Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΣΥΝ: Κριτική στο κείμενο θέσεων της ΚΠΕ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

ΣΥΝ: Κριτική στο κείμενο θέσεων της ΚΠΕ

5o ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΥΝ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΚΠΕ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ

 

Το 5ο συνέδριο του Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας (ΣΥΝ) είναι ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός. Σε μια περίοδο κρίσης της αξιοπιστίας της άρχουσας τάξης και του συστήματός της που εκφράζεται με τη σήψη των σκανδάλων, το βλέμμα των εργαζόμενων και της νεολαίας όλο και πιο έντονα στρέφεται προς τα κόμματα της Αριστεράς. Ποτέ την τελευταία 15ετία δεν έχει εμφανισθεί με επίκεντρο την Αριστερά μια τέτοιας έκτασης αναζήτηση πολιτικών λύσεων και απαντήσεων για διέξοδο από το σημερινό καπιταλιστικό αδιέξοδο.

Το 5ο συνέδριο του ΣΥΝ έχει καθήκον να ανταποκριθεί στις αναζητήσεις των εργαζόμενων και να δώσει καθαρές απαντήσεις σε αυτές. Γι’ αυτό η πολιτική πρόταση του κόμματος είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα αυτού του  συνεδρίου.

Το κείμενο Θέσεων της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής (ΚΠΕ) που εκφράζει την «εναλλακτική» πολιτική πρόταση του ΣΥΝ, δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο που η ηγεσία θέλει να βαδίσει, εκφράζει τις πολιτικές και τα συμφέροντα που θέλει να υπηρετήσει, φανερώνει τους στόχους για τους οποίους καλεί να αγωνιστούν χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές την επόμενη περίοδο. Είναι όμως ο δρόμος του κείμενου θέσεων αυτός που έχει ανάγκη σήμερα η Αριστερά και οι εργαζόμενοι;  Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα  θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση αναλύοντας το κείμενο σημείο προς σημείο.

Η πολιτική Κίνηση Μαρξιστική Τάση  και η εφημερίδα «Μαρξιστική Φωνή» έχουν ήδη χτίσει μια σχέση συντροφικότητας και πολιτικής συνεργασίας με τους συντρόφους  του ΣΥΝ. Η κριτική μας στο κείμενο θέσεων γίνεται από  τη σκοπιά του φίλου κι όχι του ανταγωνιστή, γι’ αυτό έχει σημασία να διαβαστεί από κάθε σύντροφο του κόμματος. Αυτό όμως που την κάνει πραγματικά χρήσιμη είναι η μέθοδος πάνω στην οποία στηρίζεται : η μέθοδος του μαρξισμού, που σε πείσμα των εχθρών του, συνεχίζει να αποτελεί τον πιο ασφαλή τρόπο για να εξετάσει ένας αριστερός αγωνιστής τις ταξικές βάσεις και αναφορές, τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της εφαρμογής μιας πολιτικής πρότασης, με άλλα λόγια την ίδια την ορθότητά της.

 

 I. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Αδικαιολόγητη έπαρση

 
Στην πρώτη αυτή ενότητα γίνεται εκτίμηση της πολιτικής κατάστασης και παρατίθεται μια υπερβολική διαπίστωση που την ακούμε συχνά τελευταία από τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΝ : «Από το 4ο Συνέδριό του μέχρι σήμερα, το κόμμα μας κατόρθωσε να καταστήσει απολύτως διακριτό το αυτόνομο πολιτικό του στίγμα έτσι ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί, παρά τις μικρές του δυνάμεις, στη μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση στη Κυβέρνηση της Ν.Δ. μετατοπίζοντας το βάρος της δημόσιας συζήτησης στα πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.»

Ασφαλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση στην Ν.Δ. Υπήρξε και η συνεπής από την σκοπιά της, αριστερή αντιπολιτευτική τακτική του ΚΚΕ και πάνω από όλα, υπήρξε το εργατικό κίνημα και η πρωτοπόρα νεολαία που έδωσαν σκληρές μάχες ενάντια στη ΝΔ. Αυτές οι μάχες ήταν που πραγματικά δυσκόλεψαν την κυβέρνηση και το πέρασμα της πολιτικής της. Χωρίς αυτές τις μάχες, οι ομιλίες, οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες  και οι ανακοινώσεις  των αριστερών κομμάτων, όσο μαχητικές κι αν είναι, δεν μπορούν να αποτελέσουν «ουσιαστική αντιπολίτευση». Συνιστά λοιπόν, αλαζονική υποτίμηση των αγώνων των δασκάλων, των ναυτεργατών, των μεγάλων γενικών απεργιών, των νεολαιίστικων αγώνων ενάντια στο «νόμο – πλαίσιο» και το «άρθρο 16» το να υποστηρίζεται ότι αυτοί αποτέλεσαν λιγότερο σημαντική αντιπολίτευση από την «μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση» που ήταν αυτή του ΣΥΡΙΖΑ…..

Πιο κάτω μάλιστα, η ΚΠΕ συνεχίζει τον αλαζονικό κατήφορο επιχειρώντας να οικειοποιηθεί τη μεγάλη νίκη της πρωτοπόρας νεολαίας «στο άρθρο 16» : «Είναι και δική μας νίκη η ουσιαστική αποφυγή της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος όπως είναι και δική μας επιτυχία η πλήρης απαξίωση του λεγόμενου «νόμου-πλαίσιο» για τα Πανεπιστήμια, απαξίωση στην οποία συνέβαλε και το «αντινομοσχέδιο» που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.» Σε αυτές τις γραμμές οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ φέρονται να είναι τόσο αποτελεσματικές όσο και οι ίδιοι οι αγώνες της νεολαίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι θα δυσκολευθεί κάποιος να βρει σήμερα φοιτητές που να μην είναι κομματικά μέλη του ΣΥΝ και να  θυμούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ένα τέτοιο «αντινομοσχέδιο» στη Βουλή….Αυτό το αναφέρουμε χωρίς ίχνος διάθεσης να ειρωνευτούμε την κοινοβουλευτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ισχύει και για τις ανάλογες πρωτοβουλίες του ΚΚΕ. Αυτού του είδους οι κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, παρότι επιβεβλημένες, παίζουν πάντα έναν εντελώς δευτερεύοντα ρόλο στην εξέλιξη μιας μαζικής αντιπαράθεσης με τις επιλογές του κεφαλαίου.

 
Η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ

 
Στη συνέχεια της ίδιας ενότητας η ΚΠΕ θίγει το καίριο ζήτημα της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ διαβεβαιώνοντας για τα εξής : «..καμιά συνολική πολιτική συνεργασία δεν μπορεί να υπάρξει με το ΠΑΣΟΚ όσο και αν η από κοινού αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων θα μπορούσε να αποβεί εφικτή κάποιες φορές. Με άλλα λόγια, κάθε αναβίωση προτάσεων περί «συνεργασιών», προτάσεων που συγκαλύπτουν το γεγονός ότι η συνολική πολιτική του ΠΑΣΟΚ παραμένει ενταγμένη στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, απλώς συσκοτίζουν τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας». Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές ο ΣΥΝ συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ σε δεκάδες πόλεις. Στο βωμό της συμμετοχής στη νομή της δημοτικής και νομαρχιακής εξουσίας η νεοφιλελεύθερη πολιτική του ΠΑΣΟΚ δεν εμπόδισε καθόλου εκατοντάδες μικρούς και μεγάλους παράγοντες που χρησιμοποιούν τον ΣΥΝ σαν πεδίο για την υπηρέτηση των προσωπικών τους φιλοδοξιών να συνεργαστούν με το ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνοντας συνδυασμούς που δεν είχαν ίχνος από αριστερές ιδέες και αρχές, με τεχνοκρατικά, κοινωνικά ουδέτερα τάχα προγράμματα, «για το καλό των τοπικών κοινωνιών».

Ωστόσο κι αυτές ακόμα οι διαβεβαιώσεις για αποφυγή συνεργασίας με το «νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ» έχουν πολλά κενά και θολά σημεία. Σημειώνεται ότι είναι εφικτή η από κοινού αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων, χωρίς όμως να αναφέρονται κάποια διαφωτιστικά παραδείγματα τέτοιων ζητημάτων. Επίσης, ενώ είναι τυπικά ξεκαθαρισμένο (αν και όπως προαναφέραμε όχι αληθινό) πως δεν είναι δυνατή η συνεργασία με το σημερινό «νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ» δεν ξεκαθαρίζεται ποια θα είναι η σχέση του ΣΥΝ με ένα αυριανό «Κευνσιανό» (από το όνομα του οικονομολόγου Τζων Μαίηναρντ Κέυνς υπέρμαχου του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία) ΠΑΣΟΚ, με ένα ΠΑΣΟΚ δηλαδή που θα έχει αποκηρύξει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και θα υιοθετεί ξανά, όπως στο παρελθόν, μια πολιτική ενίσχυσης της «ζήτησης» και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Με ένα τέτοιο ΠΑΣΟΚ ποια θα είναι η στάση της ηγεσίας του ΣΥΝ;

Αυτό μπορεί εύκολα κανείς να το μαντέψει, έχοντας μια στοιχειώδη εικόνα από τα κείμενα και τις δημόσιες τοποθετήσεις της ηγεσίας του την τελευταία 8ετία :  αφού ο  βασικός αντίπαλος είναι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, ένας άλλος «μη νεοφιλελεύθερος» καπιταλισμός που στηρίζεται στο κράτος μπορεί να είναι κάλλιστα μια βάση πολιτικών συμμαχιών. Ο δρόμος για μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ με στόχο μια «μη νεοφιλελεύθερη» διαχείριση του καπιταλισμού είναι λοιπόν ανοιχτός.

Η ιστορία μας έχει δώσει ένα μεταπολιτευτικό παράδειγμα μιας τέτοιας διακυβέρνησης : το παράδειγμα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Αυτό το μη νεοφιλελεύθερο, «εναλλακτικό» παράδειγμα, που επιχείρησε να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων, χωρίς να αφαιρέσει την οικονομική εξουσία από το κεφάλαιο και χωρίς να θίξει το αστικό κράτος, το μόνο που κατάφερε τελικά ήταν να σώσει την αστική τάξη από την σοσιαλιστική πάλη των εργαζόμενων, δίνοντάς της παράλληλα χώρο και χρόνο για να ετοιμάσει την αντεπίθεσή της και να επαναφέρει στην εξουσία μια 100% δική της κυβέρνηση. Αυτό λοιπόν που περιμένουν να ακούσουν οι αριστεροί αγωνιστές σήμερα από τους ηγέτες του ΣΥΝ δεν είναι το ότι δεν σκοπεύουν να συμμαχήσουν με το ΠΑΣΟΚ πάνω στη βάση μιας μόνο από τις ιστορικές εκδοχές διαχείρισης του καπιταλισμού (νεοφιλελευθερισμός), αλλά ότι δεν θα συμμετάσχουν ποτέ σε μια κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί τον καπιταλισμό, ανεξάρτητα από την εκδοχή της διαχείρισης (νεοφιλελευθερισμός, κευνσιανισμός κ.α).  

 

 

 II. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 
Νεοφιλελευθερισμός : το σύμπτωμα ή η αιτία;

Η επόμενη ενότητα που είναι αφιερωμένη στις διεθνείς εξελίξεις ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι «για περισσότερο από δύο δεκαετίες, οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν καθοριστεί από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική.»

Δυστυχώς εδώ έχουμε το σύμπτωμα του προβλήματος να παρουσιάζεται σαν το αίτιο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι η αιτία, αλλά η έκφραση του προβλήματος της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα λέγεται καπιταλισμός. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και των περικοπών αποτελούν σήμερα τη λογική συνέπεια της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τον νεοφιλελευθερισμό παράγει σήμερα η ίδια η ανάγκη  των καπιταλιστών να διατηρήσουν και να αυξήσουν τα επίπεδα των κερδών τους.

Στο παρελθόν οι καπιταλιστές (Μεσοπόλεμος, περίοδος 30 χρόνων μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο) κατέφυγαν στην κρατική παρέμβαση για να σώσουν το σύστημά τους από την κρίση και την επαναστατική επίδραση που αυτή είχε στην συνείδηση των εργαζομένων. Έκαναν παραχωρήσεις και έθεσαν κανόνες για να μη χαθεί το καπιταλιστικό σύστημά κάτω από την πίεση  του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του αυξανόμενου κύρους της ΕΣΣΔ.

Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την υποχώρηση του εργατικού κινήματος, οι καπιταλιστές προσπάθησαν να απαλλαγούν από το βάρος του «κρατισμού» που αναγκαστικά τους κληρονόμησε η προηγούμενη περίοδος. Κάτω από τη σημαία του ελεύθερου ανταγωνισμού, το κράτος αποσύρθηκε από την οικονομική ζωή προς όφελος των κερδών των καπιταλιστικών μονοπωλίων. Όλες οι κατακτήσεις που είχε κατοχυρώσει πάνω στο κράτος η εργατική τάξη («κράτος πρόνοιας» κ.α) μέσα σε λίγα χρόνια πάρθηκαν πίσω. Το ίδιο εύκολα όπως κάποιος αλλάζει πουκάμισο, η αστική τάξη πέρασε από τον Κευνσιανισμό στον νεοφιλελευθερισμό.

Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Καταρχήν ότι οι κατακτήσεις της παλιάς εποχής του κρατικού παρεμβατισμού δεν μπορούν σήμερα να γίνουν ούτε στιγμή, ανεκτές από τους καπιταλιστές. Όμως ακόμα κι αν το βάρος της κρίσης του συστήματός τους και ο φόβος της επίδρασής του στη συνείδηση της εργατικής τάξης τους επιβάλουν ξανά μια πολιτική κρατικού παρεμβατισμού που θα περιλαμβάνει και κάποιες κατακτήσεις από το παρελθόν, αυτές οι κατακτήσεις όπως μας διδάσκει η Ιστορία θα έχουν έναν εντελώς προσωρινό χαρακτήρα κι αν δεν τις ακολουθήσει η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, η κοινωνικοποίηση και ο σχεδιασμός των βασικών τομέων της οικονομίας, τότε ο εφιάλτης του νεοφιλελευθερισμού θα γίνει πάλι πραγματικότητα. 

Ο καλύτερος τρόπος για να αντιπαλέψουμε λοιπόν τον νεοφιλελευθερισμό είναι να κατανοήσουμε πως αυτός είναι καρπός της σημερινής απόλυτα αντιδραστικής φάσης του καπιταλισμού, της ίδιας της επιθανάτιας ιστορικής του κρίσης και να κηρύξουμε τον πόλεμο όχι στη «σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή καπιταλισμού», αλλά στον ίδιο τον καπιταλισμό που γέννησε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Δυστυχώς όμως το κείμενο, καθώς αναπτύσσει τις ιδέες τις ΚΠΕ, κλιμακώνει την ενοχοποίηση του συμπτώματος, αντί για την αιτία. Ο «κακός» νεοφιλελευθερισμός με την επέλασή του βγαλμένος από τα ύπουλα μυαλά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κυβερνήσεων ακυρώνει όλα τα καλά των προηγούμενων φάσεων του καπιταλισμού : « …οι οικονομικοί δείκτες της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας και της ανεργίας δεν θυμίζουν σε τίποτε εκείνους της περιόδου πριν την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια, η αύξηση της «πίτας» όχι μόνο δεν ωφέλησε στο ελάχιστο τους εργαζόμενους, αλλά αντίθετα τα εισοδήματά τους μειώθηκαν, οι εργασιακές σχέσεις έγιναν ανυπόφορες, η φτώχια στον κόσμο εξαπλώθηκε και πολλαπλασιάστηκε και η συνολική ποιότητα ζωής χειροτέρεψε αισθητά.» Πουθενά δεν υπάρχει ο καπιταλισμός, η ιστορική κρίση του και η αντιδραστική του φύση που γεννάει το νεοφιλελευθερισμό. Όλα τα σύγχρονα δεινά είναι κατά ένα μεταφυσικό τρόπο προϊόντα του συμπτώματος κι όχι της αιτίας, προϊόντα δηλαδή του «επάρατου» νεοφιλελευθερισμού κι όχι του ίδιου του καπιταλισμού….

 
Γιατί μόνο  αντι-νεοφιλελευθερισμός;

 
Ασφαλώς η αιτία για αυτή την επιδεικτική αποκλειστική ενοχοποίηση του νεοφιλελευθερισμού δεν βρίσκεται σε ένα λάθος στην ανάλυση. Η αντι-νεοφιλελεύθερη ρητορική στη θέση μιας συνεπούς εναντίωσης ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα επιβάλλεται από την ανάγκη να φανεί ότι οι συνθήκες σήμερα δεν είναι ακόμα ώριμες για την ανατροπή του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από τον σοσιαλισμό. Η ηγεσία του ΣΥΝ θεωρεί τον σοσιαλισμό μια υπόθεση του αόριστου μέλλοντος. Πιστεύει στον καπιταλισμό, πιστεύει ότι μέσα στην οικονομία της αγοράς μπορούν να υπάρξουν σταθερές δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις, αρκεί να αλλάξει η συνταγή της διαχείρισης, αντί να πάψει η αστική τάξη να κυβερνά με τους δικούς της νεοφιλελεύθερους εκπροσώπους και να εμπιστευθεί την εξουσία της στους «κοινωνικά ευαίσθητους» πολιτικούς της Αριστεράς. Αυτές είναι οι απόψεις που οδηγούν τους αριστερούς ρεφορμιστές ηγέτες σε αστικές κυβερνήσεις που όχι μόνο δεν βελτιώνουν τη ζωή των εργαζόμενων, αλλά που αντίθετα, επιτίθενται στο βιοτικό τους επίπεδο. Ενσαρκώνοντας αυτές τις ιδέες πήραν υπουργεία τα σημερινά ηγετικά στελέχη του ΣΥΝ στις αντιλαϊκές κυβερνήσεις το 1989-90 (Κωνσταντόπουλος, Κουβέλης, Δραγασάκης) που άνοιξαν το δρόμο για την σκληρή κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτές οι ιδέες καθοδηγούσαν και τους ηγέτες της Ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης οι οποίοι συμμετείχαν 2 φορές τα τελευταία 15 χρόνια σε αστικές κυβερνήσεις που αφαίρεσαν σημαντικές κατακτήσεις από το εργατικό κίνημα της γειτονικής χώρας.

 
«Ενταφιασμός» της Βενεζουέλας

Προς το τέλος της ενότητας αυτής υπάρχει μια αναφορά στις εξελίξεις στη Λατινική Αμερική. Αντί όμως σε αυτή την αναφορά να γίνει λόγος για το πιο προχωρημένο σημείο της ριζοσπαστικοποίησης, τη Βενεζουέλα, όπου η επανάσταση έχει θέσει σαν επιτακτικό στόχο το σοσιαλισμό, αναφέρονται μόνο οι ανυπόληπτοι πλέον στις πλατειές εργατικές μάζες του Μεξικού Ζαπατίστας και οι ακτήμόνες της Βραζιλίας…..Η εξήγηση για τα αίτια αυτής της παράλειψης είναι εύλογη : οι επαναστατημένες μάζες στη Βενεζουέλα ξεπερνούν τον αντι-νεοφιλελευθερισμό και υποστηρίζουν όλο και πιο ανοιχτά τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ οι ρεφορμιστές Ζαπατίστας συνεχίζουν να μην απειλούν τον καπιταλισμό στο Μεξικό υπερασπιζόμενοι απλά την αυτονομία των ιθαγενών και μια εναλλακτική πολιτική στο νεοφιλελευθερισμό…  

Ακόμα και αυθόρμητα, ηρωικά αλλά παρόλα αυτά πολιτικά συγχυσμένα κινήματα όπως αυτό της Μυανμάρ, που «αμφισβήτησαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι αναπόφευκτος μονόδρομος» έχουν θέση στο κείμενο Θέσεων την ίδια στιγμή που δεν υπάρχει σ’ αυτό ούτε «μισή» αναφορά στην επανάσταση στη Βενεζουέλα και στον αγώνα των μαζών για το σοσιαλισμό, με πρόσφατους σημαντικούς σταθμούς την μεγαλειώδη νίκη του Δεκέμβρη του 2006 και την εκπληκτική μαζικοποίηση του PSUV (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας). Όλα αυτά δεν χωρούν μέσα στα στενά όρια του αγώνα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό…

 

IIΙ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

 Ιταλική ..«γαργάρα»

 
Στην ενότητα για τις εξελίξεις στην Ευρώπη, ενώ αναφέρεται ότι «η δημιουργία του νέου κόμματος της Αριστεράς στη Γερμανία και η συσπείρωση της ριζοσπαστικής και οικολογικής Αριστεράς στην Ιταλία αποτελούν πολύ θετικές εξελίξεις» δεν γράφεται ούτε λέξη για τη συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, «αδελφής» του ΣΥΝ στο πλαίσιο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στην αστική κυβέρνηση Πρόντι. Είναι θετικός ή όχι ο απολογισμός αυτής της συμμετοχής; Ποια είναι η στάση του ΣΥΝ απέναντι στο παράδειγμα της Ιταλίας και ποια θα είναι η στάση του στο ενδεχόμενο να σχηματιστεί μια τέτοια κυβέρνηση στην Ελλάδα; Αυτά είναι καίρια ερωτήματα που απασχολούν κάθε αριστερό αγωνιστή στην Ελλάδα σήμερα βλέποντας την κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι να καταρρέει, έχοντας αθετήσει ακόμα και τις πιο μετριοπαθείς υποσχέσεις τις, έχοντας υπηρετήσει τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην εκστρατεία του «ενάντια στην τρομοκρατία» και έχοντας επιτεθεί στα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ιταλών εργαζομένων. Είναι απόλυτα λογικό να πιστεύει κανείς ότι η  σιωπή αυτή της ΚΠΕ κρύβει «ένοχες» επιδιώξεις και σχέδια για αντιγραφή του ιταλικού κεντροαριστερού μοντέλου. 

 Εξωραϊσμός της Ε.Ε

 
Στο τέλος της ενότητας η ΚΠΕ παραθέτει την πρότασή της για την Ευρώπη : «Αγωνιζόμαστε για μια Ευρώπη της οποίας οι λαοί θα είναι οι μόνοι πρωταγωνιστές, για μια Ευρώπη που θα  υπερασπίζεται και θα διευρύνει τις κοινωνικές κατακτήσεις, τη μόνιμη και σταθερή απασχόληση για όλους, θα καταπολεμά τη φτώχια, τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, για μια Ευρώπη ανοικτών πολιτισμικών οριζόντων, χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής, θρησκείας, τόπου καταγωγής, και σεξουαλικού προσανατολισμού, για μια Ευρώπη οικολογική, για μια Ευρώπη της ειρήνης και του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.» Η πρόταση αυτή όμως είναι τόσο αφηρημένη και αμφιλεγόμενη όσο και ο όρος «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία», την κριτική μας στον οποίο θα αναπτύξουμε στην συνέχεια του κειμένου.

Πάνω από όλα όμως, στη βάση αυτής της πρότασης δεν υπάρχει μια ορθή ταξική και πολιτική προσέγγιση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι για άλλη μια φορά δεν αναγνωρίζεται ότι η Ε.Ε αποτελεί την οργάνωση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Για άλλη μια φορά η ηγεσία του ΣΥΝ αρνείται να αποδεχθεί ότι η σημερινή καπιταλιστική Ε.Ε δεν μεταρρυθμίζεται κι ότι είναι ζωτική ανάγκη ο αγώνας των ευρωπαίων εργαζόμενων για την κατάργησή της και την αντικατάσταση της από μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Ευρώπης στη βάση της οποίας θα βρίσκεται η κοινωνικοποιημένη, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία .

 

IV. ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Προηγμένος καπιταλισμός;

Στην τέταρτη αυτή ενότητα του κειμένου υποστηρίζεται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας «προηγμένος καπιταλισμός». Για να στοιχειοθετηθεί αυτή η άποψη γίνεται επίκληση του αυξημένου επενδυτικού ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια, της αυξημένης κερδοφορίας του, των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, ακόμα και των (φανταστικών) τεχνολογικών του «επιδόσεων».  Τίποτα από αυτά όμως δεν στοιχειοθετούν την εικόνα ενός προηγμένου καπιταλισμού.

Οι αυξημένες επενδύσεις στα Βαλκάνια που τα τελευταία χρόνια συνοδεύονταν και από μεταφορά της παραγωγής, αποδυνάμωσαν την εγχώρια παραγωγική βάση του ελληνικού καπιταλισμού. Με βάση τα ίδια τα στοιχεία της πιο πρόσφατης έκθεσης του ΙΟΒΕ (Φθινόπωρο 2007) η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται σε διαρκή κρίση. Τέλος, όπως γράφτηκε στις 3/2/2008 στο ένθετο «Οικονομία» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «η Ελλάδα έχει υποστεί τα τελευταία 4 χρόνια καθίζηση σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας». Το ίδιο το κείμενο θέσεων άλλωστε αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία «αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας», γεγονός που αντανακλάται στο διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας στο εμπορικό ισοζύγιο (εισαγωγές – εξαγωγές). Επιδεινούμενη ανταγωνιστικότητα, ισχνή παραγωγική βάση, θέση ουραγού στον τομέα της τεχνολογίας, πως στ’ αλήθεια μπορεί να στοιχειοθετηθεί η άποψη περί «προηγμένου ελληνικού καπιταλισμού»;

Αυτή η λάθος εκτίμηση για τον «προηγμένο ελληνικό καπιταλισμό» δημιουργεί σοβαρή σύγχυση στις τάξεις των αγωνιστών της αριστεράς. Η ελληνική άρχουσα τάξη αποκτά το πρόσθετο κοινωνικό κύρος της άρχουσας τάξης σε μια χώρα που κάνει βήματα οικονομικής προόδου, βοηθούμενη να κρύβει πίσω από τη ρητορική της «ισχυρής Ελλάδας» τον απόλυτο παρασιτισμό και την πολύπλευρη παρακμή που την χαρακτηρίζουν.

Η πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «στον πάτο» των αναπτυγμένων χωρών της καπιταλιστικής Δύσης. Παρ’ ότι ως ο πιο ισχυρός καπιταλισμός της περιοχής διαδραματίζει έναν τοπικό ιμπεριαλιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, διαθέτει μια ανταγωνιστικότητα που διαρκώς επιδεινώνεται έναντι των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών, στο επίκεντρό του βρίσκονται σταθερά παρασιτικές οικονομικές δραστηριότητες και αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η σοβαρή αδυναμία να αναπτύξει την εγχώρια παραγωγική του βάση.

 

V. ΤΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΜΕ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Ο στρατηγικός στόχος και οι «παγίδες» του

Στην ενότητα αυτή τίθεται το πιο αποφασιστικό ζήτημα : η πολιτική πρόταση του ΣΥΝ. Το κείμενο της η ΚΠΕ αναφέρει : «Από την ίδρυσή του, ο ΣΥΝ έχει διακηρύξει ότι στρατηγικός του στόχος είναι ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, δηλαδή η ανατροπή και υπέρβαση των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, ανατροπή και υπέρβαση που θα επιτευχθούν  μέσα από την προώθηση τομών και ριζικών αλλαγών σε όλους τους τομείς, τομών και αλλαγών που θα προκύπτουν από τους πολύμορφους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που θα συναντούν πάντα την πλατιά συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας και θα προωθούνται από εκείνη. Σήμερα οι τομές και αλλαγές αυτές έχουν ως αντικείμενο τον νεοφιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.»

Μέσα σε τόσο λίγες γραμμές γίνεται κατορθωτό να συνυπάρχουν τόσα πολλά λάθη και τόσο μεγάλη σύγχυση. Ο σοσιαλισμός για άλλη μια φορά συμπληρώνεται από τους εύηχους όρους «δημοκρατία και ελευθερία», δημιουργώντας όλων των ειδών τις παρανοήσεις και τα λαθεμένα συμπεράσματα. Ας τα δούμε ένα-ένα :

1) Η υπεράσπιση του κατασκευάσματος του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία» προϋποθέτει την  παραδοχή ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ένας γενικά «αντιδημοκρατικός και ανελεύθερος» σοσιαλισμός. Αυτή η παραδοχή που υποτίθεται ότι φωτογραφίζει τον σταλινισμό στην πραγματικότητα κάνει ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις σε αυτόν, αφού τον αναγνωρίζει κι αυτόν σαν ένα είδος σοσιαλισμού, ενώ αποτελούσε ακριβώς το αντίθετο, αφού ήταν το καρκίνωμα πάνω στο σώμα ενός εργατικού κράτους που στέκονταν εμπόδιο στη μετάβαση αυτού του κράτους στο σοσιαλισμό.

2) Οι όροι «δημοκρατία» και «ελευθερία» τίθενται αφηρημένα, χωρίς ταξικό προσδιορισμό. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει ένας σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία για όλους, ανεξάρτητα από την ταξική τους θέση. Ο σοσιαλισμός όμως, όπως εκφράστηκε μέσα από τα έργα των κλασικών, μεγάλων θεωρητικών του, είναι ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο ακόμα δεν έχουν εξαλειφθεί οι τάξεις και στο οποίο την εξουσία έχει στα χέρια της η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα τέτοιο ταξικό καθεστώς να εξασφαλίζει «δημοκρατία και ελευθερία» ισότιμα και για τους πρώην εκμεταλλευτές και για τους πρώην εκμεταλλευόμενους. Οι επαναστατημένοι πρώην εκμεταλλευόμενοι, όπως στο παρελθόν οι εκμεταλλευτές, θα έχουν δημιουργήσει τους δικούς του θεσμούς εξουσίας. Οι νέοι αυτοί θεσμοί είναι βέβαιο ότι για να διατηρηθούν πρέπει να περιστείλουν τουλάχιστον όσες ελευθερίες θα επέτρεπαν στους παλιούς εκμεταλλευτές να επιδιώκουν την παλινόρθωση του καθεστώτος τους. Με αυτή την έννοια ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έχει «δημοκρατία και ελευθερία για όλους». Θα καταπιέσει και μάλιστα σκληρά όσους επιθυμήσουν να γυρίσουν πίσω τον τροχό της Ιστορίας. Η δημοκρατία συνεπώς, στο πλαίσιο ενός τέτοιου  κοινωνικού συστήματος είναι ταξικά προσδιορισμένη. Είναι πρώτα και πάνω από όλα εργατική δημοκρατία, δημοκρατία των εργαζόμενων ανθρώπων που προσπαθούν να καταργήσουν για πάντα τις τάξεις και τα κάθε λογής υπολείμματα της ταξικής κοινωνίας. Ο σοσιαλισμός λοιπόν έχει σαν συστατικό του στοιχείο την εργατική δημοκρατία κι όχι την δημοκρατία και την ελευθερία γενικά, έννοιες που μπορούν να αποκτήσουν προϋποθέσεις πανανθρώπινης εφαρμογής μόνο στην αταξική, κομμουνιστική κοινωνία. 

3) Ποιοι λόγοι λοιπόν επιβάλουν την χρησιμοποίηση των όρων ελευθερία και δημοκρατία γενικά; Μα φυσικά η «ανάγκη» να γίνουν σεβαστά τα «απαράγραπτα» και «ιερά» δικαιώματα των καπιταλιστών στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον έλεγχο του κράτους. Αυτά τα «δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθέριες» θέλουν να υπερασπίσουν οι θιασώτες του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία». Ο όρος άλλωστε αυτός δεν είναι καθόλου καινούριος, δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία μεταπολεμικά, ενώ οι ενδιαφερόμενοι αγωνιστές μπορούν να τον συναντήσουν πολλές φορές στα ιδεολογικά και πολιτικά κείμενα του ΠΑΣΟΚ των δεκαετιών 1980, 1990, κύρια μάλιστα επί εποχής κυριαρχίας των εκσυγχρονιστών του Κ. Σημίτη. 

Όταν μιλούν για δημοκρατία οι ρεφορμιστές εννοούν όπως οι αστοί, τη σημερινή αστική δημοκρατία. Κάνουν ότι δεν είδαν και δεν έμαθαν τίποτα για τους δημοκρατικούς θεσμούς που ανέδειξαν όλες οι μεγάλες προλεταριακές επαναστάσεις (σοβιέτ, εργατικά συμβούλια). Γι΄ αυτούς δημοκρατία είναι το καθολικό εκλογικό δικαίωμα κάθε 4 ή πέντε χρόνια και το αστικό κοινοβούλιο.  

Όταν μιλούν για ελευθερία εννοούν την ελευθερία της αγοράς, την ελευθερία των καπιταλιστών να κερδίζουν, να αγοράζουν και να πουλάνε. Γι΄ αυτό άλλωστε και «ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» του κειμένου Θέσεων παρά την αφηρημένη επίκληση της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αρνείται να μιλήσει συγκεκριμένα για την κοινωνικοποίηση των βασικών τομέων και τον σχεδιασμό της οικονομίας.

Ο σταδιακός, ρεφορμιστικός δρόμος

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που θα επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος του «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία» : «μέσα από την προώθηση τομών και ριζικών αλλαγών σε όλους τους τομείς, τομών και αλλαγών που θα προκύπτουν από τους πολύμορφους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, που θα συναντούν πάντα την πλατιά συναίνεση της ελληνικής κοινωνίας και θα προωθούνται από εκείνη.» Ο δρόμος λοιπόν είναι η προώθηση αλλαγών που θα προκύπτουν από αγώνες. Αυτό όμως δεν διευκρινίζει απολύτως τίποτα. Τι είδους αλλαγές θα γίνουν; Οι αγώνες αυτοί πως θα συμπεριφερθούν στην σημερινή αστική εξουσία και τους θεσμούς της; Θα υψώσουν τον εαυτό τους ως το επίπεδο μιας επαναστατικής κυβέρνησης για να περάσουν αυτές τις αλλαγές; Τι εννοείται όταν αναφέρεται ότι θα συναντάται η πλατειά κοινωνική συναίνεση; Μήπως ότι οι αλλαγές αυτές πρέπει να γίνουν αποδεχτές και από την άρχουσα τάξη; Τι θα γίνει αν η άρχουσα τάξη αντιδράσει; Μήπως στο βωμό της «πλατειάς συναίνεσης» θα εγκαταλειφθούν οι αλλαγές;

Τα εύλογα αυτά ερωτήματα αφήνονται σκόπιμα αναπάντητα από το κείμενο. Το μόνο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι σήμερα οι αλλαγές δεν πρόκειται να πάνε πέρα από την κατάργηση του νεοφιλελευθερισμού. «Σήμερα οι τομές και αλλαγές αυτές έχουν ως αντικείμενο τον νεοφιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις.» Με άλλα λόγια ο στρατηγικός στόχος αποκλείεται σήμερα. Ακόμα κι αυτός ο θολός  «σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία» μετατίθεται για το αόριστο μέλλον…

Βλέπουμε λοιπόν στο κείμενο την κλασσική μέθοδο του ρεφορμισμού. Ο στρατηγικός στόχος χωρίζεται με ένα αγεφύρωτο χάσμα από το σήμερα. Δεν είναι επίκαιρος. Αυτό που προέχει είναι οι «άμεσες» διεκδικήσεις, οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται το άλλοθι για να εγκαταλειφθεί τελικά ο στρατηγικός στόχος, σαν να επρόκειτο ποτέ αυτές να επιτευχθούν ανεξάρτητα από την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Οι αναγκαίες κοινωνικές αλλαγές θα προωθούνται σταδιακά και πάντα με την επιδίωξη της πιο πλατειάς κοινωνικής συναίνεσης. Είναι προφανές ότι σε αυτή την ομαλή, ρεφορμιστική διαδικασία χώρος για την κοινωνική επανάσταση, τους θεσμούς της και τις επαναστατικές μέθοδες επιβολής της θέλησης των εκμεταλλευομένων στους εκμεταλλευτές δεν υπάρχει.

Από τι πρέπει να αποτελείται όμως το πρόγραμμα του κόμματος σήμερα κατά την ΚΠΕ;

Κράτος τροχονόμος κεφαλαίων και ουδέτερος ελεγκτής

«1. Απαιτείται να τεθούν υπό κοινωνικό και δημόσιο έλεγχο η κίνηση των διεθνών κεφαλαίων, ιδιαίτερα των καθαρά κερδοσκοπικών, οι ξένες επενδύσεις και οι όροι του διεθνούς εμπορίου.» Εδώ είμαστε αντιμέτωποι με μια κλασσική ρεφορμιστική αυταπάτη. Η κοινωνία πρέπει να παρέμβει στον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, στη διαμόρφωση των όρων εμπορίου, όμως πρέπει να στέκεται με ευλάβεια μπροστά στην ατομική ιδιοκτησία. Υποτίθεται βέβαια ότι οι προγραμματικές προτάσεις του κόμματος πρέπει να οδηγούν όπως αναφέρεται ρητά «στην κατεύθυνση που οδηγεί στην πραγματοποίηση του στρατηγικού μας στόχου», δηλαδή όπως έχει αναφερθεί στην «ανατροπή-υπέρβαση» των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όμως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι πάνω από όλα σχέσεις ιδιοκτησίας. Το κείμενο δεν μας λέει τίποτα γι’ αυτές. Δεν έχει θέσεις για τη σφαίρα της ιδιοκτησίας της παραγωγής. Δεν υπάρχει η θέση για κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Χωρίς την κοινωνικοποίηση των στρατηγικών τομέων δηλαδή της μεγάλης βιομηχανίας, της πίστης και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, κανένας ουσιαστικός «δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στις κίνηση των κεφαλαίων, στις ξένες επενδύσεις και στους όρους εμπορίου.

 «2. Απαιτούνται βαθιές δημοκρατικές τομές στο κρατικό μηχανισμό, ώστε ο δημόσιος τομέας να αποκτήσει ουσιαστικό παρεμβατικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας υπό απολύτως δημοκρατικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα, απαιτείται η διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων ώστε ο κοινωνικός έλεγχος να καθίσταται  ουσιαστικότερος και αποτελεσματικότερος.» Είναι εμφανές εδώ, ότι το κράτος δεν αντιμετωπίζεται ταξικά, αλλά ουδέτερα. Δεν είναι το κράτος της άρχουσα τάξης, αλλά μια ουδέτερη δύναμη, «ο δημόσιος τομέας»  που πρέπει να αποκτήσει «παρεμβατικό ρόλο» προφανώς για το «καλό της κοινωνίας». Όπως όμως γνωρίζει ο κάθε σύντροφος που έχει έρθει σε στοιχειώδη επαφή με την κλασσική μαρξιστική φιλολογία, με τα γραπτά των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν («Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους», «Κράτος κι Επανάσταση» κ.α) , το κράτος σε μια ταξική κοινωνία δεν είναι δύναμη ουδέτερη, αλλά είναι κράτος της άρχουσας τάξης.

Αυτό που περιγράφεται από τη θέση αυτή του προγράμματος είναι ένα μοντέλο κρατικού παρεμβατισμού μέσα στον καπιταλισμό. Το σημερινό αστικό κράτος όμως, σύμφωνα με την άποψη του Μαρξ (βλέπε π.χ «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία») που επαληθεύτηκε πολλές φορές από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, δεν μπορεί να μεταρρυθμισθεί και να μετατραπεί σε υπηρέτη της κοινωνίας. Είναι ανάγκη να συντριβεί και να αντικατασταθεί  από το κράτος της εκμεταλλευόμενης τάξης, από τη δικτατορία του προλεταριάτου ή σωστότερα από ένα κράτος της εργατικής δημοκρατίας. Έτσι το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι απλά όπως αναφέρεται στο κείμενο «η διαρκώς μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων», αλλά η ίδια η άσκηση της εξουσίας από τα δημοκρατικά όργανα των εργαζόμενων.

Το κείμενο συνεχίζει αναπτύσσοντας τον οικονομικό ρόλο που θέλει να διαδραματίσει το ουδέτερο αυτό κράτος, υποστηρίζοντας ότι «σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να επανέλθουν ή να παραμείνουν στον έλεγχο του δημοσίου όλοι οι τομείς στρατηγικού χαρακτήρα (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, διαχείριση υδάτινων πόρων, υποδομές, λιμάνια κλπ) και να αποκτήσουν ένα κοινωνικό κι αναπτυξιακό προσανατολισμό με όρους δημοσίου συμφέροντος.». Εδώ έχουμε την κλασσική γλώσσα της σοσιαλδημοκρατίας. Αποφεύγεται επιμελώς να διευκρινισθεί το αν ο «έλεγχος» των τομέων αυτών θα συνεπάγεται και την κατοχή της απόλυτης ιδιοκτησίας από την πλευρά του κράτους ή αν θα συμμετέχουν σε αυτούς τους στρατηγικούς τομείς ιδιωτικά κεφάλαια. Στους τομείς «στρατηγικού χαρακτήρα» δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, ούτε το μεγάλο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο και πάνω από όλα, δεν συμπεριλαμβάνονται οι τράπεζες. Πως είναι δυνατόν να προσανατολιστούν προς το δημόσιο συμφέρον αυτοί οι τομείς όταν η παραγωγή, η διανομή και η πίστη είναι σε ιδιωτικά χέρια;

Τέλος πουθενά δεν προβλέπεται συγκεκριμένος ρόλος για τους εργαζόμενους στην οικονομία. Ο εργατικός έλεγχος και ο δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας από τα όργανά τους είναι προφανώς περιττές έννοιες για την ηγεσία του ΣΥΝ, αφού για τα πάντα θα φροντίζει ο «κοινωνικά προσανατολισμένος δημόσιος τομέας» διανθισμένος με μια αδιευκρίνιστη «συμμετοχή» από τους εργαζόμενους…

Πιο κάτω  (σημείο 4) το κείμενο διατείνεται ότι « απαιτείται ουσιαστικός έλεγχος του δημοσίου στη λειτουργία της ανεξέλεγκτης αγοράς, με τη δυνατότητα να καθορίζει όπου χρειάζεται το πλαίσιο τιμών και τα ποσοστά κέρδους.» Εδώ για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι το κράτος, «το δημόσιο», αντιμετωπίζεται από την ηγεσία του ΣΥΝ όχι σαν το κράτος της άρχουσας τάξης, αλλά σαν ουδέτερος εκπρόσωπος της κοινωνίας. Πως όμως το κράτος μπορεί να καθορίσει τα επίπεδα των τιμών και τα ποσοστά των κερδών όταν ολόκληρη η οικονομική δύναμη (τράπεζες, βιομηχανία, εμπόριο, γη) ανήκει στους καπιταλιστές και ανά πάσα στιγμή μπορούν να τη χρησιμοποιούν  για να προστατεύουν τα επίπεδα των κερδών τους; Πως μπορούν να γίνουν από αυτό το κράτος αποτελεσματικές παρεμβάσεις ενάντια στην κερδοσκοπία, όταν τα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής γραφειοκρατίας (δικαστές, κρατικά στελέχη, αξιωματικοί στρατού και σωμάτων ασφαλείας κ.α), λειτουργούν ανεξέλεγκτα από τους εργαζόμενους, απολαμβάνουν προνόμια που τους δένουν με χίλια νήματα με τους καπιταλιστές και κυριαρχούν σε μια κρατική μηχανή που είναι φτιαγμένη για να υπηρετεί την άρχουσα τάξη; 

Οι τράπεζες και η ηθικοποίησή τους

Στη θέση 5 γίνεται λόγος για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όμως αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε στο μίνιμουμ χωρίς την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που συνθλίβει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δυστυχώς αυτά που αναφέρονται στη θέση 6 για τις τράπεζες είναι ευχολόγια χωρίς περιεχόμενο : «Απαιτείται ο έλεγχος του δημοσίου επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος με στόχο την παρεμπόδιση των τραπεζών να λειτουργούν ληστρικά απέναντι στους καταναλωτές και να προβαίνουν σε καθαρά κερδοσκοπικές επενδύσεις. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να αναπροσαρμοστεί στην κατεύθυνση της προστασίας των καταναλωτών και της λαϊκής αποταμίευσης.» Ο ληστρικός ρόλος των τραπεζών είναι στη φύση τους. Μπορεί η ηθική των ρεφορμιστών να προβλέπει ότι οι κερδοσκόποι τραπεζίτες «οφείλουν να προστατεύουν τους καταναλωτές και τη λαϊκή αποταμίευση» όμως ο Σάλλας, ο Βγενόπουλος και οι συνάδελφοί τους δεν πρόκειται ποτέ να συμμεριστούν την ηθική αυτή. Μόνο η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με τη δημιουργία μιας κεντρικής εθνικής τράπεζας που θα εξασφαλίζει τις αναγκαίες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της οικονομίας με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας, μπορεί να βάλει τέλος στον σημερινό ληστρικό ρόλο των τραπεζών.

Λειψός Χωρισμός

Στη θέση 11 προβάλλεται ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, χωρίς όμως το απαραίτητο συμπλήρωμα του, δηλαδή τη θέση για κοινωνικοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας, που θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Χωρίς αυτή τη θέση, ο χωρισμός ισοδυναμεί με αμνήστευση του ληστρικού ρόλου που παίζει το αγύρτικο εκκλησιαστικό κατεστημένο στις πλάτες χιλιάδων «πιστών».

Φεμινισμός και γυναικεία καταπίεση

Ένα ακόμα από τα σημεία του κειμένου που χρίζουν σοβαρής εξέτασης είναι η θέση για την υπεράσπιση του φεμινισμού. Σύμφωνα με το κείμενο «η κοινωνία αποτελείται από άνδρες και γυναίκες, η σχέση εξουσίας του ενός φύλου πάνω στο άλλο έχει πολιτική διάσταση και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την όλη διαχείριση του δημόσιου χώρου. Σε αυτή τη βάση, ο φεμινισμός αναπροσδιορίζει και εμπλουτίζει την πολιτική…». Ασφαλώς, πάνω από όλα η κοινωνία αποτελείται από τάξεις. Η καταπίεση της γυναίκας στη σημερινή της μορφή είναι καρπός της εκμεταλλευτικής φύσης της κοινωνίας, είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας είναι αναπόσπαστα δεμένος με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Τα γιατροσόφια του φεμινισμού που υιοθετούνται από το κείμενο, δηλαδή οι λεγόμενες «θετικές διακρίσεις» με την προώθηση γυναικών σε θέσεις κοινωνικής και πολικής ευθύνης δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα της γυναικείας καταπίεσης. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι πρόβλημα ελλιπούς συμμετοχής της γυναίκας στα κέντρα αποφάσεων, όπως πιστεύουν οι φεμινίστριες, αλλά είναι ζήτημα που συνδέεται με την ανάγκη εξάλειψης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης συνολικά.

Μέτρα όπως η υποστηριζόμενη από την ΚΠΕ «επέκταση του «νόμου για το1/3» και στα ψηφοδέλτια των εθνικών εκλογών» δεν  μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην υπόθεση της απελευθέρωσης της γυναίκας. Αντίθετα, την γυναικεία καταπίεση θα καταπολεμήσει αποφασιστικά η δημιουργία ενός δημόσιου και δωρεάν συστήματος βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών, η αναβάθμιση και επέκταση του Ολοήμερου σχολείου, η δημιουργία ενός δικτύου δημόσιων χώρων εστίασης και διεκπεραίωσης των λειτουργιών που στο πλαίσιο της σημερινής οικογένειας πέφτουν στις πλάτες των γυναικών  (πλύσιμο ρούχων, σιδέρωμα κ.α), η λήψη δηλαδή αποφασιστικών κοινωνικών μέτρων που θα απαλλάξουν τη γυναίκα από τα σημερινά της βάρη. Είναι δεδομένο ότι το κόστος αυτών των μέτρων μπορεί να αναλάβει μόνο μια σοσιαλιστικά σχεδιασμένη οικονομία, γι’ αυτό και ο αγώνας για το σοσιαλισμό είναι στενά δεμένος με τον αγώνα ενάντια στη γυναικεία καταπίεση .

Μια «εξαγνισμένη» Τοπική Αυτοδιοίκηση

Στον τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης το κείμενο της ΚΠΕ επαναφέρει τις αυταπάτες για την ουδετερότητα του κράτους : «Αν η τοπική αυτοδιοίκηση αναπτύσσει με αυτό το πνεύμα την πολιτική της ως δημόσιος και ως κοινωνικός θεσμός τότε κατορθώνει, όχι μόνο να στηρίζει αλλά και να αναδεικνύει την κοινωνική συλλογικότητα». Όμως οι δήμοι και οι νομαρχίες αποτελούν το τοπικό διοικητικό γρανάζι του αστικού κράτους. Οι ΟΤΑ διαχειρίζονται και διανέμουν στο κεφάλαιο μεγάλα κρατικά και κοινοτικά ποσά και όλο και πιο πολύ, συγκεντρώνουν στην δικαιοδοσία τους τομείς παραδοσιακής κρατικής ευθύνης.  Καμία ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και κανένας ουσιαστικό λαϊκός έλεγχος δεν υπάρχει στα πεπραγμένα των νομαρχών και των δημάρχων στο πλαίσιο της Τ.Α. Με αυτή την έννοια, η ΤΑ δεν αποτελεί καθόλου έναν αφηρημένα «δημόσιο και κοινωνικό» θεσμό που μπορεί να αναδεικνύει την κοινωνική  …συλλογικότητα.

Το Περιβάλλον και η πανάκεια των προτύπων

Αλλά και στο ζήτημα του περιβάλλοντος, βλέπουμε στις θέσεις έντονη τη σφραγίδα της ρεφορμιστικής ηθικολογίας : «Τελικά απαιτείται η συνολικότερη αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού προτύπου. Η κλιματική αλλαγή και όλα τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνιμα και αποτελεσματικά μόνο σε αυτή τη βάση». Προφανώς η ΚΠΕ θεωρεί ότι ο – κατά τα άλλα στρατηγικός της στόχος – «σοσιαλισμός» ούτε για την σωτηρία του περιβάλλοντος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Αρκεί να πείσουμε τα αφεντικά της οικονομίας και τους προφανώς συνυπεύθυνους  για τη μοίρα τους καταναλωτές να αλλάξουν …πρότυπα. Μια ακόμα θέση – πρότυπο κενής, ρεφορμιστικής ηθικολογίας….  

Διεθνείς σχέσεις, αγγελικά πλασμένες

Η ρεφορμιστική ηθικολογία εκτείνεται και στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. «Η οργάνωση των διεθνών σχέσεων συνολικά οφείλει να διέπεται από μια πολυδιάστατη αντίληψη για την ειρήνη και την ασφάλεια. Ο ΟΗΕ καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση εφόσον αναβαθμίσει τις λειτουργίες της Γενικής του Συνέλευσης και προωθήσει τον εκδημοκρατισμό του συνόλου των θεσμικών του οργάνων.» Τι κι αν οι διεθνείς σχέσεις φυσιολογικά αντανακλούν συσχετισμούς ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα. Τι κι αν ο ΟΗΕ ουδέποτε διαδραμάτισε ρόλο ανεξάρτητο από τη θέληση του ιμπεριαλισμού και από το συσχετισμό δύναμης που επικρατεί διεθνώς. Για τους συντρόφους της ΚΠΕ όλα μπορούν και πρέπει να υπακούουν στην ανώτατη ηθική της «ειρήνης και της ασφάλειας».

Αυτό που ασφαλώς δεν αναφέρθηκε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει, είναι ο τρόπος που θα πεισθεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και οι υπόλοιποι «ομόλογοί» του να υπολογίσουν τον ΟΗΕ και τους κανόνες του, όταν διακυβεύονται τα συμφέροντά τους. Δεν μπορεί κανένας ηθικολόγος να υποδείξει στους ιμπεριαλιστές πως θα οργανώσουν τις διεθνείς σχέσεις. Μόνο η ασυμφιλίωτη πάλη των εργαζόμενων ενάντια στον ιμπεριαλισμό για τη νίκη του σοσιαλισμού σε διεθνές επίπεδο, μπορεί να οδηγήσει σε διεθνείς σχέσεις ειρήνης και ασφάλειας για τους λαούς. Μόνο το ξερίζωμα της εκμετάλλευσης παγκόσμια μπορεί να οδηγήσει σε διεθνή ύφεση και ειρήνη. Η ειρήνη και η ασφάλεια στις διεθνείς σχέσεις είναι ασυμβίβαστες έννοιες με την κυριαρχία του καπιταλισμού στον πλανήτη.

Ψήφος εμπιστοσύνης στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό

Είναι επίσης αξιοσημείωτη η ευμενής μεταχείριση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού έναντι του αμερικάνικου. Το κείμενο τονίζει χαρακτηριστικά :  «Σε αυτή τη βάση, αντιστεκόμαστε στον ατλαντισμό της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. και συνεπικουρεί το ΠΑΣΟΚ ζητώντας όχι τη διεύρυνση, αλλά την κατάργηση του ΝΑΤΟ, στηρίζουμε τη διαβαλκανική συνεργασία και την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Βαλκανίων..» Εχθρός για τους συντρόφους της ΚΠΕ δεν είναι ο ιμπεριαλισμός, αλλά ο ατλαντισμός, δηλαδή μόνο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Υποστηρίζουν μάλιστα την «Ευρωπαϊκή προοπτική» των Βαλκανικών χωρών, ενδιαφερόμενοι ενεργά για την πλήρη πρόσδεση των Βαλκανίων στο δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και δεν αναφέρουν πουθενά ποια προβλήματα των λαών θα λύσει αυτή.

Κυπριακό στο έλεος των «Ανάν»

«Σε σχέση με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει άμεσα η χώρα» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η ΚΠΕ ζητά «να αναληφθούν νέες πρωτοβουλίες για την επίλυση του Κυπριακού», προφανώς από τους διεθνείς οργανισμούς και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, σπέρνοντας για άλλη μια φορά την αυταπάτη ότι μπορούν να λύσουν το πρόβλημα αυτοί που το δημιούργησαν.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν αναφέρεται τίποτα για τις ανεξάρτητες, ταξικές πρωτοβουλίες για κοινή δράση που είναι ανάγκη να λάβουν οι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι μέσα από τις συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις, με απώτερο στόχο μια σοσιαλιστική ομοσπονδία χωρίς την κυριαρχία των αστικών τάξεων και την παρουσία του ιμπεριαλισμού στο νησί. Οι εργαζόμενοι στην Κύπρο προφανώς σύμφωνα με την ΚΠΕ, πρέπει να περιμένουν παθητικά το πότε θα έρθει το επόμενο σχέδιο Ανάν.

Μακεδονικό : υπόδειξη ονόματος!

Σχετικά με το Μακεδονικό το κείμενο Θέσεων της ΚΠΕ, αφού διαβεβαιώνει ότι αντιπαλεύει κάθε εθνικισμό και αλυτρωτισμό ζητά «άμεση λύση με σύνθετη ονομασία και γεωγραφικό προσδιορισμό του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ».

Όμως η άρνηση της ΚΠΕ να αποδεχθεί την ονομασία που οι ίδιοι οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας επιθυμούν για το έθνος και το κράτος τους και το αίτημά της να ονομάζονται διαφορετικά, καθόλου δεν συνάδει με μια συνεπή αντι-εθνικιστική στάση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές ΜΑΣ.

Στο ζήτημα των σχέσεων με την Τουρκία, το κείμενο κάνει λόγο εντελώς απαράδεκτα για της διαφορές «μας» με την Τουρκία («Επιδιώκουμε να αρθούν οι διαφορές μας με την Τουρκία..» ) ταυτίζοντας τους πρωτοπόρους αριστερούς αγωνιστές που θα κληθούν να ψηφίσουν αυτό το κείμενο με την ελληνική άρχουσα τάξη και τις ιστορικές διαφορές και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα που εκείνη έχει με την Τούρκικη άρχουσα τάξη στην ευρύτερη περιοχή.

Η ΚΠΕ δηλώνει ότι στηρίζει «την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τη γείτονα μέσα από πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν σε όλα τα επίπεδα»αναγνωρίζοντας ουσιαστικά στους έλληνες και τούρκους αστούς την πρόθεση και την ικανότητα να εξασφαλίσουν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών. Φυσικά, ούτε κι εδώ αναφέρεται τίποτα για τον ανεξάρτητο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι εργατικές τάξεις των δύο χωρών με τις συνδικαλιστικές και πολιτικές τους οργανώσεις, στην κατεύθυνση της υπέρβασης των τεχνητών διαφορών που καλλιεργούν τα αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα και του κοινού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Για αυτούς δεν προτείνονται «πρωτοβουλίες», Ας αρκεστούν στις πρωτοβουλίες των αστών…

Και βέβαια δεν θα μπορούσε κι εδώ να λείψει ως κορωνίδα του «ευρωπαϊσμού» (βλέπε δηλαδή της πίστης στους στόχους του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού) της ΚΠΕ η απαίτηση για  «συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε. με τήρηση των ευρωπαϊκών κριτηρίων περί εκδημοκρατισμού και περί κατοχύρωσης των ανθρώπινων, πολιτικών, κοινωνικών και μειονοτικών δικαιωμάτων». Βλέπετε ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας δεν μπορεί να εναποτεθεί στην ίδια την πάλη του τουρκικού εργατικού κινήματος, αλλά πρέπει να αποτελεί εργολαβία του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού….Τώρα το πως η «προστάτιδα των δημοκρατικών δικαιωμάτων» Ε.Ε μπορεί παράλληλα να συναλλάσσεται και να υποστηρίζει καθεστώτα δικτατορικά σε δεκάδες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Μ. Ανατολής, είναι κάπως δύσκολο να μας το εξηγήσει η ΚΠΕ. Μάλλον θα φταίνε οι κακές επιρροές του «ατλαντισμού»….

 

VΙ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΜΑ

 

 

Μήπως φταίνε τα ..συχνά γκάλοπ;

Μεγάλο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η άποψη του κειμένου για την κατάσταση του κόμματος : «η σημερινή πραγματικότητα στο κόμμα χαρακτηρίζεται από μειωμένη συμμετοχή των μελών στη ζωή και τη δράση των οργανώσεων –όπως και από σχετικά μικρή συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα– από τον χαλαρό τρόπο λειτουργίας των πολιτικών κινήσεων και των νομαρχιακών επιτροπών –πράγμα που υποβαθμίζει συχνά την πολιτική συζήτηση–, από ελλείμματα στην αμφίδρομη σχέση μελών–ηγεσίας,  και από τον σχετικά υψηλό ηλικιακό μέσο όρο των κομματικών μελών.»  
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο που συνοδεύει αυτές τις πολύ γλαφυρές διαπιστώσεις για την κρίση της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΝ είναι η εξήγηση που δίνεται γι’ αυτή  : «Όλες οι παραπάνω αδυναμίες σχετίζονται στενά με τη γενικότερη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης που εκδηλώνεται στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, κρίση που επικεντρώνεται συχνά στην αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της κομματικής ένταξης. Η κρίση και η αμφισβήτηση αυτή έχει πολλές αιτίες. Πηγάζει από τον κυρίαρχο ατομικισμό που προωθείται από όλες τις πλευρές και τη συνακόλουθη απαξίωση της συλλογικής δράσης, πηγάζει από το γεγονός ότι τα μεγάλα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια έχουν αναδειχθεί σε «συλλογικό διανοούμενο» νέας μορφής, με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις κάθε φορά, πηγάζει από το ότι οι «έρευνες της κοινής γνώμης» τείνουν να αντικαταστήσουν την διαπάλη των ιδεών, αποκρύπτοντας συγχρόνως τα πραγματικά προβλήματα, πηγάζει από το ότι η απλή διαχείριση τείνει να εξαφανίσει τη στρατηγική σκέψη και να υποκαταστήσει την πολιτική. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η καταφυγή στο σπίτι, η μείωση του ενδιαφέροντος για τα κοινά, η απροθυμία κοινωνικής δραστηριοποίησης και πολιτικής στράτευσης.». Ατομικισμός, τηλεοπτικά κανάλια, δημοσκοπήσεις να ποιοι φταίνε για την κρίση της οργάνωσης του ΣΥΝ σύμφωνα με την ΚΠΕ…

Αν θα ίσχυε βέβαια αυτή η εξήγηση τότε η κρίση της κομματικής οργάνωσης του ΣΥΝ απλά δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Ο ατομικισμός, τα μεγάλα κανάλια και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν φαίνεται ότι μπορούν να καταργηθούν με μια απόφαση του 5ου συνεδρίου… Ένα συνέδριο όμως μπορεί να ασχοληθεί με άλλους, με τους αληθινούς, σοβαρούς παράγοντες που αποτελούν την ρίζα του προβλήματος της οργάνωσης του ΣΥΝ σήμερα. Αυτοί οι παράγοντες είναι η πολιτική του κόμματος και η ταξική φυσιογνωμία του ΣΥΝ.

Σοσιαλιστική πολιτική η μόνη λύση

Η άνοδος του ΣΥΝ στις εκλογές, στις δημοσκοπήσεις και ιδιαίτερα στην απήχησή του στη νεολαία, αποτέλεσε την θετική ανταπόκριση ενός τμήματος των εργαζόμενων και της νεολαίας στην αριστερή στροφή που επιχειρήθηκε με αφετηρία το 4ο συνέδριο. Στοιχεία αυτής της αριστερής στροφής ήταν η επαναφορά της επίκλησης του σοσιαλισμού – έστω με αυτό το θολό και απροσδιόριστο περιεχόμενο – στα κείμενα και τις ομιλίες της ηγεσίας, η ανοιχτή πολιτική στήριξη των αγώνων των εργαζόμενων και της νεολαίας, η προσπάθεια οριοθέτησης από τα σενάρια συγκυβέρνησης και συνδιαχείρησης της αστικής εξουσίας, η υπεράσπιση της ενότητας όλων των δυνάμεων της Αριστεράς. Αυτή η αριστερή στροφή σε συνδυασμό με την δεξιά πορεία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και την εμμονή της ηγεσίας του ΚΚΕ στις παραδόσεις και τις πολιτικές του σταλινισμού, δημιούργησε αυξημένες λαϊκές προσδοκίες για τον ΣΥΝ.

Δυστυχώς όμως, η ηγεσία του ΣΥΝ με αυτό το κείμενο δείχνει ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη στροφή στ’ αριστερά και να παρουσιάσει μια πολιτική πρόταση που θα στοχεύει στην ανατροπή του γέρικου και παρακμασμένου καπιταλιστικού συστήματος. Όπως πολύ σωστά επισήμαναν στο εναλλακτικό τους κείμενο 31 στελέχη του ΣΥΝ «αντί η απόλυτη δικαίωση της «αριστερής στροφής» στις εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές να μας οδηγήσει σε πιο ριζοσπαστικά και τολμηρά βήματα, το κείμενο πάει πιο πίσω κι από αυτές τις αποφάσεις του 4ουΣυνεδρίου.»

Αντί για ένα τέτοιο ρεφορμιστικό κείμενο, στο συνέδριο θα έπρεπε να προταθεί ένα  νέο αριστερό, ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα συνδέει τις καθημερινές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας με τον αγώνα για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην Ελλάδα και διεθνώς.  Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε να εμπνεύσει χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές που στρέφονται προς το κόμμα και να τους κάνει να συσπειρωθούν μαζικά σε αυτό. Αυτή η συσπείρωση θα άλλαζε τον ΣΥΝ από την κορφή ως τα νύχια. Θα περιθωριοποιούσε το παλιό κουρασμένο, μικροαστικό στελεχιακό δυναμικό του κόμματος, θα απομόνωνε τους καριερίστες και τους παράγοντες  και θα άλλαζε την ίδια την ταξική φυσιογνωμία του ΣΥΝ μεταβάλλοντας τον από ένα κόμμα «όπου κυριαρχούν τα μεσαία μισθωτά ή μη κοινωνικά στρώματα και η εργαζόμενη διανόηση» (άρθρο μέλους της ΠΓ Δημήτρη Στρατούλη στην «Αυγή», Δεκέμβριος 2004) σε ένα κλασσικό εργατικό κόμμα, με φρέσκα στρώματα εργαζόμενων και νεολαίων αγωνιστών.   

Αριστερό Ρεύμα και «Ανανεωτικοί»

Πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει τη συμφωνία των ηγεσιών και των δύο βασικών τάσεων του ΣΥΝ πάνω στο κείμενο Θέσεων; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να σταθούμε στην ουσία της έννοιας του ρεφορμισμού. Οι ηγεσίες και των δύο πτερύγων του κόμματος είναι ρεφορμιστικές. Καμία δηλαδή, δεν υπερασπίζει μια επαναστατική, σοσιαλιστική προοπτική για την κοινωνία. Πιστεύουν και οι δύο ότι ο δρόμος για την κοινωνική πρόοδο περνάει μέσα από την αστική δημοκρατία και τους θεσμούς της, μέσα από σταδιακές μεταρρυθμίσεις που κάποτε θα οδηγήσουν σε μια άλλη, πιο δίκαιη κοινωνία. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι σε τελική ανάλυση μόνο ποσοτικές.

 Οι ηγέτες του Αριστερού Ρεύματος παρότι επικαλούνται τη δύναμη των κινημάτων, δεν πιστεύουν στη δημιουργική επαναστατική δύναμη των ίδιων των μαζών, την θεωρούν πηγή «παρεκκλίσεων» από τη «δημοκρατία και την ελευθερία». Δεν πιστεύουν  στην ανάγκη οι εργαζόμενοι να συντρίψουν με τη δική τους επαναστατική δράση τον καταπιεστικό αστικό κρατικό μηχανισμό και να πρωτοστατήσουν ενεργά στην εφαρμογή ενός προγράμματος για την ανατροπή του καπιταλισμού. Όλη τους η προσοχή στρέφεται λοιπόν μοιραία, σε μια μελλοντική αριστερή κυβέρνηση, ειρηνικών και σταδιακών φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων, που θα κάνει μέσα από τη νόμιμη, αστική δηλαδή οδό, πράξη την κοινωνική πρόοδο.

Από την άλλη πλευρά, οι «Ανανεωτικοί» υποστηρίζουν ανοιχτά αυτό που οι ηγέτες του Αριστερού Ρεύματος φοβούνται να πουν : το κίνημα των εργαζόμενων και τις νεολαίας δεν έχει καμία αξία, πρέπει απλά να περιοριστεί στο ρόλο του υποστηρικτή και του ψηφοφόρου μιας προοδευτικής κυβέρνησης, που θα κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μέσα στον καπιταλισμό. Όσο για την υπόθεση του σχηματισμού μιας τέτοιας κυβέρνησης έχουν από τώρα μια πλήρη απάντηση : επενδύουν ανοιχτά στον σίγουρο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι συμφωνίες κορυφής ανάμεσα σε όλο το φάσμα των ρεφορμιστών ηγετών, αλλά και με τους «φωτισμένους», «προοδευτικούς» αστούς.

Και για τα δύο είδη ρεφορμιστών, αριστερούς και δεξιούς, επιφυλάσσεται πάντα η ίδια μοίρα όπως έχει δείξει το πλούσιο παρελθόν της συμμετοχής των ρεφορμιστών σε αστικές κυβερνήσεις κι όπως μας το ξανάδειξε το παράδειγμα της συμμετοχής της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση Πρόντι στην Ιταλία. Οι αστοί θα τους χρησιμοποιήσουν για να περάσουν ευκολότερα την πολιτική τους με το αυξημένο κύρος που έχουν στους εργάτες. Κι ενώ οι ρεφορμιστές θα διαπιστώνουν ότι «τα μεγάλα αφεντικά» δεν είναι διατεθειμένα να ανεχθούν καμία φιλολαϊκή μεταρρύθμιση, μετά από δεκάδες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, θα πεταχτούν από τις κυβερνήσεις αυτές σαν στυμμένες λεμονόκουπες.    

Να λοιπόν γιατί η άνοδος της απήχησης του κόμματος τείνει να αμβλύνει τις διαφορές ανάμεσα στις 2 ρεφορμιστικές πτέρυγες στην ηγεσία του κόμματος. Οι ηγέτες και των 2 βασικών πτερύγων αρχίζουν να «οσφραίνονται» τη δυνατότητα συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Αρχίζουν να αισθάνονται «χρήσιμοι» στην αστική τάξη εξαιτίας της αυξανόμενης απήχησής του ΣΥΝ και της παράλληλης κρίσης των ηγεσιών Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ στις οποίες στηρίζονταν μέχρι τώρα η αστική τάξη. Κολακεύονται από την ξαφνική προβολή και τις φιλοφρονήσεις της αστικής τάξης, αρχίζουν να φαντάζονται τους εαυτούς τους σε υπουργεία και στον κρατικό μηχανισμό. Έτσι ετοιμάζονται να φορέσουν τα «καλά τους», να διαβεβαιώσουν την αστική τάξη ότι θα είναι «μετριοπαθείς», ότι θα είναι «υπεύθυνοι», ότι θα πολιτευθούν ειρηνικά και «ομαλά».

Όσο λοιπόν η ώρα της συμμετοχής στην αστική εξουσία θα φαίνεται ότι πλησιάζει, τόσο περισσότερο οι διαφορές ανάμεσα στις ηγεσίες των δυο ρεφορμιστικών πτερύγων του κόμματος θα τείνουν να εξαλείφονται. Η ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος έχει ανάγκη να διατηρήσει την ενότητα με τη δεξιά πτέρυγα γιατί μια διάσπαση φοβάται ότι θα αποδυναμώσει την κοινοβουλευτική της παρουσία και θα απομακρύνει τη συμμετοχή της σε ένα αστικό κυβερνητικό σχήμα. Η ηγεσία των «Ανανεωτικών» έχει ανάγκη με κάθε τίμημα τη συμμετοχή της στην ηγεσία του κόμματος, ως διαπραγματευτικό χαρτί για τη δικής της μελλοντική παρουσία σε ένα τέτοιο σχήμα. Αυτή είναι και η πραγματική βάση της πολιτικής συμφωνίας των ηγεσιών των δύο βασικών πτερύγων του κόμματος.

Η υποψηφιότητες των Αλ. Τσίπρα και Φ. Κουβέλη

Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση για αυτόν τον κοινά αναπτυσσόμενο κυβερνητικό προσανατολισμό είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, ο επικρατέστερος υποψήφιος για την προεδρία του κόμματος. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο σύντροφος Τσίπρας στην πρόσφατη συνέντευξή του στο «Έθνος» στις 26/1 «..Η Αριστερά ενισχύεται. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, προφανώς ο δικομματισμός θα χρειαστεί να αντικατασταθεί με κάτι άλλο. Σε αυτό το ενδεχόμενο εμείς δεν μπορούμε να σφυρίζουμε αδιάφορα, ούτε να το ξορκίζουμε φοβούμενοι να αντιμετωπίσουμε ευθύνες. ….» (ο τονισμός δικός μας).

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Αλέξης Τσίπρας  μιλάει για τις ευθύνες της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση. Σαν αποτέλεσμα αυτών των απόψεων, καθόλου τυχαία, φαίνεται την υποψηφιότητα Τσίπρα να υποστηρίζει κι ένα τμήμα υποστηρικτών της πτέρυγας των «ανανεωτικών».

Παρά τις επικοινωνιακές τακτικές, η υποψηφιότητα Τσίπρα δεν φέρνει κάτι καινούριο πολιτικά στο κόμμα και γενικότερα την πολιτική της Αριστεράς. Οι θέσεις του, πλήρως ταυτισμένες με αυτές του κειμένου Θέσεων, εξαντλούνται σε ένα γενικόλογο αντι-νεοφιλελευθερισμό. Η ρητορική του είναι η κλασσική αόριστη, βερμπαλιστική ρητορική του αριστερού ρεφορμισμού.

Πάνω του όμως επενδύονται πολλές και διαφορετικές προσδοκίες. Οι εργαζόμενοι και οι νεολαίοι που στρέφονται προς το ΣΥΝ ελπίζουν ότι ένας νεαρός αριστερός ηγέτης μπορεί να αφουγκραστεί καλύτερα τις ανάγκες τους και να τις εκφράσει πιο μαχητικά από την παλιά γενιά ηγετών της Αριστεράς. Η ηγεσία του ΣΥΝ πιστεύει ότι με τον «άφθαρτο» Τσίπρα μπορεί να πολλαπλασιαστούν οι κοινοβουλευτικές της έδρες και να έρθει πιο κοντά η συμμετοχή στην αστική εξουσία. Τέλος η αστική τάξη, προβάλλοντας ιδιαίτερα τον Τσίπρα μέσα από τα ΜΜΕ δελεάζει έναν μελλοντικό αριστερό ηγέτη, που μπορεί να φανεί χρήσιμος στο μέλλον για την διάσωση της σταθερότητας του πολιτικού της συστήματος.

Το σίγουρο είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να ικανοποιήσει και τα τρία είδη προσδοκιών. Το πιθανότερο είναι η «υπεύθυνη» ρεφορμιστική του ρητορική και η υπεράσπιση αδιεξόδων θέσεων όπως αυτές του κειμένου Θέσεων της ΚΠΕ, να τον οδηγήσουν αργά ή γρήγορα, όμηρο στην αγκαλιά της αστικής τάξης και των κυβερνητικών της σεναρίων, απογοητεύοντας την αριστερή βάση του ΣΥΝ και θέτοντας την συνοχή του κόμματος σε αμφισβήτηση.

Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας αυθεντικός υποψήφιος της δεξιάς πτέρυγας. «Σημαία» του Κουβέλη είναι, όπως ο ίδιος δήλωσε στο κανάλι της ΝΕΤ στις 6/2 «η μεταρρύθμιση και η υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντι σε όλα τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα», θέσεις που παραπέμπουν ευθέως στην προοπτική υλοποίησης των σεναρίων της Ιταλικής Κεντροαριστεράς.

Η υποψηφιότητα Κουβέλη παρότι ήταν εξαρχής δεδομένο ότι δεν θα έχει τύχη απέναντι σε αυτή του νεαρού του αντιπάλου, υποβλήθηκε για να κρατηθεί συσπειρωμένο το κομματικό δυναμικό της δεξιάς πτέρυγας και να περιοριστούν όσο το δυνατό οι διαφαινόμενες σημαντικές απώλειες των «ανανεωτικών» προς την υποψηφιότητα Τσίπρα.

Οι προοπτικές του ΣΥΝ και το καθήκον χτισίματος μαρξιστικής τάσης

Το 5ο συνέδριο όλα δείχνουν ότι θα είναι σταθμός για την εξέλιξη του ΣΥΝ. Η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα θα σηματοδοτήσει μια νέα περίοδο για το κόμμα κατά την οποία οι προσδοκίες των αριστερών αγωνιστών από τον ΣΥΝ θα είναι ιδιαίτερα  αυξημένες. Δυστυχώς οι ρεφορμιστικές απόψεις του  νέου προέδρου, αλλά και του συνόλου της ηγεσίας προεξοφλούν ένα μέλλον αδιέξοδο. Η απήχηση του ΣΥΝ όλα δείχνουν ότι θα συνεχίζει να αυξάνεται εξαιτίας της γενικής κίνησης της κοινωνίας προς τ’ αριστερά, όμως οι συγχυσμένες απόψεις και οι θόλοι στόχοι του ρεφορμισμού θα υπονομεύουν διαρκώς την αξιοπιστία, αλλά και τη συνοχή του κόμματος.

Η επαναφορά στο προσκήνιο της προοπτικής συμμετοχής του ΣΥΝ σε μια κυβέρνηση διαχείρισης του καπιταλισμού θα φέρει ένα νέο ρεύμα αμφισβήτησης της ηγεσίας από τ’ αριστερά. Ήδη το εναλλακτικό κείμενο των 31 στελεχών αντανακλά τη διάθεση που αναπτύσσεται σε ένα τμήμα αγωνιστών του κόμματος να κινηθούν προς ξεκάθαρες αριστερές πολιτικές ενάντια στον καπιταλισμό. Σε αυτές τις συνθήκες το πιο επείγον καθήκον των αγωνιστών του ΣΥΝ είναι το χτίσιμο της μόνης τάσης που δεν υπάρχει στο κόμμα, μιας μαζικής μαρξιστικής Τάσης .

Μια μαρξιστική Τάση στηριγμένη στην εργατική βάση και στην νεολαία του ΣΥΝ θα πρέπει να παλέψει για την υιοθέτηση από το κόμμα ενός σοσιαλιστικού προγράμματος και να επιδιώξει την πραγματική ενότητα της Αριστεράς με κεντρικό άξονα την ενότητα ΣΥΝ – ΚΚΕ και με πολιτικό στόχο την άνοδο στην εξουσία μιας εργατικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης που θα στηρίζεται στα δημοκρατικά όργανα του εργατικού κινήματος, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της πρωτοπόρας νεολαίας. Κάθε άλλη, τάχα ρεαλιστική και «υπεύθυνη», «εναλλακτική» λύση, μπορεί να αποτελέσει σωτήρια λύση για το κεφάλαιο και τη σταθεροποίηση του πολιτικού του συστήματος, ποτέ όμως δεν θα αποτελέσει λύση για τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

 

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα