Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά, παρακολουθούμε διαδοχικές μεταρρυθμίσεις σε όλο τον κορμό του εκπαιδευτικού συστήματος, σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι διαδοχικές και αλληλοσυμπληρούμενες αυτές αλλαγές έχουν ξεσηκώσει ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δύναμης εντός και εκτός εκπαίδευσης, μεγαλύτερα ή μικρότερα κινήματα αντίστασης και αναταραχές. Αυτές οι αλλαγές έχουν αφ’ ενός μια ξεκάθαρα αντιδραστική κατεύθυνση, αφ΄ ετέρου μια εσωτερική συνοχή και ομοιογένεια και δεν εκφράζουν αφηρημένα συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, αλλά μια βαθύτερη αναγκαιότητα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες ιστορικής κρίσης και παρακμής να τροποποιήσει τους όρους και να εντείνει το βαθμό υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο. Απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι κέντρο ελέγχου και εγκέφαλος της όλης διαδικασίας είναι ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι διεθνείς οργανισμοί (ΠΟΕ, GATT, G8 κ.α.), ενώ εκτελεστές της είναι όχι μόνο νεοφιλελεύθερες, αλλά και «σοσιαλφιλελεύθερες» ή «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις.
Σε εθνικό επίπεδο έχουμε ένα πλήθος παραδειγμάτων όπως η μεταρρύθμιση Κοντογιαννόπουλου το 1990-91 και η επόμενη του Αρσένη το ΄97 -΄98 για την μέση εκπαίδευση, τα νομοσχέδια της αξιολόγησης, ΙΔΒΕ, ΔΟΑΤΑΠ το 2004 επί ΠΑΣΟΚ και η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και του «νόμου – πλαίσιο» για τα ΑΕΙ εν έτι 2006-7 και πολλά άλλα, στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.
Κομβικό σημείο ωστόσο για την όλη διαδικασία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η διακήρυξη των Ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας στην Μπολόνια το 1999, που κωδικοποιεί και συστηματοποιεί τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις, δίνοντας οδηγίες και κατευθυντήρια πλάνα για την εφαρμογή τους.
2) Εκπαίδευση και καπιταλιστική κρίση
Όπως είπαμε παραπάνω, η εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση δεν αποτελεί απλά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή που μπορεί να αποφευχθεί, αλλά αντανακλά μια βαθύτερη αναγκαιότητα του καπιταλιστικού συστήματος: την αναγκαιότητα για εύκολο και γρήγορο κέρδος σε μια περίοδο έλλειψης παραγωγικών επενδύσεων και πίεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Αυτή η αναγκαιότητα συνδέεται άρρηκτα με την αντιδραστική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και άρα την πτώση της τιμής της. Πρέπει λοιπόν να δούμε τις αντιδραστικές εκπαιδευτικές αλλαγές ως αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τις εργασιακές, αλλά και με το χαρακτήρα της περιόδου σε διεθνές επίπεδο.
Στις χώρες του Δυτικού καπιταλισμού, που αποτέλεσαν την ατμομηχανή της μεγάλης μεταπολεμικής ανάπτυξης, βρισκόμαστε στην κορύφωση μιας μακράς περιόδου οικονομικής στασιμότητας, με απαρχή την λεγόμενη «πετρελαϊκή» κρίση του ’73. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η ύφεση στις επενδύσεις στους περισσότερους από τους παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας, η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, η έξαρση του παρασιτισμού και της κερδοσκοπίας, η κατεδάφιση του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», οι ιδιωτικοποιήσεις, η ένταση της σχετικής και απόλυτης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Απόρροια λοιπόν αυτής της οικονομικής κατάστασης είναι και οι αντιδραστικές αλλαγές στην εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι αποτέλεσμα αφ’ ενός της όξυνσης της εκμετάλλευσης των εσωτερικών αγορών, που σημαίνει αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας άρα και αυτού της εκπαίδευσης, αλλά και του γκρεμίσματος του «κράτους πρόνοιας» άρα και του δημόσιου – δωρεάν χαρακτήρα αυτής.
Επίσης οι νέες αντιδραστικές εκπαιδευτικές αλλαγές αντανακλούν τις νέες απάνθρωπες εργασιακές σχέσεις, είναι προϊόν της ανάγκης για στενότερη υπαγωγή της επιστήμης στις ανάγκες του κεφαλαίου και τέλος, το αποτέλεσμα της ανάγκης για αναβάθμιση του ιδεολογικού ρόλου της εκπαίδευσης με στόχο την άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων.
3) Η διακήρυξη της Μπολόνια
Η διακήρυξη της Μπολόνια αποτέλεσε κομβικό σημείο για τις αντιδραστικές αλλαγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπογράφτηκε το 1999 από 29 υπουργούς Παιδείας ευρωπαϊκών χωρών με σκοπό την διαμόρφωση ενός κοινού ευρωπαϊκού καπιταλιστικού περιβάλλοντος στην εκπαίδευση.
Η διακήρυξη συμπυκνώνει, κωδικοποιεί και συστηματοποιεί τις ευρύτερες κατευθύνσεις της αντιμεταρρύθμισης στην εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πριν από αυτήν υπογράφτηκε η προπαρασκευαστική συνθήκη της Σορβόννης κ.α., ενώ οι οδηγίες της ελέγχθηκαν και εξειδικεύτηκαν σε επόμενες συνόδους, όπως αυτές της Πράγας και του Μπέργκεν.
Συγκεκριμένα η συνθήκη είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός κοινού «Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης» και ενός «Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας».
Βασικοί στόχοι του πρώτου χώρου είναι:
· Η πιο άμεση «σύνδεση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τις επιχειρήσεις.
· Η «προώθηση τα κινητικότητας με ξεπέρασμα των εμποδίων που δυσχεραίνουν την ελεύθερη κίνηση των φοιτητών, των διδασκόντων, των ερευνητών και του διοικητικού προσωπικού.» Με την έννοια της κινητικότητας βέβαια, εννοούν ότι θέλουν να φτιάξουν ένα εργατικό δυναμικό που θα βρίσκεται όπου και όποτε το χρειάζονται οι επιχειρήσεις, ενώ μεταφέρεται η ευθύνη της εύρεσης εργασίας στον απόφοιτο που έχει τη δυνατότητα «κινητικότητας» για να βρει δουλειά.
· Η «προώθηση της απασχολησιμότητας» των αποφοίτων που βέβαια αντικαθιστά τη δυνατότητα πρόσβασης στην εργασία και σημαίνει τη δημιουργία ενός ελαστικού «απασχολήσιμου» εργατικού δυναμικού, ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων.
· Η «ευελιξία» των παρεχόμενων σπουδών.
· Η οργάνωση σε «δύο κύκλους σπουδών, έναν προπτυχιακό και έναν μεταπτυχιακό. Ο τίτλος σπουδών του πρώτου κύκλου θα αναγνωρίζεται στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας σαν ικανό επαγγελματικό προσόν, ενώ ο δεύτερος κύκλος θα πρέπει να οδηγεί στο μεταπτυχιακό δίπλωμα (master) ή και στο διδακτορικό δίπλωμα. Έτσι αφ’ ενός διασπάται η συνοχή του επιστημονικού αντικειμένου ενός κλάδου σπουδών, που χωρίζεται σε δύο κύκλους, προωθείται μια αποσπασματική και υπερειδικευμένη γνώση, που βέβαια καθιστά τους απόφοιτους ειδικά του πρώτου κύκλου άμεσα εξαρτημένους από το περιορισμένο αντικείμενο εργασίας τους, εντείνονται οι ταξικοί φραγμοί, καθώς ο μεταπτυχιακός κύκλος δεν εξασφαλίζεται αν θα είναι δωρεάν, και διασπώνται τα επαγγελματικά δικαιώματα, καθώς οι απόφοιτοι του πρώτου κύκλου θα έχουν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με του 2ου.
· «Καθιέρωση ενός συστήματος διδακτικών μονάδων, ανάλογου με το εφαρμοζόμενο σήμερα Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Διδακτικών Μονάδων (ECTS) για την προώθηση της ευρύτερης δυνατής κινητικότητας των φοιτητών». Πρόκειται για μια παροχή αποσπασματικών γνώσεων, περαιτέρω κατάτμηση του γνωστικού αντικειμένου και των επαγγελματικών δικαιωμάτων, καθώς δεν μιλάμε πλέον για ενιαίο πτυχίο, αλλά για συλλογή διδακτικών μονάδων, που αντιστοιχούν σε μαθήματα με πολυποίκιλα αντικείμενα, ασύνδετα μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώριση σπουδών από «συστήματα εκπαίδευσης, εκτός τα ανώτατης» δηλαδή φροντιστήρια, ΙΕΚ, ΚΕΣ κλπ.
· «Υιοθέτηση ενός συστήματος τίτλων σπουδών οι οποίοι θα είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι και συγκρίσιμοι, με τη βοήθεια και του θεσμού του Συμπληρώματος Διπλώματος (Diploma Supplement), με στόχο την προώθηση της ανταγωνιστικότητας του «Ευρωπαϊκού Συστήματος Ανώτατης Εκπαίδευσης» Το συμπλήρωμα διπλώματος είναι ένα είδος πιστοποιητικού που θα συνοδεύει τον τίτλο σπουδών, απαραίτητο για την αποκωδικοποίηση των πληροφοριών για τα σκόρπια και χωρίς συνοχή αθροίσματα διδακτικών μονάδων που έχει αποκτήσει ο απόφοιτος, και για την αξιολόγηση τους στην αγορά εργασίας. Είναι ένας ατομικός φάκελος δεξιοτήτων, με τον οποίο ο απόφοιτος θα διαπραγματεύεται ατομικά με τον εργοδότη.
· «Προώθηση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διασφάλιση της ποιότητας, με στόχο την ανάπτυξη συγκρίσιμων κριτηρίων και μεθοδολογιών.» Εννοείται ένα κοινό σύστημα αξιολόγησης και πιστοποίησης με κριτήριο τις ανάγκες της αγοράς.
Βασικός στόχος του δεύτερου χώρου μεταξύ άλλων είναι:
· Η χρηματοδότηση «δράσεων μεγάλης κλίμακας που θα διεξάγονται κατά προτίμηση από εταιρικά σχήματα δημόσια ή ιδιωτικά». Έρευνα δηλαδή χρηματοδοτούμενη και καθοδηγούμενη από τις επιχειρήσεις.
Μιλάμε ουσιαστικά για την προσαρμογή του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης στις ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων με κύριο στόχο την δημιουργία ενός ευέλικτου, υπερειδικευμένου , ατομικά αξιολογούμενου εργατικού δυναμικού, και την εισβολή των ιδιωτικών συμφερόντων στην διαδικασία της επιστημονικής έρευνας.
4) Εκπαιδευτική και εργασιακή αντιμεταρρύθμιση
Η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων στο νέο καπιταλιστικό περιβάλλον γίνεται σε δύο πυλώνες: την εκπαίδευση και την εργασία. Στον χώρο της εργασίας έχουμε την προσαρμογή του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού στις νέες σχέσεις (με μια σειρά νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα: σπάσιμο του 8ώρου, κατάργηση ΣΣΕ, κατάργηση μονιμότητας στο δημόσιο, οδηγία Μπολκενστάιν κ.α.), ενώ στο χώρο της εκπαίδευσης, την προσαρμογή του επερχόμενου εργατικού δυναμικού.
Στόχο και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί το τρίπτυχο «ανταγωνιστικότητα- απασχολησιμότητα-κινητικότητα», με βασικό άξονα την υπερ-ειδίκευση. Αυτό μεταφράζεται σε ένα φτηνό («ανταγωνιστικό»), ευέλικτο («κινητικό»), υπερειδικευμένο («απασχολήσιμο») εργατικό δυναμικό, προσαρμοσμένο στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων και χωρίς ιδιαίτερα επαγγελματικά δικαιώματα.
Η υπερ-ειδίκευση στο χώρο της εργασίας οδηγεί στην υπερ-ειδίκευση το χώρο της εκπαίδευσης, δηλαδή στον κατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων, στην κατάτμηση τμημάτων, στην κατηγοριοποίηση σε δυο κύκλους σπουδών κτλ. Ο στόχος είναι το φτηνό ημι-ειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό που θα βγει από τα πανεπιστήμια να είναι άμεσα εξαρτημένο από ένα περιορισμένο γνωστικό αντικείμενο και άρα από ένα εξίσου περιορισμένο επαγγελματικό, ώστε να μην έχει πολλές απαιτήσεις και δικαιώματα, ενώ όταν τα συγκεκριμένο αντικείμενο κορεστεί θα επανακαταρτίζεται με δικά του έξοδα (βλ ΙΒΔΕ) ανάλογα με τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου («κινητικότητα»).
Η τάση αυτή για υπερ-ειδίκευση είναι σύμφυτη με την παρούσα οικονομική φάση του καπιταλισμού. Ο Μαρξ έλεγε ότι «κάθε οικονομική κρίση δημιουργεί τάσεις μεγαλύτερης εξειδίκευσης γα το υπάρχον επιστημονικά ειδικευμένο δυναμικό που οδηγεί σε περιθωριοποίηση ένα κομμάτι του, και από την άλλη τάσεις για την όλο και μεγαλύτερη αύξηση της ανειδίκευτης απασχόλησης». Μικρή απόσταση χωρίζει λοιπόν τον υπερ-ειδικευμένο αμόρφωτο από τον ανειδίκευτο εργάτη, (μεταβολή της σχέσης ανάμεσα σε ειδικευμένη-ανειδίκευτη εργασία) ακόμα και μισθολογικά.
Αυτό γίνεται γιατί στο κυνήγι του κέρδους εφαρμόζονται νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις και νέες πιο αποτελεσματικές μέθοδοι παραγωγής, που ενσωματώνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την διανοητική εργασία, απαιτώντας χειριστές της νέας τεχνολογίας που δεν χρειάζεται να την κατανοούν. Το περιθωριοποιημένο κομμάτι του επιστημονικού δυναμικού, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι συμπίπτει με τους άνεργους απόφοιτους ΑΕΙ.
Η ανεργία λοιπόν τροφοδοτείται από την υπερ-ειδίκευση και η ίδια η εκπαίδευση οδηγεί στην ανεργία. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανεργία αποτελεί όχι μόνο αναπόφευκτο αλλά και αναγκαίο για τον καπιταλισμό φαινόμενο. Χρησιμοποιείται από τους καπιταλίστες για να πιέζει και να κρατά χαμηλά τους μισθούς να καταργεί τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα Δεν αποτελεί λοιπόν μια «παράπλευρη απώλεια», αλλά έναν από τους βασικούς στόχους της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης η παραγωγή στρατιών από ανέργους.
Το γεγονός αυτό από μόνο του, όπως και το γεγονός της μείωσης του επιστημονικού δυναμικού σε μια εποχή που η επιστήμη παίζει πρωταρχικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη καταδεικνύει τον βαθιά αντιδραστικό και παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
Η εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση αγγίζει τους τρεις βασικούς ρόλους του πανεπιστημίου, τον παραγωγικό, τον κατανεμητικό και τον ιδεολογικό, με τρόπους που θα αναλύσουμε παρακάτω.