ΜΕΡΟΣ Α΄
1) Τι είναι εκπαίδευση
Για να εξετάσουμε με ένα συστηματικό τρόπο το ζήτημα που πραγματεύεται ένα τέτοιο κείμενο, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να ξεκινήσουμε από ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι εκπαίδευση. Η απάντηση δε στο ερώτημα αυτό καθορίζει εκ των προτέρων και τη θέση μας απέναντι στο καπιταλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα και την οπτική μας γωνία πάνω στην έννοια της εκπαίδευσης ώστε να αποφευχθούν αντιλήψεις όπως «εκπαίδευση-αγαθό», «εκπαίδευση-δικαίωμα», κυρίαρχες στην ανάλυση των ρεφορμιστικών αριστερών κομμάτων. Τέτοιες αντιλήψεις αποτελούν εκ των προτέρων μη ταξική τοποθέτηση απέναντι στο ζήτημα, καταδικάζοντας τες σε λανθασμένα συμπεράσματα και ανεπαρκείς θέσεις.
Ξεκινώντας πρέπει να διαχωρίσουμε τον όρο «εκπαίδευση» από τον όρο «παιδεία». Η παιδεία είναι μια έννοια που περιλαμβάνει το σύνολο των γνώσεων και των πολιτιστικών χαρακτηριστικών μιας προσωπικότητας. Είναι λοιπόν μια ευρεία έννοια που δεν απαιτεί συγκεκριμένο φορέα υλοποίησης, συγκεκριμένο περιεχόμενο, ούτε συγκεκριμένη δομή.
Αντίθετα, η έννοια «εκπαίδευση» αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη, δομημένη και συστηματική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή εμφανίζεται μαζί με τις ταξικές κοινωνίες και προϋποθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο φορέα υλοποίησης, συγκεκριμένη δομή και συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όλοι αυτοί οι συντελεστές βέβαια διαφοροποιούνται ανάλογα με την εποχή, το κοινωνικό σύστημα, αλλά και τη βαθμίδα ανάπτυξης του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος, ωστόσο το αντικειμενικό περιεχόμενο της διαδικασίας είναι πάντοτε η εκμάθηση ενός γνωστικού αντικειμένου, για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος.
Αν δούμε το ζήτημα ιστορικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η εμφάνιση ταξικών κοινωνιών ήταν ο όρος που επέβαλε τη συστηματοποίηση της εκπαίδευσης (τη δημιουργία δηλαδή εκπαιδευτικού συστήματος). Η εμφάνιση λοιπόν του εκπαιδευτικού συστήματος, έρχεται πλάι στην εμφάνιση του καταμερισμού εργασίας σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Σε αυτή δηλαδή της απελευθέρωσης ενός τμήματος της κοινωνίας από την υποχρέωση να εργάζεται και της παροχής σε αυτό της δυνατότητας να ασχοληθεί με την πνευματική εργασία. Με άλλα λόγια, έρχεται πλάι στην εμφάνιση των τάξεων.
Ο στόχος είναι πολύ σαφής: Οι άρχουσες τάξεις έπρεπε κάθε φορά να μορφώσουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που θα τους εντάξουν στην παραγωγή, ώστε να καρπωθούν το υπερπροϊόν της εργασίας τους. Παράλληλα, έπρεπε να τους κάνουν φορείς των ιδεών τους, δηλαδή φορείς αντιλήψεων (θρησκευτικών- κοινωνικών- φιλοσοφικών κ.α.) που δεν συγκρούονται με την εκμετάλλευση, αλλά την εμφανίζουν σαν κάτι φυσικό και αναγκαίο. Τέλος θα έπρεπε να επιμορφώσουν τους γόνους τους, σε ένα ανώτερο βέβαια επίπεδο, ώστε να γίνουν οι αυριανοί διαχειριστές της οικονομίας, διοικητές της κοινωνίας και φορείς επιβολής της ιδεολογίας.
Μπορούμε να δούμε ότι η εξέλιξη της εκπαίδευσης συμβαδίζει με την εξέλιξη της παραγωγής. Οι μέθοδοι δηλαδή, το περιεχόμενο και ο βαθμός εξάπλωσης των εκπαιδευτικών διαδικασιών ήταν πάντοτε η έκφραση των γενικών αναγκών του τρόπου παραγωγής κάθε κοινωνίας. Κάθε μεταβολή στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, σηματοδοτεί και μεταβολή στο χαρακτήρα, το περιεχόμενο, το εύρος και ίσως και το φορέα υλοποίησης αυτής της διαδικασίας.
Συνοψίζοντας: εκπαίδευση είναι μια πολύ συγκεκριμένη, δομημένη κι συστηματική διαδικασία, που αποτελεί απαραίτητο όρο για την εξασφάλιση των υλικών και ιδεολογικών όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει την εκμάθηση ενός γνωστικού αντικειμένου (γενικών γνώσεων και πρακτικών δεξιοτήτων) με χρησιμότητα στην παραγωγή αγαθών.
Σε όλα τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα η εκπαίδευση των κυρίαρχων τάξεων ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, με φορέα τους ιδιωτικούς δασκάλους ή την Εκκλησία (στο Μεσαίωνα). Η γενική εκπαίδευση για τις υποτελείς τάξεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η πρακτική εκπαίδευση γινόταν εμπειρικά μέσα στην παραγωγή. Όπου γινόταν αναγκαία μια πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση, για τα ανώτερα δηλαδή στρώματα των τάξεων αυτών ή για τις ενδιάμεσες τάξεις (τεχνίτες, έμποροι), με εξαίρεση τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας (ιερείς), ήταν επίσης άμεσα συνδεδεμένη και ουσιαστικά κομμάτι της παραγωγής. Γινόταν με την μορφή της μαθητείας και δεν προηγούταν της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Οι λόγοι γι’ αυτή την κατάσταση ήταν οι εξής:
α) Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής των προκαπιταλιστικών κοινωνιών ήταν η καλλιέργεια της γης, μια διαδικασία που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη ειδίκευση και γινόταν εμπειρικά μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής. Το ίδιο ίσχυε και για την ειδίκευση των άλλων χειρωνακτών (τεχνιτών, εμπόρων) που η ειδίκευση τους στην ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης της, είχε τη μορφή σχολών μαθητείας μέσα στα ίδια τα εργαστήρια.
β) Οι παραγωγοί, στις κοινωνίες αυτές δεν ήταν χωρισμένοι από τα μέσα παραγωγής (βρίσκονταν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στην κατοχή – έλεγχο τους) οπότε η εκπαίδευση τους γινόταν πάνω σε αυτά
γ) Η έλλειψη γενικών γνώσεων, η αμάθεια ήταν το καταλληλότερο έδαφος για την επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας, μέσω των θρησκευτικών δοξασιών.
Η κυριαρχία όμως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει πρώτα και κύρια την απόσπαση των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, την ιδιοποίηση των δεύτερων από τους καπιταλιστές και την υπαγωγή έτσι της εργασίας στο κεφάλαιο.
Συνεπάγεται επίσης την ανάπτυξη της επιστήμης, που εφαρμόζεται στην βιομηχανική παραγωγή, απαιτώντας στο αρχικό στάδιο, έναν ανώτερο βαθμό ειδίκευσης και γενικών γνώσεων από τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα η επιστήμη είναι μεν άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της παραγωγής, ωστόσο πρέπει να είναι διαχωρισμένη ως διαδικασία από αυτήν για να την εξυπηρετεί όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Τέλος το καπιταλιστικό σύστημα μέσα από την εξέλιξή του δημιουργεί μια πολυάριθμη επαναστατική τάξη συγκεντρωμένη στις μεγάλες πόλεις, την εργατική τάξη, ενώ εξαθλιώνει παράλληλα μεγάλα τμήματα μικροαστών. Με αυτόν τον τρόπο θέτει τις βάσεις για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του από τις πλατειές λαϊκές μάζες και έτσι στην άρχουσα τάξη χρειάζεται ένας πιο σύνθετος τρόπος επιβολής της κυρίαρχης ιδεολογίας, μέσα από ένα αναπτυγμένο εκπαιδευτικό σύστημα.
Όλα τα παραπάνω μας δίνουν συμπερασματικά και τα βασικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής εκπαίδευσης.
Στον πρώιμο καπιταλισμό, πλάι στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων που φοιτούσαν οι γόνοι της μεγαλοαστικής τάξης, όπως θα δούμε παρακάτω, η πιο διαδεδομένη μέθοδος εκπαίδευσης για το λαό, ήταν οι σχολές μαθητείας που λειτουργούσαν μέσα στα ίδια τα εργοστάσια. Έχουμε λοιπόν μια εκπαίδευση στενά συνδεδεμένη με την παραγωγή. Η ίδια η αστική τάξη με τις σχολές αυτές επωμιζόταν το κόστος της εκπαίδευσης των εργατών. Όσο όμως αναπτυσσόταν η τεχνολογία της παραγωγής (μέσω της εξέλιξης της επιστήμης στα πανεπιστήμια) τόσο περισσότερο η εργασία του εργάτη γινόταν απλούστερη και η μαθητεία δεν είχε αντικείμενο. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής και οι νέες μέθοδοι εντατικοποίησης της εργασίας αποξένωσαν εντελώς τον εργάτη από το σύνολο της παραγωγής.
Φτάνουμε στον «εργάτη-εξάρτημα της μηχανής» κατά τη ρήση του Μαρξ που βιδώνει μια βίδα μπροστά στην αλυσίδα παραγωγής, δηλαδή στην πλήρη υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στη «νεκρή» (1). Αυτός ο εργάτης δεν χρειάζεται ειδική εκπαίδευση για την εργασία του.
Παράλληλα, η ανάπτυξη του αστικού κράτους και των σύνθετων μηχανισμών του, χρειάζεται μια στρατιά σχετικά μορφωμένων υπαλλήλων που θα επανδρώσουν αυτό το μηχανισμό.
Mια τρίτη, αναγκαία λειτουργία της εκπαίδευσης είναι η επιμόρφωση των μεσαίων-ανώτερων και ανώτατων στελεχών των επιχειρήσεων, των «αξιωματικών της παραγωγής», κατά τον Μαρξ, που απαιτούν μια σχετικά επιστημονική κατάρτιση.
Τέλος, ο αποξενωμένος από τη συνολική επαφή με την παραγωγή εργάτης χρειάζεται μια εκπαίδευση που πάνω απ’ όλα θα επιτελεί τον ιδεολογικό της ρόλο, θα τον διαποτίζει με την κυρίαρχη ιδεολογία και θα τον κρατάει μακριά από τα υλιστικά συμπεράσματα της επιστήμης.
Η εκπαίδευση λοιπόν στον καπιταλισμό θα έπρεπε να είναι μαζική, διαστρωματωμένη-ιεραρχική και κατανεμητική (να μοιράζει δηλαδή ρόλους στην παραγωγή και αναπαραγωγή).
Επίσης η απόσπαση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και η αποξένωση του από την ίδια την παραγωγική διαδικασία (που η γνώση για τη λειτουργία της στην ολότητα της και ο συνολικός της έλεγχος είναι προνόμιο του κεφαλαιοκράτη και των ανώτατων στελεχών στην παραγωγή, των «αξιωματικών» του) βάζει τις βάσεις για τον δομικό διαχωρισμό της εκπαίδευσης από την παραγωγή. Η εκπαίδευση δηλαδή χωροταξικά και ως περιεχόμενο, γίνεται έξω από την παραγωγική διαδικασία, φορέας της δεν είναι ο καπιταλιστής – ούτε ο ίδιος επιβαρύνεται με το κόστος της – και λειτουργεί ως μια παράλληλη διαδικασία συνεχούς ανατροφοδότησης και αναπαραγωγής της καπιταλιστικής παραγωγής και των σχέσεων της.
Έτσι το ρόλο του φορέα υλοποίησης αυτής της διαδικασίας αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος, που λειτουργεί ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης (εξυπηρετώντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου ως σύνολο). Το ίδιο επωμίζεται και το κόστος της διαδικασίας (χρηματοδοτώντας την με την έμμεση απόσπαση υπεράξιας, τη φορολογία).
Το αντιπροσωπευτικότερο εκπαιδευτικό σύστημα για τον καπιταλισμό, είναι το τριμερές σύστημα που εφαρμόστηκε πρώτα στην Αγγλία, τη μητρόπολη του καπιταλισμού το 1867 και έπειτα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Το τρίμερες σύστημα, δηλαδή ο χωρισμός σε κατώτερη, μέση και ανώτερη-ανωτάτη εκπαίδευση αποτελεί πίστη αντανάκλαση της ταξικής κοινωνίας στον καπιταλισμό.
Η κατώτερη εκπαίδευση (δημοτικό) είναι η βαθμίδα γενικής εκπαίδευσης των λαϊκών τάξεων, που εξοπλίζει στοιχειωδώς την εργατική τάξη για να μπει από νωρίς στην παραγωγή.
Η μέση εκπαίδευση αποτελεί μια πρώτη επαφή με τις επιστήμες και τις γενικές τους έννοιες. Εκεί εκπαιδεύονται τα μεσαία στρωματά, οι υπάλληλοι, τα κατώτερα στελέχη της παραγωγής και οι διοικητικοί υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού. Εκεί μπαίνουν και οι βάσεις για την απόκτηση ανώτερης και ανωτάτης εκπαίδευσης-επιστημονικής ειδίκευσης.
Τέλος στην ανώτερη-ανωτάτη εκπαίδευση παράγονται τα ανώτατα στελέχη της παραγωγής και του κράτους και η αστική ελίτ.
Παράλληλα βέβαια έχουμε και την ανάπτυξη και λειτουργία μια δεύτερης ταχύτητας εκπαιδευτικής διαδικασίας – της τεχνικής εκπαίδευσης, που έχει βέβαια και αυτή μια δική της διαστρωμάτωση (στην Ελλάδα ΤΕΕ-ΤΕΙ). Σε αυτή την εκπαίδευση που στην ουσία αποτελεί κατάρτιση, γίνεται μια κατώτερου επιπέδου (απ’ ότι στην ανωτάτη εκπαίδευση) σύνδεση με την παραγωγή και εδώ βρίσκει την πιο καθαρή του αντανάκλαση ο θεμελιώδης ταξικός καταμερισμός εργασίας ανάμεσα σε χειρωνακτική και πνευματική εργασία: ο θεωρητικός ερευνά, σχεδιάζει, ελέγχει και ο ειδικευμένος χειρωνακτης μαθαίνει να εφαρμόζει.
Συνοπτικά λοιπόν,
α) Υποχρεωτικό σχολείο : χειρώνακτες-κατώτεροι υπάλληλοι (1ο βάθμιο- 2ο βάθμιο-ΤΕΕ)
β) Τεχνικές σχολές : στρώματα κατώτερων-μεσαίων στελεχών παραγωγής, τεχνολογικά ειδικευμένων
γ) Ανώτατες σχολές : αστική ελίτ, ανώτατα στελέχη (2)
ΑΣΤΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
3 ) Η επιστήμη κάτω από τις ασφυκτικές καπιταλιστικές σχέσεις
«Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε. Εδώ και δεκάδες χρόνια, η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της εξέγερσης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σύγχρονες σχέσεις παραγωγής, ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που αποτελούν τους όρους ύπαρξης της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της……..Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές.»
(Κ.Μαρξ- Φ.Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος. Σελ 32 εκδ:Σύγχρονη Εποχή)
Η επιστήμη είναι μια από τις σημαντικότερες παραγωγικές δυνάμεις που έφερε στο προσκήνιο ο καπιταλισμός. Συστηματικά αναπτύχθηκε μαζί με τον καπιταλισμό και στον ώριμο πια καπιταλισμό η υπαγωγή της στο κεφάλαιο, όπως και κάθε άλλης παραγωγικής δύναμης ήταν σχεδόν πλήρης. Έτσι στο στάδιο του Ιμπεριαλισμού, του σύγχρονου παρακμασμένου καπιταλισμού, η επιστήμη έχει φτάσει σε ένα τέτοιο βαθμό ανάπτυξης αταίριαστο με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, η υπαγωγή της στο κεφάλαιο λοιπόν, μπαίνει εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της.
Όμως όσο η εργατική τάξη δεν απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνάμεις από τις παρακμασμένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις το καπιταλιστικό σύστημα για να επιβιώσει θα καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις που το ίδιο δημιούργησε. Έτσι λοιπόν οι συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης πάνω στην επιστήμη είναι καταστροφικές. Η επιστήμη ασφυκτιά μέσα στα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής!
Η επιστήμη έχει ως παραγωγική δύναμη τεράστια δυναμική. Αύξησε την παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας σε πρωτοφανή για ολόκληρη την ιστορία μεγέθη, απάλλαξε τον άνθρωπο από το σκοταδισμό, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, βελτίωσε θεαματικά την ποιότητα αλλά και τη διάρκεια της ζωής του. Με λίγα λόγια έπαιξε και παίζει στην ιστορία πρωτοποριακό ρόλο για την κοινωνική εξέλιξη, είχε και έχει ευεργετικές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.
Ωστόσο, ακριβώς λόγω της υπαγωγής της επιστήμης στο κεφάλαιο, σήμερα που ο καπιταλισμός αδυνατεί να παίξει οποιονδήποτε προοδευτικό ρόλο, αυτή η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Η μονοπώληση της επιστήμης από το κεφάλαιο της προσδίδει έναν αντικοινωνικό χαρακτήρα, την εμποδίζει να αναπτυχθεί , την καταπιέζει.
Ενώ η ανάπτυξη της τεχνικής και της τεχνολογίας προχωράει ραγδαία, επιτρέποντας στην ανθρώπινη εργασία να έχει πολλαπλάσια αποδοτικότητα, η εργάσιμη ημέρα επιμηκύνεται, ο ρυθμός εργασίας εντατικοποιείται και ο βαθμός εκμετάλλευσης αυξάνεται. Έτσι αντί η τεχνολογία να βελτιώνει τις εργασιακές συνθήκες και τη ζωή του εργαζόμενου, τις επιδεινώνει. Παράλληλα, η τεχνολογία χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει μέσα αστυνόμευσης της ζωής μας (κάμερες, υποκλοπές κ.α.). Η ανάπτυξη της χημείας οδηγεί σε περιβαλλοντικές καταστροφές (τρύπα του όζοντος, βιο-συσσώρευση κλπ). Οι νέες παραγωγικές μέθοδοι και η βιομηχανική έρευνα δεν στοχεύουν στην βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, αλλά στην χειροτέρευση τους ώστε οι καταναλωτές να αναγκάζονται να αγοράζουν συνεχώς καινούργια, με την μέθοδο της «ενσωματωμένης αχρηστοποίησης». Τραγικότερο παράδειγμα, η χρήση των επιστημών για τη δημιουργία όπλων μαζικής καταστροφής!
Ο έλεγχος των μονοπωλίων ωστόσο, δεν αντιστρέφει μόνο τον κοινωνικό χαρακτήρα της επιστήμης, αλλά εμποδίζει την ανάπτυξη της, αφήνοντας τεράστια αποθέματα γνώσης αναξιοποίητα, επειδή δεν οδηγούν στην κερδοφορία! Η έρευνα για τις οικολογικές- εναλλακτικές μορφές ενέργειας είναι μηδενική, λόγω των συμφερόντων των πετρελαϊκών κολοσσών. Το ίδιο συμβαίνει με την έρευνα για τις ασθένειες- μάστιγες την ίδια στιγμή που οι φαρμακευτικές εταιρίες ξοδεύουν τεράστια ποσά για αναβολικά και πιο εύγευστα παυσίπονα!
Η σπατάλη λοιπόν επιστημονικής – ερευνητικής εργασίας σε ήσσονος σημασίας αλλά υψηλής κερδοφορίας προϊόντα είναι τεράστια, την ίδια στιγμή που ερευνητικές ομάδες εργάζονται συχνά για τον ίδιο σκοπό, μυστικά η μία από την άλλη για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού, ενώ όλη αυτή η πολύτιμη ερευνητική προσπάθεια θα μπορούσε να γίνει συλλογικά και οι πόροι θα μπορούσαν να διατεθούν για κοινωνικούς σκοπούς!
Παράλληλα σε μια εποχή που η επιστήμη παίζει ρόλο – κλειδί στην καθημερινότητα, οι θρησκευτικές και δεισιδαιμονικές προλήψεις, ο μυστικισμός, οι μεταφυσικές αγυρτείες βρίσκονται στο απόγειο της επιρροής τους. Αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της υπαγωγής της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό, της αναγκαίας ιδεολογικής λειτουργίας της: να απομακρύνει το λαό από τα υλιστικά συμπεράσματα της επιστήμης! Ο Ιμπεριαλισμός λοιπόν δεν αποτελεί απλώς τροχοπέδη για την ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά την μετατρέπει σε καταστροφικό όπλο ενάντια στην ανθρωπότητα!
Με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης, επιδιώκεται η ακόμα στενότερη υπαγωγή των χώρων παραγωγής επιστήμης στο κεφάλαιο. Η έρευνα αναπροσανατολίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του σε αντικοινωνικούς σκοπούς. Το βάρος που δίνεται στην εφαρμοσμένη έρευνα, με τον ταυτόχρονο εξοβελισμό της βασικής και την εντεινόμενη υπερ-ειδίκευση, απειλούν την ίδια την επιστημονική εξέλιξη! Ο παρασιτικός ρόλος του καπιταλισμού λοιπόν καταστρέφει την επιστήμη!
Η ανάγκη να απελευθερωθεί η επιστήμη από τα στενά όρια και τις ασφυκτικές πιέσεις του καπιταλισμού είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλιστικό σχεδιασμό των παραγωγικών δυνάμεων κάτω από κοινωνικό έλεγχο. Μόνο αν απελευθερωθεί η οικονομία και κατά συνέπεια η κοινωνία και η εκπαίδευση από τις παρασιτικές καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης θα αποκατασταθεί ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστήμης.
Οι ευεργετικές συνέπειες για την ανθρωπότητα θα ήταν τεράστιες αν όλες αυτές οι αναξιοποίητες επιστημονικές δυνατότητες και αυτές που αξιοποιούνται με λάθος τρόπο και όλοι αυτοί οι πόροι που σπαταλιούνται άσκοπα, εντάσσονταν σε ένα πρόγραμμα σχεδιασμού κάτω από τον έλεγχο της κοινωνίας, δηλαδή τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο, στην κατεύθυνση της γενικής ευημερίας.
4) Γέννηση και εξέλιξη του αστικού πανεπιστήμιου
Το πανεπιστήμιο γεννιέται στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα μαζί με την εμβρυακή δημιουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γνωρίζει ωστόσο τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και εξάπλωση του ως θεσμός μετά την αστική επανάσταση και την ουσιαστική εδραίωση του καπιταλισμού.
Τα πρώτα πανεπιστήμια στηρίχτηκαν στις εθελούσιες ενώσεις κεφαλαίων ιδιωτών- προοδευτικών αστών της εποχής. Απευθύνονταν μόνο στους γόνους εύπορων οικογενειών από διάφορες χώρες που είχαν την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθούν μαθήματα γι’ αυτό και αποτέλεσαν τις πρώτες διεθνικές κοινότητες. Οι πρώτες κατακτήσεις τους ήταν το άσυλο, δηλαδή η ελεύθερη από το κράτος και την εκκλησία διακίνηση ιδεών (της επαναστατικής τότε αστικής ιδεολογίας) και η αυτονομία.
Σε αυτό το πρώιμο πανεπιστήμιο η κύρια λειτουργία ήταν η ιδεολογική, καθώς η επιστήμη δεν έχε ακόμη, παρά μόνο σε εμβρυακό βαθμό συνδεθεί με την παραγωγή, δεν αποτελούσε δηλαδή παραγωγική δύναμη. Τα κύρια επαγγέλματα που παρήγαγε ήταν ελευθέρα επαγγέλματα (γιατροί, δικηγόροι). Αυτό αντανακλά τον επαναστατικό ρόλο των μεσοαστικών στρωμάτων στο συγκεκριμένο στάδιο του καπιταλισμού. Επομένως το πανεπιστήμιο παρήγαγε κυρίως την ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης και δευτερευόντως κάποιες κατηγόριες επαγγελμάτων (κατανεμητικός ρόλος), οι οποίες ήταν κυρίως εκτός του χώρου παραγωγής και εντός του χώρου αναπαραγωγής του αστικού συστήματος. Η υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή σ’ αυτό το στάδιο ήταν έμμεση μόνο, μέσω δηλαδή της ιδεολογίας (μην ξεχνάμε ότι η ουσιαστική ειδίκευση για την παραγωγή για τους εργαζόμενους σ’ αυτην γινοταν ακόμα στις σχολές μαθητείας).
Mε την ανάπτυξη και εδραίωση του καπιταλισμού το τοπίο αλλάζει ριζικά για το πανεπιστήμιο. Έχουμε όπως είδαμε την εγκαθίδρυση του τριμερούς εκπαιδευτικού συστήματος, του οποίου το πανεπιστήμιο αποτελεί την κορυφή και τον άμεσο ανατροφοδότη σε περιεχόμενο και σε έμψυχο δυναμικό. Έχουμε την αυτοματοποίηση της παραγωγής, την επιστημονική οργάνωση της και άρα την άμεση υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή μέσω της τεχνολογίας. Ενισχύεται ο κατανεμητικός ρόλος του πανεπιστημίου και εμφανίζεται ο παραγωγικός του ρόλος.
Εδώ είναι το σημείο καμπής, όπου το κράτος αναλαμβάνει άμεσα τη λειτουργία του πανεπιστημίου (ανεξαρτήτως αν τα ιδρύματα είναι ιδιωτικά ή δημόσια) και εξυπηρετεί έτσι άμεσα τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έτσι καταργείται η ουσιαστική αυτονομία του πανεπιστημίου από την πολιτική εξουσία.
Ταυτόχρονα δίπλα στην ανώτατη εκπαίδευση εμφανίζεται η ανώτερη -τεχνική, εξυπηρετώντας τον καταμερισμό εργασίας (πνευματική-χειρωνακτική) με έναν άμεσο τρόπο, και απηχώντας την ανάγκη των επιχειρήσεων για εξειδικευμένο-αναλώσιμο στελεχιακό δυναμικό, χωρίς πλήρη επιστημονική ειδίκευση. Την ανάγκη δηλαδή οι επιστήμονες να υποκατασταθούν από τεχνολόγους εφαρμοστές που αποτελούν εξαρτήματα της μηχανής. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της όλο και αυξανόμενης δυνατότητας ενσωμάτωσης της πνευματικής εργασίας στο τελικό προϊόν και άρα, της υπαγωγής της για πρώτη φορά στη νεκρή εργασία.
5)Τα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου
Το πανεπιστήμιο καταλαμβάνει την κορυφή του ιεραρχικού-τριμερούς συστήματος. Συμπυκνώνει, εμπεδώνει και αναπαράγει τον καπιταλιστικό διαχωρισμό πνευματικής -χειρωνακτικής εργασίας. Στόχος του είναι η πλατειά αναπαραγωγή των φορέων καπιταλιστικής εξουσίας, των στελεχών της παραγωγής και διοίκησης και βέβαια της πολιτικής και ιδεολογικής «ελίτ» του αστικού κράτους. Επίσης στόχος του είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης υπαγόμενης στο κεφαλαίο.
Συνοψίζοντας έχει τρεις λειτουργίες σε σχέση με την κοινωνία και την παραγωγή:
1) Παραγωγική λειτουργία
2) Κατανεμητική λειτουργία (μοίρασμα ρόλων στην παραγωγή και αναπαραγωγή)
3) Ιδεολογική λειτουργία
Φορέας της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν μπορεί παρά να είναι το κράτος ανεξάρτητα αν τα ιδρύματα είναι δημόσια η ιδιωτικά. Και αυτό γιατί το αστικό κράτος ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης είναι το μόνο που μπορεί να προσδιορίσει και να εκφράσει το στρατηγικό συμφέρον της αστικής τάξης ως σύνολο, δηλαδή την διατήρηση και αναπαραγωγή του συστήματος.
Πρώτον γιατί μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί την επιβολή της αστικής-εθνικής ιδεολογίας στους εργαζόμενους (κρατική εγγύηση της ιδεολογικής λειτουργίας). Δεύτερον γιατί μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει το κόστος της βασικής επιστημονικής έρευνας. Το κόστος αυτής της έρευνας είναι μεγάλο από τη φύση του και ασύμφορο για το ατομικό κεφαλαίο, γιατί δεν εξυπηρετεί άμεσα τις ανάγκες του, αντίθετα με την εφαρμοσμένη. Ωστόσο, χωρίς βασική ερευνά δεν υπάρχει εφαρμοσμένη, δεν υπάρχει σε τελική ανάλυση επιστημονική εξέλιξη.
Τρίτον, μόνο το κράτος μπορεί να επιλύσει την αντίφαση ατομικού-συνολικού κεφαλαίου που εκφράζεται με τη αντίφαση υπερειδίκευση-κινητικότητα. Δηλαδή κάθε ατομικό κεφαλαίο θέλει το εργατικό δυναμικό πλήρως προσαρμοσμένο στις δικές του εργασιακές απαιτήσεις- υπερειδικευμένο στο δικό του αντικείμενο και τεχνολογία. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπλόκαρε την κινητικότητα των εργαζόμενων και μέσω αυτής τη συνολική καπιταλιστική αναπαραγωγή που απαιτεί το στρατηγικό συμφέρον του κεφαλαίου.
Το πανεπιστήμιο λοιπόν παίζει για τον καπιταλισμό ρόλο κλειδί και ο χαρακτήρας του θα είναι πάντα ταξικός ακόμα και με την καλύτερη μορφή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όπως και κάθε άλλος ιδεολογικός μηχανισμός δεν αποτελεί πεδίο ταξικής σύγκρουσης, και δεν διαπερνάται από την ταξική πάλη. Αυτό γίνεται βέβαια κυρίως λόγω της αυξημένης για μια ιστορική περίοδο, δυνατότητας πρόσβασης της εργατικής τάξης σε αυτό και αφετέρου λόγω της μαζικής προλεταριοποίησης του επιστημονικού- ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και των μικροαστικών στρωμάτων. Το φοιτητικό κίνημα αποτελεί έτσι ένας από τους βασικότερους εν δυνάμει σύμμαχους του εργατικού κινήματος.
6) Το μεταπολεμικό πανεπιστήμιο
Η πραγματικότητα αυτή όσον αφορά τον κατανεμητικο ρόλο και την ταξική διαστρωμάτωση της εκπαίδευσης, είχε αλλάξει σημαντικά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο τις προηγούμενες δεκαετίες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου και συνεχίζει σε κάποιο βαθμό να παραμένει διαφορετική. Η μεταβολή αυτή συνίσταται στο ότι περισσότερα παιδιά εργατικών οικογενειών είχαν πρόσβαση στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης και το συνολικό μορφωτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων είχε ανάβει αισθητά, καθώς και η δυνατότητα για κοινωνική ανέλιξη.
Αυτή η μεταβολή οφείλεται στις επιπτώσεις της μακράς μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Δηλαδή:
Α) Στην εφαρμογή κευνσιανών πολιτικών κράτους πρόνοιας που οδήγησαν σε δωρεάν εκπαίδευση αμβλύνοντας κάπως τους ταξικούς φραγμούς, σαν αποτέλεσμα των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος και της δυνατότητας του καπιταλισμού να κάνει φιλεργατικές παραχωρήσεις.
Β) Στις αυξημένες ανάγκες σε επιστημονικά ειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό για την παραγωγή, ως αποτέλεσμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της τεράστιας ανάπτυξης των υπηρεσιών.
Γ) Στην υψηλή απασχόληση λόγω της ανάπτυξης που εξασφάλιζε θέσεις εργασίας στο σύνολο σχεδόν των αποφοίτων.
Στην Ελλάδα ειδικότερα όλες αυτές οι τάσεις υπήρχαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, λόγω του γεγονότος ότι η αποφασιστική μεταβολή της οικονομίας από αγροτική σε αστική, με κύρια έμφαση στις υπηρεσίες, πραγματοποιήθηκε μετά τον πόλεμο.
Ωστόσο το υφεσιακό κύμα που ακολούθησε, με άμεσες επιπτώσεις τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές και την εκ νέου ένταση των ταξικών φραγμών έχει «αποκαταστήσει» -ή πρόκειται να το κάνει – την αρχική κατάσταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια όλο και λιγότερα παιδιά εργατικών οικογενειών μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, όλο και λιγότεροι αποφοιτούν, όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν ακόμα και την υποχρεωτική εκπαίδευση, κυρίως από τα φτωχότερα στρώματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Η διαδικασία της παραγωγής στον καπιταλισμό αποτελεί ταυτόχρονα και διαδικασία αναπαραγωγής. Αναπαράγονται δηλαδή μέσα από την εργασία, η ίδια η εργασία και το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο λοιπόν αποτελεί μετασχηματισμένη εργασία, εφ’ όσον αναπαράγεται μέσω αυτής, ή αλλιώς κατά τον Μαρξ «νεκρή εργασία».