Στις 3 Ιανουαρίου 1925 πραγματοποιήθηκε η τυπική έναρξη της φασιστικής δικτατορίας του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία, ως πολιτική κατάληξη μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει πριν από περίπου 26 μήνες (Φθινόπωρο του 1922), όταν ο Ιταλός βασιλιάς Βιτόριο Εμανουέλε Γ’, μετά τη διαβόητη «Πορεία προς τη Ρώμη», ανέθεσε στον Μουσολίνι τον σχηματισμό κυβέρνησης. Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από αυτό το ιστορικό γεγονός, δημοσιεύουμε ένα συνοπτικό χρονολόγιο με τα γεγονότα που σημάδεψαν την άνοδο και την πτώση του ιταλικού φασισμού, καθώς και ένα εκτεταμένο απόσπασμα από το σχετικό κείμενο του Τεντ Γκραντ, θεωρητικού θεμελιωτή της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς και μαρξιστή συγγραφέα, με τίτλο «Η απειλή του Φασισμού» (Λονδίνο, Ιούνιος 1948).
Σύντομο χρονολόγιο του ιταλικού φασισμού
29 Ιουλίου 1883: Γεννιέται ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι στο χωριό Πρεντάπιο, κοντά στην πόλη Φορλί της κεντρικής Ιταλίας, στην περιφέρεια της Εμίλια-Ρομάνια. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς και η μητέρα του δασκάλα, και υποστήριζαν τις σοσιαλιστικές ιδέες.
1902-1911: Ο Μουσολίνι, έχοντας αποφοιτήσει από το σχολείο με το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου και αφού δίδαξε για λίγους μήνες σε σχολικές αίθουσες, καταφεύγει στην Ελβετία για να αποφύγει να υπηρετήσει στον στρατό. Εκεί, εργαζόμενος σε χειρωνακτικές εργασίες, μελέτησε σοσιαλιστικά κείμενα και εντάχθηκε στο σοσιαλιστικό κίνημα. Το ελβετικό κράτος, αφού φυλακίζει τον Μουσολίνι τον διώχνει από την χώρα. Εκείνος, αφού ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία στην Ιταλία, επιστρέφει για δεύτερη φορά στην Ελβετία. Συλλαμβάνεται για άλλη μια φορά και απελαύνεται και πάλι στην Ιταλία. Αφού περάσει από την Αυστρία και τη Λιβύη και διωχθεί και πάλι για την πολιτική δράση του ως δημοσιογράφος και εκδότης σοσιαλιστικών εφημερίδων, ο Μουσολίνι επιστρέφει στην Ιταλία. Το 1911 φυλακίζεται ως υποκινητής διαμαρτυριών κατά της εισβολής της Ιταλίας στη Λιβύη.
1912: Η ηγεσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ορίζει τον Μουσολίνι αρχισυντάκτη της κομματικής εφημερίδας «Avanti!» (Εμπρός!). Σύντομα, η ιδιοτελής φιλοδοξία του για γρήγορη πολιτική ανέλιξη αρχίζει να συνδυάζεται με κείμενα που παρεκκλίνουν από τις βασικές σοσιαλιστικές ιδέες.
1914-1918: Μόλις ξεσπά ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18) επέρχεται η οριστική ρήξη του Μουσολίνι με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Μουσολίνι γίνεται θερμός οπαδός της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο και παύεται από τη διεύθυνση του «Avanti!». Εκδίδει δική του εφημερίδα, τιτλοφορούμενη «Il Popolo d’ Italia» («Ο Λαός της Ιταλίας»). Όταν έγινε γνωστό ότι την εφημερίδα του χρηματοδοτούσαν βιομήχανοι, ο Μουσολίνι διαγράφτηκε και τυπικά από το κόμμα. Το 1915 κατατάχθηκε στον στρατό και πήγε στο μέτωπο. Το 1917 τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια άσκησης, και αργότερα αποστρατεύτηκε. Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει να έχει πλέον υιοθετήσει ακραία εθνικιστικές, αντιδραστικές ιδέες, και μια αδιάλλακτη εχθρότητα ενάντια στις διεκδικήσεις των εργαζομένων, ενάντια στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα.
1919: Ο Μουσολίνι ιδρύει στις 23 Μαρτίου του 1919 στο Μιλάνο τον «Fascio Italiano di Combattimento» («Ιταλικός Σύνδεσμος Μάχης»). Η λέξη «fascio» προέρχεται από τις λατινικές fasces (φάσκες), οι οποίες ήταν δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, που τις κρατούσαν οι ραβδούχοι οι οποίοι προστάτευαν τους αξιωματούχους άρχοντες της αρχαίας Ρώμης, ως σύμβολα εξουσίας και δύναμης. Από αυτή τη λέξη προέρχεται ο όρος «φασισμός». Ταυτόχρονα, ο Μουσολίνι οργανώνει παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, τους διαβόητους «Μελανοχίτωνες» («Μαύρα Πουκάμισα», από την ενδυμασία τους), τρομοκρατώντας σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Ο Μουσολίνι άρχισε να γίνεται πιο γνωστός χάρη στο επεισόδιο του Φιούμε (της σημερινής κροατικής Ριέκας), του λιμανιού που διεκδικούσαν τόσο η Ιταλία, όσο και η Γιουγκοσλαβία. Τον Σεπτέμβριο του 1919, ενώ η λεγόμενη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων συζητούσε το μέλλον της πόλης, ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, γνωστός Ιταλός ποιητής και εθνικιστής κατέλαβε την πόλη, επικεφαλής ομάδας ενόπλων. Τότε, η υποστήριξη του Μουσολίνι στην κίνηση του Ντ’ Ανούντσιο προκάλεσε θόρυβο και η οργάνωσή του άρχισε να αποκτά πανεθνική φήμη. Όμως στις εκλογές του Νοεμβρίου 1919, το κόμμα του Μουσολίνι υπέστη ήττα και δεν κατάφερε να εκλέξει αντιπρόσωπο στο Κοινοβούλιο.
1921-1922: Βρισκόμαστε στον απόηχο της ανόδου της επαναστατικής πάλης του ιταλικού εργατικού κινήματος με ένα μαζικό κίνημα καταλήψεων εργοστασίων («Κόκκινη Διετία» 1919-1921). Στις εκλογές της 15ης Μάη του 1921 ο Μουσολίνι εξελέγη βουλευτής και στις 9 Νοέμβρη του ίδιου έτους, ονόμασε την οργάνωσή του «Εθνικό Φασιστικό Κόμμα» («Partito Nazionale Fascista»). Από το βήμα της Βουλής, υπερασπίζει την ανάγκη επιβολής δικτατορίας για να επιβληθεί «η τάξη» ενάντια στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα.
1922: Καθώς η εργατική επαναστατική παλίρροια στην Ιταλία έχει υποχωρήσει, ο Μουσολίνι επιδιώκει να οργανωθεί μια κεντρική κινητοποίηση φασιστών από όλη την Ιταλία προς την Ρώμη, με σκοπό να δείξουν τη θέλησή τους να καταλάβουν την εξουσία. Ήδη, στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922, οι φασίστες είχαν εισβάλει στη Γένοβα, το Λιβόρνο και την Ανκόνα και εγκαθίδρυσαν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Η κεντρική κινητοποίηση ονομάστηκε «Πορεία προς την Ρώμη» («Marcia su Roma») και έλαβε χώρα από τις 22 ως τις 28 Οκτωβρίου 1922. Στο πλαίσιό της, τελικά λίγες χιλιάδες φασίστες παρέλασαν τελετουργικά με ελαφρύ και αυτοσχέδιο οπλισμό στη Ρώμη. Η κινητοποίηση δεν είχε τον μαζικό και ακαταμάχητο χαρακτήρα που θέλησε εκ των υστέρων να της αποδώσει ο φασιστικός θρύλος. Ωστόσο, χρησίμεψε ως αφορμή για το ιταλικό καπιταλιστικό κατεστημένο να χρίσει τον Μουσολίνι τον νέο ισχυρό πολιτικό άνδρα της χώρας. Έτσι, ο Ιταλός βασιλιάς Βιτόριο Εμανουέλε Γ’, στις 30 Οκτωβρίου 1922 ανέθεσε στον Μουσολίνι τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης, στην οποία έλαβαν μέρος αστοί Φιλελεύθεροι, εθνικιστές, Καθολικοί και φασίστες. Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε το έργο της πλήρους φασιστικοποίησης του αστικού καθεστώτος.
1923 – 3 Ιανουαρίου 1925: Από τις αρχές του 1923 ξεκίνησε ένα μεγάλο κύμα φασιστικής βίας, ενορχηστρωμένο πλέον από τον Μουσολίνι ως πρωθυπουργό. Στις 6 Απριλίου 1924 ο Μουσολίνι οργάνωσε εκλογές βίας και τρομοκρατίας, αποσπώντας τυπικά το 64,94% των ψήφων. Το επιστέγασμα της φασιστικής τρομοκρατίας ήταν η απαγωγή και δολοφονία του γραμματέα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Τζιάκομο Ματεότι, από μέλη του φασιστικού κόμματος, τον Ιούνιο του 1924. Αυτή η δολοφονία προκάλεσε κατακραυγή και αποσταθεροποίησε την κυβέρνηση του Μουσολίνι. Στις 3 Ιανουαρίου 1925, ο Μουσολίνι εκφώνησε στο ιταλικό κοινοβούλιο τη διαβόητη ομιλία του με την οποία ανέλαβε την «πολιτική, ηθική και ιστορική ευθύνη» για τη δολοφονία του Ματεότι, δηλώνοντας πως «αν ο φασισμός είναι εγκληματική συμμορία, εγώ είμαι ο αρχηγός της» και κήρυξε την ολοκληρωτική δικτατορία του φασιστικού κόμματος, με την ανοχή του Ιταλού βασιλιά. Στο πλαίσιό θα επέβαλε πλέον να τον προσφωνούν «Il Duce» («Ο Ηγέτης»). Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις στελεχών την αντιπολίτευσης και το κλείσιμο όλων των αντιπολιτευόμενων εφημερίδων. Έκτοτε, εκείνη η ημέρα, η 3η Ιανουαρίου 1925, θεωρείται η ημερομηνία γέννησης της φασιστικής δικτατορίας στην Ιταλία. Ήταν η επίσημη απαρχή μιας φασιστικής δικτατορίας που διήρκεσε έως το 1943.
4 Ιανουαρίου 1925 – 28 Απριλίου 1945: 4 Ιανουαρίου 1925 – 28 Απριλίου 1945: Το φασιστικό καθεστώς του μεγαλομανούς «Ντούτσε», στο εσωτερικό της χώρας επιβάλει τη συντριβή κάθε εργατικού δικαιώματος, με φυλακίσεις, δολοφονίες και διαρκή κρατική τρομοκρατία, ιδιαίτερα ενάντια στους κομμουνιστές. Στο εξωτερικό, εκφράζοντας τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του ιταλικού ιμπεριαλισμού, το 1935 εισβάλει στην Αιθιοπία καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα και προσαρτώντας τη χώρα στη λεγόμενη Ιταλική Αυτοκρατορία. Το 1936 έστειλε άφθονη στρατιωτική βοήθεια στον Φράνκο, ενισχύοντάς τον στον Ισπανικό Εμφύλιο. Το 1939, ο Μουσολίνι υπέγραψε πολεμική συμμαχία με τη Ναζιστική Γερμανία, που ο ίδιος ονόμασε «Άξονα». Την ίδια χρονιά, η φασιστική Ιταλία προσάρτησε την Αλβανία και τον επόμενο χρόνο εισήλθε επισήμως στον B’ Παγκοσμίου Πολέμου, κηρύσσοντας στις 28 Οκτωβρίου 1940 τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Εκεί η υποτιθέμενα αήττητη ιταλική πολεμική μηχανή, κατέρρευσε μπροστά στην υποδεέστερη σε αριθμό και οπλισμό ελληνική στρατιωτική δύναμη. Οι στρατιωτικές επιδόσεις της φασιστικής Ιταλίας δεν υπήρξαν καλύτερες και στα άλλα μέτωπα, όπως εκείνο της Βόρειας Αφρικής. Με τα συμμαχικά στρατεύματα να κατευθύνονται προς την Ιταλία τον Ιούλιο του 1943, το «Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο» καθαίρεσε τον Μουσολίνι, και αυτός με διαταγή του βασιλιά, συνελήφθη. Γερμανοί κομάντο τον απελευθέρωσαν και ο ίδιος μετακίνησε προσωρινά την κυβέρνησή του στη Βόρεια Ιταλία, ελπίζοντας να ανασυστήσει το φασιστικό κράτος. Τελικά, καθώς οι Σύμμαχοι προέλαυναν προς τη Βόρεια Ιταλία, ο Μουσολίνι, μεταμφιεσμένος, αποπειράθηκε να διαφύγει στην Ελβετία. Όμως στις 26 Απριλίου 1945, Ιταλοί αντάρτες τον συνέλαβαν. Ύστερα από δύο ημέρες, στις 28 Απριλίου 1945 τον εκτέλεσαν μαζί με την ερωμένη του, Κλάρα Πετάτσι. Τα πτώματα τους μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, και εκεί, σε μια κεντρική πλατεία της πόλης, κρεμασμένα ανάποδα, παραδόθηκαν στη χλεύη του λαού.
Πώς ο ιταλικός φασισμός ανέβηκε στην εξουσία
του Τεντ Γκραντ
Το πιο σημαντικό ζήτημα για τους αντιφασίστες και τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο είναι η κατανόηση του φαινομένου του φασισμού και του πώς και γιατί αυτός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε. Χωρίς μια τέτοια κατανόηση του φασισμού δεν είναι δυνατόν να τον πολεμήσουμε αποτελεσματικά και να τον καταστρέψουμε. Και αν δεν εξετάσουμε το θέμα από τη σκοπιά της ταξικής δομής της καπιταλιστικής κοινωνίας και των ταξικών δυνάμεων που συγκρούονται σε αυτήν, οι εργάτες δεν μπορούν να προετοιμαστούν για τον μελλοντικό αγώνα ενάντια σε οποιοδήποτε ανερχόμενο φασιστικό κίνημα.
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα αναπτύχθηκε από την παρακμή της φεουδαρχίας. Στην περίοδο της ανόδου του, μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν ένα προοδευτικό σύστημα γιατί οδήγησε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή αύξησε την εξουσία του ανθρώπου πάνω στη φύση, και κατά συνέπεια ανέβασε το επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού.
Παρά τις κρίσεις, ο πλούτος αυξανόταν, και στις κύριες καπιταλιστικές χώρες το βιωτικό και πολιτισμικό επίπεδο των μαζών βελτιωνόταν. Με την ανάπτυξη της τεχνικής η αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επέκταση της βιομηχανίας σε βάρος των παλαιότερων μεθόδων παραγωγής. και αυτό οδήγησε στην αριθμητική αύξηση της εργατικής τάξης.
Τα τελευταία 100 χρόνια, μέσα στον αγώνα της ενάντια στον καπιταλισμό η εργατική τάξη έχτισε τις δικές της ταξικές οργανώσεις, τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι τα δικαιώματα του σήμερα, το δικαίωμα στην απεργία, στην οργάνωση, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου, ακόμη και το δικαίωμα ψήφου, δεν παραχωρήθηκαν καλοπροαίρετα από την αστική τάξη: αυτά κατακτήθηκαν μόνο μετά από μια σκληρή και αδιάκοπη ταξική πάλη από την πλευρά των εργατών. Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι καπιταλιστές μπορούσαν ακόμα να ανεχθούν παραχωρήσεις από τα τεράστια κέρδη που τους απέφερε η επέκταση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού.
Αλλά ο καπιταλισμός αναπόφευκτα από τη φύση της εξέλιξής του οδηγεί στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και στην ανάπτυξη του μονοπωλίου και του καρτέλ. Λόγω της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς που είναι η ιστορική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, σ’ ένα ορισμένο στάδιο, τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη έρχονται αναπόφευκτα και αναγκαστικά σε σύγκρουση μεταξύ τους, μέσα στην ξέφρενη απόπειρα να βρουν νέες αγορές και να επεκτείνουν τις παλιές. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων επεκτείνεται πιο γρήγορα από τις αγορές, ξεπερνά τα όρια του έθνους-κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αυτή η αντίφαση είναι που οδήγησε στον Α’ αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο καπιταλισμός στα τελευταία του στάδια όχι μόνο υποβιβάζει την εργατική τάξη, αδυνατώντας να της παράσχει ασφάλεια, ούτε στην εργασία, ούτε στη διατροφή, ρίχνοντάς την σε μια κατάσταση εξαθλίωσης. Καταστρέφει επίσης τη μεσαία τάξη – τους μικρούς καταστηματάρχες και επιχειρηματίες, τους επαγγελματίες, τους υπαλλήλους, τους μικρέμπορους – και όλα εκείνα τα στρώματα του πληθυσμού των οποίων η κοινωνική θέση βρίσκεται ανάμεσα στη βιομηχανική εργατική τάξη και την αστική τάξη.
Για να αντιμετωπίσουν την εργατική τάξη, οι καπιταλιστές δεν είναι δυνατό να βασίζονται μόνο στις παλιές δυνάμεις καταστολής που ενσωματώνονται στην κρατική μηχανή. Στις σύγχρονες συνθήκες κανένα κράτος δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί για ένα διάστημα χωρίς να έχει, τουλάχιστον στα αρχικά του στάδια, μια μαζική βάση. Η στρατιωτική αστυνομική δικτατορία δεν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό. Οι καπιταλιστές βρίσκουν διέξοδο στον φασισμό, ο οποίος αποκτά τη μαζική του βάση υποστήριξης στη μεσαία τάξη, μέσω της αντικαπιταλιστικής δημαγωγίας. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο φασισμός αντιπροσωπεύει ένα μαζικό κίνημα, αυτό της απογοητευμένης μεσαίας τάξης.
Η εργατική τάξη, σε περιόδους κρίσης, επιδιώκει να εκφράσει τις διεκδικήσεις και τον αγώνα της μέσα από τις υπάρχουσες οργανώσεις της. Ενωμένοι μέσα από την παραγωγή, οργανωμένοι ως μία τάξη σε μεγάλα εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες, οι εργάτες τείνουν να σκέφτονται με όρους μιας σοσιαλιστικής λύσης στα προβλήματά τους. Η κοινωνική τους θέση γεννά μια συγκεκριμένη κοινωνική συνείδηση.
Η μεσαία τάξη, λόγω της θέσης της στην κοινωνία, «σφηνώθηκε» μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών, και ταλαντεύεται μεταξύ αυτών των τάξεων. Αν η εργατική τάξη δεν μπορέσει να δείξει μια επαναστατική διέξοδο στη μεσαία τάξη, η τελευταία στρέφεται προς την αστική τάξη και γίνεται ο κύριος πυλώνας στήριξης του φασιστικού κινήματος.
Με τον αυξανόμενο ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά, ανίκανοι να διασφαλίσουν τη θέση τους όσο υπάρχουν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης, οι καπιταλιστές αναζητούν διέξοδο από την κρίση με την καταστροφή αυτών των οργανώσεων, για να στερήσουν έτσι από τους εργάτες τα όπλα, μέσω των οποίων αυτοί υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους. Καθώς η κρίση επηρεάζει τη μια χώρα μετά την άλλη, οι καπιταλιστές προσβλέπουν στα φασιστικά κινήματα για να συντρίψουν τις οργανώσεις και τα κόμματα της εργατικής τάξης. Εδώ βρίσκεται η αποστολή του φασισμού.
Η διαφορά μεταξύ καπιταλιστικής δημοκρατίας και φασισμού εξηγήθηκε από τον Λέον Τρότσκι ως εξής: «Μετά τη νίκη του φασισμού, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο συγκεντρώνει στις μεταλλικές του δαγκάνες άμεσα όλα τα όργανα και τους θεσμούς της κρατικής εξουσίας, τις εκτελεστικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές εξουσίες του κράτους: ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό μαζί με τον στρατό, τους δήμους, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, τον τύπο, τα συνδικάτα και τους συνεταιρισμούς. Το ότι ένα κράτος γίνεται φασιστικό δεν σημαίνει μόνο ότι οι μορφές και οι μέθοδοι διακυβέρνησης αλλάζουν σύμφωνα με τα πρότυπα που έθεσε ο Μουσολίνι – οι αλλαγές σ’ αυτή τη σφαίρα διαδραματίζουν τελικά έναν δευτερεύοντα ρόλο – αλλά σημαίνει, πρώτα απ ‘όλα και ως επί το πλείστον, ότι οι εργατικές οργανώσεις έχουν εκμηδενιστεί, ότι το προλεταριάτο μετατρέπεται σε μια άμορφη μάζα και ότι δημιουργείται ένα διοικητικό σύστημα που διεισδύει βαθιά στις μάζες και χρησιμεύει για να ματαιώσει ακριβώς την αποκρυστάλλωση της ανεξάρτητης υπόστασης του προλεταριάτου. Αυτή είναι η ουσία του φασισμού.» (Λέον Τρότσκι, «Και Τώρα;», 1932).
Πώς νίκησε ο Μουσολίνι
Ο φασισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου του 1914-1918, η ιταλική άρχουσα τάξη τρομοκρατήθηκε από την επαναστατική έξαρση των μαζών. Οι καπιταλιστικές εφημερίδες έγραψαν ότι οι εργάτες και οι αγρότες της Ιταλίας συμπεριφέρονταν «σαν ο Λένιν και ο Τρότσκι να ήταν κύριοι της Ιταλίας». Μια ολόκληρη σειρά απεργιακών αγώνων έλαβε χώρα στην Ιταλία. Είχαμε 1.663 απεργίες το 1919 και 1.881 απεργίες το 1920. Οι εργάτες επέβαλαν παραχωρήσεις και μεταρρυθμίσεις: καλύτερους μισθούς, 8ωρη εργάσιμη μέρα, γενική αναγνώριση των συνδικάτων και λόγο στην παραγωγή, μέσω των εργοστασιακών επιτροπών.
Τον Σεπτέμβριο του 1920, όταν οι βιομήχανοι κατέφυγαν σε «λουκέτα» ως απάντηση στο αίτημα για αυξημένους μισθούς, 600.000 Ιταλοί εργάτες μεταλλεργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και συνέχισαν την παραγωγή οι ίδιοι, μέσω των δικών τους εκλεγμένων επιτροπών.
Η αγροτιά επηρεάστηκε επίσης από το γενικό μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα. Άρχισε να κινητοποιείται καταλαμβάνοντας τη γη. Η Φιλελεύθερη Κυβέρνηση αναγκάστηκε να τους δώσει το δικαίωμα να παραμείνουν στη γη που αυθόρμητα είχαν καταλάβει, υπό τον όρο ότι θα οργανωθούν σε συνεταιρισμούς. Οι εργάτες γης σχημάτισαν ισχυρά συνδικάτα, γνωστά ως «Κόκκινες Ενώσεις». Οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες παρέλυσαν. Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια της εργατικής τάξης. Η άρχουσα τάξη έκανε ελιγμούς μπροστά στην επίθεση των μαζών και άρχισε να αναζητά διέξοδο, σχεδιάζοντας μια αντεπίθεση.
Στις αρχές του Απριλίου του 1919, στη Γένοβα οι μεγαλοβιομήχανοι και οι γαιοκτήμονες σχημάτισαν συμμαχία για την καταπολέμηση του «μπολσεβικισμού». «Αυτή η συμμαχία», έγραφε ο Ρόσι (ο αντιφασίστας αγωνιστής που δολοφονήθηκε αργότερα από τους πράκτορες του Μουσολίνι) στο βιβλίο του «Η γέννηση του Φασισμού», «είναι το πρώτο βήμα για την αναδιοργάνωση των καπιταλιστικών δυνάμεων ώστε να αντιμετωπίσουν την απειλητική κατάσταση». Μετά τον σχηματισμό της Εθνικής Γενικής Ομοσπονδίας της Βιομηχανίας και της Γενικής Ομοσπονδίας της Γεωργίας, οι καπιταλιστές άρχισαν να επιδοτούν τους φασίστες του Μουσολίνι και τις χουλιγκάνικες συμμορίες τους.
Οι συμμορίες, άρχισαν ως μια ειδικά εκπαιδευμένη πολιτοφυλακή, της οποίας το αντικείμενο ήταν να τρομοκρατήσει τους εργάτες και τις οργανώσεις τους. Αυτές οι αντεργατικές συμμορίες άρχισαν να επιτίθενται στις εργατικές συγκεντρώσεις. Στο Μιλάνο, προπύργιο των Σοσιαλιστών, ήδη από τις 15 Απριλίου 1919, μια διαδήλωση και πορεία Σοσιαλιστών, που συμπεριλάμβανε γυναίκες και παιδιά, δέχθηκε επίθεση από τους φασίστες που ήταν οπλισμένοι με στιλέτα και χειροβομβίδες. Σε ομάδες των δύο ή τριών δεκάδων ατόμων, οι φασίστες επιτέθηκαν σε ειρηνικές διαδηλώσεις εργατών σε όλη την Ιταλία. Την ίδια μέρα με το επεισόδιο στο Μιλάνο, τα γραφεία της επίσημης ιταλικής σοσιαλιστικής εφημερίδας, «Avanti!» («Εμπρός!»), λεηλατήθηκαν από τους φασίστες. Την 1η Δεκεμβρίου 1919, οι σοσιαλιστές βουλευτές δέχθηκαν επίθεση και ξυλοκοπήθηκαν καθώς έβγαιναν από το Κοινοβούλιο.
Αλλά η αποτυχία της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία έδωσε τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να υπονομεύσουν τις κατακτήσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι εργάτες, και η οξυμένη κρίση στην Ιταλία έκανε την κατεστραμμένη μεσαία τάξη εύκολο θύμα στη φασιστική δημαγωγία. Λόγω του ασήμαντου μεγέθους του εβραϊκού πληθυσμού στην Ιταλία, ο αντισημιτισμός δεν ήταν μέρος του οπλοστασίου του ιταλικού φασισμού. Η δημαγωγία του επικεντρωνόταν στην εναντίωση στις τράπεζες και στη στήριξη του «λαουτζίκου». Στους τραμπούκους και τους τυχοδιώκτες της πολιτοφυλακής του Μουσολίνι, προστέθηκαν απελπισμένοι φοιτητές, άνεργοι, επαγγελματίες και γενικά νεοστρατολογημένοι από τη μεσαία τάξη.
Η επαναστατική διάθεση των μαζών τελικά υποχώρησε. Οι φασίστες, αφειδώς χρηματοδοτούμενοι από τους μεγαλοβιομήχανους και τους γαιοκτήμονες, ξεκίνησαν μια πραγματική αντεπίθεση κατά των εργατών. Στη Μπολόνια, το κέντρο των «Κόκκινων Ενώσεων» της περιφέρειας της επαρχίας Εμίλια, οι δημοτικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1920 έφεραν μια νίκη για το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στις 21 Νοεμβρίου οι Μελανοχίτωνες (σ.τ.μ.: βλέπε πιο πάνω το «Σύντομο χρονολόγιο του ιταλικού φασισμού») επιτέθηκαν στο δημαρχείο και στη μάχη σκοτώθηκε ένας αντιδραστικός δημοτικός σύμβουλος (φάνηκε ότι τον σκότωσε ένας ένοπλος φασίστας). Αυτό ήταν το σήμα που περίμεναν οι φασίστες. Σύμφωνα με τον Γκοργκολίνι, έναν από τους υποστηρικτές του Μουσολίνι, «αυτό άνοιξε τη μεγάλη φασιστική εποχή. Ο νόμος των βάναυσων αντιποίνων, αταβιστικός και άγριος, βασίλεψε στη Χερσόνησο. Αυτός ο νόμος ήταν η θέληση των φασιστών».
Στα χωριά, οι Μελανοχίτωνες, οπλισμένοι από τους γαιοκτήμονες και εφοδιασμένοι με αυτοκίνητα, ξεκίνησαν μία εκστρατεία τρομοκατίας. Αφού κατέστρεψαν τις οργανώσεις των εργατών στα χωριά, άρχισαν τώρα να επιτίθενται στους εργάτες στις πόλεις. Το 1921, στην Τεργέστη, τη Μεντιτσίνα, τη Φλωρεντία και αλλού, οι Μελανοχίτωνες κατέστρεψαν τα Εργατικά Ανταλλακτήρια και τα γραφεία των Συνεταιριστικών και Εργατικών εφημερίδων.
Η στήριξη του καπιταλιστικού κράτους – Αστυνομία, δικαστήρια και στρατός
Στην επίθεσή τους κατά της εργατικής τάξης, οι Μελανοχίτωνες τραμπούκοι είχαν την πλήρη υποστήριξη των δυνάμεων της καπιταλιστικής κρατικής μηχανής. Η αστυνομία στρατολογούσε για τους φασίστες, προτρέποντας τα εγκληματικά στοιχεία να ενωθούν μαζί τους, υποσχόμενη κάθε είδους επιδόματα και ασυλίες. Ενώ η αστυνομία έθεσε τα αυτοκίνητά της στη διάθεση των φασιστών και τους έδινε άδειες να φέρουν όπλα, αρνιόταν επίμονα αιτήσεις για όπλα από εργάτες και αγρότες. Ένας φασίστας φοιτητής έστειλε μια χλευαστική επιστολή σε μια κομμουνιστική εφημερίδα, στην οποία έγραφε: «Έχουμε την αστυνομία για να σας αφοπλίζει προτού σας επιτεθούμε, όχι επειδή σας φοβόμαστε, αφού σας περιφρονούμε, αλλά επειδή το αίμα μας είναι πολύτιμο και δεν πρέπει να σπαταληθεί από τις μάχες ενάντια σε άθλιους και ευτελείς πληβείους» (από το προαναφερθέν βιβλίο του Ρόσι).
Εντωμεταξύ, τα «αμερόληπτα» δικαστήρια, μοίραζαν «αιώνες φυλάκισης στους αντιφασίστες και αιώνες ατιμωρησίας στους ένοχους φασίστες» (Γκομπέτι, «Η Φιλελεύθερη Επανάσταση»). Το 1921, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Φέρα, «έστειλε μια οδηγία στους δικαστές ζητώντας τους να ξεχάσουν τις υποθέσεις που αφορούσαν φασιστικές εγκληματικές πράξεις» (Ρόζενμπεργκ, «Ο παγκόσμιος αγώνας του φασισμού»).
Ο στρατός, μέσω της κάστας των αξιωματικών, στήριξε τους φασίστες μέχρι το τέλος. «Ο στρατηγός Μπαντόλιο, αρχηγός του επιτελείου του ιταλικού στρατού, έστειλε μια εμπιστευτική εγκύκλιο σε όλους τους διοικητές των στρατιωτικών περιφερειών, αναφέροντας ότι οι αξιωματικοί που θα αποστρατεύονταν τότε (υπήρχαν περίπου 60.000 από αυτούς) θα σταλούν στα πιο σημαντικά κέντρα και θα έπρεπε να ενταχθούν στους φασίστες, τους οποίους θα έπρεπε να στελεχώνουν και να κατευθύνουν. Θα συνέχιζαν να λαμβάνουν τα 4/5 της αμοιβής τους. Όπλα από το κρατικό στρατόπεδο δίνονταν στις φασιστικές συμμορίες, οι οποίες εκπαιδεύονταν από αξιωματικούς που βρίσκονταν σε άδεια ή ακόμη και σε ενεργό υπηρεσία. Πολλοί αξιωματικοί γνωρίζοντας τις συμπάθειες των ανωτέρων τους είχαν κερδηθεί στον φασισμό και οι περιπτώσεις συνωμοσίας μεταξύ του στρατού και των Μελανοχιτώνων αυξήθηκαν. Για παράδειγμα, στο Τρέντο ξέσπασε μια φασιστική ανταρσία με τη βοήθεια ενός λόχου πεζικού και η φασιστική Ένωση του Μπολζάνο ιδρύθηκε από αξιωματικούς του 232 Τάγματος Πεζικού». (Ντανιέλ Γκερέν, «Φασισμός και μεγάλες επιχειρήσεις»).
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, στο οποίο οι Μελανοχίτωνες γίνονταν όλο και πιο τολμηροί, ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την εξόντωση των εργατικών οργανώσεων. Ο Μαλαπάρτε, ένας φασίστας «θεωρητικός», ανέφερε στο βιβλίο του «Τεχνική του Πραξικοπήματος», το 1931, τα ακόλουθα: «Χιλιάδες ένοπλοι άνδρες, μερικές φορές δεκαπέντε ή είκοσι χιλιάδες, ξεχύνονταν σε μια πόλη ή χωριό, έχοντας μεταφερθεί γρήγορα με φορτηγά από τη μια επαρχία στην άλλη».
Ο Ντανιέλ Γκερέν περιέγραφε ως εξής για τη δράση τους: «Καθημερινά επιτίθονταν στα Εργατικά Ανταλλακτήρια και στα κεντρικά γραφεία των συνεταιρισμών και των εργατικών εντύπων. Στις αρχές του Αυγούστου του 1922, κατέλαβαν τα δημαρχεία του Μιλάνου και του Λιβόρνο, που είχαν σοσιαλιστικές διοικήσεις. Έκαψαν τα γραφεία των εφημερίδων Avanti στο Μιλάνο και Lavoro στη Γένοβα. Κατέλαβαν το λιμάνι της Γένοβας, το οποίο ήταν προπύργιο των εργατικών συνεταιρισμών και των λιμενεργατών. Τέτοιες τακτικές σταδιακά εξάντλησαν και αποδυνάμωσαν το οργανωμένο προλεταριάτο, στερώντας τα μέσα της δράσης του και της υποστήριξής του. Οι φασίστες περίμεναν μόνο την κατάκτηση της εξουσίας για να το συντρίψουν μια για πάντα» (Ν. Γκερέν, «Φασισμός και μεγάλες επιχειρήσεις»).
Πώς αντιμετώπισαν οι εργατικές οργανώσεις αυτή τη θανάσιμη απειλή για την ίδια τους την ύπαρξη; Αντί να εξηγήσουν τη φύση του φασισμού στους εργάτες και το τι θα σήμαινε γι’ αυτούς αν ερχόταν στην εξουσία ο Μουσολίνι, οι ηγέτες επέμεναν να κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους και τους υποστηρικτές τους ότι τάχα το καπιταλιστικό κράτος θα τους προστάτευε από την απειλή αυτών των παράνομων συμμοριών. Ο Γκερέν ανέφερε πως «οι σοσιαλιστές και συνδικαλιστές ηγέτες αρνήθηκαν πεισματικά να απαντήσουν στα χτυπήματα του φασισμού, να οπλιστούν και να οργανωθούν με στρατιωτικό τρόπο».
«Ο φασισμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να νικηθεί με ένοπλη πάλη, αλλά μόνο με νόμιμο αγώνα”, επέμενε η εφημερίδα Battaglia Syndicale στις 29 Ιανουαρίου 1921. Στους σοσιαλιστές που είχαν επαφές με τον κρατικό μηχανισμό, σε πολλές περιπτώσεις προσφέρθηκαν όπλα για να προστατευτούν από τους φασίστες. Όμως, απέρριψαν αυτές τις προσφορές, επιμένοντας ότι “ήταν καθήκον του κράτους να προστατεύσει τον πολίτη από τις ένοπλες επιθέσεις άλλων πολιτών”» (Άλφρεντ Κουρέλα, «Ο Μουσολίνι χωρίς μάσκα», 1931).
Οι σοσιαλιστές έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υπογράψουν σύμφωνο ειρήνης με τον Μουσολίνι στις 3 Αυγούστου 1921! Αυτό συνέβη με πρωτοβουλία του Φιλελεύθερου Πρωθυπουργού (σ.τ.μ: πιθανότατα εννοεί τον Τζιοβάνι Τζιολίτι) και με τη δήλωσή του ότι επιθυμεί να «συμφιλιώσει» τους σοσιαλιστές και τους φασίστες». Ο Τουράτι, ο ηγέτης των σοσιαλιστών στην Ιταλία, έκανε την ακόλουθη έκκληση στον Μουσολίνι: «Θα σας πω μόνο αυτό: Ας αφοπλιστούμε πραγματικά!».
Οι Μελανοχίτωνες πρέπει να είχαν γελάσει. Αξιοποίησαν αυτή την παθητική στάση για να προετοιμαστούν καλύτερα. Κατήγγειλαν το σύμφωνο και ενέτειναν την επίθεση ενάντια στις εργατικές οργανώσεις. Οι σοσιαλιστές παρακάλεσαν το κράτος να αναλάβει δράση κατά των φασιστών. Και το κράτος ανέλαβε δράση. Έγιναν επιδρομές, όχι κατά των φασιστών, αλλά εναντίον των εργατών και των οργανώσεών τους.
Λόγω της αποτυχίας των σοσιαλιστών και των ηγετών των συνδικάτων, αριστεροί αγωνιστές διαφόρων τάσεων, επαναστάτες συνδικαλιστές, αριστεροί σοσιαλιστές, νέοι κομμουνιστές, σοσιαλιστές και δημοκράτες, με λίγους πρώην αξιωματικούς του στρατού, οργάνωσαν ένοπλες αντιφασιστικές πολιτοφυλακές στο 1921, με πρωτοβουλία του Μινγκρίνο (σ.τ.μ: του σοσιαλιστή Τζιουζέπε Μινγκρίνο, μαζί με τους αναρχικούς Άργκο Σεκοντάρι και Τζίνο Λουτσέτι, ο οποίος μάλιστα αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Μουσολίνι ). Ονομάστηκαν «Arditi del Popolo» («Γενναίοι του Λαού»). Προχώρησαν σ’ αυτό, παρά την εναντίωση των εργατικών και συνδικαλιστών ηγετών. Δυστυχώς, το νεαρό και αδύναμο Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε μια αριστερίστικη στάση απέναντι στο ζήτημα. Διασπάστηκε και οργάνωσε τις δικές του «Ομάδες Δράσης» («Squadre de azione»).
«Το αποτέλεσμα ήταν», έγραφε ο Γκερέν στο προαναφερθέν βιβλίο του, «ότι όταν οι Μελανοχίτωνες αναλάμβαναν μια “εκστρατεία αντιποίνων” εναντίον μιας περιοχής και επιτίθονταν στα κεντρικά γραφεία των εργατικών οργανώσεων ή στους “κόκκινους” δήμους, οι αγωνιστές εργάτες είτε ήταν ανίκανοι να αντισταθούν, είτε προέβαλαν μια αυτοσχέδια, άναρχη αντίσταση που ήταν γενικά αναποτελεσματική. Ως επί το πλείστον, ο επιτιθέμενος παρέμενε κύριος του πεδίου».
Και προσέθετε ο Γκερέν: «Μετά από μια “τιμωρητική εξόρμηση”, οι αντιφασίστες απείχαν από αντίποινα, σεβάστηκαν τις κατοικίες των φασιστών και δεν εξαπέλυσαν αντεπιθέσεις. Αρκέστηκαν στην κήρυξη “γενικών απεργιών διαμαρτυρίας”».
«Αλλά αυτές οι απεργίες είχαν σκοπό να αναγκάσουν τις αρχές να λάβουν μέτρα για την προστασία των εργατικών οργανώσεων από τη φασιστική τρομοκρατία, και είχαν ως αποτέλεσμα μόνο γελοίες συνομιλίες με τις αρχές, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν συνεργοί του φασισμού» (Σιλόνε, «Ο φασισμός», 1934) Καθώς αυτά τα χτυπήματα δεν συνοδεύονταν από άμεση δράση, άφησαν ανέπαφες τις δυνάμεις του εχθρού.
Από την άλλη πλευρά, οι φασίστες με αφορμή τις απεργίες ενέτειναν τη βία τους. Προστάτευαν τους απεργοσπάστες και «μέσα σ’ αυτό το απειλητικό κενό που δημιουργεί μια απεργία γύρω από τον εαυτό της, κατάφεραν γρήγορα και βίαια χτυπήματα στην καρδιά των εχθρικών οργανώσεων» (Μαλαπάρτε, «Η τεχνική του πραξικοπήματος», 1931).
Ωστόσο, στις σπάνιες περιπτώσεις που οι αντιφασίστες προχώρησαν σε μια οργανωμένη αντίσταση ενάντια στον φασισμό και πήραν προσωρινά το πάνω χέρι, όπως για παράδειγμα, στην Πάρμα, τον Αύγουστο του 1922, η εργατική τάξη απέκρουσε με επιτυχία μια φασιστική επίθεση, παρά τη συγκέντρωση πολλών χιλιάδων πολιτοφυλάκων «επειδή η άμυνα οργανώθηκε σύμφωνα με στρατιωτικές μεθόδους και υπό τη διεύθυνση του Arditi del Popolo» (A. Ρόσι, «Η γέννηση του φασισμού», 1938).
Καθώς η πρόθεση των φασιστών να καταλάβουν την εξουσία γινόταν ολοένα και πιο εμφανής, ο Τουράτι, ο εκπρόσωπος των Σοσιαλιστών, έκανε έκκληση στον Βασιλιά τον Ιούλιο του 1922, για να «του υπενθυμίσει ότι είναι ο υπέρτατος υπερασπιστής του Συντάγματος». Εν τω μεταξύ, οι καπιταλιστές είχαν καταλήξει στα δικά τους συμπεράσματα. Ο Ρόσι έγραφε τα εξής: «Μερικές πολύ θερμές συσκέψεις έγιναν μεταξύ του Μουσολίνι και των επικεφαλής της Γενικής Ομοσπονδίας Βιομηχανίας, Μπένι και Ολιβέτι. Οι επικεφαλής της Ένωσης Τραπεζών, είχαν πληρώσει 20 εκατομμύρια για να χρηματοδοτήσουν την Πορεία προς τη Ρώμη. Οι ηγέτες της Ομοσπονδίας Βιομηχανίας και της Ομοσπονδίας Γεωργίας τηλεγράφησαν στη Ρώμη ότι, κατά τη γνώμη τους, η μόνη δυνατή λύση ήταν μια κυβέρνηση Μουσολίνι». Παρόμοιο μήνυμα έστειλε ο Γερουσιαστής και μεγιστάνας Έτορε Κόντι: «Ο Μουσολίνι ήταν υποψήφιος της πλουτοκρατίας και των εμπορικών ενώσεων».
Παρά το γεγονός ότι οι φασίστες διέθεταν μόνο 35 βουλευτές στο ιταλικό κοινοβούλιο από τους περίπου 600, ο βασιλιάς, υπάκουος στις απαιτήσεις των κυρίαρχων τάξεων, παρέδωσε την εξουσία στον Μουσολίνι. Ακόμη και μετά το πραξικόπημα του Μουσολίνι το 1922, οι ρεφορμιστές ηγέτες ήταν ανίκανοι να αντλήσουν διδάγματα από την πικρή εμπειρία τους.
«Οι Ιταλοί Σοσιαλιστές, τυφλοί όσο ποτέ, συνέχισαν να προσκολλώνται στη νομιμότητα και το Σύνταγμα. Τον Δεκέμβριο του 1923, η Ομοσπονδία Εργασίας έστειλε στον Μουσολίνι μια έκθεση για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι φασιστικές ομάδες και του ζήτησε να “σπάσει” από τα δικά του στρατεύματα» (Από το βιβλίο των Μπουότσι και Νίτι, «Φασισμός και Συνδικαλισμός», 1930). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα πήρε την προεκλογική εκστρατεία του τον Απρίλιο του 1924, πολύ σοβαρά. Ο Τουράτι είχε μια συζήτηση στο Τορίνο με έναν φασίστα σε μια αίθουσα όπου οι Μελανοχίτωνες φύλαγαν την είσοδο. Και όταν, μετά τη δολοφονία του Ματεότι (10 Ιουνίου 1924), ένα κύμα εξέγερσης κατέκλυσε την χερσόνησο, οι σοσιαλιστές δεν ήξεραν πώς να το αξιοποιήσουν. “Στη μοναδική αυτή στιγμή”, έγραφε ο Νένι, “για να κληθούν οι εργάτες στους δρόμους για μια εξέγερση, επικράτησε η τακτική του νόμιμου αγώνα σε δικαστικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο”. Ως μια συμβολική πράξη διαμαρτυρίας, η αντιπολίτευση αρκέστηκε να μην εμφανιστεί στο κοινοβούλιο, και όπως οι αρχαίοι πληβείοι στη Ρώμη “αποσύρθηκε στον Αβεντινό λόφο” [σ.τ.μ: Αυτός ήταν ένας από τους Επτά λόφους της Αρχαίας Ρώμης. Η «αποχώρηση των Πληβείων» (Secessio plebis) ήταν μια διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας οι πληβείοι της Ρώμης, οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της και παρήγαγαν τα περισσότερα από τα τρόφιμα, εγκατέλειπαν την πόλη μαζικά και άφηναν την τάξη των αριστοκρατών στην τύχη της. Αυτή η αποχώρηση, σήμαινε ότι όλα τα καταστήματα και τα εργαστήρια έκλειναν και οι εμπορικές συναλλαγές σταματούσαν.]
“Τι κάνουν οι αντίπαλοί μας;” έλεγε ο Μουσολίνι κοροϊδεύοντας την αντιπολίτευση. “Καλούν γενικές απεργίες ή έστω μερικές απεργίες; Προσπαθούν να προκαλέσουν εξεγέρσεις στον στρατό; Τίποτα τέτοιο. Περιορίζονται σε εκστρατείες από τον Τύπο” (Ομιλία, Ιούλιος 1924). Οι Σοσιαλιστές προώθησαν το τριπλό σύνθημα: “Παραίτηση της κυβέρνησης, διάλυση των πολιτοφυλακών, νέες εκλογές”. Συνέχισαν να δείχνουν εμπιστοσύνη στον Βασιλιά, τον οποίο ικέτευαν να έρθει σε ρήξη με τον Μουσολίνι και δημοσίευσαν για την “διαφώτισή” του, τη μία αναφορά μετά την άλλη. Αλλά ο Βασιλιάς τους απογοήτευσε για δεύτερη φορά» (Ντ. Γκερέν, «Φασισμός και μεγάλες επιχειρήσεις»).
Οι συνθήκες ζωής υπό το καθεστώς Μουσολίνι
Μόλις ανέβηκε στην εξουσία, ο Μουσολίνι ίδρυσε το πρότυπο ενός ολοκληρωτικού κράτους. Έχοντας συντρίψει τις οργανώσεις των εργατών, προετοίμασε τον δρόμο για μια άγρια επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των μαζών προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων. Το κύριο βάρος του φασισμού έπεσε πάνω στο σώμα της εργατικής τάξης, εναντίον της οποίας στοχεύει κυρίως ο φασισμός. Με τα βασικά όπλα του εργατικού αγώνα διαλυμένα, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να μειωθούν οι μισθοί και να χτυπηθεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Τα εργατικά συνδικάτα συντρίφθηκαν. Καταργήθηκε ο συνδικαλισμός στα εργοστάσια. Το δικαίωμα στην απεργία απαγορεύτηκε. Όλες οι συμβάσεις των συνδικάτων ακυρώθηκαν. Ο εργοδότης κυριάρχησε στα εργοστάσια για άλλη μια φορά και έγινε με βάση τα φασιστικά πρότυπα, ο «αρχηγός» των υπαλλήλων του. Οποιαδήποτε απόπειρα για απεργία και κάθε αντίσταση στις επιθυμίες της εργοδοσίας «τιμωρούταν με άγριες ποινές από το κράτος. Το να αμφισβητήσεις τον εργοδότη ήταν σαν να αμφισβητείς την πλήρη δύναμη του κράτους. Σύμφωνα με τα λόγια των φασιστών: οι απεργίες έγιναν εγκλήματα “ενάντια στην κοινωνική κοινότητα”».
Ο αντιφασίστας Φιλελεύθερος Γκαετάνο Σαλβεμίνι, που ήταν αυθεντία στην Ιταλία, έκανε μια συνειδητή έρευνα για όλες τις πτυχές της ζωής υπό τον φασισμό. Βασιζόμενος σε επίσημες φασιστικές κυβερνητικές πηγές, μπόρεσε να δείξει τι σήμαινε στην πράξη ο φασισμός για τον ιταλικό λαό. Στο βιβλίο του με τίτλο «Κάτω από το Τσεκούρι του Φασισμού», αποκάλυψε ότι από την αρχή του καθεστώτος Μουσολίνι οι συνθήκες ζωής του λαού χειροτέρεψαν, ειδικά των εργατών και των μικρο-αγροτών. Τόσο σε περιόδους «ευημερίας» όσο και μέσα στα βάθη της ύφεσης του 1929-33, σημειώνονταν σταθερά περικοπές στους μισθούς.. Οι ώρες εργασίας επιμηκύνονταν σταθερά χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή για υπερωρίες, ενώ αυξανόταν το κόστος ζωής.
Το βιβλίο, δίνοντας εκτενείς λεπτομέρειες για τις περικοπές στους μισθούς από το 1922 μέχρι το 1935, παρ’ όλες τις προσπάθειες του καθεστώτος να το αποκρύψει αυτό, δείχνει πώς η κατανάλωση βασικών αγαθών μειωνόταν σταθερά. Το έτος 1922, σε πληθυσμό 38.800.000 κατοίκων, η κατανάλωση καπνού ήταν 279.000 κουιντάλια. Μέχρι το 1932, είχε πέσει στα 245.000 κουιντάλια. Η κατανάλωση καφέ ήταν 472.000 κουιντάλια το 1922 και έπεσε το 1932 στα 407.000 κουιντάλια. Αυτά τα είδη έγιναν «πολυτέλειες» για τους εργαζόμενους.
Αλλά και στα απολύτως απαραίτητα αγαθά για τη ζωή, η πτώση ήταν αντίστοιχα μεγάλη. Η κατανάλωση αραβοσίτου μειώθηκε από 27.213.000 κουιντάλια το 1922 σε 26.739.000 κουιντάλια το 1932. Η κατανάλωση σιταριού μειώθηκε – και αυτό παρά την αύξηση του πληθυσμού σε 41.000.000 το 1932 – από 72.230 κουιντάλια το 1922 σε 20.000 σε 1932. Το αλάτι, το οποίο, μαζί με τα παραπάνω είναι απολύτως απαραίτητο για την ύπαρξη, έπεσε από 2.646.000 σε 2.606.000 κουιντάλια. Αυτά τα στοιχεία προέρχονται από επίσημα ιταλικά στατιστικά στοιχεία (« Annuario Statistico Italiano» για το 1922-1925 σελ. 198, και για το 1933, σελ.119.).
Η εφημερίδα «Tribuna» την 1η Μαΐου 1935, αποκάλυψε μια τρομερή πτώση στην κατανάλωση κρέατος. Σύμφωνα με το δημοσίευμά της, η ετήσια κατανάλωση κρέατος ενώ το 1928 ήταν 22 κιλά ανά μέλος του πληθυσμού (ετησίως) είχε μειωθεί μέχρι το 1932 στα 18 κιλά. Η κατανάλωση ζάχαρης που είχε αυξηθεί στα 7,5 κιλά το 1922 μειώθηκε σε 6,9 το 1932. Στην Αγγλία η ετήσια κατανάλωση ήταν 40 κιλά, στη Γαλλία 25, στη Γερμανία 23, και στην καθυστερημένη μάλιστα, Ισπανία, ήταν 13 κιλά.
Τα επίσημα στοιχεία για την ανεργία στην Ιταλία τον Φεβρουάριο του 1933 ήταν 1.229.000 άτομα. Στις 2 Ιουλίου 1934, ένα επίσημο ανακοινωθέν της ιταλικής κυβέρνησης, ενημέρωνε ότι «τον φετινό χειμώνα η “εθνική αλληλεγγύη” στην Ιταλία έδινε βοήθεια σχεδόν κάθε μέρα σε 1.750.000 οικογένειες». Τον Φεβρουάριο του 1922 υπήρχαν μόνο 602.000 άνεργοι και οι φασίστες επικέντρωναν μεγάλο μέρος της δημαγωγίας τους στη «φρίκη της ανεργίας».
Έτσι, ο μύθος ότι ο φασισμός μπορεί να αποφύγει τις κρίσεις του καπιταλισμού αποδείχθηκε απάτη. Μόλις ανέβει στην εξουσία, ο φασισμός διατηρεί την κυριαρχία του για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της κατάρρευσης των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Με τους καλύτερους αγωνιστές και τους πιο προχωρημένους προλετάριους στη φυλακή ή δολοφονημένους, η εργατική τάξη περνά μια περίοδο αποθάρρυνσης και απάθειας. Υπό το καθεστώς καταστολής και τρόμου, οι εργαζόμενοι υποφέρουν από την απουσία της δυνατότητας για έναν ενιαίο αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές. Το άδοξο τέλος του Μουσολίνι ήταν μια επίδειξη σε όλο τον κόσμο για το πραγματικό μίσος του ιταλικού λαού για τον «Ντούτσε» και μια αποκάλυψη του ψεύδους ότι οι ιταλικές μάζες υποστήριζαν τους Μελανοχίτωνες.
Τεντ Γκραντ
Απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Η απειλή του Φασισμού» (Λονδίνο, Ιούνιος 1948)
Επιμέλεια και μετάφραση: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος.