Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΤα 15 Σημεία του ΣΥΡΙΖΑ από Μαρξιστική σκοπιά - Μέρος Ζ΄

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Τα 15 Σημεία του ΣΥΡΙΖΑ από Μαρξιστική σκοπιά – Μέρος Ζ΄

Πώς θα παλέψουμε τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό

 
Στο σημείο 1 με τίτλο «Υπεράσπιση της Ειρήνης, αγώνας ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό» διαβάζουμε ορισμένες παραδοσιακά κοινά αποδεκτές στην Αριστερά θέσεις όπως η Αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, το Κλείσιμο των βάσεων, η Δραστική μείωση των εξοπλισμών, η Άμεση απεμπλοκή της χώρας μας από διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες και δράσεις που συνδέονται με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», η Αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από ξένα εδάφη. Ποιο θα είναι όμως το υποκείμενο της πάλης γι όλα αυτά; Στο ίδιο σημείο, μαθαίνουμε ότι αυτό θα είναι το «φιλειρηνικό κίνημα».
Ολόκληρο αυτό το σημείο διαπνέεται από μια προσέγγιση του ιμπεριαλισμού, του πολέμου και της ειρήνης, έξω από τα πλαίσια της ταξικής πάλης. Όμως ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλά μια επεκτατική πολιτική των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός της εποχής μας. Είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού και γι’ αυτό η πάλη εναντίον του μπορεί να γίνει μόνο με ταξικούς κι όχι με αφηρημένους, ηθικούς όρους. Η «Προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα Βαλκάνια και το Αιγαίο» είναι πάνω από όλα ένα ταξικό ζήτημα. Ποιος έχει συμφέρον από αυτή; Μόνο η εργατική τάξη της ευρύτερης περιοχής που έχει κοινά υλικά συμφέροντα. Αντίθετα οι αστικές τάξεις χωρίζονται μεταξύ τους με μια άβυσσο αντίθετων συμφερόντων και επιδιώξεων. Τους χωρίζουν οι αγορές, ο έλεγχος των πρώτων υλών, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η στρατιωτική και πολιτική ισχύς, η προσπάθεια προσεταιρισμού της εύνοιας του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Συνεπώς, τόσο η διεκδίκηση όσο και η εφαρμογή στην εξουσία «Μιας πολιτικής φιλίας, συνεργασίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, ανάπτυξης των διακρατικών σχέσεων, της καλής γειτονίας, της ισότιμης συνεργασίας και του σεβασμού του αμοιβαίου οφέλους και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των χωρών» είναι υπόθεση του εργατικού κινήματος των χωρών των Βαλκανίων και της Τουρκίας. 
Το σημείο 1 καταλήγει : «Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορούν να προωθηθούν δίκαιες λύσεις στα μεγάλα προβλήματα του Κυπριακού, των ελληνοτουρκικών σχέσεων, της FYROM, του Κόσσοβου κ.ά.». Αλλά αυτή η θαυματουργή προτεινόμενη «βάση» είναι η δράση του αταξικού φιλειρηνικού κινήματος και το έδαφος του καπιταλισμού. Πως είναι δυνατόν να βρεθεί «δίκαιη λύση» σε «προβλήματα» όπως το Κυπριακό, οι «ελληνοτουρκικές σχέσεις», το Μακεδονικό, το Κόσσοβο όταν η αποστολή αυτή εκχωρείται σε εκείνους που δημιούργησαν όλα αυτά τα προβλήματα, δηλαδή τον ιμπεριαλισμό και τις αλληλοσπαρασσόμενες ντόπιες αστικές τάξεις; Πώς θα επιτευχθεί λύση αν δεν εξαλειφθούν τα ίδια τα αίτια που γεννούν τους ανταγωνισμούς, δηλ τα αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα των αστικών τάξεων; Η βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαν να βρεθούν δίκαιες λύσεις είναι μόνο η αλληλέγγυα, διεθνιστική πάλη των εργαζόμενων της περιοχής, ενάντια στον καπιταλισμό και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Οριστική εξασφάλιση ειρήνης και σταθερότητας μπορεί να προκύψει μόνο με την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων και της Τουρκίας μέσα από την άνοδο της εργατικής τάξης στην εξουσία στη μια χώρα μετά την άλλη. Η προοπτική αυτή πρέπει να προετοιμαστεί από σήμερα από τα κόμματα της Αριστεράς και τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος της περιοχής με τακτικές κοινές διασκέψεις και κοινές μορφές δράσης γύρω από ένα ενιαίο πρόγραμμα πάλης. Αντί για φλυαρίες περί φιλειρηνικού κινήματος και δίκαιων λύσεων μέσα στην σημερινή ασφυκτική καπιταλιστική πραγματικότητα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να λάβει και να προτείνει σοβαρές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση. 

Ουσιαστική αποδοχή της καπιταλιστικής Ε.Ε

Στο σημείο 2 οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ μας ανακοινώνουν ότι στοχεύουν άμεσα όχι σε μια Σοσιαλιστική Ευρώπη, αλλά όπως μαρτυρά ο σχετικός τίτλος, σε μια Ευρώπη χωρίς «νεοφιλελεύθερες επιλογές». Βέβαια, προς το τέλος, καταχωνιασμένη σε μια γωνιά και δίχως περεταίρω διευκρινήσεις, ξεπροβάλει και η «σοσιαλιστική κατεύθυνση»: «Πάλη για μια Ευρώπη, που θα κινείται έξω από τα δόγματα του ατλαντισμού σε προοδευτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.» Όμως αυτή η αδιευκρίνιστη «κατεύθυνση» δεν τίθεται σαν η κύρια προτεραιότητα, καθώς προέχουν οι «αντινεοφιλέλευθερες επιλογές». Για άλλη μια φορά ο σοσιαλισμός αντιμετωπίζεται σαν ζήτημα του απροσδιόριστου μέλλοντος κι όχι σαν ένα επιτακτικό ζήτημα του σήμερα.
Τι προέχει λοιπόν για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) ; Η κατάργηση «των Συνθηκών της Ε.Ε» και «ιδιαιτέρα» συγκεκριμένων νεοφιλελεύθερων διατάξεών τους, καθώς και του «Συμφώνου Σταθερότητας», αλλά όχι της ίδιας της καπιταλιστικής Ε.Ε. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η στοχοποίηση διατάξεων της συνθήκης του Μάαστριχτ, χωρίς να γίνεται ούτε ένας υπαινιγμός αυτοκριτικής για την πολιτική υποστήριξη που επίσημα παρείχε σε αυτή της συνθήκη σαν σύνολο πριν από 17 χρόνια η μεγαλύτερη συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ο ΣΥΝ.
Η αποδοχή του καπιταλιστικού οικοδομήματος της Ε.Ε οδηγεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην προβολή θέσεων για τον εκσυγχρονισμό του θεσμού με ενίσχυση της επίφασης δημοκρατικότητας που τον περιβάλει, όπως η «κατοχύρωση του δημόσιου πολιτικού και κοινοβουλευτικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών» και η «Θεσμοθέτηση των δημοψηφισμάτων για κάθε τροποποίηση των Συνθηκών της Ε.Ε.». Όμως το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών είναι από τη φύση του εντεταλμένο να υπηρετεί τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει αν υπαχθεί στον οποιονδήποτε κοινοβουλευτικό έλεγχο, γιατί και το κοινοβούλιο επίσης είναι ένας θεσμός που σε τελική ανάλυση ελέγχεται από τα μεγάλα καπιταλιστικά μονοπώλια, τα οποία ελέγχουν τις αστικές κυβερνήσεις και διαθέτουν τις δικές τους κοινοβουλευτικές ομάδες.
Όσο για τη θέση για δημοψηφίσματα, έμμεσα αλλά σαφώς, δηλώνει την αποδοχή της δυνατότητας της άρχουσας τάξης να νομιμοποιεί με τελεσιγραφικά, διλληματικά δημοψηφίσματα του τύπου «Ναι ή όχι», χωρίς άλλη ριζική εναλλακτική πρόταση, τις πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της.

Ποια είναι η συνεπής σοσιαλιστική θέση για την Ε.Ε

Τι είδους θεσμό αποτελεί όμως η Ε.Ε και ποια πρέπει να είναι η στάση των σοσιαλιστών απέναντί της; Η Ε.Ε είναι καρπός της προσπάθειας των ισχυρότερων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να δημιουργήσουν μια μεγάλη ενιαία επικράτεια αγοράς που θα τις βοηθήσει στην ιμπεριαλιστική τους πάλη με τους διεθνείς ανταγωνιστές τους (Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, Γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό κ.α). Ακριβώς όπως αποτελεί αντιδραστική ουτοπία κάθε απόπειρα σταδιακής μεταρρύθμισης του αστικού κρατικού μηχανισμού και ομαλής μετατροπής του από έναν θεσμό που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης σε ένα θεσμό που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού, το ίδιο συμβαίνει και με την απόπειρα μεταρρύθμισης της Ε.Ε. Διότι οι αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες Συνθήκες της Ε.Ε δεν είναι αφηρημένα κάποιες «επιλογές» που θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές δίνουν κάθε φορά στο θεσμό τους το περιεχόμενο που είναι σύμφωνο με τα συμφέροντά τους. Κάνουν έτσι πάντα τις σωστές για εκείνους «επιλογές» στις Συνθήκες που προωθούν, αδιαφορώντας για τις προτεινόμενες «επιλογές» των ρεφορμιστών. Οι Συνθήκες της Ε.Ε με αυτή την έννοια, αντανακλούν και θα αντανακλούν σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα και τις επιλογές της τάξης που την έχει δημιουργήσει και θα αποτυπώνουν τον εκάστοτε συσχετισμό ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές καπιταλιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της. 
Συνεπώς το βασικό καθήκον των σοσιαλιστών σχετικά με την Ε.Ε είναι να εξηγούν την καπιταλιστική της φύση και να προβάλουν την διεκδίκηση της άμεσης εξόδου της χώρας από την Ε.Ε από τη σκοπιά της πάλης για την οικοδόμηση μιας Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Ευρώπης. Διότι σε τελική ανάλυση το αληθινό δίλλημα δεν είναι «μέσα ή έξω από την Ε.Ε» αλλά «καπιταλιστική ή σοσιαλιστική Ευρώπη».
Οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΝ για να καμουφλάρουν την αποδοχή του αντιδραστικού καπιταλιστικού οικοδομήματος της Ε.Ε χρησιμοποιούν συχνά το χυδαίο, παραπλανητικό επιχείρημα ότι «δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από την Ευρώπη». Κανένας γνήσιος σοσιαλιστής φυσικά δεν προτείνει κάτι τέτοιο. Όμως σήμερα δεν υπάρχει αφηρημένα μια «Ενωμένη Ευρώπη». Υπάρχει μια ένωση των Ευρωπαϊκών αφεντικών για να εκμεταλλεύονται πιο αποτελεσματικά την εργατική τάξη. Από αυτή την Ένωση, όχι με τη γεωγραφική, αλλά με την ταξική και πολιτική της έννοια, πρέπει οι εργατικές τάξεις όλων των χωρών να παλέψουν να αποδεσμευθούν με σκοπό να την καταργήσουν, όχι σαν ένα βήμα προς την εθνική απομόνωση, αλλά υπερασπίζοντας τη γνήσια, ισότιμη και πλήρη ενοποίηση της Ευρώπης που μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε σοσιαλιστική βάση.
Το άλλο σύνηθες «επιχείρημα» που χρησιμοποιούν οι σύντροφοι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πρέπει να αποδεχθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «πεδίο πάλης». Ασφαλώς και οι γνήσιοι σοσιαλιστές αποδέχονται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πεδίο πάλης, όπως πεδίο πάλης είναι σε τελική ανάλυση ολόκληρη η διεθνής καπιταλιστική επικράτεια. Αυτό το «επιχείρημα» σκόπιμα παραβλέπει το καίριο ζήτημα : για τους ρεφορμιστές ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ η καπιταλιστική ΕΕ είναι αποδεκτή πρώτα και πάνω από όλα σαν θεσμός. Αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα και στα «15 σημεία» που προβάλουν σαν στόχο την μεταρρύθμιση και όχι την κατάργηση αυτού του θεσμού.
Οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές έκαναν σημαντικά βήματα ενοποίησης της Ευρώπης στη βάση των συμφερόντων τους, εξαιτίας της προηγούμενης περιόδου οικονομικής άνθισης. Σήμερα πάνω στο έδαφος της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης, η Ευρώπη σπαράσσεται όλο και πιο έντονα από τις συγκρούσεις των διαφορετικών αστικών τάξεων, που διαρκώς οξύνονται, απειλώντας να θέσουν στο άμεσο μέλλον σε αμφισβήτηση ακόμα και το «καμάρι» της Ε.Ε, το ενιαίο νόμισμα. Οι αυξανόμενες έριδες ανάμεσα σε Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία μας δείχνουν  οι καπιταλιστές δεν οδηγούν την Ευρώπη προς την ένωση, αλλά την κατευθύνουν σταθερά προς τον πλήρη κατακερματισμό. Σε αυτές τις συνθήκες γνήσιοι «ευρωπαϊστές» είναι μόνο όσοι υποστηρίζουν την Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Ευρώπης, μια Ευρώπη των ενωμένων εργαζόμενων στη βάση της σοσιαλιστικά σχεδιασμένης οικονομίας, χωρίς τις αστικές τάξεις και τον παρασιτικό τους ρόλο. Όσοι αντίθετα αποδέχονται ως αναγκαίο το θεσμό της καπιταλιστικής Ε.Ε που σπαράσσεται από τη σύγκρουση των ξεχωριστών εθνικών αστικών συμφερόντων, είναι αντικειμενικά πολέμιοι μιας γνήσιας Ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Αυτό που χρειάζεται να προτείνουν οι σοσιαλιστές στο εργατικό κίνημα σήμερα είναι βεβαίως η «Κοινή δράση και αγώνας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο» όπως αναφέρουν τα «15 σημεία», όχι όμως για την αυταπάτη «της διαμόρφωσης πολιτικών που θα προωθούν το δικαίωμα για πλήρη και σταθερή απασχόληση» γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο μέσα στον καπιταλισμό, αλλά με άξονα τις εξής διεκδικήσεις:
– Άμεση έξοδος της Ελλάδας από την καπιταλιστική Ε.Ε
– Κοινός αγώνας μαζί με τους ευρωπαίους εργαζόμενους για την κατάργηση της Ε.Ε των τραπεζών και των μονοπωλίων!
– Αγώνας για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης με την κοινωνικοποίηση  των τραπεζών και των μονοπωλίων και τη δημιουργία ενός ενοποιημένου και δημοκρατικού, πανευρωπαϊκού σοσιαλιστικού σχεδιασμού για την παραγωγή.

ΣΥΡΙΖΑ και εξουσία : υπεκφυγές και γρίφοι

Πέρα από βαθειά λαθεμένο στην ουσία του, το πρόγραμμα των «15 σημείων» δεν συνοδεύεται από μια σαφή πρόταση για το πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην εξουσία. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διστάζει να θέσει με έναν ξεκάθαρο και σαφή τρόπο το στόχο της εξουσίας για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Ψελλίζει αοριστολογίες όπως οι παρακάτω : «Σ΄ αυτές τις συνθήκες οι ευθύνες της Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει αναδειχθεί στη βασική αντιπολιτευτική δύναμη, είναι ιστορικές ….Το σχέδιο αυτό θα προωθηθεί σε δημιουργική σχέση και συνεργασία με το συνδικαλιστικό κίνημα και τα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα…Ο ΣΥΡΙΖΑ, που από την ίδρυσή του έχει ταχθεί δημόσια και αποφασιστικά υπέρ της κοινής δράσης και της πολιτικής συνεργασίας των δυνάμεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, απευθύνει τους 15 άμεσους στόχους σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς για διάλογο και κοινή δράση στην κοινωνία και τα κινήματα». Πουθενά δεν βλέπουμε μια ανοιχτή, τολμηρή και συγκεκριμένη πρόταση προς άλλα μαζικά εργατικά κόμματα για την προοπτική της εφαρμογής ενός αριστερού σοσιαλιστικού προγράμματος στην εξουσία.
 Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μας έχει συνηθίσει να αποφεύγει να διατυπώσει ανοιχτά μια τέτοια συγκεκριμένη πρόταση και να μιλάει με γρίφους και χρησμούς, συγχύζοντας και απογοητεύοντας τους εργαζόμενους. Ένας τέτοιος χρησμός είναι και η «Αριστερή διακυβέρνηση με επίκεντρο την ριζοσπαστική αριστερά» για την οποία έχει κάνει λόγο πολλές φορές ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλέξης Τσίπρας. Με βάση τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα αυτή η πρόταση μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά πράγματα: μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, μια συγκυβέρνηση με το ΚΚΕ, μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ, μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με μια διάσπαση του ΠΑΣΟΚ ή του ΚΚΕ κ.ο.κ Έτσι αντί να ξεκαθαρίζει την κατάσταση η θέση αυτή θολώνει απαράδεκτα τα «νερά».
Η μόνιμη «καραμέλα» – υπεκφυγή των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το ζήτημα της διατύπωσης μιας συγκεκριμένης πρότασης εξουσίας είναι η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη του «κυβερνητισμού». Μια λίγο προσεκτική εξέταση αυτού του όρου, φανερώνει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έχει επιλέξει τυχαία. Χρησιμοποιώντας την κατάληξη «–ισμός» που δηλώνει εθισμό στην συμμετοχή στην κυβέρνηση, καθόλου δεν αποκλείει αυτή καθ’ αυτή τη συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση στο μέλλον. Με την αποκήρυξη του όρου κυβερνητισμός δηλώνει ότι δεν έχει σαν μόνιμο αυτοσκοπό την συμμετοχή στην κυβέρνηση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα τη συζητήσει ή δεν θα την επιδιώξει σε μια ορισμένη στιγμή. Φυσικά δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα με αυτό, αν οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ εννοούσαν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση στηριγμένη στο εργατικό κίνημα. Όμως ο  ρεφορμιστικός – Κεϋνσιανός χαρακτήρας των «15 σημείων», μαρτυρά με έναν μάλλον αδιάψευστο τρόπο, ότι η κυβέρνηση στην οποία στο μέλλον θα επιδιώξουν να συμμετάσχουν, θα μοιάζει με τις κλασσικές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. Και στην παρούσα φάση και με τον παρόντα συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης μπορεί να γίνει μόνο από κοινού με τον αυθεντικό εκφραστή της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα, δηλαδή με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Όσο κι αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποκηρύσσει επίσημα την προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας με τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η ίδια η λογική του προγράμματός της παραπέμπει σε αυτή στο μέλλον.
Πως πρέπει όμως να τοποθετηθεί σήμερα απέναντι στο ΠΑΣΟΚ η «παραδοσιακή Αριστερά»; Γι’ αυτό το κρίσιμο ζήτημα δεν μαθαίνουμε τίποτα από τα «15 σημεία». Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποια πρέπει να είναι η απάντηση από μαρξιστική σκοπιά.

Ποια πρέπει να είναι η στάση έναντι του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα ένα κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με κοινωνική βάση τις πλατειές μάζες του εργαζόμενου λαού και με μια ηγεσία που μέσα από την πολύχρονη διαχείριση της αστικής εξουσίας, έχει αποκτήσει ισχυρούς, οργανικούς δεσμούς με το κεφάλαιο. Η «παραδοσιακή Αριστερά» δεν μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα προς την εξουσία αν δεν κατορθώσει να κερδίσει την πολιτική υποστήριξη των εργαζόμενων μαζών πάνω στις οποίες στηρίζεται η σημερινή αστική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.  Αυτό δεν είναι ένα απλό ζήτημα που μπορεί να λυθεί με επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις προς τη βάση του ΠΑΣΟΚ να πάψει να υποστηρίζει ένα κόμμα με το οποίο έχει αποκτήσει ιστορικούς δεσμούς. Απαιτεί μια σωστή προσέγγιση τόσο έναντι της βάσης, όσο και έναντι της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Αυτή δεν πρέπει να περιλαμβάνει γρίφους και υπονοούμενα, αλλά να συνιστά μια ξεκάθαρη και προσεκτικά επεξεργασμένη τακτική, που θα μπορούσε να γίνει κατανοητή και αποδεκτή στη βάση της εμπειρίας, ακόμα και από τον πιο καθυστερημένο πολιτικά εργάτη.
Η ηγεσία του ΚΚΕ διαπράττει έναντι του ΠΑΣΟΚ το κλασσικό λάθος της σταλινικής πολιτικής των τελών της δεκ. του 1920 και αρχών του 1930, δηλαδή της περίφημης πολιτικής της «τρίτης περιόδου». Παραγνωρίζοντας τον μαζικό εργατικό χαρακτήρα της βάσης του, ταυτίζει το ΠΑΣΟΚ με τα κόμματα της αστικής τάξης και με μια διασπαστική τακτική στο εργατικό κίνημα που πηγάζει από αυτή την ταύτιση, κόβει κάθε γέφυρα ουσιαστικής προσέγγισης με τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους υποστηρικτές του κόμματος. Η τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ για να προσεγγίσει τη βάση του ΠΑΣΟΚ εξαντλείται στα πολιτικά τελεσίγραφα και δεν έχει φέρει ως σήμερα κανένα αποτέλεσμα.
Ποια είναι όμως η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έναντι ΠΑΣΟΚ; Είναι μια στάση που δεν έχει στέρεες αρχές και δεν είναι ενιαία. Η ηγεσία του ΣΥΝ στο σύνολό της διαχωρίζει το ΠΑΣΟΚ από τη Ν.Δ, όχι όμως από μια ταξική σκοπιά, αλλά προσεγγίζοντάς το αφηρημένα σαν ένα κόμμα του «προοδευτικού χώρου». Πιο συγκεκριμένα, η δεξιά «ανανεωτική» πτέρυγα θεωρεί τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σαν φυσικό πολιτικό της συγγενή, ενώ η σημερινή κυρίαρχη ηγετική ομάδα και το «Αριστερό ρεύμα» δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί της στο μέλλον, αν υιοθετούσε πιο αριστερές θέσεις. Από τις άλλες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένες ασπάζονται την στάση της ηγεσίας του ΣΥΝ, ενώ άλλες υποστηρίζουν την άποψη ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ένα αστικό κόμμα και συνεπώς πρέπει να έχει σε γενικές γραμμές την ίδια αντιμετώπιση με τη Ν.Δ. Το αποτέλεσμα αυτής της πολυγλωσσίας είναι οι πολιτικοί γρίφοι και οι χρησμοί, για να διατηρηθούν οι «ισορροπίες» ανάμεσα στους διαφορετικούς εταίρους του ΣΥΡΙΖΑ, με τους εργαζόμενους όμως, να συγχύζονται και να ψάχνουν κάθε φορά να βρουν τι εννοεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όταν καλείται να τοποθετηθεί συγκεκριμένα για τη σχέση της με το ΠΑΣΟΚ.
Το στοιχειώδες καθήκον της «παραδοσιακής» Αριστεράς είναι να ξεκαθαρίσει ότι με την παρούσα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική της δεν μπορεί να υπάρξει καμία κυβερνητική συνεργασία. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν μπορεί να φέρει τις μάζες του ΠΑΣΟΚ πιο κοντά στην «παραδοσιακή» Αριστερά. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται ταυτόχρονα να υιοθετηθεί από το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ μια τακτική με τα εξής στοιχεία: α) Να θέτουν διαρκώς πολιτικά καθήκοντα στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στο βαθμό που αυτή δηλώνει ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα των εργαζόμενων β) Να προτείνουν στη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ενωτικές δράσεις στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία για συγκεκριμένα πολιτικά και ταξικά αιτήματα και ενάντια σε κάθε πολιτική επίθεσης του κεφαλαίου ενοχοποιώντας την στα μάτια των μαζών για την αγωνιστική απραξία της γ) Να βασίζουν την πρόταση εξουσίας τους αποκλειστικά σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και να εξηγούν ότι μόνο για την εφαρμογή του μπορούν να συνεργαστούν κυβερνητικά με άλλα μαζικά εργατικά κόμματα, δείχνοντας έτσι πως το βασικό εμπόδιο για μια πλατύτερη πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης, είναι η  προσκόλληση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ σε ένα αστικό πολιτικό πρόγραμμα. Μέσα από την υιοθέτηση μιας τέτοιας τακτικής, η ηγεσία των κομμάτων της «παραδοσιακής» Αριστεράς θα προκαλούσε θυελλώδεις πολιτικές διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ και θα έθετε τις βάσεις για τον πολιτικό προσεταιρισμό των μαζών που το ακολουθούν.
Όμως δυστυχώς οι ηγεσίες της «παραδοσιακής» Αριστεράς έχουν μια εντελώς διαφορετική τακτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Η ηγεσία του ΚΚΕ τηρεί σταθερά μια σεχταριστική στάση, ενώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρακτικά έχει επωμιστεί το ρόλο της αριστερής εκδοχής του ΠΑΣΟΚ και του εν αναμονή μελλοντικού κυβερνητικού του εταίρου για μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αλλά το χειρότερο από όλα, είναι ότι καμία από τις δύο ηγεσίες δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να υπερασπίσει αποφασιστικά την προοπτική συνεργασίας των ίδιων των κομμάτων της «παραδοσιακής» Αριστεράς. Κι αν η ηγεσία του ΚΚΕ έχει κατά κοινή ομολογία τα πρωτεία στην επιθετική απόρριψη κάθε πρότασης συνεργασίας, δυστυχώς με τα «15 σημεία» της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να την μιμηθεί επάξια. Μόνο που εκείνη επιλέγει να μην απορρίψει τη συνεργασία, αλλά να την εξαφανίσει εντελώς «από το χάρτη»!  

Η συνεργασία με το ΚΚΕ απουσιάζει από τα «15 σημεία»

Δυστυχώς στα «15 σημεία» δεν υπάρχει ούτε καν η λέξη «ΚΚΕ»! Έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φανερώνει ότι δεν αντιμετωπίζει αυτή την συνεργασία σαν ένα «άμεσο» ζήτημα. Όμως για την εργατική τάξη και τη νεολαία, σε συνθήκες γενικευμένης επίθεσης  της αστικής τάξης, η συνεργασία ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα επείγον και ζωτικό ζήτημα. Απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου, οι δυνάμεις των κομμάτων που υποστηρίζουν τη σοσιαλιστική προοπτική χρειάζεται να είναι ενωμένες. Αυτό απαιτεί κάθε αγωνιστής του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, που απογοητεύεται από την παρούσα διάσπαση των δυνάμεων των δύο κομμάτων.
Επιπρόσθετα, με δεδομένη την παρατεταμένη δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, η μόνη ρεαλιστική αριστερή προοπτική εξουσίας για τους εργαζόμενους και τη νεολαία μπορεί να δοθεί από το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να χτιστεί πάνω στη βάση της κοινής δράσης στους ταξικούς αγώνες και να μετεξελιχθεί σε πολιτική συνεργασία με στόχο την εξουσία. Και μόνο η αναγγελία της υποστήριξης αυτής της προοπτικής από τις ηγεσίες, θα γέμιζε με ενθουσιασμό τους εργαζόμενους και θα προκαλούσε μεγάλο ρεύμα συμπάθειας μέσα στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ, ανοίγοντας μια προοπτική άμεσης, μαζικής αμφισβήτησης της δεξιάς του ηγεσίας από την αριστερή βάση.
Ασφαλώς είναι γνωστό ότι η σεχταριστική τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ εμποδίζει αυτή την προοπτική. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η μια πλευρά της εξίσωσης.  Η άλλη είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική της. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι σωστά μιλάει για την ενότητα της Αριστεράς, δεν έχει διατυπώσει μια συγκεκριμένη πρόταση συνεργασίας με το ΚΚΕ.  Αντί στην απόρριψη κάθε κοινής δράσης από την ηγεσία του ΚΚΕ, να απαντά με επίμονες εκκλήσεις για συνεργασία και υπομονετική εξήγηση της ταξικής και πολιτικής αναγκαιότητας που την επιβάλει άμεσα, εκείνη δείχνει να συμβιβάζεται και να βολεύεται μέσα στο σημερινό σκηνικό διάσπασης. Αυτό είναι πολύ σοβαρό λάθος γιατί μεγαλώνει την απογοήτευση των αγωνιστών της Αριστεράς και συντελεί στο να αντιμετωπίζεται σαν ουτοπική και περιθωριακή κάθε φωνή που μιλάει για την ενότητα ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα χειρότερα, αυτή η στάση εξαφάνισης από το προσκήνιο της συνεργασίας ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ, ανοίγει το δρόμο για να ξεπροβάλει σαν μόνη «εφικτή» πρόταση εξουσίας η πάγια θέση της «ανανεωτικής» πτέρυγας του ΣΥΝ, δηλαδή η επιδίωξη μιας κυβέρνησης «προοδευτικής» διαχείρισης του καπιταλισμού μαζί με τη  δεξιά ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Για ποια πρόταση εξουσίας πρέπει να παλέψουμε

Η κρίση του καπιταλισμού, η βαθειά δυσαρέσκεια του εργαζόμενου λαού για τους διαχειριστές του καπιταλισμού και η μαζική ριζοσπαστικοποίηση που αναπτύσσεται με πρωτοπόρα τη νεολαία, θέτουν στο προσκήνιο το ζήτημα της εξουσίας με τον πιο επιτακτικό τρόπο. Σε συνθήκες κρίσης του συστήματος, φτώχειας και ανεργίας, αυτό που πάνω από όλα θέλουν να ακούσουν οι εργαζόμενοι από την Αριστερά, είναι μια πρόταση εξουσίας που θα εξυπηρετεί αυθεντικά τα συμφέροντα τους και θα μπορεί να εφαρμοστεί στο άμεσο μέλλον. Η πραγματική συναίσθηση των «ιστορικών ευθυνών» γύρω από τις οποίες αοριστολογεί στα «15 σημεία» η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνει ακριβώς την υποστήριξη μιας τέτοιας συγκεκριμένης πρότασης σήμερα.
Το ζήτημα της πρότασης εξουσίας είναι πρώτα και κύρια, ζήτημα πολιτικού και ταξικού περιεχομένου. Σε τελική ανάλυση, έχοντας σαν βάση ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα όπως αυτό των «15 σημείων», η πρόταση εξουσίας είτε απευθυνθεί προς το ΠΑΣΟΚ, είτα προς το ΚΚΕ, είτε αόριστα όπως γίνεται εδώ προς «τις δυνάμεις της Αριστεράς», είναι το ίδιο αδιέξοδη. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός έχει εδώ και πολλές δεκαετίες εξηγήσει ότι η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας δεν μπορεί να περιοριστεί σε απλή αλλαγή προσώπων στα υπουργεία. Πρέπει να σημάνει την εξάλειψη του κρατικού μηχανισμού που έχει δημιουργηθεί για να κρατά υποταγμένο τον εργαζόμενο λαό και την δημιουργία καινούριων οργάνων διακυβέρνησης, σύμφωνα με τις αρχές της εργατικής δημοκρατίας που περιγράψαμε πιο πάνω. Συνεπώς η πρόταση εξουσίας που πρέπει να προβάλλεται σήμερα από την Αριστερά είναι η ενότητα και η κοινή δράση ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ για την άνοδο στην εξουσία μιας κυβέρνησης που θα εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και θα στηρίζεται στις εργατικές οργανώσεις.

Ο μόνος δρόμος για τον ΣΥΡΙΖΑ

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι τα «15 σημεία» ανακοινώθηκαν στο «πλαίσιο προγραμματικών επεξεργασιών μέσα από ανοιχτές, μαζικές, συμμετοχικές διαδικασίες». Μια προσεκτική ανάγνωση της διατύπωσης αυτής, αποφέρει μια αναπάντεχη για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διαπίστωση. «Ανοιχτές, μαζικές, συμμετοχικές διαδικασίες». Τι γίνεται όμως με τις δημοκρατικές διαδικασίες; Δυστυχώς τα «15 σημεία» ούτε συζητήθηκαν πριν ανακοινωθούν, ούτε πολύ περισσότερο ψηφίστηκαν σε κάποια διαδικασία με τη συμμετοχή της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν προκύψει μέσα από ένα διαρκές πολιτικό «αλισβερίσι» στις τάξεις της διορισμένης από τις συνιστώσες Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε επίσης ότι τα «15 σημεία» αποτελούν μια «σύνθεση» των απόψεων των συνιστωσών. Στην πραγματικότητα αποτελούν μια ανεπαίσθητα αριστερή εκδοχή των θέσεων που βρίσκονται στην απόφαση του 5ου συνέδριου του ΣΥΝ (βλέπε για περισσότερα στο κείμενο «5ο συνέδριο ΣΥΝ : Κριτική από τη σκοπιά του Μαρξισμού» – «Μαρξιστική Φωνή» – Φεβρουάριος 2008 – www.marxismos.com). Γι’ αυτό το αποτέλεσμα, οι ηγεσίες των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ που μιλάνε στο όνομα του μαρξισμού, δεν θα πρέπει να είναι καθόλου περήφανες. Η συμφωνία τους στο κείμενο των «15 σημείων» συνιστά ένα πολιτικό στίγμα και υπονομεύει την αναγκαία πάλη που πρέπει να διεξαχθεί στο εσωτερικό του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ για να ηττηθούν οι κυρίαρχες σημερινές ρεφορμιστικές απόψεις.
Τον αγώνα αυτόν όμως, υπάρχουν για να τον διεξάγουν με συνέπεια οι ίδιοι οι χιλιάδες των μελών και αγωνιστών που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Πολιτική Κίνηση Μαρξιστική Τάση και η εφημερίδα της, η «Μαρξιστική Φωνή», που παλεύουν για τον γνήσιο σοσιαλιστικό προσανατολισμό και την ενότητα της Αριστεράς, θα σταθούν στο πλευρό τους.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Συμπληρωματικές κριτικές παρατηρήσεις στα «15 σημεία»

Στο σημείο 9 για την Κοινωνική ασφάλιση διαβάζουμε: «Καθιέρωση της 3μερούς χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος για όλους τους ασφαλισμένους.» Όμως η χρηματοδότηση πρέπει να είναι διμερής, με εισφορές μόνο από κράτος και εργοδοσία, καθώς οι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που έτσι κι αλλιώς πληρώνουν έμμεσα και τα χρήματα της κρατικής συνεισφοράς, μέσα από τη βαρύτερη φορολόγησή του εισοδήματός τους, συγκριτικά με την άρχουσα τάξη. Επίσης πρέπει να συμπληρωθεί το αίτημα της αποκλειστικής εργατικής διοίκησης των Ταμείων, για την αποφυγή κατασπατάλησης των αποθεματικών τους από αδιαφανείς «επενδύσεις».
Στο σημείο 11 για την Παιδεία αναφέρεται :  «Όλοι όσοι κατοικούν σ’ αυτή τη χώρα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνουν το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης δωρεάν, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.  Η ιδιωτική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τα φαινόμενα παραπαιδείας αποτελούν παθογένεια του Εκπαιδευτικού Συστήματος η οποία οφείλει σταδιακά να γίνει περιττή  μέσα από την ουσιαστική αναβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου και άρα τον μηδενισμό των αντίστοιχων οικογενειακών δαπανών.» 1ο Η εκπαίδευση όμως, σε τελική ανάλυση είναι μια ταξική υπόθεση και όχι ένα «αγαθό». Δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία, εξυπηρετεί τους σκοπούς της άρχουσας τάξης και της σταθεροποίησης του συστήματός της. Ένα πρόγραμμα που υποτίθεται ότι υπηρετεί το σκοπό του σοσιαλισμού οφείλει να μην περιορίζεται στην διεκδίκηση δημόσιας και δωρεάν παιδείας, αλλά να μιλάει για τη ριζική αλλαγή του περιεχομένου και των σκοπών της. 2Ο Είναι ανάγκη να υπάρξει άμεση και όχι σταδιακή κατάργηση της παραπαιδείας και κάθε μορφής ιδιωτικής εκπαίδευσης. Πιο κάτω επίσης αναφέρεται : «Άμεση αύξηση της χρηματοδότησης για την εκπαίδευση και την έρευνα από τον κρατικό προϋπολογισμό τουλάχιστον στον μέσο Ευρωπαϊκό όρο (5,25% για την εκπαίδευση, 3% για την έρευνα), με προοπτική την αύξηση αθροιστικά στο 8- 9 %.» Εδώ αγνοείται αναίτια το ιστορικό και ριζωμένο στο κίνημα της εκπαίδευσης αίτημα του 15%.
Στο σημείο 13 για τον Χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους προβάλλεται μόνο η εξής διεκδίκηση σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας:  «Επιστροφή στο Κράτος της μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας και  απόδοσή της σε ακτήμονες και σε δημόσια χρήση.» Αυτό όμως που πρέπει να προβληθεί είναι η διεκδίκηση για την Κοινωνικοποίηση του συνόλου, της τεράστιας και προκλητικής εκκλησιαστικής περιουσίας.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα