Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΔιεθνής Μαρξιστική Τάση: Θέσεις για το εθνικό ζήτημα - μέρος 2ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Διεθνής Μαρξιστική Τάση: Θέσεις για το εθνικό ζήτημα – μέρος 2ο

Με αφορμή την αναζωπύρωση του εθνικού ζητήματος στην Καταλονία παραθέτουμε σε μέρη ένα εξαιρετικό κείμενο πάνω στο εθνικό ζήτημα το οποίο ψηφίστε στο Συνέδριο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης το 2000

Ποια είναι η μαρξιστική θέση για τα δημοκρατικά αιτήματα; Το δικαίωμα στο διαζύγιο είναι ένα δημοκρατικό αίτημα, το οποίο επίσης υποστηρίζουμε. Σε τι συνίσταται όμως αυτό το αίτημα; Σημαίνει ότι ένας άνδρας και μία γυναίκα μπορούν να ζήσουν μαζί για όσο διάστημα οι σχέσεις τους είναι καλές και αισθάνονται και οι δύο ευτυχισμένοι. Όμως, εάν η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων σπάσει, τότε έχουν το δικαίωμα να χωρίσουν και κανένας δεν μπορεί να τους αναγκάσει να εξακολουθήσουν να ζουν μαζί. Αλλά, ας εξετάσουμε και το δικαίωμα στην έκτρωση. Μια γυναίκα έχει το δικαίωμα να αποφασίσει εάν θα έχει παιδί ή όχι, γιατί είναι ξεκάθαρο το δικαίωμα της γυναίκας να διαθέσει το σώμα της όπως αυτή επιθυμεί. Εμείς υπερασπιζόμαστε αυτά τα δημοκρατικά αιτήματα. Όμως, λέμε ότι το διαζύγιο ή η έκτρωση είναι από μόνα τους καλά πράγματα; Λέμε ότι κάθε γυναίκα πρέπει να κάνει έκτρωση ή ότι κάθε παντρεμένο ζευγάρι πρέπει να παίρνει διαζύγιο; Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Το διαζύγιο και η έκτρωση δεν είναι καλά πράγματα, αλλά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να είναι το μικρότερο κακό. Αυτό που υπερασπίζουμε δεν είναι το διαζύγιο και την έκτρωση, αλλά μόνο το δικαίωμα στο διαζύγιο και στην έκτρωση. Είναι το ίδιο πράγμα με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην υποστήριξη του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και στην υποστήριξη της αυτοδιάθεσης ως τέτοιας. Είναι η διαφορά μεταξύ της μαρξιστικής πολιτικής και του μικροαστικού εθνικισμού.

Για τον Λένιν, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση δε σήμαινε ότι οι εργάτες ήταν «υποχρεωμένοι να ψηφίσουν υπέρ του διαχωρισμού», αλλά χρησίμευε αποκλειστικά και μόνο για να αντιταχθούν σε όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης και στη βίαιη παραμονή κάθε έθνους μέσα στα σύνορα ενός άλλου κράτους – δηλαδή, να αφήνονται οι  λαοί να αποφασίζουν ελεύθερα πάνω στο ζήτημα. Αυτό είναι ένα στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα, το οποίο οι Μπολσεβίκοι υπερασπίστηκαν. Όμως, ακόμα και τότε, το δικαίωμα δε θεωρήθηκε ποτέ σαν κάτι απόλυτο, αλλά ήταν πάντα υποταγμένο στα συμφέροντα του ταξικού αγώνα και της παγκόσμιας επανάστασης. Η πολιτική του Λένιν δεν ήταν ο διαχωρισμός, αλλά η εθελοντική ένωση. Το σύνθημα του δικαιώματος για την αυτοδιάθεση, μακριά από το να υποδηλώνει υποστήριξη στο διαχωρισμό, ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα ενάντια στο διαχωρισμό.

Ο γαλλόφωνος πληθυσμός του Κεμπέκ αισθάνεται εθνικά καταπιεσμένος στον Καναδά. Οι εθνικιστές του Κεμπέκ πιέζουν για απόσχιση. Ένας μαρξιστής θα μπορούσε να πει στους κατοίκους του Κεμπέκ: ναι, έχετε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Θα υπερασπιστούμε αυτό το δικαίωμα. Αλλά θεωρούμε ότι ο διαχωρισμός σε καπιταλιστική βάση θα αποβεί σε βάρος των κατοίκων του Κεμπέκ και όλου του καναδικού λαού. Εάν γίνει δημοψήφισμα, θα προπαγανδίσουμε και θα ψηφίσουμε ενάντια στο διαχωρισμό. Αγωνιζόμαστε για μια εθελοντική σοσιαλιστική ομοσπονδία του Καναδά και της αμερικανικής ηπείρου, ως η μοναδική λύση στα προβλήματά μας.

Ο Λένιν, με κανέναν τρόπο, δε θεώρησε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως πανάκεια, καθολικά εφαρμόσιμη κάτω από όλες τις περιστάσεις. Αυτή η ηλιθιότητα υιοθετήθηκε αργότερα από ομάδες που δηλώνουν πίστη στο μαρξισμό και το λενινισμό χωρίς να δίνουν την παραμικρή προσοχή στο τι είναι αυτό. Ο Λένιν δε θεώρησε ποτέ το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ως ένα απόλυτο δικαίωμα, έξω από το χρόνο και το χώρο, αλλά (το θεωρούσε μόνο) ως τμήμα του αγώνα του προλεταριάτου για την εξουσία και αυστηρά υποταγμένο σε αυτόν τον αγώνα.

Αυτό που ο Λένιν ποτέ δεν είπε είναι ότι οι μαρξιστές πρέπει να υποστηρίζουν την εθνική μπουρζουαζία ή τους μικροαστούς εθνικιστές. Αντίθετα, η βασική πρόταση της θέσης του Λένιν στο εθνικό ζήτημα ήταν αυτό της απόλυτης ταξικής ανεξαρτησίας. Η πρώτη αρχή του λενινισμού ήταν πάντα η ανάγκη να αγωνιζόμαστε ενάντια στην αστική τάξη, τόσο της καταπιέζουσας όσο και της καταπιεζόμενης εθνότητας. Σε όλα τα γραπτά του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, υπάρχει μια αδιάλλακτη κριτική όχι μόνο ενάντια στην εθνική αστική τάξη, αλλά και ενάντια στους μικροαστούς εθνικιστές.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η όλη ιδέα του Λένιν ήταν ότι η εργατική τάξη πρέπει να μπει επικεφαλής του έθνους, για να οδηγήσει τις μάζες στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κυρίαρχη θέση στην άποψή του κατείχε η ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της εργατικής τάξης. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ένα δημοκρατικό αίτημα, ή πιο σωστά, ένα αστικοδημοκρατικό αίτημα. Το μισό αυτό κομμάτι του προγράμματος αναφέρεται στο έθνος ως σύνολο. Αλλά, όσον αφορά το προλεταριάτο, δεν υπήρχε κανένα ζήτημα διαχωρισμού των εργατικών οργανώσεων σε εθνικές γραμμές. Γι’ αυτό το λόγο, ο Λένιν ήταν καυστικός στην ιδέα των διαφορετικών σχολείων για τις διάφορες μειονότητες. Ο Λένιν ήταν αντίθετος σε κάθε προνομιακό καθεστώς για τη γλώσσα. Σε αντίθεση με τον Όττο Μπάουερ και τους υπερασπιστές της «εθνικής-πολιτιστικής αυτονομίας», αντιτάχθηκε σφοδρά στη δημιουργία ξεχωριστών σχολείων για τα παιδιά των διαφορετικών μειονοτήτων.

Εδώ βλέπουμε τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του λενινισμού και του μικροαστικού εθνικισμού. Οι μαρξιστές θα αγωνίζονται ενάντια σε κάθε είδους εθνικής καταπίεσης, συμπεριλαμβανομένης της γλωσσικής καταπίεσης. Είναι ανεπίτρεπτο να στερείται ένας άνθρωπος του δικαιώματος να ομιλεί τη γλώσσα του, να σπουδάζει με αυτή, να τη χρησιμοποιεί σ’ ένα δικαστήριο ή σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία. Γενικά, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για την ύπαρξη μιας «επίσημης» γλώσσας ή για να δοθεί το οποιοδήποτε προνομιακό καθεστώς σε μια γλώσσα έναντι μιας άλλης. Αλλά, το να διαχωρίζουμε τα παιδιά σε εθνική, γλωσσική ή θρησκευτική βάση, είναι κάτι πέρα για πέρα αντιδραστικό και οπισθοδρομικό. Ο διαχωρισμός των σχολείων έπαιξε αντιδραστικό ρόλο στη Ν. Αφρική και τις ΗΠΑ. Στη Β. Ιρλανδία, ο διαχωρισμός των παιδιών των καθολικών και των προτεσταντών στα αποκαλούμενα θρησκευτικά σχολεία παίζει έναν όχι λιγότερο ολέθριο ρόλο. Η θρησκεία δεν έχει καμία θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα και θα πρέπει δραστικά να διαχωριστεί από αυτό. Εάν οι εκκλησίες θέλουν να διδάσκουν τα δόγματά τους, θα πρέπει να το κάνουν στο δικό τους χώρο και χρόνο και με τα δικά τους οικονομικά μέσα, που θα μαζεύουν από τους πιστούς τους και όχι από το κράτος. Τα σχολεία θα πρέπει να ικανοποιούν τις ανάγκες των διαφορετικών γλωσσικών ομάδων και είναι παντελώς απαράδεκτο να διαχωρίζονται τα παιδιά σε εθνικογλωσσικά πλαίσια και έτσι να δημιουργείται η βάση για τις προκαταλήψεις και τις διαμάχες στη μετέπειτα ζωή.

Όμως, γιατί ο Λένιν υποστήριξε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση; Το έκανε αποκλειστικά από τη σκοπιά της επέκτασης του ταξικού αγώνα και της ενοποίησης της εργατικής τάξης. Για τους Μπολσεβίκους, το εθνικό ζήτημα αποτέλεσε όχι μόνο πρόβλημα και εμπόδιο, αλλά πρόσφερε επίσης και μια επαναστατικές δυνατότητες. Χωρίς μια σωστή θέση στο εθνικό ζήτημα, η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα είχε πραγματοποιηθεί ποτέ. Όμως, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα ήταν η επιμονή του, από το 1903 και μετά, στην ανάγκη να διατηρηθεί η ιερή ενότητα της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της πάνω από όλες τις διακρίσεις της εθνότητας, της γλώσσας, της φυλής ή της θρησκείας. Έτσι, αντιτάχθηκε αδιάλλακτα στις προσπάθειες της εβραϊκής Μπουντ να οργανώσει τους Εβραίους εργάτες ξέχωρα και πέρα από τους Ρώσους εργάτες.

Το να διαχωρίζουμε τα συνδικάτα σε φυλετικές ή εθνικές γραμμές αποτελεί ένα απόλυτο τερατούργημα, που δεν έχει τίποτε κοινό με το λενινισμό. Κι όμως, οι σέχτες στη Βρετανία έχουν εμπλακεί ενεργά στη δημιουργία ξεχωριστών επιτροπών από τους μαύρους στα συνδικάτα και στο Εργατικό Κόμμα. Στην Σκωτία, υποστήριξαν τη δημιουργία ενός ξεχωριστού σκωτσέζικου συνδικάτου για τους εργάτες πετρελαίου, κάτι που αποτελεί ωμή παραβίαση των πιο στοιχειωδών αρχών του μαρξισμού. Μπορούν να αναφερθούν παρόμοια παραδείγματα και από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ας είμαστε ξεκάθαροι: η δημιουργία ξεχωριστών οργανώσεων για τις διαφορετικές εθνικές και φυλετικές ομάδες είναι μία εγκληματική πράξη, που μπορεί να συνεισφέρει μόνο στον κατακερματισμό και το αδυνάτισμα του εργατικού κινήματος. Είναι άλλο πράγμα να αντιμάχεσαι το ρατσισμό και το σωβινισμό στην πλειοψηφούσα εθνότητα και άλλο πράγμα να διασπάς την εργατική τάξη σε εθνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά ή φυλετικά πλαίσια.

Η θέση του Λένιν για το εθνικό ζήτημα εξελίχθηκε με το χρόνο, όπως ακριβώς άλλαξε η γενική του άποψη για τη φύση της ρώσικης επανάστασης. Μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, ο Λένιν εγκατέλειψε την προηγούμενή του άποψη, που έλεγε ότι η ρώσικη επανάσταση θα ήταν αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα («η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς») και πέρασε στη θέση που υπεράσπιζε ο Τρότσκι από το 1904-5. Ο Τρότσκι εξήγησε πως, παρ’ ότι αντικειμενικά τα καθήκοντα της ρώσικης επανάστασης ήταν αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, η επανάσταση θα μπορούσε να διεξαχθεί μόνο από το προλεταριάτο σε συμμαχία με τους φτωχούς αγρότες. Η ρώσικη αστική τάξη ήρθε πολύ αργά στο προσκήνιο της ιστορίας, για να παίξει προοδευτικό ρόλο. Υπό από αυτές τις συνθήκες, τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μόνο από την εργατική τάξη, μόλις αυτή θα έπαιρνε την εξουσία στα χέρια της. Όμως, αυτό δεν ήταν η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αλλά η δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτή η προοπτική επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά τον Οκτώβρη του 1917.

Ακόμα και πριν από αυτό, ο Λένιν ποτέ δεν έδωσε υποστήριξη στην εθνική αστική τάξη. Και σε τελική ανάλυση, δεν επέδειξε παρά μόνο την πιο περιορισμένη και υπό όρους υποστήριξη της αποκαλούμενης «προοδευτικής αστικής τάξης» κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, ενώ πάντοτε τόνιζε την ανάγκη του προλεταριάτου να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από τις μηχανορραφίες της. Όμως, μετά το 1917 κατάλαβε ότι η αποκαλούμενη εθνική αστική τάξη στις καθυστερημένες ημιαποικιακές χώρες, όπως η τσαρική Ρωσία, ήταν εντελώς ανίκανη να παίξει οποιονδήποτε προοδευτικό ρόλο. Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν αποδεδειγμένα διαφοροποίησε τη στάση του προς την εθνική μπουρζουαζία. Από εκείνη την στιγμή και μετά, θεώρησε ότι η εθνική αστική τάξη στις αποικιακές χώρες ήταν ανίκανη να παίξει προοδευτικό ρόλο.

Η θέση του Λένιν επρόκειτο να αποδειχθεί σωστή στην πράξη το 1917. Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσία λύθηκε όχι από τους αστούς, αλλά από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό είναι ένα γεγονός, το οποίο όλοι οι συκοφάντες του Μπολσεβικισμού αρνούνται να αναγνωρίσουν. Αλλά, από τη σκοπιά όλων εκείνων, που πραγματικά θέλουν να κατανοήσουν τη μαρξιστική θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα, αυτό το γεγονός είναι θεμελιώδους σημασίας.

Φυσικά, η νίκη της προλεταριακής επανάστασης δε σημαίνει την άμεση εξαφάνιση των παλιών προκαταλήψεων και των συνηθειών του μυαλού. Ούτε και σημαίνει την εξάλειψη των παραδόσεων, που με τα λόγια του Μαρξ βαραίνουν πάνω στην ανθρώπινη συνείδηση «σαν ένα βουνό». Δεν μπορεί κάποιος να αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων μέσα σε μια νύχτα, απλά και μόνο ανατρέποντας τη διακυβέρνηση των εκμεταλλευτών και εθνικοποιώντας τα μέσα παραγωγής. Η κοινωνία εξακολουθεί να περιέχει τα τραύματα και τις παραμορφώσεις της παλιάς τάξης πραγμάτων, όχι μόνο στην πλάτη αλλά και στα μυαλά της.

Η καθιέρωση πραγματικά ανθρώπινων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και στα άλλοτε καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη μπορεί να γίνει μέσα σε μια περίοδο, της οποίας η έκταση θα καθοριστεί από το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το μήκος της εργάσιμης ημέρας και το πολιτιστικό επίπεδο των μαζών. Αυτό είναι ακριβώς το νόημα της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όπου η επανάσταση βρέθηκε απομονωμένη στις συνθήκες της πιο τρομακτικής καθυστέρησης, τα προβλήματα που αντιμετώπισε η σοβιετική εξουσία ήταν πελώρια. Πάνω απ’ όλα, ο κρατικός μηχανισμός, που με τα λόγια του Λένιν «τον πήραν οι Μπολσεβίκοι από το τσαρισμό και τον άλειψαν με λίγο σοβιετικό λάδι», αντικατόπτριζε την καθυστέρηση και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος. Αυτό έχει άμεση σχέση με το εθνικό ζήτημα.

Υπό το καθεστώς του Στάλιν, διαπράχθηκαν οι πιο θηριώδεις πράξεις ενάντια στις εθνικές μειονότητες στην ΕΣΣΔ. Οι εκκαθαρίσεις ολοκλήρωσαν το έργο που άρχισε από το Στάλιν το 1922, δηλαδή τη διάλυση σε ό,τι απόμεινε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Το πιο κτηνώδες έγκλημα, που διαπράχθηκε από τον Στάλιν, ήταν η μαζική εκτόπιση των εθνοτήτων που έγινε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη διάρκεια του πολέμου και κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες, εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία όχι λιγότεροι από επτά ολόκληροι λαοί. Αυτή ήταν η μοίρα των Τατάρων της Κριμαίας, των Γερμανών του Βόλγα, των Καλμούκων, των Kαρακάι, των Μπάλκαρς, των Ινγκουσέτιων και των Τσετσένων. Η εχθρότητα, που διαρκεί μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε από αυτή την απάνθρωπη και δεσποτική πράξη της βαρβαρότητας και της εθνικής καταπίεσης. Αυτό εκφράστηκε στη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης και στον εφιάλτη της Τσετσενίας.

Τώρα, όλες οι κότες έχουν επιτέλους μπει στο κοτέτσι. Η ΕΣΣΔ κατάρρευσε μέσα σ’ ένα κουρνιαχτό πολέμων και συγκρούσεων. «Η ίδια η ζωή διδάσκει», όπως άρεσε στον Λένιν να λέει. Και η ζωή από μόνη της έδωσε μερικά πολύ σκληρά μαθήματα στους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης. Η αποτυχία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα προετοιμαζόταν κάτω από τη μύτη της γραφειοκρατίας, η οποία είναι τώρα απασχολημένη με τη μετάλλαξή της σε μια νέα τάξη, αυτήν των καπιταλιστών. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή η παγκόσμια οικονομία είναι ο καθοριστικός παράγοντας. «Ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα» αποδείχθηκε μια αντιδραστική ουτοπία.

Ο τωρινός εφιάλτης της οικονομικής κατάρρευσης, των πολέμων και των εθνικών συγκρούσεων είναι η δηλητηριώδης κληρονομιά δεκαετιών απολυταρχικής και γραφειοκρατικής διακυβέρνησης από τη Μόσχα. Όμως, ο καπιταλισμός δεν προσφέρει καμιά διέξοδο για τις πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Η τυπική ανεξαρτησία δεν τους έλυσε κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, η διάρρηξη των δεσμών που τις συνέδεε όλες μαζί σ’ ένα κοινό πλάνο παραγωγής, οδήγησε στην κατάρρευση του εμπορίου και της οικονομικής ανάπτυξης, με τρομερά αποτελέσματα για τις μάζες. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναμφίβολα θα προτιμούσαν την προηγούμενη κατάσταση από την τωρινή μιζέρια. Η επανασύσταση της ΕΣΣΔ θα αποτελούσε ένα προοδευτικό βήμα, αλλά μια επιστροφή στο παλιό γραφειοκρατικό σύστημα δε θα αποτελούσε μόνιμη λύση. Όλες οι παλιές αντιθέσεις θα επέστρεφαν και το αποτέλεσμα θα ήταν μια νέα κρίση. Αυτό που χρειάζεται είναι η επιστροφή στο γνήσιο πρόγραμμα και τις ιδέες του Λένιν και του Τρότσκι: ένα δημοκρατικό καθεστώς εργατικής (σοβιετικής) εξουσίας, στην οποία οι εργαζόμενοι όλων των Δημοκρατιών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία βασισμένη στην αυθεντική ισότητα και αδελφοσύνη, όπου κανένα έθνος δε θα κυριαρχεί πάνω στα άλλα.

Μ. Ανατολή και Ιρλανδία

Το εθνικό ζήτημα είναι οξυμένο στη Μέση Ανατολή , με κυρίαρχο το Παλαιστινιακό ζήτημα. Μετά από δεκαετίες εθνικής καταπίεσης στα χέρια των ισραηλινών ιμπεριαλιστών, οι παλαιστινιακές μάζες αισθάνονται πολύ έντονα την αδικία, κάτι που εκφράζεται στην επιθυμία τους για απόκτηση δική τους πατρίδας. Αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους, το οποίο οι Μαρξιστές υποστηρίζουν και αγωνίζονται υπέρ αυτού. Ομως, η εμπειρία των τελευταίων 30 χρόνων θα έπρεπε να μας διδάξει μερικά αναγκαία μαθήματα. Οι μικροαστοί εθνικιστές ηγέτες της ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) είχαν την ιδέα ότι θα μπορούσαν να αποκτήσουν την αυτοδιάθεση μέσα από τον επονομαζόμενο ένοπλο αγώνα ενάντια στο Ισραήλ. Η λογική αυτής της ιδέας οδήγησε σε απλές πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, τοποθέτηση βομβών, απαγωγές, αεροπειρατείες κ.λπ. Αυτές οι ενέργειες δεν αποδυνάμωσαν ούτε στο ελάχιστο το Ισραήλ. Αντίθετα, στο βαθμό που έπειθαν τους απλούς ανθρώπους του Ισραήλ ότι η πρόθεσή τους ήταν να «ρίξουν τους Εβραίους στη θάλασσα», τους έσπρωχναν στην αγκαλιά της αντίδρασης. Αντί να αποδυναμώνουν το ισραηλινό κράτος, το ενδυνάμωναν.

Όπως προβλέφθηκε από τους μαρξιστές, η συμφωνία που υπόγραψε ο Αραφάτ με τους Ισραηλινούς ήταν μια παγίδα για τον παλαιστινιακό λαό. Αυτή η κατάσταση δεν είναι αυτοδιάθεση αλλά μόνο μια άθλια καρικατούρα και μια απάτη. Η καινούργια παλαιστινιακή οντότητα είναι ένα πετσοκομμένο έκτρωμα, με τη Γάζα χωριστά από τη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ σταθερά ακόμα κάτω από τον έλεγχο του Ισραήλ. Από αυτή την κατάσταση απορρέουν όλων των ειδών οι ταπεινωτικές συνθήκες. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων εποίκων παραμένουν και λειτουργούν σαν μια συνεχή προβοκάτσια για τους Παλαιστίνιους. Στην πραγματικότητα, η αποκαλούμενη Παλαιστινιακή Αρχή είναι απλά ένα όργανο του Ισραήλ, που στην πράξη, συνεχίζει να κυριαρχεί. Οι συνθήκες των Αραβικών μαζών στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είναι πιθανά χειρότερες απ’ ό,τι ήταν πριν, με μαζική ανεργία, ιδιαίτερα στη νεολαία. Το Ισραήλ μπορεί να τους πιέζει ασφυκτικά οποιαδήποτε στιγμή, κλείνοντας τα σύνορα και αποστερώντας έτσι τη δουλειά και το ψωμί από τους Παλαιστίνιους που δουλεύουν στο Ισραήλ. Με τη χειροτέρευση της κατάστασης, ο Αραφάτ και η κλίκα του μετατράπηκαν σε μια προνομιούχα γραφειοκρατική ελίτ που δρα ως αστυνόμος του Τελ Αβίβ, ενώ γεμίζουν τις τσέπες τους σε βάρος των απλών Παλαιστινίων.

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μαζών στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα απειλεί να προκαλέσει μια νέα Ιντιφάντα. Αυτό είναι αναπόφευκτο μέσα σε αυτή την κατάσταση. Μια νέα Ιντιφάντα θα περιείχε μια ξεκάθαρη επαναστατική δυναμική, με μια προϋπόθεση: Οτι θα έχει μια σταθερή επαναστατική ηγεσία που θα αγωνίζεται για μια διεθνιστική λύση. Στη βάση του εθνικισμού δεν είναι δυνατή καμιά λύση. Μια διορατική ηγεσία θα αγωνιζόταν να συνδέσει το επαναστατικό κίνημα των Παλαιστινίων με το κίνημα της εργατικής τάξης του Ισραήλ. Θα εξηγούσε ότι ο κοινός εχθρός τόσο των Αράβων όσο και των Ισραηλινών εργαζομένων είναι οι Ισραηλίτες τραπεζίτες και καπιταλιστές. Θα έκανε ξεκάθαρο ότι το Παλαιστινιακό επαναστατικό κίνημα δεν είναι σε αντίθεση με τους απλούς πολίτες του Ισραήλ. Θα αναζητούσε με συστηματικό τρόπο σημεία υποστήριξης από την ισραηλινή κοινωνία: Ανάμεσα στους σπουδαστές και την προοδευτική νεολαία, στα εργοστάσια και στους στρατώνες. Η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι η αναγκαιότητα για μία εκ βάθρων αλλαγή της κοινωνίας, όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά επίσης και στο Ισραήλ, ως τη μόνη διέξοδο από το αδιέξοδο.

Η μοίρα των Παλαιστινίων ήταν μια τρομερή τραγωδία. Οι Παλαιστίνιοι για πάνω από 30 χρόνια αγωνίζονται για την αυτοδιάθεση. Και που έχουν οδηγηθεί πάνω σε εθνικιστική βάση; Στην πλήρη καταστροφή και προδοσία. Το δίδαγμα είναι ξεκάθαρο και πρέπει να κατανοηθεί: Το εθνικό ζήτημα στην Παλαιστίνη δεν μπορεί να επιλυθεί σε καπιταλιστική βάση. Ο μόνος τρόπος για να λυθεί αυτό το πρόβλημα θα ήταν με επαναστατικά μέσα, με μια σοσιαλιστική επανάσταση στο Ισραήλ και τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε όλες τις γύρω αραβικές χώρες, ξεκινώντας από την Ιορδανία όπου η ΟΑΠ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία 30 χρόνια πριν, εάν οι ηγέτες της δεν πρόδιδαν την επανάσταση. Ο μόνος τρόπος για να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα είναι στη βάση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Μέσης Ανατολής, με πλήρη αυτονομία για τους Παλαιστινίους και τους Ισραηλινούς επίσης.

Οπως και με το Βαλκανικό Ζήτημα έτσι και στην περίπτωση του ζητήματος της Β. Ιρλανδίας, η μαρξιστική τάση μπορεί να είναι υπερήφανη για ό,τι κατάφερε. Διατηρήσαμε μια στοιχειώδη λογική και υπερασπίσαμε με συνέπεια μιαν ταξική θέση. Ολες οι σέχτες συνθηκολόγησαν στην ατομική τρομοκρατία του ΙΡΑ. Αυτός ο αποκαλούμενος ένοπλος αγώνας τράβηξε για πάνω από τρεις δεκαετίες. Το 1970, ο ΙΡΑ νόμιζε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό με τη δύναμη των όπλων και των βομβών, εξαναγκάζοντας τη Β. Ιρλανδία να αποδεχθεί την ένωση με το Νότο. Τονίσαμε εκείνη την περίοδο ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Μια ενωμένη Ιρλανδία δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί πάνω σε αυτή τη βάση, γιατί οι Προτεστάντες ήσαν εξοπλισμένοι και θα αντιστέκονταν. Εάν τα πράγματα έφθαναν σε ένα πόλεμο ανάμεσα στους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, ο ΙΡΑ θα έχανε και οι Καθολικοί θα εκδιώκονταν. Αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν η επαναχάραξη των συνόρων. Όμως, αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με ειρηνικό τρόπο. Θα σήμαινε μια τρομερή σφαγή, όμοια με αυτή που είδαμε πρόσφατα στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Αυτή η κατάσταση θα τελείωνε με ένα αμιγές Προτεσταντικό καθεστώς στο Βορρά και με ένα αμιγές Καθολικό καθεστώς στο Νότο. Κάτω από τέτοιες συνθήκες τόσο ο Βορράς όσο και ο Νότος θα κατέληγαν σε στρατιωτικο-αστυνομικές δικτατορίες. Αυτό θα ήταν το μοναδικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας να λυθεί το Ιρλανδικό Πρόβλημα πάνω σε καπιταλιστική βάση.

Τα διδάγματα της Γιουγκοσλαβίας είναι μια φοβερή επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δεν υπήρξε, και ούτε θα υπάρξει καμία πιθανότητα η Αγγλία να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Βορρά. Είναι ειρωνεία της ιστορίας το ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν έχει πλέον κανένα συμφέρον να διατηρήσει την εξουσία του στη Β. Ιρλανδία. Αντίθετα με το 1922, δεν υπάρχουν ούτε οικονομικοί ούτε στρατηγικοί λόγοι για να παραμείνουν εκεί. Ομως, το πρόβλημα είναι ότι η αποχώρησή τους θα μπορούσε να προκαλέσει ένα αιματηρό χάος που θα μπορούσε να επεκταθεί και στο υπόλοιπο Ενωμένο Βασίλειο. Αυτό είναι ένα εφιαλτικό σενάριο που το Λονδίνο δεν μπορεί να επιτρέψει να συμβεί. Γι’ αυτό είναι καταδικασμένοι να παραμένουν εκεί. Και εάν ο ΙΡΑ συνεχίσει να αγωνίζεται για άλλα 30 χρόνια, αυτό θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Η πολιτική του ΙΡΑ οδήγησε σ’ ένα πλήρες αδιέξοδο με αρνητικά αποτελέσματα για την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Τρεις χιλιάδες νεκροί, μια ολόκληρη γενιά χαμένη και με την εργατική τάξη πλήρως διασπασμένη πάνω σε θρησκευτική βάση. Τα δυτικά ΜΜΕ μίλησαν πάρα πολύ για το τείχος που χώριζε το Βερολίνο. Αλλά κανείς δεν μιλάει για το τείχος που χωρίζει το Μπέλφαστ, ανάμεσα στους Προτεστάντες και τους Καθολικούς. Δεν μιλούν μεταξύ τους, δεν συναντώνται. Αυτή είναι η επονομαζόμενη γραμμή της ειρήνης, η πιο εγκληματική έκφραση της τρέλας των εθνικών διαιρέσεων. Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της εκστρατείας της ατομικής τρομοκρατίας του ΙΡΑ.

Ο ΙΡΑ συμφώνησε τελικά σε ανακωχή, για τον απλό λόγο ότι ο επονομαζόμενος ένοπλος αγώνας δεν οδηγούσε πουθενά. Η ιδέα ότι θα μπορούσαν να διώξουν το βρετανικό στρατό με τέτοια μέσα αποδείχθηκε πλήρως ουτοπική, όπως από την αρχή τονίσαμε. Και τώρα, πού έχουν καταλήξει όλα αυτά; Σαν τους ηγέτες της ΟΑΠ στην Παλαιστίνη και τους Μαντέλα και Μπέκι στη Ν. Αφρική, οι ηγέτες του Σιν Φέιν αντάλλαξαν τη βόμβα και το όπλο με την «πολιτική» -δηλαδή για ένα κομψό κουστούμι και έναν υπουργικό μισθό. Είναι σχεδόν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την υπόθεση, για την οποία οι υποστηρικτές τους θυσίασαν το κάθε τι, για χάρη μιας ωραίας καριέρας και ενός αστικού καθωσπρεπισμού. Ετσι καταλήγει πάντα ο αποκαλούμενος ένοπλος αγώνας (δηλαδή η ατομική τρομοκρατία). Οι Ρώσοι Μαρξιστές πάντα χαρακτήριζαν τους τρομοκράτες ως «Φιλελεύθερους με βόμβες». Τώρα μπορούμε να δούμε την κατά γράμμα επαλήθευση αυτού του ορισμού. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο ΙΡΑ δεν βρίσκεται πια στο δρόμο μιας Ενωμένης Ιρλανδίας. Είναι απίστευτο, αλλά οι ηγέτες του Σιν Φέιν (το πολιτικό σκέλος του ΙΡΑ) υπέγραψαν τη συμφωνία Good Friday, που συγκεκριμένα επικυρώνει το καθεστώς της Β. Ιρλανδίας ως κομμάτι του Ενωμένου Βασίλειου. Η «παραχώρηση» της επονομαζόμενης συμφωνίας Cross Border με το Νότο ήταν απλά ένα ψίχουλο στις δημοκρατικές επιδιώξεις, από τη στιγμή που το Κοινοβούλιο του Βορά και του Νότου δεν έχει σημαντικές εξουσίες.

Ακόμα και αυτή η συμφωνία ήταν προχωρημένη για πολλούς Ενωτικούς, οι οποίοι τελικά ύψωσαν τα χέρια τους στο λεγόμενο ζήτημα της έλλειψης εξισορρόπησης των όπλων (στην πράξη, αφοπλισμός του ΙΡΑ). Αυτό προκάλεσε μια σοβαρή κρίση, αφού ο ΙΡΑ δεν είχε σοβαρή πρόθεση να αφοπλισθεί. Τα όπλα είναι αναγκαία πέρα από κάθε άλλο παράγοντα, γιατί το κίνημα των Ρεπουμπλικάνων έχει μακρά παράδοση διασπάσεων και βεντετών, όπου οι χθεσινοί ηγέτες γίνονται οι σημερινοί πελάτες των γραφείων κηδειών. Διασπαστικές ομάδες, όπως την ομάδα «Οι συνεχιστές του IΡA», έβαλαν ήδη βόμβες για να δείξουν ότι εξακολουθούν να βρίσκονται σε δράση. Απαιτώντας άμεσο αφοπλισμό, οι Ενωτικοί προχώρησαν σε μια προκλητική πράξη, που επρόκειτο να απορριφθεί από τον ΙΡΑ. Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της συμφωνίας Good Friday και στην αναστολή του Κοινοβουλίου της Β. Ιρλανδίας και την επαναφορά της άμεσης διακυβέρνησης από το Λονδίνο.

Οι Μαρξιστές είναι υπέρ της ενοποίησης της Ιρλανδίας. Αλλά η ενοποίηση της Ιρλανδίας τώρα είναι πιο μακριά από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία. Αυτό είναι το μόνο αποτέλεσμα της τακτικής της ατομικής τρομοκρατίας και του μικροαστικού εθνικισμού.

Μέχρι αυτή τη στιγμή, η κατάσταση είναι εξαιρετικά ασταθής. Έχοντας φθάσει στο χείλος της αβύσσου, είναι πιθανό οι δύο πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω και να επιτευχθεί κάποιου είδους συμβιβασμός, που να περιλαμβάνει την παράδοση μερικών όπλων από τον ΙΡΑ. Εάν υπάρξει επανάληψη των εχθροπραξιών, οι Βρετανοί θα τις καταστείλουν βίαια. Επιπρόσθετα, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι καθόλου δημοφιλής και θα βρει τις δύο μεριές των φανατικών διασπασμένες. Μετά από τόσα χρόνια αιματοχυσίας, τόσο οι Καθολικοί όσο και οι Προτεστάντες είναι εξαντλημένοι από τον πόλεμο. Ο ΙΡΑ διατρέχει τον κίνδυνο της απώλειας πολλών ανθρώπων σαν αποτέλεσμα των αποκηρύξεων. Αυτή είναι μια δυσάρεστη προοπτική. Ομως, η αποδοχή ενός συμβιβασμού δεν θα λύσει τίποτα το σημαντικό. Το ζήτημα θα ξαναμπεί αναπόφευκτα στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων: «Για πιο πράγμα πολεμούσαμε και πεθαίναμε»;

Αναμφίβολα θα αρχίσει ένας αναβρασμός στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων. Τα πιο προβληματισμένα στοιχεία, τα οποία αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τις πολιτικές της ηγεσίας αλλά δεν θέλουν να επιστρέψουν στο αδιέξοδο της ατομικής τρομοκρατίας, θα είναι πιο ανοικτά στις εναλλακτικές ταξικές πολιτικές. Η μόνη διέξοδος είναι να γυρίσουν στις ιδέες του Τζέιμς Κόνολυ, στη σημαία του σοσιαλισμού. Αυτή είναι η μόνη σημαία που μπορεί να ενώσει την εργατική τάξη στο Βορρά και στο Νότο, αλλά και πέρα από την Ιρλανδική θάλασσα, στην Αγγλία, τη Σκοτία και την Ουαλία, στον αγώνα ενάντια στον κοινό εχθρό: Τις τράπεζες, τα μονοπώλια και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Ο καλύτερος δρόμος προς τα εμπρός δεν είναι η επιστροφή στον «ένοπλο αγώνα», αλλά η επιστροφή στις καλύτερες παραδόσεις της ιρλανδικής εργατικής τάξης, στο Μαρξισμό. Στο παρελθόν, έμπαινε η ιδέα: «Πρώτα επιλύουμε το ζήτημα των συνόρων και μετά θα μιλήσουμε για το σοσιαλισμό»! Όμως, η μακρά εμπειρία έδειξε ότι αυτός είναι ένας λανθασμένος τρόπος να θέτεις το ζήτημα. Τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι: Λύση στα προβλήματα, που μας κληρονομήθηκαν από την ιρλανδική αστική δημοκρατική επανάσταση (εννοούμε την ενοποίηση της Ιρλανδίας), μπορεί να δοθεί μόνο εφόσον το προλεταριάτο έλθει στην εξουσία τόσο στην Ιρλανδία όσο και στη Βρετανία. Η Ιρλανδική αστική τάξη έχει αποδείξει ότι είναι ανίκανη για την επίλυση αυτού του ζητήματος. Ο Μαρξ πολύ καιρό πριν, εξήγησε ότι η μοίρα της επανάστασης στην Ιρλανδία και τη Βρετανία ήταν στενά συνδεμένη. Σήμερα αυτό έχει αποδειχθεί σωστό, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Ενωμένη γύρω από ένα ταξικό πρόγραμμα μπορεί να διεξάγει έναν αδυσώπητο αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και του Λονδίνου και του Δουβλίνου. Η βασική προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η ενότητα της εργατικής τάξης. Αυτή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί πάνω σε εθνικές γραμμές. Ο μικροαστικός εθνικισμός προκάλεσε τεράστια καταστροφή στην υπόθεση της εργατικής ενότητας στη Β. Ιρλανδία. Οι πληγές μπορούν και πρέπει να επουλωθούν. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη βάση της ξεκάθαρης απομάκρυνσης από τον εθνικισμό και της υιοθέτησης των ταξικών πολιτικών, από την αναγέννηση του πνεύματος και των ιδεών του Λάρκιν και του Κόνολυ. Το εθνικό ζήτημα στην Ιρλανδία ή θα λυθεί μέσω της σοσιαλιστικής αλλαγής της κοινωνίας, ή δεν θα επιλυθεί καθόλου.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα