Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΕπανάσταση, Συμβούλια και Λαϊκές συνελεύσεις

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Επανάσταση, Συμβούλια και Λαϊκές συνελεύσεις

Όταν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία οι εργάτες, προκειμένου να κάνουν τη γενική απεργία τους αποτελεσματικότερη απέναντι στην τσαρική τρομοκρατία, οργανώθηκαν σε ένα σύνθετο, αλλά ιδιαίτερα ευέλικτο και άμεσα δημοκρατικό σώμα, που έμεινε γνωστό ως Σοβιέτ (από τη ρωσική λέξη που σημαίνει συμβούλιο), σαφώς δεν είχαν αντιληφθεί πως με μόνο πρόδρομο την Παρισινή Κομμούνα του 1871 είχαν «εφεύρει» την οργανωτική μορφή της επανάστασης στη σύγχρονη εποχή.
Τα Σοβιέτ, τα οποία αποτελούνταν από εκλεγμένους και άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους από κάθε εργοστασιακό συμβούλιο, τοπική συνέλευση, στρατιωτική μονάδα, κόμματα και συνδικάτα, την περίοδο της πλήρους ωρίμανσής τους κατά τη διάρκεια του 1917 διαρθρώνονταν από τοπικό, σε περιφερειακό και τελικά σε πανεθνικό επίπεδο, συγκροτώντας μια εξουσία που συμπύκνωνε νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά καθήκοντα και δεν ήταν επικουρική, αλλά αντικειμενικά ανταγωνιστική προς το υπάρχον ημιαστικό-ημιφεουδαρχικό ρωσικό κράτος. Η καθοριστική συμβολή της ηγεσίας των Λένιν και Τρότσκι έγκειται στο γεγονός ότι αντιλήφθηκαν εγκαίρως –σε αντίθεση με τη μέχρι τότε άποψη της πλειονότητας των ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων – το ειδικό βάρος που είχε ο λαϊκός αυτός θεσμός για την εξέλιξη της επανάστασης και έστρεψαν όλες τις δυνάμεις του κόμματος προς την κατεύθυνση της ανάληψης της πλήρους εξουσίας από τα σοβιέτ.
Η μορφή αυτή οργάνωσης, σε διάφορες παραλλαγές και ασφαλώς διαφορετικούς βαθμούς ωρίμανσης, εμφανίστηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις σύγχρονες επαναστάσεις. Φυσικά, η ιδιαίτερη μελέτη κάθε περίπτωσης έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μπορεί να προσφέρει πολύτιμα διδάγματα. Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο έγκειται στο γεγονός πως σε κάθε επανάσταση αναπτύσσονται νέα πολιτικά σώματα λαϊκής πρωτοβουλίας, τα χαρακτηριστικά των οποίων σχετίζονται τόσο με τον ιδιαίτερο τρόπο της καπιταλιστικής ανάπτυξης κάθε χώρας και τις πολιτικές της ιδιαιτερότητες, όσο και με την άντληση παραδειγμάτων από το διεθνές πεδίο. Αυτά τα νέα πολιτικά σώματα αποτελούν εν δυνάμει τα κύτταρα μιας νέας εξουσίας, που απειλεί και δεν μπορεί να συνυπάρξει για μεγάλο χρονικό διάστημα με την υπάρχουσα αστική τάξη πραγμάτων, είτε αυτή είναι δημοκρατική είτε είναι δικτατορική. Το φαινόμενο της «δυαδικής εξουσίας» συνιστά μια κατάσταση, όπου η παλιά εξουσία, εκφράζοντας την κρίση του συστήματος, αποσυντίθεται και δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της όπως έκανε στο παρελθόν, ενώ η νέα εξουσία δεν έχει ακόμα επαρκή συνείδηση ως προς τη δυνατότητά της να αποτελέσει τη μοναδική πηγή εξουσίας στην κοινωνία και να ξεκινήσει τη διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της. Η κατάσταση της δυαδικής εξουσίας αναπόφευκτα λήγει, όπως φανερώνει η ιστορική εμπειρία, είτε με την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας είτε με τη βίαιη αποκατάσταση της παλιάς τάξης πραγμάτων, όταν οι συνθήκες έχουν επιτρέψει την ανασυγκρότηση και σταθεροποίηση του αστικού κράτους και των θεσμών του.

Η κατάσταση στην Ελλάδα και οι λαϊκές συνελεύσεις

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια φάση όπου η οργή και η διάθεση για αγώνα διαρκείας γενικεύονται. Η χρεοκοπία των κρατικών ταμείων, η υπαγωγή της χώρας στην οικονομική και πολιτική κηδεμονία διεθνών οργανισμών, η εφαρμογή αλλεπάλληλων «πακέτων λιτότητας», η πρωτοφανής ύφεση και η προκλητική ασυλία του διεφθαρμένου πολιτικού προσωπικού έχει οδηγήσει την κοινωνία ένα σκαλί πριν την επανάσταση. Το μαζικό κίνημα και οι συνεχόμενες γενικές απεργίες αποδεικνύουν ότι η ελληνική κοινωνία δεν βρίσκεται σε μια φάση σποραδικών μαχών, αλλά έχει εισέλθει σε μια προεπαναστατική κατάσταση, όπου και μια μικρή μεταβολή των εσωτερικών ή των εξωτερικών συνθηκών μπορεί να τη μετατρέψει σε ανοιχτά επαναστατική.
Στο πλαίσιο αυτό, το συναρπαστικό κίνημα που κατέκλυσε τις πλατείες της χώρας για σχεδόν δύο μήνες, αφού καταδίκασε συνολικά και χωρίς μισόλογα το σάπιο πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας, αντιπαρέθεσε, όχι όπως διάφοροι αστοί αντιδραστικοί ονειρεύονται το σύνθημα «μια χούντα θα μας σώσει» –ώστε οι βοναπαρτιστικές πολιτικές τους να παρουσιαστούν στο λαό ως αναγκαίες για τη σωτηρία της «δημοκρατίας»– αλλά το αίτημα για μια πραγματική, αδιαμεσολάβητη, άμεση δημοκρατία. Χιλιάδες άνθρωποι μάλιστα, ήδη από τις πρώτες ημέρες, δεν περιορίστηκαν στο να τη διεκδικούν, αλλά προσπάθησαν να την εφαρμόσουν οργανώνοντας ανοιχτές λαϊκές συνελεύσεις, αρχικά στην Πλατεία Συντάγματος και στη συνέχεια σε πολλές πλατείες σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και τοπικές συνελεύσεις σε γειτονιές, ιδιαίτερα της Αθήνας.
Φυσικά, αυτή η πρώτη περίοδος του κινήματος φανέρωσε τα όρια και τις αδυναμίες τόσο της οργανωτικής μορφής, με την οποία εκδηλώθηκε η λαϊκή συμμετοχή, όσο και των πολιτικών στόχων που τέθηκαν. Αυτό βέβαια ήταν αναπόφευκτο, εξαιτίας της πολιτικής απειρίας των φρέσκων τμημάτων του πληθυσμού που εισήλθαν απότομα στην πολιτική δράση, αλλά και της άθλιας στάσης των ηγεσιών του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, που στην καλύτερη περίπτωση απλά συμμετείχαν διακριτικά στο κίνημα.

Έτσι, σε ορισμένο βαθμό ο τρόπος λειτουργίας των συνελεύσεων αντανακλούσε τις ιδέες και τις προκαταλήψεις των οργανωτών του κινήματος, καθώς επικρατούσε ένα στενό και περιοριστικό πνεύμα ως προς το πλαίσιο και την έκτασή τους. Στην αρχή τουλάχιστον, κυριάρχησε η αντίληψη πως «άμεση δημοκρατία» σημαίνει απλά ατομική συμμετοχή σε συνελεύσεις. Όποιος συμμετείχε αντιπροσώπευε μόνο τον εαυτό του και μπορούσε να πάρει το λόγο για ενάμισι λεπτό –  εφόσον τύχαινε να κληρωθεί – για να πει τη γνώμη του και να θέσει προτάσεις προς ψήφιση. Το πρόβλημα ήταν πως με αυτό τον τρόπο, αφενός η συνέλευση μόνο έμμεσα μπορούσε να εκφράσει την αναπτυσσόμενη κοινωνική οργή, αφετέρου, όποιες αποφάσεις κι αν λαμβάνονταν, η συνέλευση δεν είχε καμία εκτελεστική ισχύ για να τις εφαρμόσει. Έτσι απλώς περιοριζόταν σε καλέσματα και ψηφίσματα προς τα συνδικάτα και το κίνημα γενικότερα.

Είναι ζητούμενο συνεπώς για την πρόοδο του κινήματος, που σε αυτή τη φάση έχει υποχωρήσει, στις συνελεύσεις να συμμετέχουν πολύ ευρύτερα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα οι εργαζόμενες τάξεις με τα μέσα που τους δίνει η καθοριστική θέση τους στην καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό προϋποθέτει ξεκάθαρα τη διάρθρωση ενός συγκροτημένου συστήματος συνελεύσεων, αποτελούμενων από εκλεγμένους και άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους, που θα λειτουργούν σε τακτική βάση και θα αναπτύσσονται σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο. Οι συνελεύσεις αυτές θα μπορούν να γίνουν, αν αναπτυχθούν οι κατάλληλοι πολιτικοί συσχετισμοί εντός τους, όχι μόνο μαχητικά εργαλεία για τη νίκη του κινήματος, αλλά και ο πυρήνας μιας νέας πραγματικά λαϊκής και δημοκρατικής εξουσίας στη χώρα.

Η προώθηση των πολιτικών συσχετισμών συνδέεται επιτακτικά με την υιοθέτηση από τις συνελεύσεις ενός πραγματικά επαναστατικού προγράμματος, το οποίο θα δίνει ουσιαστικές και σαφείς απαντήσεις στο αίτημα που αναπτύσσεται στην κοινωνία για ριζική αλλαγή. Ο ρόλος των Μαρξιστών, που σήμερα αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία, είναι να παρέμβουν αποφασιστικά στο κίνημα, να συμβάλουν στη διεύρυνση και μαζικοποίησή του και προπαντός να εξηγήσουν υπομονετικά το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού συνδέοντάς το με τα κατάλληλα άμεσα αιτήματα.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα