Η στάση των Μαρξιστών απέναντι στη Ευρωπαϊκή Ένωση – μέρος Α’
Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ήλθε στο ιστορικό προσκήνιο σαν μια προοπτική με σάρκα και οστά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, που μετεξελίχθηκε με τη συνθήκη της Ρώμης το 1957 σε ΕΟΚ. Ωστόσο είχε τεθεί από τους πιο διορατικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης πολύ νωρίτερα, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή με το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, όπου κυρίαρχα χαρακτηριστικά έγιναν η εξαγωγή κεφαλαίου, η σύμφυση του εθνικού κράτους με τα μονοπώλια και οι επιθετικοί ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών για το μοίρασμα και την κυριαρχία των αγορών.
Εκείνη την περίοδο φαινομενικά αποτελούσαν ισχυρό εμπόδιο οι μεγάλες μοναρχίες, (Αυστροουγγρική, Τσαρική και Γερμανική) που εξισορροπούσαν τα συμφέροντα της εδραιωμένης πια αστικής τάξης, με τα συμφέροντα των φεουδαρχών γαιοκτημόνων που επιβίωναν και επιδίωκαν μια προστατευτική πολιτική «κλειστής αγοράς». Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Β’ Διεθνούς τότε, έτρεφαν συμπάθεια για το σύνθημα της Ενωμένης Ευρώπης, που φαινόταν ένα σύνθημα πολέμου ενάντια στις 3 αυτοκρατορίες, για την ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Γαλουχημένοι με τη λογική των δύο σταδίων και του μίνιμουμ και μάξιμουμ προγράμματος, δεν εξέταζαν τι θα σήμαινε το σύνθημα αυτό από οικονομική σκοπιά και αν ήταν πραγματοποιήσιμο σε συνθήκες ιμπεριαλισμού.
Ο Λένιν τότε, άσκησε έντονη κριτική σε αυτό το σύνθημα, εξηγώντας ότι η ενοποίηση της Ευρώπης σε καπιταλιστικά πλαίσια είναι αδύνατη, γιατί ο καπιταλισμός αν και τείνει να ξεπεράσει το έθνος κράτος με τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, ποτέ δεν μπορεί να το ξεπεράσει πραγματικά, αλλά και αντιδραστική από ιστορική σκοπιά, γιατί αν ποτέ πραγματοποιούνταν, αυτό θα γινόταν για να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση των αποικιών και η καταπίεση της εργατικής τάξης στο εσωτερικό. Έτσι χαρακτήρισε αυτό το σύνθημα μια αντιδραστική ουτοπία σε καπιταλιστική βάση. Την ίδια περίοδο ο κατοπινός συναρχηγός της Οκτωβριανής επανάστασης Λέον Τρότσκι, συμφωνώντας πλήρως με τον Λένιν στον αντιδραστικό χαρακτήρα της καπιταλιστικά ενοποιημένης Ευρώπης, υποστήριζε, ότι το καθήκον της ενοποίησης της Ευρώπης είναι ένα από τα ιστορικά καθήκοντα του προλεταριάτου και της σοσιαλιστικής του επανάστασης και αδιαχώριστο από την ανατροπή του καπιταλισμού στις βασικές Ευρωπαϊκές χώρες. Με αυτή τη λογική υιοθετήθηκε το 1923 από την Κομμουνιστική Διεθνή το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.
Από τότε, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση σε καπιταλιστική βάση έχει προχωρήσει σημαντικά, με τη δημιουργία και της Νομισματικής Ένωσης και την απόπειρα δημιουργίας Ευρωσυντάγματος, και παρ’ όλο που έχει δείξει στην πράξη τα αντιδραστικά της χαρακτηριστικά, δυστυχώς έχει καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη (της πλειοψηφίας) της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, με όρους πολύ χειρότερους από τη λογική της Β’ Διεθνούς.
Η θέση του Λένιν και η πρώτη φάση της ενοποίησης
Ο καπιταλισμός, με τη συγκέντρωση της παραγωγής δημιούργησε στην αρχή την εθνική αγορά, σπάζοντας τους παλιούς φεουδαρχικούς περιορισμούς, τα τοπικά σύνορα και δασμούς, τις συντεχνίες κλπ. Αυτό επέτρεψε μια περαιτέρω ανάπτυξη και συγκέντρωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα τα εθνικά σύνορα να αποτελούν νέους περιορισμούς στην ιστορική εξέλιξη. Η μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής οδήγησε στη δημιουργία υπερεθνικών μονοπωλίων, έδωσε νέα σημασία στο διεθνές εμπόριο και επέφερε το μοίρασμα του κόσμου από τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη. Η ίδια η δημιουργία της Παγκόσμιας αγοράς απέδειξε, ότι το εθνικό κράτος είναι πια ιστορικά ξεπερασμένο.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός με το πέρασμα στο νέο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, σταμάτησε να παίζει προοδευτικό ρόλο για την ανθρωπότητα. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να ξεπεράσει ολοκληρωτικά το έθνος κράτος, καθώς αυτό συνεχίζει να αποτελεί για αυτόν αναγκαία ιστορικά μορφή. Ο λόγος είναι ότι ακριβώς επειδή συνεχίζει να υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων και των κρατών δεν μπορεί να ξεπεραστεί και να δώσει τη θέση του σε ένα Παγκόσμιο μονοπώλιο και ένα παγκόσμιο κράτος (όπως υποστήριζε ο Κάουτσκι στο πλαίσιο της θεωρίας του «υπερ-ιμπεριαλισμού» κ.α). Αντίθετα, ο ανταγωνισμός για το κέρδος είναι το μοναδικό κίνητρο για την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής στον καπιταλισμό, χωρίς την ύπαρξη του οποίου, το σύστημα θα παρέλυε. Επειδή όμως ταυτόχρονα πρόκειται για ένα σύστημα που στηρίζεται στην αναρχία στην παραγωγή, δεν μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις υπερπαραγωγής, που στενεύουν τα όρια της αγοράς, δίνουν νέα ένταση στους ανταγωνισμούς και οδηγούν σε εθνικές συγκρούσεις και πολέμους. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, η δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού κράτους ήταν και παραμένει ουτοπική μέσα σε αυτό το σύστημα.
Βεβαίως όπως εξήγησε ο Λένιν αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη προσωρινών συμφωνιών μεταξύ ιμπεριαλιστών και τη δημιουργία διακρατικών μπλοκ (εμπορικών, διπλωματικών κ.α). Ένα τέτοιο μπλοκ είναι στην ουσία και η ΕΕ. Τέτοιες συμφωνίες και μπλοκ όμως μπορούν να έχουν σε τελική ανάλυση μόνο προσωρινό χαρακτήρα και να αντανακλούν τον Διεθνή συσχετισμό δύναμης. Επίσης αναγκαστικά θα περιέχουν εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις, καθώς κάθε ιμπεριαλιστική χώρα θέλει για τον εαυτό της την κυριαρχία πάνω στους συμμάχους της σε ένα τέτοιο μπλοκ και διατηρεί τα συμφέροντά της. Αποτελούν «συμφωνίες κυρίων» για τη ληστεία των αγορών και των λαών και μπορούν να είναι μόνο λυκοφιλίες, όπου ο ένας θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να φάει τον άλλο.
Βεβαίως πρέπει να παραδεχτούμε πως η καπιταλιστική Ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμεναν οι Μαρξιστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι αναιρέθηκε η βασική θέση του Λένιν. Προχώρησε για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, τους οποίους θα εξηγήσουμε στη συνέχεια του άρθρου, ωστόσο η ολοκλήρωσή της ήταν και παραμένει ουτοπία και σήμερα ο στόχος μιας πλήρους ενοποίησης απομακρύνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά.