ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΣΥΝ
Το 6ο συνέδριο της οργάνωσής μας διεξάγεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση είναι το πιο αποφασιστικό στοιχείο της σημερινής περιόδου και καθορίζει τις εξελίξεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Το πρώτο καθήκον της Αριστεράς σε αυτές τις συνθήκες, είναι να δώσει στους εργαζόμενους και τη νεολαία μια ξεκάθαρη εξήγηση για τα αίτια της κρίσης και πάνω σε αυτή τη βάση, να διατυπώσει με σαφήνεια τις πολιτικές της θέσεις.
Σοβαρές και αξιόπιστες απαντήσεις για τα αίτια της οικονομικής κρίσης μπορούμε να αντλήσουμε από τα ίδια τα πολιτικά θεμέλια του κινήματός μας, του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Στο πάντα επίκαιρο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς έγραφαν σχετικά : «..Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε. Εδώ και δεκάδες χρόνια, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της…». Στο «Αντί Ντύρινγκ» ο Φρ. Ένγκελς σημείωνε για τις κρίσεις στον καπιταλισμό : «..Στις κρίσεις αυτές, κανείς βλέπει την αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση να φθάνει σε μια βίαιη έκρηξη. Ο τρόπος παραγωγής εξεγείρεται ενάντια στον τρόπο ανταλλαγής, οι παραγωγικές δυνάμεις εξεγείρονται ενάντια στον τρόπο παραγωγής που ξεπερνούν..».
Οι ιδρυτές του κινήματος εξηγούσαν λοιπόν, ότι ο καπιταλισμός έχει μέσα του το σπέρμα των κρίσεων. Γεννά τις κρίσεις σαν αποτέλεσμα των δομικών του αντιφάσεων.
Η θεμελιώδης αντίφαση είναι αυτή ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική, καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής συνίσταται στο γεγονός ότι συγκριτικά με τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα, ο καπιταλισμός μετέβαλε τα ατομικά παραγωγικά μέσα σε κοινωνικά, σε μέσα δηλαδή που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις μέχρι τη δημιουργία ενός παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, με άξονα την αλληλεξάρτηση ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της παραγωγικής δραστηριότητας και τομείς της οικονομίας. Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγωγής όμως, βρίσκεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι αυτή λειτουργεί σε καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και με σκοπό το ατομικό κέρδος του καπιταλιστή ιδιοκτήτη.
Από αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση, προκύπτει το φαινόμενο της αναρχίας της παραγωγής, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής επιδιώκει τη διεύρυνση της παραγωγής μόνο εκεί όπου είναι εξασφαλισμένο το κέρδος. Αντί να υπάρχει μια σχεδιασμένη κατανομή των κεφαλαίων ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας, τα κεφάλαια διοχετεύονται άναρχα και μαζικά, μόνο εκεί που πρόκειται να αποφέρουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη. Η αναρχία αυτή, δημιουργεί δυσαναλογίες σε όλες τις σφαίρες της παραγωγικής διαδικασίας και διαταράσσει την αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ο Ένγκελς έγραφε για την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής: «..Κανείς δεν ξέρει πόσα από τα προϊόντα του έρχονται στην αγορά, πόσα από αυτά χρησιμοποιούνται, κανείς δεν ξέρει αν το μεμονωμένο προϊόν ανταποκρίνεται σε μια πραγματική ανάγκη, αν θα καλύψει το κόστος του ή αν καν θα πουληθεί. Στην καπιταλιστική παραγωγή, κυριαρχεί αναρχία…» (Φ. Ένγκελς «Αντι Ντύρινγκ»).
Το διαρκές κυνήγι του κέρδους από τους καπιταλιστές, οδηγεί στη συνεχή μείωση της δυνατότητας των εργαζομένων να καταναλώνουν τα παραγόμενα εμπορεύματα. Αυτό συμβαίνει γιατί το κέρδος δεν αποτελεί τίποτα άλλο από την απλήρωτη εργατική δύναμη και για να αυξάνεται διαρκώς, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να εκμεταλλεύονται όλο και πιο πολύ τους εργαζόμενους, ωθώντας τους να δουλεύουν περισσότερο και με χαμηλότερους μισθούς. Με αυτό τον τρόπο όμως, συρρικνώνουν την καταναλωτική τους δυνατότητα και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να μείνουν αδιάθετα τα εμπορεύματα και το σύστημα να οδηγηθεί σε κρίση. Οι κρίσεις στον καπιταλισμό λαμβάνουν το χαρακτήρα των κρίσεων υπερπαραγωγής.
Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραφαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο χαρακτηριστικά : «…Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές.»
Η σημερινή κρίση σαφέστατα αποτελεί μια κρίση υπερπαραγωγής. Πριν από την κρίση είχε εμφανιστεί ένας κορεσμός σε εμπορεύματα κάθε είδους (αυτοκίνητα, οικοδομικά υλικά, καταναλωτικά αγαθά κλπ), συγκριτικά με την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας σε καπιταλιστικές συνθήκες. Αυτό το φαινόμενο εμπόδισε την ανάπτυξη της παραγωγής και οδήγησε στη σημερινή κατάσταση υπολειτουργίας της βιομηχανικής παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, τον περασμένο Δεκέμβριο η υπάρχουσα παραγωγική δυνατότητα της αμερικάνικης βιομηχανίας αξιοποιούταν μόνο κατά 72%, μόλις κατά 2% περισσότερο από τον αντίστοιχο μήνα του 1982! Για την «Ευρωζώνη» το αντίστοιχο ποσοστό σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ ήταν τον περασμένο Ιούλιο 69.5%, με το ποσοστό για τα κεφαλαιουχικά αγαθά να ανέρχεται σε 67.6% και για την αυτοκινητοβιομηχανία σε 60%.
Οι αστοί οικονομολόγοι εμφανίζουν αδυναμία να εξηγήσουν την κρίση. Πολλοί από αυτούς, υποστηρίζουν σήμερα ότι το κύριο πρόβλημα είναι η μειωμένη προσφορά δανείων, που προκαλεί «έλλειψη ρευστότητας» στην αγορά. Όμως ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», εξηγούσε ότι δεν είναι η έλλειψη χρήματος που προκαλεί την κρίση, αλλά είναι η κρίση που προκαλεί την έλλειψη χρήματος.
Μια άλλη μεγάλη μερίδα αστών οικονομολόγων, υποστηρίζει ότι η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού, αλλά προήλθε από τις «κερδοσκοπικές υπερβολές» του τραπεζικού συστήματος και των κυβερνητικών πολιτικών που τις ενθάρρυναν. Όμως η όξυνση της κερδοσκοπίας δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, καθώς έκανε πάντοτε την εμφάνισή της σε περιόδους οικονομικής άνθισης μέσα στον καπιταλισμό και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της πυρετώδους δραστηριότητας που προηγείται των κρίσεων, όπως ακριβώς συνέβη και την περίοδο πριν από το μεγάλο «Κραχ» του 1929 (βλέπε Πωλ Κρούγκμαν «Η μεγάλη κάμψη»).
Η κερδοσκοπία που εμφανίστηκε κατά την προηγούμενη άνθιση, ασφαλώς ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Είχαμε ένα κερδοσκοπικό όργιο, στο πλαίσιο του οποίου, οι τράπεζες συμμετείχαν ενθουσιωδώς. Τεράστιες ποσότητες πλασματικού κεφαλαίου εισήχθηκαν στην οικονομία, ιδιαίτερα στη λεγόμενη «φούσκα» των ακινήτων, που ήταν ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μαζικής κερδοσκοπίας βασισμένης σε ανύπαρκτες, πλασματικές αξίες. Ταυτόχρονα, οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές ανήλθαν σε ανήκουστα ύψη. Η παγκόσμια αγορά χρηματιστηριακών «παραγώγων» ανερχόταν σε σχεδόν 700 τρις δολάρια ακριβώς πριν από την κατάρρευση. Η τρομερή αυτή κερδοσκοπία έκανε πιο οξυμένη την εκδήλωση της κρίσης, όμως δεν ήταν η αιτία για τη δημιουργία της.
Η πίστη όπως εξηγούσε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», ενθαρρύνει την υπερπαραγωγή κάνοντας οξύτερη την εκδήλωση της κρίσης, δεν είναι όμως η αίτια των κρίσεων στον καπιταλισμό. Μέσω της πίστης, οι καπιταλιστές μπορούν να επεκτείνουν τεχνητά και προσωρινά τα όρια της αγοράς. Οι καπιταλιστές που χρησιμοποιούν τις πιστώσεις, χρησιμοποιούν ένα κεφάλαιο που δεν τους ανήκει : «Δεν παίρνουν τόσες προφυλάξεις όσες ο ιδιοκτήτης, που ποτέ δεν ξεχνά τα όρια του δικού του κεφαλαίου» (Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο»). Με αυτό τον τρόπο όμως, «προσκρούουν» πιο επώδυνα πάνω στην εμφάνιση των κρίσεων υπερπαραγωγής.
Το γεγονός ότι η παρούσα κρίση εκδηλώθηκε πρώτα στο τραπεζικό σύστημα δεν είναι πρωτόγνωρο. Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ανέφερε σχετικά ότι «..οι κρίσεις δεν εκδηλώνονται αρχικά στο λιανικό εμπόριο, που απευθύνεται στην άμεση κατανάλωση, μα στη σφαίρα του χονδρικού εμπορίου και των τραπεζών που βάζουν στη διάθεση του χονδρικού εμπορίου, το χρηματικό κεφάλαιο της κοινωνίας..».
Η Αριστερά έχει καθήκον να διαλύσει του σύγχρονους αστικούς μύθους και να εξηγήσει ότι η αιτία των κρίσεων δεν βρίσκεται στο τραπεζικό σύστημα, αλλά στις ρίζες του καπιταλισμού, στην καπιταλιστική παραγωγή και τις αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας.
Η αναγνώριση του γεγονότος ότι η κρίση επιβεβαιώνει τη θεμελιώδη μαρξιστική ανάλυση για τον καπιταλισμό, δε συνιστά μια στείρα καυχησιολογία. Έχει ιδιαίτερη σημασία για το κίνημά μας, όχι για ψυχολογικούς αλλά για πολιτικούς λόγους. Αποτελεί προϋπόθεση για τον κατάλληλο ιδεολογικό και πολιτικό εξοπλισμό των αριστερών αγωνιστών και αναδεικνύει την ίδια την ορθότητα του ακρογωνιαίου λίθου της μαρξιστικής θεωρίας, δηλαδή της υπεράσπισης του σοσιαλισμού σαν μια επιτακτική κοινωνική αναγκαιότητα.
Πώς ο καπιταλισμός ξεπερνά τις κρίσεις;
Οι σοσιαλδημοκράτες, σαν «δικηγόροι» του καπιταλισμού μέσα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, θέλουν πάντα να παρουσιάζουν τον καπιταλισμό παντοδύναμο, με προφανή στόχο να υποβαθμίσουν τον επαναστατικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το κίνημα της εργατικής τάξης και σαν πρωτοπόρο συστατικό του τμήμα, η ίδια η Αριστερά. Ένας κλασσικός αφορισμός της σοσιαλδημοκρατίας που αντιπαραβάλλεται στη δήθεν ανυπομονησία όσων υποστηρίζουν σήμερα ότι ο σοσιαλισμός είναι επιτακτική αναγκαιότητα, είναι η θέση ότι «ο καπιταλισμός μπορεί και ξεπερνά τις κρίσεις του». Αυτή η φράση βέβαια, λέει τη μισή αλήθεια. Ασφαλώς το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να βγει και από την βαθύτερη κρίση. Όμως συνήθως οι σοσιαλδημοκράτες δεν εξηγούν το πώς ο καπιταλισμός ξεπερνά τις κρίσεις του. Ας δούμε τι έγραφαν σχετικά οι Μαρξ και Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: «..Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς, λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις…».
Όλα αυτά, μας θυμίζουν τις συνταγές «εξόδου από την κρίση» που εφαρμόζουν σήμερα παντού οι καπιταλιστές και οι κυβερνητικοί τους εγκέφαλοι : κύματα απολύσεων, συρρίκνωση της παραγωγής, ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού για αγορές και σφαίρες επιρροής (συγκρούσεις ΗΠΑ-Κίνας-Ε.Ε), δραστικές περικοπές στο επίπεδο διαβίωσης των εργαζόμενων μαζών με αποτέλεσμα τη συντριβή της αναιμικής καταναλωτικής τους δύναμης. Τι άλλο από «πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις» είναι δυνατό να προετοιμάζουν όλα αυτά; Ήδη οι πιο διορατικοί αστοί οικονομολόγοι (βλέπε πρόσφατες δηλώσεις του «νομπελίστα» Τζ. Στίγκλιτς) μιλούν για την πιθανότητα μια δεύτερης «απανωτής ύφεσης».
Ο καπιταλισμός δεν έχει καμία έμφυτη «δικλείδα ασφαλείας». Με τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις του, διαρκώς «παίζει με τη φωτιά», καθώς δημιουργεί κύματα δυσαρέσκειας στις τάξεις των εργαζόμενων, που αν αποκτήσουν από την Αριστερά την κατάλληλη πολιτική εκπροσώπηση, μπορούν να οδηγήσουν, όπως έχει δείξει η Ιστορία, σε νικηφόρα σοσιαλιστικά κινήματα.
Ο χαρακτήρας της κρίσης και της εποχής μας
Η παρούσα κρίση είναι η σοβαρότερη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα της, καθώς και τη φύση της ίδιας της εποχής μας, είναι ανάγκη να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Η μακρά μεταπολεμική ανάπτυξη που γνώρισε η καπιταλιστική Δύση την περίοδο 1948-1973, στηρίχθηκε κύρια στην τρομερή επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, που έδωσε μια πρωτοφανή ώθηση στη βιομηχανία, στην επιστήμη και την τεχνολογία. Παράλληλα, οι καπιταλιστές στη Δύση, σαν αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης από την απώλεια της μισής Ευρώπης, την οικονομική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ και την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος, αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές κοινωνικές παραχωρήσεις με τη μορφή του «κράτους πρόνοιας».
Η κρίση του 1973-74 έθεσε ξανά τη βιωσιμότητα του καπιταλισμού σε αμφισβήτηση και έφερε στο φως πιο καθαρά την αντιδραστική του φύση. Καθώς η παραγωγή συρρικνωνόταν, οι αυξημένες κρατικές δαπάνες δημιουργούσαν ελλείμματα και πληθωρισμό και έτσι παντού οι αστοί εγκατέλειπαν την πολιτική του «κεϋνσιανισμού», δηλαδή της στήριξης στην κρατική παρέμβαση και στρέφονταν στο νεοφιλελευθερισμό, για να συγκρατήσουν τα κέρδη σε βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων.
Τις δύο επόμενες δεκαετίες, οι αυξημένες πολεμικές δαπάνες στις ΗΠΑ, η παραπέρα ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς μέσα από την ένταση της εκμετάλλευσης των πρώην αποικιακών χωρών, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων σταλινικών καθεστώτων και η στροφή της Κίνας στον καπιταλισμό, δημιούργησαν τη βάση για μια νέα περίοδο ανάκαμψης. Η ανάπτυξη του πεδίου της υψηλής τεχνολογίας, της βιομηχανίας των κομπιούτερ και του ιντερνέτ, έδωσε νέα ώθηση στην παγκόσμια οικονομία. Όμως η άνθιση των δεκαετιών 1990 και 2000, με διαλύματα ύφεσης στις αρχές τους, είχε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τη μεταπολεμική ανάκαμψη. Αντί να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, παντού το καταβαράθρωσε.
Η ανάπτυξη επιχειρήθηκε να επιμηκυνθεί τεχνητά μέσα από την τρομερή επέκταση της πίστης, στη οποία πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ με μια πολιτική σχεδόν μηδενικών επιτοκίων. Όμως όπως ήδη αναφέραμε, η πίστη δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο για την αποφυγή των κρίσεων. Η αυξανόμενη καταναλωτική αδυναμία των μαζών, μέσα από τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της ανεργίας και την αυξανόμενη φτώχεια, σηματοδότησε το ξέσπασμα μιας κλασσικής κρίσης υπερπαραγωγής, που αποτυπώθηκε αρχικά και πιο έντονα στο τραπεζικό σύστημα με την αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, η οποία απείλησε με κατάρρευση μια πλειάδα τραπεζών αναμεμιγμένων στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης».
Οι αστοί έχοντας δει την αυταπάτη του «απρόσβλητου» του συστήματός τους από τις κρίσεις να καταρρέει, πανικόβλητοι και χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, επιχειρούν σε παγκόσμιο επίπεδο απλά να μεταθέσουν το βάρος της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης.
Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Ομπάμα ρίχνοντας «πακτωλούς» δολαρίων στην οικονομία και κρατικοποιώντας τις ζημιές των καπιταλιστών, έχει δημιουργήσει μια βραδυφλεγή βόμβα κρατικών χρεών, χωρίς να έχει καταφέρει ακόμα να επαναφέρει την οικονομία στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ παράλληλα, η ανεργία είναι η μεγαλύτερη στη μεταπολεμική αμερικάνικη Ιστορία.
Στην Ευρώπη η ίδια τάση διόγκωσης των κρατικών ελλειμμάτων, θέτει την προοπτική της κρατικής χρεοκοπίας στο προσκήνιο για τις χώρες του Νότου, αλλά και την Ιρλανδία και την Βρετανία, συνιστώντας μια τεράστια απειλή για το ευρώ, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος της οικονομικής ενοποίησης της ηπείρου σε καπιταλιστική βάση. Παντού, οι αργοί ρυθμοί μια αναιμικής ανάκαμψης, συνοδεύονται από μαζική ανεργία και αυξανόμενη εξαθλίωση των εργατικών μαζών.
Όπως και ο «κεϋνσιανισμός», παλαιότερα, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός, με την παρούσα κρίση απέδειξε ότι δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στον καπιταλισμό. Η εκρηκτική ανάδειξη στο προσκήνιο των θεμελιωδών αντιφάσεων του συστήματος, σύρει τους αστούς σε μια απελπισμένη απόπειρα ανάμιξης των δύο «συνταγών», δηλαδή ενός συνδυασμού χρησιμοποίησης των υψηλών ελλειμμάτων για την διάσωση και επιδότηση των κερδών, με μια παράλληλη πολιτική έντασης των περικοπών σε βάρος των εργαζόμενων. Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μια εκρηκτική αντανάκλαση των αντιφάσεων του καπιταλισμού, με τη μορφή μιας μεγάλης όξυνσης της σύγκρουσης ανάμεσα στις τάξεις.
Όλα αυτά, δείχνουν ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μια περιστασιακή κρίση. Σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή στην πραγματικότητα του καπιταλισμού. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των 4-5 δεκαετιών που ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην καπιταλιστική Δύση, δηλαδή η σχετική κοινωνική σταθερότητα και η διατήρηση ενός ανεκτού βιοτικού επιπέδου για την εργατική τάξη, ανήκουν οριστικά στον παρελθόν. Την ώρα που οι υλικές και τεχνολογικές προϋποθέσεις για μια κοινωνία αφθονίας έχουν δημιουργηθεί, ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος αποκτά ξανά την όψη του μεσοπολέμου, με τη μαζική ανεργία, τη φτώχεια και την πρωτοφανή ένταση στις διεθνείς σχέσεις και – πάνω απ’ όλα – στις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, να αποτελούν πλέον τον κανόνα.
Σε αυτές τις συνθήκες το ιστορικό καθήκον της Αριστεράς δεν είναι να αναπολεί την περίοδο του «κοινωνικού κράτους» και να αντανακλά στην πολιτική της τις αυταπάτες ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού» που συντρίβονται. Πρέπει να δείχνει στις εργαζόμενες μάζες το δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού, ενός συστήματος παρηκμασμένου και βαθειά παρασιτικού.
Πολιτικά και ιδεολογικά συμπεράσματα από την κρίση
Αφού δώσει την κατάλληλη εξήγηση για τα αίτια της κρίσης, η Αριστερά οφείλει να βγάλει και τα ιδεολογικά και πολιτικά συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή : οι κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλισμού, το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν συμβιβάζεται πλέον με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Αναδεικνύουν την ανάγκη για την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με σκοπό την ικανοποίηση των ολοένα και διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Με άλλα λόγια, αναδεικνύουν τη ζωτική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.
Η απελευθέρωση της δυνατότητας της κοινωνίας να αναπτύσσει την παραγωγική δραστηριότητα με στόχο να ικανοποιεί τις ανάγκες του συνόλου των εργαζομένων, είναι απόλυτα ταυτισμένη με την απελευθέρωσή της από το ζυγό του κεφαλαίου. Και επειδή το κεφάλαιο ποτέ δε θα παραιτηθεί από μόνο του, μοναδική λύση για τους εργαζόμενους είναι να απαλλαγούν από το κεφάλαιο και να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό.
Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά στο «Αντί-Ντύρινγκ» : «…οι κρίσεις ξεσκεπάζουν την ανικανότητα της αστικής τάξης να συνεχίσει τη διεύθυνση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων…Από τη μια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκαλύπτεται, εξαιτίας της ανικανότητάς του, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να διευθύνει τις παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη, αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις σπρώχνουν με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα τα γεγονότα προς την άρση της αντίφασης, δηλαδή την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και την αναγνώριση του χαρακτήρα τους ως κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, όπως και πραγματικά είναι… Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η κοινωνία ανοιχτά και χωρίς περιστροφές πάρει στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, που έχουν τόσο μεγαλώσει ώστε να μην υπακούουν σε καμία άλλη διεύθυνση εκτός από τη δική της. Έτσι οι παραγωγοί, με πλήρη συνείδηση της αποστολής τους ελευθερώνουν τις τεράστιες δυνατότητες, που προέρχονται από τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των προϊόντων, που σήμερα στρέφονται εναντίον τους, που διασπούν κατά περιόδους την κανονική συνέχεια της παραγωγής και ανταλλαγής και που επιβάλλονται πάνω σε αυτούς μόνο βίαια και καταστροφικά σαν τυφλός νόμος και από αιτία διαταραχών και περιοδικών καταστροφών που ήταν άλλοτε, ο κοινωνικός τους χαρακτήρας μετατρέπεται τώρα σε ένα τεράστιο μοχλό της ίδιας της παραγωγής… Με μια τέτοια χρησιμοποίηση των σημερινών παραγωγικών δυνάμεων που η φύση και ο χαρακτήρας τους είναι πια γνωστοί, τη θέση της κοινωνικής αναρχίας στην παραγωγή θα την πάρει η κοινωνική σχεδιοποίηση της παραγωγής σύμφωνα με τις ανάγκες του συνόλου και του ατόμου».
Η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη και τα αδιέξοδά της
Δυστυχώς όμως, στους κόλπους του διεθνούς αριστερού κινήματος, δεν κυριαρχεί η μαρξιστική άποψη για τα αίτια της κρίσης και τα πολιτικά συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή, αλλά η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη. Σύμφωνα με αυτήν, η κρίση ήταν το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης των πολιτικών κρατικού παρεμβατισμού και της υιοθέτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών βαθμιαία από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Η «αντι-νεοφιλελεύθερη» – «κεϋνσιανή» άποψη, υποστηρίζει ότι τα κρατικά ελλείμματα μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες μπορούν να μετατραπούν σε ένα εργαλείο για τη στήριξη της απασχόλησης. Ο καπιταλισμός όμως, δεν έχει λύση για την ανεργία. Η ανεργία είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στο καπιταλιστικό σύστημα οι παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν μέσα στα στενά όρια της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτή είναι η αληθινή αιτία για το φαινόμενο της οργανικής, δομικής ανεργίας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο καπιταλισμό. Αλλά για τους «αντι-νεοφιλελεύθερους» – «κεϋνσιανούς», η λύση για την ανεργία είναι απλή : το κράτος πρέπει απλά να αυξήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού για να επιδοτήσει τις επιχειρήσεις, ώστε να εξασφαλίσουν θέσεις απασχόλησης. Η άποψη αυτή όμως είναι ριζικά λαθεμένη για μια σειρά από λόγους που θα εξηγήσουμε εδώ.
Ο Άγγλος οικονομολόγος Τζων Μαίηναρντ Κέυνς ήταν ένα ευφυής αστός που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο μιας σοσιαλιστικής επανάστασης μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Υποστήριξε μια άποψη που μπορεί απλά να συνοψιστεί στο εξής : αν υπάρχουν άνεργοι, το κράτος πρέπει να πληρώσει μια ομάδα εργατών για να σκάψει μια τρύπα και μετά να πληρώσει μια άλλη για να τη γεμίσει. Μετά οι εργάτες θα πληρώσουν φόρους, η κυβέρνηση θα πάρει τα χρήματα πίσω, θα δημιουργηθεί ζήτηση, η οποία παράγει περισσότερη απασχόληση κ.ο.κ, σε μια ανοδική σπειροειδή κατεύθυνση.
Αυτή η θεωρία, φαινομενικά τόσο ελκυστική και λογική, βασίζεται σε μια εσφαλμένη υπόθεση, γιατί το κράτος από μόνο του δεν έχει χρήματα να πληρώσει κάποιον για να κάνει οτιδήποτε. Μπορεί μόνο να εξοικονομεί έσοδα από τη φορολογία. Σχετικά με αυτή την πηγή εσόδων υπάρχουν δύο επιλογές : φορολογία στους πλούσιους ή φορολογία στους εργάτες και τους μικροαστούς. Αν αυξηθούν οι φόροι για τους καπιταλιστές θα μειωθούν τα περιθώρια κέρδους, θα δημιουργηθεί ένα αντι-κίνητρο για επενδύσεις και έτσι θα αυξηθεί η ανεργία. Αν το κράτος φορολογήσει τους εργάτες και τους μικροαστούς, θα μειώσει τη ζήτηση και θα δημιουργήσει πάλι ανεργία. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διέξοδος από αυτό τον καπιταλιστικό «φαύλο κύκλο».
Οι «κεϋνσιανοί» όμως, μας δείχνουν το δρόμο της αλχημείας. Το κράτος έχει το μονοπώλιο στην εκτύπωση χρήματος. Στο παρελθόν τα χαρτονομίσματα αντιπροσώπευαν πραγματικές αξίες σε αποθέματα χρυσού και ασημιού. Κάθε χαρτονόμισμα αντανακλούσε μια ορισμένη αξία ενός τέτοιου πολυτίμου μετάλλου. Σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, η αξία του χρυσού και του ασημιού, προσδιορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιος μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να ζητήσει ένα ασημένιο κέρμα για ανταλλαγή ενός χαρτονομίσματος. Αλλά σήμερα αυτό είναι παρελθόν.
Αν ένας ιδιώτης τυπώσει χαρτονομίσματα, θα συλληφθεί σαν παραχαράκτης. Αλλά αν το κράτος αποφασίσει να αυξήσει την κυκλοφορία χρήματος, ακόμα και αν αυτό δεν αντιπροσωπεύει ούτε χρυσό, ούτε άλλα εμπορεύματα, κανένας δεν μπορεί να πει τίποτα. Όμως κάνοντάς το αυτό, το κράτος αλλάζει το συσχετισμό ανάμεσα στην ποσότητα του χάρτινου χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία και στην ποσότητα των υπαρχόντων εμπορευμάτων. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι ο πληθωρισμός.
Η αστική τάξη υιοθέτησε το κεϋνσιανό μοντέλο την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν απειλούταν από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Για μια περίοδο εμφανίστηκε να δίνει καλά αποτελέσματα. Η περίοδος μετά το 1945 ανέδειξε μια τρομερή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες υπήρξε πλήρης απασχόληση. Αυτό περιγράφτηκε από τους αστούς οικονομολόγους και τους σοσιαλδημοκράτες σαν το αποτέλεσμα του «κεϋνσιανισμού» και του «διευθυνόμενου καπιταλισμού» («καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο»).
Στην πραγματικότητα, η μεταπολεμική ανάπτυξη δεν ήταν το αποτέλεσμα του «κεϋνσιανισμού». Ορισμένοι από τους βασικούς λόγους της ανάπτυξης, ήταν η μεταπολεμική ανοικοδόμηση («σχέδιο Μάρσαλ» κλπ), η ανακάλυψη νέων βιομηχανικών πεδίων κατά τη διάρκεια του πολέμου και μόνο σε κάποιο βαθμό, έπαιξε ρόλο η αύξηση της εμπλοκής του κράτους στην οικονομία με τη μορφή ενός «κρατικού καπιταλισμού» μέσα από τις πολεμικές δαπάνες, τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, τις μερικές εθνικοποιήσεις κ.α. Πάνω από όλα όμως, η ατμομηχανή της ανάπτυξης ήταν η δίχως προηγούμενο επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, στο πλαίσιο της οποίας την περίοδο 1950 – 1991 ο όγκος των συνολικών εξαγωγών παγκοσμίως αυξήθηκε 12 φορές.
Αυτό σήμαινε πως για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο ο καπιταλισμός μπόρεσε μερικώς να υπερβεί μια από τις βασικότερες αντιφάσεις του, δηλαδή τη στενότητα των εθνικών αγορών συγκριτικά με την τάση των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτυχτούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Από μια σοσιαλιστική σκοπιά, η μεγάλη μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη ήταν μια ιστορικά προοδευτική εξέλιξη, καθώς βοήθησε στο να δημιουργηθεί η υλική βάση για τη σοσιαλιστική κοινωνία και ισχυροποίησε την εργατική τάξη, αλλάζοντας τον ταξικό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία προς όφελός της και σε βάρος των μικροαστικών στρωμάτων.
Οι θεωρητικοί του ρεφορμισμού χρησιμοποίησαν την μεταπολεμική ανάπτυξη σαν άλλοθι για να υποστηρίξουν ισχυρότερα την άποψη ότι ο καπιταλισμός έλυσε τα κοινωνικά προβλήματα και ότι πλέον ο Μαρξισμός ήταν «ξεπερασμένος». Όμως τα όνειρα τους συντρίφτηκαν με την κρίση του 1973-74, όπου ήδη εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα μαζικής ανεργίας στη Δύση από την περίοδο του μεσοπολέμου.
Ποια ήταν η αιτία για την εγκατάλειψη του «κεϋνσιανισμού» από τους αστούς εκείνη την περίοδο; Μήπως ήταν το ιδεολογικό καπρίτσιο ενός τμήματος της αστικής τάξης, με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο την Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία; Ασφαλώς όχι. Η περίοδος της δεκαετίας του 1970 ήταν μια περίοδος ανόδου του πληθωρισμού παντού. Στη Λατινική Αμερική ο πληθωρισμός ανέβηκε σε τρομερά επίπεδα, δημιουργώντας οικονομικό χάος. Η ίδια τάση άρχισε να απειλεί την οικονομική σταθερότητα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η αστική τάξη πλήρωσε πολύ υψηλό τίμημα για τις διαστρεβλώσεις που προκάλεσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Οι αστοί ήταν υποχρεωμένοι να βγάλουν «το δηλητήριο» του πληθωρισμού από το σύστημά τους. Αυτό ήταν το αληθινό νόημα του νεοφιλελευθερισμού και των οικονομικών θεωριών αστών, σαν τον Μίλτον Φρίντμαν, που σήμαναν μια μεγάλη άνοδο της έμμεσης φορολογίας, τη μείωση των φόρων στον πλούτο και δραστικές περικοπές στο «κράτος πρόνοιας» για να μειωθούν τα ελλείμματα που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου μισού αιώνα. Δεν υπήρχε τίποτα καινούριο σε αυτές τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες. Αυτό που αντιπροσώπευαν ήταν μια προσπάθεια επιστροφής στις ιδέες και μεθόδους του καπιταλισμού όπως ήταν τις παλιές «καλές» μέρες του 19ου αιώνα, πριν οι κυβερνήσεις αρχίσουν να παρεμβαίνουν στις λειτουργίες της αγοράς.
Αυτό ήταν λοιπόν το πραγματικό υπόβαθρο για την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, για το οποίο παραπονούνται οι «αντι-νεοφιλελεύθεροι» σοσιαλδημοκράτες απαιτώντας απλά την υιοθέτηση ενός «εναλλακτικού» οικονομικού μοντέλου και όχι την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού. Η Αριστερά πρέπει να τους απαντήσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο «κεϋνσιανισμός» εκφράζουν τις διαφορετικές όψεις του ίδιου, καπιταλιστικού οικοδομήματος. Για τους αστούς το ζήτημα είναι η επιλογή στο δίλλημα «πληθωρισμός ή αποπληθωρισμός». Για τους εργαζόμενους όμως, το δίλλημα αυτό μεταφράζεται στην επιλογή ενός θανάτου με απαγχονισμό ή ενός θανάτου με δηλητήριο…
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι λοιπόν η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού. Η Αριστερά πρέπει να απαντήσει σε όλους όσους μιλούν για «αντι-νεοφιλελεύθερες πολιτικές αναδιανομής» μέσα στον καπιταλισμό, ότι το πρόβλημα δεν γεννιέται στην σφαίρα της διανομής, αλλά στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή. Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά στην μπροσούρα «Ουτοπιστικός και επιστημονικός σοσιαλισμός : «..Το να περιμένει κανείς από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μια διαφορετική κατανομή των προϊόντων, είναι σαν να περιμένει τα ηλεκτρόδια μιας μπαταρίας να μην αποσυνθέτουν το νερό και να μη δίνουν οξυγόνο στο θετικό πόλο και υδρογόνο στον αρνητικό, τη στιγμή που βρίσκονται συνδεμένα με τη μπαταρία…». Αυτό σημαίνει ότι το ζητούμενο για τους εργαζόμενους δε μπορεί να είναι απλά μια «αντι-νεοφιλελεύθερη πολιτική», αλλά η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στην παραγωγή από την κοινωνική ιδιοκτησία.
Θα τελειώσουμε την αναφορά μας στα αδιέξοδα του «κεϋνσιανισμού», παραθέτοντας ένα προσιτό παράδειγμα, μιας κυβέρνησης που κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει «νεοφιλελεύθερη», της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-1985. Η «κεϋνσιανή» πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης που ακολούθησε με σχετική συνέπεια εκείνη η κυβέρνηση, διπλασιάζοντας μισθούς και συντάξεις και αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις, δεν έφερε μια ουσιαστική αλλαγή στο βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί δεν προχώρησε στην υλοποίηση των υποσχέσεων για την εγκαθίδρυση μια κοινωνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας. Η απόπειρά της να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων απλά με αυξήσεις, αφήνοντας τον έλεγχο των βασικών μοχλών της οικονομίας στα χέρια του κεφαλαίου, οδήγησε φυσιολογικά τους αστούς σε επενδυτική αποχή που «φρέναρε» την οικονομία και πολλαπλασίασε το δημόσιο χρέος, δίνοντας έτσι το άλλοθι για την επιβολή απανωτών προγραμμάτων λιτότητας από το 1985 και μετά, σαν τη μοναδική συνταγή για να διασωθεί η ανταγωνιστικότητά του ελληνικού καπιταλισμού.
Η ίδια η εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων της ελληνικής κοινωνίας αποδεικνύει λοιπόν, ότι το πραγματικό δίλλημα δεν είναι «νεοφιλελευθερισμός ή αντι-νεοφιλελευθερισμός», αλλά «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός».
Τι δείχνει το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής
Το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής είναι εκείνο που περισσότερο από κάθε άλλο, συνηγορεί υπέρ της επείγουσας αναγκαιότητας για τη νίκη του σοσιαλισμού. Η ριζοσπαστικοποίηση και η αριστερή στροφή των μαζών στη Λατινική Αμερική αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έμπρακτη διάψευση των ιδεολόγων της αστικής τάξης. Παρά τη βαθύτατη ιστορική δυσφήμισή τους από το σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, οι σοσιαλιστικές ιδέες επανήλθαν στο προσκήνιο, αποδεικνύοντας ότι κάτω από την όξυνση των αδιεξόδων του καπιταλισμού, η κίνηση των μαζών προς αυτές τις ιδέες είναι μονόδρομος.
Η ανάδειξη στην εξουσία μιας σειράς αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική προέκυψε σαν η πολιτική έκφραση μαζικών κινημάτων, που αντανακλούν το αδιέξοδο του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες. Η γενικευμένη αριστερή στροφή στη Λατινική Αμερική, απέδειξε ότι τα μαζικά κινήματα όταν αρχίσουν να παίρνουν επαναστατικά χαρακτηριστικά δε «σέβονται» τα σύνορα.
Αναμφίβολα, τα πιο προχωρημένα σημεία στην αριστερή στροφή που συντελείται στη Λατινική Αμερική, είναι η Βενεζουέλα και η Βολιβία.
Στη Βενεζουέλα με αφετηρία την εκλογή του προέδρου Ούγκο Τσάβες το 1998, μια επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι εργαζόμενες μάζες έχουν εισέλθει αποφασιστικά στο προσκήνιο με σκοπό να αλλάξουν την κοινωνία. Μέσα από τη δική τους αποφασιστική παρέμβαση έγινε κατορθωτό να σταθεί στα πόδια της η «Μπολιβαριανή» επανάσταση και να διατηρηθούν ως σήμερα οι σημαντικές κοινωνικές της κατακτήσεις στα ζητήματα της κοινωνικής πολιτικής, της καταπολέμησης της φτώχειας και του αναλφαβητισμού και της αποφασιστικής διεύρυνσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το 2002 με τον εντυπωσιακό ξεσηκωμό τους, οι εργαζόμενες μάζες επανέφεραν σε 24 ώρες τον Τσάβες στην εξουσία, νικώντας ένα πραξικόπημα καλά οργανωμένο από τη CIA και τη ντόπια ολιγαρχία. Το 2002-2003 με την κινητοποίηση και αυτο-οργάνωσή τους, νίκησαν το εργοδοτικό «λοκ-άουτ». Με τη μαχητική τους δράση σε όλες τις πρόσφατες εκλογικές μάχες, έδωσαν τη νίκη στις μπολιβαριανές δυνάμεις, ενώ η θεαματική τους συσπείρωση στο νέο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSUV), παίζει σήμερα αποφασιστικό ρόλο για την πορεία της επανάστασης.
Με τη δημιουργική ώθηση των μαζών και κάτω από το βάρος του αδιεξόδου του καπιταλισμού στη Βενεζουέλα, ο αρχικά ριζοσπάστης δημοκράτης Ούγκο Τσάβες, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας υποστήριξε την ανάγκη η μπολιβαριανή επανάσταση να λάβει σοσιαλιστικό χαρακτήρα, μιλώντας με θερμά λόγια για τις ιδέες του γνήσιου μπολσεβικισμού, διαχωρίζοντάς τις ανοιχτά από τη σταλινική τους διαστρέβλωση. Η νέα σοσιαλιστική κατεύθυνση της μπολιβαριανής επανάστασης ενθουσίασε και ενέπνευσε εκατομμύρια εργαζόμενους και νέους στη Λατινική Αμερική και ολόκληρο τον κόσμο.
Ωστόσο τα πρακτικά βήματα που έχουν γίνει στη Βενεζουέλα για την προώθηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι ακόμα πολύ ανεπαρκή. Η μπολιβαριανή ηγεσία, παρά τα σωστά φιλολαϊκά μέτρα των επιμέρους εθνικοποιήσεων τραπεζών και επιχειρήσεων, δεν έχει ακόμα προχωρήσει στην εφαρμογή ενός συγκεκριμένου πλάνου για την εγκαθίδρυση μιας σχεδιασμένης οικονομίας μέσα από την εθνικοποίηση των βασικών της τομέων και την πλήρη αντικατάσταση της παλιάς καταπιεστικής, γραφειοκρατικής κρατικής μηχανής. Αυτή η πολιτική, εκθέτει σε κινδύνους τις κατακτήσεις της επανάστασης. Οι βασικές πηγές κινδύνου είναι από τη μία πλευρά η γραφειοκρατία που στελεχώνει τον παλιό κρατικό μηχανισμό και ασκεί επιρροή με ρεφορμιστικές απόψεις στις κορυφές του μπολιβαριανού κινήματος και στο εσωτερικό του PSUV και από την άλλη, ο έλεγχος που συνεχίζει να διαθέτει στην οικονομική ζωή η ολιγαρχία, η οποία τον χρησιμοποιεί προβαίνοντας σε γενικευμένο οικονομικό σαμποτάζ. Έκφραση του σαμποτάζ της ολιγαρχίας είναι τα φαινόμενα τεχνητών ελλείψεων σε βασικά είδη διατροφής που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια.
Μεταξύ του 2003 και του 2008, υπήρξε μια μεγάλη οικονομική άνοδος στη Βενεζουέλα, με έναν από τους υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική. Όμως ο ερχομός της κρίσης έχει επηρεάσει αποφασιστικά την οικονομία της Βενεζουέλας. Το 2009 το ΑΕΠ της χώρας υπέστη μια μείωση 2,9%. Τα συνολικά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου μειώθηκαν κατά 35,3%, από 89,1 δις δολάρια το 2008 σε 57,61 δις δολάρια το 2009. Όλα τα στοιχεία δείχνουν μια μεγάλη πτώση στην παραγωγή: η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 7.9% το 2009 και η παραγωγή αυτοκινήτων κατά 17.39%. Την ίδια στιγμή, ο υψηλός πληθωρισμός με 25,1% για το 2009, μέσα από τις ανατιμήσεις, ροκανίζει τις υψηλές αυξήσεις στους μισθούς που έδωσε η κυβέρνηση και κρατά καθηλωμένο το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων. Την ίδια ώρα, η αστική τάξη της χώρας συνεχίζει την επενδυτική αποχή. Αυτή η κατάσταση αποδεικνύει ότι μια «αντι-νεοφιλελεύθερη» πολιτική μέσα στον καπιταλισμό δεν αρκεί για να θωρακίσει την επανάσταση από τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και δείχνει πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη για ένα σχέδιο εθνικοποίησης των βασικών μοχλών της οικονομίας.
Οι πρόσφατες εθνικοποιήσεις τραπεζών και οι ομιλίες του Τσάβες για την αναγκαιότητα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και της ίδρυσης μιας νέας, επαναστατικής Διεθνούς – μιας 5ης Διεθνούς – έχουν δημιουργήσει νέες ελπίδες στις μάζες ότι οι εξαγγελίες θα αρχίζουν να γίνονται πράξη.
Μετά από μια δεκαετία πολιτικής επικράτησης του μπολιβαριανού κινήματος, οι μάζες διατηρούν πολύ μεγάλη υποστήριξη για την επανάσταση. Αναπόφευκτα όμως, θα αρχίζουν να ζητούν λιγότερα λόγια και εφαρμογή των σοσιαλιστικών διακηρύξεων στην πράξη. Αν η ηγεσία της επανάστασης συνεχίσει να κωλυσιεργεί στην λήψη των αναγκαίων επαναστατικών μέτρων, η αντίδραση αναπόφευκτα θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια, με πρώτο σταθμό τις επερχόμενες εκλογές για την εθνική αντιπροσωπεία. Το έδαφος στρώνουν εδώ και καιρό οι δεξιοί φοιτητές που κινητοποιούνται σαν δύναμη κρούσης της αντεπαναστατικής αντιπολίτευσης, ενώ οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές προετοιμάζονται αναβαθμίζοντας την στρατιωτική τους παρουσία στην Κολομβία. Ταυτόχρονα, η ολιγαρχία και ο ιμπεριαλισμός, βασίζονται στις υπηρεσίες της «πέμπτης φάλαγγα» της επανάστασης, της δεξιάς πτέρυγας της Μπολιβαριανής ηγεσίας και στην αντεπαναστατική γραφειοκρατία. Η κατάσταση θυμίζει πολύ τη Χιλή των αρχών της δεκαετίας του 1970 επί κυβέρνησης Αλιέντε. Έχει εδώ και καιρό στηθεί ένα σκηνικό τελικής αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις της επανάστασης και εκείνες της αντεπανάστασης και μόνο τα τολμηρά και αποφασιστικά βήματα προς το σοσιαλισμό μπορούν να δώσουν την τελική λύση προς όφελος του εργαζόμενου λαού.
Στη Βολιβία ο Έβο Μοράλες επανεξελέγη πριν από λίγους μήνες με μεγαλύτερο ποσοστό από εκείνο της αρχικής του εκλογής. Αυτό δείχνει τα τεράστια αποθέματα υποστήριξης που έχει ανάμεσα στις μάζες το επαναστατικό κίνημα. Και εδώ ο ρόλος των εργαζόμενων μαζών ήταν καθοριστικός.
Ο Μοράλες εκλέχτηκε πρόεδρος μετά από ένα μεγαλειώδες κίνημα που αναπτύχθηκε τη διετία 2003 – 2005 με την διενέργεια δύο γενικών απεργιών και το ξέσπασμα δύο εξεγέρσεων, ανατρέποντας δύο αστούς Προέδρους. Όμως η πολιτική του Μοράλες, της μερικής εθνικοποίησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, έχει τρομοκρατήσει τους ιμπεριαλιστές και την ολιγαρχία, χωρίς να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα της κοινωνίας. Σε μια επανάσταση αυτό που χρειάζεται είναι ξεκάθαροι στόχοι και αποφασιστικότητα για να επιτευχθεί η νίκη. Όπως και στη Βενεζουέλα έτσι και στη Βολιβία αυτό που προσδοκούν οι μάζες υποστηρίζοντας τον Μοράλες είναι μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή τους. Αν και εδώ οι σοσιαλιστικές διακηρύξεις παραμείνουν ανεφάρμοστες, τότε οι μάζες θα κουραστούν, θα περιέλθουν σε παθητικότητα και ο δρόμος θα ανοίξει για την αντεπανάσταση.
Η Αριστερά στην Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει τις επαναστατικές εξελίξεις στη Λατινική Αμερική σαν πηγή έμπνευσης, δείχνοντας στους εργαζόμενους τη δύναμη που έχουν οι λαϊκές μάζες να καθορίσουν την κατεύθυνση της κοινωνίας όταν εισέρχονται ενεργά στο προσκήνιο. Παράλληλα, πρέπει να επιδείξουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας στα επαναστατικά κινήματα, υπερασπίζοντάς τα από τις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού και να υποστηρίξουμε όλα τα σωστά βήματα που κάνουν οι αριστερές κυβερνήσεις με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων μαζών. Πιο συγκεκριμένα, χρειαζόμαστε μια δραστήρια καμπάνια μέσα στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, για να υπερασπίσουμε τις κατακτήσεις της επανάστασης στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία από την επιβουλή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των ντόπιων ολιγαρχιών και ταυτόχρονα, πρέπει να αγκαλιάσουμε κάθε πρωτοβουλία του Τσάβες και της μπολιβαριανής ηγεσίας για την πραγματοποίηση του επιβεβλημένου σκοπού της δημιουργίας μιας νέα μαζικής επαναστατικής Διεθνούς.
Από την άλλη πλευρά όμως, είναι ανάγκη να βγάλουμε τα σωστά πολιτικά συμπεράσματα, χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα της εξιδανίκευσης των λαθών των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής. Αν αργήσει κι άλλο η υλοποίηση των σοσιαλιστικών διακηρύξεων, αυτό θα οδηγήσει σε αδιέξοδο το κίνημα και θα δώσει χώρο στην αντίδραση για να αντεπιτεθεί.
Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού
Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ο λιγότερο ανταγωνιστικός στην ΕΕ, έχει την πιο αδύναμη παραγωγική βάση και γι’ αυτό η κρίση τον πλήττει πιο έντονα. Έτσι η κάθετη πτώση της οικονομίας, συνδυάζεται την απότομη διόγκωση των ελλειμμάτων και την εμφάνιση του φάσματος της κρατικής χρεοκοπίας.
Στους δημαγωγούς απολογητές του κεφαλαίου που υποστηρίζουν καθημερινά στα ΜΜΕ ότι την υφιστάμενη χρεοκοπία της χώρας δημιούργησε δήθεν «η ακόρεστη τάση του ελληνικού λαού για ευδαιμονία», αλλά και σε όσους βλέπουν πίσω από την κρατική χρεοκοπία «συνομωσίες ενάντια στην πατρίδα», η Αριστερά πρέπει να απαντήσει ότι ο αληθινός υπεύθυνος είναι ο καπιταλισμός. Είναι οι θεμελιακές αντιφάσεις του καπιταλισμού που γεννούν τις κρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες εξοντώνουν πάντα πρώτες τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες όπως η ελληνική. Είναι οι διεφθαρμένοι και ανεξέλεγκτοι από τους εργαζόμενους θεσμοί του καπιταλισμού, που γεννούν διαρκώς τη σπατάλη, την κακοδιαχείριση, τη διαφθορά και συνεπώς τα ελλείμματα, όπως τα σύννεφα γεννούν τη βροχή.
Το γιγάντιο δημόσιο χρέος είναι το αποκλειστικό δημιούργημα της άρχουσας τάξης και του σημερινού κράτους που την υπηρετεί. Το δημιούργησαν οι επιδοτήσεις στους καπιταλιστές, οι φοροαπαλλαγές και η φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου, η διαχρονική λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών, οι υπέρογκες κρατικές δαπάνες για αγορές όπλων και για τους τόκους των κερδοσκόπων δανειστών του Δημοσίου, οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν στερήσει μεγάλες πηγές εσόδων από το κράτος, η κακοδιαχείριση και τα σκάνδαλα των υψηλόμισθων κρατικών στελεχών.
Το υψηλό δημόσιο χρέος είναι πηγή τεράστιων κερδών για τους τραπεζίτες – δανειστές του δημοσίου. Το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους για το 2009 ξεπέρασε τα 77 δισ. ευρώ, όταν τα δημόσια έσοδα για την ίδια χρονιά μόλις που υπερβαίνουν τα 59 δισ. ευρώ. Έτσι, το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης αντιστοιχεί πια σχεδόν στο 32% του ΑΕΠ της χώρας («Αυγή» 7/3/2010).
Η σημερινή έκρηξη της κερδοσκοπίας πάνω στο ίδιο το δημόσιο χρέος, καθώς και η προκλητική απόπειρα να περάσει το βάρος της χρεοκοπίας εξολοκλήρου στους ώμους της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, υπογραμμίζουν το πόσο αντιδραστικό είναι το καπιταλιστικό σύστημα και «κραυγάζουν» την επείγουσα ανάγκη για τη νίκη του σοσιαλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η νέα κυβέρνηση εφαρμόζει την πιο σκληρή αντεργατική επίθεση των τελευταίων 35 χρόνων. Τα μέτρα που παίρνει δεν πρόκειται να δώσουν καμία διέξοδο. Μέσα από την συντριβή του βιοτικού επιπέδου θα δημιουργήσουν ακόμα πιο βαθιά ύφεση, όπως διαφάνηκε με την πτώση του ΑΕΠ κατά 2,6% το τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα και τα φερέφωνα του κεφαλαίου μέσα από τα ΜΜΕ φωνάζουν υστερικά ότι «τα σκληρά μέτρα είναι αναγκαία για να κατευνάσουμε τις αγορές και να ρίξουμε τo spread». Η άποψη αυτή όμως αποτελεί ένα μεγαλοπρεπές ψέμα. Αυτό που γυρεύουν κυνικά οι «αγορές» είναι να κοπούν οι μισθοί και οι συντάξεις, για να εξοικονομηθούν άμεσα τα χρήματα για τους τόκους τους. Οι θυσίες των εργαζόμενων είναι άσχετες με το ύψος του «spread». Όσες θυσίες κι αν δεχθούν οι εργαζόμενοι, τίποτε δεν εξασφαλίζει ότι θα πέσουν τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους. Διότι αυτό που καθορίζει την πορεία τους είναι η κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, η κρίση του καπιταλισμού και μέσα σε αυτήν ειδικότερα, η πορεία του ελληνικού καπιταλισμού.
Όσο η κρίση του καπιταλισμού διαρκεί, όσο η παγκόσμια οικονομία δε μπαίνει σε μια πορεία πραγματικής ανάπτυξης, τόσο το δημόσιο χρέος θα αποτελεί μια πιεστική πραγματικότητα ακόμα και για τις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες, δημιουργώντας το έδαφος για αυξημένη κερδοσκοπία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ούτε η κρίση, ούτε το υψηλό δημόσιο χρέος είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Πολύ μεγαλύτερες και ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία που έχουν ξοδέψει σχεδόν 15 τρισ. δολάρια από τους προϋπολογισμούς τους, δεν έχουν καταφέρει να μπουν σε μια ουσιαστική τροχιά ανάκαμψης. Το αποτέλεσμα είναι με πρώτες και καλύτερες τις ΗΠΑ και την Βρετανία, να έχουν ελλείμματα ρεκόρ, που υπονομεύουν τη σταθερότητά τους και θέτουν σε κίνδυνο τα νομίσματά τους.
Αν η ελληνική οικονομία έμπαινε σε μια φάση πραγματικής ανάπτυξης, τότε σε τελική ανάλυση και το χρέος θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί και τα επιτόκια δανεισμού του κράτους θα υποχωρούσαν. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται μπροστά στο φάσμα μιας βαθειάς ύφεσης. Οι δραστικές περικοπές στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων είναι βέβαιο ότι θα τσακίσουν την αγοραστική δύναμη και θα παρατείνουν την ύφεση. Έτσι ούτε το δημόσιο χρέος θα αντιμετωπίσουν, ούτε τον δανεισμό του κράτους αναμένεται να κάνουν αισθητά φθηνότερο.
Την εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει το παράδειγμα της Ιρλανδίας: η κυβέρνησή της πριν από ενάμιση περίπου χρόνο προχώρησε σε ένα πρόγραμμα άγριων περικοπών. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν κατά 7%, οι συντάξεις περικόπηκαν επίσης, οι κοινωνικές δαπάνες σχεδόν εξαλείφτηκαν, χωρίς όμως όλα αυτά να φέρουν κανένα αποτέλεσμα παρά μόνο τη βύθιση σε μια ακόμα πιο βαθειά ύφεση : το ΑΕΠ της χώρας έχει μειωθεί κατά 10,5% από τον Γενάρη του 2007 μέχρι σήμερα! Το αποτέλεσμα είναι η Ιρλανδία, παρά τα «σκληρά μέτρα», να διαθέτει ένα σταθερά υψηλό «spread», αποτελώντας «αγαπημένο παιδί» των κερδοσκόπων μαζί με την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να προσπαθήσουμε να «κατευνάσουμε τους κερδοσκόπους», θυσιάζοντας το βιοτικό μας επίπεδο στο βωμό τις ακόρεστης, παρασιτικής τους δίψας για κέρδη, αλλά να τους αφοπλίσουμε. Να τους επιβάλουμε τα ριζικά, επαναστατικά μέτρα που απαιτούνται για να ελέγξουμε την οικονομία και να την βάλουμε σε μια τροχιά ανάπτυξης προς όφελος των εργαζόμενων. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι καμία λύση προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Σε διαφορετική περίπτωση όλα τα στοιχεία που έκαναν την ζωή των εργαζόμενων πιο ανθρώπινη τα τελευταία 50 χρόνια, θα αποτελέσουν παρελθόν.
Το πρόγραμμα της Αριστεράς
Σε μια εποχή θεμελιακής κρίσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, το πρόγραμμα της Αριστεράς πρέπει να είναι διαμορφωμένο με κριτήριο τα βασικά στοιχεία της αντικειμενικής κατάστασης : την αδυναμία του καπιταλισμού να αναπτύξει περαιτέρω τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας και την ύπαρξη των απαραίτητων υλικών – κοινωνικών όρων για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι όροι αυτοί, είναι η ύπαρξη επαρκώς ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και η ύπαρξη μια τάξης με αυξημένο, ειδικό πολιτικό και κοινωνικό βάρος, ικανής να καθοδηγήσει τη πορεία της κοινωνίας στο σοσιαλισμό.
Το πρόγραμμα της Αριστεράς, πρέπει να θέτει ξεκάθαρα τα αντικειμενικά ιστορικά καθήκοντα της εργαζόμενης κοινωνίας και να ξεκαθαρίζει τη σύγχυση που δημιουργεί στη συνείδηση των μαζών η απότομη είσοδος σε μια εντελώς νέα ιστορική περίοδο συγκριτικά με τα προηγούμενα 40-50 χρόνια, αλλά και οι αυταπάτες που επιζούν σαν αποτέλεσμα των ανεκτών συνθηκών διαβίωσης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου στην καπιταλιστική Δύση.
Η Αριστερά έχει χρέος να πει την αλήθεια στην εργατική τάξη : ο καπιταλισμός είναι ταυτισμένος με την κρίση, την ανεργία, τη φτώχεια, την κερδοσκοπία. Για να σωθεί ο πλούτος της κοινωνίας και οι παραγωγοί του, πρέπει να παλέψουμε για τον σοσιαλισμό, για μια σχεδιασμένη οικονομία που θα στηρίζεται σε μια εξουσία που θα ελέγχει δημοκρατικά η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Το πρόγραμμα της Αριστεράς πρέπει να είναι ένα πρόγραμμα θεμελιακών αλλαγών στην κοινωνία, που θα συνδέει τις στοιχειώδεις, ζωτικές διεκδικήσεις των μαζών ενάντια στη φτώχεια και την ανεργία, με το ιστορικό καθήκον του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
– Ενάντια στη «θηλιά του δημόσιου χρέους» και την αχαλίνωτη κερδοσκοπία των τραπεζών. Η απόπειρα αντιμετώπισης του χρέους μέσα από τον δανεισμό από τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες ή τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς κάνει το πρόβλημα του χρέους οξύτερο και υποθηκεύει τον πλούτο και το ίδιο το μέλλον της χώρας στους κερδοσκόπους. Η μόνη λύση είναι να πληρώσουν για το χρέος αυτοί που το δημιούργησαν. Η θηλιά του χρέους πρέπει να βγει από το λαιμό της εργατικής τάξης και να περάσει στο λαιμό της άρχουσας τάξης. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα την παύση αποπληρωμής των δανείων, την επιβολή βαριάς φορολογίας στα κέρδη και στον πλούτο, την κοινωνικοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, τη δραστική περικοπή των αμυντικών δαπανών, το πάγωμα των εξοπλιστικών προγραμμάτων για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής και την προστασία των λαϊκών εισοδημάτων.
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να γίνει ούτε ένα σταθερό βήμα για την έξοδο από την κρίση αν δεν ελεγχθεί απόλυτα το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Για να σωθεί το κράτος από τη χρεοκοπία και εκατομμύρια εργαζόμενοι από τη φτώχεια, πρέπει απαραίτητα το χρηματοπιστωτικό σύστημα να περάσει στα χέρια του κράτους. Με αυτό τον τρόπο, το 30% του χρέους που σήμερα βρίσκεται με τη μορφή ομολόγων στα χέρια των ελληνικών τραπεζών θα έπαυε οριστικά να αποτελεί «θηλιά» για τη χώρα. Η ενιαία κρατική τράπεζα, βάζοντας αμέσως τέλος στα σημερινά ληστρικά επιτόκια και τους επαχθείς όρους των δανείων για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα συγκέντρωνε έναν διαρκώς αυξανόμενο όγκο καταθέσεων. Λειτουργώντας με έλεγχο και δημοκρατική διοίκηση από τις εργατικές οργανώσεις, θα μετέτρεπε την πίστη από πεδίο ατέλειωτης κερδοσκοπίας σε εργαλείο για το σχεδιασμό της οικονομίας και την ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
– Ενάντια στα σκάνδαλα, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Οι διαστάσεις των σκανδάλων, της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής της άρχουσας τάξης είναι τέτοιες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από «διοικητικούς ελέγχους» μιας διεφθαρμένης αστικής κρατικής μηχανής. Μόνο στα τρία μεγαλύτερα πρόσφατα σκάνδαλα («Siemens», «δομημένα ομόλογα», Βατοπέδι) χάθηκαν 2 δισ. 675 εκατομμύρια ευρώ («Καθημερινή της Κυριακής» 19/4/09). Το ύψος της εισφοροδιαφυγής ανέρχεται σε 30%, ενώ η ετήσια φοροδιαφυγή είναι 20 δις ευρώ. Χρειάζεται άμεσα η θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου σε όλες τις επιχειρήσεις ώστε να ανοίξουν τα βιβλία και να αποκαλυφθούν στην κοινωνία οι σπατάλες, η απληστία και οι κατ’ εξακολούθηση απάτες των καπιταλιστών. Κάθε μεγάλη εταιρεία που φοροδιαφεύγει ή εισφοροδιαφεύγει πρέπει να απαλλοτριώνεται κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση.
– Ενάντια στην ανεργία. Η ανεργία είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, το αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παράγωγης και της αναρχίας της παραγωγής που απορρέει από αυτήν. Στη σημερινή εποχή η ανεργία είναι μόνιμη, κάνει έντονη την εμφάνιση της ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη φάση του οικονομικού κύκλου και αυτό αποτελεί την σαφέστερη ένδειξη για το πόσο αντιδραστικός έχει γίνει ο καπιταλισμός. Οι ίδιοι οι αστοί οικονομολόγοι ομολογούν ότι ακόμα και αν η παγκόσμια οικονομία εισέλθει σε μια νέα φάση ανάκαμψης, η μαζική ανεργία θα αποτελεί ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά. Η μάστιγα της ανεργίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικά μέτρα. Είναι ανάγκη, οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας να μοιραστούν σε όλα τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, μέσω μιας κινητής κλίμακας ωρών εργασίας που θα επιφέρει μια γενική μείωση της εργάσιμης ημέρας χωρίς μείωση μισθών. Παράλληλα, χρειάζεται η εφαρμογή ενός προγράμματος δημοσίων έργων και αναβάθμισης των κοινωνικών υπηρεσιών (λαϊκή στέγη, Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια κλπ) που θα απορροφήσει παραγωγικά ένα μεγάλο τμήμα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Για όσους υφίστανται την ανεργία πρέπει να χορηγηθεί άμεσα ένα επίδομα στο 80% του βασικού μισθού καθ’ όλη τη διάρκεια της ανεργίας. Μπροστά στο αυξανόμενο κύμα απολύσεων πρέπει να διεκδικήσουμε την άμεση απαλλοτρίωση κάθε μεγάλης εταιρείας που κλείνει ή απολύει, κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση.
– Ενάντια στη φτώχεια και την ακρίβεια. Οι εργαζόμενοι πρέπει να προστατευθούν από τις επιπτώσεις μιας κρίσης για την οποία δεν φέρουν την πραγματική ευθύνη. Πρέπει για το σκοπό αυτό, να επιβληθούν άμεσα ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, ώστε να φθάσουν στα επίπεδα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Χρειάζεται να καθιερωθεί μια κινητή κλίμακα μισθών και συντάξεων που θα ακολουθεί την άνοδο των τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης. Η ακρίβεια πρέπει να αντιμετωπιστεί στην πηγή της, μέσα από τη δημιουργία επιτροπών ελέγχου των τιμών από τις μαζικές εργατικές, λαϊκές οργανώσεις (εργατών, αγροτών, μικροεπαγγελματιών κ.λ.π).
– Ενάντια στις απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις. Πρέπει να διεκδικήσουμε την κατάργηση όλων των ελαστικών και ευέλικτων μορφών εργασίας (ενοικίαση, «μπλοκάκι», μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου κλπ). Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους.
– Ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία της παραγωγής, για μια σοσιαλιστικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία. Ο εργαζόμενος λαός πρέπει να γίνει ο αληθινός αφέντης στο σπίτι του, αποκτώντας τον έλεγχο στον πλούτο της χώρας που σήμερα τον νέμεται μια ολιγάριθμη μερίδα καπιταλιστών μεγιστάνων. Πρέπει να παλέψουμε για την εθνικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση των μεταφορών, των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, του ορυκτού πλούτου, των υποδομών. Ταυτόχρονα, πρέπει να εθνικοποιηθούν κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση οι βασικές μονοπωλιακές εταιρίες σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και να εγκαθιδρυθεί το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο.
Ο κεντρικός σχεδιασμός είναι απαραίτητος για να γίνει εφικτή μια αρμονική και κοινωνικά επωφελής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως η ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ και των άλλων παραμορφωμένων εργατικών κρατών έχει αποδείξει ότι πρέπει να είναι δημοκρατικός, αλλιώς δε μπορεί να αποδώσει. Μια οικονομία που διαθέτει στις τάξεις της μια πλειάδα παραγωγικών κλάδων και φορέων δε μπορεί να σχεδιαστεί από μια ολιγάριθμη και ανεξέλεγκτη διευθυντική ελίτ. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η κακοδιαχείριση, η διαφθορά και η χαμηλή ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Γι’ αυτό είναι ανάγκη το σχέδιο να ελέγχεται και να επικυρώνεται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του εργαζόμενου λαού και να πραγματοποιείται με την καθοδήγηση αυτών των αντιπροσώπων, μέσω των αντίστοιχων κρατικών και τοπικών ιδρυμάτων εφαρμογής του κρατικού σχεδίου.
– Ενάντια στο διεφθαρμένο, σπάταλο και καταπιεστικό αστικό κράτος. Καμία σοβαρή κοινωνική αλλαγή δε μπορεί να υπηρετηθεί από το υπάρχον, αστικό κράτος. Χρειάζεται η αντικατάσταση ολόκληρης της αστικής κρατικής μηχανής από μια νέα δομή, που θα επιφέρει την κατάργηση κάθε προνομίου των κρατικών αξιωματούχων, την αμοιβή όλων των στελεχών του κράτους με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη, την εκλογή και την δυνατότητα ανάκλησης όλων των κρατικών αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, την πλήρη υπαγωγή των σωμάτων τήρησης της τάξης στον έλεγχο των μαζικών οργανώσεων.
– Για την εκλογή μιας αριστερής σοσιαλιστικής κυβέρνησης, που θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα στηριγμένη στην αυτο-οργάνωση των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς και σε κάθε γειτονιά, καθώς και σε επιτροπές φαντάρων στις μονάδες για την κατάπνιξη στη γέννησή τους αντιδραστικών κινήσεων από υψηλόβαθμους αξιωματικούς στρατό.
– Ενάντια στις αυταπάτες ενός εθνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, για τη νίκη του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αυταπάτη του εθνικού δρόμου για το σοσιαλισμό κατέρρευσε μέσα από το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν τα παραμορφωμένα εργατικά κράτη του προηγούμενου αιώνα. Για την οικοδόμηση μιας αληθινά σοσιαλιστικής κοινωνίας, με αλματώδη κοινωνική ανάπτυξη και αφθονία είναι προϋπόθεση να ενοποιηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις τουλάχιστον των πιο προηγμένων οικονομικά χωρών. Έτσι η υιοθέτηση αυτού του προγράμματος πρέπει απαραίτητα να συνοδευτεί από μια οργανωμένη διεθνή καμπάνια της Αριστεράς για την εφαρμογή του σε όλη την Ευρώπη και την αντικατάσταση της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωση με μια Ενωμένη Σοσιαλιστική Ευρώπη, στηριγμένη στο δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας, σαν ένα βήμα για την νίκη του σοσιαλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ευρωπαϊκή Ένωση : φύση και προοπτικές
Η Ε.Ε αποτελεί τον καρπό της προσπάθειας των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να δημιουργήσουν μια ενιαία αγορά μεγάλης επικράτειας, που θα τους επέτρεπε να ανταπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό με τις άλλες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (κυρίως ΗΠΑ και Ιαπωνία), κάτι που αδυνατούσε να κάνει η κάθε εθνική ευρωπαϊκή αστική τάξη από μόνη της.
Η μερική ευρωπαϊκή ενοποίηση που έχει επιτευχθεί σε καπιταλιστική βάση, παρά τους περιορισμούς του εθνικού κράτους και τον εσωτερικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις, επιβλήθηκε για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους: 1) σαν απάντηση στην ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στην παγκόσμια αγορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 2) από το φόβητρο της εξάπλωσης της ΕΣΣΔ και της απειλής από το πανίσχυρο μεταπολεμικά εργατικό κίνημα της Ευρώπης, παραγόντων που ωθούσαν τους Ευρωπαίους αστούς, να παραμερίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να συνεργαστούν για να καταπολεμήσουν τον κίνδυνο και 3) πάνω απ’ όλα, από τη γιγάντια μεταπολεμική ανάπτυξη, που έκανε δυνατή την άμβλυνση των εσωτερικών ανταγωνισμών, όσο μεγάλωνε η πίτα των κερδών και παρείχε την υλική βάση της ενοποίησης.
Η Ένωση επήλθε πρώτα απ’ όλα, για να οργανωθεί πιο αποτελεσματικά η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τόσο των ευρωπαϊκών χωρών, όσο και των πρώην αποικιών και η διεκδίκηση σφαιρών επιρροής. Η Ε.Ε λοιπόν, είναι ένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων που έχουν δέσει στο «άρμα τους» κάποιες μικρότερες, εκμεταλλευτικό από οικονομική άποψη για τους λαούς της, όσο και για τις σφαίρες επιρροής της.
Από πολιτική άποψη η ΕΕ, είναι βαθειά καταπιεστική. Γεννήθηκε στην εποχή της προχωρημένης ιμπεριαλιστικής αποσύνθεσης και από την αρχή, δεν είχε τίποτα το προοδευτικό στη συγκρότησή της. Αυτό που αποκαλούν πολλές φορές «δημοκρατικό έλλειμμα» της ΕΕ, δεν είναι παρά η ουσία της αστικής δημοκρατίας, ξεγυμνωμένη από τα φκιασίδια του κοινοβουλευτισμού στη σύγχρονη εποχή. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από μια χούφτα μονοπωλίων, ενώ ο λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι η εξουσία ασκείται στο κοινοβούλιο.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στους θεσμούς της ΕΕ. Όλες τις σημαντικές αποφάσεις για την οικονομία τις παίρνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), της οποίας ηγούνται μια χούφτα τεχνοκρατών, «φυτευτών» από τα μονοπώλια, που δεν υφίστανται κανένα λαϊκό έλεγχο. Αναγκαστικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δυνατότερων καπιταλιστικών δυνάμεων και ειδικά της Γερμανίας.
Η κύρια εκτελεστική εξουσία, αλλά και η νομοθετική, μοιράζεται ανάμεσα στην Κομισιόν (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), που τα μέλη της δεν είναι καν αιρετά από τους λαούς και το Συμβούλιο, με τη συμμετοχή των αρχηγών κρατών και κορυφαίων υπουργών. Οι οδηγίες της Κομισιόν, σε πολλές περιπτώσεις έχουν ισχύ νόμου, χωρίς να χρειάζεται να εγκριθούν από πουθενά.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι το μόνο σώμα που συμμετέχουν εκλεγμένοι από τους λαούς αντιπρόσωποι, έχει επί της ουσίας μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά και εκεί ακόμα, υπάρχουν μια σειρά «δικλείδες» που νοθεύουν την αντιπροσωπευτικότητα και δίνουν πλεονέκτημα στις μεγάλες δυνάμεις.
Για την ανάγκη αντιμετώπισης της ταξικής πάλης, της καταπίεσης των μεταναστών και της συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικές αποστολές, για την βίαιη επιβολή των συμφερόντων των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, έχουν συγκροτηθεί η «Γιουροπόλ» και ο «Ευρω-στρατός» αντίστοιχα.
Τέλος, αντιδραστικά νομοθετήματα, όπως ο «ευρω-τρομονόμος», το «65ωρο», οι αντι-μεταναστευτικοί νόμοι (και ο κατάλογός τους είναι χωρίς τέλος) δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ΕΕ με τους μηχανισμούς της που δεν είναι ευαίσθητοι στις λαϊκές πιέσεις, χρησιμεύει για να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» που οι εθνικές αστικές κυβερνήσεις συχνά δεν μπορούν να κάνουν λόγω υπολογισμού του πολιτικού κόστους.
Η πλήρης ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση ήταν και παραμένει ουτοπική, στο βαθμό που είναι αδύνατο για τον καπιταλισμό να ξεπεράσει την αντίφαση ανάμεσα στη τάση για την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο και το εθνικό κράτος. Παρά τα σημαντικά βήματα ενοποίησης που επιτεύχθηκαν σαν ιστορική εξαίρεση για τους λόγους που εξηγήσαμε, η πλήρης πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης είναι ένα καθήκον που αδυνατεί να φέρει εις πέρας η αστική τάξη. Γι’ αυτό το λόγο, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη ποτέ δεν εξαλείφθηκαν και σήμερα σε περίοδο κρίσης, βγαίνουν εκρηκτικά στην επιφάνεια.
Στη σύγχρονη περίοδο της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού από το 1929, το ίδιο το μέλλον της καπιταλιστικής ΕΕ, τίθεται σε αμφισβήτηση. Τη στιγμή της κρίσης, οι ανταγωνισμοί για την κυριαρχία στην αγορά που στενεύει οξύνονται και οι αντιθέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές των διάφορων εθνικών κρατών έρχονται στο προσκήνιο. Σε καπιταλιστική βάση είναι αδύνατο να ενωθούν οικονομίες με διαφορετικές κατευθύνσεις κι έτσι κάθε εθνική αστική κυβέρνηση προσπαθεί να θέσει πάνω απ’ όλα, τα δικά της συμφέροντα. Το ίδιο το Ευρώ, το «καμάρι» της καπιταλιστικής ενοποίησης, από παράγοντας σύγκλισης, γίνεται σήμερα εργαλείο ανατροπής των ισορροπιών.
Κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει, οι προστατευτικές τάσεις αναπόφευκτα θα κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι πιθανό λοιπόν σε αυτές τις συνθήκες, να αμφισβητηθεί την επόμενη περίοδο – όχι μόνο το σύμφωνο σταθερότητας – αλλά και η ίδια η ύπαρξη του ευρώ. Έτσι θα γίνεται πλέον όλο και πιο πολύ φανερό, ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματοποίηση της ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστική βάση. Μόνο στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδιασμού της οικονομίας, που θα βάζει σαν προτεραιότητα, όχι τα διαφορετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων, αλλά τα κοινά συμφέροντα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης είναι δυνατό να ενοποιηθεί πλήρως – οικονομικά και πολιτικά – η Ευρώπη.