Πριν από 100 χρόνια, την 5η Σεπτεμβρίου του 1915, μία μικρή ομάδα διεθνιστών σοσιαλιστών συναντήθηκε στο μικρό ελβετικό χωριό Τσίμερβαλντ. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια να συνενωθούν όσοι σοσιαλιστές είχαν εναντιωθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Α’ ΠΠ).
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το ξέσπασμα του Α’ΠΠ τον Αύγουστο του 1914, αντιπροσώπευε μία θεμελιώδη καμπή στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Η Ευρώπη κομματιαζόταν από μια τρομερή αιματοχυσία, για την οποία η ηγεσία της Σοσιαλιστικής (2ης) Διεθνούς είχε άμεση ευθύνη. Είναι δύσκολο σήμερα να φανταστούμε το μέγεθος της ήττας που προκλήθηκε από την απόφαση των ηγετών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς να υποστηρίξουν τις «δικές τους» αστικές τάξεις. Η απόφαση αυτή έπεσε σαν «κεραυνός εν αιθρία» για την εργατική τάξη.
Η στάση της ηγεσίας της Δεύτερης Διεθνούς έναντι του Α’ΠΠ σήμανε τη «de facto» κατάρρευση της Διεθνούς. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το ζήτημα του πολέμου συγκέντρωσε την προσοχή των σοσιαλιστών σε κάθε χώρα. Είχε συμβεί η μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του εργατικού κινήματος, συγκλονίζοντας και αποπροσανατολίζοντας βαθειά της γραμμές της Διεθνούς.
Όταν ο Λένιν διάβασε στο «Vorwärts» («Εμπρός»), το επίσημο όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ότι οι βουλευτές του SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), είχαν ψηφίσει υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, αρνήθηκε αρχικά να το πιστέψει, πιστεύοντας ότι ήταν μία πλαστογραφία του γερμανικού Γενικού Επιτελείου με σκοπό την δυσφήμιση του SPD. Η αντίδραση του Τρότσκι ήταν πανομοιότυπη. Πώς μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ενώ σε κάθε συνέδριο της Διεθνούς, ψηφιζόταν ομόφωνα η εναντίωση στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και η χρήση όλων των δυνατών μεθόδων για την ανατροπή του καπιταλισμού; Παρόλα αυτά, όταν ο Λένιν συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά ήταν αλήθεια, δεν δίστασε καθόλου να αξιώσει πλήρη ρήξη με τους Σοσιαλσωβινιστές.
Εκείνη την περίοδο, ο Λένιν αναγνώριζε ως μεγαλύτερο κίνδυνο, όχι τη δεξιά πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας η προδοσία ήταν ξεκάθαρη και χειροπιαστή, αλλά τους «κεντριστές» όπως τον Κάουτσκι, οι οποίοι κάλυπταν τον οπορτουνισμό τους πίσω από πονηρές ασάφειες και πασιφιστική ρητορεία. Προσπαθούσε να πείσει το μικρό αριθμό των διεθνιστών για το αδύνατο οποιασδήποτε επαναπροσέγγισης με τους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας που είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο. Γι’ αυτό το λόγο, ο Λένιν υιοθέτησε μία αμετακίνητη στάση και έναν πολύ οξύ τόνο, που προσέβαλλε τις «ευαισθησίες» κάποιων. Ο Λένιν αγνόησε όσους διαμαρτυρήθηκαν για τη στάση του, καθώς πάντοτε ενδιαφερόταν πιο πολύ για τη θεωρητική σαφήνεια και τα θέματα αρχών.
Ο Λένιν δεν εγκατέλειψε το στόχο της επαναδημιουργίας μιας γνήσιας επαναστατικής Διεθνούς. Όμως ήταν ριζικά αντίθετος σε κάθε πρόταση για επαναδημιουργία της παλιάς Δεύτερης Διεθνούς, την οποία η Ρόζα Λούξεμπουργκ σωστά παρομοίασε με πτώμα. Ήδη η ιδέα μιας νέας Διεθνούς σχηματιζόταν στο μυαλό του Λένιν, αλλά γνώριζε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε απλά να ανακοινωθεί. Έπρεπε να χτιστεί ως αποκρυστάλλωση μιας επαναστατικής-διεθνιστικής τάσης, μέσω της πάλης ενάντια στους σοσιαλσωβινιστές.
Στη πραγματικότητα, ο Λένιν βρέθηκε απομονωμένος στην αρχή του πολέμου. Έτσι, έκανε κάθε προσπάθεια να έρθει σε επαφή με τις αριστερές τάσεις που υπήρχαν μέσα στα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα άλλων χωρών. Ερεύνησε το εσωτερικό όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων πολύ προσεκτικά, διατρέχοντας τον ξένο σοσιαλιστικό τύπο, και υποδεχόμενος με ενθουσιασμό κάθε επίθεση στο σοσιαλσωβινισμο. Ζητήθηκε σε όλους τους Μπολσεβίκους που ζούσαν στο εξωτερικό, να οργανώσουν «διεθνιστικές ομάδες». Όσοι γνώριζαν τη γλώσσα της χώρας που βρίσκονταν, καθοδηγήθηκαν στη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα της χώρας αυτής και ειδικά στα σοσιαλιστικά κόμματα.
Η αλήθεια είναι ότι λίγοι κατάφεραν να διατηρήσουν μια διεθνιστική στάση εκείνη την περίοδο. Ο Λένιν στη Ρωσία, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ στη Γερμανία, οι Σέρβοι σοσιαλδημοκράτες, ο Τζέιμς Κόνολυ στην Ιρλανδία και ο Τζον Μακλίν στην Αγγλία ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Ο Τρότσκι είχε κι αυτός υιοθετήσει μία ξεκάθαρη επαναστατική θέση ενάντια στον πόλεμο, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του «Ο Πόλεμος και η Διεθνής» (War and the International – 1914).
Εξόριστος στο Παρίσι, ο Τρότσκι εξέδωσε ένα Ρώσικο περιοδικό, το «Nashe Slovo», το οποίο υπεράσπιζε τις αρχές του επαναστατικού διεθνισμού. Με ελάχιστους συνεργάτες και ακόμα λιγότερα χρήματα, κατάφερε να το εκδίδει καθημερινά, μια μοναδική επιτυχία, ξεπερνώντας κάθε άλλη τάση στο Ρώσικο κίνημα, συμπεριλαμβανομένων των Μπολσεβίκων εκείνη την εποχή. Ο Τρότσκι, στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι ο ρόλος του «Nashe Slovo» αναγνωρίστηκε στη σύνοδο του Τσίμερβαλντ: «Οι Γάλλοι αντιπρόσωποι, επισήμαναν στην αναφορά τους τη συμβολή του Nashe Slovo στη καθιέρωση ενός διαύλου ιδεών με το διεθνές κίνημα σε άλλες χώρες. Ο Ρακόφσκι επισήμανε ότι το Nashe Slovo έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της διεθνούς θέσης των βαλκανικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Ιταλικό κόμμα ήταν οικείο με το Nashe Slovo, χάρη στις μεταφράσεις της Αγγέλικα Μπαλαμπάνοβα. Ο γερμανικός τύπος, συμπεριλαμβανομένου του κυβερνητικού τύπου, παρέθετε αποσπάσματα από το Nashe Slovo συχνότερα από κάθε άλλο – όπως ο Ρενωντέλ προσπάθησε να στηριχτεί στον Λίμπνεχτ, έτσι και ο Σάιντεμαν δεν απέφευγε να μας κατονομάζει συμμάχους του.»
Η προετοιμασία για το Τσίμερβαλντ
Η πρώτη προσπάθεια για μια διεθνή συνάντηση πραγματοποιήθηκε το Φθινόπωρο του 1914 στο Λουγκάνο της Ελβετίας. Οι Ιταλοί και οι Ελβετοί Σοσιαλδημοκράτες υπερψήφισαν αντιπολεμικά ψηφίσματα, αλλά στη συνέχεια οπισθοχώρησαν αιτούμενοι στο Διεθνές Γραφείο της παλιάς Διεθνούς «να πραγματοποιηθεί μία συνάντηση όσο το δυνατόν πιο σύντομα για να συζητηθούν οι διεθνείς εξελίξεις». Καθώς όμως οι «σοσιαλιστές» ηγέτες των εμπόλεμων κρατών δρούσαν ως συνειδητοί πράκτορες της άρχουσας τάξης, οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι υποστήριζαν τις θέσεις του Λένιν για τον πόλεμο, φυσικά, ήταν αντίθετοι σε κάτι τέτοιο. Η περίπτωση του Λουγκάνο, η οποία είχε μια πασιφιστική χροιά, κατέληξε σε αποτυχία.
Η πρώτη – περιορισμένη – επιτυχία ήρθε για την αριστερή πτέρυγα των γυναικείων οργανώσεων της σοσιαλδημοκρατίας. Εκ μέρους της γυναικείας εφημερίδας των Μπολσεβίκων «Ραμπόνιτα», η Ινέσα Αρμάντ και η Αλεξάνδρα Κολοντάι πρότειναν στη Γερμανίδα Κλάρα Τσέτκιν να οργανωθεί μία διεθνής συνάντηση αριστερών -σοσιαλδημοκρατών γυναικών. Η συνάντηση έλαβε χώρα στη Βέρνη της Ελβετίας το Μάρτιο του 1915. Η συμμετοχή ήταν μικρή (29 αντιπρόσωποι από Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολωνία και Ρωσία) και είχε μυστικό χαρακτήρα, εν μέρει λόγω της απαγόρευσης συμμετοχής που είχαν επιβάλλει οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
Τα αποτελέσματα δεν ήταν σημαντικά. Το ψήφισμα δεν ξεπερνούσε μια γενικόλογη, πασιφιστική καταδίκη του πολέμου. Οι εκπρόσωποι των Μπολσεβίκων πρότειναν ένα εναλλακτικό ψήφισμα που ανέφερε: «Η γυναίκα εργάτρια θα επιτύχει τον σκοπό της […] μόνο μέσα από ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα, την ενδυνάμωση και όξυνση της σοσιαλιστικής πάλης». Υπερψηφίστηκε μόνο από τις εκπροσώπους από τη Ρωσία και την Πολωνία. Όμως παρά το συγκεχυμένο και πασιφιστικό χαρακτήρα του, το μανιφέστο του συνεδρίου βοήθησε στην ενίσχυση της γυναικείας αντίστασης στον πόλεμο. Διαδόθηκε παράνομα μαζικά, με 200.000 αντίτυπα μόνο στη Γερμανία.
Ένα μήνα αργότερα, το συνέδριο της Σοσιαλιστικής Νεολαίας έλαβε χώρα στη Βέρνη. Η πρωτοβουλία προήλθε από τους Ελβετούς Νέους Σοσιαλιστές, σε συνεργασία με την Ιταλική Σοσιαλιστική Νεολαία και τη Σοσιαλιστική Νεολαία της Στουτγάρδης στη Γερμανία. Ενώ πριν από τον πόλεμο, η Νεολαία της Δεύτερης Διεθνούς είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στον πάλη κατά του ιμπεριαλισμού και του μιλιταρισμού, το συνέδριο της Βέρνης σημαδεύτηκε από την ίδια σύγχυση που σημάδεψε και το συνέδριο των γυναικών. Και πάλι οι Μπολσεβίκοι αντιπρόσωποι προώθησαν ένα ψήφισμα που προωθούσε μία επαναστατική εναλλακτική λύση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και πάλι βρέθηκαν απομονωμένοι.
Οι Σκανδιναβοί αντιπρόσωποι προώθησαν ένα πασιφιστικό ψήφισμα, που υποστήριζε τον αφοπλισμό (εν μέσω πολέμου!), το οποίο πέρασε με 19 υπέρ και 3 κατά στην ψηφοφορία. Οι τρεις που ψήφισαν εναντίον ήταν και πάλι οι Ρώσοι και οι Πολωνοί. Μόνο με την εμπειρία μεγάλων γεγονότων και ειδικά της Οκτωβριανής Επανάστασης, μπόρεσε η επαναστατική πολιτική γραμμή των Μπολσεβίκων να επικρατήσει. Τελικά, το 1918, η Νεολαία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς θα περνούσε με την πλευρά του Κομμουνισμού και θα εντασσόταν στη Τρίτη Διεθνή.
Η ανάγκη για μια διεθνή συνάντηση όσων αντιτάσσονταν στον πόλεμο γινόταν όλο και πιο φανερή. Τα κόμματα σε Ελβετία και Ιταλία, στις γραμμές των οποίων επικρατούσε έντονο αντιπολεμικό αίσθημα, ήταν σε καλύτερη θέση για να τη διοργανώσουν. Οι ηγέτες αυτής της πρωτοβουλίας (Γκριμ και Μπαλαμπάνοβα) ήταν κεντριστές. Συγκάλεσαν συνέδριο στη Βέρνη τον Ιούλιο του 1915. Όμως δεν κάλεσαν καμία από τις πραγματικά αριστερές ομάδες, αλλά προσκάλεσαν τους κεντριστές ηγέτες Ούγκο Χάαζε, Καρλ Μπράντινγκ και Πέτερ Τρόελστρα, κόντρα στις διαμαρτυρίες των Μπολσεβίκων. Όπως ήταν προφανές, ο Γκριμ ήταν αντίθετος στη δημιουργία μιας νέας Διεθνούς.
Μια προκαταρκτική οργανωτική συνάντηση έλαβε μέρος στη Βέρνη στις 11 Ιουλίου του 1915. Ήδη σε αυτή την συνάντηση εμφανίστηκαν διαφωνίες όσον αφορά το ποιός θα προσκληθεί στο συνέδριο. Οι Μπολσεβίκοι πρότειναν να περιοριστεί η πρόσκληση σε αυτούς που είχαν μια ξεκάθαρη αντι-ιμπεριαλιστική και αντι-οπορτουνιστική γραμμή, αλλά άλλοι ήθελαν μια «ευρεία» συνάντηση, η οποία θα περιλάμβανε όλων των ειδών τα πασιφιστικά και κεντριστικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας συμβιβασμός.
Το Συνέδριο ξεκινά
Η επιλογή του χώρου του συνεδρίου ήταν σε ένα βαθμό ειρωνική. Από κάθε πλευρά ερχόταν ο εκκωφαντικός θόρυβος των κανονιών και το τρίξιμο των πολυβόλων, αλλά στις ελβετικές Άλπεις επικρατούσε ειρήνη και ηρεμία. Στη γαλήνια μικρή πόλη του Τσίμερβαλντ η καθημερινότητα ακολουθούσε τη συνηθισμένη της ροή, όπως έκανε εδώ και αρκετές γενιές.
Αυτό ήταν το σκηνικό όταν στις 5 Σεπτεμβρίου του 1915, μια ομάδα η οποία υποτίθεται αποτελούταν από.. ορνιθολόγους απ’ όλο τον κόσμο ξεκινούσαν από τη Βέρνη με τέσσερεις ιππήλατες άμαξες. Πέρασαν από τα γραφικά λιβάδια του Λάγκενμπεργκ για να φτάσουν στο Τσίμερβαλντ το ίδιο απόγευμα. Λόγω έλλειψης δωματίων στο ξενοδοχείο «Beau Séjour», μερικοί «ορνιθολόγοι» έπρεπε να φιλοξενηθούν στα σπίτια του κτηνίατρου και του ταχυδρόμου του χωριού.
Οι κάτοικοι του ήρεμου ελβετικού χωριού αγανάκτησαν όταν στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι οι τριάντα περίεργοι «ορνιθολόγοι» ήταν στην πραγματικότητα ηγετικά στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας από δώδεκα διαφορετικές χώρες, οι οποίοι είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Ελβετού Ρόμπερτ Γκριμ για να συζητήσουν το πώς η ευρωπαϊκή εργατική τάξη θα έπρεπε να αντιδράσει στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όσα είχαν να πουν αυτοί οι ευυπόληπτοι Ελβετοί δημότες για αυτό το «αίσχος» δεν έχουν καταγραφεί στα βιβλία της ιστορίας, αν και πιθανώς να ήταν αρκετά έντονης φύσης σχόλια. Αυτό όμως που έγινε γνωστό ως Συνέδριο του Τσίμερβαλντ έχει καταγραφεί και πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως μια σημαντική καμπή για την παγκόσμια ιστορία.
Το ίδιο το γεγονός ότι είχε επιτευχθεί η συνάντηση ήταν ήδη μια μεγάλη επιτυχία. Όμως, η σύνθεση του συνεδρίου στο Τσίμερβαλντ ήταν, όπως έχουμε υποδείξει, αρκετά ετερογενής. Ο Ζηνόβιεφ αργότερα υποστήριξε σωστά πως η πρόθεση του Γκριμ ήταν να οργανώσει μια διεθνή συνάντηση, όχι της αριστεράς, αλλά του «κέντρου». Αυτό ήταν κάτι στο οποίο ο Λένιν ήταν έτοιμος να αντιταχθεί με όλες του τις δυνάμεις. Ο σκοπός του Λένιν ήταν να συσπειρώσει όλους τους γνήσιους αριστερούς και να επιφέρει μία ριζική ρήξη με τους οπορτουνιστές της Δεύτερης Διεθνούς.
Υπήρχε ενθουσιασμός για το συνέδριο, κάτι λογικό μετά από τη μακρά περίοδο στην οποία οι σοσιαλιστές που τάσσονταν εναντίον του πολέμου εργάζονταν σε απομόνωση και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Μάλιστα, όταν φτάσανε στο Τσίμερβαλντ, ο Λένιν αστειευόμενος είπε : «Όλοι οι διεθνιστές του κόσμου χωράνε σε 4 βαγόνια».
Ο Λένιν έφτασε νωρίς στο μικρό ελβετικό χωριό ώστε να μπορέσει να έχει εκτενείς συζητήσεις με άλλους συνέδρους. Για μήνες προετοιμαζόταν για το συνέδριο, προσχεδιάζοντας κείμενα με ξεκάθαρο και ανένδοτο χαρακτήρα. Διόρθωσε το πρωτότυπο μανιφέστο, το οποίο ήταν υπερβολικά «ακαδημαϊκό» και όχι αρκετά μαχητικό όσο θα ήθελε. Επίσης, η πλειοψηφία των συνέδρων ήταν κάθε άλλο παρά συνεπείς και έρεπαν προς τον κεντρισμό.
Ο Λένιν οργάνωσε τον «Αριστερά του Τσίμερβαλντ», η οποία ήταν μειοψηφική εντός του συνεδρίου (8 από τους 38). Το πρόβλημα δεν ήταν απλώς ότι η αριστερά ήταν απομονωμένη διεθνώς, αλλά ακόμα και στο Τσίμερβαλντ, η γνήσια επαναστατική αριστερά ήταν μειοψηφική.
Το συνέδριο ξεκίνησε με την ανάγνωση χαιρετισμών από ανθρώπους και κόμματα που δεν μπορούσαν να είναι παρόντες. Σύνεδροι από το Βρετανικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα και το Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν, καθώς τους αρνήθηκαν τα διαβατήρια, αλλά έστειλαν επιστολές συμπαράταξης με τους σκοπούς του συνεδρίου. Αντίστοιχα οι Γάλλοι επαναστάτες Αλφρέντ Ροσμέρ και Πιέρ Μονάτ εμποδίστηκαν από τη γαλλική κυβέρνηση.
Αναμφίβολα, η πιο σημαντική ήταν η επιστολή από το Γερμανό σοσιαλδημοκράτη Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος βρισκόταν φυλακισμένος στη Γερμανία για την εναντίωσή του στον πόλεμο και το όνομα του οποίου δε μπορούσε να τυπωθεί ούτε στην επίσημη αναφορά του συνεδρίου. Ο Τρότσκι αναφέρει: «Ο Λίμπκνεχτ δεν βρισκόταν στο Τσίμερβαλντ – ήταν φυλακισμένος στο στρατό των Χοεντσόλερν πριν κρατηθεί στις φυλακές. Έστειλε ένα γράμμα στο συνέδριο, με το οποίο ανακήρυσσε την απότομη μεταστροφή του, από τον πασιφισμό στην επανάσταση. Το όνομά του αναφέρθηκε αρκετές φορές στο συνέδριο. Ήταν ήδη ένα σύνθημα στη διαπάλη που διασπούσε τον παγκόσμιο σοσιαλισμό.»
Το γράμμα του Λίμπκνεχτ διαβάστηκε στο συνέδριο – μια συγκινητική στιγμή στη διαδικασία: «Είμαι δέσμιος του μιλιταρισμού. Είμαι αλυσοδεμένος. Γι’ αυτό δεν μπορώ να σας απευθυνθώ, αλλά η καρδιά και το μυαλό μου, όλη μου η ύπαρξη είναι μαζί σας.» Στο μήνυμα του, ο Λίμπκνεχτ υποστήριξε: «Ένα αμείλικτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους προδότες της Διεθνούς σε Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία και αλλού.
Αλληλοκατανόηση, υποστήριξη και κινητοποίηση για όσους έχουν παραμείνει πιστοί στις ιδέες τους και αποφασισμένοι να μην παραχωρήσουν ούτε σπιθαμή στον διεθνή ιμπεριαλισμό, όσο κι αν περιοριστούν. Και διαταγή στις γραμμές αυτών που είναι αποφασισμένοι να περιμένουν, να παραμείνουν σταθεροί και να παλέψουν, πατώντας σταθερά στα θεμέλια του διεθνιστικού σοσιαλισμού» .
Επίσης αξίωσε: «Όχι κοινωνική ειρήνη, αλλά εμφύλιος πόλεμος! […] Διεθνιστική προλεταριακή αλληλεγγύη, πάνω από και ενάντια στη ψευδο-εθνική και ψευδο-πατριωτική ειρήνη μεταξύ των τάξεων. Διεθνής ταξική πάλη πάνω από και ενάντια στον πόλεμο μεταξύ κρατών. Διεθνής ταξική πάλη για ειρήνη και σοσιαλιστική επανάσταση.»
Στη συνέχεια οι σύνεδροι ενημέρωσαν για τη κατάσταση στις χώρες τους.
Ο Γάλλος σύνεδρος Μερίμ ανέφερε πως στη Γαλλία οι εργάτες ήταν σε κατάσταση απογοήτευσης: «Στη Γαλλία ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ολοκληρωτικά απογοητευμένη εργατική τάξη, η οποία αυτή τη στιγμή έχει χάσει τη πίστη τους. Θα μας ακούσουν άμα μιλήσουμε για ειρήνη, αλλά όχι αν επαναλάβουμε τα παλιά κλισέ.» Αυτή η απαισιόδοξη εκτίμηση αντικατοπτρίζει κάτι που βλέπουμε πολύ συχνά: μια τάση των αριστερών να κατηγορούν την εργατική τάξη και την υποτιθέμενη «οπισθοδρομικότητα» των μαζών για όλα. Ο Τρότσκι διέκοψε τον ομιλητή: «Ο Μονάτ και ο Ροσμέρ δεν συμφωνούν».
Οι Βαλκάνιοι Σοσιαλιστές Κριστιάν Ρακόφσκι και ο Βούλγαρος Κολάρωφ έδωσαν μια εκτεταμένη αναφορά για την αντίσταση του κόμματός τους στον 2ο Βαλκανικό Πόλεμο. Ο Κολάρωφ επίσης μίλησε για τη διάσπαση μεταξύ των «στενών» σοσιαλιστών και των οπορτουνιστών στη βουλγαρική σοσιαλδημοκρατία. Μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία σχηματίστηκε από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μη περιλαμβάνοντας τους οπορτουνιστές.
Οι Ιταλοί ανέφεραν διώξεις των σοσιαλιστών από τη στιγμή της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο, συνοδευόμενες από απεργίες και διαδηλώσεις από τους Ιταλούς εργάτες. Η Εριέττα Ρολάντ Χολστ ενημέρωσε για τη φραξιονιστική δουλειά μέσα στο Ολλανδικό κίνημα και ο Βικτώρ Τσερνώφ έκανε αναφορά για λογαριασμό του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος. Ο Πάβελ Άξελροντ έκανε την αναφορά για τους Μενσεβίκους, υποβαθμίζοντας τη θολή στάση του κόμματός του για τον πόλεμο.
Αιχμηρές συγκρούσεις
Η Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ ήταν αναπόφευκτα το σκηνικό μιας αιχμηρής ιδεολογικής σύγκρουσης. Το πρώτο κείμενο που δημοσιεύθηκε από τη διάσκεψη ήταν μια κοινή δήλωση της γαλλικής και της γερμανικής αντιπροσωπείας. Αυτή η δήλωση, υπογεγραμμένη από τους Λεντεμπούρ και Χόφμαν για τη Γερμανία και Μερίμ και Μπουντερόν για τη Γαλλία, δήλωνε ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ο πόλεμος τους και ότι προκλήθηκε από την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική πολιτική όλων των κυβερνήσεων. Υποστήριζε την αποκατάσταση του Βελγίου και την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις ή οποιαδήποτε «οικονομική ενσωμάτωση» με βάση την αυτοδιάθεση των λαών. Το κείμενο κατέληγε στον τερματισμό της εσωτερικής ειρήνης και την ανανέωση της ταξικής πάλης, προκειμένου να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να σταματήσουν τον πόλεμο.
Τα αισθήματα που εξέφρασε ο Λίμπκνεχτ δεν ήταν τα ίδια με εκείνα που διατυπώθηκαν από τον Τζωρτζ Λέντεμπουρ, εκπρόσωπο του καουτσκικού «κέντρου» και βασικού ηγέτη της δεξιάς πτέρυγας στο Τσίμερβαλντ. Η προσπάθειά του τελευταίου να δικαιολογήσει την γερμανική σοσιαλδημοκρατία προκάλεσε αγανακτισμένες διαμαρτυρίες και διακοπές στην ομιλία του. Η απάντησή του στις διαμαρτυρίες αυτές είναι ενδεικτική:
«Δεν ήταν δυνατό η μειοψηφία να μιλήσει στο Ράιχσταγκ, εκτός αν είχαμε δημιουργήσει μία νέα φράξια, κάτι το οποίο αποφύγαμε, προκειμένου να μην διασπάσουμε το κόμμα. Στη διάρκεια του πολέμου είναι ιδιαίτερα σημαντικό να παραμείνουμε ενωμένοι, έτσι ώστε να μην χάσουμε την επιρροή μας πάνω στις μάζες.»
Σε αυτές τις λίγες λέξεις έχουμε την ουσία όλου του αριστερού ρεφορμισμού και κεντρισμού. Οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες προσκολλώνται στην αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές και δουλικά φέρνουν σε πέρας τη βρώμικη δουλειά τους. Οι «αριστεροί» προσκολλώνται στη δεξιά πτέρυγα και δουλικά αποδέχονται όσα λένε στο όνομα της «ενότητας» και έτσι διατηρούν την επιρροή πάνω στις μάζες, τις μάζες της δεξιάς πτέρυγας και της αστικής τάξης.
Απαντώντας στον Λέντεμπουρ, η Μπέρτα Ταλχάιμερ των Σπαρτακιστών είπε: «Ο σύντροφος Λέντεμπουρ δεν μιλά εδώ για ολόκληρη την αντιπολίτευση. Υπάρχει επίσης μια μειοψηφία στους κόλπους της μειοψηφίας, ομαδοποιημένη γύρω από τον Λίμπκνεχτ. Υποστηρίζει ότι οι αρχές είναι πιο σημαντικές από την κομματική πειθαρχία.»
Ο Τρότσκι ήταν πολύ κοντά στην αριστερά πολιτικά, αλλά εξακολουθούσε να προτιμά να παραμείνει ανεξάρτητος. Ακόμη και εντός της αριστεράς, ωστόσο, υπήρχαν διαφορές. Ένα προσχέδιο του Λένιν απορρίφθηκε υπέρ ενός που είχε προετοιμάσει ο Ράντεκ. Το ψήφισμα αυτό στη συνέχεια παρουσιάστηκε στη διάσκεψη για να παραπεμφθεί στη συντακτική επιτροπή, αλλά απορρίφθηκε με ψήφους 19 – 12. Ο Τρότσκι ψήφισε υπέρ του ψηφίσματος. Ο Γκριμ σχολίασε, όχι χωρίς κάποια βάση, ότι το σχέδιο ψηφίσματος του Λένιν «για τους εργαζόμενους της Ευρώπης» αφορούσε περισσότερο τα μέλη του κόμματος παρά τις μάζες.
Ο Λέντεμπουρ έκανε ό, τι ήταν δυνατόν για να αποδυναμώσει το περιεχόμενο της τελικής δήλωσης. Οι Γερμανοί εκπρόσωποι επέμειναν να εξαιρεθούν από το κείμενο κοινοβουλευτικά αιτήματα, όπως η ψήφος εναντίον των πολεμικών πιστώσεων και η απόσυρση από τα υπουργεία, ενώ ο Λένιν και η αριστερά εξέφρασαν επιφυλάξεις για το ότι το μανιφέστο δεν αποκηρύσσει τον οπορτουνισμό ή δεν προωθεί μια σαφή μέθοδο αγώνα ενάντια στον πόλεμο. Οι εκπρόσωποι της αριστεράς, μαζί με την Ρόλαντ – Χολστ και το Τρότσκι προσπάθησαν να εισάγουν τροπολογία, η οποία ανέφερε ότι η μνεία των πιστώσεων πολέμου έπρεπε να αφαιρεθεί από το μανιφέστο, καθώς και η δήλωση του Λέντεμπουρ ότι το «μανιφέστο περιέχει ό,τι υπονοείται στην πρόταση». Ο Λέντεμπουρ διαμαρτυρήθηκε ότι δεν θα υπογράψει το μανιφέστο αν η τροποποίηση αυτή είχε συμπεριληφθεί. Ως αποτέλεσμα, η τροπολογία αποσύρθηκε. Στο τέλος ο Τρότσκι τέθηκε επικεφαλής της εκπόνησης του Μανιφέστου, η οποία εγκρίθηκε από όλους τους συνέδρους, παρά τις διαφορές μεταξύ τους.
Μετά το Τσίμερβαλντ
Παρά τις επιφυλάξεις τους, ο Λένιν και η Αριστερή Πτέρυγα υπέγραψαν το Μανιφέστο του Τσίμερβαλντ. Τη στάση του ο Λένιν συνόψισε με το άρθρο του με τίτλο «Το πρώτο βήμα» όπου γράφει: «Στην πράξη, το μανιφέστο σηματοδοτεί ένα βήμα προς μια ιδεολογική και πρακτική ρήξη με τον οπορτουνισμό και το σοσιαλπατριωτισμό. Την ίδια στιγμή, το μανιφέστο, όπως κάθε ανάλυση, περιέχει αντιφάσεις και δεν λέει όλα όσα πρέπει να ειπωθούν.»
Με άλλα λόγια, επικρίνει το μανιφέστο, όχι για αυτά που λέει, αλλά για αυτά που δεν λέει. Το κύριο ζήτημα ήταν να αναπτύξει την Αριστερή Πτέρυγα του Τσίμερβαλντ ως ένα ανεξάρτητο ρεύμα. Ακόμα κι έτσι, πολλοί από τους «αριστερούς» άρχισαν αμέσως να ταλαντεύονται. Ο Λένιν ιδιαίτερα είχε πρόβλημα με τη Ρολάντ – Χολστ και τον Ράντεκ πάνω στη γραμμή της εφημερίδας της αριστεράς «Vorbote» (Ο Αγγελιοφόρος), που εκδιδόταν στην Ολλανδία με τη βοήθεια του Πάνεκουκ.
Στην αυτοβιογραφία του ο Τρότσκι έγραψε: «Οι μέρες του συνεδρίου, 5 – 8 Σεπτεμβρίου, ήταν θυελλώδεις. Η επαναστατική πτέρυγα, με επικεφαλής τον Λένιν και η πασιφιστική πτέρυγα, η οποία αποτελούσε την πλειοψηφία των αντιπροσώπων, συμφώνησε με δυσκολία σε ένα κοινό μανιφέστο του οποίου είχα προετοιμάσει το σχέδιο. Το μανιφέστο απείχε από το να πει όλα αυτά που θα έπρεπε να πει, αλλά, ακόμη και έτσι, ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Ο Λένιν ήταν στην άκρα αριστερά στο συνέδριο. Σε πολλά ζητήματα αποτελούσε μειοψηφία του ενός, ακόμη και εντός της Αριστερή Πτέρυγας του Τσίμμερβαλντ, στην οποία εγώ δεν ανήκα επίσημα, αν και βρισκόμουν κοντά σε όλα τα σημαντικά ζητήματα. Στο Τσίμερβαλντ ο Λένιν προσπάθησε να ενισχύσει τις κινήσεις της μελλοντικής διεθνούς επαναστατικής δράσης. Σ’ ένα ελβετικό ορεινό χωριό, έβαζε τον ακρογωνιαίο λίθο της επαναστατικής Διεθνούς.»
«Το συνέδριο έθεσε αυστηρή απαγόρευση σε όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Τσίμερβαλντ, έτσι ώστε να μην διαρρεύσουν στον Τύπο πρόωρα και δημιουργήσουν δυσκολίες στους συνέδρους κατά την επιστροφή τους, όταν περνούσαν τα σύνορα. Λίγες μέρες αργότερα όμως, το μέχρι τότε άγνωστο όνομα της πόλης είχε απήχηση σε όλο τον κόσμο. Αυτό είχε μια εντυπωσιακή επίδραση στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου: ο γενναίος Ελβετός είπε στον Γκριμ ότι περίμενε μεγάλη αύξηση στην αξία της περιουσίας του και κατά συνέπεια ήταν έτοιμος να παραδώσει ένα ορισμένο ποσό στα ταμεία της Τρίτης Διεθνούς. Υποψιάζομαι, ωστόσο, ότι άλλαξε σύντομα άποψη.» («Η ζωή μου»)
Η Διάσκεψη ίδρυσε μια Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή με την εντολή να ορίσει μια προσωρινή γραμματεία στη Βέρνη, η οποία θα ενεργούσε ως μεσάζων των συνδεδεμένων ομάδων και θα ξεκινούσε να δημοσιεύει ένα Δελτίο, που θα περιέχει το μανιφέστο και τα πρακτικά του συνεδρίου. Αλλά αυτή αποτελούταν κυρίως από κεντριστές όπως ο Γκριμ και η Μπαλαμπάνοβα και λειτούργησε για πολύ λίγο διάστημα.
Ωστόσο παρ ‘όλες τις αδυναμίες της, η Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ αποτέλεσε ένα βήμα προς τα εμπρός για το διεθνή σοσιαλισμό. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου τη φοβερή απομόνωση της προλεταριακής πρωτοπορίας σε αυτά τα χρόνια, όταν, όπως είπε και ο Λένιν, όλοι οι διεθνιστές μπορούσαν να χωρέσουν σε τέσσερις άμαξες. Αργότερα, κοιτάζοντας πίσω σε αυτά τα γεγονότα και συνοψίζοντας τη σημασία τους, ο Τρότσκι έγραψε: «Κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπήρχε νεκρική σιωπή ανάμεσα στους εργάτες. Η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ ήταν ένα συνέδριο αποτελούμενο, από πολλά, στοιχεία συγκεχυμένα στην πλειοψηφία τους. Βαθιά στο μυαλό των μαζών, στα χαρακώματα και ούτω καθεξής, υπήρχε μια νέα διάθεση, αλλά ήταν τόσο βαθιά και τρομοκρατημένη και δεν μπορούσε να βγει στην επιφάνεια και να λάβει έκφραση. Γι’ αυτό, το κίνημα φάνηκε να βρίσκεται σε τέτοια άσχημη κατάσταση, ακόμη και για τα άτομα, που βρέθηκαν στο Τσίμερβαλντ και στην πλειοψηφία τους, άρχισαν να κινούνται προς τα δεξιά το επόμενο έτος, τον επόμενο μήνα. Δεν θα τους απελευθερώσω από την προσωπική τους ευθύνη, αλλά εξακολουθεί να είναι η γενική αλήθεια ότι το κίνημα είχε να κολυμπήσει ενάντια στο ρεύμα.» (Τρότσκι, Πολεμώντας ενάντια στο ρεύμα, 1939)
Μετά το συνέδριο, το έργο της ενοποίησης της διεθνιστικής επαναστατικής πρωτοπορίας συνεχίστηκε. Παρέμεινε μια ανηφορική μάχη. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Τσίμερβαλντ έδινε αναμφίβολα μια αχτίδα ελπίδας, όπως εξηγεί ο Τρότσκι στο βιβλίο «Η Ζωή μου»: «Το συνέδριο στο Τσίμερβαλντ έδωσε μια ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος σε πολλές χώρες. Στη Γερμανία, οι Σπαρτακιστές επέκτειναν τις δραστηριότητές τους. Στη Γαλλία ιδρύθηκε μια «Επιτροπή για την Αποκατάσταση των Διεθνών Σχέσεων». Το τμήμα των εργατών της ρωσικής παροικίας στο Παρίσι ενίσχυσε τις δυνάμεις του σε σχέση με την Nashe Slovo, δίνοντας τη στήριξη που χρειαζόταν για να την κρατήσει στη ζωή μέσα από συνεχείς οικονομικές και άλλες δυσκολίες. Ο Μάρτωφ, ο οποίος είχε λάβει ενεργή δράση στις εργασίες της Nashe Slovo κατά την πρώτη περίοδο, τώρα απομακρυνόταν από αυτή. Οι ουσιαστικά ασήμαντες διαφορές που εξακολουθούσαν να με χωρίζουν από τον Λένιν στο Τσίμερβαλντ είχαν εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια των προσεχών μηνών.»
Αλλά οι γαλλικές αρχές ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τις δραστηριότητες του Τρότσκι. Για δυόμισι χρόνια, κάτω από το άγρυπνο μάτι της λογοκρισίας, η Nashe Slovo είχε μια αβέβαιη ύπαρξη, ώσπου οι γαλλικές αρχές, υπό την πίεση της ρωσικής κυβέρνησης έκλεισαν την εφημερίδα. Λίγο μετά το Τσίμμερβαλντ, κατά τη διάρκεια μιας ανταρσίας του ρωσικού στόλου στη Τουλόν, αντίγραφα της εφημερίδας του Τρότσκι βρέθηκαν στην κατοχή μερικών από τους ναύτες και χρησιμοποιώντας αυτό ως δικαιολογία, οι γαλλικές αρχές απέλασαν τον Τρότσκι στο τέλος του 1916.
Μετά από μια σύντομη περίοδο στην Ισπανία, όπου ο Τρότσκι γνώρισε την κατάσταση των ισπανικών φυλακών, απελάθηκε και πάλι στη Νέα Υόρκη, όπου συνεργάστηκε με τον Μπουχάριν και άλλους Ρώσους επαναστάτες στην έκδοση της εφημερίδας Novy Mir, στην οποία δημοσιεύονταν άρθρα που είχαν στην πραγματικότητα δυσδιάκριτες διαφορές από τη γραμμή του Λένιν.
Διασπάσεις στο στρατόπεδο του Τσίμερβαλντ
Οι εντάσεις ωστόσο, αυξανόταν μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς του κινήματος του Τσίμερβαλντ, ενός ετερογενούς μορφώματος, στην καλύτερη περίπτωση. Ο Λένιν ήταν προετοιμασμένος για μια προσωρινή συνύπαρξη με τους κεντρώους, ξεκινώντας από μια αδύναμη αρχική βάση. Αλλά δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Μία «de facto» διεθνής διάσπαση, την οποία μόνο ο Λένιν είχε καταλάβει πραγματικά, υπήρχε ήδη. Κάτω από συνθήκες πολέμου και επανάστασης, όλα τα μεσοβέζικα ρεύματα είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Ο Λένιν τους βοήθησε απλά στο δρόμο τους, επιμένοντας σε διευκρινίσεις της πολιτικής γραμμής. Η ασάφεια είναι απαράδεκτη σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, όταν τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της επιλογής μίας θέσης.
Η αντικειμενική κατάσταση έσπρωχνε τις μάζες προς τ’ αριστερά, προς το δρόμο της επανάστασης. Το κεντρώο ρεύμα του Τσίμερβαλντ έσερνε τα πόδια του. Υπήρχαν μόνο δύο τρόποι για να κινηθεί: είτε θα προχωρούσε προς τα μπροστά, σπάζοντας αποφασιστικά με το ρεφορμισμό και περνώντας σε μια ανοιχτή επαναστατική θέση ή θα κινούταν πίσω στο βάλτο του ρεφορμισμού. Ο Λένιν, με λόγια και με πράξεις, το έκανε αυτό απολύτως σαφές. Γι’ αυτό οι κεντρώοι τον μισούσαν, όπως σε κάθε στιγμή στην ιστορία ένας μπερδεμένος μισεί έναν άντρα με σαφείς ιδέες.
Ο Ρόμπερτ Γκριμ ήταν ο πρώτος που μετακινήθηκε προς τα δεξιά. Μέχρι το καλοκαίρι του 1916 είχε αποχωρήσει. Ο Λένιν ήταν ανελέητος στην κριτική του για τους κεντρώους, που ενώ χρησιμοποιούσαν επαναστατικές φράσεις, ήταν αστοί ρεφορμιστές στις πράξεις τους. Αυτό ήταν ακριβώς αυτό που απεχθανόταν ο Λένιν. Οι Τουράτι. Μερίμ, Μπουρντερόν και οι άλλοι κεντριστές, αργά ή γρήγορα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτα από το Τσίμερβαλντ, εκτός από τη μνήμη και την αριστερή πτέρυγα!
Ο Λένιν συνέχισε τον αγώνα του για μια νέα Διεθνή. Αλλά διέθετε μόνο μια μικρή χούφτα υποστηρικτών και στην πραγματικότητα, βρέθηκε συχνά στη μειοψηφία ακόμα και μέσα στη δική του ομάδα, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προβεβλημένοι Μπολσεβίκοι, όπως ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ και ο Πιατάκωφ για παράδειγμα, είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες μαζί του, ειδικά στο σημαντικό ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Στα πλαίσια μιας Ευρώπης, σπαρασσόμενης από τον πόλεμο και χωρισμένης με συρματόπλεγμα και με τις εφημερίδες και την αλληλογραφία υπό το σκληρό βλέμμα των στρατιωτικών λογοκριτών, οι επαφές με τη Ρωσία ήταν ένα ακραία δύσκολο εγχείρημα.
Τα μηνύματα του Τσίμερβαλντ, παρά τον ελλιπή χαρακτήρα τους, είχαν αρχίσει να μεταδίδονται. Οι εργαζόμενοι δεν είναι συνηθισμένοι να διαβάζουν τα «ψιλά γράμματα» των πολιτικών κειμένων, αλλά δέχονται ό,τι αυτοί θεωρούν ότι είναι το κεντρικό μήνυμα και το γεμίζουν με το δικό τους περιεχόμενο. Χάρη στη συμμετοχή του στα κείμενα του Τσίμερβαλντ, τα κείμενα του Λένιν για τον πόλεμο και τη Διεθνή έγιναν ευρύτερα γνωστά σε διάφορες γλώσσες. Η Αριστερά του Τσίμερβαλντ κέρδισε σημαντικά σημεία υποστήριξης για τη μελλοντική Τρίτη Διεθνή.
Στα απομνημονεύματά του, ο Σλιάπνικωφ εξηγεί πώς τα νέα για τη Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ έφθασαν σταδιακά τους εργαζόμενους στη Ρωσία και είχαν μια πολύ θετική επίδραση, δίνοντας κουράγιο ιδιαίτερα σε εκείνες τις ομάδες που δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τους μπολσεβίκους. «Όπως αποδείχθηκε αργότερα», γράφει, «όλα αυτά τα κύτταρα έμελλε να γίνουν υποστηρικτές των ψηφισμάτων που υπερψηφίστηκαν στο Τσίμερβαλντ. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές οι μικρές ομάδες δεν συνδέονταν μεταξύ τους και δεν γνώριζαν καν την ύπαρξη άλλων ομάδων, παρόμοιων με εκείνων».
Αυτή η αντίδραση δεν περιορίστηκε στη Ρωσία. Εμφανιστήκαν παντού οι απαρχές των ζυμώσεων μέσα στα μαζικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Η ίδια η Γερμανία κινούταν τώρα προς μια προεπαναστατική κατάσταση. Στις αρχές του 1916, ο Όττο Ρούλε, βουλευτής στο Ράιχσταγκ, κάλεσε δημοσίως σε διάσπαση με τους σοσιαλπατριώτες. Ανεξάρτητα από αυτό, οι Γερμανοί αριστεροί συνειδητοποίησαν την ανάγκη για μια νέα Διεθνή. Μια σειρά από δημόσια «Γράμματα», προερχόμενα από τη γερμανική Αριστερά με την υπογραφή «Σπάρτακος», παρακολουθούταν στενά από το Λένιν. Η Σοσιαλιστική Νεολαία, η οποία ιδρύθηκε από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, ήταν η κύρια βάση της αριστεράς.
Τα πράγματα άρχισαν να κινούνται και στην Αυστρία. Το φθινόπωρο του 1916 υπήρξε η δημιουργία μίας αριστερής πτέρυγας στο αυστριακό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SPÖ) με βάση τη νεολαία. Η αντιπολεμική καμπάνια ξεκινούσε από το «Κλαμπ Καρλ Μαρξ» στη Βιέννη. Στη Γαλλία δημιουργήθηκε μια αριστερή ομάδα βουλευτών και έλαβε επιστολές υποστήριξης από τα χαρακώματα. Στη Βρετανία, η σοσιαλπατριωτική ομάδα του Χάιντμαν αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Διάσκεψη του Σάλφορδ τον Απρίλιο.
Στην Ιταλία ο Σεράτι, «ο πιο αριστερός» από τους ηγέτες, εξακολουθούσε να συνδέεται με τους κεντριστές, ενώ ο Γκράμσι, ακόμα νέος, υποστήριζε τις ιδέες του Λένιν. Το ελβετικό Σοσιαλιστικό Κόμμα απέρριψε τις θέσεις του Τσίμερβαλντ ως «υπερβολικά ριζοσπαστικές», αλλά ένα μεγάλο τμήμα των μελών του, τις υποστήριξαν. Στη Βουλγαρία, η ομάδα των Τεσνιάκι (οι «στενοί» σοσιαλιστές) είχε ήδη μια επαναστατική αντιπολεμική θέση. Επαναστατικά ή οιονεί επαναστατικά ρεύματα άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται στις υφιστάμενες μαζικές οργανώσεις παντού.
Από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη σοσιαλιστική επανάσταση
Ο δρόμο προς την επανάσταση ήταν μακρύς και σκληρός, όπως είναι και σήμερα. Η Ιστορία δεν γνωρίζει σύντομους δρόμους, ούτε υπάρχουν μαγικές φόρμουλες που μπορούν να κάνουν τη δουλειά μας γρηγορότερη ή ευκολότερη. Ο Λένιν μίλησε πολλές φορές για την ανάγκη μίας επαναστατικής υπομονής. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι ασήμαντες σε σύγκριση με τα τρομερά προβλήματα που αντιμετώπισαν ο Λένιν και ο Τρότσκι κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε έναν κόσμο όπου οι εργάτες πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων τους, το σύνθημα «Εργαζόμενοι όλου του κόσμου ενωθείτε» μάλλον ακουγόταν σαν μία ζοφερή ειρωνεία. Ο αγώνας για το διεθνή σοσιαλισμό φαινόταν να είναι νεκρός και θαμμένος κάτω από ένα βουνό από πτώματα. Η προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης φαινόταν σαν μια αδύνατη ουτοπία, ένα μάταιο όνειρο.
Φαινόταν ότι ο εφιάλτης της αντίδρασης δεν θα τελειώσει ποτέ. Και όμως, κάτω από την επιφάνεια ένα νέο πνεύμα σταδιακά γεννιόταν. Στο βόρβορο και το αίμα των χαρακωμάτων, τα μυαλά των ανθρώπων άρχιζαν να αλλάζουν. Στις ουρές για ψωμί, υποσιτιζόμενες γυναίκες άρχισαν να διαμαρτύρονται για τον πόλεμο και τα πλούσια παράσιτα που αύξαναν το λίπος τους, εις βάρος των παιδιών τους. Στα εργοστάσια και τα χωράφια, οι εργάτες και οι αγρότες άρχισαν να κινούνται, αρχικά αργά και διστακτικά, αλλά στη συνέχεια, με όλο και μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Τα συμπτώματα μιας αυξανόμενης επαναστατικής κρίσης ήταν ολοφάνερα.
Φαίνονταν ήδη τα στοιχεία μιας αλλαγής. Ένα εξαγριωμένο πλήθος αποδοκίμασε στη Γερμανία το δεξιό αρχηγό των Σοσιαλιστών Σάιντεμαν. Στη Γλασκόβη εργαζόμενες γυναίκες σταμάτησαν να πληρώνουν ενοίκια, έχοντας την υποστήριξη των εργαζομένων και δίνοντας στο κίνημα μία επαναστατική χροιά. Σε πολλές χώρες υπήρχαν διαδηλώσεις ενάντια στο υψηλό κόστος διαβίωσης. Πάνω απ’ όλα, η αυξανόμενη κοινωνική ζύμωση σε όλες τις εμπόλεμες δυνάμεις εκφράστηκε σε μια απότομη άνοδο των απεργιών:
Έτος | Αριθμός Απεργιών | Αριθμός Απεργών | |
Γερμανία | 1915 | 137 | 14.000 |
1916 | 240 | 129.000 | |
Γαλλία | 1915 | 98 | 9.000 |
1916 | 314 | 41.000 | |
Ρωσία | 1915 | 928 | 539.000 |
1916 | 1410 | 1.086.000 |
Στην πράξη τα πραγματικά επιτεύγματα αυτής της μικρής διάσκεψης το Σεπτέμβριο του 1915 ήταν πενιχρά. Η σημασία της ήταν περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική. Η πιο σημαντική πτυχή δεν ήταν το ίδιο το συνέδριο (το «Κίνημα του Τσίμερβαλντ», το οποίο περιείχε αντιφατικά στοιχεία, σύντομα ξεθύμανε και εξαφανίστηκε).
Η ίδια η Αριστερά του Τσίμερβαλντ δεν θα μπορούσε να έχει μια ανεξάρτητη πορεία, παρά μόνο ως εφαλτήριο για τη νέα Διεθνή. Αλλά αυτή έπρεπε να οικοδομηθεί στη βάση των μεγάλων γεγονότων, που ήταν μόνο λίγους μήνες μακριά. Με την εμπειρία του Τσίμερβαλντ, ο Λένιν είχε αποκτήσει πολύτιμη πείρα και ένα ευρύ φάσμα επαφών σε διάφορες χώρες. Αυτό ήταν ένα απαραίτητο στάδιο στην πορεία προς τον Οκτώβρη. Αλλά μια τέτοια προοπτική φαινόταν πολύ μακριά από εκείνη την εποχή.
Το πιο σημαντικό γεγονός ήταν ο αγώνας του Λένιν για να διαχωρίσει τους πραγματικά επαναστάτες διεθνιστές από το συνονθύλευμα αριστερού ρεφορμισμού και κεντρισμού, για τον πραγματικό επαναστατικό μαρξισμό, για την Τρίτη Διεθνή. Για πολλούς ανθρώπους, φαίνεται ότι ο Λένιν ήταν πάρα πολύ σκληρός στο ύφος του, πάρα πολύ πεισματάρης, πολύ άκαμπτος, με μια λέξη, πάρα πολύ «σεχταριστής». Αλλά, όπως ο Τρότσκι έγραψε αργότερα: «Προερχόμενη από οπορτουνιστές, η κατηγορία του σεχταρισμού είναι πιο συχνά μια φιλοφρόνηση» . Ήταν ακριβώς αυτή η αδιάλλακτη σκληρότητα που επέτρεψε στο Λένιν, μαζί με τον Τρότσκι, να οδηγήσουν το μπολσεβίκικο κόμμα στη νίκη.
Ο Λένιν ήταν ένα πολύ αισιόδοξο άτομο. Ωστόσο ακόμη και ο ίδιος δεν ήταν απρόσβλητος από τις διαθέσεις της κατάθλιψης. Κατά καιρούς, βασανιζόταν από τη σκέψη ότι μπορεί να μην ζήσει για να δει την επανάσταση. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1916, έγραψε μια επιστολή προς την Ινέσα Αρμάντ δίνοντας φωνή στις εσώτερες ανησυχίες του: «Το επαναστατικό κίνημα αναπτύσσεται πολύ αργά και με δυσκολία.» Και πρόσθεσε σε έναν ήχο παραίτησης: «Αυτό πρέπει να το ανεχτούμε.» Σε μια ομιλία του στους Ελβετούς Νέους Σοσιαλιστές τον Ιανουάριο του 1917, ο Λένιν είπε: «Εμείς από την παλαιότερη γενιά δεν θα ζήσουμε για να δούμε τις αποφασιστικές μάχες της επανάστασης που έρχονται.» Ένα μήνα αργότερα, ο Τσάρος ανατράπηκε. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, οι μπολσεβίκοι είχαν έρθει στην εξουσία στη Ρωσία.
Για πολλούς ανθρώπους σήμερα, η Οκτωβριανή Επανάσταση μπορεί να εμφανίζεται ως ένα γεγονός αναπόφευκτο, σχεδόν προδιαγεγραμμένο από τη μοίρα. Αλλά δεν ήταν κάτι τέτοιο. Ο θρίαμβος του μπολσεβικισμού δεν επιτεύχθηκε γρήγορα ή εύκολα. Προτού οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να κατακτήσουν την εξουσία, έπρεπε πρώτα να κατακτήσουν τις μάζες. Και πριν μπορέσουν να κατακτήσουν τις μάζες, έπρεπε πρώτα να εδραιωθούν στην επαναστατική πρωτοπορία. Αυτό συνεπάγεται μια ανελέητη πάλη για να διαχωρίσει το κίνημα από τις ρεφορμιστικές και πασιφιστικές αυταπάτες, να καταπολεμήσει τις συγχύσεις των αριστερών ρεφορμιστών, τις αμφιταλαντεύσεις των κεντριστών και να καταλήξει σε μια πραγματικά επαναστατική και διεθνιστική πολιτική. Η Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ αντιπροσώπευε ένα σημαντικό στάδιο σε αυτόν τον αγώνα.
Η σημασία του Τσίμερβαλντ σήμερα
Έναν αιώνα αργότερα, σε ποια συμπεράσματα θα πρέπει να καταλήξουμε για το Τσίμερβαλντ; Μόνο αυτό: η κρίση του καπιταλισμού παράγει πάντα το αντίθετό της. Από τις πιο αντιδραστικές καταστάσεις, προκύπτουν νέες και πρωτοφανείς επαναστατικές εκρήξεις. Και αυτές συμβαίνουν τη στιγμή που κανείς δεν της περιμένει. Οι ελάχιστες δυνάμεις που βρέθηκαν στο Τσίμερβαλντ θα μπορούσαν να γεμίσουν τέσσερις άμαξες. Οι δυνάμεις του μαρξισμού σε παγκόσμια κλίμακα σήμερα είναι σχετικά μικρές, αλλά πολύ περισσότερες από τους συμμετέχοντες στη Διάσκεψη. Επιπλέον, οι δυνάμεις του γνήσιου μαρξισμού το 1915 ήταν εντελώς αποκομμένοι από την εργατική τάξη. Με όλη τη σημασία της φράσης, μάχονταν ενάντια στο ρεύμα.
Το πραγματικό νόημα της συνδιάσκεψης του Τσίμερβαλντ σήμερα είναι ότι πάντα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι καθήκον μας να συνεχίσουμε τον αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση, να αγωνιστούμε για τις ιδέες του μαρξισμού και να εκπαιδεύσουμε τα στελέχη μας. Σήμερα είναι βάσιμο να υποστηρίξουμε ότι το κίνημα έχει γυρίσει πολλά χρόνια πίσω. Η Κομμουνιστική Διεθνής του Λένιν έχει καταστραφεί από τον Στάλιν και τώρα είναι μόνο μια μακρινή, μισοξεχασμένη μνήμη. Η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση υπονομεύθηκε από το γραφειοκρατικό καθεστώς του σταλινισμού, που κατέλαβε την εξουσία μετά το θάνατο του Λένιν και δημιούργησε μια τερατώδη καρικατούρα του σοσιαλισμού, σύροντας τη Σοβιετική Ένωση προς την άβυσσο. Η πτώση της ΕΣΣΔ παρουσιάστηκε ως το τέλος του κομμουνισμού, το τέλος του σοσιαλισμού και ακόμα και το τέλος της ιστορίας.
Αλλά η ιστορία δεν μπορεί να τελειώσει τόσο εύκολα. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, είμαστε αντιμέτωποι με μια πολύ μεγαλύτερη ιστορική καμπή. Η κρίση του 2008 έδειξε ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει τα ιστορικά του όρια. Διαλεκτικά, όλοι οι παράγοντες που ώθησαν την παγκόσμια οικονομία προς την ανάπτυξη συνδυάζονται για να οδηγήσουν το σύστημα στην ύφεση και σε ένα ατέλειωτο φαύλο κύκλο οικονομικής παρακμής.
Στα έξι ή επτά χρόνια από τότε που άρχισε η οικονομική κατάρρευση, όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου έχουν προσπαθήσει να αποκαταστήσουν την παλιά οικονομική ισορροπία. Αλλά όλες οι προσπάθειες για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας χρησίμευσαν μόνο για να καταστρέψουν την κοινωνική και πολιτική ισορροπία. Επιπλέον, όλες αυτές οι προσπάθειες έχουν αποτύχει να αποκαταστήσουν έστω και κάτι που να μοιάζει με μια οικονομική ισορροπία. Και τώρα η παγκόσμια οικονομία είναι στα πρόθυρα μιας νέας και ακόμη πιο καταστροφικής πτώσης.
Αυτό αντιπροσωπεύει μια απότομη αλλαγή της κατάστασης και αυτό αναπόφευκτα συνοδεύεται από απότομες αλλαγές στη συνείδηση. Παντού, από την Τουρκία ως τη Βραζιλία, από την Ελλάδα έως την Ισπανία, από τη Σκωτία ως την Ιρλανδία, οι μάζες αναζητούν μια διέξοδο από την κρίση. Οι παλιές ιδέες, τα κόμματα και οι πολιτικοί τίθενται σε δοκιμασία και απορρίπτονται, όπως ένας άνθρωπος πετά ένα βρώμικο πουκάμισο και ψάχνει για ένα νέο. Υπάρχει ένα υποβόσκον ρεύμα δυσαρέσκειας, αγανάκτησης και οργής που αναζητά μια ριζική λύση για την κρίση.
Η νέα γενιά είναι εντελώς απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις, την απαισιοδοξία και το σκεπτικισμό που δηλητηριάζει τις προοπτικές των παλαιότερων γενεών, που βλέπουν μόνο τις ήττες και τις δυσκολίες και έχουν χάσει τη θέληση να πολεμήσουν. Η νεολαία είναι φυσικά επαναστατική και είναι εντελώς ανοιχτή στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Για αυτό το κοινωνικό τμήμα ο ίδιος ο Λένιν διακήρυττε: «Αυτός που έχει τη νεολαία έχει το μέλλον!»
Σήμερα η Διεθνής Μαρξιστική Τάση (ΔΜΤ) καταλαμβάνει το ίδιο ιδεολογικό έδαφος που κατέλαβε πριν από εκατό χρόνια η Αριστερά του Τσίμερβαλντ. Είμαστε περήφανοι που υιοθετούμε το λάβαρο του Λένιν. Δεσμευόμαστε να υπερασπιστούμε τις ιδέες, το πρόγραμμα και τις αρχές του μπολσεβικισμού ως τις μόνες ιδέες που μπορούν να σώσουν την ανθρωπότητα από την τρομερή κρίση στην οποία ο καπιταλισμός έχει βυθιστεί.
Όπως έκανε ο Λένιν, θα γυρίσουμε την πλάτη μας στους δειλούς και τους σκεπτικιστές, οι οποίοι επιθυμούν να εγκαταλείψουν τις ιδέες του μαρξισμού, να μετριάσουν το επαναστατικό πρόγραμμα μας, προκειμένου να ευχαριστήσουν τους εμπόρους «ενότητας». Όπως ο Λένιν, είμαστε αδιάλλακτοι και άκαμπτοι σε όλα τα ζητήματα αρχών, αλλά ευέλικτοι σε όλα τα ζητήματα τακτικής. Καλούμε όλους τους εργαζόμενους και τη νεολαία που ψάχνουν έναν επαναστατικό δρόμο να ενταχθούν στη ΔMT και να μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε το όχημα που είναι απολύτως αναγκαίο για να αλλάξουμε την κοινωνία και να προχωρήσουμε στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κόσμου.
Σημείωση: Μια δεύτερη διάσκεψη κλήθηκε στο Κίενταλ από τις 24 έως τις 30 Απριλίου 1916, στην οποία παρέστησαν ο Λένιν, ο Ζινόβιεφ και η Ινέσα Αρμάντ. Αντιπροσώπευε ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με τη Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ στο βαθμό που δεν καταδίκαζε μόνο τις αστικές κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα, αλλά επέκρινε επίσης τους σοσιαλπατριώτες και αστούς ειρηνιστές και δήλωνε κατηγορηματικά ότι ο μόνος τρόπος να τελειώσουν οι πόλεμοι, ήταν να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία και να καταργήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία. Η τελική δήλωση καταλήγει: «Ο αγώνας για διαρκή ειρήνη μπορεί, ως εκ τούτου, να είναι μόνο ένας αγώνας για την υλοποίηση του σοσιαλισμού» (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Υστερόγραφο
Οι «καλοί» πολίτες του Τσίμερβαλντ έκαναν ό,τι είναι δυνατόν για να σβήσουν τη μνήμη της Διάσκεψης. Το 1962, μνημεία και αναμνηστικές πλάκες οποιουδήποτε είδους απαγορεύθηκαν. Για να σαμποτάρουν τις προσπάθειες των αριστερών επαναστατών να γιορτάσουν την 50ή επέτειο της διάσκεψης, οι αντικομμουνιστές οργάνωσαν ακόμη και μια αντι-διάσκεψη το 1965. Το 1971 πήγαν ένα βήμα παραπέρα και κατεδάφισαν τον ξενώνα, όπου φιλοξενήθηκε ο Λένιν. Η απαγόρευση ίσχυσε μέχρι και τη δεκαετία του 1970.
Άλαν Γουντς
Μετάφραση: Θωμάς Γεωργίου – Λέανδρος Παπαδόπουλος