Είκοσι χρόνια πριν, καθώς το Τείχος του Βερολίνου κατέρρεε, η αστική τάξη βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας, γιορτάζοντας την πτώση του «κομμουνισμού». Είκοσι χρόνια αργότερα, τα πράγματα φαίνονται πολύ διαφορετικά, καθώς ο καπιταλισμός βρίσκεται στη σοβαρότερη κρίση του από το 1929. Τώρα, ένα πλειοψηφικό ρεύμα στην πρώην Ανατολική Γερμανία ψηφίζει Αριστερά και αναπολεί τα πλεονεκτήματα της σχεδιασμένης οικονομίας. Έχοντας απορρίψει το σταλινισμό, πήραν μια γεύση από τον καπιταλισμό και το συμπέρασμα που έβγαλαν είναι ότι ο σοσιαλισμός υπερτερεί.
Το έτος 2009 είναι ένα έτος πολλών επετείων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών της Λούξεμπουργκ και του Λήμπκνεχτ, της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Κομμούνας της Αστούριας. Καμία από αυτές τις επετείους δεν εμφανίζεται στον αστικό Τύπο. Αλλά υπάρχει μια επέτειος που δε θα ξεχάσουν ποτέ: η 9η Νοεμβρίου 1989, όταν τα σύνορα που χώριζαν τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία άνοιξαν.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου έχει γραφτεί στην ιστορία σαν συνώνυμο της κατάρρευσης του «κομμουνισμού». Η πτώση του Τείχους προβάλλεται ως μια αποφασιστική απόδειξη του θανάτου του κομμουνισμού, του σοσιαλισμού και του μαρξισμού. Όχι πολύ καιρό πριν, παρουσιάστηκε ακόμα και ως το τέλος της Ιστορίας. Αλλά από τότε, η ροή της Ιστορίας έχει αλλάξει πολλές φορές.
Το επιχείρημα ότι εφεξής το καπιταλιστικό σύστημα είναι η μόνη εναλλακτική λύση για την ανθρωπότητα αποδείχθηκε σαθρό. Στην εικοστή επέτειο της πτώσης του σταλινισμού, εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν ένα μέλλον ανεργίας, φτώχειας, περικοπών και λιτότητας.
Η λυσσαλέα αντικομμουνιστική προπαγάνδα εντείνεται σήμερα. Ο λόγος δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση γεννά αμφισβήτηση για την «οικονομία της αγοράς». Υπάρχει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις μαρξιστικές ιδέες, κάτι που πανικοβάλει την αστική τάξη.
Αυτό, που απέτυχε στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, δεν ήταν ο κομμουνισμός ή ο σοσιαλισμός, όπως τον αντιλήφθηκε ο Μαρξ ή ο Λένιν, αλλά μια γραφειοκρατική και ολοκληρωτική καρικατούρα του. Ο Λένιν εξήγησε ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό χρειάζεται το δημοκρατικό έλεγχο της βιομηχανίας, της κοινωνίας και του κράτους από το προλεταριάτο. Ο γνήσιος σοσιαλισμός δε συμβαδίζει με την εξουσία μιας προνομιούχας, γραφειοκρατικής ελίτ, που αναπόφευκτα συνοδεύεται από διαφθορά, νεποτισμό, σπατάλες, κακοδιαχείριση και χάος.
Οι εθνικοποιημένες, σχεδιασμένες οικονομίες της ΕΣΣΔ και της Ανατολικής Ευρώπης κατάφεραν τρομερά επιτεύγματα στα πεδία της βιομηχανίας, της επιστήμης, της υγείας και της εκπαίδευσης. Αλλά, όπως είχε προβλέψει ο Τρότσκι ήδη από το 1936, το γραφειοκρατικό καθεστώς υπονόμευσε τη σχεδιασμένη οικονομία και προετοίμασε το δρόμο για την κατάρρευσή της και την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Τη δεκαετία του 1980, η ΕΣΣΔ είχε περισσότερους επιστήμονες από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Βρετανία και τη Γερμανία μαζί και ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιτύχει τα ίδια αποτελέσματα όπως η Δύση. Στους ζωτικούς τομείς της παραγωγικότητας και του επίπεδου ζωής, η Σοβιετική Ένωση υστερούσε. Ο κύριος λόγος ήταν το τεράστιο εμπόδιο που επιβλήθηκε στη σοβιετική οικονομία από τη γραφειοκρατία, τους διεφθαρμένους αξιωματούχους που διοικούσαν τη Σοβιετική Ένωση, χωρίς κανένα έλεγχο από την εργατική τάξη.
Η ασφυκτική κυριαρχία της γραφειοκρατίας, τελικά, οδήγησε σε μια απότομη πτώση του ρυθμού ανάπτυξης στην ΕΣΣΔ. Έτσι, η Σοβιετική Ένωση συνέχιζε να υπολείπεται της Δύσης ακόμα περισσότερο. Το κόστος διατήρησης υψηλών στρατιωτικών δαπανών και του στρατού στην Ανατολική Ευρώπη, επέβαλλε νέα εμπόδια στη σοβιετική οικονομία. Ο νέος σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προσπαθεί να αλλάξει την κατάσταση αυτή.
Ο Γκορμπατσόφ αντιπροσώπευε την πτέρυγα της σοβιετικής γραφειοκρατίας που υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις από την κορυφή, για να διασωθεί ολόκληρο το γραφειοκρατικό καθεστώς. Ωστόσο, αυτό αναπόφευκτα οδήγησε σε αδιέξοδο, που είχε άμεσες επιπτώσεις κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η κρίση του σταλινισμού οξυνόταν και από τα εθνικά ζητήματα. Εκεί ξέσπασαν μια σειρά από επαναστατικά κινήματα που αμφισβήτησαν το κύρος του καθεστώτος (Πολωνία, Ρουμανία κ.α).
Ανατολική Γερμανία
Απ’ όλα τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήταν από τα πιο εκβιομηχανισμένα και τεχνολογικά προηγμένα. Το επίπεδο ζωής, αν και όχι τόσο υψηλό όσο στη Δυτική Γερμανία, ήταν καλό. Υπήρχε πλήρης απασχόληση και όλοι είχαν πρόσβαση σε φτηνή στέγη, δωρεάν υγεία και εκπαίδευση υψηλού επιπέδου.
Ωστόσο, η εξουσία ενός ολοκληρωτικού μονοκομματικού κράτους, με την πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία του (την περίφημη «Στάζι»), η διαφθορά των αξιωματούχων και τα προνόμια της γραφειοκρατικής ελίτ, ήταν πηγή δυσαρέσκειας. Πριν από την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961, περίπου 2,5 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί είχαν μεταναστεύσει στη Δυτική Γερμανία, πολλοί από τους οποίους μέσω των συνόρων μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Σκοπεύοντας να σταματήσει αυτή την αιμορραγία, το καθεστώς ανέγειρε το Τείχος του Βερολίνου.
Το τείχος και οι υπόλοιπες οχυρώσεις, κατά μήκος των συνόρων 1.380 χλμ. μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, κατάφερε να ανακόψει την έξοδο. Αυτή η κίνηση βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη της ΛΔΓ. Αλλά προκάλεσε προβλήματα στις οικογένειες που χωρίστηκαν και αποτέλεσε δώρο για τη δυτική προπαγάνδα, που το εμφάνιζε σαν ένα ακόμα παράδειγμα «κομμουνιστικής τυραννίας».
Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κατάσταση στη ΛΔΓ ήταν εκρηκτική. Ο παλιός σταλινικός Έριχ Χόνεκερ ήταν αδιάλλακτα αντίθετος με τις μεταρρυθμίσεις. Το καθεστώς του απαγόρευσε ακόμα και την κυκλοφορία «ανατρεπτικών» εντύπων από τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, ο Γκορμπατσόφ άσκησε πίεση στους Ανατολικογερμανούς ηγέτες να δεχτούν μεταρρυθμίσεις. Μέχρι τότε όμως, οι Ανατολικογερμανοί είχαν εξεγερθεί ανοικτά. Αντιπολιτευτικές κινήσεις ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Το μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό κίνημα δημιουργήθηκε στη προτεσταντική εκκλησία του Αγ. Νικολάου στη Λειψία, όπου κάθε Δευτέρα μετά τη λειτουργία οι πολίτες συγκεντρώνονταν και απαιτούσαν αλλαγές στην Ανατολική Γερμανία. Ωστόσο, τα κινήματα αυτά, ήταν συγχυσμένα και πολιτικά αφελή.
Σταδιακά, ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων σάρωνε τις πόλεις της Ανατολικής Γερμανίας, κυρίως στη Λειψία. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού συμμετέχουν, οδηγώντας το καθεστώς σε κρίση και τον σκληροπυρηνικό σταλινικό Έριχ Χόνεκερ και όλη την κυβέρνησή του σε παραίτηση. Υπό την πίεση των κινητοποιήσεων, ο νέος αρχηγός του Κόμματος, ο Έγκον Κρεντζ, προκήρυξε δημοκρατικές εκλογές. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε το καθεστώς ήταν πολύ λίγες και ήρθαν πολύ αργά.
Αντιμέτωπο με τη μαζική εξέγερση, το φαινομενικά παντοδύναμο ανατολικογερμανικό κράτος, κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Την 9η Νοεμβρίου 1989, μετά από αρκετές εβδομάδες μαζικών αναταραχών, η ανατολικογερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι όλοι οι πολίτες της ΛΔΓ μπορούσαν να επισκεφτούν τη Δυτική Γερμανία και το Δυτικό Βερολίνο, δημιουργώντας μια νέα έκρηξη των μαζών. Αυθόρμητα, πλήθη Ανατολικογερμανών σκαρφάλωναν και περνούσαν το Τείχος.
Αντεπανάσταση
Το Τείχος του Βερολίνου ήταν το σύμβολο και το επίκεντρο όλων των αρνητικών του ανατολικογερμανικού καθεστώτος. Έτσι, η διαλυσή του ξεκίνησε αυθόρμητα μέσα σε μια εορταστική ατμόσφαιρα. Ο λαός ήταν ανοιχτός σε προτάσεις και ξαφνικές παρορμήσεις. Η ανατροπή του παλαιού καθεστώτος αποδείχθηκε πιο εύκολη από ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί. Αλλά τι θα μπορούσε να το αντικαταστήσει; Οι μάζες, που ανέτρεψαν το παλαιό καθεστώς, γνώριζαν πολύ καλά τι δεν ήθελαν, αλλά δε γνώριζαν ξεκάθαρα τι ήθελαν και κανείς δεν μπορούσε να προτείνει μια διέξοδο.
Όλες οι αντικειμενικές συνθήκες για μια πολιτική επανάσταση ήταν τότε δεδομένες. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ήθελε την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ήθελαν το σοσιαλισμό, αλλά με δημοκρατικά δικαιώματα, χωρίς τη «Στάζι», τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες και το μονοκομματικό κράτος. Αν υπήρχε μια γνήσια μαρξιστική ηγεσία, η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγηθεί σε μια πολιτική επανάσταση και την εγκαθίδρυση της εργατικής δημοκρατίας.
Ωστόσο, η πτώση του Τείχους δεν είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτική επανάσταση, αλλά την αντεπανάσταση με τη μορφή της ένωσης με τη Δυτική Γερμανία. Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν είχαν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα ή πολιτικές, πέρα από μια αόριστη επιθυμία για δημοκρατία και πολιτικά δικαιώματα. Αλλά όπως η φύση, έτσι και η πολιτική απεχθάνεται το κενό, το οποίο ήρθε να καλύψει το γειτονικό πλούσιο καπιταλιστικό κράτος.
Ο Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ, ήταν ένας επιθετικός εκφραστής του ιμπεριαλισμού. Χρησιμοποίησε την πιο αναίσχυντη δωροδοκία για να πείσει τους Ανατολικογερμανούς να συμφωνήσουν σε άμεση ένωση, προσφερόμενος να ανταλλάξει τα ανατολικογερμανικά τους μάρκα με εκείνα της Δυτικής Γερμανίας, σε σχέση 1/1. Αλλά αυτό που ο Κολ δεν είπε στους Ανατολικογερμανούς ήταν ότι η ένωση δε θα σήμαινε ότι θα είχαν και αυτοί το επίπεδο ζωής με τη Δυτική Γερμανία.
Τον Ιούλιο του 1990, το τελευταίο εμπόδιο στην ενοποίηση της Γερμανίας απομακρύνθηκε, όταν ο Γκορμπατσώφ δέχθηκε να κάμψει τις σοβιετικές αντιρρήσεις για μια ενωμένη Γερμανία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, με αντάλλαγμα σημαντική οικονομική βοήθεια από τη Γερμανία στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι η ενοποίηση ολοκληρώθηκε και επίσημα στις 3 Οκτώβρη του 1990.
Η επανένωση οδήγησε σε καταστροφική πτώση το πραγματικό ΑΕΠ της Ανατολικής Γερμανίας, από 15,6% το 1991 ως και 33%. Εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν. Πολλά ανατολικά εργοστάσια αγοράστηκαν από δυτικούς ανταγωνιστές ή έκλεισαν. Από το 1992, η Ανατολική Γερμανία για 4 χρόνια διένυσε περίοδο ανάκαμψης, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε στασιμότητα.
Πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ανατολική Γερμανία ήταν πλουσιότερη από άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Αλλά 20 χρόνια μετά την ενοποίηση, το επίπεδο ζωής στην Ανατολική Γερμανία ακόμα υπολείπεται της Δύσης, έχοντας διπλάσια ανεργία και σημαντικά χαμηλότερους μισθούς.
Στη ΛΔΓ η ανεργία ουσιαστικά ήταν άγνωστη. Αλλά οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 3,3 εκατομμύρια μεταξύ 1989-1992. Σήμερα, η ανεργία στην Ανατολική Γερμανία είναι 12,3%, αν και ανεπίσημες εκτιμήσεις την τοποθετούν μέχρι και 20% και 50% στη νεολαία.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, η Ανατολή αδειάζει. Τα τελευταία 20 χρόνια ο πληθυσμός μειώνεται συνεχώς. Από την ένωση περίπου 1,4 εκατομμύρια έχουν μεταναστεύσει στη Δύση, οι περισσότεροι από αυτούς νέοι και μορφωμένοι.
Είναι ειρωνεία της Ιστορίας ότι 20 χρόνια μετά την ένωση, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την Ανατολική Γερμανία, όχι για να ξεφύγουν από τη «Στάζι», αλλά από την ανεργία. Βεβαίως, ορισμένοι πλούτισαν.
Η αναβίωση του μαρξισμού
Οι ψευδαισθήσεις για την δυνατότητα του καπιταλισμού να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία καταρρέουν ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, πάνω από το 50% των Ανατολικογερμανών πιστεύει ότι η οικονομία της αγοράς είναι ανίκανη και διαλυμένη, θα προτιμούσε ένα σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, ενώ απορρίπτει τις κρατικές εγγυήσεις των τραπεζών. Αλλά ακόμα και οι νέοι (μεταξύ 18 και 29 ετών), που δεν έζησαν καθόλου ή έζησαν για λίγο στη ΛΔΓ, επιθυμούν το σοσιαλισμό κατά 51%.
Η κρίση του καπιταλισμού έχει πείσει πολλούς Γερμανούς και από την Ανατολή και από τη Δύση, ότι το σύστημα αυτό έχει αποτύχει.
Ακόμα πιο σημαντικά από τις δημοσκοπήσεις, ήταν τα αποτελέσματα των πρόσφατων γερμανικών εκλογών. Το Αριστερό Κόμμα κέρδισε ένα σημαντικό πλεονέκτημα, παίρνοντας περίπου το 30% των ψήφων στην Ανατολική Γερμανία, όπου τα αστικά κόμματα δεν έχουν την πλειοψηφία. Αυτό που ξεκάθαρα φανερώνεται πια, είναι ότι ο λαός της Ανατολικής Γερμανίας δεν θέλει τον καπιταλισμό, αλλά το σοσιαλισμό, όχι τη γραφειοκρατική ολοκληρωτική καρικατούρα του παρελθόντος, αλλά το γνήσιο σοσιαλισμό των Μαρξ, Ένγκελς, Λήμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ.
Άλαν Γουντς
Μετάφραση: Θωμάς Γεωργίου