Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΎφεση και λιτότητα παντού - «Exit» από τον καπιταλισμό η μόνη προοδευτική...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ύφεση και λιτότητα παντού – «Exit» από τον καπιταλισμό η μόνη προοδευτική διέξοδος

Η ανάλυσή μας για τις τρέχουσες διεθνείς και ελληνικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

[nextpage title=”Μέρος 1″ ]

Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία καταδεικνύουν τον οργανικό χαρακτήρα της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και το ιστορικό του αδιέξοδο, με πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τα μεγάλα χρέη. Τα στοιχεία για το παγκόσμιο χρέος είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με τη «Διεθνή Τράπεζα Διακανονισμών» (BIS) το συνολικό του ύψος φτάνει σήμερα τα 200 τρισ. δολάρια, είναι δηλαδή τρεις φορές μεγαλύτερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ!

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 30% του χρέους αυτού (60 τρισ. δολάρια) δημιουργήθηκε από την κρίση του 2008 και μετά. Αυτό δείχνει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αστοί επιχείρησαν να ανακόψουν την ύφεση και να αντιμετωπίσουν την απειλή ενός ντόμινου χρεοκοπιών, με μια μέθοδο που αντανακλά τις αντιφάσεις, τον παραλογισμό και το αδιέξοδο του σύγχρονου καπιταλισμού: προσθέτοντας ακόμα μεγαλύτερα χρέη!

Μόνο μια αλματώδης και διαρκής περίοδος ανάπτυξης σαν εκείνη που γνώρισε ο δυτικός καπιταλισμός την 30ετία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο θα μπορούσε να κάνει βιώσιμο αυτό το «βουνό» χρεών που απειλεί την παγκόσμια οικονομία. Όμως μια τέτοια προοπτική δεν υπάρχει ούτε στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις των αστών οικονομολόγων. Είναι ενδεικτικός ο προβληματισμός για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που εκφράστηκε σε 3 σχετικές εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν το καλοκαίρι από την Κομισιόν, την ΕΚΤ και τον ΟΟΣΑ. Η παγκόσμια οικονομία αδυνατεί να ανακάμψει ουσιαστικά από τη βαθειά ύφεση των τελών της περασμένης δεκαετίας, παρά τα χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια και τους «πακτωλούς» της «ποσοτικής χαλάρωσης», με άλλα λόγια, παρά τη διοχέτευση από τις Κεντρικές Τράπεζες άφθονου και φθηνού χρήματος στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Εκτός από τα γιγάντια χρέη, ιδιαίτερος προβληματισμός εκφράζεται από τους στρατηγικούς αναλυτές του κεφαλαίου για την αρνητική εξέλιξη σε ένα πεδίο καθοριστικό για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, δηλαδή στην ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του επικεφαλής της γερμανικής τράπεζας «Deutsche Zentral-Genossenschaftsbank», Στέφαν Μπίλμαϊερ, στην εφημερίδα «Welt» : «..Από την αρχή της οικονομικής κρίσης έχει επιβραδυνθεί όχι μόνο η παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά και η αύξηση του διεθνούς εμπορίου. Από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι βρισκόμαστε στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990..» («Καθημερινή» 21/8/2016).

Σήμερα δεν υπάρχει καμία καπιταλιστική δύναμη που να μπορεί να παίξει το ρόλο της «ατμομηχανής ανάπτυξης» για την παγκόσμια οικονομία. Στις ΗΠΑ ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της τελευταία 10ετία σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης ήταν μόλις 2.4%. Μόλις φέτος ο αριθμός των απασχολουμένων έφτασε τα επίπεδα του 2008, την ίδια στιγμή που το κρατικό χρέος διατηρείται σε επίπεδα ρεκόρ, αγγίζοντας τα 18 τρισ δολάρια, έχοντας ξεπεράσει το αμερικάνικο ΑΕΠ (17 τρισ). Η Κίνα επίσης, δεν έχει πάψει να σκορπά την ανησυχία στους αστούς αναλυτές, καθώς ο ρυθμός οικονομικής της μεγέθυνσης συνεχίζει να επιβραδύνει, την ώρα που συσσωρεύει τρομακτικά χρέη, με το συνολικό χρέος της να έχει εκτιναχθεί στο 255% του ΑΕΠ. Αλλά και οι λοιπές «BRICS» και οι άλλες «αναδυόμενες» οικονομίες, από υποδείγματα ανάπτυξης έχουν πλέον μετατραπεί σε υποδείγματα ύφεσης και μεγάλων χρεών.

Η Ευρώπη επίκεντρο αστάθειας και επαναστατικών διεργασιών

Η κατάσταση στην ΕΕ είναι πολύ χειρότερη, με την «ποσοτική χαλάρωση» και εδώ να αποδεικνύεται ανίκανη να βάλει τον καπιταλισμό σε τροχιά ανάπτυξης. Την ώρα δε, που σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η «ήπια» ή σκληρότερη λιτότητα για τον εργαζόμενο λαό αποτυγχάνει να μειώσει τα κρατικά χρέη, τα οποία παραμένουν σταθερά μεγαλύτερα κατά δεκάδες ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με τα προ κρίσης επίπεδα, διαγράφεται καθαρά το φάσμα της χρεοκοπίας μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, αυτή τη φορά με την Ιταλία και την Πορτογαλία να βρίσκονται στο επίκεντρο του κινδύνου.

Αναμφίβολα όμως, η «θρυαλλίδα» στην εκρηκτική οικονομική αστάθεια πανευρωπαϊκά και παγκόσμια ήταν το αποτέλεσμα υπέρ του «Brexit» στο πρόσφατο δημοψήφισμα στη Βρετανία, με τρομερές αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια, τοποθέτηση της χώρας στον προθάλαμο μιας βαθειάς ύφεσης και την επίσημη έναρξη μια απρόβλεπτης διαδικασίας διάσπασης της ΕΕ, μέσα από το άνοιγμα της προοπτικής για τη διενέργεια ανάλογων δημοψηφισμάτων και σε άλλες χώρες. Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος «άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου» στα πολιτικά στρατόπεδα και των δυο βασικών τάξεων, προκαλώντας διαδοχικά, κρίση και αλλαγή ηγεσίας στους Συντηρητικούς και αμέσως μετά έναν ανοικτό πόλεμο ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα στο Εργατικό Κόμμα.

Κι όπως φαίνεται, η πολιτικές «αναταράξεις» θα συνεχιστούν αμείωτα σε όλη την Ευρώπη, καθώς υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις η δυσαρέσκεια για την κρίση και τη λιτότητα να εκφραστεί και στο δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί στην Ιταλία τον Οκτώβριο (σχετικά με τις αρμοδιότητες της Γερουσίας), το αποτέλεσμα του οποίου, αν δεν είναι θετικό για τον πρωθυπουργό Ρέντσι, θα μπορούσε να προκαλέσει πρόωρες εθνικές εκλογές. Η επανάληψη του δεύτερου γύρου της προεδρικής εκλογής στην Αυστρία με τον ακροδεξιό Χόφερ να είναι ένα βήμα πριν την εκλογή, το δημοψήφισμα στην Ουγγαρία για το προσφυγικό ζήτημα και οι επικείμενες νέες κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ισπανία είναι δυνατό να πολλαπλασιάσουν και την πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη, την ώρα μάλιστα που στις ΗΠΑ, ο Τραμπ με την ακραία αντιδραστική – «αποσταθεροποιητική» του ατζέντα θα διεκδικεί το προεδρικό χρίσμα κόντρα στην εξίσου αντιδραστική – εκλεκτή του κατεστημένου Κλίντον.

Μέσα σε αυτό το διεθνές σκηνικό οικονομικού αδιεξόδου και αστάθειας, η ριζοσπαστικοποίηση ευρύτατων τμημάτων των εργατικών μαζών και της νεολαίας αρχίζει να κάνει πλέον εντυπωσιακά την εμφάνισή της στην «καρδιά» του δυτικού καπιταλισμού. Έτσι μετά την ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος με σημείο αναφοράς την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, το οποίο υποχώρησε λόγω της συνθηκολόγησης του 70χρονου ρεφορμιστή ηγέτη με την Κλίντον έχοντας όμως φέρει την ιδέα του σοσιαλισμού στο προσκήνιο της αμερικανικής κοινωνίας, το επίκεντρο της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης είναι πλέον το μαζικό κίνημα υποστήριξης του Τζέρεμυ Κόρμπιν στη Βρετανία, ενάντια στην ύπουλη απόπειρα καθαίρεσής του από τη δεξιά πτέρυγα. Καθόλου τυχαία μάλιστα, ο Λέον Τρότσκι και το ιστορικό τροτσκιστικό «Militant» έχουν επανέλθει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του βρετανικού αστικού Τύπου, αποδεικνύοντας ότι ο επαναστατικός μαρξισμός είναι ο φυσικός πολιτικός αντίπαλος του καπιταλισμού και ότι μόνο η σκέψη πως οι ιδέες αυτές μπορούν να ξανασυνδεθούν με τις μάζες της εργατικής τάξης, προκαλεί στους αστούς υστερία.

Αναμφίβολα όμως, η πιο καθαρή αντανάκλαση των επαναστατικών διεργασιών στην Ευρώπη και γενικότερα στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δύση, ήταν το εντυπωσιακό σε διάρκεια και εύρος κοινωνικής υποστήριξης κίνημα ενάντια στον αντιδραστικό εργασιακό νόμο της κυβέρνησης Ολάντ στη Γαλλία. Η τελευταία, μόνο χάρις στη βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας κατάφερε να αποφύγει τη μετατροπή του κινήματος σε μια γενική απεργία διαρκείας που θα δημιουργούσε συνθήκες «Μάη του 1968», εν μέσω μάλιστα τυπικά των συνθηκών μιας παρατεταμένης «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα του περασμένου χειμώνα στο Παρίσι.

Ο ελληνικός καπιταλισμός κοντά στο «σημείο μηδέν»

Ο ελληνικός καπιταλισμός διανύει τον 9ο χρόνο ύφεσης, έχοντας βαλθεί με τις «επιδόσεις» του να διαψεύσει όσους υποστηρίζουν ότι μπορεί να αποφύγει μια ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση της κρίσης και την έξοδο από την Ευρωζώνη. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη του ελληνικού ΑΕΠ ήταν αποκαλυπτικά. Κατά το δεύτερο τρίμηνο το ΑΕΠ μειώθηκε 0,9% σε ετήσια βάση, ενώ η αντίστοιχη μείωση για το πρώτο τρίμηνο αναθεωρήθηκε προς το χειρότερο, φθάνοντας στο 1%. Σε αντίστροφη κατεύθυνση από το ΑΕΠ κινούνται τα χρέη, που συνεχίζουν να αυξάνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Εκτός από το κρατικό χρέος που σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ ανέρχεται στα 328,3 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 176,3% του ΑΕΠ, την ελληνική οικονομία πνίγει ένα «βουνό» συνολικού ιδιωτικού χρέους (χρέη προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ανεξόφλητοι λογαριασμοί στη ΔΕΗ) άνω των 217 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 116% του ΑΕΠ!

Εξαιρετική ανησυχία για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους το επόμενο διάστημα, έχει προκαλέσει η θεαματική πτώση στα φορολογικά έσοδα. Έτσι την ώρα που τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία τρέχουν με ρυθμό 1 δισ. ευρώ κάθε μήνα, προσεγγίζοντας πλέον συνολικά τα 90 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΟΙΚ κατά την πληρωμή της πρώτης δόσης της φορολογίας εισοδήματος τον Ιούλιο σημειώθηκε, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο σχετικό ρεπορτάζ της η «Καθημερινή» στις 16/8, «μια ιδιότυπη στάση πληρωμών», αφού δεν καταβλήθηκε φόρος εισοδήματος ύψους 272 εκατ. ευρώ, δηλαδή δεν πλήρωσε το 25% των φορολογουμένων!

Αν ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με τους μνημονιακούς στόχους μέχρι το τέλος του χρόνου οι φορολογούμενοι θα πρέπει να πληρώσουν στην εφορία ακόμη 9,1 δισ. ευρώ σε άμεσους φόρους, σε σύνολο στόχου για είσπραξη από φόρους (μαζί με τους έμμεσους) 21 δισ. ευρώ για το ίδιο διάστημα, τότε γίνεται κατανοητό ότι η προοπτική μιας ανεξέλεγκτης στάσης πληρωμών λόγω αδυναμίας καταβολής φόρων βρίσκεται «προ των πυλών». Αυτή η εξέλιξη, εκτός από τον αυτόματο μηχανισμό περικοπής μισθών και συντάξεων, θα μπορούσε να «ενεργοποιήσει» και σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, δημιουργώντας τους όρους για μια σοβαρή κυβερνητική – εθνική κρίση.

Η κυβέρνηση φανέρωσε τον πανικό της για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, απειλώντας μέσω του Γενικού Γραμματέα Εσόδων τους οφειλέτες στην εφορία με 856.000 (!) ηλεκτρονικά κατασχετήρια. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι μια διαρκώς αυξανόμενη μάζα φορολογούμενων – εργαζόμενοι, άνεργοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, κατεστραμμένοι επαγγελματίες – συνταξιούχοι, δεν καταλαβαίνουν από απειλές, γιατί…απλώς δεν μπορούν να πληρώσουν. Ένα εξίσου αποκαλυπτικό στοιχείο για αυτή την εντεινόμενη αδυναμία είναι και η μεγάλη πτώση των λιανικών πωλήσεων κατά 5,5% κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2016, που δείχνει ότι οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου «κόβουν» δαπάνες – όχι μόνο από τους φόρους – αλλά και από τα είδη πρώτης ανάγκης για ανταπεξέλθουν στην κρίση.

Την ίδια στιγμή, το «μισό» κανόνι του «Μαρινόπουλου» («κουρεύτηκαν» οι οφειλές του στους προμηθευτές κατά 50% και πέρασε στα χέρια του «Σκλαβενίτη» και των μεγάλων τραπεζών), αποτελεί κατά τα φαινόμενα το πρελούδιο για έναν ολόκληρο κύκλο χρεοκοπιών μεγάλων επιχειρήσεων, αφού ακόμη 24 εισηγμένες στο ΧΑ εταιρείες με οφειλές 4,421 δισ. ευρώ, και ίδια κεφάλαια μόνο 1,39 δισ. ευρώ, είναι αντιμέτωπες με την προοπτική του «λουκέτου». Επίσης αποκαλυπτικά για τις γενικότερες προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού είναι και τα στοιχεία της «Τειρεσίας ΑΕ», σύμφωνα με τα οποία, οι ακάλυπτες επιταγές μόνο κατά τον Ιούλιο παρουσίασαν δραματική αύξηση κατά 316%!

Το μίγμα ύφεσης, γενικευμένης υπερχρέωσης και φοροδοτικής αδυναμίας φέρνει ξανά και μονότονα στο προσκήνιο το φάντασμα που στοιχειώνει τα όνειρα της ελληνικής άρχουσας τάξης, την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Καθόλου τυχαία, ο οίκος «Citigroup» στη μηνιαία έκθεσή του για τις παγκόσμιες προοπτικές τον Αύγουστο επανέφερε ως πολύ σοβαρή την πιθανότητα του «Grexit» για τα επόμενα 1-3 χρόνια, εκτιμώντας ότι η ύφεση θα συνεχιστεί και τα τουλάχιστον για 2 ακόμη χρόνια. Το σίγουρο είναι, ότι το «Grexit», όπως αποδείχθηκε περίτρανα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, δεν αποτελεί πλέον φόβητρο, ειδικά για το αφεντικό του «ελληνικού προγράμματος», τη γερμανική άρχουσα τάξη. Στο βαθμό μάλιστα που ο ελληνικός καπιταλισμός δεν θα δείχνει σημάδια ουσιαστικής ανάκαμψης στο άμεσο μέλλον, το συμφωνημένο – συναινετικό με τους δανειστές «Grexit» που θα συνοδεύεται πιθανά από ένα κούρεμα του τμήματος του χρέους που έτσι κι αλλιώς δεν θα είναι ποτέ δυνατό να αποπληρωθεί, θα γίνεται μια όλο και πιο ελκυστική επιλογή και για την ίδια την ελληνική άρχουσα τάξη.

[/nextpage]

[nextpage title=”Μέρος 2″ ]

Εκλογές το 2019;

Η κλίκα του Τσίπρα φαντασιώνεται πως το γεγονός ότι κατάφερε να περάσει μνημονιακά μέτρα που δεν τόλμησαν να περάσουν κυβερνήσεις των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, καθώς και η ανησυχία των Eυρωπαίων αστών να μην διαταραχτεί περαιτέρω το κλίμα μέσα στην ΕΕ στον απόηχο του δημοψηφίσματος για το «Brexit», θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντες που θα της εξασφαλίσουν μια «ήπια» στάση στις νέες αξιολογήσεις από τους δανειστές – ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, τουλάχιστον στο ζήτημα του χρέους ή της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια.

Φυσικά, εθελοτυφλεί για μια ακόμα φορά, όπως συνέβη την περασμένη άνοιξη. Και τότε εμφανιζόταν να αναμένει μια «ήπια» στάση σχετικά με την υποχρέωση νομοθέτησης των μέτρων του 3ου Μνημονίου και αντί γι’ αυτήν, έλαβε πιεστικά τελεσίγραφα για άμεση νομοθέτηση, όχι μόνο αυτών, αλλά και των σκληρότερων δυνατών πρόσθετων «προαπαιτούμενων». Έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ακόμη και στους πιο αδαείς ακροατές των κυβερνητικών «αφηγημάτων», ότι για τους δανειστές δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από την απαρέγκλιτη εφαρμογή των συμφωνηθέντων στα Μνημόνια, αλλά και κάθε αξίωσης για νέα σκληρά μέτρα που θα προκύπτει στο εξής φυσιολογικά από τις κάκιστες οικονομικές «επιδόσεις» του ελληνικού καπιταλισμού.

Επιπρόσθετα, μια ματιά στον ελληνικό και διεθνή αστικό Τύπο μαρτυρά ότι από κοινού δανειστές και Έλληνες καπιταλιστές, αντιμετωπίζουν ήδη την κλίκα του Τσίπρα απλώς σαν «αναλώσιμη». Αντιλαμβάνονται ότι το πολιτικό της κεφάλαιο – δηλαδή η σημαντική υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στις μάζες – εξαντλείται ταχύτατα και ότι δεν θα έχουν να ωφεληθούν και πολλά από αυτήν τα επόμενα χρόνια. Δεν έχουν λοιπόν κανέναν απολύτως λόγο να είναι ιδιαίτερα «φιλικοί» μαζί της, παρά μόνο στο βαθμό που εφαρμόζει τα σκληρότερα δυνατά προαπαιτούμενα. Αν δείξει πραγματικούς δισταγμούς, θα πιεστεί ανελέητα μέχρι να δει την πόρτα της εξόδου.

Όσο για τα περί ανησυχίας για τη διατάραξη του κλίματος στην ΕΕ που θα οδηγήσει τάχα σε «ηπιότητα», αυτά είναι αστεία, αφού στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η υπαρκτή ανησυχία, όχι μόνο δεν θα φέρει «ηπιότητα», αλλά θα οδηγήσει στις μεγαλύτερες δυνατές πιέσεις προς την κυβέρνηση να μην χαθεί ούτε λεπτό σε νέες διαπραγματεύσεις, στη σκιά των πιο σοβαρών από ότι η τύχη του ελληνικού καπιταλισμού για την Ευρώπη, εξελίξεων γύρω από τον τρόπο εφαρμογής του «Brexit».

Τίποτα λοιπόν δεν δείχνει ότι στις αξιολογήσεις του Φθινοπώρου θα έχουμε ευχάριστες εκπλήξεις για την κυβέρνηση. Θα απαιτηθούν τα σκληρά μέτρα που έχουν ήδη προαναγγελθεί : ελευθερία στις ομαδικές απολύσεις, περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία, δικαίωμα «λοκ-άουτ» για τους εργοδότες, νέες μειώσεις κοινωνικών επιδομάτων, μειώσεις μισθών – με τον 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα πιθανότατα να ξαναμπαίνουν στο στόχαστρο όπως δημόσια ζήτησε ο ΣΕΒ, την ώρα που η ύφεση και η υστέρηση φορολογικών εσόδων θα συρρικνώνουν τις επικουρικές συντάξεις και το σύνολο μισθών και συντάξεων θα τίθεται κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» του αυτόματου μηχανισμού περικοπών. Έτσι για μια ακόμα φορά μετά τον περασμένο Μάιο, η κυβέρνηση θα κληθεί να επιλέξει από τη μια πλευρά ανάμεσα σε μια νέα κατά μέτωπο σύγκρουση με τον εργαζόμενο λαό προς επιβεβαίωση της ιδιότητάς της σαν όργανο εφαρμογής των σκληρότερων απαιτήσεων του «μαύρου μπλοκ» ιμπεριαλιστών δανειστών – Ελλήνων καπιταλιστών και στη σκηνοθεσία μιας «ηρωικής εξόδου» από την άλλη, για να επιχειρήσει να σώσει ότι μπορεί από την καταρρέουσα εκλογική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ και να εξασφαλίσει ένα ορισμένο πολιτικό μέλλον, σαν ένας υπηρέτης του συστήματος με αξιοσημείωτη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Αναντίρρητα, το καλύτερο σενάριο για τους δανειστές και τους Έλληνες αστούς θα ήταν η παρούσα κυβέρνηση να κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά» της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου και των πρόσθετων σε αυτό σκληρών μέτρων, έτσι ώστε η νέα ηγεσία της ΝΔ να κερδίσει πολιτικό χρόνο. Όμως η προδοτική κλίκα του Τσίπρα έχει φτάσει – και στην πραγματικότητα έχει ήδη ξεπεράσει – τα αντικειμενικά όρια της πολιτικής της αντοχής. Σε τελική ανάλυση, συνεχίζει να διατηρείται στην εξουσία σαν αποτέλεσμα της παράλυσης που επέβαλε στο εργατικό κίνημα η κεντρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία (με την ένοχη συναίνεση των δυνάμεων της Αριστεράς) αμέσως μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις εργατών – αγροτών – ελεύθερων επαγγελματιών τον περασμένο Φλεβάρη, οι οποίες, εάν είχαν κλιμακωθεί στοιχειωδώς, θα μπορούσαν να έχουν ήδη προκαλέσει σοβαρή κυβερνητική κρίση και πιθανότατα εκλογές. Κινούμενη από στενούς καριερίστικους υπολογισμούς, η κλίκα του Τσίπρα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ξανακάνει την ίδια επιλογή με αυτή που έκανε τον περασμένο Μάιο. Γιατί αν συνεχίσει στην απαρέγκλιτη νομοθέτηση όλων των «προαπαιτουμένων», σε λίγους μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ θα απειληθεί με εξαφάνιση από τον πολιτικό χάρτη, στα πρότυπα του ήδη περιθωριοποιημένου ΠΑΣΟΚ.

Μόνο σαν ανέκδοτο φαντάζει λοιπόν η «διαβεβαίωση» Τσίπρα ότι οι εκλογές θα γίνουν το 2019. Η αστική τάξη θα υποχρεωθεί σύντομα να αρχίσει να σπαταλά το πολιτικό κεφάλαιο του Κ. Μητσοτάκη. Όμως με δεδομένη την αδυναμία της ΝΔ να κερδίσει μια ισχυρή πλειοψηφία στη Βουλή ακόμα και με το ισχύον «μπόνους» των 50 εδρών (σ.σ: στο πλαίσιο της «απλής αναλογικής» που νομοθέτησε η κυβέρνηση το «μπόνους» καταργείται τελικά από τις μεθεπόμενες εκλογές), το αποτέλεσμα των πιθανών πρόωρων εκλογών θα οδηγήσει στο σχηματισμό μιας ακόμα πιο αδύναμης από τη σημερινή μνημονιακής κυβέρνησης, παρατείνοντας την πολιτική αστάθεια και την ισχύ του κανόνα των αδύναμων κυβερνήσεων της εποχής των Μνημονίων.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία από τη σκοπιά του αγώνα του εργατικού κινήματος και της πρωτοπόρας νεολαίας ενάντια στα Μνημόνια, τη λιτότητα και τον καπιταλισμό που τα γέννησε, είναι να συνειδητοποιηθεί ότι ο ταξικός αντίπαλος και οι πιστωτές του – διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί δεν διαθέτουν μια σταθερή κυβερνητική λύση για τα επόμενα χρόνια και πως αυτή η αδυναμία τους, αντικειμενικά διαμορφώνει το κατάλληλο έδαφος για μια μαζική αγωνιστική αντεπίθεση και για τη διεκδίκηση μιας επαναστατικής λύσης εξουσίας τα επόμενα χρόνια. Όμως για να αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα, χρειάζεται η κατάλληλη ηγεσία. Μια ηγεσία που θα προσανατολίσει σωστά την πρωτοπορία του κινήματος και με την πολιτική και την τακτική της θα βοηθήσει αποφασιστικά στην ανάκαμψη του ηθικού των εργατικών μαζών από τη σημερινή φάση της απελπισίας και της σύγχυσης, δίνοντάς τους μια ξεκάθαρη και «βιώσιμη» προοπτική για να παλέψουν.

Τα αποφασιστικό ζήτημα της ηγεσίας

Γιατί στα χρόνια της κρίσης, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα οδηγήθηκαν από τη μια ήττα στην άλλη και γιατί στην αντίπερα όχθη, το «μαύρο μπλοκ» άρχουσας τάξης και δανειστών κατάφερε να επιβάλει το ένα Μνημόνια μετά το άλλο; Απορρίπτοντας φυσικά εκ των προτέρων τις ανόητες απόπειρες να εξηγηθούν οι ήττες με την επίκληση της υποτιθέμενης έλλειψης διάθεσης για αγώνα από τις εργατικές μάζες και του (ανύπαρκτου) συντηρητισμού των τελευταίων σε μια χώρα στην οποία διεξήχθηκαν 44 γενικές απεργίες και όπου ένα μικρό κόμμα προερχόμενο από το κομμουνιστικό κίνημα «σπρώχτηκε» μέσα σε λίγα χρόνια στην κυβέρνηση, θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε ως μια αιτία την αξιοποίηση της πανίσχυρης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας των ενωμένων δυνάμεων του δυτικού ιμπεριαλισμού για να καθυποταχθεί ο ελληνικός λαός. Όμως αυτός ο παράγοντας από μόνος του δεν εξηγεί τίποτα, καθώς από την άλλη πλευρά, η ενωμένη ισχύς του δυτικού ιμπεριαλισμού είχε σαν αντίβαρο, εκτός από την αγωνιστική διάθεση του εργαζόμενου λαού της Ελλάδας και τα διαρκώς αυξανόμενα αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης προς εκείνον από τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και τον κόσμο, στη βάση των κοινών αναγκών και προβλημάτων.

Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να φύγουμε από τους αντικειμενικούς και να περάσουμε στους υποκειμενικούς παράγοντες, δηλαδή στον παράγοντα «ταξική ηγεσία». Το «μαύρο μπλοκ», από την αρχή της «ελληνικής κρίσης» διέθετε ταξικές ηγεσίες με ξεκάθαρη στρατηγική και στόχους. Σε επίπεδο ελληνικών αστικών κομμάτων και ηγεσιών, όλα αυτά τα χρόνια είδαμε μια σειρά ηγετών και στελεχών να αψηφούν το πολιτικό κόστος και για χατίρι των συμφερόντων της τάξης τους να στηρίζουν με σταθερότητα τα Μνημόνια. Αντίθετα, ο εργαζόμενος λαός της χώρας, δεν διάθετε ηγεσίες αντάξιες των αγωνιστικών και ριζοσπαστικών του διαθέσεων, που να διαθέτουν ξεκάθαρη στρατηγική και σταθερότητα. Τόσο σε συνδικαλιστικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, διέθετε (και διαθέτει ακόμα) κατά κανόνα καριερίστες οπορτουνιστές ηγέτες, που με τη στάση τους εκτόνωσαν μεθοδικά την εργατική οργή και προκάλεσαν απανωτές ήττες, με πιο αυθεντικά παραδείγματα την επαναλαμβανόμενη προκλητική τακτική των σποραδικών 24ωρων γενικών απεργιών – «ντουφεκιών στον αέρα» και την ίδια την απροκάλυπτη μνημονιακή προδοσία της κλίκας Τσίπρα.

Οι ηγέτες της πρώην αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ και νυν στελέχη της ΛΑΕ (και της «Πλεύσης») και φυσικά, η ηγεσία του ΚΚΕ, είχαν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες τα προηγούμενα χρόνια να χαράξουν την αναγκαία στρατηγική της νίκης. Οι πρώτοι δοκιμάστηκαν και αποδείχτηκαν οριστικά κατώτεροι των περιστάσεων. Με τη στάση τους άφησαν ουσιαστικά ανενόχλητη την κλίκα του Τσίπρα να στρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά και να ολοκληρώσει την προδοσία της πιο απροκάλυπτα στην κυβέρνηση. Πριν, αλλά και μετά την προδοσία, αρνήθηκαν να διαμορφώσουν μια επαναστατική εναλλακτική λύση εξουσίας, ικανή να ενθουσιάσει και να κινητοποιήσει τις εργατικές μάζες και την πρωτοπόρα νεολαία.

Τόσο η ηγεσία της ΛΑΕ με την προσήλωση στην αντιδραστική πανάκεια του καπιταλισμού της δραχμής, όσο και η Ζ. Κωσταντοπούλου με την αποστασιοποίηση από τις θεμελιώδεις έννοιες του αριστερού – κομμουνιστικού κινήματος, στο όνομα μιας πολιτικής χωρίς ταξικές αναφορές που περιγράφεται στην ιδρυτική Διακήρυξη της «Πλεύσης Ελευθερίας», δείχνουν οργανικά ανίκανες να δώσουν στο εργαζόμενο λαό μια ηγεσία με νικηφόρα στρατηγική. Έτσι, με δεδομένη την αδύναμη γενική επιρροή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μόνο το ΚΚΕ διαθέτει τις απαιτούμενες για το σκοπό αυτό «ρίζες» μέσα στις μάζες, σε συνδυασμό με τους αναγκαίους, σαφείς αντικαπιταλιστικούς – σοσιαλιστικούς προγραμματικούς στόχους, που ανταποκρίνονται στα αντικειμενικά ιστορικά καθήκοντα της εργατικής τάξης, μακριά από θολά και ουτοπικά ενδιάμεσα στάδια πριν την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό (ιδιαίτερα μετά την τυπική αλλαγή του κομματικού προγράμματος στο τελευταίο, 19ο Συνέδριο, το 2013).

Η πολιτική και η τακτική του ΚΚΕ

Όμως ένα σωστό πρόγραμμα, δεν λύνει από μόνο του το πρόβλημα της εξουσίας. Χρειάζεται η κατάλληλη πολιτική και τακτική για να γίνει κτήμα και οδηγός της πάλης των μαζών. Με μια λάθος πολιτική και τακτική, το επαναστατικό πρόγραμμα μπορεί να καταστεί μια νεκρή φόρμουλα, που δεν θα διαδραματίσει πραγματικό ρόλο στην ταξική πάλη. Και δυστυχώς, το επαναστατικό πρόγραμμα του ΚΚΕ, εξαιτίας σοβαρών έως σήμερα λαθών στην πολιτική και την τακτική της ηγεσίας του κόμματος, δεν έγινε ακόμη κτήμα και οδηγός της πάλης των μαζών, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που διαμόρφωσε το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμό και η έναρξη μια προεπαναστατικής περιόδου από το 2009 και μετά.

Τρία ήταν τα βασικά στοιχεία που εμπόδισαν και εμποδίζουν ακόμα το κόμμα να διαδραματίσει τον αναγκαίο ρόλο μιας ηγεσίας ικανής να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη. Το πρώτο είναι η υποτίμηση των επαναστατικών δυνατοτήτων και ευκαιριών. Η περίοδος των 6-7 τελευταίων χρόνων έπρεπε να αναγνωριστεί από την ηγεσία ως μια περίοδος προεπαναστατική. Ως μια περίοδος όπου το κόμμα θα πρέπει να επεξεργαστεί την κατάλληλη πολιτική και τακτική για να κερδίσει της μάζες στο καθήκον της κατάκτησης της εξουσίας. Η ηγεσία όμως, υποβάθμισε τις ευκαιρίες και τις ίδιες τις ριζοσπαστικές διαθέσεις των μαζών, την ώρα που εκείνες, μέσα από μια ολόκληρη σειρά απεργιών και διαδηλώσεων και επίσης, μέσα από την αναζήτηση πολιτικής λύσης στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ, «φώναζαν» ότι είναι πιο ανοικτές από ποτέ στην επαναστατική – σοσιαλιστική προοπτική. Έτσι αφέθηκε ελεύθερο το πεδίο στην οπορτουνιστική κλίκα του Τσίπρα να γίνει μέσω του ΣΥΡΙΖΑ ο κύριος πολιτικός εκφραστής της λαϊκής δυσαρέσκειας για τα Μνημόνια και την καπιταλιστική κρίση, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.

Το δεύτερο στοιχείο που εμπόδισε τα προηγούμενα χρόνια το κέρδισμα των μαζών στο επαναστατικό πρόγραμμα και τη σοσιαλιστική προοπτική που σωστά υπερασπίζει το ΚΚΕ, είναι η άρνηση – απόρριψη της λενινιστικής τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και η γενικότερη σεχταριστική στάση σε ορισμένα κομβικά ζητήματα και γεγονότα. Εδώ θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι η κριτική του ΚΚΕ στις ρεφορμιστικές αυταπάτες και τις φιλοκαπιταλιστικές θέσεις και ιδέες που χαρακτήριζαν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες του τις εκδοχές, μέχρι και το περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», ήταν ΑΠΟΛΥΤΑ ΣΩΣΤΗ. Άλλωστε ακριβώς αυτή τη μαρξιστική κριτική, με τον πιο ξεκάθαρο και έντονο τρόπο εξέφραζε σταθερά και δημόσια η Κομμουνιστική Τάση για 2,5 σχεδόν χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ, καθαρά διαχωρισμένη από τη σοσιαλδημοκρατική ηγετική κλίκα και την τάση του καπιταλισμού της δραχμής, δηλαδή το Αριστερό Ρεύμα και τους «διεθνιστές» (sic) ακόλουθούς του (ΔΕΑ – Κόκκινο Δίκτυο κ.α).

Όμως αυτή η κριτική που ολόσωστα έκανε η ηγεσία του ΚΚΕ, θα έπρεπε να συνοδεύεται σύμφωνα με τη γνήσια λενινιστική παράδοση και από την ταυτόχρονη οικοδόμηση γεφυρών με τις μάζες που υποστήριζαν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη κατάλληλη φόρμουλα τακτικής γι’ αυτό το σκοπό ήταν η διαρκής έκκληση για ενότητα στη δράση με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα, τη νεολαία και τις γειτονιές, απαραίτητα βέβαια στη βάση ενός καθαρού διαχωρισμού από το πρόγραμμα, την παθητική στάση και τα κεντρικά συνθήματα του ρεφορμισμού, με υπομονετική – φιλική στη μορφή, αλλά σκληρή στο περιεχόμενο κριτική.

Ειδικά πάνω στο αποφασιστικής σημασίας ζήτημα του συνθήματος της «Κυβέρνησης της Αριστεράς» που κέρδισε σημαντική υποστήριξη ανάμεσα στις μάζες, η ηγεσία του ΚΚΕ θα έπρεπε να έχει μια εντελώς διαφορετική τακτική. Για να μην εμφανιστεί στα μάτια τους (όπως δυστυχώς τελικά συνέβη) πρακτικά αδιάφορη για το ζήτημα της εξουσίας, θα έπρεπε να υποστηρίξει την τυπική μορφή του συνθήματος, αλλά να του δώσει το περιεχόμενο της εργατικής εξουσίας και της έναρξης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, σύμφωνα με τη μέθοδο των ιδρυτικών προγραμματικών ντοκουμέντων της Κομμουνιστικής Διεθνούς της περιόδου του Λένιν. Αυτός θα ήταν ο πιο σίγουρος δρόμος για να κερδηθούν τα καλύτερα και πιο μαχητικά τμήματα των μαζών στο πρόγραμμα του ΚΚΕ, όταν πια φάνηκε ότι οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελαν κανενός είδους κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά μια κυβέρνηση εκτελεστικών οργάνων του κεφαλαίου με αριστερό μανδύα.

Οι μάζες της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού θα είχαν ήδη περάσει στο πλευρό του ΚΚΕ, αν το κόμμα είχε μια αληθινά λενινιστική τακτική έναντι του ζητήματος του περσινού δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα θα μπορούσε να είναι ένας αποφασιστικός σταθμός στην ανάπτυξή του κόμματος και στην επιρροή του προγράμματός του. Αν αντί για την παθητική τακτική της αποχής από το μαζικό κίνημα του «ΌΧΙ», το ΚΚΕ υιοθετούσε την ενεργητική τακτική συμμετοχής στο κίνημα, υπό το σύνθημα «ΟΧΙ μέχρι τέλους», δίνοντας σε αυτό το περιεχόμενο του δικού του επαναστατικού προγράμματος, τότε τα εκατομμύρια των απελπισμένων και οργισμένων από την προδοσία της κλίκας του Τσίπρα ανθρώπων του εργαζόμενου λαού που υποστήριξαν ενθουσιωδώς το «ΌΧΙ», θα στρέφονταν στο ΚΚΕ σαν τον φυσικό πολιτικό χώρο για να εκφράσουν τις διεκδικήσεις τους, με την αρχή να γινόταν πιθανότατα από τις εκλογές του Σεπτέμβρη.

Το σύνθημα «ΌΧΙ μέχρι τέλους» στο περιεχόμενο των εκλογικών θέσεων της ΛΑΕ δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει αποφασιστικά τις προδομένες μάζες, αφού οι ίδιοι οι ηγέτες της είχαν με τη στάση τους συνηγορήσει στην προδοσία. Όμως το ίδιο σύνθημα και η τακτική που απορρέει από αυτό, ενταγμένα στη δημόσια εικόνα και δράση του ΚΚΕ, που όχι μόνο δεν είχε καμία ευθύνη για την προδοσία αλλά είχε προειδοποιήσει σαφώς για τον ερχομό της, θα είχε πραγματικά τεράστια απήχηση.

Το τρίτο στοιχείο που υπονομεύει το σωστό, επαναστατικό προγραμματικό προσανατολισμό του κόμματος είναι η παθητική, «συμβολική» τακτική των δυνάμεών του μέσα στο εργατικό κίνημα. Σε καμία από τις κομβικές στιγμές στην ταξική πάλη των τελευταίων χρόνων, το κόμμα δεν προέβαλε ένα συγκεκριμένο εναλλακτικό σχέδιο πραγματικής κλιμάκωσης του αγώνα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η απαράδεκτη συναίνεση στην εκτονωτική τακτική της κεντρικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ μετά τη μεγάλη 48ωρη απεργία του περασμένου Φλεβάρη – με αποκορύφωμα το κάλεσμα σε απεργία – φάρσα κατά την ημέρα της ψήφισης των αντεργατικών προαπαιτούμενων στη Βουλή – σε συνδυασμό με το βιαστικό σταμάτημα του μαχητικού κινήματος των αγροτών, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει στην πράξη κοινό μέτωπο αγώνα με την εργατική τάξη και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Δυστυχώς την ίδια τακτική βλέπουμε και σήμερα, παραμονές της νέας αντεργατικής επίθεσης ενόψει της λεγόμενης δεύτερης αξιολόγησης. Ενώ η επίθεση αυτή έχει προαναγγελθεί εδώ και μήνες, κανένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης δεν έχει προπαγανδιστεί στους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα από τις δυνάμεις του ΚΚΕ, με εξαίρεση μια έκκληση για μέτωπο αγώνα με σωστές διεκδικήσεις (επιστροφή των απωλειών που είχαμε σε μισθούς, μεροκάματα, συντάξεις και κυρίως της κατάργησης των αντεργατικών νόμων που περιορίζουν ή καταργούν τις ΣΣΕ κ.α) που έχει συνυπογραφεί από δεκάδες Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες και η οποία όμως, δεν προτείνει ούτε μια συγκεκριμένη μορφή κινητοποίησης. Επιπρόσθετα, από αυτή την έκκληση απουσιάζει ένας στοιχειώδης απολογισμός των συμπερασμάτων από τις ήττες τουλάχιστον των προηγούμενων μηνών, χωρίς τον οποίο δεν είναι δυνατό να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι γιατί το νέο αυτό κάλεσμα αγώνα μπορεί να είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα και να οδηγήσει σε νίκες.

Η διόρθωση των παραπάνω σημαντικών λαθών είναι αποφασιστικής σημασίας ζήτημα, όχι μόνο για το μέλλον του ίδιου του πιο ιστορικού κόμματος της εργατικής τάξης, αλλά για το μέλλον της ίδια της τάξης μας. Η Κομμουνιστική Τάση δεν μπορεί να κατηγορηθεί για υποκριτικό ενδιαφέρον σχετικά με το ΚΚΕ. Το πολιτικό ρεύμα στο οποίο ανήκουμε, το ρεύμα του γνήσιου επαναστατικού μαρξισμού ή αλλιώς τροτσκισμού στην Ελλάδα, ιστορικά συγκροτήθηκε σαν οργανικό τμήμα του ΚΚΕ και μάλιστα αποτελούμενο από τα πιο επίλεκτα και πρωτοπόρα του τμήματα. Βρεθήκαμε για πολλές δεκαετίες έξω από τις οργανωμένες δυνάμεις του κόμματος, μόνο εξαιτίας των γραφειοκρατικών μεθόδων αποκλεισμού του τροτσκισμού που εδραίωσαν οι σταλινικές, γραφειοκρατικές ηγεσίες σαν μια «φυσική κατάσταση» για το κόμμα. Παρά τη ριζωμένη παράδοση προκατάληψης και επιθετικότητας από την πλευρά σταλινικών ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ απέναντι στον τροτσκισμό, ήμασταν οι πρώτοι και οι μόνοι που επανειλημμένα επικροτήσαμε σαν ένα σημαντικό, ιστορικό, γεγονός την αριστερή στροφή στο πρόγραμμα του κόμματος και το οριστικό διαζύγιο από την ολέθρια «θεωρία των σταδίων» τα τελευταία χρόνια, ενώ πάντοτε η κριτική μας έναντι των λαθών του κόμματος ήταν από μαρξιστική – λενινιστική σκοπιά, καλόπιστη και με συντροφικούς όρους.

Φυσικά το καθήκον της διόρθωσης αυτών των λαθών ανήκει στα μέλη και στα στελέχη του ΚΚΕ και η Κομμουνιστική Τάση, το μόνο που επιθυμεί είναι να συμβάλει έστω και στο ελάχιστο θετικά σε αυτή την υπόθεση. Η επαναστατική – μαρξιστική μας οργάνωση όμως, δεν εξαντλεί την παρουσία της στη δημιουργική μαρξιστική κριτική των λαθών της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος. Παλεύει δραστήρια για να ενισχυθούν αποφασιστικά οι οργανωμένες δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού, τόσο μέσα στο ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα, όσο και συνολικότερα μέσα στους κόλπους του εργατικού κινήματος και της πρωτοπόρας νεολαίας. Γι’ αυτό καλεί κάθε αγωνιστή να οργανωθεί στις γραμμές της, προτείνοντας ως σημερινές «αιχμές» τις ακόλουθες βασικές θέσεις:

  • – Ενιαίο μέτωπο όλων των μαζικών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και της νεολαίας και γενικότερα, όλων όσων θέλουν να αγωνιστούν με άξονα ένα κλιμακούμενο, κοινά συμφωνημένο και δημοκρατικά αποφασισμένο και ελεγχόμενο μέσα από συνελεύσεις βάσης πρόγραμμα πάλης για την κατάργηση των Μνημονίων και την επιστροφή όλων των εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων, τη διαγραφή του χρέους, τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη ριζική καταπολέμηση της φτώχειας και ανεργίας και την εκλογή μιας κυβέρνησης που μεταξύ άλλων, θα πραγματοποιήσει αυτά τα ζωτικά αιτήματα του εργαζόμενου λαού.
  • – Κοινό πολιτικό μέτωπο όλων των κομμουνιστικών και αριστερών πολιτικών οργανώσεων που αντιλαμβάνονται ότι τα παραπάνω δεν μπορούν να κατακτηθούν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού και υποστηρίζουν την ανάγκη αυτή η κυβέρνηση να είναι μια εργατική – επαναστατική κυβέρνηση, που θα στηρίζεται δηλαδή σε δημοκρατικά όργανα του εργαζόμενου λαού και θα εφαρμόσει ένα αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα, με στόχο μια σοσιαλιστική Ελλάδα και τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.

[/nextpage]

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα