Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΜαρξισμός και Ψυχανάλυση

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μαρξισμός και Ψυχανάλυση

Σημειώσεις πάνω στη ζωή και το έργο του Βίλχελμ Ράιχ. Τα γραπτά του Βίλχελμ Ράιχ αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα στο Μαρξισμό και τη Ψυχανάλυση, χωρίς να απαιτούν την εξειδικευμένη προσέγγιση ή γνώση ενός σπουδαστή ψυχολογίας. Αν και παρεξηγημένος και μη αναγνωρισμένος ακόμα και σήμερα, πολλές σημαντικές εργασίες του αξιοποιήθηκαν από διάφορους ερευνητές και ιδιαίτερα από τη περιβόητη σχολή της Φρανκφούρτης.

Σημειώσεις πάνω στη ζωή και το έργο του Βίλχελμ Ράιχ

Ο Βίλχελμ Ράιχ (1897-1957) ήταν Μαρξιστής, ψυχολόγος και επιστήμονας. Τα γραπτά του αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την κατανόηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο Μαρξισμό και τη ψυχανάλυση, χωρίς να απαιτούν την εξειδικευμένη προσέγγιση ή γνώση ενός σπουδαστή ψυχολογίας. Οι προσωπικές του τραγωδίες δείχνουν με ποιον τρόπο μια σειρά από συνήθως αφηρημένα ζητήματα, μπορεί να εμφανιστούν και να αλληλεπιδράσουν μέσα στη ζωή ενός ανθρώπου οδηγώντας σε καταστροφικά αποτελέσματα.

Η εκπαίδευση του

Οι περισσότεροι ψυχαναλυτές, είτε είναι σπουδαστές, είτε επαγγελματίες, είτε απλοί ερασιτέχνες, δεν αναγνωρίζουν ούτε τον ιστορικό ρόλο, ούτε τις εργασίες του Ράιχ. Αυτό το γεγονός έκανε δυνατό πολλοί αναγνωρισμένοι διανοούμενοι, όπως αυτοί της «Σχολής της Φρανκφούρτης», να λεηλατήσουν με ευκολία τα έργα του (ιδιαίτερα εκείνα της πιο εμφανούς Μαρξιστικής περιόδου του) χωρίς να αποδίδουν έστω την ελάχιστη αναγνώριση στο Ράιχ και ακόμα περισσότερο, χωρίς να αντιλαμβάνονται την επιρροή της σκέψης του στις εργασίες του.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν κάποιο ενδιαφέρον για τη ψυχολογία να μαθαίνουν ελάχιστα παραπάνω από τα κλασσικά έργα του Φρόιντ. Υπάρχει λοιπόν έλλειψη γνώσης για μια ολόκληρη σειρά από σπουδαίες εργασίες στον τομέα της ψυχολογίας, όπως αυτές του Ράιχ, οι οποίες είναι απαραίτητο να μελετηθούν ώστε να κατανοήσει κανείς πλήρως την ψυχανάλυση, τις σύγχρονές της αντιφάσεις και τη σημερινή ταξική της τοποθέτηση. Εάν αυτές οι εργασίες ήταν ευρύτερα γνωστές, τα λεγόμενα «μεταρρυθμισμένα» Φροϋδικά αξιώματα θα υποβαθμίζονταν παντελώς και οι αντιδραστικές τους εμπλοκές θα αποκαλύπτονταν.

Η πλέον γνωστή εργασία του Ράιχ είναι η «Σεξουαλική Επανάσταση», η οποία δημοσιεύτηκε στη Βιέννη το 1930. Γενικά τα επιστημονικά του πονήματα έχουν πολύ πλατύτερη εφαρμογή από του Φρόιντ, και περιλαμβάνουν εργασίες όπως: «Η Λειτουργία του Οργασμού», «Η Εισβολή της Καταναγκαστικής Σεξουαλικής Ηθικής», «Το Άτομο και το Κράτος» και «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού». Ο Ράιχ υπήρξε ενεργό μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρίας (IPS), η οποία είχε ιδρυθεί από τον Φρόιντ. Τον καιρό της πρώτης του δημοσίευσης («Η Λειτουργία του Οργασμού») είχε γίνει αποδεκτός από το ευρύ κοινό ως ο πλέον χαρισματικός από όλους τους μαθητές του Φρόιντ. Αλλά ακόμα και εντός αυτής της εργασίας υπάρχουν στην ουσία όλα εκείνα τα στοιχεία της σκέψης του, τα οποία επρόκειτο να τον φέρουν σε σύγκρουση με τον Φρόιντ στη «δεύτερή» του περίοδο.

Ο Ράιχ συμφώνησε με τον Φρόιντ πως η σεξουαλική ανάπτυξη αποτελεί τη θεμελιώδη προέλευση της συναισθηματικής διαταραχής. Μαζί εξέφρασαν τις ακόλουθες θέσεις: το μεγαλύτερο μέρος της ψυχολογικής δραστηριότητας κυριαρχείται από υποσυνείδητες διαδικασίες. τα παιδιά πολύ σύντομα αναπτύσσουν πολύ ενεργή σεξουαλικότητα. η σεξουαλική ενέργεια των παιδιών είναι η αιτία των περισσότερων ψυχολογικών διαδικασιών. η νηπιακή σεξουαλικότητα καταπιέζεται διαδοχικά και αυτό έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για την συναισθηματική υγεία. η ηθική δεν προκύπτει από κανένα υπερφυσικό ον ή ως μια σειρά κανόνων, αλλά είναι παράγωγο της επιβαλλόμενης καταπίεσης πάνω στη σεξουαλικότητα των ατόμων, καθώς αυτά μεγαλώνουν σε ηλικία και γίνονται από παιδιά, έφηβοι και τελικά ενήλικοι.

Ο Ράιχ συνέχισε επιζητώντας την ανάπτυξη αυτών των ιδεών και την τεκμηρίωσή τους με πειστικά ευρήματα. Διερεύνησε και αποκάλυψε τις σχέσεις ανάμεσα στη σεξουαλική ζωή και την αστική ηθική, έπειτα προχώρησε στην καταγραφή, με τον ίδιο τρόπο, της σύνδεση της ίδιας της αστικής ηθικής με την αστική σεξουαλική καταπίεση και τις υποσυνείδητές τις επιδράσεις, που αποτελούν τις βασικές αιτίες των νευρώσεων. Έπειτα προώθησε την ιδέα πως μια σεξουαλική ζωή απελευθερωμένη από ενοχικά αισθήματα θα ήταν η καλύτερη θεραπεία για την καταπολέμηση αυτών των νευρώσεων. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα πως μια τέτοια απελευθέρωση από τη ντροπή και την καταπίεση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω μιας μη-κυριαρχικής ηθικής, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να έλθει μόνο μέσω ενός οικονομικού συστήματος που θα ξεπερνούσε και να καταργούσε την καταπίεση.

Ωστόσο, ο Φρόιντ σύντομα θα άλλαζε το περιεχόμενο των σκέψεών του και στην πορεία θα έσπαζε από εκείνες τις ιδέες που ο Ράιχ συμφωνούσε μαζί του και τις είχαν σαν κοινή αφετηρία. Το 1926, στο έργο «Η Απαγόρευση, Σύμπτωμα και Ανυπομονησία», ο Φρόιντ υποστήριζε πως, «…[είναι] η ανυπομονησία που παράγει την καταπίεση και όχι, όπως πίστευα στο παρελθόν πως η καταπίεση παράγει την ανυπομονησία…». Αυτό αποτελούσε στροφή 180 μοιρών. Η νέα θεωρία του Φρόιντ υποστήριζε πως η ανυπομονησία (σεξουαλική ανησυχία) ήταν κάτι ενδογενές, προερχόμενο εσωτερικά από τη ψυχή του ατόμου. Έτσι, ο Φρόιντ δε θεωρούσε πλέον πως ήταν παράγωγο από κοινού και εξωτερικών, κοινωνικών συνθηκών. Όλοι οι εξωτερικοί, αντικειμενικοί, περιβαλλοντικοί παράγοντες απλά απορρίπτονταν από τις αναλύσεις του Φρόιντ.

Το σύνολο των νέων ιδεών του Φρόιντ αποτέλεσαν το όχημα για όλες εκείνες τις θεωρίες που υποστηρίζουν πως όλα τα ανθρώπινα «σφάλματα» είναι έμφυτα στη φυσική ύπαρξη ανδρών και γυναικών (για παράδειγμα, η ιδέα πως υπάρχει ένα γονίδιο που προκαλεί την εγκληματικότητα). Αυτό είναι σε πλήρη αντίφαση με την υλιστική αρχή που υποστηρίζει πως οι κοινωνικές συνθήκες της ανθρωπότητας καθορίζουν τη γενική και την ατομική συνείδηση – όχι αντίστροφα. Από τη στιγμή που ο Φρόιντ απέρριψε την υλιστική φιλοσοφία, οι θεωρίες του δε μπορούσαν παρά να αποτελέσουν τίποτα περισσότερο από την έκφραση της αποδοχής της κοινωνίας ως έχει και με συνέπεια να αποκλείει την πιθανότητα διαμόρφωσης πραγματικών λύσεων για τα ιατρικά προβλήματα που διερευνώνται.

Αυτές οι αλλαγές στη θέση του Φρόιντ συνέβησαν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο – στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Τότε η γενική διάθεση ήταν πως με τη διαφαινόμενη ασταμάτητη άνοδο του Ναζισμού, οι φασίστες σίγουρα θα διέλυαν την IPS, εάν αυτή δεν άλλαζε τα θεωρητικά της θεμέλια. Όπως φάνηκε, οι απειλές για καταστολή οδήγησαν στο να επηρεαστεί η σκέψη πολλών αστών διανοουμένων από το φόβο του Ναζισμού. Αυτό ισχύει ακόμα και για επιστήμονες που είναι υπεράνω κάθε υποψίας για συμπάθεια προς τους Ναζί. Ο Φρόιντ ήταν απλά ένας από τους αστούς επιστήμονες που επηρεάστηκαν με αυτόν τον τρόπο.

Η εργασία του

Ενώ ο Φρόιντ ασκούσε αυτολογοκρισία, το 1928 ο Ράιχ τόλμησε να γίνει μέλος του Αυστριακού Κομμουνιστικού Κόμματος (ACP). Γρήγορα έδειξε στοιχεία πολύ ενεργού αγωνιστή. Ήταν πεπεισμένος, σαν αποφασισμένος Μαρξιστής, πως ο μόνος τρόπος για να φέρει κανείς σε πέρας αποτελεσματική δράση ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα ήταν μέσω της πολιτικής δράσης, οργανωμένης από τους ίδιους τους εργάτες στους χώρους εργασίας τους. Την ίδια χρονιά ο Ράιχ, μαζί με άλλους αριστερούς γιατρούς, ίδρυσαν την Σοσιαλιστική Ένωση για Σεξουαλική Υποστήριξη και Έρευνα. Αυτή η ομάδα υποστηριζόταν από το ACP και οργάνωνε «κέντρα ψυχολογικής υποστήριξης». Ο στόχος τους ήταν να γίνουν τα πρώτα κλινικά κέντρα που θα δέχονταν ως ασθενείς εργαζομένους και θα αφοσιώνονταν στα ψυχολογικά τους ζητήματα– πολύ καλύτερα από το να κουράρουν βαρεμένους αστούς, που ήταν οι φυσικοί πελάτες των Φροϋδικών.

Πρέπει κανείς να λάβει υπόψη πως ο Ράιχ δεν είχε μια ουτοπική αντίληψη σχετικά με το ζήτημα πώς μπορούν να λυθούν οι ψυχολογικές ασθένειες των μαζών. Αυτό αποδεικνύεται από την πεποίθησή του πως οι νευρώσεις και οι συναισθηματικές διαταραχές παράγονται από μια δοσμένη κοινωνική δομή που είναι καπιταλιστική και ολοκληρωτική, όπως και από το επιστημονικά ορθό συμπέρασμα πως συντρίβοντας τον καπιταλισμό και χτίζοντας μια σοσιαλιστική κοινωνία, και ως εκ τούτου απαλλάσσοντας την κοινωνία από αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά, οι ψυχολογικές διαταραχές θα καθίστατο απίθανες.

Η νέα ερευνητική ένωση του Ράιχ απολάμβανε ένα μακρύ πελατολόγιο, το μέγεθος του οποίου επέτρεπε τη διεξαγωγή εξαντλητικών, συνεπών και μεγάλης συχνότητας και έκτασης μελετών. Φυσικά, αυτό παρείχε κάποια άμεσα οφέλη στους εργάτες-ασθενείς. Απασχολούμενοι με ένα μεγάλο αριθμό κλινικών περιπτώσεων, πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που οι Φροϋδικοί αναφέρουν στη δική τους δουλειά, ο Ράιχ μπορούσε να παρέχει εξαιρετική στατιστική επεξεργασία στην έρευνά του, η οποία τροφοδοτούσε τα συμπεράσματά του. Οι εργασίες που ακολούθησαν θα περιελάμβαναν έναν ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό παρατηρήσεων και περιπτώσεων από αυτόν που παρουσίαζαν οι «ανταγωνιστές» του.

Αυτές οι εμπειρίες έδιναν επίσης στον Βίλχελμ Ράιχ μια βαθιά κατανόηση πολλών κοινωνικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, ο τεράστιος αριθμός περιστατικών ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης που αυξανόταν σαν αποτέλεσμα μιας περιόδου εξαναγκαστικής «δημογραφικής ανάπτυξης». Οι εμπειρίες του με εργάτες ισχυροποιούσαν επίσης την αντίθεσή του στην ανόητη ιδέα της ασηπτικής κλινικής εργασίας, η οποία ήταν η μέθοδος που όλοι οι άλλοι «επαγγελματίες» χρησιμοποιούσαν εκείνη την περίοδο. Ένιωθαν πως ήταν τελείως άχρηστο και ανώφελο να θέτει κανείς το ερώτημα της σύνδεσης της ψυχικής ασθένειας με τις πιθανές κοινωνικές της αιτίες.

Ο Ράιχ έγραψε τα ακόλουθα σχετικά με τις εμπειρίες εκείνης της εποχής:

 «Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είχαμε κανένα σοβαρό λόγο να δώσουμε στους ανθρώπους μια κατάλληλη ιατρική διάγνωση. Αντίθετα, το να χρησιμοποιήσουμε ένα τέτοιο εργαλείο θα σήμαινε πως κλείνουμε τα μάτια μπροστά στο βασικό πρόβλημα. Αυτό θα ήταν ηλίθιο, παρά εγκληματικό για τη μητέρα και το παιδί…εκείνες οι γυναίκες, εκείνα τα κορίτσια ήταν τελείως ανίκανα να αγαπήσουν ένα παιδί, να το φροντίσουν, να το βοηθήσουν να μεγαλώσει και να μην καταστρέψει τη ζωή του. Όλες εκείνες οι γυναίκες, χωρίς καμία εξαίρεση, ήταν τελείως διαταραγμένες από συναισθηματική άποψη. Όλες τους, χωρίς καμία εξαίρεση και πάλι, είχαν μια διαταραγμένη σχέση (αν υπήρχε καμία) με τον άνδρα που τους δημιούργησε το πρόβλημα. Ήταν ψυχρές,  κομματιασμένες από την καταπίεση, σαδίστριες βαθιά στη συνείδησή του  ή ανοιχτά μαζοχίστριες…στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν τρία ή έξι παιδιά ή απλά έφερναν στο κόσμο τα παιδιά άλλων. Μισούσαν τα μωρά τους ακόμα και πριν αυτά γεννηθούν. Συχνά ήταν θύματα ξυλοδαρμού από αλκοολικούς συζύγους. Μισούσαν τα παιδιά που έβλεπαν γύρω τους. Το να μιλάει κανείς για την «αγία μητρική αγάπη» μπροστά σε τέτοια εγκληματική δυστυχία, θα ακουγόταν πραγματικά εγκληματικό.

Τέτοιες φοβερές συνθήκες οδήγησαν τον Ράιχ στην παραγωγή μιας εμβριθούς ανάλυσης σχετικά με την επίδραση της αστικής ηθικής στη ψυχολογική ανάπτυξη των γυναικών. Με τον τρόπο αυτό ο Ράιχ έδωσε μια σημαντική επιστημονική συμβολή στο ζήτημα της «απελευθέρωσης της γυναίκας». Σε αυτό το θέμα άσκησε ανοιχτή πολεμική ενάντια στους σύγχρονούς του «ειδικούς σεξουαλικής υγιεινής», οι οποίοι με ρητό τρόπο διακήρυτταν υπέρ της γυναικείας παρθενίας πριν από το γάμο. Ένας από αυτούς τους ειδικούς έγραψε, «Πρέπει να αναπτύξουμε και να καλλιεργήσουμε τη θηλυκή παρθενία ως τον μέγιστο εθνικό πλούτο. Πραγματικά μόνο χάρη στη γυναικεία παρθενία μπορούμε να έχουμε μια ασφαλή εγγύηση πως είμαστε παιδιά των πατεράδων μας και πως εργαζόμαστε και μοχθούμε για το δικό μας αίμα. Χωρίς μια τέτοια εγγύηση δεν υπάρχει καμία πιθανότητα για μια βαθιά και ασφαλή οικογενειακή ζωή, η οποία με τη σειρά της είναι ο απαραίτητος στυλοβάτης της εθνικής και ατομικής ευημερίας…Οι γυναίκες να μην είναι αφοσιωμένες στους συζύγους τους, είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το οι άνδρες να μην είναι αφοσιωμένοι στις γυναίκες τους…» (Max Von Guber, “Hygiene des Geschlechtslebens dargestellt für Manne r ”, Stuttgart 1930 – στα Αγγλικά, “Sexual Life Hygiene for Men”). Παρόλο που δεν ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα, αυτή η παράγραφος είναι πραγματικά μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση του σημείου που ο Έγκελς έθεσε στο κλασσικό του έργο, «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» – ένα σημείο το οποίο ο Ράιχ εξέφρασε με τα δικά του λόγια, όταν έγραφε πως, «…η πιο άμεση συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας είναι το συμφέρον για παρθενία πριν από το γάμο και η αφοσίωση εντός του γάμου προς το σύζυγο».

Αυτή η συνέπεια της ατομικής ιδιοκτησίας ουσιαστικά προκαλεί απώλεια του περιεχομένου της σεξουαλικής σχέσης ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες και την μετατρέπει σε κάτι που περιλαμβάνει μόνο μια σεξουαλική ζωή και τις προσωπικές επιλογές των ατόμων. Κατά συνέπεια η σεξουαλική σχέση γίνεται ένα κατασκεύασμα στο οποίο οι γυναίκες είναι καταδικασμένες να υποφέρουν τους μεγαλύτερους περιορισμούς, πιέσεις και αδικίες. Αυτό το συμπεράσματα επιβεβαιώθηκε και από τα αποτελέσματα της κλινικής στατιστικής. Πραγματικά, εκείνη την εποχή, περισσότερο από το 90% των γυναικών διαπιστώθηκε να έχουν κάποιου τύπου σεξουαλική διαταραχή, σε σύγκριση με «μόνο» το 60% των ανδρών. Αυτά ήταν τρομαχτικά και σοκαριστικά νούμερα και πραγματικά άλλαζαν τον ορισμό της «κανονικότητας» και συνέβαλλαν στο να θεωρηθούν οι σεξουαλικές διαταραχές ένα σημαντικό μαζικό πρόβλημα.

Χωρίς αμφιβολία τέτοιες φρικτές συνθήκες δεν ανησυχούσαν τους Ναζιστές που υποστήριζαν τη σεξουαλική υγιεινή και προωθούσαν θεωρίες όπως «το θηλυκό φυσικό ένστικτο της μονογαμίας». Βάσει τέτοιων σκουπιδοθεωριών, οι γυναίκες ήταν ικανές για σεξουαλική ικανοποίηση μόνο στην ηλικία ανάμεσα στα 20 και τα 25 χρόνια και μόνο εάν η σεξουαλική διείσδυση συνέβαινε με σκοπό την τεκνοποιία – και φυσικά, βάσει αυτών των θεωριών, υπήρχαν «φυσικές» αιτίες γι αυτό.

Ασφαλώς δεν μας αφήνει καθόλου έκπληκτους το γεγονός πως υπήρχε μια εξαιρετικά στενή σχέση ανάμεσα σε αυτές τις θεωρίες και στις θέσεις της Εκκλησίας. Η Εκκλησία πάντοτε υπήρξε πρωτοπόρα στην παραγωγή τέτοιων ιδεολογιών και δογμάτων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στις κυρίαρχες τάξεις σε ολόκληρη την ιστορία. Πάντα έπαιζε έναν αποφασιστικό ρόλο στην υπηρεσία του κράτους, το οποίο εκείνη την εποχή δε μπορούσε παρά να συμπορευτεί με την Εκκλησία για την υπεράσπιση ενός από τους πιο θεμελιώδεις θεσμούς της αστικής κοινωνίας: του γάμου. Η ίδια η ύπαρξη του γάμου σα θεσμού της αστικής κοινωνίας αποκλείει κάθε πιθανότητα επίλυσης των αποτελεσμάτων μιας ηθικής που βασίζεται στην καταπίεση, είτε αυτές είναι ψυχολογικές (όπως διάφορες νευρώσεις και σεξουαλικές διαταραχές), ή φυσικές (για παράδειγμα, η άμβλωση). Πραγματικά, το τέλος της αστικής ηθικής, η οποία θα αποτελούσε τη μοναδική πραγματική λύση σε αυτά τα προβλήματα, αναγκαία θα υποβάθμιζε «αξίες» όπως η «παρθενία πριν το γάμο» και η συζυγική πίστη. Κατά συνέπεια, ο γάμος θα απελευθερωνόταν από τον παραδοσιακό του ρόλο, αυτόν του εξαναγκασμού για άνισο σεβασμό και έλεγχο, που τον απολαμβάνουν μόνο οι άντρες. Ένας τέτοιος ρόλος φαίνεται για παράδειγμα, στη λογική πίσω από την ιδέα πως εάν μια γυναίκα είναι πιστή δε χρειάζεται να προχωρήσει σε άμβλωση – λες και το μοναδικό πρόβλημα στην περίπτωση μιας άμβλωσης είναι η συζυγική πίστη.

 «Εάν βρίσκαμε έναν τρόπο να στειρώσουμε προσωρινά τις γυναίκες με μια διαδικασία εσωτερική και επαναλαμβανόμενη, τότε θα ήταν απολύτως απαραίτητο να ανακαλύπταμε και έναν τρόπο που θα πετύχαινε την πλατιά εξάπλωση τέτοιων τεχνικών καθιστώντας τις οικονομικά ανεκτές, εξασφαλίζοντας…ένα όφελος…για την υγιεινή. Τότε όμως θα έπρεπε να αντιμετωπίζαμε την απειλή που θα διαφαινόταν για την ίδια τη σεξουαλική λειτουργία και ηθική, ή ακόμα περισσότερο για τη ζωή και τον ίδιο τον πολιτισμό γενικά» (Max Marcuse, “Ο Γάμος: Η Φυσιολογία, η Ψυχολογία, η Υγιεινή και η Ευγενετική  του. Ένα Βιβλίο για το Γάμο, Berlin/Koln, 1927).

Η απαγόρευση των αμβλώσεων και της αντισύλληψης αφαιρεί από τις γυναίκες τον έλεγχο της ίδιας της ζωής και των σωμάτων τους, με την πιο προσωπική σφαίρα της ζωής να επέρχεται στην κυριαρχία της ανάγκης της αστικής ηθικής για τη διατήρηση της υποτέλειάς των γυναικών στους άνδρες. Ο απόλυτος σκοπός τέτοιων απαγορεύσεων είναι η διατήρηση των αστικών θεσμών, με στόχο την υπεράσπιση της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Παρόλο που η ιδέα της οικογένειας, που βασίζεται στον «ιερό γάμο», βρίσκεται σε βαθιά κρίση σήμερα, οι παραπάνω γραμμές διατηρούν το νόημά τους ακέραιες. Ολόκληρη η αστική ηθική είναι σε κρίση. Οι επισφαλείς συνθήκες σε όλες τις σφαίρες της ζωής έχουν προκύψει με ευθύνη του καπιταλισμού. Τα πάντα υπόκεινται σε αιφνίδιες αλλαγές. Ο νέος «λόγος του Θεού» είναι η «ευελιξία», και ο νέος θεός απ’ όπου προκύπτει αυτός ο λόγος είναι ο θεός –  «Κεφάλαιο». Τα ζητήματα της άμβλωσης και της αντισύλληψης έχουν αναδείξει με τη σειρά τους ένα νέο ζήτημα: ότι τόσο ο Βιβλικός «λόγος του Θεού», όσο και ο αστικός «νέος λόγος ενός νέου θεού» συνθέτουν τις θεολογικές αντιφάσεις εντός της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Μαρξισμός και Ψυχανάλυση

Νωρίτερα σ’ αυτό το άρθρο, εξηγήσαμε πώς η Φροϋδική ψυχανάλυση χάθηκε σε ένα τυφλό δρομίσκο μετά το 1926, όταν έκανε μια λανθασμένη παράκαμψη στην προσπάθεια να δικαιολογήσει εκείνη την προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας που ο Φρόιντ και η Ψυχαναλυτική Εταιρία (IPS) πήραν συνολικά εκείνη την εποχή προσπαθώντας να αποφύγουν την κοινωνική κριτική. Στο σημείο αυτό ωστόσο, πρέπει να επιστρέψουμε στο καθαυτό αντικείμενο, καθώς είναι σημαντικό να εξετάσουμε αυτή τη διαδικασία λεπτομερέστερα. Η άρνηση των Φροϋδικών να συνδέσουν τις κοινωνικές συνθήκες με τις ψυχικές διαταραχές, θέτοντάςενστίκτου του θανάτου» ως έναν τρόπο εξήγησης για την καταγωγή αυτών των προβλημάτων. Σύμφωνα με τη νέα του σύλληψη, το ένστικτο του θανάτου ήταν ένα πρωτόγονο και αυτοκαταστροφικό κίνητρο που θέτει το άτομο πίσω σε μια αρχέγονη κατάσταση αδράνειας – μια κατάσταση στην οποία όλα τα πράγματα τείνουν να καταλήγουν. τις σε μια σχέση όπου η πρώτη θα είναι η «αιτία» και η δεύτερη το «αποτέλεσμά» της, τους οδήγησε, για να προσαρμοστούν, στην παραγωγή ενός μεγάλου αριθμού αντιδραστικών αξιωμάτων. Αφού αυτή η νέα άποψη δε μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς κανένα ψυχολογικό πρόβλημα από αυτά που επιθυμούσε να λύσει, ο Φρόιντ αναγκάστηκε να εφεύρει τη θεωρία του «

Επειδή οι Φροϋδικές μέθοδοι θεραπείας σχετίζονταν με τέτοιες λαθεμένες θεωρητικές αρχές, όταν εφαρμόζονταν στην πράξη, δεν οδηγούσαν σε κανένα ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα για τους ασθενείς. Τότε οι Φροϋδικοί οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα πως η «αυτοκαταστροφική αρχή», η οποία ήταν έμφυτη σε κάθε ανθρώπινο όν, είναι μια ασυνείδητη ανάγκη για τιμωρία που αγωνίζεται ενάντια στη φυσική ανάγκη για ικανοποίηση. Έτσι, για τους Φροϋδικούς, οι νευρώσεις έγιναν μια βιολογική κατάσταση των ανθρωπίνων όντων. Στη βάση αυτή της λογικής, οι ζωές των ατόμων στιγματίζονταν για πάντα από έναν «πρωτογενή μαζοχισμό». Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος για τον οποίο οι ασθενείς «αντιστέκονταν» στη θεραπεία, παραμένοντας άρρωστοι. Σύμφωνα με τους Φροϋδικούς, αναγκάζονταν για βιολογικούς λόγους να αντιστέκονται στην ανάκαμψή τους από τις διαταραχές! Ο Ράιχ συνέχισε να προωθεί την ιδέα πως οι ασθενείς ήταν άρρωστοι και ανισόρροποι εξαιτίας του φόβου τους πως θα τιμωρηθούν στην περίπτωση που θα λειτουργήσουν σύμφωνα με τις σεξουαλικές τους ορμές. Οι υποστηριχτές του «ενστίκτου του θανάτου» αυξάνονταν σε αριθμούς και κύρος με τέτοιο τρόπο που θυμίζει πολύ τη φήμη και την αποδοχή που απολαμβάνουν οι σύγχρονοι υποστηριχτές της θεωρίας του «Big Bang» (η «Μεγάλη Έκρηξη»). Σύντομα, οι Φροϋδικοί επιχείρησαν να εκτρέψουν τη ψυχολογική σκέψη από τις αρχικές ιδέες της αναγκαιότητας για κοινωνική πρόληψη των νευρώσεων μέσω μιας ευρείας μεταρρύθμισης των κανόνων συμπεριφοράς και πρακτικής και των κοινωνικών θεσμών που τους παράγουν και τους επηρεάζουν.

Το 1931, ο Φρόιντ δημοσίευσε την εργασία του με τίτλο, «Η Ασθένεια του Πολιτισμού». Σε αυτό το έργο υποστήριξε πως ολόκληρος ο πολιτισμός έχει χτιστεί στη βάση της καταπίεσης της σεξουαλικότητας και της εξιδανίκευσης των σεξουαλικών ορμών. Με αυτό εννοούσε πως η καταπίεση είναι απαραίτητη για τη δημιουργία, τη διατήρηση και την πρόοδο του πολιτισμού. πως η καταπίεση είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη κοινωνικής δομής στην οποία η ανθρωπότητα πρέπει να υποκύπτει και πως πρέπει να μαθαίνει να εξιδανικεύει τις αρχέγονες ορμές της για να εκτρέπει την προσοχή και την ενέργειά της σε κοινωνικά αποδεκτούς στόχους. Αυτή η γραμμή αποτελεί μια ολοφάνερη και πλήρη συνθηκολόγηση με τον αστικό ιδεαλισμό και ηθική. Δεν κηρύττει τίποτα περισσότερα παρά την ίδια υποχωρητική και δουλοπρεπή ζωή που ανέκαθεν κήρυττε η οργανωμένη εκκλησία με σκοπό να παραπλανεί τις μάζες και να τους παραδίνει κάθε φορά στην υποταγή και την καταπίεση μέσα στους αιώνες.

Ο Ράιχ άσκησε κριτική στην εργασία του Φρόιντ, καθώς ο δεύτερος δεν έλαβε υπόψη του ερωτήματα όπως το «εάν» και «μέχρι ποιο σημείο» η πραγματικότητα των κοινωνικών συνθηκών υπήρξε οποτεδήποτε εκλογικευμένη ή όχι. Εάν υπήρξε ποτέ κάποια δομή να που στόχευε στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ανθρωπότητας και στην προώθηση της ευτυχίας της, ή εάν ήταν πάντα δομημένη στη βάση της διατήρησης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Σα Μαρξιστής ο Ράιχ είχε πλήρη συνείδηση πως ο «πολιτισμός» στον οποίο αναφερόταν ο Φρόιντ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συγκεκριμένη περίοδος ανάμεσα σε πολλές άλλες εποχές κατά τις οποίες η ανθρώπινη εξέλιξη διαπερνάει διαφορετικά στάδια κοινωνικής οργάνωσης. Ήταν ξεκάθαρο για το Ράιχ πως ο Φρόιντ προσπαθούσε να διατυπώσει γενικά συμπεράσματα για την απόλυτη φύση της ανθρώπινης ψυχής με δεδομένο απλά και μόνο ένα μοναδικό, μεταβατικό, ιστορικά καθορισμένο στάδιο ενός συνεχούς και μεταβαλλόμενου πολιτισμού. Και το χειρότερο ήταν πως ο Φρόιντ εμφάνιζε μια απαισιόδοξη θέση, που έδινε έμφαση στην αδράνεια κάθε δοσμένης κοινωνίας.

Μια αντίστοιχη γενίκευση βρίσκεται στη θεωρητική βάση του περιβόητου «Οιδιπόδειου συμπλέγματος» που διατύπωσε ο Φρόιντ. Το σύμπλεγμα εξαρτάται από την ύπαρξη μιας οικογένειας οργανωμένης σε μια συγκεκριμένη μονογαμική βάση – ένα φαινόμενο που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και ιστορικών σταδίων ανάπτυξης. Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα προσπαθεί να εξηγήσει την ανάπτυξη της σεξουαλικής προσωπικότητας του ατόμου, κάνοντας αναφορά στη σεξουαλική προσωπικότητα των γονέων (σε μια διαλεκτική διαδικασία, όπου η εμπειρία και όχι η βιολογία είναι ο καθοριστικός παράγοντας) – αλλά αυτή η αναφορά είναι σχετική (και όχι απόλυτη) με αυτή τη συγκεκριμένη οικογενειακή δομή. Έτσι, η Φροϋδική θεωρία του Οιδιπόδειου συμπλέγματος δε μπορεί να εξηγήσει με πληρότητα τα ζητήματα που τίθενται. Στην πραγματικότητα, ενώ στη θεωρία υπάρχει ένας ρόλος που τον παίζει η σεξουαλικότητα των παιδιών, αυτός παραμένει ακαθόριστος σε ολόκληρη την πορεία του συμπλέγματος. Αυτό σημαίνει πως στη σύνθεση των αντισταθμιστικών επιθυμιών για το θάνατο του γονέα του ίδιου φύλου και της σεξουαλικής έλξης για το γονέα του αντίθετου βρίσκεται ολόκληρο το ψυχολογικό προφίλ του ενηλίκου.

Η αδυναμία της εκπλήρωσης αυτών των επιθυμιών του παιδιού οφείλεται στην κοινωνική και πολιτισμική δομή, η οποία επιβάλλει την καταπίεση αυτής της συμπεριφοράς. Η ίδια η δράση της καταπίεσης επηρεάζει την ανάπτυξη της ατομικής προσωπικότητας, μέσω μιας διαδικασίας που ο Φρόιντ ονόμασε «πρωτόγονη παρόρμηση εξιδανίκευσης». Αυτή η καταπίεση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη μιας πολιτισμένης, ισορροπημένης, υγιούς κοινωνικής ζωής, μέσα στις πραγματικές συνθήκες της κοινωνίας. Αλλά ενώ αυτή η διαδικασία «εξιδανίκευσης» (η οποία παρεμπιπτόντως επιβάλλεται στο παιδί εξωτερικά από την κοινωνία στην οποία το παιδί έχει γεννηθεί) επιτρέπει στο Φρόιντ να εξηγήσει την ανάπτυξη των ψυχολογικών χαρακτηριστικών των ατόμων σε μία «πολιτισμένη κοινωνία» (που είναι μια κοινωνία οργανωμένη γύρω από τη μονογαμική οικογένεια), δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναπτύξει θεραπείες που να καταπολεμούν τις νευρώσεις που στους ενηλίκους επαναλαμβανόμενα επιβάλει η ολοκληρωτική ηθική. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε θεραπευτική μέθοδος που προκύπτει από την οπτική του Φρόιντ δε μπορεί παρά μόνο να καταπραΰνει την καταπίεση των παρορμήσεων, καθώς καμία από αυτές δεν τολμά να ερωτηθεί σχετικά με την κοινωνική αναγκαιότητα της καταπίεσης. Αντιθέτως, η καταπίεση γίνεται διαρκώς αποδεκτή, παρόλο που αποτελεί την απόλυτη αιτία των νευρώσεων.

Επιπρόσθετα, η πιθανότητα, σε πρακτικούς όρους, κάποιο άτομο να εξιδανικεύσει τις παρορμήσεις του μέσω κάποιας δημιουργικής δραστηριότητας, μπορεί να ισχύει μόνο για ένα μικρό κοινωνικό στρώμα. Οπωσδήποτε, δε μπορεί να ισχύει για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, τις αλλοτριωμένες μάζες. Αυτά τα άτομα δεν έχουν κανένα τρόπο για να αποκτήσουν ικανοποίηση μέσω των δραστηριοτήτων που τους προσδιορίζει η απασχόλησή τους. Η πιθανότητα να εκτρέψουν τις σεξουαλικές τους ενέργειες προς δημιουργικές δραστηριότητες και έτσι να τους επιτραπεί να «δώσουν διέξοδο» στις σεξουαλικές τους τάσεις, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε οποιαδήποτε κοινωνία που επιβάλει την καταπίεση. Η αποτελεσματική εξιδανίκευση αυτών των παρορμήσεων εξαρτάται από την ελευθερία να μπορεί να επιλέξει κανείς την προσωπική του διέξοδο για δραστηριότητα. Όμως, αυτό είναι ένα προνόμιο που απολαμβάνει μόνο μια πολύ μικρή μειοψηφία – η ελίτ: εκείνοι που έχουν καταφέρει να εκπληρώσουν ακριβώς τη ζωή που θέλουν και εκείνοι που απλά δεν έχουν καμιά ανησυχία για την υλική τους  επιβίωση. Για οποιονδήποτε άλλο, την  πολύ μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δηλαδή, η λέξη «εξιδανίκευση» είναι τελείως απαλλαγμένη από κάθε θεραπευτική αξία. Η ενασχόληση με το αντικείμενο της εξιδανίκευσης χωρίς να αναφέρεται κανείς στα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα είναι απλά τόσο αφηρημένη και αποκομμένη από την πραγματικότητα, που δε μπορεί να είναι παραγωγική και χρήσιμη.

Η απομάκρυνση από την ΔΨΕ (IPS)

Μέχρι τώρα είναι ξεκάθαρο στον αναγνώστη πως η θεμελιώδης φύση των διαφορών που χωρίζουν τον Ράιχ από τις «εσωτεριστικές» ιδεολογίες που αποδέχτηκε η ΔΨΕ (Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρία) δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στην αναπόφευκτη διαγραφή του από την Εταιρία, η οποία πέρασε το 1934. Η «επίσημη» αιτιολογία που δόθηκε από την ΔΨΕ για τη διαγραφή ήταν η πολιτική στράτευση του Ράιχ. Αυτό ήταν μια ιδιαιτέρως ειρωνική εξέλιξη, καθώς το πλήρως Σταλινικό πλέον Κ.Κ. Αυστρίας είχε διαγράψει τον Ράιχ ως «αστό ψυχολόγο» ένα χρόνο πριν! Το Κ.Κ. Αυστρίας κατά τη διάρκεια της μάχης για τη θεμελίωση μιας «προλεταριακής κουλτούρας» δεν έδινε χώρο στη ψυχολογία, την οποία προσδιόριζε σαν τη «μόδα των αστικών σαλονιών» (που για την περίπτωση των Φροϋδικών δεν είχε και άδικο!). Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής ήταν πως ένας ψυχολόγος δε μπορούσε να είναι Μαρξιστής. Ωστόσο οι πραγματικοί λόγοι για την διαγραφή του Ράιχ βρίσκονταν ασφαλώς αλλού.

Ο κύριος λόγος ήταν η έκδοση από τον Ράιχ του «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» το 1933. Το βιβλίο αυτό έφερε προβλήματα στον Ράιχ και εντός της ΔΨΕ, καθώς αυτή η ομάδα προσπαθούσε να μη συγκρουστεί με τις Ναζιστικές υπαγορεύσεις. Όσο για το Κ.Κ. Αυστρίας, το βασικό ενδιαφέρον της Σταλινικής του ηγεσίας ήταν πως ο Ράιχ είχε δώσει το περίγραμμα και είχε αναλύσει ορισμένες από τις ιδιαιτερότητες του μαζικού χαρακτήρα του φασισμού, για παράδειγμα τη λατρεία της προσωπικότητας, και πως παρόλο που ο Ράιχ αναφερόταν στο φασισμό, οι κριτικές του θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν επιθέσεις στο Σταλινισμό και στις συγκρίσιμες μεθόδους του.

Ο Ράιχ και ο Τρότσκι

Ήταν σε αυτή την περίοδο που ο Ράιχ ήρθε πιο κοντά στις ιδέες του Τρότσκι. Ο Ράιχ είχε πειστεί για τη «θεμελιώδη ορθότητα» των γραπτών του Τρότσκι σχετικά με την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία. Η χειρότερη καταστροφή στην ιστορία της Γερμανικής πολιτικής συνέβη το 1933, και άνοιξε τα μάτια του Ράιχ και πολλών άλλων για τον αντεπαναστατικό ρόλο του Σταλινισμού. Ο Ράιχ σύντομα ήρθε σε επαφή με μετανάστες, μέλη της Αριστερής Αντιπολίτευσης και έγραψε έπειτα μια επιστολή στον Τρότσκι στην οποία του πρότεινε συνεργασία μακράς διάρκειας. Στο γράμμα αυτό, γραμμένο τον Οκτώβριο του 1933, ο Ράιχ εξήγησε πως «Είμαι πεισμένος πως η οπτική σας είναι θεμελιωδώς ορθή και ακολουθώ με ιδιαίτερη προσοχή τη δουλειά και τις δραστηριότητες της Αριστερής Αντιπολίτευσης» (M. Konitzer, Reich, Erre Emme, σελίδα 178 της Ιταλικής Έκδοσης).

Ο Ράιχ γνώριζε πως ο Τρότσκι είχε δείξει ενδιαφέρον στα επιτεύγματα και την ανάπτυξη της ψυχολογικής επιστήμης. Ο Τρότσκι πίστευε πως οι αρχικές θεωρίες του Φρόιντ ήταν απόλυτα υλιστικές – παρόλο που ο ίδιος ο Φρόιντ διατηρούσε μια ιδεαλιστική φιλοσοφική οπτική. Ήταν πεπεισμένος πως ο Ρώσος ψυχολόγος Παβλόφ θα έπρεπε να ενοποιήσει και να συνθέσει τις θεωρίες του με τις ανακαλύψεις του Φρόιντ. Σε μια ομιλία που έδωσε το 1932, ο Τρότσκι υποστήριξε πως «χάρη στην ιδιοφυΐα του Σίγκμουντ». Η απάντηση του Τρότσκι στην πρόταση του Ράιχ για συνεργασία ήταν πως αυτή πράγματι θα έπρεπε να προσδοκάται, αλλά επίσης παραδέχτηκε πως ο ίδιος δε γνώριζε σε βάθος τα ψυχαναλυτικά ζητήματα. Φρόιντ, η ψυχανάλυση ανασήκωσε το πέπλο αυτού που ποιητικά ορίζεται ως ανθρώπινη ψυχή.
Μια συζήτηση ξεκίνησε στις αρχές του 1936, η οποία όμως δυστυχώς δεν αποτέλεσε την «προσδοκώμενη» αρχή μιας συνεργασίας. Ήδη από τότε οι ιδέες του Ράιχ είχαν αρχίσει να εκφυλίζονται. Το 1936, ο Ράιχ είχε ήδη καταβάλει υπερβολικές προσπάθειες για να επεκτείνει την εφαρμογή των ψυχαναλυτικών κανόνων σε πολιτικά ζητήματα και την κοινωνιολογία. Ακόμα και όταν η ταυτοποίηση του Ράιχ με τις Μαρξιστικές ιδέες ισχυροποιήθηκε, αυτός πάντα υποτιμούσε και υποβάθμιζε την αναγκαιότητα χτισίματος του επαναστατικού κόμματος και ιδιαίτερα αρνιόταν την αναγκαιότητα μιας Διεθνούς. Όπως έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του, «Κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο του Τρότσκι για μια 4η Διεθνή ήταν μια εντελώς άχρηστη αναζήτηση της αποτυχίας» (W. Reich, «Το άτομο και το Κράτος»).
Αυτού του είδους η αμφιβολία απέτρεψε τον Τρότσκι και τον Ράιχ από το να επιτύχουν μια σοβαρή συνεργασία. Δε μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε αυτό που εκπροσωπεί μια θεμελιώδη αντίφαση στη σκέψη του Αυστριακού επιστήμονα ακόμα και σε αυτή την περίοδο, που ήταν στα καλύτερά του. Παρόλο που τα «τεχνικά» του επιχειρήματα συμβαδίζουν με την υλιστική προοπτική, οι «πολιτικές» του ιδέες τείνουν να απορρίψουν και να αντιτεθούν στο καθήκον που έχει ο κάθε Μαρξιστής: αυτό της ανοιχτής διατυμπάνισης των πραγματικά επαναστατικών ιδεών μέσα στο κόμμα, ώστε να τις υπερασπίσει από κάθε είδους εκφυλισμό στα χέρια των γραφειοκρατών. Ο Ράιχ δεν ένιωσε την ανάγκη για μια «πολιτική»  κριτική ενάντια στο Σταλινισμό. Αυτό ίσως να οφείλεται σε μια κακώς νοούμενη αίσθηση πίστης στο κόμμα. Μια άλλη πιθανότητα είναι πως ο Ράιχ δε διέθετε μια πραγματική κατανόηση για τον παντελή πολιτικό εκφυλισμό του κόμματος. Αυτή η τελευταία υπόθεση μπορεί να υποστηριχτεί από την ίδια του την προσωπική ιστορία, αν λάβουμε υπόψη πως η διαδικασία «Σταλινοποίησης» είχε προχωρήσει πολύ ήδη από την εποχή που αυτός είχε μόλις μπει στο κόμμα.
Η θεώρηση αυτού του γεγονότος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως την αντιφατική άποψη του Ράιχ. Αυτό επιβεβαιώνεται από την αυτοβιογραφία του. Παρόλο που ο Ράιχ κατέκρινε ξεκάθαρα  απλοϊκές θέσεις όπως ότι «οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους αντιδραστικοί» και ανταπαντούσε πως «οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους επαναστατικοί», και παρόλο που σωστά εξέφρασε τις αναλύσεις του σε διαλεκτικούς όρους εξετάζοντας τις σχέσεις ανάμεσα στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, απέτυχε στο ότι περιόριζε τις αναλύσεις του στη ψυχολογία και τη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, η εξήγησή του για το φασισμό ως μια μαζική νεύρωση, παρουσιάζοντας τους φασίστες δημαγωγούς από τη μια μεριά και τις συνεπαρμένες μάζες από την άλλη, δεν οδηγεί στην κατάλληλη κατανόηση των πολιτικών όψεων του Ναζισμού-φασισμού, που ήταν ένα ακραίο όργανο της ταξικής καταπίεσης ενάντια στο προλεταριάτο και τις πολιτικές του οργανώσεις. Αυτό δείχνει πως ο Ράιχ ένιωθε πως ο διαλεκτικός υλισμός μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στη ψυχολογία και όχι στην πολιτική!
Στις εργασίες του Ράιχ σχετικά με τη διάρρηξη της μονογαμικής οικογένειας στη σοβιετική εμπειρία (οι οποίες ήταν οι εργασίες οι οποίες συντέλεσαν τα μέγιστα στις διαγραφές του), έκανε αναφορά στο έργο του Τρότσκι του 1923 «Προβλήματα της Καθημερινότητας» και έκανε νύξη σε ιδέες που βρήκε στο έργο του Έγκελς «Η καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους». Ο Ράιχ εστίασε στα πλέον προοδευτικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής εμπειρίας, πιστεύοντας πως αυτή θα έστεκε ως ένα ασύγκριτο επίτευγμα, παρόλο που αντιμετώπιζε τεράστιες υλικές δυσκολίες:

 «…η απαρχή μιας σεξουαλικής επανάστασης με την παρούσα αποσύνθεση της οικογένειας. η αντικατάσταση της πατριαρχικής οικογενειακής δομής με τη σοσιαλιστική κολεκτίβα. η συνεχώς αυξανόμενη εμπλοκή είτε του άνδρα είτε της γυναίκας στις δημόσιες λειτουργίες. η πρόσβαση των γιων και των κορών στις κολεκτίβες και ο συνεπακόλουθος ανταγωνισμός κοινωνικών σχέσεων με τις οικογενειακές. η μεταφορά της ευθύνης των παιδιών από τους γονείς στην κοινωνία και η κολεκτιβοποίηση της ανατροφής των παιδιών».

Ο Ράιχ μπορούσε να κατανοήσει πως ο Σταλινισμός σήμαινε τη διάρρηξη αυτών των διαδικασιών. Το 1934, πραγματικά, (σαν μέρος της λεγόμενης «νέας πορείας») ξαφνικά επανασυστήθηκαν η λατρεία της πατριαρχικής οικογένειας και οι νόμοι ενάντια στην ομοφυλοφιλία. Αυτές οι αντιμεταρρυθμίσεις ξεκάθαρα αντιπαραβάλλονταν με τους νόμους που ο Λένιν είχε εισηγηθεί πίσω στα 1917, που ονομαστικά ήταν οι πράξεις για την «κατάργηση του γάμου» και για «τον πολιτικό γάμο, τα παιδιά και το πολιτικό ληξιαρχικό γραφείο». Αυτοί οι νόμοι υποστήριζαν πως ο άνδρας δεν ήταν πλέον ο ηγέτης της οικογένειας και πως οι γυναίκες θα αποκτούσαν πλήρη υλικό και σεξουαλικό αυτό-προσδιορισμό, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της κάθε μίας να μπορεί να διαλέγει το όνομά της, την κατοικία και να ασκεί τα πολιτικά της δικαιώματα.

Μεταναστεύσεις, Παράνοια, Φυλακή και Θάνατος

Ήδη πριν από την απομάκρυνσή του από την Ψυχαναλυτική Εταιρία (IPS), ο Ράιχ αναγκάστηκε να μετακινηθεί στη Δανία, εξαιτίας της ανοιχτής εχθρότητας εναντίον του στο επαγγελματικό του περιβάλλον. Πολύ σύντομα όμως έπρεπε να διαφύγει στη Σουηδία, έπειτα στη Νορβηγία και τελικά το 1939 στις ΗΠΑ, όπου για καλή του τύχη ήταν τελείως άγνωστος. Δυστυχώς, ενώ τα πρώτα του χρόνια στις ΗΠΑ ήταν σχετικά ήρεμα, η εργασία του σύντομα οδήγησε στην ανάπτυξη ανοιχτής εχθρότητας σε όλους τους χώρους. Έγινε αδύνατο να συνεχίσει τις μελέτες και την εργασία του. Οι ανυπόφορες συνθήκες τον οδήγησαν στην παράνοια. Σύντομα καταγγέλθηκε στην αστυνομία από τους φανατικούς γείτονές του, οι οποίοι ταράχθηκαν από την παράξενη συμπεριφορά του. Η αστυνομία συνέχισε τις συστηματικές της έρευνες σχετικά με το παρελθόν του και σύντομα «εξέθεσε» το «ανήθικο» περιεχόμενο των γραπτών του. Κατά τη διάρκεια αυτών των ερευνών, η αστυνομία τελικά ανακάλυψε τη Μαρξιστική καταγωγή της σκέψης του.

Αυτή η διαδικασία του εκφοβισμού διήρκεσε μερικά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Ράιχ τόλμησε να συνεχίσει το γράψιμο. Δυστυχώς, κάποιες πλευρές της άποψής του απόκλιναν σε ημι-επιστημονικές θεωρίες, γνωστές και ως «οι θεωρίες της οργονομικής του περιόδου». Δυστυχώς αυτές οι θεωρίες είναι πολύ γνωστότερες από όσες είχε υποστηρίξει νωρίτερα. Η υπερβολική του έμφαση στη σεξουαλική ενέργεια τον οδήγησε να πιστεύει πως αυτή θα μπορούσε να μετρηθεί με φυσικό τρόπο, ακόμα και να γίνει ορατή με τη χρήση ορισμένων συσκευών (τα «οργονοσκόπια»). Μια απόλυτη πίστη στην ύπαρξη μιας «θετικής ενέργειας» (της «οργόνης») τον έριξε σε ένα θεωρητικό πλαίσιο που άρχισε να βρίθει από μυστικισμό. Εγκατέλειψε κάθε υλιστική θέση και άρχισε να πιστεύει σε πράγματα όπως την καταγωγή του σύμπαντος από τις οργόνες, μέσω ενός τεράστιου αρχέγονου οργασμού στον οποίο έφτασαν μαζί δυο πρωτόγονες οργονικές οντότητες – μια σεξουαλική «Μεγάλη Έκρηξη»! Μια τέτοια συνθηκολόγηση με τον ιδεαλισμό, που γίνεται πιο σοκαριστική όταν αυτές οι ιδέες συγκρίνονται με τις προηγούμενες υλιστικές-διαλεκτικές επιστημονικές αρχές του, μπορεί μόνο να εξηγηθεί σαν αποτέλεσμα της πλήρους αποσύνδεσής του από την πραγματικότητα. Αυτή με τη σειρά της αναπτύχθηκε από την συνεχώς επιδεινούμενη πολιτική και επιστημονική του απομόνωση, η οποία τα τελευταία χρόνια της ζωής του έφτασε στο σημείο της πλήρους προσωπικής καταδίωξης.

Είναι ουσιαστικό να διακρίνουμε ξεκάθαρα αυτές τις δύο περιόδους. Η πρώτη ήταν από το 1919 μέχρι το 1938 και η δεύτερη από το 1938 μέχρι το 1957. Είναι επίσης σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας πως ξαναέγραψε τα προηγούμενα έργα του, πραγματοποιώντας σοβαρές αλλαγές. Ουσιαστικά, στη δεύτερή του περίοδο, ο Ράιχ αναθεώρησε και περιέκοψε τις προηγούμενες εργασίες του. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα άλλαξε τελείως το περιεχόμενο των ιδεών του.

Ένα χτυπητό παράδειγμα είναι ο πρόλογος του 1946 για την Τρίτη έκδοση του έργου «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού». Στην έκδοση αυτή, ο Ράιχ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι έγραφε χρόνια πριν. Τώρα περιέγραφε το φασισμό ως μια «πολιτικά οργανωμένη έκφραση της δομής της μέσης προσωπικότητας», η οποία είναι μια οργανική συνιστώσα του απλού ανθρώπου, σύμφωνα με το σχήμα των τριών στρώσεων που είχε προτείνει χρόνια πριν. Στη θεωρία αυτή, ο Ράιχ είχε χωρίσει τη ψυχολογική ζωή ανδρών και γυναικών σε μια βιολογική στρώση που περιλαμβάνει τα ένστικτα, έπειτα μια υποσυνείδητη στρώση, όπου η ολοκληρωτική ηθική γεννά τη διαστροφή από την καταπίεση των βιολογικών ενστίκτων και τελικά μια συνειδητή στρώση, όπου τα συμπαραγόμενα της ηθικής που καταπίεσε εκείνα τα ένστικτα παράγουν νευρώσεις και φυσικές διαταραχές. Σε αυτή την τελευταία ανάλυση, ο φασισμός δεν είναι πλέον ένα πολιτικό φαινόμενο, ή έστω μια «μαζική νεύρωση» – αλλά κάτι έμφυτο στην ανθρωπότητα! Αυτή η ιδέα ήταν λιγότερο επιστημονική και πιο απαισιόδοξη από το Φροϋδικό «ένστικτο του θανάτου», το οποίο ο ίδιος ο Ράιχ είχε κατακρίνει με αυστηρότητα τα προηγούμενα χρόνια.

Μόνο οι εκδόσεις που χρονολογούνται πίσω στην πρώτη του περίοδο θα πρέπει να θεωρούνται σύμφωνες με την υλιστική-διαλεκτική οπτική. Οι ιδέες του Ράιχ, όπως κι εκείνες του μέντορά του, του Φρόιντ, ακολούθησαν μια φθίνουσα πορεία. Η βασική αιτία φαίνεται να είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις – συγκεκριμένα, η άρνησή τους να διατηρήσουν την πολιτική κριτική. Στην περίπτωση του Ράιχ ήταν η άρνησή του να αντιτεθεί στο Σταλινισμό, που αρχικά τον οδήγησε να αναθεωρήσει τις θεωρίες του και έπειτα να τις εγκαταλείψει.

Το αποφασιστικά σεξουαλικό περιεχόμενο της οργονομικής θεωρίας του προσέδωσε τη φήμη του σεξουαλικώς διεστραμμένου. Σε ύστερες δίκες, προστέθηκε και η κατηγορία πως αποτελούσε κομμάτι ενός «κομμουνιστικού σχεδίου». Απελπισμένος καθώς ήταν, ο Ράιχ προσπάθησε να υπερασπίσει τον εαυτό του απορρίπτοντας το κομμουνιστικό παρελθόν του και προσπαθώντας να εμφανιστεί πιο αντι-κομμουνιστής ακόμα κι από τους κατηγόρους του. Στο τέλος, ήταν τελείως ανίκανος να υπερασπίσει τον εαυτό του με επιτυχία εξαιτίας της αυτοκαταστροφικής του βουτιάς στην ιδεαλιστική ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, η οποία – εξίσου τότε και τώρα – εξισώνει τον κομμουνισμό με το Σταλινισμό. Τελικά κατέληξε παντελώς κλονισμένος και παρανοϊκός. Μετά από χρόνια δικών στάλθηκε στη φυλακή. Πολύ σύντομα πέθανε, το 1957.

Αλεσσάντρο Ντ’ Αλόια

Μετάφραση: Άγγελος Ηρακλείδης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα