Η ηγεσία του ΜέΡΑ25 παρουσίασε διαδικτυακά μέσω της ιστοσελίδας του κόμματος στις αρχές του περασμένου Μάη, εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας, μια Διακήρυξη, η οποία περιλαμβάνει 7 σημεία που, σύμφωνα με το κόμμα, θα είναι το αντίδοτο στην κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα.
Το ΜέΡΑ25 είναι βέβαια ένα κόμμα που ψηφίστηκε από μια μερίδα της εργατικής τάξης, η οποία το είδε σαν μια συνέχεια του αντιμνημονιακού κινήματος. Διαθέτει κάποια προοδευτικά χαρακτηριστικά στις δημόσιες θέσεις και τοποθετήσεις του, όπως η υπεράσπιση της ενότητας της Αριστεράς στη δράση και η αντίθεσή του στην αντεργατική – αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης. Όμως, παρά τα θετικά αυτά στοιχεία, αυτή η Διακήρυξή του είναι απόλυτα ανεπαρκής και δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά καθήκοντα της περιόδου και στα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού.
Ας δούμε τη Διακήρυξη σημείο προς σημείο, ξεκινώντας από την εισαγωγή:
«Διακήρυξη του ΜέΡΑ25: Ενότητα κι αγώνας απέναντι στο 5ο Μνημόνιο.
Το φάντασμα του 5ου Μνημονίου πλανάται πάνω από τη χώρα, φέρνοντας μειώσεις μισθών και συντάξεων, περαιτέρω φτωχοποίηση των ήδη φτωχών, και εξανδραποδισμό των μικρομεσαίων. Ταυτόχρονα, παραδίδει στην ολιγαρχία -χωρίς-σύνορα ό,τι απέμεινε από τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο της χώρας (αρπακτικά ταμεία, αρπακτικές εξορυκτικές εταιρείες, αρπακτική διαπλοκή).
Στον Καιρό του Κορωνοϊού, μπροστά στο φάσμα της νέας οικονομικής κατάρρευσης και του νέου εκτροχιασμού του Χρέους, ο ενστερνισμός από τον κ. Μητσοτάκη του αιτήματος για ευρωομόλογο ήταν η «Τελευταία Μπλόφα» του . Όταν του το αρνήθηκαν, απλώς το «ξέχασε» και, έτσι, έστρωσε το δρόμο για την απάνθρωπη Νέα Λιτότητα, που θα φέρει το 5ο Μνημόνιο από τα μέσα του 2021 και για χρόνια πολλά.
Από σήμερα, όλοι οι χειρισμοί της κυβέρνησης στοχεύουν μόνο και μόνο σε εκλογική νίκη, την οποία θα προσπαθήσει να υφαρπάξει από το λαό πριν οι πολίτες συνειδητοποιήσουν τη λεηλασία που σχεδιάζει για λογαριασμό της παρασιτικής ολιγαρχίας.
Η μετά-τον-κορωνοϊό εποχή απαιτεί Ενότητα κι Αγώνα. Για αυτό, το ΜέΡΑ25 καλεί τους πολίτες σε παλλαϊκή συστράτευση στη βάση συμφωνίας που περιλαμβάνει επτά σημεία».
Καθόλου άσχημη η έμμεση αναφορά της Διακήρυξης στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και την περίφημη φράση του στις πρώτες γραμμές του, ωστόσο σημαντικότερη – και προτιμότερη, αλλά και απολύτως αναγκαία – θα ήταν η υιοθέτηση μιας πολιτικής αντίστοιχης με του ιδρυτικού ντοκουμέντου του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αυτό που πλανάται πάνω από τη χώρα δεν είναι γενικά και αόριστα το «5ο Μνημόνιο», αλλά η σήψη του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται σε βαθιά κρίση, η οποία «παραμόνευε στη γωνία» και η οποία τώρα ξεδιπλώνεται με γοργότερους ρυθμούς και μεγαλύτερο βάθος λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Τα Μνημόνια, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το «αντίδοτο» της αστικής τάξης απέναντι στην κρίση του συστήματός της, στην προσπάθειά της να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο τα κέρδη της εν μέσω κρίσης. Εδώ, δεν πρέπει να λησμονούμε και τη δήλωση του επικεφαλής του κόμματος Γ. Βαρουφάκη προ λίγων ετών, χαρακτηριστική της αντίληψής του, ότι «μόνο» το «30% του Μνημονίου είναι τοξικό». Ο ένοχος για τα δεινά που βιώνουν οι εργατικές και λαϊκές μάζες δεν είναι ούτε τα Μνημόνια αυτά καθαυτά, ούτε η οποιαδήποτε φόρμουλα διαχείρισης της κρίσης από την αστική τάξη, αλλά ο ίδιος ο καπιταλισμός και το πρώτο πράγμα που οφείλει να κάνει ένα κόμμα, που θέλει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα προς όφελος του εργαζόμενου λαού, είναι να τον καταδείξει ξεκάθαρα ως τέτοιον.
Στην εισαγωγή της Διακήρυξης βλέπουμε ακόμη μια λανθασμένη τοποθέτηση του ζητήματος σε ό,τι αφορά τα ευρωομόλογα. Με τον τρόπο που γίνεται η κριτική από μέρους του ΜέΡΑ25, φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η διεκδίκηση των ευρωομολόγων, αλλά ότι ο Μητσοτάκης αντί να διεκδικήσει πραγματικά ένα τέτοιο μέτρο, χρησιμοποίησε αυτή τη διεκδίκηση μόνο ως «επικοινωνιακό τρικ», ως «μπλόφα», όπως αναφέρει χαρακτηριστική η Διακήρυξη. Τα πιεστικά προβλήματα της εργαζόμενης κοινωνίας δεν μπορούν να λυθούν με νέα χρέη, αλλά μόνο με μεγάλες επενδύσεις στην παραγωγή (ή αλλιώς, στην «πραγματική οικονομία», αν θέλουμε να δανειστούμε τον αντίστοιχο όρο που χρησιμοποιούν οι αστοί πολιτικοί). Το περιθώριο για τέτοιες επενδύσεις είναι πέρα για πέρα υπαρκτό, οι δυνατότητες της σημερινής κοινωνίας είναι σχεδόν απεριόριστες. Το μοναδικό, αλλά ταυτόχρονα και καθοριστικό, εμπόδιο είναι ο καπιταλισμός. Τα περιθώρια για κέρδη έχουν στενέψει πάρα πολύ από την υφιστάμενη βαθιά κρίση του συστήματος, με αποτέλεσμα ένα τεράστιο μέρος των κεφαλαίων, που έχουν στη διάθεσή τους οι καπιταλιστές, είτε να λιμνάζουν είτε να «επενδύονται» σε καθαρά κερδοσκοπικές, παρασιτικές δραστηριότητες. Μια κεντρικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία στην θέση της «οικονομίας της ελεύθερης αγοράς» θα μπορούσε να απελευθερώσει πολύ εύκολα αυτές τις τεράστιες δυνατότητες, που λαγοκοιμούνται στους κόλπους της κοινωνίας. Μια τέτοια οικονομία είναι η μόνη απάντηση στην κρίση από μεριάς του εργαζομένου λαού, που ανταποκρίνεται πραγματικά στα συμφέροντα και τις ανάγκες του.
Επίσης, η χρήση του όρου «ολιγαρχία» χωρίς αναφορές στο σύνολο της αστικής τάξης είναι αδόκιμη και δε βοηθάει στην αποκάλυψη του πραγματικού ρόλου της στην καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Πιο συγκεκριμένα, αντί να καταδικάζεται η αστική τάξη στο σύνολό της και αντί ο ρόλος της να αποκαλύπτεται ως αντικειμενικός και αναπόφευκτος, στα πλαίσια της υπεράσπισης των συμφερόντων της, σκιαγραφείται ως ωφελούμενο ένα μέρος μόνο της αστικής τάξης. Κι αυτό όχι ως μια αντικειμενική διαδικασία στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά ως μια «νοοτροπία», μια «λανθασμένη επιχειρηματική πρακτική» ενός μέρους της αστικής τάξης, που στηρίζεται σε μεθόδους «διαπλοκής» κ.ο.κ.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την εισαγωγή της Διακήρυξης, ισχύει 100% ότι χρειάζεται ενότητα και αγώνας. Ωστόσο, το θέμα είναι το εξής: ενότητα ΠΟΙΩΝ και αγώνας ΓΙΑ ΤΙ. Δε χρειαζόμαστε ενότητα αφηρημένα των «πολιτών», ούτε «παλλαϊκή συστράτευση». Θα ήταν δηλαδή ωφέλιμη μια ενότητα των καθημερινών εργαζόμενων ανθρώπων με τους καπιταλιστές; Κάτι τέτοιο θα ήταν όχι μόνο άχρηστο, αλλά απόλυτα καταστροφικό και επιζήμιο, είναι αυτό που επιδιώκει μόνιμα η αστική τάξη, ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της με την (έστω και κεκαλυμμένη και έμμεση) συγκατάθεση των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ΤΑΞΙΚΗ ενότητα των εργαζόμενων μαζών και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και με ξεκάθαρη στόχευση όχι μια άλλη, «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού», αλλά το ξερίζωμά του και την έναρξη της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.
Όσον αφορά το κρατικό χρέος της χώρας, η Διακήρυξη αναφέρει τα εξής:
«ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ:
Βέτο σε κάθε Eurogroup και Σύνοδο Κορυφής, έως ότου αναδιαρθρωθεί βαθιά το ελληνικό δημόσιο χρέος και προχωρήσει, στην πράξη, ο επιμερισμός των βαρών της Κρίσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο».
Εδώ δεν αναφέρεται πουθενά η ταξική φύση του χρέους, ενώ ταυτόχρονα δεν αποκλείειται (το αντίθετο συμβαίνει, μάλιστα) το ενδεχόμενο το ΜέΡΑ25 να αποδεχόταν ως υποχρέωση των εργατικών και λαϊκών μαζών την αποπληρωμή του (ή ενός μέρος του, έστω). Η θέση αυτή μας θυμίζει τη ρεφορμιστική και χρεοκοπημένη θέση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ περί διαγραφής «ενός μεγάλου μέρους του χρέους», στα πλαίσια φυσικά της «διαπραγμάτευσης με τους εταίρους». Μια τέτοια θέση κατέστη τελείως εκτός πραγματικότητας, εκτός των άλλων, και από την ίδια τη ζωντανή εμπειρία των τελευταίων ετών.
Αυτό που πρέπει να ειπωθεί ρητά για το χρέος είναι ότι είναι ληστρικό, παρασιτικό, και πέρα για πέρα ταξικό. Ο εργαζόμενος λαός δεν έχει το παραμικρό μερίδιο ευθύνης για τη δημιουργία του, δεν αποκομίζει το παραμικρό όφελος από τη λήψη δανείων για την αποπληρωμή του, είναι ένα χρέος της αστικής τάξης και του κράτους της. Ως εκ τούτου, η μόνη φιλεργατική-φιλολαϊκή θέση απέναντι στο χρέος είναι η άνευ όρων, μονομερής απόρριψη της αναγνώρισής του στο σύνολό του.
Επίσης, δεν μπορεί να προκύψει καμιά φιλολαϊκή λύση για το χρέος στα πλαίσια των συνεδριάσεων του Eurogroup. Η μόνη χρησιμότητα που έχουν οι συνεδριάσεις αυτές – όπως και οι υπόλοιπες συνεδριάσεις των δομών και των θεσμών της ΕΕ – είναι αυτή ενός βήματος για τα εργατικά κόμματα να αποκαλύπτουν το ρόλο των καπιταλιστών στα μάτια του εργαζόμενου λαού και να προωθούν την κινητοποίησή του προς την ανατροπή του καπιταλισμού.
Για τα κόκκινα δάνεια, η Διακήρυξη αναφέρει:
«ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ:
Ίδρυση Δημόσιας Εταιρείας Αναδιάρθρωσης & Διαχείρισης Ιδιωτικών Χρεών που βάζει τέλος στο σχέδιο «Ηρακλής», καταργώντας τον ζωτικό χώρο των αρπακτικών ταμείων και εξασφαλίζοντας, έτσι, τη δίκαιη προστασία της λαϊκής κατοικίας και των μικρομεσαίων».
Στο σημείο αυτό, έχουμε άλλη μία σαφή έκφραση της σοσιαλδημοκρατικής, ρεφορμιστικής πολιτικής της ηγεσίας του ΜέΡΑ25. Τα «αρπακτικά ταμεία» αντιμετωπίζονται ως πηγή του προβλήματος, αντί ως σύμπτωμα της καπιταλιστικής σήψης, όπως θα έπρεπε. Από μια τέτοια αντίληψη, είναι απόλυτα φυσιολογικό να απορρέει ως «λύση» η δημιουργία μιας φιλολαϊκής νησίδας (βλέπε την Ίδρυση Δημόσιας Εταιρείας Αναδιάρθρωσης & Διαχείρισης Ιδιωτικών Χρεών) στα πλαίσια του αστικού κράτους. Τον «ζωτικό χώρο» στα «αρπακτικά ταμεία» τον δίνει το ίδιο το σύστημα και αυτό που μπορεί να τον καταργήσει είναι η κατάργηση του συστήματος, όχι μια μεμονωμένη δημόσια εταιρία, που είναι ανεδαφικό να δημιουργηθεί στα πλαίσιά του.
Για να λυθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων προς όφελος των λαϊκών μαζών, πρέπει πρώτα απ’ όλα να διαγραφούν τα χρέη των εργατικών νοικοκυριών, των χαμηλοεισοδηματιών και των απόρων. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα πρέπει να γίνει έλεγχος στα οικονομικά τους στοιχεία και κατόπιν σχετικής αξιολόγησης να γίνεται είτε ολική είτε μερική διαγραφή των χρεών τους και διακανονισμό αποπληρωμής. Καμία διαγραφή χρεών για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, και αποπληρωμή στο ακέραιο των οφειλών τους, ακόμα και αυτών που αδίκως διαγράφηκαν στο παρελθόν. Όποια απ’ αυτές τις επιχειρήσεις αρνείται να συμμορφωθεί με το μέτρο αυτό, θα απαλλοτριώνεται χωρίς αποζημίωση.
Για τις τράπεζες, στη Διακήρυξη αναφέρονται τα εξής:
«ΤΡΑΠΕΖΕΣ-ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ:
Οι ελληνικές τράπεζες πτώχευσαν και πάλι. Αυτή τη φορά δεν θα επιτρέψουμε να τους δοθεί δημόσιο χρήμα, χωρίς: (α) την κρατικοποίησή τους και (β) το σπάσιμο του τραπεζικού μονοπωλίου στις ηλεκτρονικές πληρωμές, μέσω της ίδρυσης Δημόσιου Συστήματος Ηλεκτρονικών Πληρωμών· σύστημα που θα επιτρέπει τις δωρεάν συναλλαγές, χωρίς τραπεζική διαμεσολάβηση».
Εδώ έχουμε μια πιο προοδευτική θέση από τα προηγούμενα σημεία, καθώς γίνεται λόγος για κρατικοποίηση τραπεζών. Ωστόσο, κι αυτή η θέση είναι ημιτελής και ανεπαρκής. Οι τράπεζες παίζουν καθοριστικό, αποφασιστικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας. Δεν αρκούν ούτε μεμονωμένες υπό όρους κρατικοποιήσεις τραπεζών, ούτε μπορεί να σπάσει το μονοπώλιο των ιδιωτικών τραπεζών με ένα τεχνοκρατικό μέτρο. Η μόνη λύση και βασική προϋπόθεση για μια ρύθμιση της οικονομικής ζωής προς όφελος των εργατικών-λαϊκών μαζών είναι η κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και συνένωσή τους σε μια ενιαία τράπεζα, που θα ελέγχεται από τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Φυσικά, το κράτος που θα διαχειρίζεται αυτή την τράπεζα, θα είναι εργατικό κράτος, ένα κράτος δηλαδή θεμελιωδώς διαφορετικό από το σημερινό, αστικό κράτος.
Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά:
«ΕΡΓΑΣΙΑ:
Καθιέρωση Αξιοπρεπούς Βασικού Εισοδήματος για όλους άμεση κατάργηση του καθεστώτος των «ενοικιαζόμενων» εργαζόμενων, και Συλλογικές Συμβάσεις για όλους».
Στο σημείο αυτό έχουμε άλλη μια ανεπαρκή διεκδίκηση. Πρώτον, δε διευκρινίζεται στοιχειωδώς τι σημαίνει «αξιοπρεπές» εισόδημα, ούτε έστω ποιος, με ποιον τρόπο, με ποια κριτήρια θα το καθορίσει. Την ευθύνη για κάτι τέτοιο θα πρέπει να την έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μέσω των μαζικών τους οργανώσεων.
Η ιδιαίτερη αναφορά δε στο καθεστώς των «ενοικιαζόμενων» εργαζόμενων χωρίς επιπρόσθετες αναφορές δημιουργεί εύλογους προβληματισμούς. Για το ότι αυτό το επαίσχυντο καθεστώς εργασίας πρέπει να καταργηθεί, φυσικά και αυτονόητα, δε χωράει καμιά συζήτηση. Η ιδιαίτερη αναφορά του όμως, την ώρα που η πλειοψηφία των εργαζομένων δουλεύει σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, χωρίς να υπάγεται σ’ αυτή την κατηγορία εργαζομένων, προϊδεάζει για την πρόθεση του Γ. Βαρουφάκη και της ηγεσίας του ΜέΡΑ25 να περιοριστούν στην κατάργηση μόνο των πιο ακραίων σχέσεων εργασίας και εργοδοτικών αυθαιρεσιών. Αντ’ αυτού, η Διακήρυξη θα έπρεπε να καταφέρεται εναντίον της απόλυτης ασυδοσίας που απολαμβάνουν οι εργοδότες στη χώρα και των συνεπαγόμενων αυθαιρεσιών εκ μέρους τους. Αυτό είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο, που δεν περιορίζεται σε μια κατηγορία εργαζομένων ή ένα συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας. Η Διακήρυξη θα έπρεπε να περιέχει την κατάργηση κάθε εργοδοτικής ασυδοσίας και αυθαιρεσίας και την εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας ανεξαιρέτως για όλους τους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα, εδώ δε γίνεται καμιά αναφορά στο ζωτικής σημασίας ζήτημα της ανεργίας, που ταλανίζει εδώ και πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία. Για την πάταξη της ανεργίας, θα πρέπει να καταρτιστεί ένα μεγάλο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, για την τόνωση της απασχόλησης. Επίσης, θα πρέπει να εφαρμοστεί κινητή κλίμακα ωρών εργασίας, μέχρι να μπορέσει όλος ο ικανός για εργασία πληθυσμός να βρει δουλειά. Όσο αυτό θα βρίσκεται ακόμα σε φάση υλοποίησης, μέχρι να εξαλειφθεί πλήρως η ανεργία, όλοι οι άνεργοι θα πρέπει να λαμβάνουν επίδομα στο ύψος του 80% του κατώτατου μισθού.
Φυσικά, για να καταστούν εφικτά όλα τα παραπάνω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κοινωνικός έλεγχος όλων των βασικών μοχλών της οικονομίας καθώς και η ύπαρξη ενός εργατικού κράτους, με ενεργή και αποφασιστική συμμετοχή των εργαζόμενων, μέσω των μαζικών τους οργανώσεων, σε όλους τους θεσμούς, τις δομές και τις λειτουργίες του.
Για το ζήτημα της φορολογίας, στη Διακήρυξη γράφοντα τα ακόλουθα:
«ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ:
Άμεση κατάργηση προπληρωμών φόρων και βαθιά κουρέματα σε φόρους νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως όσων χτυπήθηκαν από την καραντίνα».
Εδώ βλέπουμε άλλο ένα μέτρο σε θετική κατεύθυνση, αλλά και πάλι ανεπαρκές. Παραπάνω στη Διακήρυξη, όπως είδαμε, γίνεται λόγος για μια «παρασιτική ολιγαρχία». Σ’ αυτό το κρίσιμο όμως ζήτημα, αυτή παραμένει άθικτη. Εδώ, υπάρχει αφενός ασυνέπεια στη Διακήρυξη, και αφετέρου δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, αν δε γίνεται λόγος σε μια Διακήρυξη όπως αυτή για τη φορολογική ασυλία που απολαμβάνει το μεγάλο κεφάλαιο και για την επιβολή βαριάς φορολογίας σ’ αυτό. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να επιβληθεί κλιμακούμενος φορολογικός συντελεστής (που θα ξεκινάει από το 40%) για μεγάλα εισοδήματα αλλά και για μεγάλες ακίνητες περιουσίες.
Για τις εξορύξεις ορυκτών καυσίμων:
«ΤΕΛΟΣ ΣΤΙΣ ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ:
Τα ορυκτά καύσιμα να μείνουν στα έγκατα της γης».
Εδώ υπάρχει ένα βαρύγδουπο σύνθημα, χωρίς καμία αναφορά για το πώς θα εφαρμοστεί. Φυσικά και η εύρεση άλλων, πιο φιλικών προς το περιβάλλον, πηγών ενέργειας είναι αναγκαία. Ωστόσο, οι υπάρχουσες υποδομές και η υπάρχουσα τεχνολογία επιβάλλει ακόμη τη χρήση ορυκτών καυσίμων, η οποία φυσικά μπορεί άμεσα να περιοριστεί και να εξορθολογιστεί. Και αυτό το ζήτημα αναδεικνύει την ανάγκη κατάργησης του καπιταλισμού. Από τη μια πλευρά, το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους δε βάζει κανένα φραγμό στην καύση ορυκτών καυσίμων και οδηγεί σε τεράστια μόλυνση του περιβάλλοντος και αλόγιστη χρήση των περιβαλλοντικών πόρων. Και από την άλλη, οι δυνάμεις της επιστήμης και η επιστημονική έρευνα δεν κατευθύνονται στην αναζήτηση και ανάπτυξη άλλων μορφών ενέργειας, καθώς δεν έχουν το ίδιο περιθώριο κέρδους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με την κοινωνικοποίηση όλου του κλάδου ενέργειας.
Για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Διακήρυξη αναφέρει:
«ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ:
Άμεση κατάργηση όλων των «κλειστών κέντρων» συγκέντρωσης των μεταναστών».
Εδώ προωθείται φυσικά ένα απολύτως αναγκαίο αίτημα. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν αναφέρεται τι πρέπει να γίνει αντ’ αυτού. Για τις ανάγκες στέγασης των προσφύγων, θα πρέπει να επιταχτούν οι μεγάλες, ιδιωτικές ξενοδοχειακές μονάδες. Σε περίπτωση που αυτές δεν επαρκούν, θα πρέπει με κρατικά κονδύλια να δημιουργηθούν μεγάλοι, σύγχρονοι ξενώνες. Για όσους θέλουν να πάνε σε άλλες χώρες, θα πρέπει να εξασφαλιστούν τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα. Για τους υπόλοιπους, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα ένταξης και ενσωμάτωσης με διάφορα προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης και να εξασφαλιστεί η ισότιμη αντιμετώπισή τους με τους ημεδαπούς. Για όλο το διάστημα είτε της προσωρινής παραμονής τους στη χώρα είτε της διαδικασίας ένταξης, το κράτος με δικά του έξοδα και μέριμνα θα πρέπει να εξασφαλίζει σε όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες σίτιση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Η Διακήρυξη κλείνει με τον εξής τρόπο:
«Το 2010, η κοινωνία μας βρέθηκε απροετοίμαστη. Αιφνιδιάστηκαν οι πολίτες και υπέκυψαν στην ενορχηστρωμένη επίθεση της τρόικας και το όργανο βασανισμού της, το 1ο Μνημόνιο
Το 2020 πια γνωρίζουμε. Αυτή τη φορά «άγνοια» δεν συγχωρείται. Οφείλουμε εγκαίρως να προετοιμάσουμε, ενωμένοι, τον αγώνα για την αποτροπή του 5ου Μνημονίου».
Η μόνη άγνοια που δεν συγχωρείται είναι αυτή που οδηγεί στην υπεράσπιση σοσιαλδημοκρατικών ιδεών. Ο εργαζόμενος λαός δεν αιφνιδιάστηκε – τουλάχιστον όχι για μεγάλο χρονικό διάστημα – όπως αναφέρει η Διακήρυξη. Αντίθετα, έδωσε αυτά τα χρόνια μεγάλες ταξικές και πολιτικές μάχες, αλλά προδόθηκε από τους πολιτικούς ηγέτες που βρέθηκαν επικεφαλής του εργατικού κινήματος. Εκείνοι οι τελευταίοι ήταν που «αιφνιδιάστηκαν» και δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και των ιστορικών τους καθηκόντων. Δυστυχώς, η ηγεσία του ΜέΡΑ25 δε φαίνεται να έχει βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα και φαίνεται από τη Διακήρυξή της να επαναλαμβάνει τα ίδια ρεφορμιστικά λάθη.
Είναι ανάγκη λοιπόν να βγουν τα κατάλληλα συμπεράσματα από την εμπειρία (ιδιαίτερα) των τελευταίων χρόνων και να υιοθετηθεί, αντί για αυτές τις γεμάτες αυταπάτες για το καπιταλιστικό σύστημα ιδέες, ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, που θα αποτελέσει την αφετηρία για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Νίκος Σέντης-Γρηγόρης Καραγιαννίδης