1) Υποχρηματοδότηση: η βάση της υποβάθμισης
Παρ’ όλο που η αύξηση της χρηματοδότησης στο 15% του κρατικού προϋπολογισμού αποτελεί πάγιο αίτημα του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος και όλου του κόσμου της εκπαίδευσης, τα τελευταία χρόνια, η μείωση των δαπανών για την παιδεία αποτελεί μόνιμη τακτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Έτσι με τις αλλεπάλληλες μειώσεις των δαπανών, τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης έχουν φτάσει εδώ και χρόνια να λειτουργούν σε ένα καθεστώς υποχρηματοδότησης, αφού τα κονδύλια δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους. Αυτό βέβαια έχει οδηγήσει αφ’ ενός στην υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχουν και αφ’ ετέρου στην ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών υπηρεσιών τους. Έτσι λοιπόν τα ερευνητικά προγράμματα με το μεγαλύτερο κόστος έχουν περικοπεί, η ποιότητα των συγγραμμάτων έχει υποβαθμιστεί όπως και οι συνθήκες διδασκαλίας, οι γραμματείες υπολειτουργούν, οι ανάγκες σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό μένουν ακάλυπτες, ενώ πολλά ιδρύματα αντιμετωπίζουν ακόμη και κτιριακά προβλήματα ή προβλήματα υποδομής.
Ταυτόχρονα προωθούνται ελαστικές μορφές εργασίας για το διοικητικό κυρίως προσωπικό τους, αλλά σταδιακά και για το διδακτικό-ερευνητικό, ιδιωτικοποιούνται οι υπηρεσίες της σίτισης αλλά και στέγασης και μεταφοράς, η έκδοση των συγγραμμάτων ανατίθεται σε ιδιώτες κλπ. Έτσι λοιπόν, η υποχρηματοδότηση δεν αποτελεί απλά μια άμεση υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της, όπως έχει γίνει με πολλές άλλες υπηρεσίες του δημοσίου. Ταυτόχρονα υποθάλπει φαινόμενα διαφθοράς, αφού πλέον τα πανεπιστήμια έχουν μπει σε διαδικασίες συναλλαγής με ιδιώτες επιχειρηματίες.
2) Τα Προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ: ο δούρειος ίππος της εισβολής του κεφαλαίου
Tα «Επιχειρησιακά Προγράμματα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης» (ΕΠΕΑΕΚ) Ι (1994-2000) και ΙΙ (2000-2006) με χρηματοδότηση από το Β’ και Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) από την ΕΕ, χρησιμοποιήθηκαν για την αναμόρφωση των προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και τη διαμόρφωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Αυτά έγιναν σε μια κατεύθυνση διεύρυνσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή δημιουργίας νέων τμημάτων ΑΕΙ και νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων (με έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα) που στην ουσία σήμαινε περαιτέρω κατάτμηση των γνωστικών αντικειμένων και υπερ-εξειδίκευση. Δημιουργούνται λοιπόν πολλά νέα τμήματα, πολλά από τα οποία δεν εμφανίζουν ένα σαφώς οριοθετημένο και διακριτό επιστημονικό αντικείμενο και μάλλον αντιστοιχούν σε γνωστικά αντικείμενα ενός τομέα ή μαθήματος. Καταργούνται λοιπόν ή συμπυκνώνονται βασικά μαθήματα, κατακερματίζονται τα τμήματα σε πολλές κατευθύνσεις, ενώ προστίθενται μαθήματα κυρίως «δεξιοτήτων» τα οποία απαιτούν την αφαίρεση άλλων μαθημάτων. Έτσι ένα μέρος των προπτυχιακών σπουδών υποβαθμίζεται σε μια κατεύθυνση πρακτικής-επαγγελματικής κατάρτισης που ικανοποιεί τις άμεσες ανάγκες της αγοράς. Υποβαθμίζεται και από την άποψη των υπαρχόντων υποδομών εφ’ όσον η διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν ακολουθήθηκε από αντίστοιχη αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης.
Επίσης μέσω των ΕΠΕΑΕΚ, έγινε δεκτό και νομοθετικά ότι «τα μεταπτυχιακά δεν είναι στις υποχρεώσεις της πολιτείας να τα στηρίζει οικονομικά». Στήθηκαν λοιπόν προγράμματα που αρχικά χρηματοδοτήθηκαν από το «Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης» και στη συνέχεια ελλείψει χρηματοδότησης οδηγήθηκαν εκβιαστικά στην επιβολή διδάκτρων ή στην αναζήτηση χρηματοδότησης από ιδιώτες.
Ταυτόχρονα, είχαμε αναπροσανατολισμό της έρευνας, καθώς προκρίθηκαν προγράμματα επαγγελματικής εξειδίκευσης με άμεση απόδοση στην αγορά, ενώ παραμερίστηκαν προγράμματα βασικής έρευνας σε θετικές και κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες.
Τέλος, μέσω των ΕΠΕΑΕΚ, καλλιεργήθηκε στα μέλη ΔΕΠ και στις διοικήσεις των πανεπιστημίων ότι είναι θεμιτό να διεκδικούν ιδιαίτερη χρηματοδότηση (όχι υποχρεωτικά κρατική) ακόμα και για δραστηριότητες που εμπίπτουν στο καθαυτό λειτούργημα τους, όπως προγράμματα σπουδών και τα μεταπτυχιακά ή η πρακτική άσκηση των φοιτητών. Δημιουργήθηκαν λοιπόν θύλακες επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια και τα μέλη ΔΕΠ και οι διοικήσεις τους μπήκαν σε μια λογική αγοραπωλησίας με ιδιώτες.
3) Η «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ
Ο νόμος για την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, σήμανε στην πραγματικότητα μια περαιτέρω υποβάθμιση τους. Παρ’ όλο που δεν αυξήθηκε η χρηματοδότηση στα Ιδρύματα ώστε να έχουμε μια πραγματική αναβάθμιση, ούτε εξασφαλίστηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους (ούτε καν οριοθετήθηκαν σε σχέση με τα αντίστοιχα των ΑΕΙ) δόθηκε η δυνατότητα να ενταχθούν στα ΕΠΕΑΕΚ, και να κατακερματιστούν σε νέα τμήματα όπως εξηγήθηκε παραπάνω.
Ταυτόχρονα με την «ανωτατοποίηση» αυτή επλήγησαν σοβαρά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τόσο των ΤΕΙ όσο και των ΑΕΙ με παραπλήσιο αντικείμενο, αφού δεν οριοθετήθηκαν σαφώς. Με τις αρνητικές επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης να ισχύουν πολύ περισσότερο για τα ΤΕΙ, αυτά έχουν καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ανώτατης εκπαίδευσης.
Με αυτήν την κακώς ενοούμενη διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης, με βασικούς άξονες τα ΕΠΕΑΕΚ και την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, έχουν δημιουργηθεί εντός αυτής τρεις πόλοι.
Ο ένας πόλος περιλαμβάνει ιδρύματα ελίτ, που διεξάγουν βασική έρευνα, διατηρούν προνομιακά επαγγελματικά δικαιώματα για τους αποφοίτους τους και πλήττονται λιγότερο από την υποχρηματοδότηση.
Ο δεύτερος πόλος περιλαμβάνει ιδρύματα ενδιάμεσης λειτουργίας, που διεξάγουν εφαρμοσμένη, άμεσα αποδοτική για την αγορά έρευνα και παράγουν υπερ-ειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό.
Ο τρίτος πόλος περιλαμβάνει ιδρύματα που διεξάγουν ελάχιστη έως καθόλου έρευνα και κυρίως παρέχουν επαγγελματική κατάρτιση, παράγοντας υπερ-ειδικευμένο, ευέλικτο και άμεσα αναλώσιμο εργατικό δυναμικό.
Αυτός ο καταμερισμός έρευνας-διδασκαλίας σε επίπεδο σχολών- τμημάτων- μεταπτυχιακών δημιουργεί και μια αντίστοιχη δυναμική καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στα μέλη ΔΕΠ, ενώ έρχεται να ενταθεί με τα επόμενα μέτρα της εκπαιδευτικής αντιμεταρύθμισης.
4) Αξιολόγηση: μηχανισμός πειθάρχησης- υποταγής στις ανάγκες της αγοράς
Μέχρι τώρα, το πανεπιστήμιο στα πλαίσια της αυτονομίας του, θεωρούταν ένας αυτό-αξιολογούμενος θεσμός. Αυτό έρχεται να αλλάξει με το νόμο του 2004 για την αξιολόγηση σύμφωνα με τις επιταγές της Μπολόνια. Εφαρμόζεται λοιπόν ένα σύστημα αξιολόγησης-πιστοποίησης, ενιαίας στα πλαίσια του ΕΧΑΕ με βάση ένα «ενιαίο σύστημα πίστωσης και ανταλλαγής διδακτικών μονάδων». Υπεύθυνη είναι μια εξωτερική του πανεπιστημίου αρχή, η «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» με έντονη την παρουσία σε αυτή των παραγόντων του μεγάλου κεφαλαίου, όπως του ΣΕΒ και με μηδενική φοιτητική συμμετοχή.
Τα ιδρύματα θα αξιολογούνται με βάση αφ’ ενός την υλικοτεχνική υποδομή και την ποιότητα του προγράμματος σπουδών και αφ’ ετέρου με κριτήριο την απορρόφηση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας και την χρησιμότητα του αντικειμένου του ιδρύματος στην αγορά. Αναλόγως με την θέση που κατακτά κάθε ίδρυμα στην κλίμακα της αξιολόγησης θα χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδρύματα που αξιολογούνται ως «μέτρια» ή «κακά» θα ψάχνουν για χρηματοδότηση στην αγορά, από ιδιωτικό κεφάλαιο ή δίδακτρα. Η χρηματοδότηση λοιπόν λειτουργεί ως ένα μέσο πειθάρχησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής παραγωγής, για τον αναπροσανατολισμό τους στις άμεσες ανάγκες της αγοράς, με κριτήριο την άμεση πρακτική εφαρμογή και απόδοση για την μεγιστοποίηση του κέρδους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ότι όταν τα ιδρύματα υποχρηματοδοτούνται επί σειράν ετών, η αξιολόγηση τους δίνει τη χαριστική βολή για να πέσουν στην αγκαλιά του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια πίεση πειθάρχησης των μελών ΔΕΠ και ευρύτερα της ακαδημαϊκής κοινότητας στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Παράλληλα, η επιβολή του συστήματος των πιστωτικών μονάδων διασπά το γνωστικό αντικείμενο και τον ενιαίο χαρακτήρα της επιστήμης, εξισώνει τα ελληνικά πτυχία με τα 3ετή «Βachelor» του εξωτερικού (στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νομοθέτηση της οδηγίας της ΕΕ 89/48, ή Προεδρικό Διάταγμα 165/2000 «για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων μετά από 3ετείς μεταλυκειακές σπουδές στην ΕΕ») και διασπά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, καθώς αυτοί δεν είναι πλέον απόφοιτοι ενός συγκεκριμένου αντικειμένου με αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά κάτοχοι ενός ατομικού φακέλου διδακτικών μονάδων και διαπραγματεύονται ατομικά με βάση αυτόν, με την εργοδοσία. Έτσι μακροπρόθεσμα αποδυναμώνονται οι συνδικαλιστικοί θεσμοί και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
5) Ο νόμος για τα ΙΔΒΕ
Ο νόμος αυτός εισάγει την λειτουργία Ινστιτούτων Δια Βίου Εκπαίδευσης μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια. Η εγγενής όπως είπαμε πιο πάνω καπιταλιστική αντίφαση ειδίκευση-κινητικότητα, απαιτεί ως αντίβαρο για την εντεινόμενη υπερ-ειδίκευση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μια δυνατότητα επανειδίκευσης σε κάποιο άλλο αντικείμενο, αναλόγως με τις καινούριες κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου. Στο μέτρο δηλαδή που οι προπτυχιακές σπουδές υποβαθμίζονται στο επίπεδο της επαγγελματικής κατάρτισης, δημιουργείται ένα εργατικό δυναμικό άμεσα εξαρτημένο από το περιορισμένο αντικείμενο του, και την επιχείρηση που το απασχολεί. Έτσι λοιπόν για να εξυπηρετείται η κινητικότητα αυτού του δυναμικού, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα επανακατάρτισης του σε άλλο αντικείμενο ανάλογα με τις πρόσκαιρες ανάγκες του κεφαλαίου. Το κόστος βέβαια αυτής της διαδικασίας βαραίνει τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο εργαζόμενος κατ’ αυτό τον τρόπο μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο: υπερειδίκευση -ανεργία- επανακατάρτιση.
6) Ο νόμος για τον ΔΟΑΤΑΠ
Με το νόμο αυτό, ο παλιός διαπανεπιστημιακός οργανισμός ΔΙΚΑΤΣΑ που ήταν υπεύθυνος για την αναγνώριση και πιστοποίηση πτυχίων από εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού και την αντιστοίχηση τους με τα ισότιμα ελληνικά, αντικαταστάθηκε από έναν εξωπανεπιστημιακό θεσμό (ΔΟΑΤΑΠ). Το πρόβλημα είναι ότι με το νόμο αυτό καταργήθηκε η διάταξη του προηγούμενου που έλεγε ότι τα πτυχία που αναγνωρίζονται πρέπει να είναι ίσης διάρκειας σπουδών με τα αντίστοιχα ελληνικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώριση 3ετών «Βachelor» του εξωτερικού ως αντίστοιχα με τα ελληνικά πτυχία, 4ετών και 5ετών προπτυχιακών ετών, όπως και για την αναγνώριση τίτλων σπουδών από ΚΕΣ και ΙΕΚ αμφιβόλου ποιότητας. Αυτό συνιστά άμεση υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών, καθώς με αυτό τον τρόπο όχι μόνο αναγνωρίζονται πτυχία κατώτερης ποιότητας, αλλά πιέζονται και τα αντίστοιχα ελληνικά πανεπιστήμια να υποβαθμίσουν το πρόγραμμα σπουδών τους για να είναι ανταγωνιστικά. Ταυτόχρονα με την αναβάθμιση των τίτλων σπουδών από ΙΕΚ – ΚΕΣ ανοίγει έμμεσα η πόρτα της ανώτατης εκπαίδευσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
7) Ο νέος νόμος πλαίσιο για τα ΑΕΙ : λειτουργική προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου
Ο νέος «νόμος – πλαίσιο» για τη λειτουργία των ΑΕΙ που κατατέθηκε το 2007, αποτελεί μια συνολικά αντιδραστική ρύθμιση που συμπυκνώνει το χαρακτήρα της αντιμεταρυθμισης και επιβάλλει άμεσα στα ιδρύματα τη λειτουργική τους προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου. Βασικοί άξονες – κατευθύνσεις του νόμου, είναι η επιχειρηματικότητα των ιδρυμάτων, η εντατικοποίηση των σπουδών και ο αυταρχισμός στο καθεστώς λειτουργίας τους.
Κατ’ αρχάς, προβλέπεται ότι η κρατική χρηματοδότηση θα παρέχεται με συμφωνία ανάμεσα στο ΥΠΕΠΘ και τη διοίκηση του ΑΕΙ, στη βάση 4ετούς επιχειρηματικού προγράμματος και δεν θα ξεπερνάει τα όρια του προβλεπόμενου κρατικού προϋπολογισμού. Παράλληλα προβλέπονται «συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης» που δεν είναι άλλες από το ιδιωτικό κεφάλαιο ή την επιβολή διδάκτρων. Αυτό βέβαια σε συνδυασμό με την αξιολόγηση που κατηγοριοποιεί τα ιδρύματα ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς (δες 4) θα οδηγήσει στο παζάρεμα κονδυλίων με το κράτος, αλλά και με ιδιώτες μέσω της πώλησης ερευνητικών προγραμμάτων σε αυτούς. Έχουμε έτσι την επιβολή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στα δημόσια ΑΕΙ, αλλά και την άμεση υπαγωγή της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου, με αρνητικές επιπτώσεις στον κοινωνικό της χαρακτήρα, αλλά κι στην ίδια την εξέλιξη της επιστήμης (αφού προωθείται η εφαρμοσμένη έρευνα εις βάρος της βασικής). Επιπρόσθετα προβλέπεται η θέση οικονομικού διευθυντή (manager) που θα ελέγχει τα οικονομικά του ιδρύματος και κατ΄ επέκταση ζωτικές λειτουργίες του όπως η έρευνα και η διδασκαλία με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα (άμεση υποβάθμιση της ποιότητας σπουδών). Έχουμε όμως έτσι και την επιβολή διευθυντικού ελέγχου στα μέλη ΔΕΠ και γενικότερα τα ΑΕΙ, όπως στον ιδιωτικό τομέα (πράγμα που θίγει άμεσα τη συνδιοίκηση).
Επιπλέον με άλλα μέτρα όπως η κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων (στο σύνολο τους), τα «φοιτητοδάνεια» και οι ανταποδοτικές υποτροφίες καταργείται άμεσα η υποχρέωση της πολιτείας στη δημόσια – δωρεάν εκπαίδευση. Συγκεκριμένα οι φοιτητές θα έχουν δικαίωμα να διαλέξουν και να πάρουν δωρεάν ένα μόνο σύγγραμμα για κάθε μάθημα (σταδιακά ίσως καταργηθεί κι αυτό) πληρώνοντας για τα υπόλοιπα. Η υποχρέωση της πολιτείας για παροχή δωρεάν στέγασης και σίτισης στους οικονομικά ασθενέστερους αντικαθιστάται με την παροχή άτοκου φοιτητικού δανείου από συμβαλλόμενο τραπεζικό ίδρυμα το οποίο θα πρέπει να ξεπληρώσει ο φοιτητής σε ένα χρονικό διάστημα αφού βρει την πρώτη απασχόληση. Παράλληλα θεσπίζονται ανταποδοτικές υποτροφίες, δηλαδή οι φοιτητές θα δουλεύουν απλήρωτοι για τα ιδρύματα σε διοικητικές θέσεις και άλλες υπηρεσίες (γραμματείες κ.λ.π.) για να ξεπληρώσουν την υποτροφία τους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο πέραν του γεγονότος ότι εκμεταλλεύονται άμεσα και εξ΄ ολοκλήρου τους φοιτητές, τους χρησιμοποιούν και για να πλήξουν τα εργασιακά δικαιώματα του διοικητικού προσωπικού.
Όσον αφορά την εντατικοποίηση των σπουδών, έχουμε την επιβολή ορίου φοίτησης (2ν) και τις «αλυσίδες» μαθημάτων καθώς και την κατάργηση του δικαιώματος επανεξέτασης χωρίς όριο σε ένα μάθημα (μέχρι 3 φορές και μετά επαναλαμβάνεις όλο το ακαδημαϊκό έτος). Η εντατικοποίηση έχει στόχο να προετοιμάσει τους μελλοντικούς εργαζόμενους για ένα εργασιακό μέλλον υψηλής εντατικοποίησης άρα και οικονομικής εκμετάλλευσης της εργατικής τους δύναμης. Παράλληλα, επιδιώκει να τους πειθαρχήσει και να επιβάλλει έτσι σ’ αυτούς την κυρίαρχη ιδεολογία και την μη ενασχόληση με τον συνδικαλισμό. Επιπλέον κατ’ αυτό τον τρόπο αποκλείονται άμεσα οι οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές που εργάζονται και κατά κανόνα είναι αυτοί που ξεπερνούν το όριο φοίτησης. Ο μοναδικός λόγος είναι ότι δεν θα έχουν να πληρώσουν δίδακτρα και θα έχουν αυξημένες ανάγκες άρα θα είναι βάρος για τα ανταγωνιστικά ιδρύματα.
Ο αυταρχισμός επιβάλλεται αφ’ ενός με την εντατικοποίηση (έμμεση ιδεολογική πειθάρχηση) αφ’ ετέρου με μέτρα όπως η κατάργηση του ασύλου σε χώρους που δεν διεξάγονται διδασκαλία ή έρευνα και ο συνολικός περιορισμός του. (Το δικαίωμα απόφασης για την άρση του περνάει από την τριμελή επιτροπή ασύλου στη σύγκλητο και το πρυτανικό σχήμα και η απόφαση παίρνεται πλειοψηφικά) ο περιορισμός της φοιτητικής εκπροσώπησης στα όργανα συνδιοίκησης και στις πρυτανικές εκλογές. Αυτά τα μέτρα στοχεύουν στην κατάργηση του φοιτητικού συνδικαλισμού (αλλά και του συνδικαλισμού τω ΔΕΠ δευτερευόντως) και μέσω αυτής στην πλήρη πειθάρχηση των φοιτητών.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε ότι με την πώληση ερευνητικών προγραμμάτων, εισάγεται άμεσα η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας στο πανεπιστήμιο, αφού μια μερίδα μεγαλοκαθηγητών πουλάνε ερευνητικά προγράμματα σε επιχειρήσεις, ενώ οι υπόλοιποι δουλεύουν γι’ αυτούς με χαμηλές απολαβές και υφιστάμενοι διευθυντικό έλεγχο, αλλά και οι φοιτητές μετατρέπονται σε άμισθο επιστημονικό προλεταριάτο αποτελώντας άτυπα το ερευνητικό προσωπικό των επιχειρήσεων. Συνοπτικά, το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό παραγωγής επιστημονικού – υπερ-ειδικευμένου προλεταριάτου.
8) Η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος: θεσμικό επιστέγασμα της ιδιωτικοποίησης
Η προωθούμενη αναθεώρηση του αρθρου 16 του ισχύοντος συντάγματος αποτελεί το θεσμικό επιστέγασμα της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης, ενός από τους βασικούς στόχους της αντιμεταρρύθμισης. Η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων αφ’ ενός μετατρέπει συνολικά το χώρο της εκπαίδευσης σε πεδίο επενδύσεων για το ιδιωτικό κεφάλαιο με πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις για την ποιότητα, το περιεχόμενο των σπουδών, τις εργασιακές σχέσεις, τα επαγγελματικά δικαιώματα, την ίδια την επιστήμη και αφ’ ετέρου, επιβάλλει στα δημόσια πανεπιστήμια ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας επιβάλλοντας έμμεσα τις ίδιες συνέπειες.
Στοχεύει στην δημιουργία μιας ομάδας πανεπιστημίων – ελίτ που απευθύνονται στην αστική ελίτ, μιας ομάδας υποβαθμισμένων ιδρυμάτων που αποτελούν μοχλό πίεσης για τα δημόσια και ενισχύει τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ τους που περιγράψαμε παραπάνω. Αναδιοργανώνει τον παραγωγικό, κατανεμητικό αλλά και ιδεολογικό ρόλο του πανεπιστημίου σε μια αντιδραστική κατεύθυνση. Εισάγει νέους εντονότερους ταξικούς φραγμούς και αποτυπώνει τον αρνητικό ταξικό συσχετισμό δύναμης εις βάρος τα εργατικής τάξης που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Συμπυκνώνει λοιπόν, ολόκληρο το χαρακτήρα της αντιδραστικής καπιταλιστικής αντιμεταρρύθμισης αποτελώντας κορύφωση της και σημείο καμπής για το μέλλον της εκπαίδευσης.
Μπορούμε συνοπτικά να πούμε, με βάση την παραπάνω ανάλυση, ότι οι γενικές κατευθύνσεις της αναδιάρθρωσης είναι οι εξής:
Α) Η πληρέστερη και συνολικότερη υπαγωγή της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης (και συνακόλουθα της εκπαίδευσης) στο κεφάλαιο και συγκεκριμένα στις μεσοπρόθεσμες ανάγκες και συμφέροντα του.
Β) Η υποταγή της εκπαίδευσης ως αναπαραγωγικής διαδικασίας (δηλ ως διαδικασίας παραγωγής εργαζομένων) στις μεσοπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς, σε πλήρη αντιστοιχία με την εργασιακή αναδιάρθρωση, δηλαδή με την εισαγωγή ελαστικών μορφών εργασίας- σπασμένων εργασιακών δικαιωμάτων- υπερειδίκευσης και με συνολικό στόχο την πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Γ) Η ενίσχυση σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση (αξιωματικοί της παραγωγής) του κατανεμητικού ρόλου του πανεπιστημίου με την ένταση των ταξικών φραγμών.
Δ) η προώθηση ενός οξυμένου καταμερισμού εργασίας μεταξύ ιδρυμάτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο ή και τριών ταχυτήτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (επιστημονική ελίτ- τεχνολόγοι εφαρμοστές- επαγγελματική κατάρτιση)
Ε) Το άνοιγμα νέας κερδοφόρας διεξόδου στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στο παρθένο επενδυτικό πεδίο της εκπαίδευσης.
Πέρα όμως από τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις μπορούμε να διακρίνουμε και «παράπλευρες» συνακόλουθες επιπτώσεις όπως:
Α) Εισαγωγή της βασικής ;αντίθεσης κεφάλαιο- εργασία με άμεσο τρόπο στο πανεπιστήμιο
Β) Μετατόπιση του βάρους στη σχέση βασικής- εφαρμοσμένης έρευνας (προς τη 2η ) με συνολικότερες αρνητικές επιπτώσεις στην επιστημονική εξέλιξη και βέβαια πλήρη απώλεια του κοινωνικού χαρακτήρα της έρευνας-επιστήμης.
Γ) Απώλεια συνολικά του κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης
Δ) Μεταβολή της σχέσης ειδικευμένης- απλής εργασίας και συνακόλουθη πτώση της τιμής και των δύο με αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.
Στην προσπάθεια του να επιβιώσει το σύστημα βάζει τις βάσεις για όλο και βαθύτερες και πιο καταστροφικές κρίσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που θα επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα για τον κόσμο της εργασίας και σηματοδοτεί μια περίοδο φτώχειας, εξαθλίωσης και έλλειψης παιδείας για την πλειοψηφία του λαού.
Οι επαναστάτες σοσιαλιστές πρέπει να αντιτάξουν ένα πρόγραμμα πάλης που θα έχει ως στόχο να θέσει την εκπαίδευση στην υπηρεσία των αναγκών της κοινωνίας κι των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων, και θα συνδέει την πάλη για καλύτερη δημόσια και δωρεάν παιδεία, με την πάλη για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.