Η κατάληξη του συνεδρίου-παρωδία της ΓΣΕΕ, της 25ης Φλεβάρη 2020, απέδειξε την απόλυτη χρεοκοπία της γραμμής που ακολούθησε το ΠΑΜΕ όλο το προηγούμενο διάστημα, δηλαδή της παρεμπόδισης της διεξαγωγής συνεδρίων δευτεροβάθμιων οργανώσεων και του συνεδρίου της ίδιας της ΓΣΕΕ με την συνακόλουθη διαδικασία του διορισμού προσωρινής διοίκησης από τα Δικαστήρια. Αυτό που κατάφερε είναι μια «τρύπα στο νερό», σε σχέση με την επιδίωξη που είχε εξαγγείλει, δηλαδή την εκδίωξη των νόθων συνέδρων, των εκπροσώπων σωματείων σφραγίδων και εργοδοτικών σωματείων και διευθυντικών στελεχών από τα συνδικάτα.
Ακόμη πιο αναποτελεσματική ήταν η έκβαση από πλευράς αλλαγής του συσχετισμού. Η δύναμη της ΔΑΣ (ΠΑΜΕ) έπεσε στις 66 ψήφους από 83 και στις 9 έδρες από 10, ενώ ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ «ανέβηκαν» σε 208 από 186 ψήφους και 26 από 23 έδρες… [1]Και όλα αυτά αφού αφέθηκε για τόσο καιρό η ΓΣΕΕ με διορισμένη διοίκηση να μην μπορεί να καλέσει (τυπικά) ούτε απεργία ενώ η κυβέρνηση πέρασε 2 αντεργατικά νομοσχέδια! Βεβαίως, δεν μπορεί κανείς να τρέφει αυταπάτες ότι η απελθούσα διοίκηση της ΓΣΕΕ ήθελε να αντιδράσει ουσιαστικά απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα – άλλωστε η στάση της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ κατά την προσπάθεια κυρίως του ΠΑΜΕ και της υπόλοιπης συνδικαλιστικής αριστεράς να διοργανωθούν γενικές απεργίες με συντονισμό Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών και πρωτοβάθμιων οργανώσεων, ήταν στάση ανοιχτού σαμποτάζ – ωστόσο της δόθηκε ένα πολύ χρήσιμο άλλοθι και μια ευκαιρία μετάθεσης ευθυνών.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η ΔΑΣ έχασε αντιπροσώπους (δεν νομιμοποιήθηκαν) από δευτεροβάθμιες οργανώσεις, στις οποίες το ίδιο το ΠΑΜΕ δεν άφησε να ολοκληρωθούν κανονικά οι αρχαιρεσίες (πχ ΟΙΥΕ, ΕΚ Πάτρας), δείχνοντας που οδήγησε η συγκεκριμένη τακτική. Μάλιστα κατά την ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στο «902.gr», το αποτέλεσμα των αρχαιρεσιών περιγράφηκε ως «ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα σημαντικό, κερδίζοντας και ψήφους συνέδρων που δεν είχαν εκλεγεί με τα ψηφοδέλτια των συνδικαλιστών που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ». Αν αυτό ισχύει, δείχνει ότι οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ ήταν ακόμη πιο μειωμένες σε συνέδρους, αρχικά.
Ακόμη πιο αξιοσημείωτο βέβαια, είναι ότι, σε αντίφαση με όσα διακήρυσσε και έκανε τόσο καιρό, η ΔΑΣ τελικά νομιμοποίησε τις αρχαιρεσίες της ΓΣΕΕ με την κανονική συμμετοχή της στη διαδικασία! Και αυτό χωρίς να έχει μέχρι στιγμής εξηγήσει, τι άλλαξε και αναγνώρισε τώρα τη διαδικασία με την συμμετοχή της, ενώ προηγουμένως παρεμπόδιζε την διεξαγωγή της, δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα σωρό εικασίες, που σε κάθε περίπτωση παραπέμπουν σε έλλειψη στοιχειώδους συνέπειας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε
Τελικά με όλη αυτή την τακτική, η ηγεσία του ΠΑΜΕ αφενός απέτυχε να φέρει εις πέρας τους διακηρυγμένους στόχους της, αφετέρου οδήγησε την κατάσταση των συνδικάτων σε μια σημαντική επιδείνωση σε όλα τα επίπεδα αφού: α) ενίσχυσε στα μάτια των εργαζόμενων μια εικόνα απαξίωσης των συνδικάτων συνολικά, αντί για απαξίωση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αφού αυτό που επικράτησε στην κοινή γνώμη είναι εικόνες φυσικής βίας μεταξύ συνδικαλιστών και σύγκρουσης μηχανισμών, β) βοήθησε αντικειμενικά (ανεξαρτήτως προθέσεων) την κυβέρνηση να περάσει δύο νόμους «αναίμακτα» και την ΠΑΣΚΕ να κρύψει την απροθυμία της για αντίδραση πίσω από την τυπική αδυναμία του ΔΣ της ΓΣΕΕ να πάρει οποιαδήποτε απόφαση και γ) οδήγησε εκ του αποτελέσματος σε επιδείνωση στους συσχετισμούς και δ) δημιούργησε σύγχυση και απογοήτευση στα πιο πρωτοπόρα στρώματα των εργαζόμενων, καθώς αφενός κλήθηκαν να αλλάξουν την κατάσταση στα συνδικάτα με τις απελπισμένες μεθόδους φυσικής βίας και αφετέρου μετά την αποτυχία πραγματοποίησης αυτού του σχεδίου, δημιουργήθηκε μια εικόνα αναπόφευκτου της κυριαρχίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Ακόμη χειρότερα όμως, η ηγεσία του ΠΑΜΕ, με την έμπρακτη στάση της το τελευταίο διάστημα στο εργατικό κίνημα πέτυχε μια φαινομενικά αντιφατική διπλή νομιμοποίηση : την πολιτική νομιμοποίηση στη συνείδηση ενός τμήματος αγωνιστών της απελπισμένης και αδιέξοδης τακτικής της βίαιης διάλυσης συνδικαλιστικών συνεδρίων και ταυτόχρονα, με τη συμμετοχή του στο συνέδριο, την τυπική νομιμοποίηση του πιο αντιδημοκρατικού συνεδρίου στη σύγχρονη ιστορία της ΓΣΕΕ και του ελληνικού εργατικού κινήματος αλλά και την έμμεση νομιμοποίηση της ευθείας κρατικής παρέμβασης στο συνδικαλιστικό κίνημα, μέσω διορισμένων από τα Δικαστήρια διοικήσεων και αστυνομικής παρουσίας στις διαδικασίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Αποδείχτηκε βεβαίως, με αρνητικό δυστυχώς τρόπο, ότι η εκδίωξη των εκπροσώπων του εργοδοτικού συνδικαλισμού, των σωματείων-σφραγίδων και των φαινομένων νοθείας στα συνδικάτα, πολύ περισσότερο δε, η αλλαγή συσχετισμών στα συνδικάτα και ο περιορισμός της επιρροής των εκπροσώπων του φιλο-εργοδοτικού και φιλο-κυβερνητικού συνδικαλισμού δεν είναι ζήτημα που λύνεται με τεχνητό τρόπο, αλλά απαιτεί μια υπομονετική δουλειά μαζικοποίησης των συνδικάτων και δημιουργίας νέων όπου δεν υπάρχουν, δουλειά οργάνωσης σε αυτά των φυσικών εχθρών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δηλαδή των ανοργάνωτων και πιο σκληρά εκμεταλλευόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης, των νεολαιίστικων στρωμάτων, των επισφαλώς εργαζόμενων, των μεταναστών κ.λπ.
Απαιτεί ακόμη, μια προσπάθεια ενοποίησης των συνδικάτων και αντιστροφής της εικόνας της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού τους. Απαιτεί σαφώς, μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού τους, με τακτικές, ζωντανές και μαζικές διαδικασίες, με εκλογή αντιπροσώπων για τα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνέδρια, όταν αυτά γίνονται, για να αποτυπώσουν πραγματικούς συσχετισμούς και την υπάρχουσα διάθεση και όχι με συνέδρους που έχουν εκλεγεί πριν από τρία και τέσσερα χρόνια, με ανακλητότητα και εναλλαγή των εκλεγμένων διοικήσεων και όχι επαγγελματίες συνδικαλιστές, με πόρους που προέρχονται άμεσα από τα μέλη τους και όχι από το κράτος και την μεσολάβηση της εργοδοσίας.
Πάνω από όλα όμως -και για να γίνουν όλα αυτά- απαιτεί, ένα διακριτό πολιτικό σχέδιο για την αλλαγή του ίδιου ταξικού συσχετισμού δύναμης στην κοινωνία, για αγώνες με προοπτική και πραγματικό διακύβευμα και όχι απεργίες συμβολικές και για την τιμή των όπλων, καταδικασμένες από πριν να ηττηθούν, όπως αυτές που πρότεινε τόσα χρόνια το ΠΑΜΕ και επικύρωνε η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με μόνη διαφοροποίηση τον τόπο και την ώρα της συγκέντρωσης, ενδεχομένως και το πλαίσιο αιτημάτων που θα διαβαστεί σε αυτήν.
Αυτό ακριβώς είναι που λείπει τόσα χρόνια από την πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΜΕ και η προσπάθεια υποκατάστασης αυτής της έλλειψης, με «ηθικής φύσεως» διαφοροποιήσεις, είναι που έχει οδηγήσει στην αδυναμία αλλαγής των συσχετισμών και κατέληξε το τελευταίο διάστημα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αλλάξουν εκβιαστικά, με την δύναμη της βίας.
Τι έπρεπε να κάνει το ΠΑΜΕ στο «συνέδριο»;
Εν προκειμένω, αυτό που έπρεπε να κάνουν οι αντιπρόσωποι του ΠΑΜΕ είναι αφού καταγγείλουν με ομιλία το συνέδριο και τον τρόπο διεξαγωγής τους και δηλώσουν την αντίθεση τους σε αυτές τις πρακτικές, να αρνηθούν να συμμετέχουν στη συνοπτική διαδικασία σκοπιμότητας για την αναπαραγωγή των γραφειοκρατών στη διοίκηση η οποία βαφτίστηκε συνέδριο, καθώς και στις αρχαιρεσίες και να δηλώσουν ότι θα ξεκινήσουν από την επόμενη μέρα μια εκστρατεία μέσα στα συνδικάτα όλων των βαθμών και σε συνεργασία με όλη την συνδικαλιστική Αριστερά και όλες τις δυνάμεις που διαφώνησαν με την συγκεκριμένη επιλογή, για την σύγκληση ενός έκτακτου συνεδρίου, όπως αυτό προβλέπεται από το καταστατικό (με αίτημα του 1/4 των μελών της ΓΣΕΕ) γνήσια δημοκρατικό με άμεσα εκλεγμένους εκπροσώπους από τα σωματεία για τον σκοπό της διεξαγωγής του και νέες αρχαιρεσίες για εκλογή νέας Διοίκησης.
Για το σκοπό αυτό θα έπρεπε όλα τα σωματεία και οι ομοσπονδίες να κληθούν να πραγματοποιήσουν έκτακτα συνέδρια, με αποκλειστικό σκοπό την εκλογή αντιπροσώπων για τη ΓΣΕΕ, στη βάση της πραγματικής συμμετοχής σε αυτά, αλλά και για την συζήτηση ενός συγκεκριμένου σχεδίου αγώνα ενάντια στα αντιδραστικά μέτρα της κυβέρνησης και για την κατάκτηση των αιτημάτων των σωματείων. Στα πλαίσια μιας τέτοιας εκστρατείας θα έπρεπε και θα μπορούσε να γίνει εκστρατεία μαζικοποίησης των σωματείων με εγγραφή νέων μελών σε αυτά.
Βεβαίως, οι δυνάμεις που συσπειρώνονται γύρω από το ΠΑΜΕ, αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα από τον αναγκαίο κορμό δυνάμεων, που μπορεί και πρέπει να αναλάβει μια τέτοια δουλειά αλλαγής της κατάστασης στα συνδικάτα. Ωστόσο, η προϋπόθεση είναι η αλλαγή πολιτικής γραμμής και τακτικής.
Αυτή η χρεοκοπία της κεντρικής γραμμής της ηγεσίας του ΠΑΜΕ πρέπει να αποτελέσει αφορμή για την επιστροφή του κομμουνιστικού κινήματος σε μια γνήσια λενινιστική γραμμή στο εργατικό κίνημα, με άξονες τη συνεπή υποστήριξη των αρχών της εργατικής δημοκρατίας, την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου και την υπομονετική δουλειά για την οργάνωση και την ενεργή συμμετοχή στη ζωή των συνδικάτων των νεαρότερων, πιο πληβειακών και σκληρότερα εκμεταλλευομένων τμημάτων του προλεταριάτου. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για συνδικάτα μαχητικά, χωρίς γραφειοκράτες.
Παναγιώτης Κολοβός