Το ζήτημα των εθνοτήτων – που σημαίνει την καταπίεση των εθνών και των εθνικών μειονοτήτων – που είναι βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού από την ημέρα της γέννησής του μέχρι και σήμερα, είχε πάντα δεσπόζουσα θέση στη μαρξιστική θεωρία. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να ξαναδούμε το ζήτημα αρχίζοντας από τα βασικά. Ο μαρξισμός εξηγεί ότι τα δύο βασικά εμπόδια στην ανθρώπινη πρόοδο είναι από τη μία η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και από την άλλη το εθνικό κράτος.
Το πιο αποφασιστικό γεγονός σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η συντριπτική κυριαρχία της παγκόσμιας αγοράς. Καμιά χώρα, ούτε ακόμα και τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα κράτη, δεν μπορεί να αντισταθεί στην έλξη της παγκόσμιας οικονομίας. Το σφιχταγκάλιασμα της παγκόσμιας οικονομίας έφτασε σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρξε ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτό είναι ένα πολύ προοδευτικό γεγονός, γιατί σημαίνει ότι οι υλικές προϋποθέσεις για τον παγκόσμιο σοσιαλισμό υπάρχουν ήδη από τώρα.
Διάφοροι ουτοπικοί ρεφορμιστές φαντάζονται ότι η έλευση της παγκοσμιοποίησης σημαίνει και το τέλος του εθνικού κράτους. Όμως, αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο. Η παγκόσμια οικονομία έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη, ενώ οι εθνικοί ανταγωνισμοί αποκτούν παντού τρομακτικό χαρακτήρα. Το δε εθνικό ζήτημα, αντί να εξαφανίζεται, αποκτά ιδιαίτερα έντονο και δηλητηριώδη χαρακτήρα. Την εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, το εθνικό ζήτημα επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο παντού, με τις πιο τραγικές και αιματηρές συνέπειες.
Πρώην αποικιακές χώρες
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίσαμε μια τεράστια ανάπτυξη της αποικιακής επανάστασης. Ήταν ίσως το μεγαλύτερο κίνημα των καταπιεσμένων λαών σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Επρόκειτο για μια τεράστια αφύπνιση των αποικιακών λαών της Κίνας, της Μ. Ανατολής, της Αφρικής, της Ινδονησίας, της Ινδίας και του Πακιστάν. Ήταν ένα κίνημα που ενέπνευσε τα αμέτρητα εκατομμύρια πρώην αποικιακών σκλάβων, οι οποίοι εξεγέρθηκαν ενάντια στους καταπιεστές τους και πάλεψαν για την εθνική τους χειραφέτηση. Οι λόγοι, για τους οποίους όλοι οι μαρξιστές υποστήριξαν την αποικιακή επανάσταση, είναι προφανείς. Ήταν ένα επαναστατικό κίνημα, ένα ισχυρό χτύπημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, που ξεσήκωσε τις μάζες και ανέπτυξε την ταξική πάλη. Παρ’ όλα αυτά, εάν μετά από 50 χρόνια εξετάσει κανείς το παράδειγμα της Ινδίας και του Πακιστάν, ποια προβλήματα λύθηκαν από την αστική τάξη; Επίσημα έχουν ανεξαρτησία, αλλά υπό τον καπιταλισμό αυτή καταλήγει να μην είναι καθόλου μα καθόλου ανεξαρτησία. Οι πρώην αποικιακές χώρες είναι, μέσω των μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς, αλυσοδεμένες στο άρμα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Στην πραγματικότητα, σήμερα είναι περισσότερο σκλαβωμένες απ’ ό,τι ήταν πριν 50 χρόνια. Η μόνη διαφορά είναι ότι, αντί για την άμεση στρατιωτική γραφειοκρατική κυριαρχία, υπάρχει η έμμεση κυριαρχία μέσω των όρων του εμπορίου. Αυτό σημαίνει την ανταλλαγή περισσότερης εργασίας με λιγότερη μέσω της υπερχρέωσης.
Οι πρώην αποικιακές χώρες υπόκεινται σε διπλή εκμετάλλευση. Μέσω των χρεών οι ανεπτυγμένες χώρες ξεζουμίζουν επιπρόσθετα τους αποικιακούς λαούς. Πριν από δέκα χρόνια, το συσσωρευμένο χρέος των αποικιακών χωρών ήταν περίπου 800 δις δολάρια. Όλο αυτό το ποσό έχει πληρωθεί. Από το 1990 έως το 1997 μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους, δηλαδή για τόκους, ο αποικιακός κόσμος πλήρωσε 1,8 τρις δολάρια. Αυτό το ποσό είναι περισσότερο από το διπλάσιο του αρχικού χρέους. Τι έγινε όμως με το συνολικό συσσωρευμένο χρέος; Το 1994 ήταν 1,4 τρις δολάρια και το 1997 έφτασε τα 2,1 τρις. Αυτό το χρέος δε θα αποπληρωθεί ποτέ.
Αυτή η κατάσταση εγκυμονεί τους σπόρους μιας ανθρώπινης καταστροφής ασύλληπτων διαστάσεων. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά σ’ ένα χάρτη της Αφρικής, για να δει ότι τα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού άλλαξαν βάναυσα τη ζωή και την εξέλιξη εκατομμυρίων ανθρώπων. Θα δει ότι τα σύνορα είναι ευθείες γραμμές, οι οποίες τραβήχτηκαν στο χάρτη με τη βοήθεια ενός χάρακα, κόβοντας σε κομμάτια όλα τα φυσικά σύνορα, διαμελίζοντας ίσως 10.000 διαφορετικές φυλές και έθνη, δημιουργώντας μια ντουζίνα αποικιακών ημι-κρατών. Οι τωρινοί πόλεμοι, που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Κεντρική Αφρική, είναι σε κάποιο βαθμό κληρονομιά του τερατώδους τεμαχισμού της περιοχής σε φυσικές, γεωγραφικές, γλωσσικές και φυλετικές διαιρέσεις. Σε μια σειρά από χώρες (Κονγκό, Ρουάντα, Μπουρούντι, Σιέρα Λεόνε), υπάρχει ατελείωτος τρόμος.
Ο ιμπεριαλιστικός τεμαχισμός της Αφρικής ήταν μια τερατώδης πράξη. Όμως, πάνω από εκατό χρόνια μετά, έχουν δημιουργηθεί σήμερα μια σειρά από εθνικά κράτη στην Αφρική. Το καθήκον να δοθεί ένας πραγματικά δημοκρατικός, ορθολογικός και προοδευτικός χαρακτήρας στα διάφορα κράτη της μετα-αποικιακής Αφρικής, είναι ένα καθήκον που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από το προλεταριάτο, από την στιγμή όμως που θα καταφέρει να αποτινάξει το ζυγό της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων υποτακτικών τους. Η πραγματική ανεξαρτησία και η ικανότητα αντίστασης σε όλες τις προσπάθειες της ξένης κυριαρχίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενοποίηση της πολυδιασπασμένης ηπείρου της Αφρικής, στη βάση ενός κοινού σοσιαλιστικού σχεδίου παραγωγής. Η κοινή εκμετάλλευση του τεράστιου φυσικού πλούτου της αφρικανικής ηπείρου, οι τεράστιες δυνατότητες αγροτικής παραγωγής και ορυκτού πλούτου μπορούν να μεταμορφώσουν τις ζωές των ανθρώπων και έτσι να μπει ένα τέλος στον εφιάλτη των φυλετικών και εθνικών συγκρούσεων. Οι προσπάθειες να «ξαναμοιραστεί η τράπουλα» σε καπιταλιστική βάση, να αλλάξουν τα υπάρχοντα σύνορα μέσω πολέμων, το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι καταστροφικά αποτελέσματα και να οδηγήσει ακόμα και στη βαρβαρότητα. Το να δίνει κανείς σε εκατομμύρια απελπισμένους ανθρώπους την προοπτική ότι με την αλλαγή των συνόρων είναι δυνατό να λυθούν τα πιο πιεστικά τους προβλήματα είναι μια ελεεινή εξαπάτηση.
Η Νιγηρία, που ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες στην Αφρική, είναι τώρα πια, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Αυτή η κατάσταση έχει τρομερές κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες βρίσκουν την πιο οξεία τους έκφραση στους αυξανόμενους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφορετικών περιοχών και των διαφορετικών εθνικών ομάδων. Εάν οι εργάτες δεν καταφέρουν να πάρουν την εξουσία και να μετασχηματίσουν τη Νιγηρία σε σοσιαλιστική βάση, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια εφιαλτική κατάσταση. Στη Νιγηρία υπάρχουν τουλάχιστον 120 διαφορετικές εθνότητες, συμπεριλαμβανομένων των τριών μεγάλων εθνοτήτων – τους κυρίαρχους Χάουσα στο Βορρά, οι οποίοι είναι ισλαμιστές και παραδοσιακά η κυρίαρχη δύναμη στο κράτος που καταπίεζε τις άλλες δύο βασικές εθνότητες, τους Γιορούμπα και τους Ίγκμπο, στα νότια και τα ανατολικά της χώρας. Ο πόλεμος της Μπιάφρα, στον οποίο είχαν εμπλακεί οι ιμπεριαλιστές σε μια προσπάθεια να διασπάσουν την περιοχή των Ίγκμπο, οδήγησε σε ένα τρομερό λουτρό αίματος. Εάν η Νιγηρία διασπαζόταν στη βάση των διαφορετικών εθνοτήτων, θα μπορούσαμε να έχουμε μια τόσο φριχτή σφαγή, που θα έκανε τον πόλεμο της Μπιάφρα να μοιάζει συγκριτικά ασήμαντος. Το να προβάλλει κανείς σε τέτοιες συνθήκες το αίτημα της αυτοδιάθεσης, όχι μόνο για τις πιο βασικές εθνότητες της Νιγηρίας αλλά ακόμα και για τις φυλές, όπως κάνουν κάποιες σέχτες, είναι το αποκορύφωμα της ανευθυνότητας.
Στην Ινδονησία το εθνικό ζήτημα είναι επίσης πολύ σημαντικό και μια σωστή θέση πάνω σε αυτό θα είναι το ίδιο σημαντική για τους Ινδονήσιους μαρξιστές, όπως ήταν και για τους Ρώσους Μπολσεβίκους. Εάν το προλεταριάτο στην Ινδονησία δεν καταφέρει να ανοίξει την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, η διάσπαση της Ινδονησίας θα γίνει ένα ορατό ενδεχόμενο. Με δεδομένο το εκρηκτικό μίγμα φυλών και θρησκειών, οι συνέπειες θα είναι τρομακτικές. Τα αιματηρά γεγονότα του Ανατολικού Τιμόρ ήταν μια προειδοποίηση για όλους τους λαούς της Ινδονησίας. Αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες της εμφάνισης δολοφονικών συγκρούσεων μεταξύ εθνοτήτων στην Ατσέχ, στη Μολούκα και σε άλλα νησιά. Οι δυνάμεις της αντίδρασης στην ηγεσία του στρατού, οι γαιοκτήμονες, οι καπιταλιστές και τα μέλη του παλιού καθεστώτος εάν βρεθούν μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, δε θα διστάσουν να βυθίσουν την Ινδονησία στο χάος, μετατρέποντάς την σε εφιάλτη και σε λουτρό αίματος, προκειμένου να διαιρέσουν και να αποπροσανατολίσουν το μαζικό κίνημα. Διέξοδος μπορεί να βρεθεί μόνο με έναν επιδέξιο συνδυασμό ενός προγράμματος που από τη μια να αναγνωρίζει τα εθνικά δικαιώματα και επιδιώξεις όλων των κατοίκων του Αρχιπελάγους και από την άλλη να ενώνει την εργατική τάξη και τους φτωχούς αγρότες όλων των εθνοτήτων και θρησκειών για την απαλλοτρίωση των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών.
Το εθνικό ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στις πρώην αποικιακές χώρες. Εξαιτίας της γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού, αρχίζει να επηρεάζει και τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ακόμα και εκείνες που υποτίθεται ότι το είχαν λύσει. Στο Βέλγιο, σε μια από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη, η σύγκρουση μεταξύ Βαλώνων και Φλαμανδών έχει πάρει βίαιο χαρακτήρα. Οι κρατικές μεταρρυθμίσεις και η οικονομική ανάπτυξη έχουν βελτιώσει προσωρινά τις σχέσεις μεταξύ των δυο εθνοτήτων, αλλά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες το βελγικό εθνικό ζήτημα μπορεί να εμφανιστεί ξανά και τότε θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε διάσπαση της χώρας. Στην Κύπρο έχουμε τη σύγκρουση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και μια ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πρόσφατα, το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια έσυρε την Ευρώπη στο χείλος ενός γενικευμένου πολέμου.
Στις ΗΠΑ υπάρχει το πρόβλημα του ρατσισμού ενάντια στους μαύρους, καθώς επίσης και τους ισπανόφωνους. Στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες γινόμαστε μάρτυρες διακρίσεων και ρατσιστικών επιθέσεων ενάντια στους μετανάστες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση το εθνικό ζήτημα είχε σαν αποτέλεσμα το κατρακύλισμα σ’ ένα αιματηρό χάος πολέμων και εμφύλιων πολέμων στη μια χώρα μετά την άλλη. Στη Βρετανία, όπου ο καπιταλισμός υπάρχει για μεγαλύτερο διάστημα από οπουδήποτε αλλού, το εθνικό πρόβλημα εξακολουθεί να είναι άλυτο, όχι μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη με έντονο τρόπο ακόμη και στην Ουαλία και τη Σκωτία. Στην Ισπανία έχουμε το πρόβλημα της Βασκονίας, της Καταλονίας και της Γαλικίας. Το πιο εκπληκτικό από όλα είναι το γεγονός ότι εκατό χρόνια μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, η Λίγκα του Βορρά προβάλλει το αντιδραστικό αίτημα της διάσπασης της Ιταλίας στη βάση της αυτοδιάθεσης του Βορρά (Παδανία). Το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Εάν αγνοήσουμε το εθνικό ζήτημα, θα υποστούμε τις συνέπειες. Εάν θέλουμε να πετύχουμε στον αγώνα για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, τότε θα πρέπει ως αποτέλεσμα μιας λεπτομερούς ανάλυσης να έχουμε ξεκάθαρη και σωστή θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Παρ’ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το εθνικό κράτος σαν κάτι το φυσικό, και με αυτήν την έννοια ριζωμένο στο απώτατο παρελθόν, εάν όχι συστατικό στοιχείο στο αίμα και στη ψυχή των ανθρώπων, είναι στην πραγματικότητα ένα σχετικά πρόσφατο δημιούργημα, το οποίο στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο τα τελευταία 200 χρόνια. Η μόνη εξαίρεση σ’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί η Ολλανδία, όπου η αστική επανάσταση τον 16ο αιώνα πήρε τη μορφή ενός πολέμου εθνικής απελευθέρωσης ενάντια στην Ισπανία, και η Αγγλία εξαιτίας της μοναδικής θέσης της σαν ένα νησί-βασίλειο, όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε νωρίτερα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη (από το τέλος του 14ου αιώνα και μετά). Πριν από αυτή την περίοδο δεν υπήρχαν έθνη, αλλά μόνο φυλές, πόλεις-κράτη και αυτοκρατορίες. Επιστημονικά, είναι λάθος να αναφερόμαστε σε αυτά ως «έθνη», όπως γίνεται συνήθως.
Το εθνικό κράτος είναι προϊόν του καπιταλισμού. Δημιουργήθηκε από την αστική τάξη, η οποία χρειαζόταν μια εθνική αγορά. Έπρεπε να καταστρέψει τα τοπικά εμπόδια με τις μικρές αποκομμένες περιοχές και τους δικούς τους τοπικούς φόρους, με διόδια, ξεχωριστά νομισματικά συστήματα, ξεχωριστά συστήματα βάρους και μέτρησης. Η ανατροπή αυτών των τοπικών ιδιαιτεροτήτων ήταν εκείνη την περίοδο ένα γιγάντιο βήμα μπροστά. Η συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων σ’ ένα εθνικό κράτος ήταν ένα προοδευτικό ιστορικό καθήκον της μπουρζουαζίας.
Παρόλα αυτά, το εθνικό ζήτημα αναφέρεται από ιστορική σκοπιά στην περίοδο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Αυστηρά μιλώντας, το εθνικό ζήτημα δεν αποτελεί μέρος του σοσιαλιστικού προγράμματος, γιατί θα έπρεπε να έχει λυθεί από τη μπουρζουαζία στον αγώνα της ενάντια στη φεουδαρχία. Στο βαθμό που η μπουρζουαζία αποδείχθηκε ανίκανη να λύσει το εθνικό ζήτημα, αυτό το καθήκον πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου. Μέσα στα πλαίσια του αγώνα της για την ανατροπή του καπιταλισμού, η εργατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη να ασχοληθεί με όλα τα εκκρεμή ζητήματα, τα οποία της κληροδοτήθηκαν από ένα εκφυλισμένο και παρηκμασμένο σύστημα και να ενώσει αυτά τα καθήκοντα με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μόνο ασχολούμενο με τα προβλήματα όλων των καταπιεσμένων τάξεων και στρωμάτων, μπορεί το προλεταριάτο να τεθεί επικεφαλής του έθνους και να προχωρήσει στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Δεν μπορεί να σταθεί αμέτοχο στις πολλαπλές εκδηλώσεις της καταπίεσης και της αδικίας, αλλά πρέπει να γίνει ο πρωτοπόρος όλων των καταπιεσμένων, την ίδια στιγμή που πάντα θα διατηρεί την ταξική του ανεξαρτησία και τους επαναστατικούς του στόχους. Πρέπει να εξηγήσει στους καταπιεσμένους (εθνικά και φυλετικά καταπιεσμένους ανθρώπους, γυναίκες και μειονότητες) ότι η μόνη πραγματική λύση είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Η αναζήτηση λύσεων μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να δώσει καμιά λύση μακράς διάρκειας.
Ο Λένιν, όπως και ο Μαρξ, είχε μια πολύ ευέλικτη θέση για το εθνικό ζήτημα, το οποίο πάντα προσέγγιζε από την σκοπιά των γενικών συμφερόντων του προλεταριάτου και της παγκόσμιας επανάστασης. Η διαφορά μεταξύ επαναστατικής διαλεκτικής και αφηρημένης σκέψης φάνηκε με εντυπωσιακό τρόπο στις αντιπαραθέσεις που υπήρξαν πάνω στο εθνικό ζήτημα μεταξύ του Μαρξ και του Προυντόν την περίοδο της Πρώτης Διεθνούς. Ο Προυντόν, που ήταν Γάλλος σοσιαλιστής και πρόδρομος του αναρχισμού, αρνήθηκε την ύπαρξη του εθνικού ζητήματος. Σε όλη την ιστορία του κινήματος υπήρχαν και υπάρχουν πάντα σεχταριστές, οι οποίοι υιοθετούν μια αφηρημένη προσέγγιση της ταξικής πάλης. Δεν ξεκινούν από την συγκεκριμένη πραγματικότητα της κοινωνίας, όπως αυτή υπάρχει, αλλά κινούνται στις στείρες αφαιρέσεις του δικού τους φανταστικού κόσμου. Οι Προυντονιστές στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς θεώρησαν ασήμαντο τον αγώνα των Πολωνών, των Ιταλών και των Ιρλανδών για την εθνική τους χειραφέτηση.
Στο Γενικό Συμβούλιο της Πρώτης Διεθνούς ή αλλιώς της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, ο Μαρξ έπρεπε να δώσει μάχη σε δύο μέτωπα: από τη μία ενάντια στους μικροαστούς εθνικιστές, όπως ο Ματσίνι, και από την άλλη ενάντια στους ημι-αναρχικούς υποστηρικτές του Προυντόν, οι οποίοι αρνούνταν συνολικά την ύπαρξη του εθνικού ζητήματος. Όμως, παρ’ ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδωσαν μεγάλη προσοχή στο εθνικό ζήτημα σε αντίθεση με τον Προυντόν, πάντα θεωρούσαν ότι ήταν υποταγμένο στο «εργατικό ζήτημα», που σημαίνει ότι πάντα το εξέταζαν αποκλειστικά από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό μπορεί να το δει κανείς από την στάση του Μαρξ στον εθνικό αγώνα των Πολωνών και των Ιρλανδών από τη μία, και των Τσέχων και των Νότιων Σλάβων από την άλλη.
Δεν ήταν ποτέ απόλυτη υποχρέωση για τους μαρξιστές να υποστηρίξουν το καθένα ξεχωριστά ή και όλα μαζί τα κινήματα για την αυτοδιάθεση. Ο ίδιος ο Μαρξ, που αρχικά υποστήριξε την πολωνική ανεξαρτησία, αντιτάχθηκε σθεναρά στην ανεξαρτησία των Τσέχων και αντιτάχθηκε επίσης στο επονομαζόμενο απελευθερωτικό κίνημα στα Βαλκάνια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Από πρώτη άποψη, αυτές οι δύο αντιφατικές θέσεις προέρχονταν στην ουσία από τις ίδιες επαναστατικές αντιλήψεις. Ο Μαρξ κατάλαβε ότι ενώ μια νίκη των Πολωνών θα αποτελούσε ένα χτύπημα ενάντια στον ρωσικό τσαρισμό, κάτι που θα είχε επαναστατικές επιπτώσεις, το εθνικό κίνημα των Νότιων Σλάβων χρησιμοποιήθηκε από τον τσαρισμό ως ένα εργαλείο της δικής του επεκτατικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία, οι αγώνες των μικρών εθνών χρησιμοποιήθηκαν από τις αντιδραστικές μεγάλες δυνάμεις για την εξυπηρέτηση των σχεδίων τους. Αυτός, που αποτυγχάνει να συλλάβει αυτή την πλευρά του εθνικού ζητήματος, θα πέσει αναπόφευκτα σε αντιδραστική παγίδα.
Όπως εξήγησε αργότερα ο Λένιν, από τη δεκαετία του 1880 και μετά, το σύνθημα της πολωνικής ανεξαρτησίας δεν ήταν το καταλληλότερο σύνθημα, λόγω της πορείας της εργατικής τάξης στη Ρωσία, η οποία έθετε την προοπτική της επανάστασης μέσα στην ίδια τη Ρωσία.
Όπως και με τους Πολωνούς, έτσι και με το ιρλανδικό ζήτημα, η θέση του Μαρξ καθορίστηκε αποκλειστικά από την άποψη των συμφερόντων της επανάστασης. Ενώ φυσιολογικά ένιωθε συμπάθεια για τον καταπιεζόμενο ιρλανδικό λαό, ο Μαρξ υπέβαλλε πάντα τους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές ηγέτες σε αδυσώπητη κριτική. Εξαρχής, ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξήγησαν ότι η εθνική απελευθέρωση της Ιρλανδίας ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης, ιδιαίτερα με την επαναστατική λύση του προβλήματος της γης. Αυτή η διορατική ανάλυση αφορούσε τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση γενικά και όχι μόνο στην Ιρλανδία.
Στον πυρήνα της θέσης του Μαρξ και του Ενγκελς υπήρχε η προοπτική μιας εθελοντικής ομοσπονδίας της Ιρλανδίας, της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας. Αυτή η προοπτική συνδεόταν πάντα με την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτούσε την χωρίς όρους υποστήριξη της ενότητας των Άγγλων και Ιρλανδών εργατών.
Από πάρα πολύ νωρίς, οι Μαρξ και Ενγκελς διεξήγαγαν έναν ασυμβίβαστο αγώνα ενάντια στους Ιρλανδούς μικροαστούς φιλελεύθερους εθνικιστές, όπως τον Ντάνιελ Ο’ Κόνελ, τον οποίο και αποκήρυξαν ως τσαρλατάνο και προδότη του ιρλανδικού λαού. Αργότερα και για κάποιο διάστημα, έδωσαν κριτική υποστήριξη στους μικροαστούς Fenians. Αυτό ήταν φυσικό, αλλά και σωστό, σε μια περίοδο, κατά την οποία το εργατικό κίνημα δεν υπήρχε ακόμα στην Ιρλανδία, η οποία παρέμενε στο μεγαλύτερο ποσοστό της μια αγροτική κοινωνία μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Όμως, ο Μαρξ και ο Ενγκελς δε συμπεριφέρθηκαν ποτέ σαν οπαδοί των Fenians. Κρατούσαν πάντα ανεξάρτητη ταξική στάση. Κριτίκαραν πολύ σοβαρά τις τυχοδιωκτικές τακτικές των Fenians, τις τρομοκρατικές τάσεις τους, την εθνικιστική τους στενότητα και την άρνησή τους να αποδεχθούν την ανάγκη σύνδεσης με το αγγλικό εργατικό κίνημα. Παρά το γεγονός ότι οι Fenians ήταν η πιο προχωρημένη πτέρυγα του Ιρλανδικού Επαναστατικού Δημοκρατικού Κινήματος, το οποίο είχε ακόμα και σοσιαλιστικές τάσεις, οι Μαρξ και Ενγκελς δεν είχαν καμιά αυταπάτη γι’ αυτούς.
Και ο Μαρξ και ο Ενγκελς κριτίκαραν με αυστηρό τρόπο την τακτική της ατομικής τρομοκρατίας των Fenians (ανατίναξη του Clerkenwell). Παρόλα αυτά, συγκρινόμενη με την τρομοκρατική τακτική του ΙΡΑ κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, «η θηριωδία του Clerkenwell» ήταν αστεία υπόθεση. Η πλέον αντιδραστική όψη της μεθόδου της ατομικής τρομοκρατίας, η οποία όχι μόνο δεν απειλεί το αστικό κράτος αλλά το δυναμώνει, χρησιμεύει για να διασπάσει την εργατική τάξη και να την αποδυναμώσει μπροστά στους εκμεταλλευτές της.
Η αντίληψη του Μαρξ ήταν πάντα αυτή της προλεταριακής επανάστασης και του διεθνισμού. Αυτό, και μόνο αυτό, καθόρισε τη συμπεριφορά του στο ιρλανδικό ζήτημα, καθώς και σε κάθε άλλη εμφάνιση του εθνικού ζητήματος. Για τον Μαρξ και τον Ενγκελς, το «εργατικό ζήτημα» ήταν πάντα το κεντρικό θέμα. Δε θα μπορούσαν ποτέ να υποβιβάσουν την προπαγάνδα και την αγκιτάτσιά τους για το ιρλανδικό ζήτημα σε ένα απλοϊκό και μονολεκτικό σύνθημα, όπως «έξω τα στρατεύματα κατοχής» ή να συμπεριφερθούν σαν άμισθοι σύμβουλοι των εθνικιστών. Αντίθετα, διεξάγοντας επίμονο αγώνα ενάντια στη βλαβερή δημαγωγία των αστών και μικροαστών Ιρλανδών εθνικιστών, αγωνίστηκαν με ζήλο υπέρ της επαναστατικής ενότητας της ιρλανδικής και αγγλικής εργατικής τάξης.
Η ιστορία έχει δείξει ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν δίκιο στην εκτίμησή τους για τους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές στην Ιρλανδία. Το 1922, η ιρλανδική εθνικιστική αστική τάξη πρόδωσε τον αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης και συμφώνησε στην απόσχιση του Βορρά από το Νότο. Από τότε οι μικροαστοί εθνικιστές έχουν επιδείξει την απόλυτη ανικανότητά τους να λύσουν το «ζήτημα των συνόρων». Η τακτική της ατομικής τρομοκρατίας, η οποία έγινε αντικείμενο αυστηρής κριτικής από τον Μαρξ και τον Ενγκελς, αποδείχθηκε ότι ήταν και αναποτελεσματική και αδύναμη. Μετά από 30 χρόνια του επονομαζόμενου ένοπλου αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία, η ενοποίηση της Ιρλανδίας βρίσκεται μακρύτερα παρά ποτέ. Ο μόνος τρόπος για να λυθεί ό,τι απέμεινε από το εθνικό ζήτημα στην Ιρλανδία είναι στη βάση μιας ταξικής σοσιαλιστικής και διεθνιστικής πολιτικής – της πολιτική του Μαρξ, του Λένιν και του μεγάλου προλετάριου επαναστάτη και μάρτυρα Τζέιμς Κόννολυ.
Μετά τον Μαρξ, ήταν ο Λένιν αυτός που ανέπτυξε πλήρως τη θεωρία του εθνικού ζητήματος. Στην περίοδο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λένιν αφιέρωσε αρκετό χρόνο στο εθνικό ζήτημα και ιδιαίτερα στην απάντησή του στις αναθεωρητικές θέσεις του Όττο Μπάουερ. Το κεντρικό θέμα ήταν το πώς μπορεί να καθοριστεί το έθνος. Οι Μπολσεβίκοι εναντιώθηκαν στον υποκειμενικό προσδιορισμό του Μπάουερ και προσδιόρισαν το έθνος ως μία ιστορικά εξελισσόμενη σταθερή κοινωνία με κοινή γλώσσα, επικράτεια, οικονομική ζωή και κοινή ψυχολογία, εκδηλωμένα όλα αυτά σε μια πολιτιστική κοινότητα. Έτσι, ένα έθνος πρέπει να έχει κοινή γλώσσα και επικράτεια, κοινή ιστορία και κουλτούρα και να είναι επίσης δεμένο με ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς. Παρ’ όλα αυτά, όπως και με όλους τους γενικούς ορισμούς, αυτό με κανέναν τρόπο δεν εξαντλεί το ζήτημα. Στο πρόσωπο μιας ή και περισσότερων εξαιρέσεων, μπορεί να βρει κανείς συγκεκριμένες παραλλαγές, οι οποίες ίσως έρχονται σε αντίθεση με το βασικό ορισμό του έθνους. Είναι πολύ γνωστό ότι το ερώτημα για το τι είναι έθνος κρύβει παγίδες και ότι αρκετές φορές οδήγησε πολλές αναλύσεις σε πλήρη αποτυχία.
Το κλειδί, για να κατανοηθεί το ζήτημα, βρίσκεται στην αρχική διατύπωση ότι το έθνος είναι μία «ιστορικά εξελισσόμενη» οντότητα. Η διαλεκτική δεν ξεκινάει από αφηρημένους τυπικούς προσδιορισμούς αλλά από τη συγκεκριμένη εκτίμηση των ζωντανών διεργασιών, των πραγμάτων όπως αυτά αλλάζουν και εξελίσσονται. Το έθνος δεν είναι κάτι το σταθερό και στατικό αλλά είναι κάτι που αλλάζει και εξελίσσεται. Μπορούν να δημιουργηθούν έθνη εκεί όπου δεν υπήρχαν πριν. Αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος, με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα σύγχρονα κράτη. Αυτό έγινε στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Αργότερα, δημιουργήθηκε η ινδική εθνική συνείδηση – ακούσια, ασφαλώς – από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Τώρα, με την καθοδική πορεία του καπιταλισμού και την ανικανότητα της αστικής τάξης της Ινδίας να προσφέρει διέξοδο, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις της αποδυνάμωσης και του θρυμματισμού αυτής της εθνικής συνείδησης που θέτει τεράστιους κινδύνους για το μέλλον της Ινδίας.
Ιστορικά μιλώντας, έθνη μπορούν να δημιουργηθούν από μια προϋπάρχουσα πρώτη ύλη, μέσα σε συνθήκες πολέμων, εισβολών και επαναστάσεων που καταλύουν τους παλιούς δεσμούς και τα σύνορα και δημιουργούν καινούργια. Αυτός ο ιστορικός ανασχηματισμός μπορεί να στρέψει τα πράγματα στο αντίθετό τους. Αυτό που ήταν χθες ένα καταπιεσμένο έθνος ή μια υποδουλωμένη αποικία μπορεί να μετατραπεί στο πιο τερατώδες και καταπιεστικό ιμπεριαλιστικό κράτος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες ήταν αρχικά αποικίες της Βρετανίας και τώρα είναι το ισχυρότερο και πιο αντιδραστικό ιμπεριαλιστικό κράτος του κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο, τα αστικά κράτη, που απελευθερώθηκαν μεν από την ξένη κυριαρχία αλλά παραμένουν σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε παγκόσμια κλίμακα, παίζουν ρόλο τοπικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αφού καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τις πιο αδύναμες γειτονικές τους χώρες. Έτσι, η Ινδία παίζει ιμπεριαλιστικό ρόλο σε σχέση με το Νεπάλ, το Ασσάμ και το Κασμίρ. Επίσης, η τσαρική Ρωσία ήταν μια από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παρ’ ότι δεν εξήγαγε κεφάλαιο και ήταν μια καθυστερημένη ημι-φεουδαρχική χώρα, ευρισκόμενη σε ημι-αποικιακή κατάσταση σε σχέση με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Το Μπολσεβίκικο κόμμα είχε ευθύς εξ αρχής πολύ προσεκτική θέση στο εθνικό ζήτημα. Αυτό ήταν βασικό, για να κερδίσει τις μάζες, ιδιαίτερα τους αγρότες. Το εθνικό ζήτημα κανονικά δεν επηρεάζει και τόσο την εργατική τάξη όσο τους μικροαστούς και ιδιαίτερα τους αγρότες. Ιστορικά μιλώντας, το εθνικό και το αγροτικό ζήτημα ήταν μεταξύ τους πάρα πολύ στενά συνδεδεμένα. Μερικές φορές, ακόμα και καλά εκπαιδευμένοι μαρξιστές αποτυγχάνουν να συλλάβουν το ζήτημα. Προκειμένου να τραβήξεις την προσοχή των μικροαστικών μαζών και να τις κερδίσεις στην υπόθεση της επανάστασης, ήταν απόλυτα απαραίτητη η χρησιμοποίηση των δημοκρατικών και άλλων επιμέρους αιτημάτων, όπως το αίτημα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Όμως, η σημασία της χρησιμοποίησης τέτοιων συνθημάτων βρίσκεται μόνο στον αγώνα που διεξάγεται από το προλεταριάτο και το κόμμα του με στόχο να κερδίσει την ηγεσία των μαζών σ’ έναν αγώνα ενάντια στα αστικά και μικροαστικά κόμματα και ρεύματα. Ως εκ τούτου, η βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επαναστατικής πτέρυγας είναι ο αδιάλλακτος αγώνας ενάντια στους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές. Και για να διεξαχθεί ένας τέτοιος αγώνας, είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα.
Πάνω σε αυτό το ζήτημα, ο Λένιν διεξήγαγε μια συνεχή και σκληρή πολεμική ενάντια στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, με σκοπό να σπρώξει το κόμμα στην υιοθέτηση μιας σωστής θέσης. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρειάστηκε να διεξάγει έναν αγώνα ενάντια στον Μπουχάριν και τον Πιατακώφ, οι οποίοι είχαν επίσης υποστηρίξει την άποψη ότι το εθνικό ζήτημα δεν ήταν πια επίκαιρο και αντιτάχθηκαν στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Είναι περιττό να πούμε ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μια μεγάλη επαναστάτρια και μια αφοσιωμένη διεθνίστρια, της οποίας όμως ο διεθνισμός, δυστυχώς, είχε μάλλον ένα μονόπλευρο αντι-διαλεκτικό και αφηρημένο χαρακτήρα. Έτσι, αρνήθηκε το δικαίωμα του πολωνικού λαού για αυτοδιάθεση και χαρακτήρισε την ιδέα της ουκρανικής εθνότητας ως μία επινόηση των διανοουμένων. Εάν οι Μπολσεβίκοι υιοθετούσαν μιαν τέτοια θέση (αρνούμενοι στην πραγματικότητα το εθνικό ζήτημα), θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη Ρώσικη Επανάσταση.
Ο Λένιν ήταν Ρώσος, ανήκε δηλαδή στην εθνότητα των Μεγαλορώσων που καταπίεζε τις άλλες. Η Ρόζα Λούξεμποργκ ήταν Πολωνίδα και επίσης Εβραία. Ο Λένιν κατάλαβε την ανάγκη της εξαιρετικής ευαισθησίας απέναντι στους λαούς που καταπιέζονταν από το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας. Δεν αρνήθηκε ποτέ του το δικαίωμα (στην πραγματικότητα ήταν υποχρέωσή τους) των Πολωνών συντρόφων να διεξάγουν αμείλικτο αγώνα ενάντια στους Πολωνούς εθνικιστές και να δίνουν έμφαση στην ανάγκη της ενότητας με τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας. Όμως, αντιτάχθηκε αποφασιστικά στην αφαίρεση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από το πρόγραμμα του ρωσικού κόμματος. Το πρώτο καθήκον των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών ήταν να αγωνίζονται ενάντια στη δική τους αστική τάξη, τη ρώσικη μπουρζουαζία και τον τσαρισμό. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσαν οι Ρώσοι σοσιαλδημοκράτες να αποδείξουν στους Πολωνούς ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να τους καταπιέσουν και έτσι να βάλουν τις βάσεις για την ενότητα των δύο λαών στον επαναστατικό αγώνα. Η θαυμάσια διαλεκτική θέση του Λένιν για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση δε σήμαινε σε καμιά περίπτωση τη διαίρεση του ρώσικου και του πολωνικού λαού αλλά αντίθετα τη συνένωσή τους.
Στο βιβλίο του «Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», ο Τρότσκι συνόψισε τη θέση του Λένιν ως εξής: «Ο Λένιν είχε υπολογίσει σε εύθετο χρόνο τον αναπόφευκτο χαρακτήρα των φυγόκεντρων εθνικών κινημάτων στην Ρωσία και για χρόνια είχε παλέψει πεισματικά, ιδιαίτερα ενάντια στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, για την περίφημη παράγραφο 9 του παλιού προγράμματος του κόμματος, που διατύπωνε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, δηλαδή του πλήρους κρατικού αποχωρισμού τους. Με αυτό, το Μπολσεβίκικο Κόμμα δεν επιφορτιζόταν με το καθήκον να προπαγανδίσει υπέρ της απόσχισης. Υποχρεωνόταν μόνο να ταχθεί με αδιαλλαξία ενάντια στην κάθε λογής εθνική καταπίεση και τη συγκράτηση με τη βία της μιας ή της άλλης εθνότητας μέσα στα όρια ενός κράτους. Μόνο από αυτό το δρόμο, το ρώσικο προλεταριάτο μπόρεσε βαθμιαία να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των καταπιεσμένων εθνοτήτων.
«Μα αυτό δεν ήταν παρά η μια πλευρά του ζητήματος. Η πολιτική των μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα είχε και μιαν άλλη όψη, φαινομενικά αντίθετη με την πρώτη, αλλά στην ουσία τη συμπλήρωνε. Μέσα στα πλαίσια του κόμματος και γενικά των εργατικών οργανώσεων, ο μπολσεβικισμός εφάρμοζε τον πιο αυστηρό συγκεντρωτισμό, παλεύοντας αδυσώπητα ενάντια σε κάθε εθνικιστική μόλυνση, που θα μπορούσε να φέρει τους εργάτες τον έναν ενάντια στον άλλον ή να τους διαιρέσει. Ενώ αρνιόταν ξεκάθαρα στο αστικό κράτος το δικαίωμα να επιβάλλει σε μια εθνική μειονότητα την αναγκαστική παραμονή ή ακόμα και την επίσημη γλώσσα, ο μπολσεβικισμός θεωρούσε ταυτόχρονα αληθινά ιερό χρέος του να συνδέσει, όσο γινόταν στενότερα μέσω μιας εκούσιας ταξικής πειθαρχίας, τους εργαζόμενους από διάφορες εθνότητες σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Έτσι, απόκρουε απλά και καθαρά την εθνικο-ομοσπονδιακή αρχή διάρθρωσης του κόμματος. Μια επαναστατική οργάνωση δεν είναι το πρότυπο του μελλοντικού κράτους, δεν είναι παρά ένα όργανο για τη δημιουργία του. Το εργαλείο πρέπει να είναι κατάλληλο για την κατασκευή του προϊόντος μα δεν πρέπει καθόλου να εξομοιώνεται με αυτό. Μόνο μια συγκεντρωτική οργάνωση μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία της επαναστατικής πάλης και μάλιστα όταν πρόκειται να καταστρέψει τη συγκεντρωτική καταπίεση πάνω στα έθνη» (Τρότσκι, Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, σελ. 336-7, Τόμος Β ελληνικής έκδοσης).
Έτσι, η μαρξιστική θέση πάνω στο εθνικό ζήτημα έχει διπλό χαρακτήρα. Τα εθνικά αιτήματα έχουν δημοκρατικό και όχι σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Η εθνική καταπίεση δεν επηρεάζει μόνο την εργατική τάξη, παρ’ ότι οι εργάτες υποφέρουν περισσότερο από αυτήν, παρά από όλα τα άλλα είδη καταπίεσης. Το εθνικό ζήτημα επηρεάζει το σύνολο του λαού, το σύνολο των μαζών και ιδιαίτερα τα μικροαστικά στρώματα. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε ήδη δείξει, ο Λένιν πάντα προσέγγιζε αυτό το θέμα από ταξική σκοπιά και εμείς το προσεγγίζουμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Πώς χειρίστηκε ο Λένιν το εθνικό ζήτημα; Στην πραγματικότητα, κράτησε αρνητική θέση σε αυτό το ζήτημα. Εξήγησε πολλές φορές ότι οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι ήταν ενάντια σε όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης. Το ζήτημα δεν είναι σε τι είσαι υπέρ αλλά σε τι είσαι εναντίον. Είμαστε εναντίον όλων των ειδών εθνικής, γλωσσικής και φυλετικής καταπίεσης και θα αγωνιζόμαστε ενάντια σε όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης. Και αυτό είναι αρκετό για μια προλεταριακή τάση που επιθυμεί να αγωνίζεται για πολιτική συνεπούς δημοκρατίας, ενώ διατηρεί και την ταξική της ανεξαρτησία.
Οι μαρξιστές αντιτίθενται σε όλες τις μορφές εθνικής καταπίεσης. Είμαστε αντίθετοι στη βίαιη υποδούλωση οποιουδήποτε έθνους σε κάποιο άλλο. Ως εκ τούτου, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όπως υπερασπιζόμαστε και κάθε άλλο δημοκρατικό αίτημα. Όμως, η υποστήριξη των δημοκρατικών αιτημάτων, γενικά, δε θεωρήθηκε ποτέ από τους μαρξιστές ως κάποιο είδος κατηγορηματικής προσταγής. Τέτοια αιτήματα είναι πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του αγώνα για το σοσιαλισμό, όπως ξεκάθαρα ο Λένιν εξηγεί: «Στην πράξη, το προλεταριάτο μπορεί να διατηρήσει την πολιτική του ανεξαρτησία μόνο υποτάσσοντας τον αγώνα για όλα τα δημοκρατικά αιτήματα, μη εξαιρουμένου και του αιτήματος για δημοκρατία, στον επαναστατικό του αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης».