Η ελληνική άρχουσα τάξη βιώνει σήμερα μια αντιφατική ψυχολογία. Οι Έλληνες αστοί από τη μία πλευρά αισθάνονται ανακούφιση για το γεγονός ότι βγήκαν ως τώρα νικητές από τις μάχες που έδωσαν όλα αυτά τα χρόνια με την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές μάζες, έχοντας φτάσει πολύ κοντά σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση δυο τουλάχιστον φορές, το καλοκαίρι του 2011 και τις μέρες του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015. Από την άλλη πλευρά όμως, κατανοούν ότι αυτή η νίκη δεν ήταν μια δική τους νίκη, καθώς τα κόμματα και οι ηγεσίες τους υπέστησαν ιστορικές πολιτικές πανωλεθρίες, τον Ιανουάριο του 2015 και ιδιαίτερα στο δημοψήφισμα τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Η νίκη ήταν ένα δώρο που τους προσφέρθηκε από την καριερίστικη -ρεφορμιστική κλίκα του Τσίπρα με την προδοσία του καλοκαιριού του 2015.
Από την άλλη πλευρά όμως, αισθάνονται διαρκώς να σφίγγει στο λαιμό τους η θηλιά του οικονομικού αδιεξόδου και ταυτόχρονα, βλέπουν την πολιτική κατάσταση με έντονο σκεπτικισμό και ανησυχία. Η θέση τους μέσα στην Ευρωζώνη βρίσκεται στο έλεος των δανειστών τους, ενώ τα κόμματα και οι ηγεσίες τους αδυνατούν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη εκλογική απήχηση που θα διαμορφώσει το αναγκαίο τοπίο πολιτικής σταθερότητας για τα επόμενα χρόνια. Καθόλου τυχαία, μια σειρά αναλυτές τονίζουν ξανά και ξανά τη σημασία αυτού του παράγοντα για να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από τη βαθειά του κρίση.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έσωσε τον ελληνικό καπιταλισμό από τον κίνδυνο μιας επαναστατικής κατάστασης, αλλά δεν μπορεί πια να του προσφέρει τίποτα περισσότερο από ορισμένους επιπλέον μήνες κυβερνητικής σταθερότητας. Είναι η πιο αντιδημοφιλής μνημονιακή κυβέρνηση, αυτή με τη μικρότερη λαϊκή υποστήριξη και τη μεγαλύτερη ηθική και πολιτική απαξίωση από όλες τις προηγούμενες.
Ο αμοραλισμός της κλίκας του Τσίπρα είναι τόσο μεγάλος που έχει τρομάξει και τους ίδιους του αστούς. Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο οι (πρώην και κατ’ όνομα) ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ έγιναν από «αντιμνημονιακοί αγωνιστές» οι άνθρωποι της Μέρκελ, αλλά και δραστήρια εμπλεκόμενοι στα ξένα χωράφια των ενδοαστικών συγκρούσεων προς ίδιον όφελος (βλέπε ζήτημα τηλεοπτικών αδειών κ.λπ), έχει κάνει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης να αναπολεί τις μέρες που είχε να κάνει με τους πιο «διακριτικούς» και έμπιστους ρεφορμιστές ηγέτες του παλιού κραταιού ΠΑΣΟΚ. Είναι αυτή η διάθεση που κρύβεται πίσω από την απελπισμένη προσπάθεια να αναστηλώσουν σήμερα την «κεντροαριστερά». Ωστόσο, για λίγα χρόνια ίσως ακόμα θα είναι υποχρεωμένοι να συναλλάσσονται με την τυχοδιωκτική κλίκα του Τσίπρα για να τη χρησιμοποιούν ως αναγκαίο συμπλήρωμα στα μελλοντικά κυβερνητικά σχήματα.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο κρατήθηκε η κυβέρνηση στην εξουσία ως τώρα, διατηρώντας τη συνοχή των κοινοβουλευτικών της ομάδων, είναι η απουσία ισχυρής πίεσης από τις εργατικές μάζες στους δρόμους. Αν είχε αισθανθεί ένα μέρος έστω, από την πίεση που αισθάνθηκαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά θα είχε ήδη αναγκαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία. Απόλυτα ενδεικτική για τις χαμηλές πραγματικές αντοχές της ήταν η κατάληξη που είχε η μαχητική απεργία των συμβασιούχων στου Δήμους τον περασμένο Ιούλιο, η οποία παρά την κακή καθοδήγηση από την ηγεσία του χώρου και την όχι ιδιαίτερα θερμή στήριξη από τις πλατιές εργατικές μάζες, οδήγησε στην παράταση των συμβάσεων.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη, παρά τις αρχικά αυξημένες προσδοκίες των αστών, δεν δημιουργεί το επιθυμητό ισχυρό υποστήριξης μέσα στα μικροαστικά στρώματα. Μια σειρά πολιτικών γκαφών και η απόπειρά του να εμφανιστεί ως «χαρισματικός» ηγέτης, έχουν κάνει τον Μητσοτάκη, πριν ακόμα ανέβει στην εξουσία, να εμφανίζεται σε ευρύτατα στρώματα των εργατικών μαζών και ιδιαίτερα στη νεολαία, ως ένα φαιδρό πολιτικό πρόσωπο. Αυτό δεν είναι τυχαίο και δε σχετίζεται (μόνο) με τα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Κάθε αστός πολιτικός ηγέτης (όπως άλλωστε και ο Τσίπρας) στις σημερινές συνθήκες βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης και υπερχρέωσης, αυξανόμενης κοινωνικής απομόνωσης της άρχουσας τάξης και πλήρους εξάρτησής της από τους πιστωτές, φαίνεται ένας πολιτικός νάνος.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι ελπίδες της άρχουσας τάξης στις επόμενες εκλογές «επενδύονται» στην αποχή: όσο υψηλότερη θα είναι αυτή, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα ποσοστά και οι έδρες της ΝΔ, αλλά και τον άλλων αστικών, μνημονιακών κομμάτων. Με δεδομένο ότι για την ώρα, δε φαίνεται να υπάρχει μια ισχυρή αιτία που να μπορεί να μειώσει την αποχή, οι πιθανότητες μιας αυτοδυναμίας της ΝΔ ή μιας εύκολης συγκρότησης μιας συμμαχικής κυβέρνησης ΝΔ – κεντροαριστεράς είναι πολύ αυξημένες. Οι πολιτικές εξελίξεις όμως αμέσως μετά το σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης θα «τρέξουν» πολύ γρήγορα.
Μια νέα κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ θα έχει το καθήκον να επιτύχει πολύ μεγαλύτερα πλεονάσματα από τη σημερινή και δεν θα μπορεί να δίνει «μερίσματα» – φιλοδωρήματα στους φτωχούς. Τα υψηλά αυτά πλεονάσματα απαιτούν νέες δραστικές περικοπές δαπανών και αυτό σημαίνει αναπόφευκτα ένα κύμα απολύσεων στο κράτος, που εκτός των άλλων θα επιχειρηθεί και για να εξοντωθούν τα τελευταία εναπομείναντα ισχυρά συνδικάτα της ελληνικής εργατικής τάξης και ιδιαίτερα εκείνο των εργατών στους Δήμους. Αυτή η απόπειρα όμως, θα βγάλει το οργανωμένο εργατικό κίνημα στο δρόμο σ’ έναν αγώνα «μέχρις εσχάτων», που θα θέσει οριστικά τέλος στη σχετική «κοινωνική ειρήνη» της περιόδου Τσίπρα.
Μέσα σε μια κατάσταση σφοδρής επίθεσης στην εργατική τάξη που θα την ξαναβγάλει μαζικά στους δρόμους, αλλά και αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας με την απουσία ενός δανειακού προγράμματος δεκάδων δισ, η ΝΔ και όσα άλλα κόμματα μπουν στην κυβέρνησή της, θα γνωρίσουν αναπόφευκτα βαθιές κρίσεις και διασπάσεις. Στην πολύ πιθανή, όπως εξηγήσαμε περίπτωση να τεθεί τα επόμενα χρόνια από τις εξελίξεις ως άμεσο ζήτημα το Grexit, η απόπειρα σχηματισμού μιας οικουμενικής κυβέρνησης θα είναι αναπόφευκτη. Αυτή η εξέλιξη θα κάνει την αστική τάξη να αναγκαστεί να κάψει γρήγορα όλα τα πολιτικά της χαρτιά, δημιουργώντας τις πολιτικές προϋποθέσεις για μια μαζική στροφή σε όποιο μαζικό εργατικό κόμμα μείνει εκτός αυτής της κυβέρνησης (με τα σημερινά δεδομένα είναι απίθανο αυτό να μην είναι το ΚΚΕ).
Το νέο αστικό σχήμα της κεντροαριστεράς με κορμό το ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Η διάσωση μιας ορισμένης απήχησης για το ΠΑΣΟΚ στις μάζες σήμερα, οφείλεται στις βαθιές του ιστορικές ρίζες και στους πελατειακούς δεσμούς του με πρώην προνομιούχα στρώματα δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό αποδείχθηκε στις πρόσφατες εκλογές ανάδειξης προέδρου, στις οποίες προσήλθαν να ψηφίσουν δεκάδες χιλιάδες άτομα, στη μεγάλη πλειονότητά τους όμως, προχωρημένης ηλικίας. Η συνένωση όλων των αστικών σχηματισμών της κεντροαριστεράς ήταν μια υποχρεωτική κίνηση, που επιβλήθηκε από την πολιτική εξαφάνιση του Ποταμιού, της ΔΗΜΑΡ και του κόμματος του Παπανδρέου και από την ανάγκη να υπάρχει το ισχυρότερο δυνατό κεντροαριστερό συμπλήρωμα σε μια μελλοντική κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ. Η συμμετοχή της κεντροαριστεράς σε μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Το ΠΑΣΟΚ θα έχει την τύχη του Ποταμιού και θα καταδικαστεί σε μια αμφίβολη και περιθωριακή ύπαρξη..
Το είδος μιας τέτοιας ύπαρξης, έχουν ξεκινήσει να απολαμβάνουν από τώρα για διαφορετικούς ειδικούς λόγους, η ΕΚ του Λεβέντη και οι ΑΝΕΛ. Η γενική αιτία για την πολιτική τους περιθωριοποίηση είναι κοινή. Είναι η πλήρης αποκάλυψή της ταξικής τους φύσης και η ταύτισή τους με τις σκληρές μνημονιακές πολιτικές.
Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή έχει πάψει να παρουσιάζει εκλογική δυναμική, ως αποτέλεσμα της αποκάλυψης του ρόλου της μετά τη δολοφονία Φύσσα και του πολέμου που δέχθηκε από την ίδια την αστική τάξη, η οποία προσπάθησε να τιθασεύσει την αντιδραστική δράση των νεοναζί από φόβο για την επαναστατική διέγερση που μπορεί αυτή να προκαλέσει στις εργατικές μάζες και ιδιαίτερα τη νεολαία. Τα δυο προηγούμενα χρόνια αποδείχθηκε ότι ούτε υπήρξε, ούτε και μπορεί να υπάρχει με το σημερινό συσχετισμό δύναμης στην κοινωνία ένα ισχυρό ρεύμα υπέρ του φασισμού. Εκείνοι που μιλούσαν με βεβαιότητα για την αναπόφευκτη άνοδο της Χρυσής Αυγής μετά την αποκάλυψη του ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αδυνατούν να εξηγήσουν που έχει πάει όλος αυτός ο περιβόητος, σύμφωνα με τις ανόητες αναλύσεις τους, αναπτυσσόμενος «εκφασισμός» της ελληνικής κοινωνίας.
Παρ΄όλα αυτά, η Χρυσή Αυγή συνεχίζει να εμφανίζει μια αξιοσημείωτη και συμπαγή επιρροή, στις τάξεις καθυστερημένων μικροαστικών ή λουμπενοποιημένων από την κρίση στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου. Ο χαρακτήρας της επιρροής αυτής είναι παθητικός και όπως επανειλημμένα εξηγούμε, δε συνοδεύεται από μια διάθεση ενεργής κινητοποίησης για την εφαρμογή του άμεσου προγράμματος του φασισμού, που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο σκοπό του τσακίσματος των ανεξάρτητων μαζικών εργατικών οργανώσεων. Η σταθερή αυτή επιρροή εξηγείται από το μεγάλο εύρος της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης των μικροαστών στα αστικά κόμματα και στην αστική δημοκρατία.
Ο πολιτικός ρόλος που θα παίξει η Χρυσή Αυγή στις πολιτικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα, δεν θα είναι σίγουρα η επιτυχής δημιουργία ενός ισχυρού φασιστικού ρεύματος εξουσίας, αλλά θα είναι αξιοσημείωτος, στο βαθμό που όπως όλα δείχνουν, τα ποσοστά της θα αποδειχθούν ανθεκτικά στις επερχόμενες εκλογές. Η μορφή αυτού του ρόλου όμως – ακόμα και το ίδιο το όνομα της οργάνωσης – θα εξαρτηθεί από την έκβαση της δίκης που διεξάγεται για τη δολοφονία του Π. Φύσσα. Μια καταδικαστική απόφαση θα πιέσει πολύ την απήχησή της, θα επιβάλει αναγκαστικά μια αλλαγή στο προφίλ της, όμως δεν πρόκειται να εξαφανίσει και τις κοινωνικές και πολιτικές αιτίες που έχουν δημιουργήσει την παρούσα της απήχηση. Στο βαθμό που η ίδια ή το εξίσου αντιδραστικό σχήμα που θα τη διαδεχθεί, θα μείνει έξω από την συμμετοχή ή την υποστήριξη των μελλοντικών αστικών κυβερνήσεων, η απήχησή της θα γνωρίσει αυξητικές τάσεις. Ταυτόχρονα, στην αναπόφευκτη επερχόμενη άνοδο των ταξικών αγώνων, η σημερινή οργανωτική και επιχειρησιακή της κατάρρευση θα δώσει τη θέση της σε μια ανασυγκρότηση δυνάμεων, για να χτυπηθεί και να τρομοκρατηθεί το κίνημα, με την όλο και λιγότερο διακριτική βοήθεια της αστικής τάξης και του κράτους.