τον Άρη, τον Πετσόπουλο και μερικές τροτσκιστικές ομάδες της περιόδου, αλλά και όσους, όπως ο Παρτσαλίδης και ο Βαφειάδης, είχαν πάρει επιμέρους ρεαλιστικές θέσεις, και εκείνους, όπως ο Καραγιώργης, που είχαν θέσει το θέμα της ανώμαλης εσωκομματικής κατάστασης. Ταυτόχρονα, ο Ζαχαριάδης συγκάλυπτε με τις συκοφαντίες τις ευθύνες του για κρίσιμες λαθεμένες αποφάσεις, όπως η αποχή από τις εκλογές του ’46 και η όλη τυχοδιωκτική μεθόδευση του δεύτερου αντάρτικου ως τα μετέπειτα συνθήματα «Τα όπλα παράποδα» και «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» και την υπόθεση Πλουμπίδη.
Σχετικά με τον Άρη, στον τελικό λόγο του, ο Ζαχαριάδης διαβεβαίωνε μεταξύ άλλων: «Ο Βελουχιώτης (Κλάρας) εκτός από τα άλλα ήταν και δηλωσίας. Ο Κλάρας, που είχε στρατιωτικές ικανότητες κατσαπλιαδισμού, ίσως κάτι παραπάνω, σαν κομματική φυσιογνωμία, ήταν ένας άνθρωπος που μόνο να χαντακώσει το κόμμα μπορούσε. Καθόταν και έτρεφε ψίρρες, μεθούσε, έκανε όργια, δούλευε διαλυτικά και χαντάκωνε το κίνημα και τον ΕΛΑΣ… Ήταν ένας μικροαστός τυχοδιώκτης»13. Στην αρθρογραφία πριν την 3η Συνδιάσκεψη, ο ίδιος παρουσίαζε ανοικτά τον Άρη, όπως και τον Πετσόπουλο, σαν πράκτορες: «[Μετά την απελευθέρωση] το Κόμμα είχε ν’ αντιμετωπίσει… τη λυσσασμένη προσπάθεια των Άγγλων να το υποσκάψουν, εκμεταλλευόμενοι τα λάθη της κατοχής και της Βάρκιζας, με την επίθεση που οργάνωσαν ενάντια στο Κόμμα με τις ομάδες του Μιζέρια (Κλάρα) και του Πετσόπουλου»14.
Ακόμη και τίποτε άλλο να μην υπήρχε, αρκεί να συγκρίνει κανείς αυτές τις γραμμές με την πηγαία αναγνώριση της αλήθειας από τον Ζωγράφο, για να αντιληφθεί ότι ο Ζαχαριάδης δεν ήταν ένας «ηγέτης αφοσιωμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης», όπως βεβαιώνει η απόφαση του ΚΚΕ, αλλά ένας νάνος απέναντι σε αυτή την υπόθεση. Και είναι εξίσου σαφές ότι με τις κρίσεις αυτές περιφρονούσε και συκοφαντούσε στο πρόσωπο του Άρη όλο το Εαμικό Κίνημα και τις θυσίες των κομμουνιστών στο όνομα των οποίων μιλούσε, σκεπάζοντας τη δική του απαξία και ανεπάρκεια.
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα άρθρα και οι εισηγήσεις του Ζαχαριάδη στην 3η Συνδιάσκεψη βρίθουν από τέτοιες χυδαιολογίες. Οι κρίσεις του για τον Καραγιώργη, τον Βαφειάδη και μια σειρά ακόμη ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, τις οποίες δεν έχει νόημα να παραθέσουμε, απηχούν αδιάλειπτα το ίδιο συκοφαντικό πνεύμα. Μετά από τον Ζαχαριάδη θα τις επαναλάμβαναν τα άλλα στελέχη της ηγεσίας, οι Ιωαννίδης, Μπαρτζιώτας, Γούσιας, Βλαντάς, κ.ά., πιστά και άβουλα όργανά του, που μάζευε γύρω του για να διατηρεί την εξουσία. Οι ομιλίες τους βρίθουν από κοσμητικούς χαρακτηρισμούς τύπου «ρεμάλια», «σιχαμερά αγγεία», «χαφιέδες», «χαφιεδικά τέρατα», «σεξουαλικά ανώμαλοι», «χασάπηδες», «πράκτορες της γκεστάπο», κοκ.15 Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε μια ομιλία στην 3η Συνδιάσκεψη που να μην αναλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της σε συκοφαντικές επιθέσεις, αφού τα απλά στελέχη, ακόμη και αγωνιστές με θετική παρουσία στο ΔΣΕ, βρίσκονταν σε πίεση να τις επαναλάβουν, έστω και μόνο για να μην θεωρηθούν ύποπτοι και έχουν τη τύχη εκείνων που διαφωνούσαν.
Είναι άραγε δυνατό να διαβάσει κανείς τα πρακτικά της 3ης Συνδιάσκεψης – τα οποία εξέδωσε πρόσφατα το ίδιο το ΚΚΕ – και να μην αντιληφθεί τη νοσηρότητα μιας τέτοιας κατάστασης; Ή είναι μήπως το θέμα τόσο σκοτεινό και οι διαπιστώσεις αυτές τόσο ρηξικέλευθες, έτσι που η μη συναγωγή τους από τη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ να οφείλεται σε άγνοια ή έλλειψη κατανόησης;
Ασφαλώς όχι. Η φαυλότητα στην τότε καθοδήγηση του ΚΚΕ ήταν τόσο εξόφθαλμη ώστε το σύνολό τους είχε γίνει ήδη από τον Καραγιώργη στην πλατφόρμα του πριν από την 3η Συνδιάσκεψη, αυτός όντας και ο λόγος της εξόντωσής του από τη ζαχαριαδική ηγεσία.
Στην πλατφόρμα του, ο Καραγιώργης αναφερόταν στην «πολύ άσχημη ατμόσφαιρα δισταγμών και φόβου, χαρακτηρισμού κάθε διαφωνίας σαν οπορτουνισμού, τροτσκισμού, φραξιονισμού και προδοσίας», που είχε καθιερώσει η ηγεσία. Αναφορικά δε με τις ευθύνες του Ζαχαριάδη σημείωνε:
«Ο Ζαχαριάδης χρεοκόπησε στην εφαρμογή της κομματικής γραμμής, στη δεύτερη φάση της επανάστασης, όπως και οι Ιωαννίδης, Σιάντος είχαν χρεοκοπήσει στην πρώτη και… έχει σημειώσει πλήρη αποτυχία και παλιά και τώρα στο διάλεγμα και την ανάδειξη των στελεχών… Ο Ζαχαριάδης και μέσω των ανθρώπων που ανάδειξε (Ιωαννίδης, Σιάντος κλπ.) μας οδήγησε στην ήττα την άλλη φορά και τώρα μας οδήγησε προσωπικά ο ίδιος στην ήττα, εξίσου με μια ατελείωτη αλυσίδα λαθών που δεν αφήνει καμιά περίοδο και κανένα τομέα του Κόμματος απ’ έξω. Βλέπω ακόμα –το χειρότερο– ότι η λέξη αυτοκριτική δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του σ. Ζαχαριάδη, εχτός όταν φτάνει στο απροχώρητο η κατάσταση, και δεν μπορεί πια ν’ αρνηθεί τα πασίγνωστα… Κι έτσι ο σ. Ζαχαριάδης έχει οδηγήσει το Κόμμα μας σε μια εσωτερική κατάσταση πολύ δύσκολη και πολύ επικίνδυνη, κατάσταση ιδεολογικής πολιτικής στειρότητας»16.
Η ιστορία δικαίωσε και δικαιώνει αυτές τις διαπιστώσεις του Καραγιώργη, παρέχοντάς του μια τιμητική θέση στην ιστορία του ΚΚΕ. Επιβεβαιώνει δε πλήρως την πρόβλεψή του σχετικά με την 3η Συνδιάσκεψη ότι «Δεν έχει καμιά έννοια, γιατί ενώ δεν θα προσθέσει τίποτε σε ό,τι θετικό έχουμε, θα επικυρώσει αναγκαστικά ό,τι σάπιο υπάρχει»17.
Το να μην μπορεί να διακρίνει λοιπόν κανείς τον ανώμαλο χαρακτήρα της τότε κατάστασης και να θεωρεί τον καταλογισμό της στον Ζαχαριάδη «πρόσχημα» για τη «δεξιά οπορτουνιστική στροφή», όπως κάνει η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, σημαίνει όχι απλά να μην καταλαβαίνει, αλλά να μην θέλει να καταλάβει την αλήθεια. Πολύ περισσότερο, όταν υπάρχουν πλήθος ντοκουμέντα που αποδεικνύουν αδιάσειστα ότι ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του δεν δίσταζαν, όπως στην υπόθεση Πλουμπίδη, να ψεύδονται συνειδητά και ασύστολα και να χαλκεύουν αποφάσεις και «στοιχεία» ερήμην του κόμματος – ντοκουμέντα που συστηματικά αποκρύβει η τωρινή ηγετική ομάδα από τα μέλη του ΚΚΕ18.
Μη όντας ικανοί να αρνηθούν ότι ο Ζαχαριάδης έκανε λάθη, αναφέρονται στην απόφαση της Συνδιάσκεψης σε «αντιφάσεις της πολιτικής του Κόμματος όταν ήταν Γενικός Γραμματέας ο Ν. Ζαχαριάδης, καθώς και λαθεμένες ενέργειές του, όπως οι άστοχες και άδικες κατηγορίες κατά στελεχών του ΚΚΕ για συνεργασία τους με τον ταξικό αντίπαλο»19. Προσπαθούν όμως να υποβαθμίσουν το θέμα με δυο τρόπους. Πρώτον, αποφεύγοντας να πάρουν θέση όσο αφορά την ουσία των ζητημάτων και τους λόγους για τους οποίους κατηγορούσε ο Ζαχαριάδης άλλα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ σε διάφορες περιπτώσεις. Και δεύτερο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν επρόκειτο για κάτι συνολικό, αλλά για μεμονωμένες περιπτώσεις, που η βασική αιτία τους θα βρεθεί όχι στην κακή πρόθεση του Ζαχαριάδη, αλλά στις «δυσκολίες» της ταξικής πάλης και την πίεση της αντίδρασης. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτουν και το γενικότερο θέμα των σταλινικών εκκαθαρίσεων, μέρος των οποίων ήταν και οι πρακτικές του Ζαχαριάδη, ένα θέμα που είχαν άλλωστε ήδη φροντίσει να μεταχειριστούν κατάλληλα στο 18ο Συνέδριο, επαναλαμβάνοντας τις οικείες σταλινικές λοιδορίες για τους «προδότες τροτσκιστές και μπουχαρινικούς».
Η αποκατάσταση του Ζαχαριάδη από το ΚΚΕ είναι λοιπόν αποκατάσταση του φαύλου καθεστώτος που δημιούργησε ο Ζαχαριάδης και το οποίο αναπαρήγαγε η τωρινή ηγετική ομάδα Παπαρήγα, ξεκαθαρίζοντας το ΚΚΕ τα τελευταία 20 χρόνια από κάθε γόνιμη τάση. Και είναι ταυτόχρονα μέρος της αποκατάστασης των γενικότερων συνθηκών που έκαναν δυνατό αυτό το καθεστώς: του γραφειοκρατισμού, της παραίτησης από την επανάσταση, της επικράτησης στο κομμουνιστικό κίνημα των οργάνων του Στάλιν, ανεπαρκών, δογματικών και αυταρχικών ηγεσιών, δηλαδή με μια λέξη του σταλινισμού.
Το να επικαλείται κανείς τις «δυσκολίες του αγώνα» και την «πίεση του εχθρού» για να δικαιολογήσει μια τέτοια κατάσταση, όπως κάνει η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, είναι διπλά ανεπίτρεπτο. Ακριβώς επειδή υπάρχουν οι δυσκολίες και ένας πανίσχυρος αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η δημιουργία συνθηκών συνολικής ανωμαλίας στο κίνημα και η αιτιολόγηση ή συγκάλυψή τους με οποιονδήποτε τρόπο και άλλοθι.
2.2. Δυο λόγια για τον Βαβούδη
Τόσο η απόφαση της Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για τον Βαβούδη όσο και ο πανηγυρικός του Κ. Παρασκευά παρουσιάζουν ένα μικρό κενό: ενώ βρίθουν από εγκώμια για τον πιστό κομμουνιστή Βαβούδη, εκθειάζοντας τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, από την Ισπανία και τη Γιουγκοσλαβία ως τις στέπες και τα χαρακώματα, δεν αναφέρουν ούτε ένα παράδειγμα, ούτε ένα περιστατικό για το ποια τελοσπάντων ήταν και πώς εκδηλώθηκε αυτή η δράση. Δεν λένε λέξη για το ποιες ήταν οι αποστολές του, τι έκανε στην Ισπανία και τη Γιουγκοσλαβία, αν και σε ποιες μάχες πήρε μέρος, κοκ. Αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο: έχει να κάνει με το ότι ο Βαβούδης δεν ήταν διόλου ο ήρωας που παρουσιάζουν και δεν υπάρχει κάτι θετικό, εκτός από το τέλος του, για να αναφέρει κανείς στην προσωπική του διαδρομή.
Ο Βαβούδης ήταν ένα όργανο του Ζαχαριάδη, ένας διεκπεραιωτής βρώμικων μυστικών αποστολών που του ανέθετε ο «αρχηγός». Χειριστής των ασυρμάτων του ΚΚΕ το 1950, αυτοκτόνησε όταν η ασφάλεια ανακάλυψε την κρύπτη του, μια υπόθεση που αξιοποιήθηκε από την αντίδραση για να κατηγορηθεί το ΚΚΕ για «δίκτυα κατασκοπείας», κ.λπ. Ο αληθινός ρόλος του, ωστόσο, πέρα από την παροχή τρίτης σειράς πληροφοριών για την κατάσταση στην Ελλάδα, ήταν η παρακολούθηση των στελεχών του ΚΚΕ και η υποβολή εκθέσεων στον Ζαχαριάδη για «χρήση σε ώρα ανάγκης». Ελληνορωσικής καταγωγής, ο Βαβούδης ήταν κατά πληροφορίες αξιωματικός της KGB (κάτι που δεν αναφέρεται στην απόφαση του ΚΚΕ) και ήρθε στην Ελλάδα με τη ρωσική αποστολή του Ποπόφ το 1944, για να ελέγχει τη δράση των στελεχών του ΚΚΕ και να βοηθήσει στην απομάκρυνση των ανεπιθύμητων από το ΕΑΜ.
Για τη δράση του Βαβούδη στην Ισπανία και την ΕΣΣΔ δεν έχουμε πληροφορίες. Μοιάζει λογικό να υποθέσουμε ότι ακόμη και αν δεν εμπλεκόταν άμεσα στις σταλινικές εκκαθαρίσεις, σύντασσε εκθέσεις που αξιοποιούνταν γι’ αυτό το σκοπό, αλλά αυτό είναι απλά μια υπόθεση. Για τη δράση του στην Ελλάδα, το ανθρώπινο ποιόν του και το ρόλο του στις υποθέσεις του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη υπάρχουν όμως ακριβείς πληροφορίες στο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου Εντολή. Η Διδώ Σωτηρίου, αδελφή της Έλλης Παππά, έζησε από κοντά τα γεγονότα και τα παρασκήνιά τους, ενώ η προσωπική της ακεραιότητα αποκλείει να παραχάραξε οτιδήποτε.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει βέβαια να πούμε ότι με το έντιμο τέλος του ο Βαβούδης έδωσε ένα ελαφρυντικό στον εαυτό του, έτσι που χωρίς ισχυρό λόγο δεν θα είχε νόημα ούτε θα χρειαζόταν να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Αν το κάνουμε, δεν είναι για να κακολογήσουμε τον ίδιο, αλλά για να δείξουμε τα κίνητρα της αποκατάστασής του από τη νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, να κάνουμε σαφές γιατί μαζί με τον Ζαχαριάδη επέλεξαν να αποκαταστήσουν ειδικά τον Βαβούδη και όχι κάποιον άλλο.
Η Διδώ Σωτηρίου περιγράφει τον Βαβούδη ως ένα ανυπόληπτο άτομο, διαβολέα του Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη και σύμβολο της εσωκομματικής ανωμαλίας εκείνη την περίοδο. Κατατοπιστική είναι εδώ μια συζήτησή της που αφηγείται με το δημοσιογράφο Αντώνη Δούμα και μερικούς ακόμη αγωνιστές του κύκλου της. Ο Νικήτας (το όνομα με το οποίο εμφανίζεται ο Δούμας στο έργο) την κατατόπιζε για το πώς ο Βαβούδης είχε συκοφαντήσει στα σήματά του προς την ηγεσία τον Μπελογιάννη και ένα σωρό άλλους αγωνιστές:
«Γι’ αυτά τα ανόητα φληναφήματα ενός Βαβούδη… κινδυνεύουνε να οδηγηθούνε στο εκτελεστικό αγωνιστές σαν τον Μπελογιάννη… [Το σήμα του Βαβούδη] λέει πως ο 21, δηλαδή ο Μπελογιάννης δείχνει “τάσεις ανεξαρτησίας” επειδή τόλμησε να πει σε κάποιο “κέλευσμα” των έξω “Ωχ, βρε αδερφέ, αυτή τη δουλειά θα κάνουμε τώρα!” Το οποίον και κατάγγειλε με σήμα ο μακαρίτης σύντροφος Βαβούδης. Και δεν το κατάγγειλε μονάχα, το συνόδεψε και με δικές του κρίσεις και επικρίσεις. “Αυτή η στάση ανεξαρτησίας του 21 την βλέπω πολύ βλαβερή”… Τέτοιος ήταν αυτός, μοχθηρός, κομπλεξικός, αρρωστημένος. Σκόρπισε με τα σήματά του τόσο “απλόχερα” τις ρετσινιές “ύποπτος και χαφιές” που αναρωτιέσαι τι μπορεί να ήταν ο ίδιος»20.
Το θέμα για το οποίο κατηγόρησε ο Βαβούδης τον Μπελογιάννη ήταν ασήμαντο – μια εντολή της ηγεσίας να βρει πληροφορίες για τις οικογένειες των εκτός Ελλάδας στελεχών του ΚΚΕ. Αλλά η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ήταν τυπική αυτού που έκανε και σε άλλες, πιο κρίσιμες περιπτώσεις. Στην εκλογική μάχη του 1950 είχε απομονώσει τον Πλουμπίδη, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η υποβολή των υποψηφιοτήτων του ΚΚΕ, και σε συνέχεια έριξε σε αυτόν το φταίξιμο για ό,τι δεν είχε πάει καλά:
«Και μήπως δεν είχε κατασυκοφαντήσει στα σήματά του και τον Πλουμπίδη;… Στα πληροφοριακά σήματα που έστελνε για τις εκλογές παραποίησε ολότελα τα γεγονότα. Έριχνε όλα τα βάρη, ακόμα και για την καθυστέρηση των υποψηφιοτήτων, πάνω στον Πλουμπίδη δημιουργώντας κλίμα καχυποψίας σε βάρος του. Το ίδιο κλίμα που πάσχιζε να δημιουργήσει με τις “τάσεις ανεξαρτησίας” του Μπελογιάννη»21.
Σε όλη την ομιλία του Παρασκευά στην τιμητική εκδήλωση του ΚΚΕ για τον Βαβούδη, βρίσκουμε μόνο μια θετική πληροφορία, αναφορικά με τις υποτιθέμενες ικανότητές του, έστω και αν δεν διευκρινίζεται ποιες ήταν αυτές: «Ο ασυρματιστής Νίκος Βαβούδης… ήταν άνθρωπος ιδιοφυής, με πολλές γνώσεις και ικανότητες. Και ήταν ο βασικός συνδετικός κρίκος σε όλη τη μυστική προσπάθεια που γινόταν για την ενημέρωση και οργάνωση που γινόταν με το μυστικό και παράνομο δίκτυο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ελλάδα»22.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ψεύτικο. Στην πραγματικότητα, ο Βαβούδης ήταν ένας ατάλαντος και αμόρφωτος άνθρωπος, στον οποίο ο αρχηγός είχε καλλιεργήσει επιδέξια τη μεγαλομανία. Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται πώς δεν ήξερε σχεδόν ούτε να γράφει και πώς η αδυναμία του να συντάξει ένα σωστό κείμενο είχε στοιχίσει ακριβά στο ΚΚΕ σε κρίσιμες στιγμές:
«Διάβασα το σήμα για τον Μπελογιάννη. Ασύνταχτο, ανορθόγραφο και λειψό καθώς ήταν (ο Βαβούδης ήταν αγράμματος) έβλεπες και πάθαινες να καταλάβεις τι λέει:
“15.10.50 αριθ. 90. Αφού σιζιτίσαμε μετά μιλίσαμε για την απότομη στροφή που πήρε προεκλογικά. Του θύμισα τα τηλεγραφήματα που είχε. Μου είπε αυτές οι εντολές που δίνετε μοιάζουνε σαν εκείνα τα φιρμάνια που κατέβαζε ο Θέος από τη Μόσχα για να τα εφαρμόσουνε μηχανικά. Ο 21 (Μπελογ.) – και αυτός στα τελευτέα τηλεγραφήματα που αντάλαξε μαζί σας μου είπε με αγανάκτηση. Οχ αδελφέ αυτή τη δουλιά θα κάνουμε τώρα. Ερωτιματικό. Δηλαδή να απαντάει σε σας για τα ζιτίματα που τον ρωτάτε. Αυτή τη στάση ανεξαρτησίας τη βλέπω πολύ βλαβερή. Κατάλαβα με κάτι που μου έγραψε ο 21 (Μπελογ.) ότι κάτι έγραφαν για μένα. Ένα έχο να πω στην ουσία δεν απομόνωσε εμένα γιατή εγώ τους βρίσκω αλλά εσας…”
Είχε δουλέψει πραγματικά σε καίριες κομματικές θέσεις του τεχνικού μηχανισμού και στο εξωτερικό. Ο Βαβούδης είχε στείλει το Δεκέμβρη εκείνο το τηλεγράφημα του Δημητρόφ όπου συμβούλευε ο “παππούς” ν’ αποφύγουμε την ένοπλη σύγκρουση. Και ήταν και κείνο έτσι διατυπωμένο που εδώ δεν μπόρεσαν να το αποκρυπτογραφήσουν και το ξανάστειλαν πίσω και χάθηκαν είκοσι πέντε μέρες»23.
Μετά από αυτό, τι υποκρισία να εμφανίζουν τον Βαβούδη σαν άνθρωπο «ιδιοφυή, με πολλές γνώσεις και ικανότητες». Οπωσδήποτε, μεταξύ αυτών ξέχασαν να μνημονεύσουν την ιστορία με το τηλεγράφημα του Δημητρόφ, ως την «ιδιοφυή συνεισφορά» του στο γενικότερο κομφούζιο που επικράτησε στην ηγεσία του ΚΚΕ το Δεκέμβρη…
Και η Σωτηρίου παραθέτει παραπέρα τις κρίσεις του Πλουμπίδη για τον Βαβούδη, για να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα:
«Ο Πλουμπίδης με την αγνότητα και το ήθος που τον χαρακτήριζε έλεγε για τον Βαβούδη. “Είναι στραβόξυλο, άξεστος, αυταρχικός, κακός μα είναι παλιός, πιστός αγωνιστής”…
Συμπτώσεις όλα αυτά; Ας το κρίνουν άλλοι. Εμείς είμαστε διατεθειμένοι να δούμε με κατανόηση ακόμη και τις ανθρώπινες πλευρές ενός άρρωστου, ξεμοναχιασμένου, δύστροπου, κομπλεξικού λυκάνθρωπου, που ήταν συνεχώς χωμένος σε κρύπτες και πάλευε να δικαιώσει τη μεγαλομανία του “υπεραρχηγού” που του καλλιέργησαν. Αυτά όλα θα μπορούσαν ίσως ν’ αποτελέσουν θέμα για ψυχιατρική μελέτη. Όμως άλλο είναι το σοβαρό. Ο Βαβούδης σύμβολο εκτροπής…»24
Η Διδώ Σωτηρίου λέει εδώ όλα όσα χρειάζεται να ειπωθούν για τον Βαβούδη. Και καταλήγει σωστά ότι το θέμα δεν είναι ο Βαβούδης σαν άτομο, αλλά σαν σύμβολο της ανώμαλης τότε κατάστασης στο ΚΚΕ. Εκείνο που πρέπει να προστεθεί είναι ότι αν οι αθλιότητες του Βαβούδη –και του κάθε Βαβούδη εκείνης της εποχής– πήραν έκταση και έφθειραν ανεπανόρθωτα το κίνημα, το φταίξιμο γι’ αυτές δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο ή κυρίως στον ίδιο. Πρέπει να αποδοθεί πρώτα και κύρια στον Ζαχαριάδη και τα άλλα μέλη της ηγεσίας. Ήταν ο Ζαχαριάδης που χρειαζόταν και έκανε δυνατούς τους Βαβούδηδες, που τους προωθούσε και τους αξιοποιούσε για να εδραιώνει την εξουσία του, τους έδινε τη δυνατότητα να ασχημονούν και τους ξεφορτωνόταν όταν δεν τους χρειαζόταν πλέον.
Έτσι εξηγείται ιδιαίτερα η κυνική καταγγελία του Βαβούδη από τον Ζαχαριάδη ως χαφιέ της αντίδρασης και των Αμερικάνων, με τη διαβεβαίωση μάλιστα ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά τον είχαν φυγαδεύσει στο εξωτερικό. Ο Ζαχαριάδης ήθελε να αποκόψει κάθε σύνδεσή του με τον Βαβούδη, όχι μόνο για να εμφανίσει σαν επινόηση της ασφάλειας την ανακάλυψη του «δικτύου» του ΚΚΕ, αλλά ακόμη –και κυρίως– για να αποποιηθεί κάθε ευθύνη για τις εσωκομματικές δραστηριότητές του Βαβούδη που μπορεί να έρχονταν σε φως, τις οποίες καθοδηγούσε ο ίδιος. Για το λόγο αυτό δεν δίστασε να καταγγείλει το δικό του πιστό όργανο ως πράκτορα των Αμερικάνων.
Αν στο ΚΚΕ ήθελαν να αποκαταστήσουν κάποιους αδικημένους αγωνιστές με αξία, που έδωσαν ένα θετικό πρότυπο για τη νέα γενιά, υπήρχαν αναρίθμητες περιπτώσεις. Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τον Αντώνη Δούμα, που έδωσε μια συνολική, διορατική μαρξιστική κριτική των λαθών της ζαχαριαδικής ηγεσίας και των αιτίων τους από εκείνη την περίοδο25. Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τον Πετσόπουλο, που υπεράσπισε τη στάση του Άρη και διαγράφηκε γι’ αυτό το λόγο το 1946. Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν έντιμα στελέχη όπως οι Δαμασκόπουλος, Γιαννούλης, Ρούνης, κ.λπ., με θετική συνεισφορά και παραμερισμένα ή εξοντωμένα από τη ζαχαριαδική ηγεσία. Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν ηγετικά στελέχη της δεκαετίας του 1930 όπως ο Χαϊτάς, που εκκαθαρίστηκαν στην ΕΣΣΔ από τον Στάλιν. Θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τον Καραγιώργη, που με την πλατφόρμα του το 1950 στιγμάτισε το ανώμαλο ζαχαριαδικό καθεστώς. Όλα αυτά όμως θα είχαν νόημα μόνο με τον όρο μιας ουσιαστικής αναφοράς, που θα αναγνώριζε ποια κατάσταση είχε δημιουργήσει ο ζαχαριαδισμός στο κόμμα και θα εκτιμούσε την αληθινή συνεισφορά και τις αδυναμίες κάθε αγωνιστή, και όχι μιας φραστικής, υποκριτικής «αποκατάστασης», που θολώνει την ιστορική αλήθεια. Το να αποκαθιστούν αντίθετα τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη, σημαίνει να αποκαθιστούν ό,τι πιο νοσηρό υπήρχε εκείνη την εποχή. Σημαίνει να αποκαθιστούν τις ρίζες της ανωμαλίας και τις εκδηλώσεις της στο σύνολό τους, ακόμη και στις πιο απεχθείς τους πλευρές.
Εκείνο που χρειάζεται να τονιστεί είναι ότι η αποκατάσταση ειδικά του Βαβούδη αυτή τη στιγμή από την ηγεσία Παπαρήγα δεν είναι τυχαία, ούτε βέβαια προϊόν άγνοιας του πραγματικού του ρόλου. Απεναντίας, πηγάζει από την ανάγκη να δοθεί ένα κάλπικο κύρος στο μηχανισμό του ΚΚΕ, όπου προωθήθηκαν τις δυο τελευταίες δεκαετίες κάθε λογής θεσιθήρες και ανερμάτιστοι εκτελεστές εντολών τύπου Βαβούδη. Στον Βαβούδη αυτές οι μετριότητες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, όπως τον αναγνωρίζει η ηγεσία Παπαρήγα στον Ζαχαριάδη. Αν, όπως εύστοχα έλεγε η Διδώ Σωτηρίου, ο Βαβούδης ήταν σύμβολο εκτροπής, είναι ακριβώς η δική τους εκτροπή που θέλουν να καθοσιώσουν στο πρόσωπό του, καπηλευόμενοι μια ατυχή μορφή και μη σεβόμενοι ακόμη και τα ελαφρυντικά της.
Η μικρότητα απέναντι στην υπόθεση της επανάστασης – να ποιο είναι το μυστικό των σταλινικών αρχηγών, που τους κάνει να προτιμούν ως σύμβολο κομματικότητας τον «ιδιοφυή» Βαβούδη από τον Άρη. Σε αυτή τη συνάφεια, τα λόγια του Γ. Ιωαννίδη για τον Άρη, ότι «έπρεπε να εκκαθαρίσεις την υπόθεση του αντάρτικου από τον άνθρωπο που δεν του είχες εμπιστοσύνη… από την άποψη ότι αυτός μια μέρα θα σου έκανε τέτοια ζημιά»26, θα αποτελούν αιώνιο μνημείο εμπάθειας και ανυποληψίας τους. Γιατί η “ζημιά” που έκανε ο Άρης στον Ιωαννίδη και τους ομοίους του δεν είναι άλλη από το ότι στάθηκε σαν επαναστάτης, φανερώνοντας τη γύμνια και τις κακές τους προθέσεις.
Το ότι η ηγεσία Παπαρήγα αποκαθιστά τον Βαβούδη οφείλεται τελικά στο ότι και η δική της παραμονή στην ηγεσία είναι δυνατή μόνο με έναν ανάλογο λακεδισμό και χαφιεδισμό όπως εκείνος της ζαχαριαδικής περιόδου, που άλλωστε καλλιέργησε συστηματικά η ίδια όλα αυτά τα χρόνια για να εδραιωθεί και να σκεπάζει την ανεπάρκειά της. Και φυσικά, ο κίνδυνος δεν βρίσκεται μόνο στην ίδια την ανωμαλία σαν τέτοια αλλά στο ότι παραπλανούν και μετατρέπουν σε Βαβούδηδες όσο περισσότερους αγωνιστές μπορούν, ακόμη και έντιμα στοιχεία της βάσης, για να διαιωνίζουν την παρασιτική ύπαρξή τους.
3. Η «αποκατάσταση» από το ΚΚΕ των σύγχρονων εξεγέρσεων
Οι «αποκαταστάσεις» του Άρη, του Ζαχαριάδη και του Βαβούδη δεν ήταν οι μόνες που ανέλαβε στις πρόσφατες μέρες η ηγεσία του ΚΚΕ. Παράλληλα με αυτές, και χωρίς να έχει τύχει της δέουσας προσοχής, προχωρά καθημερινά μια άλλη «αποκατάσταση»: η «αποκατάσταση» της αλήθειας για τις εξεγέρσεις και τα κινήματα που ξεσήκωσε και ξεσηκώνει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σε όλο τον κόσμο, από τις αραβικές χώρες ως την Ευρώπη και την Αμερική.
Ο πολύς κόσμος νομίζει ότι στις χώρες του Αραβικού Κόσμου έλαβαν και λαβαίνουν χώρα μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις, που με τεράστιες θυσίες σάρωσαν τις δικτατορίες της περιοχής, και ότι οι διαμαρτυρίες και τα κινήματα των «Αγανακτισμένων» στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποτελούν εκδηλώσεις της επαναστατικής αναταραχής στην ανεπτυγμένη καπιταλιστική Δύση. Με αυτή την ψευδαίσθηση ζει και ένα μεγάλο μέρος των ακτιβιστών και των απλών αγωνιστών των κινημάτων, θεωρώντας και διακηρύσσοντας συχνά ανοιχτά ότι αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και των βάναυσων αντιλαϊκών πολιτικών που εκπορεύονται από τα διεθνή κέντρα του.
Αν πιστέψουμε όμως το Ριζοσπάστη, όλα αυτά είναι διαδόσεις των ιμπεριαλιστών και των αστικών ΜΜΕ. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Όχι μόνο δεν συνέβηκε καμιά απολύτως εξέγερση, αλλά πρόκειται για δήθεν-κινήματα, που εξυπηρετούν σκοπούς των ιμπεριαλιστών και κατευθύνονται από αυτούς. Η αληθινή εξέγερση είναι αυτή που καθοδηγούν η Ροβινσώνα Παπαρήγα και ο Παρασκευάς Παρασκευάς ως σύγχρονοι μοναχικοί ναυαγοί αποκλεισμένοι στο κομμουνιστικό νησί του Περισσού. Αυτό άσχετα αν τη συγκεκριμένη εξέγερση δεν την έχει αντιληφθεί κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο και λαβαίνει χώρα μόνο στη φαντασία των ναυαγισμένων δήθεν επαναστατών.
Πρόκειται για μια άθλια φιλολογία, που συμπληρώνει και αποσαφηνίζει την αθλιότητα της «αποκατάστασης» των Άρη, Ζαχαριάδη και Βαβούδη από το ΚΚΕ. Αν με την τελευταία, εκφράζουν εκ των υστέρων την περιφρόνησή τους στο επαναστατικό παρελθόν του κινήματος, με την πρώτη αποκηρύσσουν προκαταβολικά το επαναστατικό του μέλλον.
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά σε αυτή τη θλιβερή φιλολογία, που γεμίζει καθημερινά τις σελίδες του Ριζοσπάστη. Από τα δεκάδες σχετικά δημοσιεύματα θα σταθούμε κυρίως στις πρόσφατες δηλώσεις της Α. Παπαρήγα στη συνέντευξή της στη ΔΕΘ και 1-2 εκλαϊκευτικά άρθρα στο Ριζοσπάστη, αποκαλυπτικά της υποκείμενης λογικής τους.
3.1. H A. Παπαρήγα για τα κινήματα
Στη συνέντευξή της στη ΔΕΘ η ΓΓ του ΚΚΕ, αναφερόμενη στις εξεγέρσεις στην Αφρική δήλωσε ρητά ότι δεν είναι γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις, αλλά δήθεν κινήματα μεθοδευμένα από τα πάνω, από τους ιμπεριαλιστές, στα πλαίσια της διαπάλης τους για τα πετρέλαια:
«Αυτή η περίφημη αραβική άνοιξη δεν είναι οι λαϊκές εξεγέρσεις από τα κάτω, είναι οι μεθοδευμένες, οι καθοδηγημένες εξεγέρσεις, βεβαίως εξέφραζαν και τη θέληση λαϊκών στρωμάτων, που όμως δεν είχαν χειραφετηθεί ώστε να μπουν στην ηγεσία αυτού του κινήματος, για τη δημιουργία ενός νέου πιο σύγχρονου πολιτικού συστήματος, κυρίως είναι μια διαπάλη ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα τις ηγετικές της δυνάμεις, τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία»27.
Σε αυτές τις διακηρύξεις της Α. Παπαρήγα υπάρχει μια σταγόνα αλήθειας, μαζί με έναν ωκεανό αναλήθειας. Η σταγόνα αλήθειας είναι ότι οι αστικές τάξεις της περιοχής (τις οποίες δεν αναφέρει καν) μαζί με τον ιμπεριαλισμό, μπόρεσαν προσωρινά να ανακόψουν την εξέλιξη των επαναστάσεων, να τις περιορίσουν στην ανατροπή των δικτατοριών και να εμποδίσουν για την ώρα να προχωρήσουν παραπέρα, σε μια αμφισβήτηση των κοινωνικών βάσεων των καθεστώτων. Η εξουσία πέρασε στα χέρια μερίδων της αστικής τάξης, που μπορεί να μην είναι ακριβώς εκείνες που στήριζαν τις δικτατορίες, δεν παύουν όμως να υπερασπίζουν τον καπιταλισμό. Άλλαξε μόνο η μορφή της διακυβέρνησης και έγινε ή γίνεται κοινοβουλευτική, κάτι όχι αδιάφορο βέβαια για τους κομμουνιστές. Ο ωκεανός της αναλήθειας είναι ότι η Α. Παπαρήγα επικαλείται το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός για να εμφανίσει ότι τα ίδια τα κινήματα και οι εξεγέρσεις ήταν μεθοδευμένα από τους ιμπεριαλιστές. Επικαλείται το ότι η επαναστατική εξέλιξη ανακόπηκε προσωρινά ως απόδειξη ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει καμιά πραγματική επανάσταση σε εξέλιξη.
Μια τέτοια θεώρηση φανερώνει πλήρη ακατανοησία της ιστορίας και της ταξικής πάλης, που γίνεται ακόμη πιο θλιβερή από το ότι παρουσιάζεται σαν μια ανώτερη κομμουνιστική κατανόηση. Μια στοιχειώδης ματιά στην ιστορική εμπειρία θα το καταδείξει.
Οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και του Φλεβάρη του 1917 ήταν αναμφίβολα δυο πραγματικές εξεγέρσεις, επαναστατικά κινήματα που αγκάλιασαν τεράστιες μάζες και συντάραξαν τη Ρωσία. Καμιά από αυτές δεν μπόρεσε να φτάσει άμεσα στη νίκη. Στην πρώτη, ο τσαρισμός, μετά από σφοδρούς κλυδωνισμούς, αποκατέστησε την κυριαρχία του· το άμεσο αποτέλεσμα της δεύτερης ήταν η δημιουργία μιας κυβέρνησης όχι των εξεγερμένων μαζών αλλά της φιλελεύθερης και μικροαστικής αστικής τάξης, υπό τον Μιλιουκόφ και τον Κερένσκι. Φυσικά, θα ήταν ευχής έργο οι επαναστάσεις αυτές να είχαν δώσει τη νίκη στους εξεγερμένους από την πρώτη στιγμή, όμως κανείς δεν σκέφτηκε να αρνηθεί το χαρακτήρα τους ως επαναστάσεων επειδή απέτυχαν να το κάνουν. Και το Φλεβάρη του 1917 αποδείχτηκε ότι οι αντιφάσεις του συστήματος ήταν τόσο οξείες και υπήρχε τέτοιο συσσωρευμένο επαναστατικό δυναμικό μέσα στις μάζες, ώστε η επανάσταση μπόρεσε να παραμερίσει το ανάχωμα που είχαν υψώσει οι κρατούντες μόλις μερικούς μήνες μετά.
Οι εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο είναι τέτοιες πραγματικές, παλλαϊκές επαναστάσεις, μαζικά κινήματα από τα κάτω που κινητοποίησαν και κινητοποιούν εκατομμύρια ανθρώπων. Είναι βασικά δημοκρατικές επαναστάσεις, παρουσιάζοντας ένα καθυστερημένο συνδυασμό των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 (στο βαθμό που στρέφονται ενάντια σε παρωχημένα δεσποτικά και μισοφεουδαρχικά καθεστώτα όπως ήταν ο τσαρισμός) και του Φλεβάρη του 1917 (στο βαθμό που καταφέρνουν να ανατρέψουν το δεσποτισμό, φέρνοντας στην εξουσία μερίδες της αστικής τάξης αντίστοιχες εκείνων που εξέφρασαν το 1917 ο Μιλιουκόφ και ο Κερένσκι στη Ρωσία). Και είναι βέβαια πραγματικές επαναστάσεις γιατί, όπως και εκείνες του 1905 και του 1917 στη Ρωσία, έρχονται ως απόκριση σε δεκαετίες και αιώνες καταπίεσης που έφεραν ολόκληρους λαούς στην εξαθλίωση και την απόγνωση, έτσι που να μην τους απομένει τίποτε άλλο από την εξέγερση.
Όλη η δυσκολία της εξέλιξης βρίσκεται στο γεγονός ότι, όπως το Φλεβάρη του 1917, στην αρχή της επαναστατικής εξέλιξης οι αστικές δυνάμεις αποδείχτηκαν πιο ισχυρές και μπόρεσαν να καθορίσουν το χαρακτήρα τη νέας εξουσίας, υφαρπάζοντας τη νίκη από τις μάζες. Αυτό το γεγονός ασφαλώς δεν είναι τυχαίο· η εξήγησή του είναι ίδια με εκείνη που έδινε ο Λένιν για τη νίκη του φιλελεύθερου αστικού κόμματος των καντέτων τον Φλεβάρη του 1917:
«Η εξουσία δεν έπεσε τυχαία στα χέρια αυτού του κόμματος αν και δεν ήταν φυσικά οι κεφαλαιοκράτες που πολέμησαν τα τσαρικά στρατεύματα, που έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία, μα οι εργάτες και οι αγρότες, οι ναύτες και οι στρατιώτες. Η εξουσία έπεσε στα χέρια του κόμματος των κεφαλαιοκρατών γιατί η τάξη αυτή είχε στα χέρια της τη δύναμη του πλούτου, της οργάνωσης και των γνώσεων»28.
Το ίδιο πράγμα που συνέβηκε το Φλεβάρη του ’17 στη Ρωσία, συνέβηκε με τη μια ή την άλλη μορφή στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Αυτό όμως δεν σημαίνει διόλου ότι η επανάσταση τέλειωσε. Όπως στη Ρωσία το ’17, έτσι και σήμερα στις αραβικές χώρες το δυναμικό της εξέγερσης παραμένει: τα αιτήματα των μαζών, που διεξήγαγαν την επανάσταση, δεν έχουν πουθενά ικανοποιηθεί, ενώ τα νέα καθεστώτα, λόγω και της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, κάθε άλλο παρά έχουν εδραιωθεί. Στις συνθήκες αυτές είναι βέβαιη η συνέχιση της επανάστασης, με την ανατροπή και άλλων δικτατοριών και το ξέσπασμα κυρίως νέων, πιο προχωρημένων εξεγέρσεων. Αυτό θέτει τους επαναστάτες, και τους μαρξιστές που βλέπουν από μακριά, αντιμέτωπους με σύνθετα προβλήματα, σχετικά με τη διαμόρφωση μιας ηγεσίας ικανής να καθοδηγήσει τα αυθόρμητα κινήματα και να κάμψει τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν και θα προβάλλουν σίγουρα οι κρατούντες.
Το τερατώδες και το ελεεινό στη θεώρηση της Α. Παπαρήγα είναι ότι, ακριβώς επειδή δεν έχει τα φόντα, τη γνώση και την αντίληψη, να αναλύσει τα προβλήματα και να υποδείξει τους δρόμους παραπέρα προώθησης της επανάστασης, βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν έγινε και δεν γίνεται καμιά πραγματική επανάσταση. Για να κρύψει τη δική της ανυπαρξία απέναντι στην επανάσταση, κηρύσσει ανύπαρκτη την ίδια την επανάσταση. Βέβαια, στα λόγια παριστάνει ότι μάχεται ενάντια στα σχέδια του ιμπεριαλισμού για διανομή των πετρελαίων, κ.λπ., στην πράξη όμως τα πυρά της στρέφονται ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. «Μια επανάσταση που δεν φτάνει άμεσα στη νίκη δεν είναι πραγματική επανάσταση»: να τι λέει ουσιαστικά η ΓΓ του ΚΚΕ. Αυτό όμως είναι έμπρακτη άρνηση της επανάστασης, γιατί στην ιστορία δεν υπήρξαν και δεν θα υπάρξουν ποτέ τέτοιες επαναστάσεις. Αν ήταν έτσι, οι επαναστάσεις θα ήταν πολύ εύκολες και όσοι θέτουν τέτοιους όρους για να τις αποδεχτούν αποδεικνύουν με αυτό και μόνο ότι είναι φραστικοί και δήθεν επαναστάτες.
Η Α. Παπαρήγα διαισθάνεται ότι δεν μπορεί να ξεμπερδεύει κανείς έτσι εύκολα με τέτοια γιγάντια κινήματα όπως εκείνα του Αραβικού Κόσμου. Έτσι έφερε στη ΔΕΘ δυο-τρία ακόμη επιχειρήματα προσπαθώντας να πείσει για την ορθότητά της θέσης της. Και αυτά όμως δείχνουν ότι είναι δέσμια, όπως και όλη η προσέγγιση του ΚΚΕ, της θεώρησης της “καθαρής επανάστασης”, μιας επανάστασης που ξεκινά από το τέλος, χωρίς συμβιβασμούς και ενδιάμεσες στιγμές – θεώρησης που ο Λένιν χαρακτήριζε γελοία.
Σχετικά με τη Λιβύη, η Α. Παπαρήγα είπε: «Θέλαμε να ανατραπεί ο Καντάφι από μια γνήσια λαϊκή εξέγερση και χωρίς τη στήριξη και την καθοδήγηση ιμπεριαλιστικών δυνάμεων»29.
Το τι θέλει κανείς να συμβεί είναι ένα πράγμα, το τι συμβαίνει στην πράξη όμως είναι ένα άλλο. Και το να θέτει κανείς ως όρο την μη εμπλοκή του ιμπεριαλισμού για να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει μια εξέγερση σημαίνει ότι θα υποστηρίξει τις εξεγέρσεις που θα συμβούν μόνο μετά την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, γιατί όσο υπάρχει ο ιμπεριαλισμός θα παρεμβαίνει πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε κάθε τοπική εξέγερση. Τότε όμως, όταν θα έχει ανατραπεί ο ιμπεριαλισμός, δεν θα χρειάζονται πλέον οι εξεγέρσεις.
Ασύγκριτα πιο ποταπή και θλιβερή ήταν η αναφορά της Α. Παπαρήγα, σε συνάφεια με τις αραβικές εξεγέρσεις, στην τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους:
«Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα κομμάτι από την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ δέκα χρόνια πριν, όταν έγινε η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους: “Σημασία έχει να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος είχε το συμφέρον, το κίνητρο, να πράξει κάτι τέτοιο. Αν απαντήσουμε σ’ αυτό, θα μπορέσουμε να δούμε την προέλευση της ενέργειας”. Και προσθέταμε: “Τέτοιες ενέργειες με βάση την διεθνή πείρα συνιστούν βούτυρο στο ψωμί στους επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Χρησιμοποιούνται και αξιοποιούνται για να ανοίξει μια νέα σελίδα τρομακτικής επίθεσης κατά λαών, χωρών και λαϊκών κινημάτων που αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο”»30.
Συνάγεται ότι η Α. Παπαρήγα συγκρίνει την τρομοκρατική επίθεση 4-5 πλανημένων φανατικών, που πέρα από 100-200 μεγαλοδιευθυντές πήρε τη ζωή και από χιλιάδες αθώους, με τη μαζική επαναστατική δράση εκατομμυρίων, που πολέμησαν και πολεμούν με πέτρες τα τανκς, προσφέροντας αμέτρητο αίμα για να ανατρέψουν μισητούς τυράννους και δικτάτορες στις αραβικές χώρες. Για τη ΓΓ του ΚΚΕ, οι αραβικές εξεγέρσεις «συνιστούν βούτυρο στο ψωμί για τους επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς», όπως η επίθεση στους δίδυμους πύργους. Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο κατάπτυστη, συκοφαντική και αντιδραστική σύγκριση; Ακόμη και τίποτε άλλο να μην υπήρχε, αυτό θα ήταν αρκετό για να καταδείξει τον αντεπαναστατικό ρόλο του νεοσταλινισμού.
Η νεοσταλινική προσέγγιση περί υποκινούμενων κινημάτων, κ.λπ, δεν έχει βέβαια τίποτα κοινό με την προσέγγιση του μαρξισμού. Ως μέτρο σύγκρισης μπορεί να αναφέρουμε εδώ τη στάση του Λένιν στην επανάσταση του 1905, όπου είχε ηγηθεί αρχικά ένας ιερέας, ο Γκαπόν, για τον οποίο υπήρχαν όχι μόνο υπόνοιες αλλά αξιόπιστες πληροφορίες ότι συνδεόταν με τις τσαρικές μυστικές υπηρεσίες. Σε ένα άρθρο του γραμμένο λίγο μετά τη Ματωμένη Κυριακή, ο Λένιν αναφερόταν στην ανάγκη για «προσεκτική, επιφυλακτική, δύσπιστη στάση» απέναντι στον Γκαπόν, με βάση τα στοιχεία για σύνδεσή του με την τσαρική Οχράνα, το ζουμπατοφισμό (ένα «σοσιαλιστικό κίνημα» ανεπτυγμένο στην τσαρική αστυνομία), κ.λπ. Ταυτόχρονα, όμως, τόνιζε ότι «χρειάζεται δραστήρια συμμετοχή στο ανεβασμένο απεργιακό κίνημα (έστω κι αν το ξεσήκωσε ένας ζουμπατοφικός), χρειάζεται εντατικό κήρυγμα των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων και συνθημάτων». Και σημείωνε πως «από το ζουμπατοφισμό σαν από μικρή αφορμή, ξεπήδησε ένα πλατύ, μεγάλο, πανρωσικό επαναστατικό κίνημα», ότι «μπροστά στα μάτια μας αναπτύσσεται μια παλλαϊκή εξέγερση». Ο Λένιν ήταν πρόθυμος να αναγνωρίσει ότι ακόμη και ο Γκαπόν μπορούσε να είναι «ένας ειλικρινής χριστιανοσοσιαλιστής», που «η Ματωμένη Κυριακή τον έσπρωξε σ’ έναν εντελώς επαναστατικό δρόμο»31.
Αυτή ήταν η θέση του Λένιν: ότι οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να συμμετάσχουν σε ένα έκδηλα επαναστατικό κίνημα, άσχετα αν η αφορμή του είχε δοθεί από έναν αντιδραστικό ή ύποπτο για αντιδραστικές διασυνδέσεις.
Η Α. Παπαρήγα, αντίθετα, στην ίδια συνέντευξή της στη ΔΕΘ, είπε σχετικά με το «κίνημα στις πλατείες»:
«Η στάση μας στην αρχή ήταν εξαιρετικά προσεκτική. Στην πορεία έγινε εξαιρετικά επιφυλακτική. Και να σας πω γιατί: Στις πλατείες μπήκε κόσμος αυθόρμητα. Κόσμος με οξυμένα προβλήματα. Πρώτα πρώτα, ποιο ήταν το σύνθημα; Η πλατεία δεν ήτανε μία. Υπήρχε η πλατεία που έλεγε “οι 300 στο Γουδή”, “οι 300 έτσι” και “οι 300 αλλιώς”. “Να κάψουμε τη Βουλή” κ.λπ., “κάτω τα κόμματα”, “κάτω οι πολιτικοί”, μούντζες και αυτά. Αυτό το κίνημα μπορείς να το στηρίξεις; Δεν μπορείς καν να συμμετάσχεις». Όσο για το άλλο κίνημα τη κάτω πλατείας, ούτε αυτό της άρεσε, γιατί έλεγε «”Εξω τα κόμματα”, “έξω τα συνδικάτα”, “άμεση δημοκρατία”. Τι είναι αυτά;»32
Η διαφορά ανάμεσα στις δυο προσεγγίσεις είναι εμφανής, όπως και η εξήγησή της.
Ο Λένιν καταλάβαινε ότι, ανεξάρτητα από τις περιστασιακές αφορμές, η εξέγερση του 1905 είχε βαθιές κοινωνικές αιτίες: την άθλια κατάσταση της αγροτιάς, την καταπίεση του λαού από τους τσάρους και τους φεουδάρχες, την έλλειψη δημοκρατικών ελευθεριών κοκ. Γι’ αυτό, από την ίδια τη λογική της εξέλιξης, και με την κατάλληλη παρέμβαση, το κίνημα έπρεπε να μετατραπεί και θα μετατρεπόταν σε μια λαϊκή επανάσταση. Αυτό το προφανές για κάθε επαναστάτη γεγονός δεν το καταλαβαίνει η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ για τέτοια κορυφαία γεγονότα όπως οι αραβικές εξεγέρσεις και το δικό μας κίνημα των πλατειών, όπου παρόμοια κοινωνικά αίτια ξεσηκώνουν εκατομμύρια ανθρώπων προηγούμενα βυθισμένων στην απάθεια. Το να αποτυχαίνει όμως κανείς να διακρίνει την εξέγερση σε κοσμοϊστορικά γεγονότα όπως αυτά, σημαίνει πρακτικά ότι δεν θα τη διακρίνει, και επομένως δεν θα την προετοιμάσει, ποτέ.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, απολύτως τίποτα επαναστατικό στις δηλώσεις της Α. Παπαρήγα. Ουσιαστικά είναι η ίδια περιφρόνηση και απάρνηση του κινήματος που διέκρινε τον κλασικό σταλινισμό. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε το φαινόμενο να πιάνονται από υπαρκτές αδυναμίες του κινήματος όχι για να βοηθήσουν στο ξεπέρασμά τους, αλλά για να αρνηθούν την ύπαρξη του κινήματος, σκεπάζοντας έτσι τη δική τους αδυναμία να ξεχωρίσουν, να συντονίσουν και να οργανώσουν τα υγιή στοιχεία του. Η μόνη διαφορά είναι ότι ενώ στην περίπτωση της αποκήρυξης του Άρη αυτή η περιφρόνηση και η παραίτηση εκφραζόταν απέναντι σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο επαναστατικό κίνημα στα πρόθυρα της εξουσίας, σήμερα εκφράζεται απέναντι σε μια επαναστατική διαδικασία που βρίσκεται ακόμη στα αρχικά στάδιά της. Η ουσία όμως είναι η ίδια και αν μια τέτοια στάση επιβληθεί, θα οδηγήσει μελλοντικά σε εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα.
3.2 Η αρθρογραφία του Ριζοσπάστη
Αν η Α. Παπαρήγα εξηγεί με τέτοιο «επιστημονικό» τρόπο την υπηρεσία των αραβικών εξεγέρσεων στους ιμπεριαλιστές, η καθημερινή αρθρογραφία του Ριζοσπάστη είναι πολύ πιο σαφής. Εκεί δηλώνεται πια ανοιχτά ότι οι εξεγέρσεις, όχι μόνο στον Αραβικό Κόσμο αλλά και στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, κ.λπ., έχουν μεθοδευτεί από μυστικές υπηρεσίες.
Από τα αναρίθμητα παραδείγματα θα εστιάσουμε σε ένα τέτοιο άρθρο που απηχεί τυπικά το πνεύμα του Βαβούδη. Το άρθρο, ένα άρθρο γραμμής στην τελευταία σελίδα του Ριζοσπάστη, υπογραφόμενο με το αρχικό Ι, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Όταν ξεκίνησαν οι δήθεν εξεγέρσεις σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με τη λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη”, οι αστοί και κάθε είδους οπορτουνιστές τις στήριζαν, τις πρόβαλλαν ως λαϊκές εξεγέρσεις, ως το πραγματικό κίνημα, αντιπαραθέτοντάς τες στο οργανωμένο εργατικό, στο κομμουνιστικό κίνημα. Το ΚΚΕ τις χαρακτήριζε ως κινητοποιήσεις για εκσυγχρονισμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με βάση το ΝΑΤΟικό σχέδιο “Μεγάλη Μέση Ανατολή”… Όταν ξεκίνησε το λεγόμενο “κίνημα των αγανακτισμένων” σε Ισπανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο κλπ, αστοί και οπορτουνιστές το παραλλήλιζαν με την “Αραβική Άνοιξη”, πάλι σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο εργατικό, το κομμουνιστικό κίνημα, προβάλλοντάς το ως κίνημα ακηδεμόνευτο από κόμματα, χωρίς ηγεσία, επομένως ένα “γνήσιο” λαϊκό κίνημα… Τότε εκτιμούσαμε ότι υπάρχουν διάφορες δυνάμεις πίσω απ’ αυτά τα κινήματα, διάφορα λόμπι, αστικές δυνάμεις, που κρύβονται πίσω από την ανωνυμία και τα “μπλογκς”, που τάχα οργάνωναν τέτοια κινήματα. Άσε που αυτή η υπόθεση με τα “μπλογκς” και το ίντερνετ έγιναν φετίχ των λεγόμενων “εξεγέρσεων” τόσο στην “Αραβική Άνοιξη” όσο και στο “κίνημα των αγανακτισμένων”. Λες και χωρίς άλλη οργάνωση, άλλους μηχανισμούς, που κρύβονται πίσω τους, μπορούν να κινητοποιηθούν μάζες. Τώρα ξαναφουντώνουν το “κίνημα των αγανακτισμένων”, με αφορμή τη δράση τους στις ΗΠΑ, αλλά του δίνουν άλλη ονομασία, όπως “Καταλάβατε τη Γουόλ Στριτ” ή ανάλογες ονομασίες σε άλλες χώρες με βάση τις δράσεις ενάντια σε τράπεζες κλπ. Οι αστοί και πάλι ομολογούν. Τι ακριβώς; Ότι όχι μόνο δε φοβούνται τέτοια κινήματα, αλλά ενίοτε τα οργανώνουν κιόλας, πατώντας βεβαίως πάνω σε πραγματικά προβλήματα, όπως η εξαθλίωση της ζωής εργαζομένων, άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, λόγω κρίσης, που τους στέλνει μαζικά στην ανεργία, τους μειώνει δραστικά το εισόδημα εξανεμίζοντας μισθούς και συντάξεις, και φοροληστεύοντάς τους»33.
Συνάγεται ότι το σύνολο των κινημάτων σε Ασία, Αφρική, Ευρώπη και Αμερική ήταν «δήθεν εξεγέρσεις», κινήματα που «όχι μόνο δεν τα φοβούνται οι αστοί, αλλά και τα οργανώνουν κιόλας» και «πίσω τους κρύβονται» διάφοροι ύποπτοι «μηχανισμοί» που «κινητοποιούν τις μάζες». Αναρωτιέται μόνο κανείς, αν οι αστοί που είναι αντιδραστικοί και αντεπαναστάτες, οργανώνουν τέτοια τεράστια κινήματα, πώς το ΚΚΕ, που είναι οι μόνοι πιστοί και πρωτοπόροι θιασώτες του κομμουνισμού, δεν στάθηκε άξιο να οργανώσει ούτε ένα, έστω και εκατό φορές μικρότερο. Αν πραγματικά ίσχυαν όσα βεβαιώνει ο αρθρογράφος, τότε το μόνο που θα απέμενε θα ήταν να συνταχτούμε με τους αστούς, για να κάνουμε την επανάσταση.
Και τι αποδεικνύει ότι οι αστοί βρίσκονται πίσω από όλα αυτά; Διάφορες μαρτυρίες του αστικού Τύπου για τη δραστηριοποίηση αξιωματούχων του ΝΑΤΟ στη Λιβύη και ένα δημοσίευμα των Νέων στις 14/10/2011 για το ότι στο κίνημα «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ» έχουν ηγετικό ρόλο αναρχικοί όπως κάποιος Βλαντ Τάιχμπεργκ και περί χρηματοδότησής του από μια οργάνωση στους χρηματοδότες της οποίας περιλαμβάνεται ο γνωστός Τζορτζ Σόρος. «Στόχος όλων των παραπάνω», καταλήγει θριαμβευτικά ο αρθρογράφος του Ριζοσπάστη, «η εκτόνωση της δυσαρέσκειας από τον καθολικό πόλεμο του κεφαλαίου στους εργαζόμενους, σε λύσεις που οδηγούν στην απογοήτευση, στη μοιρολατρεία, στην πλήρη ενσωμάτωση στο σύστημα και ακόμη χειρότερα, στην παρεμπόδιση της ριζοσπαστικοποίησης, της οργάνωσης στο εργατικό κίνημα και του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του για την ανατροπή της»34.
Μια πρώτη παρατήρηση εδώ αφορά την ευκολία με την οποία ο Ριζοσπάστης αποδέχεται τους ισχυρισμούς του αστικού Τύπου για το ότι τα κινήματα υποκινούνται και ελέγχονται από το ΝΑΤΟ, τον Σόρος, κοκ. Τέτοιοι ισχυρισμοί έχουν προβληθεί κατά καιρούς για όλες τις επαναστάσεις, μεταξύ άλλων και για τους Μπολσεβίκους, για τους οποίους λεγόταν κατά κόρο από τους Ρώσους αντιδραστικούς ότι ήταν πράκτορες των Γερμανών, των Εβραίων, κοκ. Αν η μαρτυρία του αστικού Τύπου είναι αρκετή απόδειξη για να κηρυχθεί ένα κίνημα υποχείριο «σκοτεινών δυνάμεων», τότε θα έπρεπε να δεχτεί κανείς και τις παραπάνω συκοφαντίες. Και είναι βέβαια απορίας άξιο πώς ο Ριζοσπάστης, που επαγρυπνεί γενικώς για το «καλό του κινήματος», δεν διακρίνει τον παραλογισμό στο να υποστηρίζει ο Σόρος, ένας από τους 2-3 μεγαλύτερους μεγιστάνες της Γουόλ Στριτ ένα κίνημα ενάντια στη Γουόλ Στριτ και δεν αντιλαμβάνεται ότι θα έπρεπε να είναι κανείς προσεκτικός πριν υιοθετήσει τέτοιες «πληροφορίες».
Παραπέρα, ας δεχτούμε ότι στο κίνημα κατά της Γουόλ Στριτ δραστηριοποιούνται αμφίβολες φυσιογνωμίες, ακόμη και ότι ο Σόρος αποφασίζει να το «υποστηρίξει» κάποια στιγμή, για δικούς του λόγους. Τι θα αποδείκνυε αυτό; Στη Ρωσική Επανάσταση του 1917 συμμετείχαν και δραστηριοποιούνταν στα σοβιέτ όχι μόνο οι Μπολσεβίκοι, αλλά και οι Μενσεβίκοι, Εσέροι κ.ά. Και αυτοί επίσης ισχυρίζονταν πως υποστήριζαν την επανάσταση και αποκαλούνταν σοσιαλιστικά ή και σοβιετικά κόμματα. Σε κάθε μαζικό κίνημα, ιδιαίτερα στην αρχική φάση του, δραστηριοποιούνται ποικίλες δυνάμεις, όχι σπάνια και αντιδραστικές. Αν αυτό ήταν αρκετός λόγος για να καταδικάζει συνολικά κανείς ένα μαζικό κίνημα, όπως είναι σήμερα το κίνημα των «Αγανακτισμένων», τότε θα έπρεπε να καταδικαστούν η ίδια η Ρωσική Επανάσταση και τα σοβιέτ, λόγω της συμμετοχής των Μενσεβίκων, κ.λπ.
Εδώ και πάλι πίσω από ένα στοιχείο αλήθειας, ότι στα κινήματα συμμετέχουν και αντιδραστικές δυνάμεις, αμφίβολες προσωπικότητες, κλπ. –πράγμα αναμφίβολα σωστό– υπάρχει ένας ωκεανός αναλήθειας. Ένας ωκεανός που δεν είναι άλλος από την οικεία σταλινική αξίωση ότι όποιος δεν είναι ενταγμένος από τα πριν στο ΚΚΕ (άλλες αριστερές δυνάμεις, ακτιβιστές των κινημάτων, κ.λπ.) είναι αντιδραστικός, και ότι μάλιστα τα ίδια τα κινήματα είναι αντιδραστικά, όργανα του κατεστημένου και «δήθεν εξεγέρσεις». Ωστόσο, αυτή η αξίωση, οι κατάρες του αρθρογράφου ενάντια στα μπλογκς, ότι δεν μπορούν να κινητοποιήσουν μάζες, κ.λπ., αποδεικνύονται και εδώ η άλλη όψη της ανυπαρξίας του νεοσταλινισμού, ένας εξορκισμός του γεγονότος ότι ενώ ακόμη και οι μπλόγκερ έχουν κάνει σοβαρά βήματα οργάνωσης, οι δογματιστές του ΚΚΕ δεν έχουν σταθεί ικανοί να οργανώσουν οτιδήποτε, ούτε να αποκτήσουν δεσμούς με τις μάζες.
Αλλά μήπως το κίνημα κατά της Γουόλ Στριτ είναι κάποια εξαίρεση; Μήπως είναι όντως ένα τέχνασμα του Σόρος (κάτι που δεν θα μπορούσε να αποκλείσει κανείς εκ των προτέρων για κάθε κινητοποίηση) και θα έπρεπε να αποκηρυχτεί; Η αλήθεια είναι ότι τίποτα δεν επιβεβαιώνει μια τέτοια εκτίμηση. Απεναντίας, οι ισχυρισμοί για εμπλοκή του Σόρος εκπορεύονται, όπως θα αναμενόταν, από την ακροδεξιά στις ΗΠΑ, που προσπαθεί να καλλιεργεί τέτοιες υπόνοιες για να συκοφαντήσει το κίνημα και να το εμποδίσει να αναπτυχθεί.
Ας δούμε πώς εκτιμά το κίνημα το New American, ένα σοβαρό έντυπο της επιθετικής αμερικάνικης δεξιάς, που, σε αντίθεση με τους ανερμάτιστους δημοσιολόγους του Ριζοσπάστη, διακρίνεται για το οξύ ταξικό του κριτήριο και τη συνολική αντίληψη της κατάστασης:
«Εργατικά συνδικάτα, κομμουνιστές, “οργανωτές κοινοτήτων” σοσιαλιστές, και αντι-καπιταλιστές προπαγανδιστές έχουν όλοι ενωθεί στο “Κατάληψη της Γουόλ Στριτ” και στη διαμαρτυρία κατά της “απληστίας” εταιρειών και τραπεζιτών. Όμως, παρά τις προσπάθειες να εμφανιστεί το κίνημα ως “χωρίς ηγεσία” ή “επιπέδου βάσης”, γίνεται φανερό ότι πολύ περισσότερα συμβαίνουν πίσω από τη σκηνή από ό,τι πιάνει το μάτι… Τα δακτυλικά αποτυπώματα του δισεκατομμυριούχου χρηματιστή Τζορτζ Σόρος, π.χ., καλύπτουν όλη την εκστρατεία ενάντια στη Γουόλ Στριτ εξαρχής. Και αυτή τη βδομάδα, το διαβόητο αφεντικό των hedge-fund ανακοίνωσε δημόσια τη συμπάθειά του για τους διαδηλωτές και τις καταγγελίες τους για τις διασώσεις των τραπεζών – παρότι άσκησε πιέσεις για πιο μεγάλες αντισυνταγματικές χορηγίες στους τραπεζίτες το 2009… Μόλις πέρυσι, ο Σόρος υποστήριξε ότι η ωμή κομμουνιστική δικτατορία που κυβερνά την Κίνα, πρέπει να οδηγήσει αυτό που αποκαλεί η “Νέα Παγκόσμια Τάξη”. Οι Κινέζοι τύραννοι στο μεταξύ διαλαλούν επίσης για την “Κατάληψη της Γουόλ Στριτ” μέσα από τα όργανα προπαγάνδας του καθεστώτος… Σύμφωνα με δημοσιεύματα και αναλυτές, όλο το κίνημα ενάντια στη Γουόλ Στριτ έχει προσεκτικά ενορχηστρωθεί από συνδεόμενα με τον Ομπάμα αντι-καπιταλιστικά αφεντικά των συνδικάτων και χρηματοδοτούμενους από τους φόρους “οργανωτές κοινοτήτων”… Πέρα από τα επίσημα συνδικάτα και τις “ομάδες βιτρίνας” του Σόρος… υπάρχει επίσης μια τεράστια συλλογή από μαρξιστικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις που υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΗΠΑ, το μαρξιστικού προσανατολισμού Παγκόσμιο Εργατικό Κόμμα, η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς και ο συνδεόμενος με το Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ Λαϊκός Κόσμος όλα δημόσια και ανοιχτά υποστηρίζουν το κίνημα… Οι “επίσημοι” στόχοι παραμένουν σκοτεινοί ως τώρα, σχεδόν σίγουρα όχι τυχαία. Αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η ελευθερία και το τίμιο χρήμα δεν περιλαμβάνονται στα αιτήματα. Αντίθετα, η μεγαλύτερη κυβέρνηση, υψηλότεροι φόροι και ένα τέλος σε ό,τι απομένει από το σύστημα της ελεύθερης αγοράς φαίνεται να είναι στην κορυφή της λίστας»35.
Εδώ ξεκάθαρα έχουμε μια συνεπή ταξική ανάλυση των εξελίξεων από την άποψη της αμερικάνικης άκρας αντίδρασης και όχι ένα επιφανειακό ρεπορτάζ σαν αυτά που συχνά εμφανίζονται στον αστικό Τύπο. Και η ανάλυση αυτή δείχνει ότι η αμερικάνικη αντίδραση θεωρεί το κίνημα κατά της Γουόλ Στριτ απειλητικό για τα συμφέροντά της, κυρίως για δυο λόγους. Πρώτο, γιατί στρέφεται ενάντια στην ασυδοσία της («η ελευθερία και το τίμιο χρήμα δεν περιλαμβάνονται στα αιτήματα», όπως λένε). Και δεύτερο, γιατί φέρνει στο προσκήνιο τις αριστερές και μαρξιστικές οργανώσεις που μπορεί για πρώτη φορά στην αμερικάνικη ιστορία να βρουν ένα δρόμο για να μαζικοποιηθούν και να αποκτήσουν σοβαρή πολιτική υπόσταση. Τα περί ουσιαστικής ανάμειξης του Σόρος δεν τεκμηριώνονται. Η παράθεση κάποιων σοβαρών σχετικών στοιχείων θα βοηθούσε να πνιγεί το κίνημα στη γένεσή του δημιουργώντας σύγχυση, όπως επιδιώκει η αμερικάνικη δεξιά από φόβο ότι ίσως δεν θα μπορεί να ελεγχθεί αργότερα, ενώ ο Ομπάμα προτιμά να ελιχθεί και να το ανεχτεί για ένα διάστημα με την ελπίδα να το χρησιμοποιήσει σαν εφαλτήριο για μια δεύτερη θητεία. Αν υπήρχαν λοιπόν στοιχεία σίγουρα θα τα παρέθεταν και δεν θα έμεναν στις αερολογίες για τη συμπάθεια του Σόρος στο κίνημα και τις ρήσεις του για την Κίνα36.
Το συμπέρασμα που θα βγάλουν από τα παραπάνω οι μαρξιστές είναι ότι το κίνημα κατά της Γουόλ Στριτ είναι όντως ριζοσπαστικό, ότι ανοίγει σοβαρές δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και ενίσχυσης των αντικαπιταλιστικών οργανώσεων και γι’ αυτό οι επιθετικοί αστοί σπεύδουν να το συκοφαντήσουν, εκεί που οι πιο φωτισμένοι, στο στιλ του Σόρος, ελίσσονται και προσπαθούν, χωρίς αποτέλεσμα για την ώρα, να το ελέγξουν. Το συμπέρασμα που θα έβγαζε – και που βγάζει καθημερινά ο Ριζοσπάστης – είναι ότι: «Για να ομολογούν οι αστοί ότι ο Σόρος χρηματοδοτεί το κίνημα και οι διάφοροι τροτσκιστές, αντικαπιταλιστές, κ.λπ, συμμετέχουν σε αυτό, άρα το κίνημα και όλοι αυτοί είναι πράκτορες του Σόρος και εμείς είμαστε οι πραγματικοί επαναστάτες».
Η αλήθεια όμως είναι ότι, μακράν του να είναι επαναστατική, η ανάλυση του Ριζοσπάστη για την κατάληψη της Γουόλ Στριτ, δεν κάνει άλλο από το να επαναλαμβάνει κατά γράμμα όσα λένε οι Αμερικάνοι αντιδραστικοί για να συκοφαντήσουν το κίνημα, όχι μόνο σε σχέση με υποτιθέμενα γεγονότα, αλλά και στην ουσία της θεώρησής τους. Ο Ριζοσπάστης παίρνει απλά τοις μετρητοίς τις δημαγωγίες των αντιδραστικών ότι πίσω από τους αριστερούς ακτιβιστές του κινήματος βρίσκονται ο Σόρος και ο Ομπάμα – ακριβώς όπως ο Ζαχαριάδης στον καιρό του έπαιρνε τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς του αρχηγού της ασφάλειας Πανόπουλου ότι ήταν προσωπικός φίλος του Πλουμπίδη – αναδιατυπώνοντας αυτές τις δημαγωγίες ως μια υπεράσπιση του “αυθεντικού” κινήματος που θα δημιουργήσει μελλοντικά το ΚΚΕ. Έτσι όμως ενεργούν πρακτικά σαν όργανα και επαναστατικά μεταμφιεσμένοι συκοφάντες της αντίδρασης ενάντια στο πραγματικά υπαρκτό κίνημα, όπως έκανε με τις ενέργειές του και ο Ζαχαριάδης.
Η τελευταία διάσταση της έμπρακτης υπηρεσίας στην αντίδραση μπορεί να μη έχει γίνει ακόμη εντελώς ευδιάκριτη σε σχέση με την τωρινή πολιτεία του σταλινισμού, ακριβώς επειδή τα σύγχρονα κινήματα βρίσκονται στα αρχικά στάδια ανάπτυξής τους. Ήταν όμως ο τυπικός ρόλος που εκπλήρωσε ο σταλινισμός σε όλες τις επαναστατικές κρίσεις και τις αποφασιστικές μάχες του παρελθόντος. Ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα ακόμη κείμενο του Ριζοσπάστη για τις αραβικές εξεγέρσεις που την αποτυπώνει ακόμη πιο ανάγλυφα. Το άρθρο, υπογραφόμενο από τον Κ. Παπαδάκη, μας καλεί να διαλέξουμε στρατόπεδο στην αντιπαράθεση μεταξύ κομμουνιστών (δηλαδή του ΚΚΕ) και ιμπεριαλιστών-οπορτουνιστών:
«Η εκτίμηση περί “επαναστάσεων” στη Βόρεια Αφρική, που προβάλλεται ιδιαίτερα από τον αστικό Τύπο αλλά κι από ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως λαθεμένη μόνο λόγω του ρόλου που παίζουν στην υποδαύλισή τους οι ιμπεριαλιστές, ή ακόμα και των διαστάσεων αυτών των κινητοποιήσεων. Το κύριο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολεί είναι αν αλλάζει χέρια η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία και σε αυτό το ερώτημα η απάντηση είναι σαφής. Η αστική τάξη αυτών των χωρών ζει και βασιλεύει… Σήμερα είναι αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί βαθύτερα από την εργατική τάξη… πώς το κεφάλαιο της κάθε χώρας και διεθνώς αναζητά κάθε φορά να αρμέξει “αγελάδες”… Αν δεν πάρουν υπόψη τους αυτές τις εξελίξεις τα ΚΚ, θα υπάρχει δυσκολία να διακρίνονται οι λαϊκοί αγώνες από τους προβοκατόρικους μηχανισμούς, θα βαφτίζονται επαναστάσεις και “σοσιαλισμοί” κάθε προσπάθεια που κάνει το κεφάλαιο για να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης»37.
Εδώ και πάλι η δυσκολία της κατάστασης, το καθήκον που μπαίνει μπροστά στους κομμουνιστές να μπορέσουν να απελευθερώσουν τις επαναστατικές μάζες από την επιρροή της φιλελεύθερης αστικής τάξης και να τις οργανώσουν, ώστε να κατακτηθεί η εξουσία, μετατρέπεται σε απόδειξη ότι δεν υπάρχει επανάσταση, για να καλυφθεί ακριβώς η έλλειψη επαφής με τις μάζες και η γραφειοκρατική ανικανότητα επίλυσης αυτού του καθήκοντος. Το ιδιαίτερο στο άρθρο του Παπαδάκη είναι ότι ωθεί τη γραφειοκρατική λογική ως το μίσος και την εμπάθεια ενάντια στην επανάσταση. «Δεν μπορεί να είμαστε εμείς ανεπαρκείς, αυτές οι δήθεν εξεγέρσεις είναι έργα προβοκατόρικων μηχανισμών και υποδαυλίζονται από τους ιμπεριαλιστές για την αύξηση των κερδών τους» – να τι μας λέει εδώ ο αρθρογράφος του ΚΚΕ. Και δεν χωρά αμφιβολία ότι εκφράζει έτσι απόλυτα πιστά και γυμνά τον βαθύτερο πυρήνα της σταλινικής λογικής.
Μπαίνει το ερώτημα: Τι ρόλο θα παίξει μια ηγεσία που σκέφτεται με αυτό τον τρόπο και αναθέτει στους Παπαδάκηδες την επαναστατική διαφώτιση του προλεταριάτου, όταν βρεθεί αντιμέτωπη με μια πραγματική επαναστατική κρίση; Η απάντηση είναι προφανής: θα βοηθήσει την αντίδραση να καταπνίξει το κίνημα, παριστάνοντας ότι πολεμά τους «προβοκάτορες» και τις «ιμπεριαλιστικές συνωμοσίες». Αυτό λέει η λογική αλλά και η ιστορική πείρα του σταλινισμού. Με τον τρόπο αυτό, π.χ., στην Ισπανία οι ηγέτες του Ισπανικού ΚΚ Ντιάθ και Ιμπαρούρι, βοήθησαν την αστική τάξη να απομακρύνει από την κυβέρνηση τις άλλες, ασυνεπείς αριστερές δυνάμεις (τους «προβοκάτορες») στην κρίση της κυβέρνησης Καμπαλιέρο, για να πάρουν τους επαίνους του Αθάνια, του ηγέτη του αστικού μπλοκ, ότι τους «αξίζει προαγωγή» αφού είχαν ενεργήσει σαν τσιράκια του38. Η πρόσφατη στάση του ΚΚΕ στις 19-20 Οκτώβρη, όπου ανέλαβε ουσιαστικά να περιφρουρήσει το αστικό κοινοβούλιο για λογαριασμό της κυβέρνησης και κατήγγειλε σε συνέχεια τους πάντες, ακόμη και έντιμους αγωνιστές όπως το κίνημα «Δεν πληρώνω», για συνεργασία με την ασφάλεια, τους κουκουλοφόρους και το ΛΑΟΣ, προσφέρει ένα πιο κοντινό παράδειγμα39. Και ο κατάλογος θα μπορούσε να μακρύνει πολύ με παραδείγματα από πολλές άλλες εξεγέρσεις.
Οι σταλινικοί δογματιστές δεν δίστασαν να συκοφαντήσουν σαν «πράκτορες ξένων υπηρεσιών» του πρωταγωνιστές του Οκτώβρη, επαναστάτες όπως ο Άρης και πλήθος έντιμους αγωνιστές που σε κρίσιμες στιγμές υπεράσπισαν το κίνημα. Η νέμεση της ιστορίας τους έφερε στη θέση να εκπληρώνουν αυτοί τον άθλιο ρόλο που καταλόγιζαν σε όλους τους άλλους. Αυτή η ιστορική νέμεση εκδηλώνεται σήμερα πιο ισχυρά και ανελέητα στην περίπτωση της νεοσταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ.
Ακριβώς όπως ο Ζαχαριάδης έστρωνε το δρόμο στους Βαβούδηδες, με τον ίδιο τρόπο η τωρινή ηγετική ομάδα μαζεύει γύρω τους τωρινούς ανεγκέφαλους συκοφάντες και λακέδες. Και η αποκατάσταση των Ζαχαριάδη και Βαβούδη δεν είναι παρά μια κίνηση νομιμοποίησης και αυτοδικαίωσης για την από μέρους της αναπαραγωγή της ίδιας κατάστασης.
Αντί επιλόγου
Σε συνέντευξή της στις 21/10, με αφορμή τις συμπλοκές του ΠΑΜΕ με τους κουκουλοφόρους, η Α. Παπαρήγα δήλωσε:
«Για μερικούς κουκούλα είναι επανάσταση. Για εμάς η επανάσταση είναι κάτι πιο ουσιαστικό από τις κουκούλες»40.
Αυτή είναι όντως μια σοβαρή δήλωση και αν επιβεβαιωνόταν από τα γεγονότα, θα σήμαινε ότι το ΚΚΕ είναι όντως το κόμμα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να την επιβεβαιώνει· απεναντίας, η πραγματικότητα η ίδια τη διαψεύδει. Ένα κόμμα που επί 66 χρόνια δεν έχει παραδεχτεί το στοιχειώδες, ότι ο Άρης υπεράσπισε την επαναστατική σκοπιμότητα και κομματικά είχε δίκιο, αποκλείεται να παίρνει σοβαρά την επανάσταση.
Σε πείσμα της ΓΓ του ΚΚΕ η ζωή δείχνει κάτι άλλο. Δείχνει ότι αν για μερικούς η κουκούλα είναι επανάσταση, για το ΚΚΕ η επανάσταση είναι μια κουκούλα, μια κενή φράση για να σκεπάζουν αντεπαναστατικά περιεχόμενα, ένα φύλλο συκής για τις μικροκατεργαριές των Παρασκευάδων και των Μαΐληδων. Δείχνει ότι απλά φωνασκούν σε όλους τους τόνους υπέρ της επανάστασης, ενώ στην πράξη την απαρνούνται σε κάθε βήμα με την πολιτική, τις αναφορές και τις θέσεις τους.
Οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για τους Άρη, Ζαχαριάδη και Βαβούδη, και οι τοποθετήσεις του ΚΚΕ απέναντι στα σύγχρονα κινήματα πιστοποιούν οριστικά και αμετάκλητα αυτή την εκτίμηση.
Η πολιτική αλλά όχι κομματική «αποκατάσταση» του Άρη είναι ακριβώς η επαναστατική τους κουκούλα, μια προβιά επαναστάτη που πετούν πάνω τους, απορρίπτοντας ταυτόχρονα όλες τις υποχρεώσεις της επανάστασης. Η αποκατάσταση του Ζαχαριάδη και του Βαβούδη είναι η δικαίωση του αντεπαναστατικού περιεχόμενου κάτω από την προβιά, είναι η επαναφορά στο προσκήνιο εξαγνισμένων όλων των αντιμαρξιστικών, γραφειοκρατικών λογικών και πρακτικών που εξέφρασε ιστορικά ο σταλινισμός. Οι περιφρονητικές διακηρύξεις τους για τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα που αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο, είναι η εκδήλωση αυτών των λογικών και πρακτικών στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αυτό που δείχνουν όμως οι αποφάσεις αυτές δεν είναι μόνο η επιστροφή στο σταλινισμό. Είναι πολύ περισσότερο η σήψη και η χρεοκοπία του ΚΚΕ, είναι ότι η μεθοδική αναβίωση και αναστύλωση του σταλινισμού υπό την ηγεσία Παπαρήγα μετά το 1990 είναι πλέον τόσο πλήρης, ώστε κατόρθωσε ήδη να πνίξει κάθε τι ζωντανό, αγωνιστικό και επαναστατικό από τις παραδόσεις του. Παραφράζοντας τη ρήση της Λούξεμπουργκ για τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία μετά το ξέσπασμα του πολέμου το 1914, μπορεί και πρέπει να πούμε: «Μετά τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Ιούλη 2011 το ΚΚΕ είναι ένα πτώμα που βρωμά».
Ορισμένοι δημοσιολόγοι στο χώρο της Αριστεράς, ορμώμενοι και από πολιτικούς υπολογισμούς, όπως η επιδίωξη της «ενότητας της Αριστεράς», διστάζουν ή αρνούνται να εξάγουν αυτό το επιβεβλημένο από τα γεγονότα συμπέρασμα. Μερικοί μάλιστα προχωρούν παραπέρα και διακρίνουν στις πρόσφατες αποφάσεις του ΚΚΕ μια θετική κατεύθυνση, ένα δειλό έστω πρώτο βήμα για μια ρεαλιστική εκτίμηση του παρελθόντος και μια αυτοκριτική στάση απέναντι στην ιστορία.
Για να αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, με αυτό τον τρόπο εκτιμώνται τα ζητήματα σε πρόσφατο άρθρο του Α. Αναγνωστάκη. «Κάτω από ολόκληρες στρώσεις ανούσιας λαθολογίας και παραχαράξεις», διαβάζουμε στην εισαγωγή του, «το επαναστατικό κίνημα του αιώνα που πέρασε αποκαλύπτει γνωστούς, άγνωστους αλλά καθόλου απλούς ανθρώπους, που με τον ανιδιοτελή επαναστατικό τους αγώνα χάραξαν την ιστορία. Τέτοιοι ήταν οι Νίκος Βαβούδης, Άρης Βελουχιώτης και Νίκος Ζαχαριάδης». Και παρακάτω: «Το ΚΚΕ στη βάση ενός ενδιαφέροντος πολυσέλιδου ιστορικού τόμου που εκπονήθηκε από επιστήμονες ιστορικούς και πήρε την τελική πολιτικοϊστορική μορφή του με την ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Ιούλη του 2011, αποκαθιστά κομματικά τους Νίκο Βαβούδη, Νίκο Ζαχαριάδη και αποκαθιστά πολιτικά, αλλά όχι κομματικά, εξαιτίας της απείθειας στο κόμμα, τον Άρη Βελουχιώτη. Γι’ αυτό δε, διοργανώνει πολιτικές εκδηλώσεις»41.
Το να διαβάζει κανείς έτσι όμως τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, αναγνωρίζοντας «ανιδιοτέλεια» στον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη, σημαίνει να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και να παίρνει τις υποκειμενικές του επιθυμίες και πλάνες για πραγματικότητα. Σημαίνει πρώτα να υπεκφεύγει και να αγνοεί πλήρως την ιστορική εμπειρία του σταλινισμού, που μόνο από πράξεις ανιδιοτέλειας δεν χαρακτηρίζεται. Και σημαίνει ακόμη να παρακάμπτει το νόημα των τωρινών εξελίξεων στο ΚΚΕ, που σε κάθε βήμα αρνείται πεισματικά κάθε ενωτική εξέλιξη, ακόμη και εκεί που είναι εφικτή και επιβεβλημένη, αναπαράγοντας σε όλη τη γραμμή τις χειραγωγητικές σταλινικές λογικές. Οι κομμουνιστές και οι μαρξιστές ασφαλώς δεν θα πέσουν σε αυτό το είδος της αυταπάτης και της απάτης.
Μια έντιμη κριτική εξέταση αντίθετα δεν θα αποτύχει να αναδείξει τη ριζική διαφορά ανάμεσα στην επαναστατική παράδοση του μπολσεβικισμού και τις νεοσταλινικές αθλιότητες.
Οι Μπολσεβίκοι στον καιρό τους οργάνωσαν την έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό. Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ αντίθετα, αν οργάνωσε κάτι στα τελευταία 20 χρόνια, ήταν η έφοδος των σταλινίσκων του Περισσού στις καρέκλες. Αυτή η έφοδος πέρασε από διάφορα στάδια: η παραχάραξη των αιτίων για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στα διάφορα «συμπόσια» του ΚΚΕ, με την απόδοσή της στον «οπορτουνισμό» της περεστρόικα, και όχι στους αντικειμενικούς οικονομικούς παράγοντες της καθυστέρησης της ΕΣΣΔ και στις γραφειοκρατικές διαστροφές και τις αντιστάσεις· η συκοφάντηση του μπολσεβικισμού με την παρουσίαση των ηγετών του κόμματος, Τρότσκι, Μπουχάριν, κ.ά., κατά τα σταλινικά πρότυπα, ως πρακτόρων ξένων υπηρεσιών στο 18ο Συνέδριο· η συνθηκολόγηση με τον εθνικισμό στο πρόσωπο αντιδραστικών φυσιογνωμιών όπως η Λιάνα Κανέλλη και σήμερα οι φιλοσταλινικοί ιστορικοί τύπου Μαργαρίτη, Γκίκα, κ.α.· το παραμέρισμα της μαρξιστικής κληρονομιάς και του έργου των κλασικών με την επιστροφή στη σταλινική αμάθεια· η αποχαύνωση, ο σεκταρισμός των χωριστών οργανώσεων και η αποκήρυξη των πρόσφατων μεγάλων επαναστατικών κινημάτων· η άρνηση οργάνωσης των αγώνων του λαού για τα πραγματικά ζητήματα του τωρινού σταδίου στο όνομα της «καθαρής» επαναστατικής προοπτικής, μιας προοπτικής τόσο «καθαρής», που επιτρέπει να πιάνονται ακόμη και από Ρώσους νεοφασίστες τύπου Μούχιν και Ιλιούχιν για να παραχαράξουν την αλήθεια σε σχέση με ιστορικά γεγονότα όπως το Κατίν. Οι αποφάσεις για τον Άρη, τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη είναι οι καρποί αυτής της πορείας και τα εχέγγυα της μελλοντικής συνέχισής της.
Σε κάθε στιγμή και στο σύνολο αυτής της διαδρομής ξεπροβάλλει και επιβεβαιώνεται ένα πράγμα: ο παρασιτικός χαρακτήρας του σταλινισμού και των νεοσταλινικών συνεχιστών του, η απουσία θετικού επαναστατικού περιεχόμενου. Αν όμως ο νεοσταλινισμός αποδεικνύεται ένα παράσιτο, η παρούσα στιγμή, το νόημα της οποίας συνοψίζουν οι αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι η στιγμή του κολλήματος του παρασίτου πάνω στο ζωντανό οργανισμό και της κακοήθους εξαλλαγής του, που αν του επιτραπεί να επιβιώσει θα πνίξει το κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που οι αυταπάτες σε μια τέτοια στιγμή είναι ανεπίτρεπτες και θα αποβούν ολέθριες.
Η μόνη θετική υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει μετά από τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Ιούλη η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ είναι η αποχώρησή της από το προσκήνιο. Είναι η αναγνώριση ότι ο κύκλος του ΚΚΕ έχει κλείσει, ότι χάρη στην ίδια πνίγηκε κάθε τι ζωντανό μέσα του, και ότι είναι αναγκαία η αυτοδιάλυση του ΚΚΕ και η δημιουργία ενός νέου κομμουνιστικού κόμματος, με αρχές και σοβαρή μαρξιστική προσέγγιση της κατάστασης.
Μια νέα σελίδα στην ιστορία του κινήματος δεν μπορεί να ανοίξει χωρίς να κλείσουν οι ανοικτοί λογαριασμοί με το παρελθόν. Το να κλείνει κανείς, όπως η ηγεσία του ΚΚΕ, τους λογαριασμούς φέρνοντας σαν πρότυπο τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη σημαίνει να εξαπατά τη νέα γενιά, μαζί και τους αγωνιστές του ΚΚΕ, προσφέροντάς εξ υπαρχής κάτι πλασματικό και ψεύτικο. Σημαίνει να υπόσχονται ότι και στο μέλλον θα καθυβρίζουν τους αγώνες κάνοντας Βάρκιζες και ότι αν βρεθεί και τότε κανένας Άρης να τους αντιταχθεί, θα τον αποκηρύξουν σαν αντικομματικό και μετά από άλλα 65 χρόνια θα διαπιστώσουν φιλοσοφικά ότι μπορεί πολιτικά να είχε δίκιο, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι οι ίδιοι δεν θα πάνε ποτέ ενάντια στο Κόμμα όπως ο Άρης.
Το θετικό πρότυπο που αφήνει η ιστορία του ΚΚΕ για τις δύσκολες μάχες του παρόντος και του μέλλοντος είναι το παράδειγμα του Άρη, ως το υψηλότερο παράδειγμα κομματικότητας στην ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Είναι το πρότυπο της έμπρακτης αφοσίωσης στην υπόθεση του κινήματος, που θα εμπνέει και θα οδηγεί τους νέους αγωνιστές. Ταυτόχρονα, σε αυτό το πρότυπο, μαζί με τη γνήσια επαναστατική αξία, εκφράζονται οι περιορισμοί της εποχής, που εμπόδισαν το Εαμικό κίνημα να φτάσει στη νίκη και η νέα γενιά καλείται να τους ξεπεράσει.
Ο Άρης ασφαλώς δεν διέθετε τη θεωρητική συγκρότηση των κορυφαίων μαρξιστών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ως τύπος αγωνιστή μοιάζει περισσότερο με επιφανείς πηγαίους επαναστάτες όπως ο Τσε Γκεβάρα. Τα προσόντα του, όπως η γνήσια αφοσίωση στο κίνημα, η σταθερότητα και η αδιαλλαξία απέναντι στην αντίδραση, η ενότητα λόγων και έργων, η αγωνιστική μετριοφροσύνη – συχνά επαρκή για την επαναστατική ρήξη σε χώρες του Τρίτου Κόσμου – αποδείχτηκαν ανεπαρκή για την νίκη του κινήματος σε μια σχετικά ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η ισχύς της αστικής τάξης δεν μπορεί να καμφθεί χωρίς μια σοβαρή, συστηματική μαρξιστική γνώση και εκπαίδευση. Αλλά αν αληθεύει ότι αυτά τα προσόντα από μόνα τους δεν αρκούν, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει τίποτα, ότι συνιστούν τη σταθερή αφετηρία για να κατακτηθεί το «παραπέρα», που χρειάζεται και έλειπε στο παρελθόν.
Το να συνδυάζουν την αγωνιστική ακεραιότητα και την πολιτική αντίληψη του Άρη με την επιστημονική θεώρηση των επιφανών μαρξιστών του παρελθόντος θα είναι το συλλογικό έργο των νέων αγωνιστών. Σε αυτό το έργο, ο ρόλος της μαρξιστικής πρωτοπορίας δεν μπορεί παρά να είναι αναντικατάστατος.
Σημειώσεις
1. «Για την πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα)», Ριζοσπάστης, 2/10/2011.
2. Λένιν, «Ακόμη μια φορά για τα συνδικάτα», στα Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 42, σελ. 282.
3. Λένιν, στο ίδιο, σελ. 275.
4. Βλ. τα αποσπάσματα από τις Αναμνήσεις του Ιωαννίδη, στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, σελ. 364.
5. 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, εκδ. Γλάρος, σελ. 215.
6. Λένιν, «Η κρίση έχει ωριμάσει».
7. «Για την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη», Ριζοσπάστης, 2/10/2011.
8. «Για την αποκατάσταση του Νίκου Βαβούδη», Ριζοσπάστης, 2/10/2011.
9. «Παρουσίαση της απόφασης της πανελλαδικής συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για την κομματική αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη», Ριζοσπάστης, 4/10/2011.
10. Κ. Παρασκευάς, «Διδασκόμαστε από τη στάση των αλύγιστων της ταξικής πάλης», Ριζοσπάστης, 6/10/2011.
11. «Για την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη», Ριζοσπάστης, 2/10/2011.
12. 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, εκδ. Γλάρος, σελ. 231.
13. 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, εκδ. Γλάρος, σελ. 313.
14. Ν. Ζαχαριάδη, «Δέκα χρόνια πάλης», στο Προς την ΙΙΙη Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, εκδ. Πορεία, σελ. 18.
15. Βλ. τις ομιλίες των Β. Μπαρτζιώτα (σελ. 91-102)· Γ. Γοντίσιου (Γούσια) (σελ. 127-133)· Κ. Κολιγιάννη (σελ. 165-72)· Γ. Τρικαλινού (σελ. 185-89)· Γ. Ιωαννίδη (σελ. 211-17)· Γ. Μαραντίδη (σελ. 293-95) κ.λπ., κ.λπ.
16. 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, εκδ. Γλάρος, σελ. 401-03.
17. Στο ίδιο, σελ. 401.
18. Βλ. για παράδειγμα το Πόρισμα της Επιτροπής του Η. Ρούνη για την υπόθεση Πλουμπίδη, παρουσιασμένο στη Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 1, σελ. 27-74.
19. «Για την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη», Ριζοσπάστης, 2/10/2011.
20. Δ. Σωτηρίου, Εντολή, εκδ. Κέδρος, σελ. 300.
21. Στο ίδιο, σελ. 301.
22. Κ. Παρασκευάς, «Διδασκόμαστε από τη στάση των αλύγιστων της ταξικής πάλης», Ριζοσπάστης, 6/10/2011.
23. Στο ίδιο, σελ. 301-02.
24. Στο ίδιο, σελ. 302.
25. Βλ. τα αποσπάσματα από την Εντολή στο Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, σελ. 375-83.
26. Γ. Ιωαννίδης, Αναμνήσεις, εκδ. Θεμέλιο, σελ.158.
27. Α. Παπαρήγα, «Με οργανωμένη λαϊκή αντεπίθεση μπορούμε να παρεμποδίσουμε τα μέτρα», Ριζοσπάστης, 15/9/2011.
28. Παρατίθεται από τον Τ. Μαστρογιαννόπουλο στο άρθρο του στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, σελ. 393.
29. Α. Παπαρήγα, στο ίδιο.
30. Στο ίδιο.
31. Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 9, σελ. 213, 210.
32. Α. Παπαρήγα, ό.π.
33. «Ομολογίες Αστών», Ριζοσπάστης, 15/10/2011.
34. Στο ίδιο.
35. Άλεξ Νιούμαν, «Big Soros Money Linked to “Occupy Wall Street”», στο New American.
36. Ας σημειωθεί ότι εκπρόσωπος του Σόρος διέψευσε ότι υπήρξε οποιαδήποτε, άμεση ή έμμεση, χρηματοδότηση από μέρους του, δηλώνοντας ότι οι εισφορές του σε ένα ίδρυμα που χρηματοδότησε μια καναδική αντικαπιταλιστική ομάδα χωρίς ιδιαίτερη επιρροή στα γεγονότα είχαν δοθεί για καθορισμένους σκοπούς και δεν μπορεί να έχουν χρησιμοποιηθεί εκεί. Βλέπε «Σόρος: δεν χρηματοδοτώ τις διαμαρτυρίες στη Γουόλ Στριτ». Αργότερα, το Reuters άλλαξε τον τίτλο και το περιεχόμενο του αρχικού δημοσιεύματός του, θεωρώντας, όπως φαίνεται, πειστική τη διάψευση.
37. Κ. Παπαδάκης, «Διαλέγοντας στρατόπεδο σε καιρό πολέμου. Η νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη, η στάση των οπορτουνιστών και τα καθήκοντα για τους κομμουνιστές», Ριζοσπάστης, 3/4/2011.
38. Βλ. το κείμενο του Φερνάντο Κλαουντίν στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, σελ. 354-58.
39. Αυτό δεν υπονοεί πως η δοσμένη στιγμή προσφερόταν για επαναστατική επίθεση ή ότι ένας σωστός χειρισμός θα οδηγούσε σίγουρα σε ανατροπή της κυβέρνησης. Γεγονότα όπως η σαφώς μικρότερη συμμετοχή του κόσμου στις 20 του μήνα και η συνοχή που διατηρεί ο κρατικός μηχανισμός έδειξαν ότι κάτι τέτοιο, ακόμη και με μια αξιόπιστη ηγεσία στο κίνημα, το λιγότερο δεν ήταν εξασφαλισμένο. Η έλλειψη δεσμών με τον κόσμο, η διασπαστική λογική και η αγκύλωση της ηγεσίας του ΚΚΕ ενίσχυσε όμως όλα αυτά τα χρόνια τις αναρχικές λογικές στο κίνημα, ενώ από την άλλη αποδιοργανώνει τις αγωνιστικές διαθέσεις, υποσκάπτει την ωρίμανση και τη συνειδητότητά τους, οδηγώντας έτσι τους σταλινικούς ηγήτορες στην οικτρή θέση να παίζουν σε κρίσιμες στιγμές το ρόλο χωροφυλάκων. Αποτέλεσμα που με τη σειρά του αξιοποιείται αδίστακτα, χωρίς ίχνος ντροπής και μέτρου, από τη σταλινική ηγετική κλίκα για την καλλιέργεια νέων αγκυλώσεων και την προετοιμασία χειρότερων μελλοντικών διαψεύσεων.
40. Δηλώσεις της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα για την επίθεση κατά της απεργιακής συγκέντρωσης του ΠΑΜΕ, 21/10/2011, www.kke.gr.
41. A. Αναγνωστάκη, «”Επιστροφή” της ιστορίας για ένα άλμα προς το μέλλον», Πριν, 18/10/2011.
Ας σημειωθεί ότι μια πιο λεπτή σύγχυση που πηγάζει από την έλλειψη γνωριμίας με τα ακριβή ιστορικά περιστατικά υπάρχει και στις απόψεις πιο σοβαρών αναλυτών. Έτσι, ο Φ. Παπούλιας εκτιμά ορθά τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, ως μια κατά βάση φραστική αποκατάσταση του Άρη και πρακτική δικαίωση του ζαχαριαδισμού («Το ΚΚΕ διαγράφει τα λάθη του», Ελευθεροτυπία, 2/10/2011). Σχετικά με τον Βαβούδη όμως, αναφέρει μόνο ότι η Συνδιάσκεψη «αναγνωρίζει την ηρωική ιστορία του Ν. Βαβούδη στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα». Αν ο αρθρογράφος γνώριζε ότι ο Βαβούδης ήταν το δεξί χέρι στις συκοφαντίες του Ζαχαριάδη πριν συκοφαντηθεί ο ίδιος από αυτόν, θα έβλεπε ασφαλώς με διαφορετικό μάτι τα κίνητρα της αποκατάστασής του.
* Ο Χρήστος Κεφαλής είναι χημικός και συγγραφέας.