Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΤαυτότηταΠρογραμματικές θέσειςΗ θέση των Μαρξιστών για την Ε.Ε. - Μέρος Γ΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η θέση των Μαρξιστών για την Ε.Ε. – Μέρος Γ΄

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, για πολλούς θεωρείται σημείο καμπής για τη σύγχρονη φάση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πραγματικότητα αυτή η συνθήκη, απλά αντανακλά τη φάση στην οποία εισήλθε ο Παγκόσμιος καπιταλισμός στις αρχές του 1990. Η συνθήκη προβλέπει την πλήρη ελευθερία στην διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Αυτό γινόταν περισσότερο ή λιγότερο και με όλες τις προηγούμενες συνθήκες, απλά μπορούμε να πούμε ότι καταργήθηκαν οι τελευταίοι περιορισμοί. 
Το νέο σημαντικό στοιχείο της συνθήκης ήταν η συμφωνία στην αρχή της νομισματικής ενοποίησης και με βασική προϋπόθεση τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Συγκεκριμένα το έλλειμμα δεν θα έπρεπε να ξεπερνάει το 3%. Αυτό δείχνει ότι οι καπιταλιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει το Κεϋνσιανό μοντέλο των μεγάλων κρατικών δαπανών και άρα των ελλειμματικών προϋπολογισμών, ειδικά σε συνθήκες μικρότερης ανάπτυξης από την μεταπολεμική. Αυτό το μοντέλο είχε οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό και αργά ή γρήγορα, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Έτσι για να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν την ύφεση, προώθησαν μια πρακτική αύξησης του ποσοστού κέρδους σε βάρος του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης, επιβάλλοντας μια μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα (τα ελάχιστα ελλείμματα θα σήμαιναν μείωση των κοινωνικών δαπανών και του κράτους πρόνοιας και αύξηση των φόρων) και τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, με την παράλληλη ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών και επιχειρήσεων που είχαν αναπτυχθεί με έξοδα των φορολογούμενων όλη την προηγούμενη περίοδο. 
Αυτό το νέο μοντέλο είναι που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. Στην πράξη σήμαινε την παραδοχή ότι οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν άλλο να αναπτύξουν ουσιαστικά τις παραγωγικές δυνάμεις και ότι ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα υπερκέρδη της προηγούμενης περιόδου «ξεζουμίζοντας» την εργατική τάξη, ακόμη κι αν αυτό θα γινόταν με κόστος την καταστροφή της εσωτερικής αγοράς. 
Αυτές βεβαίως οι αντεργατικές πολιτικές που ακολούθησε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο δεν ήταν απόρροια ούτε του Μάαστριχτ, ούτε αφηρημένα των θεσμών της ΕΕ, αλλά βαθύτερη αναγκαιότητα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος στη συγκεκριμένη περίοδο. Οι Αμερικάνοι καπιταλιστές, αν και δεν σκόπευαν να μπουν στην ΟΝΕ, εφάρμοσαν την ίδια ακριβώς πολιτική, όπως και οι Βρετανοί, πολύ πριν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Αυτές οι αλλαγές σε τελική ανάλυση θα γίνονταν με ή χωρίς την ΕΕ. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η ύπαρξη της ΕΕ, εξαρτούσε τον ρυθμό προώθησής τους από τις ανάγκες των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων («γαλλογερμανικός άξονας»), δημιουργώντας πιο ανελαστικό πλαίσιο επιλογών για τις μικρότερες χώρες. Με λίγα λόγια, για την ανυπόφορη κατάσταση στην οποία έχει φτάσει τα τελευταία 20 χρόνια η Ευρωπαϊκή εργατική τάξη, σε τελική ανάλυση δεν φταίει ούτε το Μάαστριχτ, ούτε η ΕΕ, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι μόνο η ανατροπή του θα αλλάξει την κατάσταση.
Η Διεύρυνση της Ε.Ε
Μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού, ένα νέο πεδίο άνοιξε για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές, μια τεράστια αγορά με πλούσιες πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και μη κορεσμένη σε ευρωπαϊκά εμπορεύματα. Τις ίδιες αγορές εποφθαλμιούσε φυσικά και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και παράλληλα έβλεπε στις χώρες αυτές και μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, για να περικυκλώσει την Ρωσία με την οποία αργά ή γρήγορα θα συγκρουόταν για τις πλούσιες ενεργειακές πηγές του Καυκάσου και για να εξαρτήσει περισσότερο την ΕΕ από τα δικά του συμφέροντα. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές είχαν ένα μόνο τρόπο να αποκτήσουν προνομιακό έλεγχο στις νέες αυτές χώρες και να αποκλείσουν εν μέρει με δασμούς τα αμερικάνικα εμπορεύματα : να εντάξουν αυτές τις χώρες στην ΕΕ και την ΟΝΕ. 
Για τους λαούς των χωρών αυτών, με τραυματικές εμπειρίες από το Σταλινικό καθεστώς και με ένα χαμηλό επίπεδο ζωής, η ένταξη στην ΕΕ, ήταν κάτι που στο μυαλό τους θα εξίσωνε το βιοτικό τους επίπεδο με αυτό των Ευρωπαίων εργατών και θα τους εξασφάλιζε υποτίθεται τις πολιτικές ελευθερίες. Ήδη στο φως της σημερινής οικονομικής κρίσης συνειδητοποιούν ότι αυτό ήταν μια αυταπάτη. Το μόνο που άλλαξε ήταν η εθνικότητα του εκμεταλλευτή τους, ενώ παράλληλα, συνέχισαν να ζουν με «ανατολικούς μισθούς», αλλά ευρωπαϊκές τιμές και με διαλυμένα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Παράλληλα, πλήρωσαν ένα βαρύ τίμημα, με το ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, με τις ψηλές τιμές που τους επέβαλλαν για υπηρεσίες που προηγουμένως απολάμβαναν δωρεάν, με την καταστροφή της σημαντικής αγροτικής τους οικονομίας, με τον περιορισμό των εξαγωγών τους και την αθρόα εισαγωγή φθηνών αφρικάνικων και ευρωπαϊκών προϊόντων. Όσο για την ποιότητα της δημοκρατίας τους; Οι «βαθειά φιλελεύθεροι» ευρωπαίοι καπιταλιστές, έμειναν παντελώς αδιάφοροι, αν δεν ενίσχυσαν κιόλας την πολιτική καταπίεση αυτών των λαών όπου τους εξυπηρετούσε για να εφαρμόζουν ευκολότερα την οικονομική τους εκμετάλλευση, συντρίβοντας τις αυταπάτες τους αλλά και των ευρωπαίων ρεφορμιστών.
Η διεύρυνση λοιπόν της ΕΕ με τις νέες χώρες, όχι απλώς δε μετέβαλε τη φύση της ως ένα μπλοκ των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, αλλά επιβεβαίωσε τις αποικιοκρατικές της βλέψεις. Οι Μαρξιστές είναι αντίθετοι σε κάθε διεύρυνση της ΕΕ, που δένει νέες χώρες στο άρμα των ιμπεριαλιστών, γιατί το μόνο που εξυπηρετεί είναι η ευκολότερη εκμετάλλευση των λαών και των αγορών τους. Κανένα ιμπεριαλιστικό μπλοκ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο του εργατικού κινήματος στην κατάκτηση της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών, που στις σύγχρονες συνθήκες είναι ασυμβίβαστες με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Το εργατικό κίνημα της Ευρώπης, οφείλει να δείχνει την αλληλεγγύη του σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, και να συντονίζει τη δράση του, ανεξάρτητα από το αν συμμετέχει η κάθε χώρα στην ΕΕ, ανεξάρτητα από τους θεσμούς της, ανεξάρτητα και ενάντια από τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας σε σχέση με αυτή την χώρα.
Οι προοπτικές

Στη σύγχρονη περίοδο, της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού από το 1929, το ίδιο το μέλλον της ΕΕ, μπαίνει σε αμφισβήτηση. Στο Μανιφέστο της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης για την κρίση γράφουμε:
 «..Τη στιγμή της κρίσης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές των διαφόρων εθνικών κρατών έρχονται στο προσκήνιο. Η παρούσα κρίση έχει εκθέσει τις λανθάνουσες κατευθύνσεις και έχει αποκαλύψει την κενότητα ολόκληρης της δημαγωγίας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις του κυρίου Σαρκοζί, οι σχέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών είναι έντονα τεταμένες, και όχι λιγότερο, αυτές μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας, των δύο χωρών-κλειδιά της ΕΕ. 

Στην πραγματικότητα, κάθε εθνική κυβέρνηση προσπαθεί να θέσει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα. Η αμοιβαία καχυποψία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γίνεται αντιληπτή καθώς έρχονται αντιμέτωπες με την κρίση. Κάθε κυβέρνηση οφείλει να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον πανικό, που περνώντας από τον Ατλαντικό, φτάνει στα ευρωπαϊκά οικονομικά ιδρύματα. Η Ουάσιγκτον, με μία μόνο κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα, δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η ΕΕ, αν και έχει μία νομισματική μονάδα και ενιαία αγορά, έχει 27 κυβερνήσεις και δεν έχει ενιαίο σύστημα επιτήρησης των τραπεζών ή μία οικονομική επιτροπή. 

Είναι αδύνατο να ενωθούν οικονομίες που έχουν διαφορετικές κατευθύνσεις και έτσι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πληρώνουν το τίμημα της δημιουργίας ενός ενιαίου νομίσματος, χωρίς τα ιδρύματα και το ρυθμιστικό σύστημα που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενιαίας οικονομίας. Κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει οι προστατευτικές τάσεις αναπόφευκτα θα φανερωθούν. Οι μεμονωμένες προσπάθειες των κυβερνήσεων να συγκεντρώσουν  δισεκατομμύρια ευρώ σε καταθέσεις μακριά από τις άλλες χώρες είναι αποτέλεσμα των πολιτικών πρακτικών «του ζητιάνου που διεκδικεί τη γειτονιά του» που αναμένονται εντονότερες, όσο θα ριζώνει η κρίση. 

 Είναι τέτοιες οι εντάσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη που ίσως αμφισβητηθεί ακόμα και η ύπαρξη του ευρώ την ερχόμενη περίοδο. Είναι πιθανό η ΕΕ να διαλυθεί, ή τουλάχιστον να επιβιώσει με ριζικά αλλαγμένες δομές και να περιοριστεί σε κάτι ελαφρώς περισσότερο από μία εμπορική ένωση με χαλαρές δομές…
» 
Οι λόγοι για τους οποίους έγινε εφικτή η καπιταλιστική ευρωπαϊκή ενοποίηση έχουν εν μέρει εκλείψει. Η οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου έχει δώσει τη θέση της σε μια κρίση χωρίς προηγούμενο, που οξύνει στο έπακρο όλες τις αντιθέσεις και οδηγεί στον προστατευτισμό. Το φόβητρο της ΕΣΣΔ έχει εκλείψει. Ωστόσο είναι πολύ λίγο πιθανό να διαλυθεί πλήρως η ΕΕ, όσο θα αντιμετωπίζει πολύ δυνατούς ανταγωνιστές σε διεθνές επίπεδο, καθώς ο κάθε εθνικός καπιταλισμός από μόνος του δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Όμως σε αυτή την περίπτωση θα παραμείνει σαν μια απλή τελωνειακή ένωση. Επίσης θα είναι πάντα χρήσιμη στους ευρωπαίους καπιταλιστές για να αντιμετωπίσουν την άνοδο της ταξικής πάλης, για να τσακίσουν συντονισμένα το ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Σε αυτή την περίπτωση, οι Ευρωπαίοι εργάτες, είναι απαραίτητο να της κηρύξουν τον πόλεμο και να βάλουν στο πρόγραμμα τους τη διάλυση της ΕΕ.

Η στάση των Μαρξιστών

 
Για τους Μαρξιστές, το βασικό ζήτημα είναι μια τοποθέτηση από ταξική σκοπιά. Από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια μερίδα της αστικής τάξης, στεκόταν ενάντια στη διαδικασία, από τη σκοπιά του προστατευτισμού και της προστασίας της εσωτερικής αγοράς. Οι δεξιοί Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και οι αριστεροί ρεφορμιστές, σε πολλές περιπτώσεις διαιρέθηκαν ανάμεσα σε αυτούς που έβλεπαν την Ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μια προοδευτική διαδικασία και σε αυτούς που ταυτίζονταν με την «ευρωσκεπτικιστική» μερίδα της αστικής τάξης, από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας και όχι της ταξικής. Ιδιαίτερα από το Μάαστριχτ και μετά και το γκρέμισμα του «κράτους πρόνοιας», τοποθετούνται ενάντια στην ΕΕ ή σε συγκεκριμένες πολιτικές που προωθεί με στόχο την επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό. Αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη. Η επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό, θα οδηγούσε σε μια νέα πληθωριστική φούσκα και θα άνοιγε ξανά τον φαύλο κύκλο πληθωρισμού-λιτότητας. 
Ο Μαρξ, πολλά χρόνια πριν είχε τοποθετηθεί για το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στον προστατευτισμό και το ελεύθερο εμπόριο, μια διαμάχη που αφορούσε τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και πιο μικρούς καπιταλιστές και την αστική τάξη. Η διαμάχη αυτή έχει πολλά κοινά με τη διαμάχη σχετικά με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Η βασική λογική του Μαρξ, ήταν ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κανένα κοινό συμφέρον με καμία από τις δύο μερίδες της άρχουσας τάξης και δεν έχει τίποτα να κερδίσει υποστηρίζοντας τη μία από τις δύο απόψεις. Το εργατικό κίνημα πρέπει να τοποθετηθεί από τη σκοπιά της ταξικής ανεξαρτησίας, της υπεράσπισης των δικών του ανεξάρτητων συμφερόντων, που είναι δεμένα με το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας, ούτε με τον προστατευτισμό, ούτε με την ελεύθερη αγορά.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν, στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Για όλους τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, τοποθετούμαστε σαν Μαρξιστές ενάντια στην ίδια την ΕΕ γιατί δεν έχει τίποτε το προοδευτικό. Υποστηρίζουμε τη διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα της χειραφέτησης της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης.
Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Όπως ακριβώς το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, αλλά πρέπει να το τσακίσει προκειμένου να ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έτσι ακριβώς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει και τους ταξικά φορτισμένους θεσμούς της ΕΕ, που είναι φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων Ιμπεριαλιστών. Πρέπει να τους διαλύσει στο δρόμο του για την αλλαγή της κοινωνίας.
Ακόμη κι αν «άλλαζαν οι συσχετισμοί» όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές και αν αναδεικνύονταν αριστερές κυβερνήσεις, η ΕΕ θα ήταν εργαλείο ανατροπής τους. Αν δοκίμαζαν να πάρουν ακόμη και το πιο στοιχειώδες φιλολαϊκό μέτρο, θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις πιο θεμελιώδεις αρχές και συνθήκες της Ένωσης. Το μόνο «πεδίο πάλης» και μόνο σε συμβολικό επίπεδο είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο όπως και όλους τους άλλους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όσο δεν μπορεί να τους ανατρέψει το εργατικό κίνημα πρέπει να τους χρησιμοποιεί η Αριστερά για την προπαγάνδα της, χωρίς όμως ποτέ να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο τους.
Από αυτή τη σκοπιά λοιπόν στεκόμαστε ενάντια σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα που προτείνει η ΕΕ. Η ΕΕ δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, να γίνει φιλολαϊκή. Υποστηρίζουμε την έξοδο από αυτή και την διάλυση της ΕΕ σαν τμήμα του διεθνιστικού αγώνα για τη χειραφέτηση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα είμαστε αντίθετοι σε μια λογική «αποδέσμευσης» από την ΕΕ για να ακολουθηθεί μια κάποιου είδους «εθνική» πορεία οικονομικής ανάπτυξης. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά της ταξικής χειραφέτησης των εργαζομένων και όχι της εθνικής ανεξαρτησίας. Αν το βήμα της εξόδου δεν συνοδευτεί από την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας και την επιδίωξη της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής ενωμένης Ευρώπης στη βάση του κοινού αγώνα όλων των ευρωπαίων προλετάριων, θα έχει τελικά αντιδραστικό και όχι προοδευτικό χαρακτήρα. Ακριβώς γιατί είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων και όχι η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ που κρατά υπόδουλη την εργατική τάξη. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εθνική οικονομική αυτάρκεια, ούτε καν σε μια χώρα όπως η Αγγλία και η Γερμανία, πολύ περισσότερο δε, ούτε σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Αν δεν καταργηθεί η εξουσία των μονοπωλίων, η προσπάθεια μιας χώρας να σταθεί με τις δικές της δυνάμεις στην παγκόσμια αγορά, που η κυριαρχία της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας, θα καταλήξει στην καταστροφή της οικονομίας της και το βαρύτερο τίμημα θα πληρώσει η εργατική τάξη. Η ίδια η δημιουργία της ΕΕ αποτελεί παραδοχή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύσσεται πια μέσα στα εθνικά σύνορα, δεν μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα, πολύ περισσότερο δεν μπορεί ο σοσιαλισμός. 
Η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα της Ευρώπης μπορεί να σταθεί μόνο σαν πρώτη πράξη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης θα ήταν ένα τεράστιο προοδευτικό βήμα για όλη την ανθρωπότητα. Μία ήπειρος με πάνω από 400 εκ. πληθυσμό, με 8,4 δις κοινό ΑΕΠ και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά και με τεράστιο πολιτισμό και τεχνογνωσία, θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή της εξέλιξης όλης της ανθρωπότητας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο επίπεδο, που κάθε ανισότητα, κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα ήταν όχι απλώς περιττή, αλλά παράλογη. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι η ιδιοκτησία «των ατμομηχανών» της οικονομίας να γίνει κοινωνική, η εργατική τάξη όλων των εθνικοτήτων της Ευρώπης να τα πάρει στα χέρια της και να τα σχεδιάσει δημοκρατικά, για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού της ηπείρου. Ταυτόχρονα πρέπει να διευθύνει την μοίρα της ηπείρου με τους θεσμούς της δικής του εξουσίας, στα πλαίσια μιας εθελοντικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας εργατικών κρατών, των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, στα πλαίσια των οποίων, η αυτονομία του κάθε λαού και η ελευθερία του κάθε ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένη. Αυτό θα αποτελούσε το πρώτο γιγάντιο βήμα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.
–  Άμεση Έξοδος της Ελλάδας από την καπιταλιστική ΕΕ – ανατροπή της εξουσίας του   κεφαλαίου.
– Διάλυση της καπιταλιστικής ΕΕ και πάλη για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα