Ο Τεντ Γκραντ γεννήθηκε στη Νότιο Αφρική, ακριβώς πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια περιοχή με την ονομασία Γκέρμινστον, λίγο έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Ο πατέρας του μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική από τη Ρωσία, ενώ η μητέρα του καταγόταν από το Λε Μαρσαί του Παρισιού. Μετά από μια μακρά περίοδο γάμου, οι γονείς του χώρισαν τελικά και μετά από εξάμηνη διαμονή με τον πατέρα του, ο Τεντ πήγε να ζήσει μόνιμα με τη μητέρα του. Εκείνη διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο στο Γιοχάνεσμπουργκ και έστειλε τον Τεντ σε οικοτροφείο και τις αδερφές του σε μοναστήρι γυναικών.
Στη νιότη του, ο Τεντ Γκραντ επηρεάστηκε από τα γεγονότα της Ρωσίας. Άλλα, όπως γίνεται συνήθως, η πρώτη του επαφή με το επαναστατικό κίνημα είχε τυχαίο χαρακτήρα. Για να υποστηρίξει το εισόδημα της οικογένειας, η μητέρα του έβρισκε ενοικιαστές, ένας από τους οποίους ήταν ο Ραλφ Λη, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής από το 1922, διαγραμμένος κατά την περίοδο των πρώτων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Αφοσιωμένος κομμουνιστής, ο Ραλφ είχε τακτικές συζητήσεις με το Τεντ, εισάγοντάς τον στα γραπτά του Μπερνάρντ Σω, του Χ. Τζ. Γουέλς, του Μαξίμ Γκόρκυ, του Τζακ Λόντον και άλλων. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το υλικό ανάγνωσης «πέρασε» στα κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς και επίσης του Λένιν. Από την ηλικία των δεκαπέντε, ο Τεντ άρχιζε να γίνεται ένας συνειδητός μαρξιστής.
Η Ρα, μεγαλύτερη αδερφή του Τεντ, θυμάται έντονα πως η μητέρα τους έτρεφε την οικογένεια και τους φίλους, συμπεριλαμβανομένου του Ραλφ, σε ένα μεγάλο τραπέζι κουζίνας, όπου το γαλλικό βραστό κρέας φαίνεται να ήταν ένα αγαπημένο πιάτο. Ο Ραλφ, που έγινε στενός φίλος της οικογένειας, ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από το Τεντ. «Ο Ραλφ και ο Τεντ ήταν αχώριστοι», έλεγε η Ρα. «Όταν ο Ραλφ έπεισε το Τεντ για το μαρξισμό, τον έκανε να αλλάξει άποψη για τα πάντα γύρω του», θυμάται. «Συνήθιζα να πηγαίνω μακρινούς περιπάτους με το Ραλφ και προσπαθούσε να με μυήσει και μένα στο μαρξισμό, αλλά ήμουν απασχολημένη με έναν άλλο κύκλο ανθρώπων, έτσι δεν τα κατάφερε ποτέ».
Ωστόσο, ο Λη κατάφερε να πείσει την μικρότερη αδερφή του Τεντ, τη Ζήνα, να προσχωρήσει στο τροτσκιστικό κίνημα. Ο Λη και άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του 15χρονου Τεντ, ήρθαν σε επαφή με το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα στις αρχές του 1929 μέσω του αμερικάνικου «Militant», εφημερίδας που αποστελλόταν στη Νότιο Αφρική από τη νεοϊδρυθείσα Κομμουνιστική Λίγκα Αμερικής. «Άλλαξε ολοκληρωτικά τις ζωές μας», λέει ο Τεντ, «και άρχισα έτσι έναν πολιτικό δρόμο που κρατάει πάνω από 70 χρόνια».
Η ενθουσιώδης εξιστόρηση του τρόπου με τον οποίο οι Νοτιοαφρικανοί τροτσκιστές άρχισαν την επαναστατική δουλειά τους, κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες που μπορεί κανείς να διανοηθεί, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του βιβλίου. Η επαναστατική δουλειά στο Σωματείο των Εργατών Πλυντηρίων του Γιοχάνεσμπουργκ εμπνέει ακόμη και σήμερα. Αλλά οι συνθήκες της Νότιας Αφρικής κατέστησαν δύσκολη την υπόθεση μιας επιτυχούς επαναστατικής δουλειάς και το 1934 ο Τεντ έφυγε για την Αγγλία, συντροφιά με έναν ακόμη Νότιοαφρικανό, με το όνομα Μαξ Μπαχ. Δεν επέστρεψε ποτέ. Διέκοψαν το ταξίδι τους στη Γαλλία, όπου συναντήθηκαν με το γιο του Τρότσκι, Λέον Σεντώφ, μέλος της Διεθνούς Γραμματείας και συνεργάτη του στη δουλειά της Διεθνιστικής Κομμουνιστικής Λίγκας, ο οποίος δολοφονήθηκε αργότερα από σταλινικούς πράκτορες σε κλινική του Παρισιού.
Με την άφιξή τους στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 1934, ο Μαξ Μπαχ άλλαξε το όνομά του σε Σιντ Φροστ και ο Τεντ το δικό του, από Ισαάκ Μπλανκ σε Τεντ Γκραντ – «δανεισμένο» προφανώς από δύο μέλη του πληρώματος του πλοίου. Με τον ίδιο τρόπο, ο Τρότσκι είχε πάρει το όνομά του από παλιούς τσαρικούς φύλακες. Ο Τεντ το έκανε αυτό για να προστατέψει την οικογένειά του: οτιδήποτε συνέβαινε σε εκείνον δεν ήθελε να επιβαρύνει την οικογένειά του, στη Νότιο Αφρική.
Στο Λονδίνο, προσχώρησαν και οι δύο στη Μαρξιστική Ομάδα μέσα στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (ILP). Ωστόσο, καθώς οι δυνατότητες για επαναστατική δουλειά μειώνονταν συνεχώς, ο Τεντ Γκραντ εγκατέλειψε το ILP, για να προσχωρήσει στους τροτσκιστές που δούλευαν μέσα στη νεολαία του Εργατικού Κόμματος, στην Εργατική Λίγκα Νεολαίας. Από τότε και έπειτα, ο Τεντ βοήθησε στην ανάπτυξη της Μπολσεβίκικης-Λενινιστικής Ομάδας μέσα στο Εργατικό Κόμμα, που έγινε αργότερα γνωστή ως Ομάδα του «Militant», από το όνομα της εφημερίδας της.
Εκείνη την περίοδο, η κύρια δουλειά τους συνίστατο στο να πολεμήσουν την αναπτυσσόμενη σταλινική επιρροή μέσα στο κίνημα της νεολαίας. Οι σταλινικοί προσπαθούσαν να διεισδύσουν στην Εργατική Λίγκα Νεολαίας και να τη συγχωνεύσουν με την Κομμουνιστική Λίγκα Νεολαίας. Η τάση τους είχε επικεφαλής το Τεντ Γουίλις, που αργότερα έγινε λόρδος για τις υπηρεσίες του στο βρετανικό κατεστημένο. Ο συνάδελφός του, Τζιμ Μόρτιμερ, βοήθησε στη διαγραφή του Τεντ Γκραντ από το Εργατικό Κόμμα, στα 1983.
Αμέσως μετά την άφιξη του στη Βρετανία, ο Τεντ ενεπλάκη δραστήρια στην πάλη ενάντια στο φασισμό, ερχόμενος ο ίδιος μαζί με άλλους σε συνεχείς συμπλοκές με τους Μελανοχιτώνες του Μόσλεϋ, στο ανατολικό άκρο του Λονδίνου. Συμμετείχε στην περίφημη μάχη της Κέιμπλ Στρητ, όπου οι εργάτες κινητοποιήθηκαν, για να σταματήσουν την πορεία των φασιστών. Εκεί, υπάρχει μια φωτογραφία του Τεντ στο οδόφραγμα της Μεγάλης Στενωπού, στο Μπέρμοντσυ του Νοτίου Λονδίνου, που τραβήχτηκε στα 1937 και αναπαράχθηκε με την έκδοση μπροσούρας «Η Απειλή του Φασισμού» στα 1948, που δημοσιεύθηκε από το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του Τεντ Γκραντ, στη μαρξιστική ομάδα της Νοτίου Αφρικής, του δόθηκε μια γερή θεωρητική βάση πάνω στο μαρξισμό, που τον βοήθησε στο ρόλο που επρόκειτο να παίξει στο τροτσκιστικό κίνημα. Μετά από λίγα χρόνια, η αποτυχία της Ομάδας του «Militant» να αναπτυχθεί οδήγησε σε μια αναμενόμενη δυσαρέσκεια μέσα στις γραμμές της. Από το φθινόπωρο του 1937, ο πυρήνας του Τεντ στο Πάντιγκτον είχε γίνει το πιο δραστήριο τμήμα της ομάδας, διακινώντας ένα μεγάλο αριθμό εφημερίδων, παρεμβαίνοντας στο ευρύτερο εργατικό κίνημα και διεξάγοντας μια εκτεταμένη δημόσια δράση.
Στις παραμονές του πολέμου, ξέσπασε σύγκρουση πάνω στην εκλογή της ηγεσίας της Ομάδας και κάποιοι συκοφάντες άρχισαν να επιτίθενται στον Ραλφ Λη. Ο Λη είχε πρόσφατα προσχωρήσει στην ομάδα του «Militant», έχοντας φτάσει μαζί με άλλους από τη Νότιο Αφρική. Αυτό το επεισόδιο οδήγησε σε αποχώρηση και στη δημιουργία μιας νέας ομάδας, που ονομάστηκε Διεθνιστική Εργατική Λίγκα (WIL).
Ο Ένγκελς σημείωσε κάποτε ότι μια διάσπαση μπορούσε να είναι κάτι το υγιές. Η διάσπαση του 1937-38 άνηκε κυρίως σε αυτή την κατηγορία, όπως έδειξαν τα γεγονότα που επακολούθησαν. Τα στελέχη της WIL έστρεψαν τις πλάτες τους στις αποτυχημένες σεχταριστικές μεθόδους του παρελθόντος και στράφηκαν προς τα ευρύτερα στρώματα της οργανωμένης εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, αυτό σήμανε την πραγματική έναρξη του βρετανικού τροτσκισμού. Ο Τεντ Γκραντ έπαιξε ηγετικό ρόλο σε αυτή τη δουλειά, όχι μόνο μέσα στην WIL, αλλά και αργότερα, μέσα στο βρετανικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς, το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (RCP) που ιδρύθηκε το 1944.
Τα χρόνια του πολέμου
Η περίοδος που καλύπτει τα χρόνια του πολέμου ήταν μια περίοδος δοκιμασίας. Στους πρώτους λίγους μήνες του πολέμου, ένα τμήμα της ηγεσίας πήγε στην Ιρλανδία, για να σχηματίσει μια βάση σε περίπτωση που η WIL έβγαινε στην παρανομία, αφήνοντας τον Ραλφ, τη Μίλλι Λη και τον Τεντ στην ηγεσία της οργάνωσης. Σε αυτή τη περίοδο, ο Ραλφ Λη έβγαζε μόνος του την εφημερίδα «Diary Workers» για παρέμβαση στους χώρους δουλειάς. Ωστόσο, από το τέλος του 1940, ο Ραλφ επέστρεψε στη Νότιο Αφρική για προσωπικούς λόγους, καθώς και για λόγους υγείας, και η δουλειά της οικοδόμησης της οργάνωσης έπεσε στους ώμους άλλων ηγετικών συντρόφων.
Πάνω απ’ όλα, η WIL αγκάλιασε με ενθουσιασμό τη νέα προλεταριακή στρατιωτική πολιτική, που διατύπωσε πρώτος ο Τρότσκι. Αυτή ήταν, στη πραγματικότητα, η εξέλιξη και εμβάθυνση των διεθνιστικών θέσεων που εκφράστηκαν στην περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που, αν και διατηρούσαν μια αντίθεση προς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, επέτρεπαν στους τροτσκιστές να έρθουν σε επαφή με την εργατική τάξη. Η ερμηνεία της νέας πολιτικής στη «Νεολαία για το Σοσιαλισμό», ωστόσο, οδήγησε σε διαμάχη στην ηγεσία της ομάδας, με τον Τεντ και τον Χήλυ, την «πλειοψηφία», από τη μια μεριά, και τη Μίλλι, το Τζοκ Χάστον και το Σαμ Λέβυ, τη «μειοψηφία». Σύμφωνα με τη Μίλλι, τα πράγματα «ζεστάθηκαν». Αλλά μετά από κάποια άρθρα στο εσωτερικό δελτίο, η σύγκρουση καταλάγιασε. Πιο «πειστική» ήταν η εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση, τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προλεταριακή στρατιωτική πολιτική ήταν ένα νέο πρόγραμμα, τέτοιες διαφωνίες ήταν ενδεχόμενες, εάν όχι αναπόφευκτες. Σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι οι ηγέτες του WIL μπορούσαν να εκφράσουν τις διαφορετικές απόψεις μέσα σε ένα συντροφικό και ήρεμο κλίμα.
Οι σύντροφοι της WIL απέκρουσαν αποφασιστικά τις επιθέσεις των σταλινικών, που, μετά τον Ιούνιο του 1941, έπαιξαν ένα φανατικά σοβινιστικό ρόλο. Η WIL, με μια σαφή αλλαγή στον προσανατολισμό της, άλλαξε το όνομα της εφημερίδας του από «Νεολαία για το Σοσιαλισμό» σε «Σοσιαλιστική Έκκληση». Η WIL στράφηκε δραστήρια προς τα εργοστάσια, πύκνωσε τις γραμμές της στη βιομηχανία και ανέπτυξε ένα εθνικό προφίλ. Αντίθετα, το επίσημο τμήμα της Διεθνούς, η Επαναστατική Σοσιαλιστική Λίγκα (RSL), που απέρριψε την προλεταριακή στρατιωτική πολιτική, διαλύθηκε. Τελικά, τα απομεινάρια του συγχωνεύτηκαν με τη WIL, για να δημιουργηθεί το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (RCP), στα 1944.
Αμέσως μετά, ο Τζοκ Χάστον, ο Ρόι Τήαρς, ο Χήτον Λη και η Ανν Κην συνελήφθησαν, επειδή υποστήριξαν την εθνική απεργία των μαθητευομένων. Μετά την αποφυλάκισή τους, το RCP στράφηκε για πρώτη φορά προς το κοινοβουλευτικό πεδίο και διεξήγαγε προεκλογική εκστρατεία στην ουαλική επαρχία του Νηθ. Αυτό τους επέτρεψε να δοκιμαστούν οι ιδέες τους, να χτίσουν κύρος και να αναπτύξουν την οργάνωσή τους στη Νότια Ουαλία. Αυτά τα μεγάλα γεγονότα αποτελούν ένα ηρωικό κομμάτι στην ιστορία του κινήματος.
Χωρίς αμφιβολία, η WIL και το RCP έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεδομένων τόσο της νόμιμης ύπαρξής τους, όσο και των ορθών πολιτικών τους, στάθηκαν ικανοί να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες και να συνδεθούν με τα πρωτοπόρα στρώματα της εργατικής τάξης. Η επιτυχία τους, παρακίνησε τον υπουργό Εσωτερικών, Χέρμπερτ Μόρισον, να διαβιβάσει στο Υπουργικό Συμβούλιο ένα μυστικό υπόμνημα, που επισήμαινε την πολιτική του RCP και έδινε περιληπτικά βιογραφικά σημειώματα των ηγετών του. Αν και αυτό δε συνέβη τελικά, οι καπιταλιστές μελετούσαν σοβαρά το ενδεχόμενο να κηρύξουν παράνομο το RCP. Χάρη στη δουλειά τους, οι Βρετανοί τροτσκιστές αναδείχθηκαν από τα χρόνια του πολέμου με μια συμπαγή προλεταριακή οργάνωση, που ενισχύθηκε σημαντικά σε αριθμό και με ισχυρά σημεία στήριξης στο εργατικό κίνημα. Μπορεί να ειπωθεί, χωρίς υπερβολή, ότι η WIL και το RCP διεξήγαγαν πιθανά την πιο επιτυχή δουλειά κατά την περίοδο του πολέμου από κάθε άλλη τροτσκιστική οργάνωση.
Τα μεταπολεμικά χρόνια
Την περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο, ανοίγονταν τεράστιες ευκαιρίες για το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα. Η νίκη του Κόκκινου Στρατού ενάντια στο γερμανικό φασισμό ισχυροποίησαν σε σημαντικό βαθμό την ΕΣΣΔ και τα σταλινικά κόμματα διεθνώς. Οι σταλινικοί ηγέτες θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη θέση κυριαρχίας, μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, για να βγάλουν από την τροχιά του το επαναστατικό κύμα που σάρωνε την Ευρώπη. Παρά την επαναστατική κρίση, η μπουρζουαζία στάθηκε ικανή να σωθεί χάρη στην αδυναμία των εργατικών κομμάτων και πραγματοποίησε μια αντεπανάσταση με «δημοκρατική μορφή». Αυτό έδωσε στον καπιταλισμό μια περίοδο αναπνοής, και τις πολιτικές προϋποθέσεις για κοινωνική σταθερότητα.
Αυτή η νέα παγκόσμια κατάσταση, που δεν προβλέφθηκε από τους τροτσκιστές, βοήθησε στο να διαστρεβλωθούν οι αρχικές προοπτικές για την έκβαση του πολέμου, είτε για παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ είτε για μια πολιτική επανάσταση, και μια επαναστατική κρίση που θα υπέσκαπτε τα παλιά κόμματα και θα προετοίμαζε το δρόμο για τη δημιουργία μαζικών τροτσκιστικών κομμάτων. Με τις λέξεις του Τρότσκι, «Ούτε μια πέτρα πάνω στην άλλη δε θα έμενε από τις παλιές οργανώσεις και η Τέταρτη Διεθνής θα γινόταν μια κυρίαρχη δύναμη στον πλανήτη». Αλλά οι τροτσκιστές ήταν πολύ αδύναμοι, για να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα της επαναστατικής κατάστασης, που ακολούθησε τον πόλεμο. Η εξουσία θα έπεφτε στα χέρια των σταλινικών και των ρεφορμιστών ηγετών που, όπως στα 1918, πρόδωσαν το κίνημα και παρέδωσαν την εξουσία στην μπουρζουαζία.
Αυτή η νέα κατάσταση απαιτούσε επίμονα μια νέα προοπτική για αναπροσανατολισμό του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος. Η ηγεσία του RCP οδηγήθηκε γρήγορα στην κατανόηση της νέας πραγματικότητας και άλλαξε, στην συνέχεια, τις προοπτικές της. Ο Τεντ έπαιξε ρόλο-κλειδί σε αυτό τον προσανατολισμό. Ήταν η δική του γνώση, η γνώση της μαρξιστικής μεθόδου, που του επέτρεψε να κατανοήσει και να εξηγήσει ό,τι συνέβαινε. Αντίθετα, όλοι οι «ηγέτες» της Τέταρτης Διεθνούς συμπεριφέρονταν ως απελπισμένοι φορμαλιστές και έτσι στάθηκαν ανίκανοι να γραπώσουν ό,τι συνέβαινε κάτω από τη μύτη τους. Έχοντας αποτύχει τελείως να κατανοήσουν τη διαλεκτική μέθοδο του Τρότσκι, επαναλάμβαναν απλώς τις λέξεις και τα κείμενα του παρελθόντος, που δεν ανταποκρίνονταν στη νέα κατάσταση. Αντί να αλλάξουν την αρχική πρόγνωση, αγκιστρώθηκαν σε αυτή.
Βέβαια, οι ηγέτες του RCP δεν ήταν οι μόνοι που αναζητούσαν να ξεδιαλύνουν και να κατανοήσουν το τι συνέβαινε. Αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλοι σύντροφοι επίσης έκαναν σοβαρές προσπάθειες να καταπιαστούν με την ανάλυση της νέας κατάστασης -τουλάχιστον, να αρχίσουν. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν, ο Νταβίντ Ρουσσέ από τη Γαλλία και οι Φέλιξ Μόρροου και Άλμπερτ Γκόλντμαν στις ΗΠΑ. Οι τελευταίοι είχαν συνεχίσει, παρά τις αντιξοότητες, μια συχνή αλληλογραφία με τη πλειοψηφία του RCP και βοήθησαν σαφώς, σε μεγάλο βαθμό, να διαμορφωθούν οι ιδέες του Γκραντ και του Χάστον.
Δυστυχώς, εκείνοι αντιπροσώπευαν μειοψηφίες μέσα στα εθνικά τους τμήματα. Αναγκάστηκαν να διεξάγουν μια ανεπιτυχή πάλη ενάντια στις ιδέες της ηγεσίας της Διεθνούς. Στη συνέχεια, είτε απομονώθηκαν ή διαγράφηκαν, ή και τα δύο. Η μεμονωμένη τους αντίθεση ελαχιστοποίησε τη δυνατότητά τους να φτάσουν σε μια επεξεργασμένη θέση και, στη συνέχεια, εγκατέλειψαν το κίνημα, με αφορμή διάφορα πολιτικά περιστατικά. Το ίδιο συνέβη με τη μετέπειτα τάση των Βερν-Ρίαν μέσα στο αμερικάνικο SWP. Οι ηγέτες του RCP είχαν μεγάλο πλεονέκτημα. Οι «διαφωνούντες» με τη Διεθνή είχαν τη πλειοψηφία μέσα στο βρετανικό τμήμα. Έτσι, ήταν ικανοί να επεξεργαστούν τις απόψεις τους σε μια περιεκτική μορφή, σε σχέση με το τι συνέβαινε στη Βρετανία και διεθνώς.
Σαν θεωρητικός ηγέτης του RCP, o Τεντ Γκραντ ήταν ικανός να επεκτείνει και να αναπτύξει τη μαρξιστική θεωρία σε μια ολόκληρη σειρά νέων κατευθύνσεων, μετά το 1945. εκείνες εξαπλώνονταν από τη μαρξιστική θεωρεία του κράτους ως την υπεράσπιση της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας, από την ιδιαίτερη ανάπτυξη της Αποικιακής Επανάστασης ως τη μαρξιστική τακτική προς τις μαζικές οργανώσεις και στην οικοδόμηση του κόμματος. Αυτά τα ντοκουμέντα είναι σημαντική κληρονομιά, που αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή στη νέα γενιά των επαναστατών διεθνώς.
Η περίοδος αυτή, του έργου του Τεντ Γκραντ που καλύπτει αυτό το βιβλίο, είναι μοναδικής σημασίας συμβολή από έναν ηγετικό συμμέτοχο και θεωρητικό κλειδί του τροτσκιστικού κινήματος. Εξετάζει τα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η επαναστατική τάση και αποκαλύπτει τις διαφορετικές θέσεις εκείνη την περίοδο, των ηγετικών στελεχών. Ωστόσο, αυτό το βιβλίο δεν είναι απλώς μια ιστορία αλλά μια προσπάθεια να περάσει τα πλούσια μαθήματα από αυτή τη ταραγμένη περίοδο στη νέα γενιά μαρξιστών, και στη Βρετανία και διεθνώς.
Οι μανούβρες του Κάννον
Ήταν αναπόφευκτο ότι τμήμα αυτής της δουλειάς θα έπρεπε να ασχοληθεί με τις ίντριγκες που διέπραξαν οι λεγόμενοι ηγέτες της Διεθνούς, ενάντια στην ηγεσία των Βρετανών τροτσκιστών. Παρουσιάζεται με σαφήνεια, η συνεισφορά-κλειδί μερικών ατόμων, όπως ο Ραλφ Λη και ο Τζοκ Χάστον, καθώς και ο άθλιος ρόλος των Τζέρρυ Χήλυ, Τζέιμς Π. Κάννον, Μισέλ Πάμπλο, Πιέρ Φρανκ και του Ερνέστ Μαντέλ.
Από το 1943, ο Κάννον συνωμοτούσε, για να ανατρέψει την ηγεσία του βρετανικού τμήματος και να την αντικαταστήσει με μια ηγεσία που να συμμορφώνεται πιο εύκολα. Ο Κάννον είχε σπουδάσει τις μεθόδους του Ζηνόβιεφ και θεωρούσε τον εαυτό του ζηνοβιεφικό, τουλάχιστον μέχρι το 1928. Έκανε ίντριγκες με τον Χήλυ, που ηγείτο μιας μειοψηφίας μέσα στο RCP, για να καταστρέψει την ηγεσία Χάστον-Γκραντ. Οι ηγέτες της Διεθνούς υποστήριξαν τη διάσπαση στο RCP, με την μειοψηφία του Χήλυ να μπαίνει στο Εργατικό Κόμμα στα τέλη του 1947, και την τελική συγχώνευση των δύο ομάδων στα τέλη του 49, με τους όρους του Χήλυ.
Όπως εξηγεί το βιβλίο, η στήριξή τους στο Χήλυ και το σαμποτάζ τους στο βρετανικό τμήμα – στο οποίο ο Πιέρ Φρανκ επίσης έπαιξε εξέχοντα ρόλο – συντέλεσε τραγικά στη διάλυση του RCP τον Ιούνιο του 1949 και την καταστροφή ολόκληρου στρώματος έμπειρων στελεχών. Τα ανδρείκελα του Κάννον, του Χήλυ, μαζί και οι φίλοι τους στην ηγεσία της Διεθνούς, ήταν άμεσα υπεύθυνοι για αυτή την εγκληματική κατάσταση.
Όταν η διάσπαση συνέβη, η ηγεσία του Χήλυ έδρασε με τον πιο δικτατορικό τρόπο, διαγράφοντας ανθρώπους με τις πιο αστείες αφορμές. Ως αποτέλεσμα, ο Τζοκ Χάστον αποθαρρύνθηκε εντελώς. Οι ενέργειες του Χήλυ και της κλίκας του Παρισιού τον οδήγησαν εκτός κινήματος. Ο Ρόυ Τήαρς, ο Τζίμμυ Ντην, μαζί με άλλους πρώην ηγέτες του RCP, διαγράφηκαν από το λεγόμενη συγχωνευμένη ομάδα, γνωστή ως Κλαμπ. Από τα τέλη του 1950, οι ενέργειες του Χήλυ είχαν καταστρέψει το κόμμα.
Ο Τόνι Κλιφ και οι υποστηρικτές του, που διατήρησαν τη λανθασμένη θέση του κρατικού καπιταλισμού (ως προς την ταξική φύση της ΕΣΣΔ και των άλλων σταλινικών κρατών), δεν απειλήθηκαν ποτέ με διαγραφή εξαιτίας των θέσεών τους. Ο Χήλυ τώρα τους έδιωξε ανεπίσημα από το Κλαμπ. Εκείνοι που αρνήθηκαν να ψηφίσουν για τη διαγραφή διαγράφηκαν οι ίδιοι! Η ομάδα του Κλιφ μετακινήθηκε στην συνέχεια μακριά από τον τροτσκισμό και οργάνωσε τη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση». Η «κρατικό-καπιταλιστική» τους στάση τους οδήγησε να πάρουν ουδέτερη θέση στον Πόλεμο της Κορέας, αποτυγχάνοντας να υπερασπίσουν το παραμορφωμένο εργατικό κράτος της Βορείου Κορέας ενάντια στις επιθέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Παρά αυτήν και άλλες θεμελιώδεις διαφορές, ο Τεντ Γκραντ διαμαρτυρήθηκε σφοδρά ενάντια στη συμπεριφορά προς τον Κλιφ και τους υποστηρικτές του και τη βίαιη καταπάτηση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων από την ηγεσία του Χήλυ. Αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Χήλυ ως απόδειξη για την ίδια τη διαγραφή του Τεντ! Διαγράφηκε μετά από 22 χρόνια πορείας ως μέλος του τροτσκιστικού κινήματος. Ήταν επίσης μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τετάρτης Διεθνούς και η διαγραφή του επικυρώθηκε από το Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο με πρωτοβουλία του Ερνέστ Μαντέλ. Σκανδαλωδώς, ο Μαντέλ περιέγραψε τον Χάστον και τον Γκραντ ως «ενσωματωμένους στη τάση του βρετανικού τροτσκισμού, που αρνήθηκαν επίμονα να ενοποιηθούν οι ίδιοι με τη Διεθνή, για να αφοσιωθούν στη νέα πορεία του τροτσκισμού».
Η καταστροφή του βρετανικού τμήματος
Ένα ολόκληρο στρώμα αγωνιστών, απλώς οδηγήθηκε εκτός επαναστατικής πολιτικής από την ψευδαίσθηση της αλλαγής, της νέας πορείας. Το κίνημα, που έδινε τόσες υποσχέσεις, καταστράφηκε. «Τώρα φαίνεται καθαρά [sic!]», λέει ο τότε υποστηριχτής του Χήλυ Χάρρυ Ράτνερ, χρόνια μετά, «ότι ο Χήλυ και οι στενότεροι συνεργάτες του καλωσόρισαν αυτές τις αποχωρήσεις σαν να απομάκρυναν μια απειλή για τη δική τους ηγεσία, που διαγράφηκε για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, όταν η διαγραφή του Τζοκ Χάστον ανακοινώθηκε από το Πολιτικό Γραφείο του Κλαμπ (σύντροφοι, που δεν τους επιτράπηκε απλώς να παραιτηθούν, έπρεπε να διαγραφούν), και ο Τζίμμυ Ντην είπε ότι θα έπρεπε να δοθεί μια ευκαιρία στον Χάστον να παρουσιάσει μια γραπτή δήλωση για την υπεράσπισή του, προτού τεθεί ζήτημα διαγραφής, είπε ότι “είναι αναγκαίο να παρέχετε έγγραφη πολιτική στήριξη για την απόφαση που καταδικάζει το Χάστον χωρίς άμεση επιφύλαξη”. Αρνούμενος να πράξει κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Ντην διαγράφηκε για “κρυφή συμπάθεια” προς τον Χάστον. Όταν ο Ρόυ Τήαρς αρνήθηκε να κόψει τις προσωπικές σχέσεις με τον Χάστον, διαγράφηκε επίσης».
Τα γεγονότα του 1950, που αντιπροσώπευαν τη καταστροφή του βρετανικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνής, αποτέλεσαν τη διακριτή γραμμή στην ανάπτυξη του βρετανικού τροτσκισμού.
Το 1951 ο Τεντ βρέθηκε αναγκασμένος να πουλάει οδοντόβουρτσες «πόρτα-πόρτα», για να ζήσει. Τον Μάη του 1951, με πρωτοβουλία του Τεντ Γκραντ, έγινε στο Λονδίνο μια συνδιάσκεψη με τους συντρόφους που είχαν απομείνει από το RCP, που στο μεταξύ είχε διαλύσει εντελώς ο Χήλυ. Το 1953, η ομάδα του Τεντ αναγνωρίστηκε ως το επίσημο τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς στη Βρετανία, μετά τη διάσπαση της τάσης των Κάννον-Χήλι από τη Διεθνή, για να διαχωρίσει ξανά τη θέση του οριστικά με τα απομεινάρια της Τέταρτης Διεθνούς, λίγο καιρό αργότερα.
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια δεκαετία δραματικής υποχώρησης του εργατικού κινήματος και πολιτικής αποστασίας. Λίγοι σύντροφοι παρέμειναν πιστοί στο μαρξισμό σε ολόκληρη τη Βρετανία και, με μπροστάρη τον Τεντ, εξέδιδαν την εφημερίδα «Σοσιαλιστικός Αγώνας», με ακανόνιστη όμως συχνότητα λόγω περιορισμένων πόρων.
Το ιστορικό «Militant»
Με την έλευση της δεκαετίας του 1960, το κλίμα αλλάζει. Το 1960, δημιουργούνται οι «Νέοι Σοσιαλιστές» στο Εργατικό Κόμμα. Η μικρή ομάδα του Τεντ, αλλά και άλλες δύο ομάδες με σεχταριστικές θέσεις που επικαλούνταν τις ιδέες του Τρότσκι, η μεγαλύτερη του Τζέρι Χήλυ και η μικρότερη του Τόνι Κλίφ, διεξήγαγαν δουλειά τάσης μέσα στο Εργατικό κόμμα και τη νεολαία του.
Το 1964, η ομάδα του Τεντ Γκραντ εξέδωσε την εφημερίδα «Μilitant», συνεχίζοντας τη δουλειά στο Εργατικό Kόμμα, την ίδια στιγμή που τα άλλα δύο σεχταριστικά γκρουπ εγκατέλειψαν το Εργατικό Κόμμα, ακριβώς την περίοδο που άρχισε να στρέφεται προς τα αριστερά.
Εκείνη την περίοδο, μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της μαζικότερης και ισχυρότερης σε απήχηση στο εργατικό κίνημα τροτσκιστικής τάσης από την εποχή της Ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης.
Από το 1974, το «Μilitant» κέρδισε την υποστήριξη της πλειοψηφίας των μελών της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος. Από 100 μέλη το 1966 εκτοξεύθηκε στα 500 το 1975. Το 1972 το «Μilitant» έγινε εβδομαδιαίο. Το 1974, με άξονα το «Μilitant», ιδρύθηκε η CWI, η Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή .
Το 1980, το «Μilitant» αριθμούσε πλέον 1.000 μέλη. Η άνοδος του τροτσκισμού στο Εργατικό Κόμμα ανησύχησε τους αστούς στη Βρετανία. Ξεκίνησαν έτσι μια ανελέητη πίεση προς την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, για να διαγράψει τους μαρξιστές, που εκφράστηκε μέσα από εκτεταμένα καθημερινά δημοσιεύματα στον αστικό Τύπο.
Το 1983, ο Τεντ διαγράφτηκε μαζί με τη συντακτική επιτροπή του «Μilitant», καταφέρνοντας όμως να αποσπάσει στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος στο Μπράιτον 1.600 ψήφους ενάντια στις διαγραφές, με 2.800 συνέδρους να υπερψηφίζουν την πρόταση της ηγεσίας των Εργατικών. Οι διαγραφές της συντακτικής επιτροπής όμως δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη της δουλειάς του «Μilitant», τόσο στο εσωτερικό όσο και εκτός του Εργατικού Κόμματος.
Το 1984, η παράταξη, της οποίας ηγείτο το «Μilitant» στα συνδικάτα, το Αριστερό Μπλοκ, ήταν η ισχυρότερη αριστερή δύναμη στα συνδικάτα. Μόνο κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, το «Μilitant» στρατολόγησε 500 απεργούς στις γραμμές του!
Το 1988, στο αποκορύφωμα του «Μilitant», ο Τεντ Γκραντ μίλησε μαζί με το εγγονό του Τρότσκι, Εστεμπάν Βολκώφ, σε μια συγκέντρωση 8.000 υποστηρικτών. Τότε, στις γραμμές του «Μilitant» υπήρχαν 3 βουλευτές, ενώ η Τάση έλεγχε πολιτικά ολόκληρο το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του Λίβερπουλ. Η Μαρξιστική Τάση διέθετε εκείνη την εποχή περισσότερα επαγγελματικά πολιτικά στελέχη ακόμα και από το ίδιο το Εργατικό Κόμμα.
Κάτω από την πολιτική καθοδήγηση του Τεντ Γκραντ, λοιπόν, χτίστηκε μια πανίσχυρη τροτσκιστική τάση, αποδεικνύοντας ότι, στη βάση των γνήσιων ιδεών και μεθόδων του μαρξισμού, η πρωτοπορία του εργατικού κινήματος μπορεί να βρει αποφασιστικά το δρόμο προς τις ιδέες της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το 1990, το «Μilitant» καθοδήγησε ένα τεράστιο κίνημα χιλιάδων εργαζομένων ενάντια στον περίφημο «Poll Tax», τον κεφαλικό φόρο που είχε επιβάλει η Θάτσερ. Ήταν το μεγαλύτερο κίνημα κοινωνικής ανυπακοής στην ιστορία της Βρετανίας. Εκατομμύρια άνθρωποι δεν κατέβαλαν τον φόρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στο Λονδίνο ενάντια στο νόμο και πενήντα χιλιάδες στη Γλασκώβη.
Δυστυχώς όμως, μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, η ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση που ακολούθησε, σε συνδυασμό με τις σεχταριστικές απόψεις της πλειοψηφίας της ηγεσίας του «Μilitant» και της Διεθνούς υπό τον Πήτερ Ταφ, κατέστρεψαν σταδιακά το κύρος του «Μilitant» και οδήγησαν σε μια οδυνηρή διάσπαση τη Διεθνή, που αναπτύχθηκε με αυτό ως κύριο σημείο αναφοράς. Το 1991, ο Τεντ διαφώνησε με το σεχταριστικό τρόπο χτισίματος του κόμματος έξω από τις μαζικές εργατικές οργανώσεις, που υπεράσπιζαν οι υποστηρικτές του Ταφ και γι’ αυτό το λόγο διαγράφτηκε. Γρήγορα, η γραφειοκρατική επίθεση ενάντια στον ιδρυτή της Διεθνούς και τις ιδέες του προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, κρίση και διάσπαση σε όλη τη Διεθνή.
Ο Τεντ σε ηλικία 79 ετών βρέθηκε, με γραφειοκρατικά μέσα, έξω από το πολιτικό του δημιούργημα, το οποίο το έβλεπε μέρα με τη μέρα να διολισθαίνει πιο βαθιά στο σεχταρισμό. Όμως, αυτό δεν τον έκανε καθόλου να χάσει το κουράγιο και τον επαναστατικό του ενθουσιασμό. Μαζί με τον Άλαν Γούντς, τον Ρόμπ Σιούελ και πάνω από 3 εκατοντάδες άλλα στελέχη του «Μilitant» εξέδωσαν το περιοδικό «Σοσιαλιστική Έκκληση» («Socialist Appeal») και το καλοκαίρι του 1992 πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση της «Επιτροπής για μια Μαρξιστική Διεθνή», του αρχικού πυρήνα της σημερινής Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης.
Το θεωρητικό έργο και οι παρακαταθήκες του Τεντ Γκραντ
Το θεωρητικό έργο του Γκραντ είναι πολύ σημαντικό. Ο Τεντ πάντοτε τόνιζε τη σημασία της βαθιάς κατανόησης της μαρξιστικής θεωρίας και ιδιαίτερα του έργου και των μεθόδων των κλασσικών του μαρξισμού. Ο ίδιος ήταν βαθύς γνώστης της μαρξιστικής θεωρίας, γεγονός που τον έκανε ικανό να την υπερασπίσει αποφασιστικά σε περιόδους μεγάλης ιδεολογικής υποχώρησης, όπως οι δεκαετίες του 1950 ή του 1990, αλλά και να την αναπτύξει, σε μια περίοδο που άλλοι «μαρξιστές» εγκατέλειπαν τα βασικά της θεμέλια.
Τα γραπτά του, των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου, είναι ανεκτίμητης αξίας. Σε αυτά, με όπλο τη μαρξιστική μέθοδο, αναλύονται τα νέα φαινόμενα που προέκυψαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και τα οποία στάθηκε ανίκανη να καταλάβει και να εξηγήσει η ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς μετά τη δολοφονία του Τρότσκι. Η ταξική προσέγγιση της αποικιακής επανάστασης, η επιστημονική-μαρξιστική εξήγηση του χαρακτήρα των νέων καθεστώτων προλεταριακού βοναπαρτισμού, η διαλεκτική ανάλυση των μεταπολεμικών συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία και του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων παγκόσμια, η πιστή υπεράσπιση του επαναστατικού ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου και η επιστημονική προσέγγιση του κρίσιμου ρόλου των μαζικών, παραδοσιακών, εργατικών οργανώσεων στην υπόθεση του χτισίματος μαζικών επαναστατικών κομμάτων ήταν συνοπτικά οι βασικότερες από τις ζωτικές υπηρεσίες που πρόσφερε ο Τεντ Γκραντ, αυτή την περίοδο, στην μαρξιστική θεωρία και την επαναστατική πολιτική. Αυτή η συνεισφορά αποτυπώνεται στην συλλογή γραπτών και κειμένων του που εκδόθηκε το 1989, με τίτλο «Το νήμα που δεν κόπηκε» («Τhe Unbroken Thread»).
Το 1969 μαζί με τον αχώριστο σύντροφο και μαθητή του τον Άλαν Γουντς συνέγραψαν το βιβλίο «Λένιν και Τρότσκι: Τι πραγματικά υποστήριζαν», απαντώντας με έναν τεκμηριωμένο και ακριβή τρόπο στο κύμα συκοφαντιών και διαστρεβλώσεων για τη ζωή και το έργο του Τρότσκι, που εξαπέλυσαν μέσα από ένα θεωρητικό τους περιοδικό οι σταλινικοί ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Βρετανία.
Το 1995, πάλι με τον Άλαν Γούντς, ο Τεντ εξέδωσε το κοινό τους έργο, με τίτλο «Reason in revolt» (στην ελληνική έκδοση «Η Διαλεκτική σε αντεπίθεση»), με αντικείμενο την εξέταση των σύγχρονων επιστημονικών πεδίων από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Το βιβλίο αυτό γνώρισε από τότε δεκάδες εκδόσεις, σε ολόκληρο τον κόσμο και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, δίνοντας σε χιλιάδες αγωνιστές ένα ανεκτίμητο εργαλείο υλιστικής κατανόησης των φαινομένων του σύμπαντος, ενάντια στο νεο-σκοταδισμό και τις μεταφυσικές αντιλήψεις, που στις συνθήκες ιδεολογικής υποχώρησης της δεκαετίας του 1990 γνώρισαν πρωτόγνωρη έξαρση.
Το 1997 εξέδωσε το βιβλίο «Ρωσία: από την επανάσταση στην αντεπανάσταση», στο οποίο εξήγησε με καθαρότητα και ιστορικές αναφορές την πορεία εκφυλισμού της Σοβιετικής Ένωσης, από την εποχή της παντοκρατορίας του Στάλιν μέχρι την «περεστρόικα» του Γκορμπατσόφ και την τελική κατάρρευση του 1991.
Τέλος, αποτυπώνοντας τις μνήμες και τις εμπειρίες του από σχεδόν 7 δεκαετίες επαναστατικής δράσης στη Βρετανία το 2002, έγραψε και εξέδωσε την «Ιστορία του βρετανικού τροτσκισμού», που αποτελεί σημαντική συνεισφορά στην ιστορική αλήθεια και τη γνώση των αιτιών και των γεγονότων που καθόρισαν τη μοίρα του επαναστατικού κινήματος στη Βρετανία και όχι μόνο.
Ο Τεντ Γκραντ αφιέρωσε τη ζωή του στο επαναστατικό κίνημα και αποτελούσε το ζωντανό νήμα με τις γνήσιες παραδόσεις του μαρξισμού. Η ουσιαστική απότιση τιμής στον Τεντ δεν είναι τα λόγια ή τα αισθήματα θλίψης. Ο ίδιος δε θα ήθελε ποτέ η θύμησή του να προκαλεί τέτοια συναισθήματα. Απεχθανόταν πάντα και ξόρκιζε το σκεπτικισμό και την απαισιοδοξία. Αν μπορούσε τώρα να μας μιλήσει, αυτό που θα μας σύστηνε είναι μόνο επαναστατικό ενθουσιασμό και αφοσίωση στο σκοπό της νίκης του σοσιαλισμού. Με άλλα λόγια, θα μας σύστηνε να εντείνουμε την προσπάθεια, ώστε να μιμηθούμε το παράδειγμα της ζωής του και να χτίσουμε τη Διεθνή Μαρξιστική Τάση, σαν την αποφασιστική εκείνη δύναμη που θα φέρει την εργατική τάξη στην εξουσία, στη μια χώρα μετά την άλλη.