Η Χώρα των Βάσκων
Στην Ισπανία υπάρχει το εθνικό ζήτημα των Βάσκων, των Καταλανών και των κατοίκων της Γαλικίας. Για δεκαετίες κάτω από τη δικτατορία του Φράνκο, οι γλώσσες, τα δικαιώματα και οι εθνικές αναζητήσεις αυτών των ανθρώπων είχαν καταπατηθεί με σκληρό τρόπο. Η ανατροπή του παλιού καθεστώτος ήταν φυσικό πως θα έδινε μια ισχυρή ώθηση στα εθνικά κινήματα των εθνοτήτων. Ο Τρότσκι δεν είπε τυχαία ότι ο εθνικισμός των καταπιεσμένων εθνοτήτων ήταν απλά το εξωτερικό περίβλημα ενός ανώριμου μπολσεβικισμού. Με σωστή πολιτική και μέθοδο, είναι δυνατόν να κερδίσουμε τους καλύτερους νεολαίους εθνικιστές στο Μαρξισμό. Προϋπόθεση όμως είναι να έχουμε μια σταθερή και ξεκάθαρη θέση. Την ίδια στιγμή, υποστηρίζουμε σταθερά τις καταπιεσμένες εθνότητες και κριτικάρουμε τις συγχυσμένες ιδέες του εθνικισμού.
Το μεγάλο μέρος του προβλήματος αυτής της αναγκαιότητας, είναι η κατάρρευση του ηθικού κύρους του μαρξισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν σωστή θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα. Αυτή θα μπορούσε εύκολα να βρει ανταπόκριση στις γραμμές των μαχητικών εθνικιστικών στοιχείων. Αλλά, η εθνικιστική νεολαία απωθείται από τις καταστροφικές πολιτικές των ρεφορμιστών ηγετών των εργατικών οργανώσεων, οι οποίοι αναπόφευκτα υιοθετούν τη γραμμή της αστικής τάξης πάνω στο εθνικό ζήτημα, όπως και σε κάθε άλλο ζήτημα.
Στο παρελθόν θα ήταν φυσιολογικό οι πρωτοπόροι νεολαίοι εθνικιστές να κινηθούν προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η επαναστατική σημαία του Οκτώβρη και του Μπολσεβίκικου κόμματος προσέφεραν διέξοδο πάνω σε επαναστατικές κατευθύνσεις. Όμως, σαν αποτέλεσμα των εγκλημάτων του Σταλινισμού, το κίνημα πισωγύρισε. Η ιδεολογική παρακμή του Σταλινισμού δημιούργησε κάθε είδους σύγχυση και αλλόκοτες διαστροφές -Μαοϊσμός, Καστρισμός, αντάρτικο- που έχουν θολώσει τα νερά και έφεραν την πιο φοβερή σύγχυση στα μυαλά των ριζοσπαστικών στοιχείων της νεολαίας. Με την κατάρρευση του Σταλινισμού η σύγχυση έγινε ακόμα μεγαλύτερη, με την εξάπλωση όλων των ειδών των αναρχικών και τρομοκρατικών διαθέσεων. Ιδέες οι οποίες ανήκουν στην προϊστορία του κινήματος και που απαντήθηκαν από τους Μαρξ, Λένιν και Τρότσκι πολύ καιρό πριν, επανεμφανίσθηκαν μεταμφιεσμένες ως «νέες και σύγχρονες» θεωρίες.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και ο εκπληκτικός εκφυλισμός της αποκαλούμενης Τέταρτης Διεθνούς μετά το θάνατο του Τρότσκι. Η πλήρης εγκατάλειψη των πιο στοιχειωδών ιδεών του Λένιν και του Τρότσκι, από τους αποκαλούμενους Τροτσκιστές, δεν φαίνεται πουθενά αλλού τόσο καθαρά όσο στο εθνικό ζήτημα. Οι σέχτες ερωτοτροπούν με κάθε μικροαστική και τρομοκρατική ομάδα στον κόσμο, δρώντας ως επευφημούντες υποστηρικτές και απλήρωτοι (και συνήθως ανεπιθύμητοι) «συμβουλάτορες» στον ΙΡΑ, στην ΕΤΑ, στην ΟΑΠ ή στο Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο. Εκεί όπου απόκτησαν κάποια επιρροή, ευτυχώς είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις, απλά λειτούργησαν ως υποστηρικτές των προκαταλήψεων της νεολαίας, οδηγώντας την στην καταστροφή. Αυτή ήταν η περίπτωση για παράδειγμα της Αργεντινής και της Ουρουγουάης στη δεκαετία του 1970, όπου αυτά τα στοιχεία έπαιξαν με την τρομοκρατία και το αντάρτικο των πόλεων. Η κατάληξη αυτών των περιπετειών ήταν η συντριβή του κινήματος και η επικράτηση των πιο αιμοσταγών στρατιωτικών δικτατοριών, με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός νεολαιίστικων στελεχών να χάσει τη ζωή του και η επανάσταση να πισωγυρίσει για πολλά χρόνια.
Με δεδομένη την πλήρη έλλειψη κύρους του μαρξισμού, είναι λογικό οι νέοι άνθρωποι στη χώρα των Βάσκων, να απωθούνται από το Σταλινισμό και τη Σοσιαλδημοκρατία και να αναζητούν εναλλακτική λύση στην ΕΤΑ και στον Ερι Μπατασούνα. Στις γραμμές των ριζοσπαστών βάσκων εθνικιστών, υπάρχουν ηρωικά νεολαιίστικα στοιχεία. Το καθήκον μας είναι να ανοίξουμε διάλογο μαζί με αυτούς τους ανθρώπους και να τους πείσουμε ότι ο μόνος τρόπος για επιτυχία του στόχου τους είναι να αγωνιστούν για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αναπόφευκτα, τα καλύτερα στοιχεία θα φθάσουν σε αυτό το συμπέρασμα. Πρέπει να τους βοηθήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση, με φιλικό και υπομονετικό διάλογο. Τονίζοντας την ανάγκη για την ενότητα στον αγώνα των εργατών και της νεολαίας σε όλη την επικράτεια της Ισπανίας, να συμπλεύσουμε μαζί τους στη δράση πάνω σε όλα εκείνα τα ζητήματα στα οποία μπορεί να υπάρξει συμφωνία αρχών.
Φαίνεται πως είναι νόμος το γεγονός ότι τα μαζικά εθνικιστικά κινήματα, όπως το Ερι Μπατασούνα, πάντα τείνουν να διασπασθούν πάνω σε ταξική βάση, όταν αναπτύσσονται και ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Τέτοια κινήματα έχουν πάντα ετερογενή σύνθεση. Μπορεί να υπάρχουν ακροδεξιά στοιχεία -συνήθως, αν και όχι πάντα, συνδεδεμένα με τη «στρατιωτική» πτέρυγα- όμως η αριστερή πτέρυγα έχει αρκετούς τίμιους αγωνιστές και εν δυνάμει επαναστάτες. Τον Αύγουστο του 1970, στο 6ο συνέδριο της ΕΤΑ, υπήρξε μια διάσπαση από τα αριστερά. Λόγω της έλλειψης μιας πραγματικά μαρξιστικής εναλλακτικής λύσης, οι Μαντελικοί προσανατολίσθηκαν προς την ΕΤΑ και κέρδισαν πολλούς από αυτούς. Χιλιάδες αγωνιστές κινήθηκαν προς τον Τροτσκισμό. Με τη σωστή πολιτική και τις προοπτικές, μια μαρξιστική οργάνωση 10.000 ανθρώπων στην Ισπανία θα μπορούσε να παίξει ένα καθοριστικό ρόλο. Όμως, λόγω των λανθασμένων πολιτικών των Μαντελικών, αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Αυτοί οι μικροαστοί πέταξαν μακριά την ευκαιρία και πλήρωσαν γι’ αυτό το έγκλημα. Δεν υπάρχουν πλέον. Διαλύθηκαν μαζί με όλες τις άλλες σέχτες. Ετσι, είναι ανοικτός ο δρόμος για την ανάπτυξη μιας γνήσιας μαρξιστικής τάσης, μέσα στους κόλπους των Βάσκων. Είναι ξεκάθαρο ότι πολλά από τα καλύτερα στελέχη γι’ αυτή την ανάπτυξη θα προέλθουν από τις γραμμές και τον περίγυρο των ριζοσπαστών Βάσκων εθνικιστών.
Με την υπογραφή της συμφωνίας για ανακωχή, υπήρξε μια εξέλιξη στην οργάνωση Ερι Μπατασούνα. Μετονομάσθηκαν σε Euskal Herritarrok (Βάσκοι Πολίτες). Αυτό είναι ένα αρκετά μεγάλο κίνημα. Υπήρχε πραγματικός ενθουσιασμός για το ΕΗ. Ομως τώρα τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Οι πολιτικοί ηγέτες του ΕΗ συνδέθηκαν καιροσκοπικά με το κόμμα της μεγάλης βασκικής αστικής τάξης, το PNV. Οπως πάντα, οι μικροαστοί εθνικιστές λειτουργούν ως μηχανισμός καθυπόταξης της εργατικής τάξης, στη «δική» τους αστική τάξη. Αλλά, ο κάθε Βάσκος εργάτης γνωρίζει ότι οι Βάσκοι τραπεζίτες και βιομήχανοι είναι το ίδιο κακοί όσο και οι ισπανοί καπιταλιστές. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να διαλέξεις ανάμεσά τους. Ολα τα τίμια μέλη του ΕΗ πρέπει να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία αυτό το φρικαλέο μπλοκ με το PNV.
Η ανακωχή τώρα κατάρρευσε και τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Υπάρχει η προοπτική για περισσότερες τρομοκρατικές ενέργειες, που θα προκαλέσουν περισσότερη κρατική καταπίεση και περισσότερους πολιτικούς κρατουμένους. Αυτός είναι ο παλιός διαβολικός κύκλος, που για δεκαετίες δηλητηρίαζε την κοινωνική και πολιτική ζωή των Βάσκων, χωρίς να πετύχει τους διακηρυγμένους σκοπούς. Σε αυτή την κατεύθυνση, δεν υπάρχει διέξοδος για τους Βάσκους! Τώρα που η ΕΤΑ έσπασε τη συμφωνία ανακωχής, θα πρέπει να αναπτυχθεί έντονη συζήτηση μέσα στις γραμμές της. Χωρίς αμφιβολία θα ψάξουν για να βρουν εξήγηση και διέξοδο. Είναι ανάγκη να τους εξηγήσουμε με σταθερό και φιλικό τρόπο, ότι για τη χώρα τους δεν μπορεί να υπάρξει ανεξαρτησία πάνω σε καπιταλιστική βάση. Για να το πετύχουν αυτό, πρέπει να γίνει επανάσταση στην Ισπανία και στη Γαλλία. Και για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υιοθετήσουμε ταξική και διεθνιστική θέση και να εγκαταλείψουμε το αδιέξοδο της ατομικής τρομοκρατίας.
Οι Μαρξιστές στην Ισπανία πρέπει να είναι περήφανοι για την επιμονή τους σε μια σταθερή θέση αρχών. Εχουν με συνέπεια υποστηρίξει τα εθνικά δικαιώματα των Βάσκων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Πρόσφατα, δημοσίευσαν ένα πολύ καλό κείμενο πάνω στο εθνικό ζήτημα στα Βασκικά και στα Ισπανικά. Τα δυο μας μεταφρασμένα στα ισπανικά βιβλία, παρουσιάσθηκαν με έμφαση στην ημερήσια εφημερίδα του Ερι Μπατασούνα Egin. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα στρώμα Βάσκων εθνικιστών που κοιτάζουν προς την κατεύθυνση της μαρξιστικής τάσης. Στη βάση μιας δραστήριας εκστρατείας, οι μαρξιστές μπορούν να κερδίσουν ένα σημαντικό στρώμα της μαχητικής νεολαίας.
Από μαρξιστική σκοπιά, το εθνικό πρόβλημα είναι πρόκληση, αλλά είναι επίσης και ευκαιρία. Εάν υιοθετήσουμε μια θέση αρχών πάνω στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εθνικά καταπιεσμένοι άνθρωποι, μαχόμενοι ενεργητικά ενάντια σε όλα τα είδη της εθνικής καταπίεσης, ενώ ταυτόχρονα συνδέουμε σταθερά τη λύση του προβλήματος με την προοπτική της σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, θα μπορέσουμε να κερδίσουμε τους καλύτερους από αυτούς στο Μαρξισμό και να κτίσουμε μια ισχυρή οργάνωση που να μπορεί να προσφέρει πραγματική λύση στο εθνικό πρόβλημα των Βάσκων πάνω σε επαναστατική σοσιαλιστική βάση.
Τα Βαλκάνια
Το πιο χτυπητό παράδειγμα των συνεπειών μιας λανθασμένης θέσης πάνω στο εθνικό ζήτημα, είναι η μοίρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το αιματηρό τέλμα των πολέμων, της σοβινιστικής τρέλας και της «εθνοκάθαρσης» σε ένα πρώην αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος, όφειλε να προβληματίσει εκείνους που κτυπούν σταθερά το τύμπανο της αποκαλούμενης αυτοδιάθεσης, ως η καθολική πανάκεια. Δυστυχώς, φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι είναι οργανικά ανίκανοι να σκέφτονται για οτιδήποτε. Ολόκληρη την περασμένη δεκαετία και σε σχέση με τα Βαλκάνια, η Μαρξιστική τάση που αντιπροσωπεύεται από το Socialist Appeal και το Web site In Defence of Marxism κράτησε μια διαχρονικά σταθερή Λενινιστική στάση. Από την αρχή, εξηγήσαμε πως δεν υπήρχε ούτε ίχνος προοδευτικής εξέλιξης στη διάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, κάθε μια από τις σέχτες υποστήριξε είτε τους Κροάτες, είτε τους Σέρβους, είτε τη μικρή φτωχή Βοσνία είτε έτρεχε γύρω με σημαίες του ΟΥΤΣΕΚΑ. Κάθε ένας από αυτούς έπεσε και σε μια αντιδραστική θέση.
Οι σέχτες που δηλώνουν ότι είναι Μαρξιστές φαίνεται να υποφέρουν από κάποιο είδος νευρικού τικ. Μόλις ξεσπάσει κάποιος πόλεμος, αμέσως αρχίζουν να φωνάζουν: «Ποιον υποστηρίζετε»; Λες και οι Μαρξιστές βρίσκονται κάτω από κάποιου είδους απόλυτη υποχρέωση να υποστηρίξουν τη μία ή την άλλη πλευρά, στις διαμάχες ανάμεσα στις εμπόλεμες αστικές κλίκες! Η θέση του Μαρξισμού πάνω στον πόλεμο εξηγήθηκε ήδη με σαφήνεια από το Λένιν. Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Το κατά πόσο θα υποστηρίξουμε τη μία ή την άλλη πλευρά σε ένα πόλεμο, εξαρτάται από το εάν ο πόλεμος έχει προοδευτικό ή αντιδραστικό χαρακτήρα. Μια τέτοια εκτίμηση καθορίζεται, όχι από τις γενικόλογες εξαγγελίες τύπου «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», αλλά αποκλειστικά και μόνο από τα γενικότερα συμφέροντα του προλεταριάτου και της παγκόσμιας επανάστασης.
Έτσι, η θέση των Μαρξιστών στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 δεν ήταν να πάρουν το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά να αγωνισθούν για τη δημοκρατική ομοσπονδία των Βαλκανίων. Αυτή ήταν η θέση του Λένιν, του Τρότσκι και του μεγάλου Βαλκάνιου μαρξιστή και διεθνιστή, Κρίστιαν Ρακόφσκι. Η εμπειρία της Γιουγκοσλαβίας επιβεβαιώνει πλήρως τη μαρξιστική θέση. Απλά χρειάζεται να θέσουμε το ερώτημα συγκεκριμένα για να πάρουμε τη σωστή απάντηση. Οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, ποιος είναι ο πραγματικός απολογισμός του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας; Οδήγησε σε ενδυνάμωση της εργατικής τάξης και του επαναστατικού κινήματος; Έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά μεταξύ τους; Έλυσε οπουδήποτε από τα προβλήματα; Ανάπτυξε τα μέσα παραγωγής; Οι ερωτήσεις απαντιούνται από μόνες τους. Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί πλήρη καταστροφή και όλεθρο. Αυτό το έγκλημα ενάντια στην εργατική τάξη δεν μπορεί ποτέ να δικαιολογηθεί με αναφορές στο δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση. Τώρα έχουμε νέον απάνθρωπο πόλεμο που διεξάγεται στο Κόσσοβο. Φυσικά υποστηρίζουμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Κοσσοβάρων. Έχουν το δικαίωμα για δική τους γη, έχουν το δικαίωμα να μην καταπιέζονται και να μην σφάζονται. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Πρέπει να λέμε πάντα την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι αυτή: Για άλλη μια φορά, η μοίρα ενός μικρού λαού χρησιμοποιήθηκε με κυνικό τρόπο και έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον ιμπεριαλισμό για τους δικούς του σκοπούς. Όπως από την αρχή προβλέψαμε, έχοντας χρησιμοποιήσει τους Κοσοβάρους, το ΝΑΤΟ θα τους εγκατέλειπε και θα τους πρόδιδε. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται πάντα.
Εάν επιτραπεί στο Κόσσοβο να γίνει ανεξάρτητο, τότε θα τείνει αναπόφευκτα να ενωθεί με την Αλβανία, δημιουργώντας έτσι το τερατούργημα της Μεγάλης Αλβανίας -ακολουθώντας τα βήματα της Μεγάλης Κροατίας, της Μεγάλης Σερβίας, της Μεγάλης Βουλγαρίας, της Μεγάλης Ελλάδας. Το μικρό κράτος της ΠΓΔΜ είναι πολύ εύθραυστο και έχει μια μεγάλη αλβανική μειονότητα. Εάν η ΠΓΔΜ διασπασθεί, κάτι το οποίο θα ήταν αναπόφευκτο κάτω από τέτοιες συνθήκες, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πόλεμο. Αυτός θα ήταν ένας διαφορετικός πόλεμος από αυτούς που έχουμε δει μέχρι στιγμής στα Βαλκάνια. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν κύρια ένας πόλεμος μεταξύ πολιτοφυλακών. Εάν η ΠΓΔΜ διασπασθεί, οι Σέρβοι, οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Έλληνες ακόμα και οι Τούρκοι, όλοι τους θα εμπλακούν σε πόλεμο. Ενας πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας -δύο μελών του ΝΑΤΟ- θα ήταν καταστροφή για όλους τους λαούς και εφιάλτης για τους Αμερικάνους. Είναι κάτι που η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να ανεχθεί. Προσπάθησαν να εξασκήσουν πίεση στο Μιλόσεβιτς να κάνει παραχωρήσεις. Όταν απέτυχαν, σύρθηκαν σε πόλεμο χωρίς σχέδιο και προοπτική. Ο Κλίντον ενημερώθηκε από τη CIA ότι ο βομβαρδισμός θα γονάτιζε το Μιλόσεβιτς μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτό το σχέδιο απέτυχε και η θέση των ΗΠΑ διασώθηκε μόνο όταν η Ρωσία πίεσε το Μιλόσεβιτς να καταλήξει σε συμβιβασμό. Ποια όμως ήταν τα αποτελέσματα;
Οι Κοσοβάροι έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, όπως ακριβώς το έχουν οι Σέρβοι, οι Βόσνιοι, οι Κούρδοι και οι Παλαιστίνιοι. Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα. Πώς πρόκειται να επιτευχθεί αυτή η αυτοδιάθεση; Πώς πρόκειται να πραγματοποιηθεί αυτό το δικαίωμα στην πράξη; Οι Σέρβοι δεν πρόκειται εθελοντικά να αποποιηθούν τον έλεγχο του Κοσσόβου, γιατί το θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της σερβικής επικράτειας. Το πρόβλημα είναι ότι οι Κοσσοβάροι ή τουλάχιστον ο ΟΥ-ΤΣΕΚΑ, περίμεναν από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να τους βοηθήσει. Όμως τι έλυσε η στρατιωτική περιπέτεια του ΝΑΤΟ στο Κόσσοβο; Τίποτα. Έκανε την κατάσταση χίλιες φορές χειρότερη, σπέρνοντας τους σπόρους νέων πολέμων. Όπως πάντα, ο εθνικισμός και ο σοβινισμός στα Βαλκάνια παίζει έναν ολέθριο ρόλο και οδηγεί σ’ ένα αιματηρό αδιέξοδο. Οι αντιδραστικοί ηγέτες του ΟΥ-ΤΣΕΚΑ, έχοντας τοποθετηθεί σε θέσεις εξουσίας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, παίζουν τώρα ένα εγκληματικό ρόλο. Τη στιγμή που δολοφονούν και καταπιέζουν τους Σέρβους εργαζόμενους και αγρότες, αγωνίζονται να καταλάβουν όλες τις θέσεις κλειδιά, ενώ γεμίζουν τις τσέπες τους από το πλιάτσικο, τους εκβιασμούς, το εμπόριο ναρκωτικών και από άλλες παρόμοιες δραστηριότητες. Όμως υπάρχουν όρια στο τι θα επιτραπεί στον ΟΥ-ΤΣΕΚΑ να πετύχει. Οι Αλβανοί του Κόσσοβο θα μετανιώσουν σύντομα για την καλοπροαίρετη εμπιστοσύνη που έδειξαν τόσο τυφλά στους ιμπεριαλιστές.
Μολονότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί να απεμπλακεί από το Κόσσοβο, έχουν καθηλωθεί και θα παραμένουν εκεί για αρκετό καιρό. Έπειτα, υπάρχει και ο άλλος «μεγάλος αδελφός» που παραφυλάει στο βάθος, η Ρωσία που και αυτή έχει συμφέροντα στην περιοχή. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και την Αμερική αυξάνονται διαρκώς. Συνεπώς, η Μόσχα ενθαρρύνει τώρα τον Μιλόσεβιτς να θέσει ξανά το ζήτημα του σέρβικου ελέγχου στο Κόσσοβο. Πράγματι, με βάση το διεθνές δίκαιο και σύμφωνα με τη συμβιβαστική συμφωνία στην οποία κατέληξαν το Βελιγράδι και το ΝΑΤΟ για να τελειώσουν οι εχθροπραξίες, το Κόσσοβο παραμένει επίσημα κομμάτι της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας. Από τη μεριά του, το ΝΑΤΟ (ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός) δεν θέλει ένα ανεξάρτητο αλβανικό Κόσσοβο, διότι φοβάται (όχι χωρίς λόγο) ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό της Μεγάλης Αλβανίας, που θα αποσταθεροποιούσε αμέσως τη ΠΓΔΜ και το Μαυροβούνιο, απειλώντας με την έναρξη νέων και ακόμα πιο καταστροφικών πολέμων. Αυτή τη αντίθεση αναπόφευκτα θα σημαίνει ότι οι Αλβανοί του Κοσσόβου θα έρθουν σε ρήξη με τις Νατοϊκές δυνάμεις σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιο. Εμείς, από την αρχή το είχαμε προβλέψει και ήδη άρχισε να επιβεβαιώνεται, όπως δείχνουν οι συγκρούσεις στη Μιτρόβιτσα. Ετσι, η όλη επιχείρηση δεν έλυσε απολύτως τίποτα και μετατράπηκε σ’ ένα εφιάλτη για όλους τους εμπλεκόμενους. Για άλλη μια φορά, η προσπάθεια επίλυσης του εθνικού προβλήματος σε καπιταλιστική βάση, κατάληξε σε καταστροφή.
Υπάρχει μόνο μια διέξοδος -η επιστροφή στη θέση του Λένιν. Αυτός δεν φοβήθηκε να πει στους Πολωνούς το 1916 ότι η ανεξαρτησία δεν ήταν η λύση, ότι ήταν μια ουτοπία, ότι ο μόνος δρόμος που θα μπορούσαν να αποκτήσουν πραγματική ανεξαρτησία ήταν η επανάσταση στη Ρωσία και η επανάσταση στη Γερμανία. Η ίδια αλήθεια πρέπει να ειπωθεί στους Κοσσοβάρους σήμερα. Η προσπάθεια να λύσουν τα προβλήματά τους σε στενή εθνικιστική βάση δεν οδήγησε πουθενά. Η μοναδική διέξοδος βρίσκεται στην εδραίωση της εργατικής εξουσίας στη Σερβία και σε όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων και των αγροτών της Γιουγκοσλαβίας.
Οι εργάτες και οι αγρότες της Σερβίας, της Κροατίας, της ΠΓΔΜ, ακόμα και του Κοσσόβου, θα πρέπει τώρα να αναπολούν με νοσταλγία την εποχή του Τίτο, που φαντάζει σαν παράδεισος σε σχέση με το τωρινό αιματηρό χάλι. Η αποκατάσταση της ομοσπονδίας όλων των λαών, βασισμένη στην εθνικά σχεδιασμένη οικονομία, είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Αλλά μια τέτοια ομοσπονδία -η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Βαλκανίων- θα πρέπει να ελέγχεται και να διοικείται δημοκρατικά από τους ίδιους τους εργαζόμενους και όχι από τις κλίκες των προνομιούχων γραφειοκρατών που παίζουν πάντα με τις εθνικές διαφορές για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα. Μόνο η εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να καταπιέζει τους ανθρώπους των άλλων εθνοτήτων. Και είναι γι’ αυτό το λόγο, όπως ο Λένιν τόσο συχνά επαναλάμβανε, που η επίλυση του εθνικού ζητήματος μπορεί να επιτευχθεί μόνο από το προλεταριάτο αφού πάρει την εξουσία στα χέρια του. Οποιαδήποτε άλλη λύση, θα οδηγήσει στην καλύτερη περίπτωση σε μερική και ασταθή εξέλιξη και στη χειρότερη σε πλήρη καταστροφή.
Για μια διεθνιστική πολιτική
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν ότι το πρώτο καθήκον του προλεταριάτου είναι να «τακτοποιήσει του λογαριασμούς με τη δική του αστική τάξη», να ανατρέψει την αστική τάξη της χώρας του και να μπει επικεφαλής του έθνους. Πρόσθεσαν όμως ότι «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, ο αγώνας του προλεταριάτου με την αστική τάξη είναι αρχικά εθνικός αγώνας». Και ξανά: «Αφού το προλεταριάτο πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκτήσει πολιτική υπεροχή, πρέπει να αναδειχθεί σε ηγετική τάξη του έθνους, πρέπει το ίδιο να αποτελέσει το έθνος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα είναι εθνικό, αν και όχι με την αστική έννοια της λέξης».
Τι εννοούσαν με αυτά τα λόγια οι ιδρυτές του Επιστημονικού Σοσιαλισμού; Εννοούσαν ότι, μολονότι το προλεταριάτο μιας συγκεκριμένης χώρας μπορεί και πρέπει πρώτα απ’ όλα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με τη δική του αστική τάξη, δεν μπορεί να παραμένει στη βάση μιας απλά εθνικής επανάστασης. Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό είναι μόνο η μορφή και όχι το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Μόλις κατακτήσουν την εξουσία σε μια χώρα, οι εργάτες θα έρθουν αντιμέτωποι με την αντίσταση της αστικής τάξης των άλλων χωρών. Η βαθύτερη έννοια της προλεταριακής επανάστασης δεν είναι συνεπώς εθνική, αλλά διεθνής και δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να επιτύχει, μέχρι που να επεκταθεί στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες. Το προλεταριάτο πρέπει να κάνει βήματα για να διαδώσει την επανάσταση πέρα από τα δικά του σύνορα, γιατί αλλιώς αντιμετωπίζει την προοπτική της ήττας και της καταστροφής. Γι’ αυτό τον απλό λόγο, ο εθνικισμός και η σοσιαλιστική επανάσταση είναι διαμετρικά αντίθετες και απόλυτα ασύμβατες έννοιες.
Το κλειδί της επιτυχίας είναι συνεπώς η σωστή πολιτική. Αυτό προϋποθέτει μια μπολσεβίκικη ηγεσία, που θα εμμένει σταθερά στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού. Για τους Μαρξιστές, φυσικά, η θεωρία είναι ένας οδηγός για δράση. Είναι στοιχειώδης υποχρέωση να αγωνιζόμαστε ενάντια σε κάθε εκδήλωση εθνικής καταπίεσης, ρατσισμού, διακρίσεων και αδικίας. Είναι αναγκαίο να εκπονήσουμε σε κάθε χώρα ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα αιτημάτων σε σχέση με αυτό το θέμα. Χωρίς τον καθημερινό αγώνα για πρόοδο στον καπιταλισμό, η σοσιαλιστική επανάσταση θα αποδειχθεί ουτοπία. Οι μάζες μπορούν να εκπαιδευτούν και να ατσαλωθούν για την τελική μάχη μόνο μέσω της συμμετοχής σε μια ολόκληρη σειρά επιμέρους αγώνων και συγκρούσεων -απεργίες, διαδηλώσεις κ.λπ. Είναι ολοφάνερα σωστό και αναγκαίο να αγωνιζόμαστε για κάθε βελτίωση, ανεξάρτητα του πόσο ημιτελής είναι, που τείνει να βελτιώνει τις συνθήκες των μαζών. Αυτό αφορά όχι μόνο τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, την εκπαίδευση, την υγεία και τη στέγαση, τις συντάξεις κ.λπ., αλλά επίσης και τις δημοκρατικές διεκδικήσεις, στο βαθμό που αυτές διατηρούν την παραμικρή τους αξία.
Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Στις σύγχρονες συνθήκες καμιά μεταρρύθμιση, είτε οικονομική, είτε κοινωνική ή δημοκρατική δεν μπορεί να διαρκέσει επί μακρόν αν δεν οδηγεί στη θεμελιώδη αλλαγή της κοινωνίας. Από το 1920, στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν τόνισε ότι το εθνικό ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο με τη νίκη του προλεταριάτου και απέσυρε από το πρόγραμμα της Διεθνούς την έκφραση «αστικοδημοκρατικά κινήματα», αντικαθιστώντας την με τα «εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα». Η σπουδαιότητα αυτού του γεγονότος ξεχάστηκε τελείως από εκείνους τους «μαρξιστές» που υποκύψανε στην πίεση των αστών και μικροαστών εθνικιστών ηγετών, οποίοι απαιτούν από την εργατική τάξη να αφήσει κατά μέρος τον αγώνα της για το σοσιαλισμό και να υποταχθεί στον «εθνικό αγώνα» -δηλαδή, να αποδεχθεί την ηγεσία των αστικών και μικροαστικών στοιχείων. Σε αντίθεση, ο Λένιν εξήγησε ότι στη σύγχρονη εποχή η αστική τάξη ήταν ανίκανη να επιλύσει το εθνικό ζήτημα. Η Λενινιστική θέση συνοψίσθηκε από τον Τρότσκι ως εξής: «Το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης είναι, φυσικά, δημοκρατική και όχι σοσιαλιστική αρχή. Όμως οι γνήσιες δημοκρατικές αρχές υποστηρίζονται και πραγματοποιούνται στην εποχή μας μόνο από το επαναστατημένο προλεταριάτο. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που είναι συνυφασμένες με τα σοσιαλιστικά καθήκοντα» (Τρότσκι, Γραπτά 1939-40 σελ. 45, Αγγλική έκδοση, δική μας έμφαση.)
Αυτή είναι η θέση του πραγματικού μαρξισμού την οποία και εμείς υποστηρίζουμε. Στις σημερινές συνθήκες, είναι αναγκαίο σε κάθε στάδιο να συνδέουμε σταθερά τον αγώνα για τα δημοκρατικά αιτήματα με την προοπτική της σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, με την απαλλοτρίωση των τραπεζών και των καπιταλιστών. Και η πρώτη προϋπόθεση είναι η άνευ όρων ενότητα της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της. Το σύνθημα μάχης για εμάς δεν είναι «έθνος ενάντια σε έθνος», αλλά «τάξη ενάντια σε τάξη!» Επιπρόσθετα, ο στόχος μας δεν περιορίζεται σ’ ένα έθνος. Είναι ο σοσιαλισμός σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή ήταν η θέση όλων των μεγάλων Μαρξιστών του παρελθόντος. Το 1916, σε μιαν περίοδο μαύρης αντίδρασης όπου η Ευρώπη ήταν στη δίνη του καταστροφικού πολέμου, ο Λένιν έγραψε: «Ο στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι μόνο να τερματίσει τη διαίρεση του ανθρώπινου είδους σε μικροσκοπικά κράτη και την απομόνωση των εθνών σε όλες τις μορφές της, είναι επίσης η επαναπροσέγγιση των εθνών αλλά και η διάχυσή τους.» (Άπαντα Λένιν, Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1916, τόμος 22, Αγγλική έκδοση, δική μας έμφαση).
Στην κλασσική περίοδο της αστικής επανάστασης στην Ευρώπη -δηλαδή περίπου από το 1780 έως το 1871- η δημιουργία των εθνικών κρατών έπαιξε ένα σχετικά προοδευτικό ρόλο σπάζοντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες, συντρίβοντας τα υπολείμματα του φεουδαρχισμού και βάζοντας τη βάση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη βάση της εθνικής αγοράς. Ομως, η κατάσταση έχει σήμερα αλλάξει. Τα μέσα παραγωγής έχουν από καιρό ξεπεράσει τα στενά όρια του εθνικού κράτους. Στη σημερινή εποχή το εθνικό κράτος σταμάτησε να παίζει τον οποιονδήποτε προοδευτικό ρόλο. Αντί να αναπτύσσει τα μέσα παραγωγής, αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο γι’ αυτά. Αυτό είναι αναμφίβολα γνωστό και στους ίδιους τους αστούς. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ήταν και μια παραδοχή από ένα κομμάτι της τότε ευρωπαϊκής αστικής τάξης ότι τα μικροσκοπικά ευρωπαϊκά κράτη δεν θα μπορούσαν να ανταγωνισθούν δύο γίγαντες που ήταν η ιμπεριαλιστική Αμερική και η ισχυρή σταλινική Ρωσία. Ομως ο σχηματισμός της Ε.Ε. δεν έχει καταργήσει το εθνικό κράτος στην Ευρώπη. Οι παλιοί εθνικοί ανταγωνισμοί εξακολουθούν να υπάρχουν, με το γερμανικό ιμπεριαλισμό να κυριαρχεί την παρούσα στιγμή και τη Γαλλία σαν ένα συνέταιρο δεύτερης κλίμακας. Στη βάση μιας παγκόσμιας ύφεσης, οι εθνικοί ανταγωνισμοί θα ενταθούν.
Παρ’ όλες τις ενδείξεις, οι απολογητές του καπιταλισμού δεν θέλουν να παραδεχθούν αυτό που γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό απ’ όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους: Ότι το εθνικό κράτος παίζει τώρα τον ίδιο αντιδραστικό ρόλο που έπαιζε ο παλιός φεουδαρχικός κατακερματισμός, τα τοπικά σύνορα και τα διόδια των δρόμων του παρελθόντος. Η παραπέρα ανάπτυξη της ανθρώπινης κουλτούρας και του πολιτισμού θα είναι δυνατή μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή αυτών των αρχαϊκών εμποδίων και την αντικατάστασή τους από τη σχεδιασμένη και αρμονική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Η μοναδική ελπίδα για το ανθρώπινο γένος δεν είναι ο απαρχαιωμένος εθνικισμός, αλλά ο σοσιαλιστικός διεθνισμός. Όπως εξήγησε και ο Λ. Τρότσκι, ο στόχος των σοσιαλιστών δεν είναι η ανύψωση νέων συνόρων -που αποτελούν καινούργια εμπόδια στο δρόμο της ανθρώπινης προόδου- αλλά η κατάργηση όλων των συνόρων και η δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων:
«Ολα τα κρατικά σύνορα αποτελούν μόνον εμπόδια πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις. Το καθήκον του προλεταριάτου δεν είναι να διατηρήσει το υπάρχον καθεστώς, δηλαδή να διαιωνίσει τα σύνορα, αλλά αντίθετα είναι ο αγώνας για την επαναστατική εξάλειψή τους με σκοπό τη δημιουργία των Σοσιαλιστικών Ενωμένων Κρατών της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου» (Λ. Τρότσκι, Γραπτά 1935-36).
Το κείμενο ψηφίστηκε στο Συνέδριο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης, τον Ιούλιο του 2000.