Ένας από τους πλέον κυνικούς και αμοραλιστές ηγέτες της ελληνικής άρχουσας τάξης κατά τον 20ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, απεβίωσε χτες σε ηλικία 99 ετών. Υπηρέτησε το αστικό κατεστημένο συμμετέχοντας σε διάφορες κυβερνήσεις κατά τα μέσα και τέλη του περασμένου αιώνα, ενώ την τριετία 1990-93 υπήρξε πρωθυπουργός, επικεφαλής της απόπειρας εφαρμογής ενός σκληρού, νεοφιλελεύθερου προγράμματος στα πρότυπα της Θάτσερ, που αποτελούσε έναν γνήσιο πολιτικό προάγγελο της εποχής των Μνημονίων. Ωστόσο, στη συλλογική μνήμη, ως αντιπροσωπευτικότερη περίοδος του πολιτικού βίου του Κ. Μητσοτάκη έχει καταγραφεί η δεκαετία του 1960, οπού ο ίδιος υπήρξε από τους βασικούς εκφραστές της «αποστασίας» με την οποία το Παλάτι διεξήγαγε ένα «θεσμικό» πραξικόπημα, ανατρέποντας την εκλεγμένη κυβέρνηση και ανοίγοντας τον δρόμο για τη δικτατορία του 1967. Αξίζει λοιπόν, με αφορμή το θάνατο του πολιτικού τον οποίο ο λαός κατά τις μέρες τις εξέγερσης του Ιουλίου του 1965 αποκαλούσε στα συνθήματά του «κάθαρμα», να δούμε πως φτάσαμε στα γεγονότα της «αποστασίας». Ακολουθεί ένα σχετικό κείμενο, που αποτελεί απόσπασμα μπροσούρας που θα επανεκδοθεί το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή», με τίτλο «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος: γεγονότα και συμπεράσματα».
«Στις αρχές του 1958 οι εγκέφαλοι της CΙΑ (ενόψει των εκλογών της 11ης Μαϊου 1958) κατέστρωσαν ένα πρόγραμμα τεχνητής ελάττωσης της δυνάμεως της Αριστεράς. Μια και …η Ουάσιγκτον είχε εκφράσει δυσφορία και ανησυχίες για την έλλειψη αποτελεσματικότητας των εφαρμοζομένων αστυνομικών μεθόδων στην καταπολέμηση του κομμουνισμού… επινόησαν μια διαδικασία (εκλογικό σύστημα) που θα ελάττωνε (δηλαδή θα εμφάνιζε ελαττωμένη) την κομμουνιστική επιρροή». Για την επιτυχία της συνωμοσίας χρειαζόταν η συνεργασία της ηγεσίας του κέντρου… Οι Γ. Παπανδρέου και Σ. Βενιζέλος έπειτα από πολλές ταλαντεύσεις και πιέσεις, υπέκυψαν και συμφώνησαν στη διανομή της λείας». (Γ. ΚΑΤΡΗ: «ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΣΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», εκδόσεις «Παπαζήση»).
Αλλά έπεσαν, δυστυχώς γι’ αυτούς στην παγίδα που οι ίδιοι έστησαν. Η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) ήρθε βέβαια πρώτο κόμμα και με το 41,7% των ψήφων κατέλαβε το 57% των εδρών δηλ. 171, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη, η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) ήρθε δεύτερο κόμμα με 24,4% των ψήφων, πήρε 79 βουλευτές και έγινε Αξιωματική Αντιπολίτευση. Το Κέντρο καταποντίστηκε.
Η ΕΡΕ έχασε 6% και η ΕΔΑ τετραπλασίασε τους βουλευτές και τις ψήφους της. Αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι στα βασικά αστικά κέντρα, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα, Καβάλα, Μυτιλήνη και σ’ άλλες πόλεις, η ΕΔΑ ξεπέρασε την ΕΡΕ και ήρθε πρώτο κόμμα! Αυτό το γεγονός που μοιάζει με ανέκδοτο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία δεν γράφεται από τις διαθέσεις και τα σχέδια των μηχανισμών του κράτους, της CΙΑ ή των ηγετών, αλλά από το εργατικό κίνημα, που αναδεικνύεται ξανά και ξανά ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στις εξελίξεις. Όταν το κίνημα αρχίσει να κινείται, κανένας μηχανισμός δεν μπορεί να το σταματήσει, παρά μόνο η κούραση και η σύγχυση που σπέρνει η ηγεσία του.
Η μεγάλη αυτή φθορά της Δεξιάς ήρθε σαν αποτέλεσμα των αγώνων της εργατιάς και των άλλων καταπιεσμένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε «ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 1956, το 1957 και το 1958 αναπτύχθηκαν απεργιακοί αγώνες των εργαζομένων που αφορούσαν 1.000.100 εργάτες, αριθμός τριπλάσιος από το 1954, 1955 και το Α΄ εξάμηνο του 1956» (Α’ Συνέδριο ΕΔΑ – Πρακτικά).
Εάν οι αστοί είχαν απλώς θορυβηθεί το 1956, το 1958 κυριολεκτικά φοβήθηκαν. Το αποτέλεσμα του 1958 άνοιγε το δρόμο για μια ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, που τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει. Έτσι, η αντίδραση άρχισε να φτιάχνει νέα σχέδια πιο δραστικά από τα προηγούμενα.
Η αμερικάνικη στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του Κέντρου. «Χρειάζονταν ένα Κέντρο που θα ήταν αρκετά ισχυρό και αρκετά προοδευτικό, ώστε να προσφέρεται στους ψηφοφόρους σαν εναλλακτική λύση αντί της ΕΔΑ, αλλά και ένα Κέντρο με πρόγραμμα που δεν θ’ αποτελούσε σοβαρή απειλή στη δομή εξουσίας που τόσο πολύ κόπιασαν να φτιάξουν» (Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ»).
Τα σχέδια των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών τα αποδέχτηκαν και οι ηγέτες του Κέντρου και έτρεξαν να συνασπισθούν σε Ενιαίο Κόμμα – την «Ένωση Κέντρου» (Ε.Κ.) – κάτω από την ηγεσία του Γ. Παπανδρέου, μ’ ένα συντηρητικό πρόγραμμα, που ελάχιστα διέφερε από αυτό της ΕΡΕ.
Αλλά για να σιγουρέψουν την εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ χρειάστηκε η εφαρμογή του Σχεδίου «ΠΕΡΙΚΛΗΣ» με το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 και το αποκορύφωμα βίας και νοθείας, με τη συμμετοχή του στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 πέτυχαν το αποτέλεσμα που ήθελαν. Όμως, η νίκη τους ήταν «πύρρεια», γιατί ενώ πέτυχαν την εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ δεν πέτυχαν την εξόντωση του εργατικού κινήματος, ούτε ανέστειλαν την ριζοσπαστικοποίησή του. Συγχρόνως, έκαναν την «Ένωση Κέντρου» από πειθήνια αντιπολίτευση, εκφραστή της κίνησης των μαζών και πιο «αριστερή» από την ΕΔΑ.
Λόγω της κίνησης των μαζών, ο Γ. Παπανδρέου κατά την προεκλογική περίοδο αναγκάστηκε «…να καλέσει τον λαό σε άμυνα εναντίον των ενόπλων και αόπλων που στερούν το δικαίωμα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του» (Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ») Αναγκάζεται να μη νομιμοποιήσει το αποτέλεσμα, παρά τις πιέσεις των Αμερικάνων και να το καταγγείλει: «Η αναγνώρισης του αποτελέσματος των εκλογών της βίας και της νοθείας θ’ αποτελέσει προδοσίαν της Δημοκρατίας. …το πολίτευμα έπαυσε να είναι Δημοκρατία και έμεινε μόνο Βασιλευόμενη (δηλαδή Μοναρχία). Η προστασία του Συντάγματος ανήκει πλέον εις τους πολίτας βάσει του τελευταίου άρθρου του Συντάγματος υπ’αριθ.114. …η Κυβέρνησις της ΕΡΕ έχει μεταβληθεί εις εσωτερική κατοχή, ενώ η Ένωση Κέντρου εκπροσωπεί την Εθνική Αντίστασιν» (Γ. ΚΑΤΡΗΣ, σελ.123).
Αυτός ο συντηρητικός μέχρι το μεδούλι αστός σύμμαχος και συνεργάτης των Αμερικάνων για την «εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ», βρέθηκε επικεφαλής των ριζοσπαστικοποιημένων μαζών, να κηρύττει δύο «Ανένδοτους Αγώνες» και να γίνεται ο στόχος της αντίδρασης. «Κερένσκι» της Ελλάδας τον αποκάλεσαν οι σκληροί του στρατού και τα επιτελεία της αντίδρασης δούλεψαν νυχθημερόν αρκετά χρόνια για να πετύχουν την πτώση του από την κυβέρνηση.
Το σχέδιο λοιπόν της αντίδρασης το 1961, ανατράπηκε όπως και το 1958, ολοσχερώς. Όχι μόνο σε σχέση με την Ε.Κ. αλλά και με την ΕΡΕ, η οποία μετά από δύο χρόνια έπεσε, κάτω από το βάρος των χτυπημάτων των εργαζομένων.
Από το 1960 και πιο πριν ακόμη, το συνδικαλιστικό κίνημα άρχισε να περνάει στα χέρια της Αριστεράς. Το «Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα» (ΔΣΚ) και μετά η «Συντονιστική Επιτροπή Οργανώσεων 115» (ΣΕΟ 115) που δημιουργήθηκαν αυτή την περίοδο, γίνονται το κέντρο του συνδικαλιστικού κινήματος, παραμερίζοντας ουσιαστικά τη ΓΣΕΕ, η οποία βρισκόταν κάτω από κρατικό έλεγχο.
Στην προσπάθειά της η ΕΡΕ ν’ αναχαιτίσει δυναμικά τους αγώνες των εργαζομένων, τους δίνει πολιτικό και επαναστατικό χαρακτήρα. Το 1960 βγαίνουν μπροστά οι οικοδόμοι στην πρώτη τους Πανελλαδική απεργία, οργανωμένη από τη «Συντονιστική Επιτροπή των Σωματείων της Αθήνας», μιας και η Ομοσπονδία ήταν στα χέρια της Δεξιάς. Δίνουν σκληρή μάχη με την αστυνομία και απαντούν στις σφαίρες με οδοφράγματα και με το ξήλωμα των πεζοδρομίων, ανοίγοντας έτσι την ιστορική περίοδο των οικοδόμων. Επέβαλαν το 7ωρο και κέρδισαν μια σειρά σημαντικά αιτήματα, σε μάχες σώμα με σώμα με την αστυνομία κατά την διάρκεια όλης της Καραμανλικής περιόδου. Έτσι, δεν ήταν καθόλου χωρίς βάση η διαπίστωση ότι «οι οικοδόμοι έριξαν τον Καραμανλή».
Το 1961 λόγω εκλογών είχαμε μια μικρή πτώση των αγώνων, αλλά το 1962 ξαναφούντωσε το κίνημα των απεργιών με 185 απεργίες, από τις οποίες 34 διαρκείας και 19 πανελλαδικές. Το χαρακτηριστικό των απεργιών του 1962 είναι ότι το 44% του συνόλου είναι απεργίες με πολιτικά αιτήματα. Στους αγώνες αυτής της περιόδου, αποφασιστική συμμετοχή είχε και η αγροτιά. Το 1961 γίνονται διαδηλώσεις στην Καρδίτσα και στο Ηράκλειο Κρήτης και το 1962 επαναλαμβάνονται με κατάληψη και καταστροφή της Νομαρχίας. Διαδηλώσεις είχαμε και στο Ξηρόμερο μ’ ένα νεκρό και τραυματίες.
Όλα αυτά, συσσώρευαν δυναμίτη στα θεμέλια της κοινωνίας, που έριξε την κυβέρνηση της ΕΡΕ σε δύο χρόνια και ανάγκασε το κατεστημένο να οδηγηθεί – για πρώτη φορά – σε σχετικά αδιάβλητες εκλογές. Και όταν λέμε ανάγκασε το κατεστημένο, το εννοούμε συγκεκριμένα. Η αστική τάξη δεν υποχώρησε άμεσα, δεν άφησε εύκολα να φύγει από τα χέρια της Δεξιάς η κυβέρνηση. Μόλις έπεσε ο Καραμανλής, σχημάτισαν Κυβέρνηση με τον Πιπινέλη που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία της ΕΡΕ (Ε.Κ. και ΕΔΑ τον καταψήφισαν) και από το Σ. Βενιζέλο ηγέτη της Ε.Κ, τον οποίο ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε να διαγράψει.
Μ’ αυτή την κίνηση η αστική τάξη, όπως ομολογεί ο Γ. Παπανδρέου, βρέθηκε μπροστά στο φάσμα του Εμφυλίου Πολέμου: «Η στιγμή ήτο κρίσιμος. Και τα έπαιξα όλα για όλα. Δεν εδέχθην καμία υποχώρησιν. Και δεν σου κρύβω ότι την 26ην Σεπτεμβρίου εφοβήθην ότι οδηγούμεθα εις τραγικήν εθνικήν ανωμαλίαν. Την ημέρα εκείνην εδημοσιεύθη το Βασιλικόν Διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής και της Προκηρύξεως των εκλογών δια την 3ην Νοεμβρίου. Και η Κυβέρνησις Πιπινέλη διετηρείτο…» (Γ. Κάτρης, σελ.161). Τότε αναγκάστηκε ο αστός πολιτικός να πει: «Καλώ τον ελληνικό λαό να υπερασπίσει τας δημοκρατικάς του ελευθερίας». Τότε «αυθημερόν η αμερικάνικη πρεσβεία συμβούλευσε υποχώρηση. Η Φρειδερίκη και οι στρατηγοί παραμερίσθηκαν. Και ο Βασιλιάς Παύλος κάνοντας στροφή 180 μοιρών υποχρέωσε τον Πιπινέλη να παραιτηθεί».
Το εργατικό κίνημα άρχισε να κατανοεί την δύναμή του. Γι’ αυτό και τα τανκς δεν μπορούσαν να βγουν το 1963, παρά το γεγονός ότι στις εκλογές του Νοέμβρη η Ε.Κ συγκέντρωσε μόνο το 42% και δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση (η ΕΡΕ πήρε το 39,3% των ψήφων και η ΕΔΑ το 14,3%). Τα τανκς βγήκαν στους δρόμους το 1967 – παρά το γεγονός ότι η Ε.Κ. και η ΕΔΑ θ’ έπαιρναν κοντά το 70% των ψήφων – γιατί το κίνημα είχε τότε πια συγχυστεί και κουραστεί από τους συμβιβασμούς και τους αγώνες χωρίς προοπτική.
Η άρνηση της Ε.Κ. να στηριχτεί στις ψήφους της ΕΔΑ για να σχηματίσει κυβέρνηση – λόγω των πιέσεων που δεχόταν από τους αστούς – οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές στις 16 Φλεβάρη 1964 και έδωσε μια συντριπτική νίκη στην Ε.Κ. με ποσοστό 52,7% (η ΕΡΕ έπεσε στο 35,2% και η ΕΔΑ στο 11,8%), παρά το γεγονός ότι η προεκλογική περίοδος δεν ήταν καθόλου ειρηνική. Η αστική τάξη προσπάθησε να περιορίσει το ποσοστό της νίκης ή ν’ αναβάλει τις εκλογές.
Χρησιμοποίησε την κρίση στην Κύπρο και προσπάθησε να δημιουργήσει κλίμα ανασφάλειας και οικονομικής αποσταθεροποίησης με το σύνθημα «Η ΔΡΑΧΜΗ ΣΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ», λόγω των παροχών που είχε εξαγγείλει η Ε.Κ. Άρχισαν ν’ αγοράζουν τεράστιες ποσότητες χρυσών λιρών για να πετύχουν κατάσταση πανικού και την «κατάρρευση» της δραχμής. Όμως, απέτυχαν, γιατί αυτές οι παροχές προχώρησαν παραπέρα τη συνείδηση των εργαζομένων και αποκάλυψαν το νέο συσχετισμό των δυνάμεων. Έτσι δημιουργήθηκε η βάση για την αλματώδη άνοδο της Ε.Κ. μέσα σε δύο μήνες κατά 10%. Κάτι ανάλογο έγινε και στη Χιλή με τον Αλιέντε.
Ωστόσο, οι αστοί και οι ΗΠΑ δεν έπαψαν ούτε μια στιγμή να προσπαθούν ν’ αποσταθεροποιήσουν την κατάσταση για να ρίξουν την κυβέρνηση της Ε.Κ. Η περίοδος 1964-65 χαρακτηρίζεται από μια συνεχή προσπάθεια υπονόμευσης της κυβέρνησης με κάθε τρόπο, παρά το γεγονός ότι η Ε.Κ. ήταν αστικό κόμμα και προωθούσε τα συμφέροντα της αστικής τάξης! Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε το Κυπριακό, οι αμερικάνικες επεμβάσεις, το παλάτι, η υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», οι ανοιχτές επιθέσεις της ΕΡΕ, προβοκάτορες και τέλος, η κλασική μέθοδος της αποστασίας, για να ρίξουν τελικά την κυβέρνηση μέσα σε 15 μήνες.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτή την κίνηση του κατεστημένου ενάντια σε μια αστική κυβέρνηση, είναι ανάγκη να δούμε σύντομα δύο ζητήματα. Πρώτον, την φύση και το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και δεύτερον, τη φύση και το χαρακτήρα της Ε.Κ.
Ο ελληνικός καπιταλισμός αδύνατος και καχεκτικός ακόμη, παρά την σημαντική ανάπτυξή του μεταπολεμικά, δεν μπορούσε εκείνη την περίοδο που έκανε το άνοιγμα του στην παγκόσμια αγορά στηριγμένος στο ξένο κεφάλαιο ν’ ανεχτεί οποιεσδήποτε παραχωρήσεις, είτε οικονομικές, είτε πολιτικές προς το εργατικό κίνημα και να υπονομεύσει έτσι την ανταγωνιστικότητά του, που στηριζόταν κύρια στο χαμηλό μεροκάματο. Γιατί μόνο έτσι διατηρούσε το κίνητρο για επενδύσεις και τον εκσυγχρονισμό του, που θα του επέτρεπε να επιβιώσει σε αυτό του το άνοιγμα.
Η Ε.Κ. ήταν ένα αστικό κόμμα «ψυχή τε και σώματι» και αποτελούταν από αντιδραστικούς αστούς «μέχρι κόκαλο», αλλά βέβαια με φιλελεύθερη καταγωγή. Όμως, γεννήθηκε σε μια περίοδο παλίρροιας του εργατικού κινήματος και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παρασυρθεί και να εκφράσει εντελώς άλλα πράγματα από τα σχέδια που είχαν στο μυαλό τους οι ιδρυτές της. Έμελλε να γεννηθεί σε μια περίοδο που η παραδοσιακή Αριστερά, τόσο λόγω του βάρους της ήττας στον Εμφύλιο, όσο και εξαιτίας της λανθασμένης συντηρητικής πολιτικής της, δεν μπορούσε να γίνει ο εμπνευστής αυτής της νέας εφόδου του εργατικού κινήματος.
Έτσι, έπεσε ο κλήρος στο γέροντα αστό φιλελεύθερο Γ. Παπανδρέου – σφαγέα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το 1944 και στον γεροντικό και ξεθωριασμένο φιλελευθερισμό της χώρας, να κάνουν τις «νεανικές αταξίες τους» και να εκφράσουν τη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών κατά τη δεκαετία του ’60. Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα για τη διαλεκτική εξήγηση των φαινομένων. Το κίνημα είχε ανάγκη να εκφράσει και πολιτικά την ριζοσπαστικοποίησή του. Το δικό του όμως το κόμμα, το ΚΚΕ, χωρίς να έχει βγάλει τα διδάγματα και ν’ αλλάξει πολιτική, ήταν ένα εργαλείο χωρίς ιδιαίτερη αξία που τo άφησε, για να δανειστεί από το στρατόπεδο των αστών τα πιο αδύνατα τους στοιχεία και να εκφραστεί μέσα από εκεί. Αυτό γίνεται και σε άλλες καθυστερημένες ή αναπτυσσόμενες χώρες, όπου αστικά κόμματα τείνουν να εκφράζουν τις ανοδικές φάσεις της πορείας του εργατικού κινήματος, όπως στην Αργεντινή το Περονικό Κόμμα, στο Πακιστάν το κόμμα του Μπούτο, κ.α.
Ήταν η ανοδική πορεία του κινήματος που επέβαλε την Ε.Κ. στην κυβέρνηση και κατά συνέπεια, αυτή η κυβέρνηση εξέφρασε όχι την δύναμη, αλλά την αδυναμία της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και η αστική τάξη ρίχνοντας αυτή την κυβέρνηση, έβαζε τις βάσεις για να χτυπήσει το κίνημα και ν’ αλλάξει τον ταξικό συσχετισμό. Ωστόσο, η Ε.Κ. και ιδιαίτερα η ηγεσία της, δεν μπορούσε παρά παραμορφωμένα και μέσα σ’ ορισμένα όρια που καθόριζε η ταξική της φύση να εκφράσει την ανοδική πορεία του κινήματος και πολύ περισσότερο, δεν μπορούσε να εκφράσει τα ιστορικά του καθήκοντα. Παρ’ όλα αυτά, άνοιξε το δρόμο για τους αγώνες και το προχώρημα της συνείδησης των εργαζομένων, που από ένα σημείο και μετά, άφησαν πίσω την ηγεσία της Ε.Κ. και άρχισαν να συγκρούονται μαζί της για τους συμβιβασμούς της, τις υπαναχωρήσεις της, την προσπάθειά της να υπερασπίσει το καθεστώς, ακόμα και αυτόν τον Βασιλιά.
Έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών ανέβαινε ολοένα και σε υψηλότερα επίπεδα. Αυτό φάνηκε με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, φάνηκε και στις Δημοτικές Εκλογές του 1964. Ας δούμε έναν πίνακα των απεργιών της περιόδου 1963-66 για να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα:
ΕΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΕΡΓΩΝ ΑΠΕΡΓΙΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
1963 744.000 56
1964 536.000 114
1965 964.000 75
1966 1.600.000 105
Βλέπουμε ότι ο αριθμός των απεργών του 1964 είναι κοντά σε αυτές του 1963, αλλά ο αριθμός των απεργιών και μάλιστα διαρκείας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και δείχνει ότι το εργατικό κίνημα δεν άφησε περιθώρια ανοχής στην κυβέρνηση της Ε.Κ., γιατί από τη μια πλευρά η οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης ήταν άσχημη λόγω της σκληρής πολιτικής της ΕΡΕ και από την άλλη, δεν ένοιωθε δική της αυτή την κυβέρνηση.
πίσης, η πολιτική της Ε.Κ., ήταν πολιτική συμβιβασμών και υποχωρήσεων σε όλα τα επίπεδα. Δεν προχώρησε στον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος σύμφωνα μ’ αυτά που υποσχέθηκε, δεν προχώρησε στην πλήρη αποκάλυψη των σκανδάλων της ΕΡΕ και την τιμωρία των ενόχων, ψήφισε μάλιστα τον Ιούνιο του 1965 την απαλλαγή της. Ο στρατός και τα Σώματα Ασφαλείας έμειναν ανέπαφα. Η κυβέρνηση πήρε ημίμετρα στο ζήτημα της αμνηστίας των πολιτικών κρατουμένων και αντιμετώπισε τους εργατικούς αγώνες με την αστυνομία. Όλα αυτά δημιούργησαν αγανάκτηση στους εργαζόμενους και τους έσπρωξαν σε κινητοποιήσεις για να επιβάλουν οι ίδιοι την λύση των προβλημάτων τους.
Αυτή την αγανάκτηση των εργαζομένων προσπάθησε να επωφεληθεί η αστική τάξη για να ρίξει την κυβέρνηση. Έτσι, στις 15 Ιούλη ανάγκασε τον Γ. Παπανδρέου να παραιτηθεί και ο Βασιλιάς όρκισε κυβέρνηση από τους «αποστάτες» της Ε.Κ., τους οποίους στήριξε η ΕΡΕ. Η άκαιρη και προκλητική όμως αυτή ενέργεια των αστών, έβγαλε το κίνημα στους δρόμους, γιατί είδε στην ενέργεια αυτή έναν άμεσο κίνδυνο για τις κατακτήσεις του, έναν κίνδυνο για πισωγύρισμα. Το εργατικό κίνημα έγραψε στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 μια νέα λαμπρή σελίδα στην ιστορία του.
Στην Αθήνα, που τότε είχε γύρω στους 2,5 εκατ. κατοίκους, το 1 εκατ. και πλέον, είχε κατέβει στους δρόμους την ημέρα που ο Γ. Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα να υποβάλλει την παραίτηση του. Όμως, αυτή η δύναμη έμεινε ανεκμετάλλευτη, τόσο από την ηγεσία της Ε.Κ., όσο και από την ΕΔΑ. Αντί να στηριχτούν στην τεράστια δύναμη του λαού και ν’ απαιτήσουν την παραίτηση του Βασιλιά, γονάτισαν μπροστά στους θεσμούς.
Είναι αλήθεια ότι οι «συνωμότες» είχαν προβλέψει κάποια αντίδραση του λαού και είχαν προετοιμαστεί για την εκτόνωσή του. «Μια μικρή στρατιά από εδικούς ψυχολόγους στην υπηρεσία της CΙΑ μελετούσε μεθοδικά το χαρακτήρα και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των Ελλήνων σε συσχετισμό με μεθόδους «εκτονώσεως», που είχαν εφαρμοστεί στον Άγιο Δομίνικο και σε άλλες Λατινοαμερικάνικες χώρες. Σύμφωνα με τους χρησμούς των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, επαρκούσαν έξι μήνες για την εξάτμιση του “πάθους”. Είκοσι μήνες αργότερα στις παραμονές της δικτατορίας, οι σφυγμομετρήσεις της CΙΑ έδειχναν ότι ο λαϊκός πυρετός αντί να υποχωρεί, σημείωνε ανησυχητική άνοδο….Στο διάστημα των σαράντα ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα είχαν πραγματοποιηθεί τετρακόσιες λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο. Ο ρυθμός δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική Ιστορία» (Γ. Κάτρης, στο προαναφερόμενο). Εμείς θα συμπληρώσουμε ότι δεν υπήρχε προηγούμενο ούτε στην παγκόσμια Ιστορία. Νύχτα – μέρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού η Βουλή ήταν κυκλωμένη από διαδηλωτές.
Στις 29 Ιούλη, η Επιτροπή των «115» κηρύσσει Γενική Απεργία κατά πόλεις και όχι πανελλαδικά, η οποία είχε φοβερή επιτυχία. Εκδηλώσεις άσφαιρες όμως. Οι ηγέτες δεν υιοθετούσαν τα συνθήματα των μαζών, όπως «ΚΑΤΩ Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ», «ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ», «ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ ΠΑΡ’ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ!», αλλά ζητούσαν από το Βασιλιά να σεβαστεί το Σύνταγμα και να δώσει εκλογές.
Ήταν τέτοια η λαϊκή αγανάκτηση που χρειάστηκαν τρεις μήνες και τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις μέχρι να βρεθεί ο ικανός αριθμός αποστατών για να σχηματίσει μαζί με τους ψήφους της ΕΡΕ βιώσιμη κυβέρνηση.Το βασιλικό πραξικόπημα άνοιξε μια περίοδο αστάθειας και αβεβαιότητας. Οι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν στη Βουλή, οι μάζες ξεχύνονταν στους δρόμους. Το 1966 έγινε το πρώτο μεταπολεμικό έτος σε αριθμό απεργιών (1.600.000 εκατ. απεργοί). Αυτό που έσωσε το καθεστώς για άλλη μια φορά ήταν η ηγεσία του εργατικού κινήματος.
Ο Γ. Παπανδρέου κήρυξε τον «Δεύτερο Ανένδοτο», για να συμβιβαστεί όμως αμέσως μετά με τον Βασιλιά, τον Δεκέμβριο του 1966 και να δεχτεί να ψηφίσει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, μια κυβέρνηση καθαρά ανακτορική, με στελέχη ακόμη και αυτής της μεταξικής δικτατορίας. Συμφώνησε επίσης για μια κυβέρνηση Συνασπισμού Ε.Κ. και ΕΡΕ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Τότε η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράστηκε με τη δημιουργία της Κεντροαριστεράς μέσα στην Ε.Κ., μιας δύναμης 40-50 βουλευτών μ’ επικεφαλής τον Α.Παπανδρέου, που διαχώρισε την θέση του από τον πατέρα του. Όμως και αυτός, από τότε έδειξε την τάση του να μην τραβά τη σύγκρουση ως το τέλος της. Τελικά συμβιβάζεται και ψηφίζει και αυτός την κυβέρνηση Παρασκευοπούλου.
Η επίθεση της αστικής τάξης με το βασιλικό πραξικόπημα δεν πέτυχε το σκοπό της. Αντίθετα, έσπρωξε το κίνημα πιο αριστερά. Έτσι, στις εκλογές του Μάη του 1967 ήταν σίγουρο ότι η Ε.Κ. θα νικούσε και μάλιστα με μεγαλύτερη πλειοψηφία και με πιο ριζοσπαστική ηγεσία μια και ο Γ. Παπανδρέου «είχε το ένα πόδι στον τάφο». Το πραξικόπημα ήταν η τελευταία λύση για τους αστούς.
Η «φωτισμένη» και «δημοκρατική» μερίδα της αστικής τάξης (Κανελλόπουλος, Παπαληγούρας, Λαμπράκης) μεθόδευαν την αναβολή των εκλογών, μέχρι να μπορέσουν ν’ επιβάλλουν την ΕΡΕ και τους αποστάτες με εκλογές ή διαφορετικά, μέχρι να γίνει ένα πραξικόπημα από τον Βασιλιά και τους στρατηγούς. Και η «σκληρή» μερίδα, με την υποστήριξη της CΙΑ και των συμμάχων, ετοίμαζε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Όλα έδειχναν τις προετοιμασίες προς αυτή την κατεύθυνση. Αποκαλύψεις γίνονταν καθημερινά στον Τύπο. Η ηγεσία όμως της Ε.Κ. και της ΕΔΑ, κούραζαν κι αποκοίμιζαν τις μάζες, χωρίς καμία ουσιαστική προετοιμασία. Έτσι στις 21 Απριλίου 1967, όλοι οι ηγέτες πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο και τους πήγαν στα κρατητήρια με τις πυτζάμες…