Ενότητα της Αριστεράς : το πιο ζωτικό πολιτικό καθήκον
Το σημαντικότερο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα αποτελέσματα των εκλογών της Κυριακής είναι οι τεράστιες πολιτικές δυνατότητες που αποδείχθηκε ότι υπάρχουν για μια Αριστερά ενωμένη. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, άλλες ευρύτερες δυνάμεις της Αριστεράς και δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ που αντιπολιτεύονται από τ’ αριστερά την κυβέρνηση ένωναν τις δυνάμεις τους σε μια κοινή εκλογική κάθοδο, τότε τα εκλογικά αποτελέσματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Το κίνητρο για συμμετοχή των εργαζόμενων και της νεολαίας στην ψηφοφορία θα ήταν πολύ ισχυρό, με αποτέλεσμα η αποχή να μην αποτελεί τον πρωταγωνιστή στον εκλογών και η κυβέρνηση να μην έχει κανένα άλλοθι για παραμονή στην εξουσία και συνέχιση της αντεργατικής της πολιτικής.
Η ενωμένη Αριστερά θα διεκδικούσε με αξιώσεις ένα πολύ μεγάλο τμήμα των Δήμων σε όλη την Ελλάδα, αλλά και αρκετές Περιφέρειες. Η ελπίδα σε καιρό βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης θα έκανε ξανά την εμφάνισή της στην ψυχολογία της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Θα δυνάμωνε η αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων, καθώς θα αποκτούσαν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια την αίσθηση ότι διαθέτουν μια ορατή πολιτική λύση.
Τα εκλογικά αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Αν είχαμε μια πλατειά αριστερή συμπαράταξη στην Περιφέρεια της Αθήνας, η Αριστερά – χωρίς να υπολογίζουμε την ιδιαίτερη δυναμική που θα δημιουργούσε η ενωτική κάθοδος και την μείωση της αποχής που θα προκαλούσε – θα συγκέντρωνε σαν βάση ένα ποσοστό 25,19% (άθροισμα αποτελεσμάτων 2 συνδυασμών ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και θα περνούσε στον Β’ γύρο. Στο Δήμο της Αθήνας επίσης θα είχε σαν βάση ένα ποσοστό 22,3%, στο Δήμο Πειραιά 25,06%, στο Δήμο Θεσσαλονίκης 14,45% και στο Δήμο Πάτρας ένα επιβλητικό 42,3%.
Κάθε σκεπτόμενος αγωνιστής μπορεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των ευκαιριών που χάθηκαν, καθώς και το βαθμό ισχυροποίησης του εργατικού κινήματος και της νεολαίας στους αγώνες τους ενάντια στην επίθεση του καπιταλισμού εάν η Αριστερά είχε κατορθώσει να πάρει στα χέρια της τη διοίκηση της μεγαλύτερης Περιφέρειας της Ελλάδας, των Δήμων του Πειραιά και της Πάτρας και να συγκεντρώσει σημαντικά διψήφια ποσοστά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όμως οι ηγεσίες της Αριστεράς αρνούνται να συνειδητοποιήσουν τα στοιχειώδη τους καθήκοντα. Με βασικό υπεύθυνο τη σεχταριστική ηγεσία του ΚΚΕ, έχουν γίνει οι ίδιες σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο για την πραγματοποίηση του ζωτικού καθήκοντος της ενότητας.
Δεν υπάρχει άλλο σημαντικό εμπόδιο σήμερα για την ενότητα, από την ίδια τη στάση των ηγεσιών της Αριστεράς. Οι διαφορετικές πολιτικές και τα προγράμματα των συνιστωσών αυτού του αναγκαίου αριστερού ενωτικού μετώπου δεν αποτελούν εμπόδιο, καθώς θα αρκούσε η συμφωνία πάνω σε μια κοινά αποδεκτή δέσμη βασικών πολιτικών θέσεων – διεκδικήσεων που θα επιχειρούν να δώσουν λύση στα πιο ζωτικά προβλήματα της εργατικής τάξης όπως η φτώχεια, η ανεργία και η ακρίβεια σε βάρος των συμφερόντων του κεφαλαίου, με την κάθε πολιτική συνιστώσα να επιδιώκει μέσα από τον δημοκρατικό διάλογο να πλειοψηφήσει στις γραμμές της συμμαχίας η δική της ολοκληρωμένη προγραμματική πρόταση για την αλλαγή της κοινωνίας.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι για να έχει ουσία και αποτέλεσμα η ενότητα της Αριστεράς δεν πρέπει να έχει ευκαιριακό, εκλογικό μόνο χαρακτήρα. Αντίθετα χρειάζεται να οικοδομείται καθημερινά μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στα συνδικάτα, τις σχολές και τις γειτονιές, έτσι ώστε η εκλογική σύμπραξη να είναι η αντανάκλαση και το επιστέγασμα της κοινής ταξικής δράσης πάνω στα πιο βασικά ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους.
Η αποτυχία και των δύο χωριστών παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια της Αθήνας, η «είσπραξη», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από το σύνολο της Αριστεράς των οδυνηρών συνεπειών μιας αποχής που ήρθε και σαν τίμημα της πολυδιάσπασης και η συνειδητοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων που ανοίγονται μέσα από την ενότητα της Αριστεράς στις μεγάλες πολιτικές μάχες, πρέπει να δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα στη βάση των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς που θα αναγκάσει τις ηγεσίες να βαδίσουν επιτέλους τον ενωτικό δρόμο.
Οι επιτυχίες των «ανεξάρτητων»
Τα υψηλά ποσοστά που σημείωσαν οι «ανεξάρτητες» υποψηφιότητες σε όλη την Ελλάδα ήταν επίσης ένα από τα αξιοσημείωτα στοιχεία των εκλογικών αποτελεσμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι 121 από τους 221 υποψηφίους που οδηγούνται σε β’ γύρο, δηλαδή το 58,3%, είναι τυπικά χωρίς κάποιο κομματικό χρίσμα. Επίσης αξιοσημείωτα είναι τα ποσοστά των «ανεξάρτητων» Γ. Δημαρά στην Περιφέρεια Αττικής με 15.9% και του Γ. Αμυρά στο Δήμο Αθηναίων με 7,37%.
Οι επιτυχίες των «ανεξάρτητων» εκφράζουν χαρακτηριστικά την συγχυσμένη πολιτικά τάση εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων να σπάσουν τους δεσμούς τους με τα 2 κύρια κόμματα που διαχειριστήκαν την αστική εξουσία και ταυτόχρονα, την δυσπιστία τους έναντι της πολιτικής της παραδοσιακής Αριστεράς.
Στο Δήμο Αθηναίων, το αξιοσημείωτο ποσοστό του συνδυασμού του Γ. Αμυρά φαίνεται να επιτεύχθηκε από ένα τμήμα δυσαρεστημένων με την κυβέρνηση και τη ΝΔ ψηφοφόρων, κύρια από τα μικροαστικά στρώματα, που δεν έχουν πολιτικοποιηθεί μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής σε μαζικές οργανώσεις και στη συλλογική ταξική δράση και που έχοντας σαν μόνο συνδετικό κρίκο με την πολιτική τα αστικά ΜΜΕ, είναι δεκτικοί στην απολίτικη και αταξική γλώσσα «οικείων» από τα τηλεοπτικά προγράμματα, ουδέτερων τάχα, «λαμπερών» προσώπων.
Η περίπτωση του Γ. Δημαρά στην περιφέρεια Αττικής είναι διαφορετική, καθώς, παρά την αναγνωρισιμότητά του από τα ΜΜΕ, έχει μια μακρά πολιτική διαδρομή μέσα από το ΔΗΚΚΙ και το ΠΑΣΟΚ. Το αρκετά υψηλό ποσοστό που έλαβε αυτή η «ανεξάρτητη» υποψηφιότητα που διατύπωσε αναιμικά και θολά στοιχεία αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση, εκφράζει σε κάποιο βαθμό την αρχή της ανάπτυξης έντονων διεργασιών προς τ’ αριστερά μέσα στην βάση του ΠΑΣΟΚ.
Σε μια μικρογραφία, η συνολική τάση ανόδου της Αριστεράς φάνηκε και στα διακριτά ποσοστά που απέσπασε τη ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το πολιτικό μέτωπο των μικρών οργανώσεων της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Στην Περιφέρεια Αττικής η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέσπασε 22.000 περισσότερες ψήφους σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2009, ξεπερνώντας μάλιστα τον συνδυασμό του Αλέκου Αλαβάνου με ποσοστό 2,29%. Στο Δήμο Αθηναίων από το 0,55% πήγε στο 2,84%, στον Δήμο Πειραιά από το 0,45 στο 2,41% , στον Δήμο Θεσσαλονίκης από το 0,42% στο 1,71% και στον Δήμο Πάτρας από το 0,52% στο 4,48%.
Η αξιοσημείωτη αυτή άνοδος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα σύμπτωμα της επαναστατικής διάθεσης που αναπτύσσεται κύρια μέσα στις τάξεις της νεολαίας. Δυστυχώς όμως, η σεχταριστική πολιτική και τακτική των οργανώσεων και «κομμάτων» που απαρτίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει την διάθεση αυτή να σπαταλιέται σε πειράματα οικοδόμησης «επαναστατικών κομμάτων» στο περιθώριο των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και την οδηγεί στο πολιτικό αδιέξοδο.
Η επιτυχία της «Χρυσής Αυγής» στην Αθήνα
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε το βράδυ των εκλογών το ποσοστό που απέσπασε η παρακρατική, νεοναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή» στο Δήμο Αθηναίων, που με ποσοστό 5,26% και περίπου 10.000 ψήφους εξέλεξε για πρώτη φορά έναν δημοτικό σύμβουλο. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι σε εθνικό επίπεδο, η επιρροή της οργάνωσης παραμένει περιθωριακή, αφού αποτόλμησε να κατέβει ανεξάρτητα μόνο σε δύο δήμους και σε δύο περιφέρειες σε όλη τη χώρα (Πελοπόννησος και Δυτική Ελλάδα). Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα, προνομιακή πόλη για την άκρα δεξιά τα τελευταία χρόνια, έλαβε μόνο 1% και 1000 ψήφους. Στην Περιφέρεια Πελοποννήσου έλαβε 1,45% και στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας απέσπασε 1,88%.
Το υψηλό ποσοστό της «Χρυσής Αυγής» στην Αθήνα, είχε σαν επίκεντρο τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές του κέντρου με την Πλατεία Αττικής και τη Βικτώρια να της δίνουν ενδεικτικά 14,72% και την πλατεία Αττικής και τον Άγιο Παντελεήμονα 12,27%. Τα ποσοστά αυτά αντανακλούν τις ξενοφοβικές και ρατσιστικές διαθέσεις που αναπτύσσονται σαν αποτέλεσμα της κρίσης και με την απλόχερη ενίσχυση του κράτους, κύρια στις τάξεις των μικροαστών, των μικρονοικοκυραίων και των γηγενών λουμπενοποιημένων στοιχείων των πόλεων έναντι των χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων που ζουν σε άθλιες συνθήκες στις γειτονιές του Κέντρου.
Η αστική τάξη μέσα από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους επιδιώκει να εκτρέψει το μίσος των εργαζόμενων και των κατεστραμμένων μικροαστών για την μαζική εξαθλίωση που τους επιφυλάσσει ο καπιταλισμός, από την ίδια και τους υπηρέτες της προς τους μετανάστες που βρέθηκαν στην Ελλάδα στην προσπάθειά πους να απαλλαγούν από την βαρβαρότητα που επικρατεί στις χώρες τους. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης, η παρακρατική «Χρυσή Αυγή» βρίσκεται σε συντονισμό δράσης με την Αστυνομία και χρησιμοποιείται σαν «πολιορκητικός κριός» για την καλλιέργεια κλίματος πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες, με σκοπό να αφιονιστούν τα μικροαστικά στρώματα με εθνικιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο και να μολυνθούν επίσης από αυτό και τα πιο καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης.
Παρ’ ότι η άνοδος των νεοναζιστών στην Αθήνα δεν αποτελεί δείγμα ενός πανελλαδικού ρεύματος υπέρ των ιδεών τους και είναι προς το παρόν μια εξαίρεση, συνιστά αναμφίβολα μια προειδοποίηση για το εργατικό κίνημα και τη νεολαία και κύρια για την Αριστερά. Σε τελική ανάλυση, μόνο η αποφασιστική πάλη της Αριστεράς για την εξουσία στη βάση ενός προγράμματος για την ανατροπή του σάπιου καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας που μπορεί να επιλύσει οριστικά τα προβλήματα των εργαζόμενων μαζών της πόλης, θα απομονώσει εντελώς τα ρατσιστικά κελεύσματα της ακροδεξιάς και των νεοναζί.
Η άνοδος της «Χρυσής Αυγής» σε συνδυασμό με την άνοδο των συνδυασμών του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελούν χαρακτηριστική έκφραση της ταξικής πόλωσης που αναπτύσσεται στο έδαφος της κρίσης. Μιας ταξικής πόλωσης που την επόμενη περίοδο θα οξύνεται, με τα βλέμμα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να στρέφεται εντονότερα για την αναζήτηση λύσης προς τις παραδοσιακές μαζικές εργατικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές και πολιτικές και ειδικότερα, από τη στιγμή που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει στην κυβέρνηση την πιο σκληρή αντεργατική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, προς την παραδοσιακή Αριστερά. Είναι χρέος του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ από κοινού με το ΚΚΕ να δείξουν σε όλους αυτούς τους απογοητευμένους και προδομένους από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εργαζόμενους, τον δρόμο του ταξικού, ενωτικού αγώνα για τη σοσιαλιστική διέξοδο από το σημερινό βαθύ καπιταλιστικό τέλμα.