Jürgen Kocka – Ιστορία του καπιταλισμού
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021
Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη
Η μονογραφία του Jürgen Kocka, Ιστορία του καπιταλισμού, είναι το πρώτο βιβλίο του Γερμανού ιστορικού που εκδίδεται στα ελληνικά. Έχει προηγηθεί το κείμενό του, Το ευρωπαϊκό πρότυπο και η γερμανική περίπτωση, στο συλλογικό τόμο Αναζητήσεις της νεότερης γερμανόφωνης ιστοριογραφίας (εκδόσεις του Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού και του περιοδικού Μνήμων). Ο Kocka, συνεκδότης του έγκυρου γερμανικού ιστορικού περιοδικού Ιστορία και κοινωνία, είναι εκ των θεμελιωτών του ρεύματος της μεταπολεμικής νέας γερμανικής κοινωνικής ιστορίας, με την οποία το ελληνικό αναγνωστικό κοινό μάλλον δεν έχει μεγάλη εξοικείωση συγκριτικά με την αγγλόφωνη και γαλλόφωνη ιστοριογραφία που έχει τύχει πλατύτερης εκδοτικής δεξίωσης. Ευτυχής λοιπόν η έκδοση του εν λόγω έργου στα ελληνικά, τόσο για τη γνωριμία με το έργο ενός σημαντικού σύγχρονου Ευρωπαίου ιστορικού, (που πολιτικά ανήκει στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα) όσο και για μια περιεκτική εισαγωγή στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής .
Ο συγγραφέας επιχειρεί αρχικά μια γενεαλογία της χρήσης του όρου καπιταλισμός, επισημαίνοντας ότι ο όρος επανήλθε δυναμικά στο δημόσιο λόγο, είτε αυστηρά επιστημονικό, είτε στο λόγο της πολιτικής διαπάλης, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Ο όρος καθιερώνεται στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κι εξαρχής είναι ένας όρος που δεν είναι αξιολογικά ουδέτερος, καθώς περιγράφει μεν το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα αλλά ταυτόχρονα κινείται κριτικά απέναντί του. Κατόπιν αναφέρεται σε τρεις κλασικούς μελετητές του καπιταλισμού, (φυσικά) το Μαρξ, το Βέμπερ και τον Σουμπέτερ, με την ιδιαίτερη συνεισφορά του καθενός στην πρόσληψη και κατασκευή εννοιών και ακολούθως κάνει μια σύντομη περιδιάβαση στις νοηματοδοτήσεις του όρου σημαντικών ιστορικών της οικονομίας και οικονομολόγων σαν τον Κέινς, τον Πολάνυι, το Μπρωντέλ έως πρόσφατα τους Wallerstein και Αrrighi, που ο άξονας του έργου τους περιελίσσεται γύρω από την οικονομία-κόσμος και την υπερεθνική συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο Kocka επιχειρεί να διατυπώσει έναν ορισμό του καπιταλισμού, ως ακολούθως: ένα σύστημα που εδράζεται σε ατομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας και αποκεντρωμένες αποφάσεις, όπου ο συντονισμός των διαφόρων οικονομικών φορέων γίνεται δια του μηχανισμού της αγοράς και όπου το κεφάλαιο είναι το θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο καπιταλισμός δεν υπήρξε ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο ισχυρίζεται ο συγγραφέας, περιδιαβαίνοντας την ιστορία του εμπορικού κεφαλαίου σε Κίνα και αραβική βόρεια Αφρική και Ασία και βέβαια στη βόρεια Ιταλία, τη χανσεατική ένωση των γερμανικών πόλεων και κατόπιν την ίδρυση τραπεζών και συναφών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, διαδικασία που μάλιστα συνυφαίνει με τη θεμελίωση νεότερης κρατικής μορφής. Ο 16ος αιώνας είναι κομβικός στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Η παγκόσμια εξέλιξη πλέον εξέλιξη του συνδυάζεται με το πέρασμα του στη σφαίρα της παραγωγής και την ανάληψη των πρωτείων από την Ευρώπη. Η αποικιοκρατία εγγράφει περιοχές, ανθρώπους , φυσικούς πόρους και προϊόντα της μεταποίησης σε ένα ολοένα και πιο διευρυνόμενο δίκτυο οικονομικής αξιοποίησης. Προϊόντα (υφάσματα, μεταλλικά σκεύη, όπλα) μεταφέρονται από την Ευρώπη σε λιμάνια της δυτικής Αφρικής. Από εκεί μεταφέρονται σκλάβοι στην Αμερική και στην Ευρώπη τα πλοία επιστρέφουν φορτωμένα με ζάχαρη, καπνό, βαμβάκι κ.λπ. Μια από τις πρώτες μετοχικές εταιρείες που άκμασε χάρης στο παγκόσμιο εμπόριο είναι η ολλανδική Ηνωμένη Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών που ιδρύθηκε στο 1602. Η εταιρεία αυτή ήταν ένα οιονεί κράτος της εποχής, με παραχωρημένο δικαιώματα από την ολλανδική κυβέρνηση στην αποκλειστική, μονοπωλιακή διεξαγωγή του εμπορίου ανατολικά του ακρωτηρίου της καλής ελπίδας και τη διεξαγωγή του πολέμου και προσάρτηση εδαφών. Οι φυτείες στις παρθένες εκτάσεις του νέου κόσμου και διαφόρων νησιών του Ατλαντικού (όπως πχ η Μαδέιρα) αποτελούν το φυσικό και κοινωνικό χώρο που θα ανθίσει η εμπορευματοποίηση της γεωργίας (έως εξάντλησης των φυσικών πόρων πολλές φορές όπως στην περίπτωση της ξυλείας της Μαδέιρα) και η ευρεία χρησιμοποίηση ανελεύθερης εργασίας (κυρίως σκλάβοι, δέσμιοι εργάτες, εργάτες με το σύστημα mita των Άνδεων κ.λπ). Ταυτόχρονα η εμπορευματοποίηση της γεωργίας μεταβάλλει τις συνθήκες της γεωργικής οικονομίας του ευρωπαϊκού χώρου αν και όχι με ενιαίο τρόπο, καθώς σε μια ευρεία ζώνη της ανατολικής Ευρώπης, παρόλο που η παραγωγή λαμβάνει εξαγωγικό εμπορικό προσανατολισμό, οι φεουδαρχικές συνθήκες οργάνωσης της κοινωνίας παραμένουν ανθεκτικές μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Στην Αγγλία μεταξύ 16ου και 18ου αιώνα, συντελείται μια διαδικασία κατάληψης των πολλαπλών κοινοτικών γαιών, δημιουργίας μαζικής εργατικής δύναμης και εισόδου της εμπορευματοποιημένης, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο παραγωγής στην οικοτεχνία και την κατ ΄οίκον εργασία.
Η Αγγλία και οι Κάτω Χώρες βρίσκονται στην πρωτοπορία της επέκτασης και καθολίκευσης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων λόγω της πρωτοκαθεδρίας τους στο διηπειρωτικό εμπόριο και την αποικιοποίηση και της ισχνότητας των φεουδαρχικών θεσμών.
Η περίοδος της γοργής εκβιομηχάνισης μετά το 1800, περιλαμβάνουσα τρία αλληλένδετα χαρακτηριστικά, τις τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες, τη μαζική εκμετάλλευση νέων ενεργειακών πηγών και τη διάδοση του εργοστασίου ως βασικής παραγωγικής μονάδας είναι η κατεξοχήν περίοδος του καπιταλισμού. Η εκβιομηχάνιση συμπαρασύρει τον εμπορικό, αγροτικό και χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό προς θεμελιώδεις μετασχηματισμούς στην οργάνωση της παραγωγής, της οικονομίας και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων εν γένει. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η παραδοσιακή καπιταλιστική επιχείρηση στην οποία συγκεντρώνονται σε ένα πρόσωπο η ιδιοκτησία και η διεύθυνση, παραχωρεί τη θέση της σε συγχωνευμένες, καθετοποιημένες μετοχικές επιχειρήσεις , συμπράξεις εταιρειών, τραστ, ολιγοπώλια και μονοπώλια , ενώ μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση λαμβάνει χώρα: χημική, πετρελαϊκή βιομηχανία και ηλεκτροτεχνία, αυτοκίνηση κλπ. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας με τη σύμπραξη του βιομηχανικού κεφαλαίου γιγαντώνεται, ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση θα θέσει επί τάπητος το ζήτημα της αντικατάστασης του θεσμού της αγοράς ως κατευθυντήριου άξονα της παραγωγής και διανομής από το πολιτικό επίπεδο και της αναγκαιότητας χάραξης μακροπρόθεσμων δημόσιων οικονομικών πολιτικών. Η χρηματιστικοποίηση του καπιταλισμού είναι μια διαδικασία των τελευταίων δεκαετιών, σημαίνοντας μια μετατόπιση εξουσίας από τους μάνατζερ στους επενδυτές και την ηγεμονική εισαγωγή της λογικής της κεφαλαιαγοράς (ταχύρυθμο κέρδος έναντι μακροπρόθεσμης επένδυσης) στη στρατηγική και τη φιλοσοφία μιας επιχείρησης.
Ο συγγραφέας εξετάζει την ιστορική εξέλιξη της εργασίας στον καπιταλισμό από τη δέσμια εργασία, τον περιπλανώμενο ή κατ’ οίκον εργάτη-τεχνίτη του 17ου και 18ου αιώνα, τον αγροτο-εργάτη έως το σύγχρονο βιομηχανικό και μεταβιομηχανικό εργάτη, τονίζοντας ότι η «ελεύθερη» μισθωτή εργασία είναι η κατεξοχήν μορφή εργασίας στον καπιταλισμό, ενώ η λεγόμενη κανονικοποίηση (επαρκές εισόδημα, ασφάλιση, σύνταξη, αναγνώριση εργατικών δικαιωμάτων) της μισθωτής εργασίας οφείλεται κατά το συγγραφέα σε τρεις λόγους: αύξηση της παραγωγικότητας, ευρεία κρατική παρέμβαση και δύναμη του εργατικού κινήματος. Ωστόσο ο συγγραφέας επισημαίνει τη μαζικοποίηση μορφών μερικής απασχόλησης (αναλογία 1: 5 στη Δυτική Γερμανία το 1970 και 1:2 σήμερα) καθώς και μορφών άτυπης, μαύρης , παράνομης, εν πολλοίς μη ρυθμισμένης εργασίας, τόσο μέσα στα κέντρα του βιομηχανικού και μεταβιομηχανικού κέντρου, όσο και στις ζώνες της περιφέρειας και της υπανάπτυξης.
Ο συγγραφέας τοποθετεί τη γέννηση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στις προσπάθειες προστασίας της μισθωτής εργασίας από την ανασφάλεια και την επικινδυνότητα του εργασιακού βίου, τις ενδογενείς στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας συγκρούσεις για την οργάνωση της παραγωγής και της διανομής και πράγμα πολύ βασικό που είναι αμφίβολο εάν σήμερα είναι παρατηρήσιμο, τουλάχιστον σε όχι ευκαταφρόνητο τμήμα των του καπιταλιστικού κόσμου, στην υπεράσπιση μη-καπιταλιστικών μορφών εργασίας και τρόπων ζωής ( π.χ η λεγόμενη ηθική οικονομία για την οποία κάνει λόγο ο Άγγλος μαρξιστής ιστορικός E.P. Thomson ).
Ακολούθως ο συγγραφέας περιοδολογεί τη σχέση καπιταλισμού και κράτους χωρίζοντας τη σε φάσεις άνισης διάρκειας, από τον «σμιθιανό» φιλελεύθερο καπιταλισμό του 19ου αιώνα, στον οργανωμένο καπιταλισμό των μέσων του 20ου αιώνα κι από κει τον αναζωογονημένο καπιταλισμό της αγοράς και της χρηματιστικοποίησης των τελευταίων σαράντα χρόνων, επισημαίνοντας την ιδιαιτερότητα, τη διακριτή ιστορική πορεία και το συσχετισμό κοινωνικών τάξεων και πολιτικών δυνάμεων των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών. Η αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης εδράζεται στην εξασφάλιση κάποιων γενικών προϋποθέσεων και συνθηκών για την ανάπτυξη της οικονομίας, προϋποθέσεις που ο μηχανισμός της αγοράς δεν μπορεί ή δεν θέλει να δημιουργήσει, στην προσπάθεια σταθεροποίησης της ενδογενούς αστάθειας του συστήματος και στο μετριασμό των αποδιαρθρωτικών επιδράσεων στο περιβάλλον, την ομαλή κοινωνική συνοχή και αναπαραγωγή .
Τέλος ο συγγραφέας, ομονοώντας με άλλους σύγχρονους κοινωνικούς επιστήμονες που εντάσσονται στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα ή είναι κριτικοί απέναντι στον αχαλίνωτο καπιταλισμό της εποχής μας (όπως π.χ ο Branko Milanovic), θεωρεί ότι η μακροπρόθεσμη ηγεμονία του συστήματος είναι αδιατάρακτη, παρά την ύπαρξη αλλεπάλληλων κρίσεων (το βιβλίο είναι γραμμένο το 2014, αμέσως μετά την έκρηξη της τελευταίας μεγάλη οικονομική κρίση κ ενώ η κρίση στην ευρωζώνη βρισκόταν στο επίκεντρο). Η διαφωνία με τα πολιτικά συμπεράσματα και τη μακροπρόθεσμη ιστορική ματιά του συγγραφέα δε μειώνει τη σημασία του βιβλίου σαν μια περιεκτική εισαγωγή στη γένεση και ανάπτυξη του του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Χρήστος Κωτσάκος