Με άλλοθι τις συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» που επιβάλουν τα ελλείμματα του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων για τα οποία η εργατική τάξη δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη, η κυβέρνηση «ευθυγραμμίζεται» πρόθυμα με τις ασφυκτικές πιέσεις των εγχώριων και ευρωπαϊκών επιτελείων του κεφαλαίου και ετοιμάζεται να ξεριζώσει το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, προτείνοντας ένα καθεστώς που θα μοιάζει με εκείνο της νεοφιλελεύθερης Χούντας του Πινοσέτ στη Χιλή. Το προωθούμενο περίφημο «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα, δεν θα κάνει απλά αυτό ακριβώς που επίμονα αποκήρυσσε προεκλογικά η δεξιά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή να μειώσει τις συντάξεις και να αυξήσει τα όρια ηλικίας, αλλά ουσιαστικά θα καταργήσει τις συντάξεις και θα τις αντικαταστήσει με πενιχρά επιδόματα.
Η «Μαρξιστική Φωνή» έχει τοποθετηθεί με σχετικό, πρόσφατο άρθρο για τις αναγκαίες διεκδικήσεις που πρέπει να προβάλει το εργατικό κίνημα ενάντια σε αυτή την ολομέτωπη επίθεση στα στοιχειώδη ασφαλιστικά δικαιώματα της εργατικής τάξης (βλέπε «Ασφαλιστικό» – Λιτότητα : τι πρέπει να διεκδικήσουμε»). Όμως, εξίσου σημαντικό με τις διεκδικήσεις, είναι και το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο το εργατικό κίνημα θα δώσει τον αγώνα.
Πόλεμος ναι, αλλά με σωστή στρατηγική
Είναι σωστή η γενική θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι αυτό που έχουμε από την πλευρά της κυβέρνησης και του κεφαλαίου είναι «ταξικός πόλεμος». Απέναντι σε αυτό τον πόλεμο το εργατικό κίνημα είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με πόλεμο. Τα αφεντικά πριν απολύσουν σχεδόν 190.000 χιλιάδες εργαζόμενους μόνο για αυτή τη χρονιά, δεν έκαναν κανένα «διάλογο» μαζί τους.
Ο «κοινωνικός διάλογος» είναι μια διαχρονική παγίδα της άρχουσας τάξης. Ειδικά σε μια περίοδο βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης, η αστική τάξη είναι ικανή να μιλήσει μόνο μια γλώσσα, αυτή της πολύπλευρης επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα, ενώ το εργατικό κίνημα μπορεί να της απαντήσει επίσης μόνο με μια γλώσσα, εκείνη της ταξικής πάλης. Κάθε συμμετοχή σε «διάλογο» με αυτούς που απολύουν μαζικά, φοροδιαφεύγουν, εισφοροδιαφεύγουν, περικόπτουν μισθούς και εκβιάζουν την εργατική τάξη για να απεμπολήσει εθελοντικά τις στοιχειώδεις κατακτήσεις της, ανεξάρτητα από προθέσεις και διακηρύξεις, είναι μια πράξη προδοσίας.
Το μόνο που μπορεί να φέρει αυτός ο «διάλογος», είναι να δώσει χώρο στους καπιταλιστές για περισσότερους εκβιασμούς και ταυτόχρονα να φέρει την παράλυση, τη σύγχυση και την απογοήτευση στο εργατικό κίνημα. Η ηγετική πλειοψηφία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ που συμμετέχει σε αυτόν είναι υπόλογη στους εργαζόμενους. Ασφαλώς και διαθέτει τη στοιχειώδη συνδικαλιστική πείρα για να καταλάβει ότι ο «διάλογος» είναι μια απατηλή μέθοδος για να προωθηθούν με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις τα αντεργατικά σχέδια. Όμως προσέτρεξε πρόθυμα στο τραπέζι του «διαλόγου», γιατί σε τελική ανάλυση, αυτό που την ενδιαφέρει δεν είναι η υπεράσπιση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης, αλλά η διατήρηση των πολύπλευρων δεσμών που την συνδέουν με την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη.
Η ηγεσία του ΠΑΜΕ από την άλλη πλευρά, ενώ σωστά αρνήθηκε τη συμμετοχή της στο διάλογο – απάτη, όλο αυτό το διάστημα ακολουθεί μια λάθος τακτική. Ένας πόλεμος για να κερδηθεί χρειάζεται την κατάλληλη στρατηγική. Σε μια περίοδο βαθειά κρίσης του καπιταλισμού και κατακόρυφης αύξησης της φτώχειας και της ανεργίας, για κάθε εργαζόμενο η συμμετοχή σε μια απεργία σημαίνει μεγαλύτερο ρίσκο. Σε τέτοιες περιόδους, οι εργαζόμενοι είναι αποφασισμένοι να συμμετάσχουν μόνο σε αγώνες που εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη δυνατή ενότητα και μαζικότητα των γραμμών τους. Οι βιαστικά και πρόχειρα οργανωμένες κινητοποιήσεις, που δεν προετοιμάζονται με την επιδίωξη της πλατύτερης δυνατής ενότητας, δεν κερδίζουν τη συμμετοχή και την εκτίμηση των εργαζόμενων. Τους απογοητεύουν και δημιουργούν στις τάξεις τους, αντί για ένα αγωνιστικό φρόνημα και αυτοπεποίθηση, αισθήματα απογοήτευσης και σκεπτικισμού.
Το συλλαλητήριο που κάλεσε βιαστικά το ΠΑΜΕ για τις 24 Νοέμβρη, ήταν ένα κλασσικό δείγμα μια τέτοιας κινητοποίησης. Ήταν μια ακόμα κινητοποίηση μικρής συμμετοχής, που δεν κατάφερε να συγκεντρώσει ούτε καν τις επιρροές του ΚΚΕ στους εργατικούς χώρους. Το αποτέλεσμα αυτό ήρθε απόλυτα φυσιολογικά, καθώς το συλλαλητήριο ουσιαστικά ανακοινώθηκε στην εργατική τάξη από τις στήλες του «Ριζοσπάστη», χωρίς να γίνει μια σοβαρή και σε βάθος προπαρασκευαστική δουλειά στους χώρους δουλειάς – ούτε καν σε εκείνους των σωματείων και ομοσπονδιών που ελέγχει το ΠΑΜΕ – και χωρίς να επιδιωχθεί η συνεργασία όλων των πολιτικών τάσεων του κινήματος που υποστηρίζουν τον αγώνα ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Δυστυχώς, αυτό το παράδειγμα κινητοποίησης, η ηγεσία του ΠΑΜΕ ετοιμάζεται να το επαναλάβει, αυτή τη φορά με τη μορφή απεργίας, στις 17 Δεκεμβρίου.
Τα βασικά εμπόδια και πώς θα τα ξεπεράσουμε
Για να προετοιμαστεί μια αποφασιστική, μαζική απάντηση στα σχέδια της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, χρειάζεται να οργανωθεί σοβαρά, υπομονετικά και ενωτικά ο εργατικός αγώνας. Χρειάζεται να αντιληφτούμε την πραγματική κατάσταση και συνείδηση του εργατικού κινήματος και να λάβουμε τις πρωτοβουλίες που απαιτούνται για να ξεπεραστούν όλα τα υπάρχοντα σημερινά εμπόδια.
Το πρώτο εμπόδιο είναι ο ρόλος της ηγετικής συνδικαλιστικής πλειοψηφίας που συμμετέχει στον «κοινωνικό διάλογο». Η απάτη του « κοινωνικού διαλόγου» όμως, δεν αντιμετωπίζεται με τον ακτιβισμό «εντυπώσεων» μιας μικρής ομάδας συνδικαλιστικών στελεχών έξω από τα κτίρια που διεξάγονται οι συναντήσεις. Χρειάζεται η υπομονετική δουλειά στην βάση των συνδικάτων και η ενεργή κινητοποίησή της, για να απο-νομιμοποιηθεί πλήρως η συμμετοχή της ηγετικής πλειοψηφίας στο διάλογο. Πρέπει σε κάθε σωματείο να «ζυμωθούν» και να αποφασιστούν από τις Γενικές Συνελεύσεις ψηφίσματα που θα απαιτούν την άμεση απόσυρση όλων των ηγεσιών από το διάλογο και την άμεση οργάνωση της αγωνιστικής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος. Ένας «βομβαρδισμός» των συμβιβασμένων ηγεσιών με τέτοια ψηφίσματα θα οδηγήσει στην πλήρη απομόνωσή τους και θα τις αναγκάσει να αποσυρθούν από το τραπέζι του «διαλόγου».
Το δεύτερο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, είναι η ίδια η διάσπαση της αριστερής πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος. Το κίνημα δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά χωρίς όλες οι μαζικές αριστερές δυνάμεις, το ΠΑΜΕ, η «Αυτόνομη Παρέμβαση» και τα μέλη και τους υποστηρικτές της ΠΑΣΚΕ που διαφωνούν με τις επιλογές της ηγεσίας τους να συντονίζουν τη δράση τους από κοινού. Οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ σαν οι πολυπληθέστερες και καλύτερα οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικάτα, έχουν χρέος να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία και το συντονισμό αυτού του μετώπου, από κοινού με την «Αυτόνομη Παρέμβαση» και γενικότερα με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τρίτο εμπόδιο είναι η αμηχανία, το σοκ και η σύγχυση που έχει προκαλέσει η κρίση στους εργαζόμενους. Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι η βασική προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί αυτή η ψυχολογία, είναι να υπερνικηθούν τα δύο εμπόδια που προαναφέραμε. Από εκεί και πέρα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε αυτή τη φάση, η μαζική κινητοποίηση του εργατικού κινήματος απαιτεί συστηματική και υπομονετική δραστηριότητα εξήγησης και ζύμωσης και φυσικά, τον κατάλληλο χρόνο προετοιμασίας.
24ωρη γενική απεργία : πώς και πότε
Αναμφίβολα μια 24ωρη απεργία είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για να μπει «φρένο» στα σχέδια της κυβέρνησης. Πάνω σε αυτό το ζήτημα οι προπαγανδιστικές προτροπές για επανάληψη των γενικών απεργιών της εποχής του «νόμου Γιαννίτση» είναι αναπόφευκτες, αλλά δεν πρέπει να δημιουργούν μια εικόνα ταύτισης του 2001 με το 2009. Σήμερα κάτω από το βάρος της κρίσης, δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση για υποχωρήσεις στην άρχουσα τάξη. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούν στην κυβέρνηση τα εγχώρια και διεθνή αστικά κέντρα για «γρήγορα» και «αποφασιστικά μέτρα».
Μια γενική απεργία χρειάζεται να προετοιμαστεί σοβαρά και υπομονετικά. Αυτό σημαίνει να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος προετοιμασίας. Η γενική απεργία για να είναι πραγματικά γενική και μαζική, πρέπει να έχει προκηρυχτεί και οργανωθεί από τις παραδοσιακές μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Δεν πρέπει να προκηρύσσεται βιαστικά, από ένα τμήμα του κινήματος, χωρίς να πειστεί η πλειοψηφία. Οι ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ πρέπει να εξαναγκαστούν από τη βάση τους να την προκηρύξουν. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να γίνουν υπομονετικές καμπάνιες εξήγησης της κατάστασης και των κυβερνητικών σχεδίων σε κάθε χώρο δουλειάς, γιατί η επικοινωνιακή «καταιγίδα» της κυβέρνησης με τη συνενοχή της συνδικαλιστικής ηγετικής πλειοψηφίας, έχει συγχύσει τους εργαζόμενους και τους έχει εμφυσήσει μοιρολατρία. Μετά πρέπει να γίνουν μαζικές Γενικές Συνελεύσεις σε όλους τους χώρους, που θα συζητήσουν πώς θα γίνει πραγματικότητα η ίδια επιτυχία της απεργίας. Πρέπει παράλληλα, να οργανωθούν ομάδες περιφρούρησης από τη βία της αστυνομίας και τη δράση προβοκατόρικων στοιχείων.
Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν σε λίγα 24ωρα, με ένα κίνημα του οποίου η πρωτοπορία είναι ακόμα διασπασμένη και κάθε τμήμα της ακολουθεί το δικό του δρόμο, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης σύγχυσης. Αντικειμενικά η 17η Δεκέμβρη δεν είναι η κατάλληλη ημερομηνία για μια σοβαρά οργανωμένη γενική απεργία. Με αυτή την έννοια είναι ανάγκη αυτή να διοργανωθεί τουλάχιστον, μια με δύο εβδομάδες μετά από τις γιορτές, στα τέλη του Γενάρη.
Ταυτόχρονα δεν μπορεί να οργανωθεί μια σοβαρή γενική απεργία, αν δεν υπάρχει στα μάτια των εργατών ο ορίζοντας της κλιμάκωσης, που θα τους πείσει ότι δεν θα συμμετάσχουν σε μια κινητοποίηση – «πυροτέχνημα». Μέσα από τον ίδιο υπομονετικό δρόμο, το κοινό μέτωπο των αριστερών δυνάμεων μέσα στο εργατικό κίνημα πρέπει να προτείνει και να παλέψει για την υιοθέτηση ενός σχεδίου που αμέσως μετά την πρώτη 24ωρη γενική απεργία θα συμπεριλαμβάνει : α) Κοινές – συντονισμένες απεργιακές κινητοποιήσεις σε όλους τους χώρους που τις τελευταίες εβδομάδες οι εργαζόμενοι παλεύουν για να υπερασπίσουν το δικαίωμα στη δουλειά («stage»-συμβασιούχοι-απολυμένοι ή υπό απόλυση εργαζόμενοι διαφόρων χώρων όπως Ν/Ζώνη, Σκαραμαγκάς κ.λ.π). β) Ανοικτή προτροπή και πλήρη υποστήριξη στους εργάτες για καταλήψεις των μεγάλων εταιρειών που απολύουν μαζικά. γ) Μια νέα 48ωρη γενική απεργία μέσα στον Φλεβάρη, με διεκδικήσεις, όχι μόνο για το «ασφαλιστικό», αλλά και ενάντια στη λιτότητα, τη φτώχεια και την ανεργία.
Οι στιγμές είναι πολύ κρίσιμες για το εργατικό κίνημα. Όταν διακυβεύονται ζωτικές εργατικές κατακτήσεις δεν πρέπει να υπάρχει ο παραμικρός χώρος για συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη και την κυβέρνηση ή για εφησυχασμό. Αλλά η λύση δεν είναι η προχειρότητα, η βιασύνη και ο σεχταρισμός. Χρειαζόμαστε καλά οργανωμένους, ενωτικούς μαζικούς αγώνες διαρκείας. Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο μπορεί η εργατική τάξη να αντιμετωπίσει την ολομέτωπη επίθεση που έχει σημάνει η κρίση του καπιταλισμού και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αναγκαία σοσιαλιστική διέξοδο από αυτήν.