Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΟυκρανία: μερικές παρατηρήσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα και τη ρωσική επέμβαση

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ουκρανία: μερικές παρατηρήσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα και τη ρωσική επέμβαση

Ένα παλιότερο κείμενο που μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το ποια θα πρέπει να είναι η συνεπής σοσιαλιστική τοποθέτηση έναντι του ουκρανικού εθνικού ζητήματος και του ρόλου της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Εικόνα: Ιβάν Μπαντούρα
Εικόνα: Ιβάν Μπαντούρα

Αυτό το κείμενο γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 2014 στον απόηχο του κινήματος Euromaidan στην Ουκρανία, των εξεγέρσεων στο Ντόνετσκ και στο Λουχάνσκ και της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας. Εκείνη την εποχή, η Διεθνής Μαρξιστική Τάση (IMT) είχε πρωταγωνιστήσει στην έναρξη της εκστρατείας «Αλληλεγγύη με την Αντιφασιστική Αντίσταση στην Ουκρανία» (SARU). Εν τω μεταξύ, αρκετές αποκαλούμενες μαρξιστικές οργανώσεις είχαν συνθηκολογήσει με τον αντιδραστικό ουκρανικό εθνικισμό. Ως εκ τούτου, ήταν σημαντικό να αναλύσουμε την ιστορική εξέλιξη του εθνικού ζητήματος στην Ουκρανία.

Το άρθρο εξηγεί ορισμένες από τις πτυχές αυτού του εθνικού ζητήματος, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής των μπολσεβίκων, εκείνης του Λένιν την εποχή της ίδρυσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1922, και τη θέση που υιοθέτησε ο Τρότσκι στα τέλη της δεκαετίας του 1930.

Το εθνικό ζήτημα είναι ένα ναρκοπέδιο. Εάν δεν είναι κάποιος προσεκτικός, μπορεί να πέσει σε κάθε είδους παγίδα. Ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η Ουκρανία.

Από την έναρξη της εκστρατείας Αλληλεγγύη με την Αντιφασιστική Αντίσταση στην Ουκρανία (SARU), στην οποία παίξαμε σημαντικό ρόλο, έχουμε δεχθεί επίθεση από διάφορες οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι είναι μαρξιστικές.

Το κοινό σημείο της θέσης τους μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: το βασικό ζήτημα στην Ουκρανία σήμερα είναι ο αγώνας για αυτοδιάθεση ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εκφοβισμό της Ρωσίας. Σε διαφορετικούς βαθμούς, αυτή τη θέση μοιράζονται οργανώσεις όπως η Συμμαχία για την Εργατική Ελευθερία (AWL) και η λεγόμενη «Τέταρτη Διεθνής» (οι Μαντελικοί, γνωστοί ως Σοσιαλιστική Αντίσταση στη Βρετανία). Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) επισήμως υποστηρίζει μια θέση που θεωρεί τη σύγκρουση πάνω από όλα ως ενδοιμπεριαλιστική (μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας), αλλά στην πραγματικότητα υποστηρίζει επίσης ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι το κύριο πρόβλημα.

Αυτή η θέση εκφράστηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από έναν ηγετικό μαντελικό από την Πολωνία, τον Κοβαλέφσκι, σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2014 στην πολωνική έκδοση του Le Monde Diplomatique, και αναπαράγεται στο International Viewpoint, υπό τον τίτλο «Ρωσικός Ιμπεριαλισμός».

Η κεντρική του θέση συνοψίζεται στην τελευταία παράγραφο:

«Πριν από ένα χρόνο, η μαζική εξέγερση των Ουκρανών στο Μαϊντάν του Κιέβου, που οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος Γιανουκόβιτς, ήταν μια προσπάθεια της Ουκρανίας να σπάσει επιτέλους την αποικιακή σχέση που τη δέσμευε ιστορικά με τη Ρωσία. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την παρούσα κρίση στην Ουκρανία – την προσάρτηση της Κριμαίας, την αυτονομιστική εξέγερση στο Ντονμπάς και τη ρωσική επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας – αν δεν καταλάβουμε ότι η Ρωσία εξακολουθεί και είναι πάντα μια ιμπεριαλιστική δύναμη».

Το άρθρο, ενώ καλύπτεται με ψευδομαρξιστική φρασεολογία, στην πραγματικότητα υιοθετεί μια ουκρανική εθνικιστική άποψη, και όχι τη σκοπιά της ταξικής πάλης.

Αξίζει να απαντηθούν ορισμένα από αυτά τα σημεία, καθώς αυτό θα βοηθήσει στην ανύψωση του πολιτικού επιπέδου των συντρόφων.

Euromaidan

Ο Κοβαλέφσκι περιγράφει το κίνημα Euromaidan ως «εξέγερση των Ουκρανών» και «προσπάθεια της Ουκρανίας να σπάσει επιτέλους την αποικιακή σχέση που τη δέσμευε ιστορικά με τη Ρωσία», χωρίς να μπει στον κόπο να περιγράψει ποιες ταξικές δυνάμεις συμμετείχαν στο κίνημα, ποιοι ήταν οι στόχοι του, και ποιες ταξικές δυνάμεις το καθοδήγησαν.

Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε εξηγήσει, στο κίνημα συμμετείχαν στοιχεία από τη φιλελεύθερη διανόηση, τη νεολαία και τη μικροαστική τάξη, με έδρα κυρίως τη Δύση της χώρας και την πρωτεύουσα, το Κίεβο. Καθοδηγήθηκε από έναν συνασπισμό εθνικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων της δεξιάς αστικής αντιπολίτευσης. Στις μαχητικές του δυνάμεις κυριαρχούσαν ακροδεξιές και ανοιχτά νεοναζιστικές παραστρατιωτικές ομάδες. Οι πολιτικοί του στόχοι ήταν στην καλύτερη περίπτωση γεμάτοι αφέλεια και στη χειρότερη περίπτωση διακατέχονταν από αντιδραστικές ψευδαισθήσεις (κατά της διαφθοράς και υπέρ της «δημοκρατίας», που ταυτιζόταν με την Ευρώπη και την ΕΕ).

Αυτή δεν ήταν μια εξέγερση της Ουκρανίας ενάντια στη ρωσική αποικιακή κυριαρχία. Μάλλον, ήταν μια προσπάθεια από ένα τμήμα των ολιγαρχών να αναλάβουν την εξουσία, και σε αυτό είχαν την υποστήριξη και την ενθάρρυνση τμημάτων της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ.

Προσπαθώντας να παρουσιάσει τη σύγκρουση ως καθαρά μια σύγκρουση ενός καταπιεσμένου έθνους ενάντια στον αποικιακό αφέντη του, ο Κοβαλέφσκι οδηγείται στο να χαράξει μια ενιαία και συνεχόμενη γραμμή, που συνδέει τον ρωσικό ιμπεριαλισμό πριν από το 1917· τον ρωσικό «γραφειοκρατικό ιμπεριαλισμό» υπό τον σταλινισμό· μέχρι τον «ανακατασκευασμένο ρωσικό ιμπεριαλισμό» της σημερινής εποχής. Από μαρξιστική σκοπιά, αυτό δεν έχει κανένα νόημα.

Η Ουκρανία και η Σοβιετική Ένωση

Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού. Χαρακτηρίζεται από μια σειρά χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της ακραίας συγκέντρωσης και μονοπώλησης του κεφαλαίου και της συγχώνευσής του με το κράτος· την εξαγωγή κεφαλαίου· τον αγώνα για αγορές, σφαίρες επιρροής και πηγές πρώτων υλών κ.λπ. Πώς μπορεί να υπήρχε κάτι από αυτά στη Σοβιετική Ένωση, όταν είχε καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής;

Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε πως ο σταλινισμός κληρονόμησε και αναβίωσε μερικά από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του μεγαλορωσικού σωβινισμού, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού.

Δεν θα αναφερθούμε εδώ σε λεπτομέρειες σχετικά με τις συγκρούσεις που προέκυψαν στην Ουκρανία σχετικά με τη σχέση μεταξύ του εθνικού ζητήματος και του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Η πολιτική των μπολσεβίκων στην Ουκρανία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση περιπλέχθηκε από μια ολόκληρη σειρά παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των παραχωρήσεων που αναγκάστηκαν να κάνουν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ.

Μια περιπλοκή ήταν το γεγονός ότι ο ουκρανικός πληθυσμός ήταν συγκεντρωμένος κυρίως στις αγροτικές περιοχές και ήταν μειοψηφία στις αστικές περιοχές και μεταξύ της εργατικής τάξης. Οι κάτοικοι των πόλεων και οι εργάτες ήταν κυρίως Ρώσοι, Εβραίοι και Πολωνοί. Υπήρχε πάντα ο πειρασμός να ιδωθεί το εθνικό κίνημα ως ένα κίνημα των οπισθοδρομικών αγροτών, ενώ πολλοί από τους εργάτες είχαν μεγαλορωσικές σωβινιστικές προκαταλήψεις. Αλλά φυσικά, αν οι εργάτες δεν κέρδιζαν τα ευρύτερα στρώματα των αγροτικών μαζών στο πλευρό τους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει σοσιαλιστική επανάσταση πουθενά στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ειδικότερα στην Ουκρανία, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με το συνδυασμό μιας σωστής θέσης για το αγροτικό ζήτημα με μια σωστή θέση για το εθνικό ζήτημα.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τα μικροαστικά κόμματα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το εθνικό ζήτημα ενάντια στη σοβιετική εξουσία και συμμάχησαν με τις Μεγάλες Δυνάμεις και όχι με τους μπολσεβίκους. Ο Λένιν είχε πάντα μια εξαιρετικά προσεκτική στάση απέναντι στο εθνικό ζήτημα και αυτό φαίνεται σε όλα του τα γραπτά.

Αυτή τη θέση, ωστόσο, δεν την συμμερίζονταν όλοι οι μπολσεβίκοι. Ένας από αυτούς που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ουκρανία, ο Πιατάκοφ, ήταν αριστεριστής και μοιραζόταν με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μια εσφαλμένη θέση για το εθνικό ζήτημα. Βασικά αρνήθηκε ότι το εθνικό ζήτημα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τους εργάτες πριν από την κατάληψη της εξουσίας, και υποστήριξε ότι μετά την κατάληψη της εξουσίας, θα γινόταν ασήμαντο:

«Το σύνθημα της «αυτοδιάθεσης των εθνών» είναι πρώτα απ’ όλα ουτοπικό (δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός των ορίων του καπιταλισμού) και επιβλαβές ως σύνθημα που διαχέει ψευδαισθήσεις».

Αυτό γράφτηκε στις «Θέσεις και το Πρόγραμμα της Ομάδας Μπουχάριν-Πιατάκοφ» κατά τη συζήτηση για αυτό το θέμα το 1915. Και πάλι, το 1919, ο Πιατάκοφ, ο οποίος ήταν και ο ίδιος Ουκρανός, αντιτάχθηκε στη θέση του Λένιν στο συνέδριο του κόμματος.

Ο Λένιν για το εθνικό ζήτημα

Ο μεγάλος Βαλκάνιος διεθνιστής, ο Ρακόφσκι, ο οποίος αντικατέστησε τον Πιατάκοφ στην Ουκρανία, αρχικά έκανε επίσης λάθη σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Για αυτόν, υπό ένα εργατικό κράτος, το εθνικό ζήτημα είχε ήδη ξεπεραστεί. Υποστήριξε την άποψη ότι ο εθνικισμός επιβλήθηκε στις μάζες από τη διανόηση και μπορούσε να παίξει μόνο αντεπαναστατικό ρόλο. Αρχικά, δεν αναγνώριζε καθόλου τον κίνδυνο των ρωσικών εθνικιστικών τάσεων μέσα στο κόμμα και στα σοβιετικά όργανα.

Προς υπεράσπισή του, πρέπει να ειπωθεί ότι οι απόψεις του σχηματίσθηκαν από την εμπειρία του στα Βαλκάνια, όπου ο εθνικισμός έπαιξε έναν εντελώς αντιδραστικό ρόλο και όπου υποστήριζε τη μόνη δυνατή σωστή πολιτική: αυτή της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Προς τιμήν του, αργότερα άλλαξε θέση και το 1922 τάχθηκε στο πλευρό του Λένιν στη συζήτηση για τη νομική μορφή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό έμελλε επίσης να γίνει ένα από τα κύρια σημεία σύγκρουσης με τον Στάλιν.

Ωστόσο, αυτή η λαθεμένη πολιτική ήταν μοιραία, καθώς αποξένωσε ολόκληρα στρώματα της αγροτιάς από τους Μπολσεβίκους και επέτρεψε στους μικροαστούς αντιπάλους της σοβιετικής εξουσίας να αποκτήσουν μια ορισμένη βάση υποστήριξης.

Αυτή η πολιτική ήταν σε αντίθεση με τη στάση του Λένιν. Τον Νοέμβριο του 1919, ένα ψήφισμα της ΚΕ του Μπολσεβίκικου Κόμματος που συνέταξε ο Λένιν, εξήγησε λεπτομερώς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί στην Ουκρανία για να κερδίσουν στην επανάσταση τις ευρύτερες μάζες, συμπεριλαμβανομένης της αγροτιάς. Αυτό περιλάμβανε το αγροτικό και το εθνικό ζήτημα. Μεταξύ άλλων, το ψήφισμα αναφέρει:

«Επειδή ο ουκρανικός πολιτισμός (γλώσσα, σχολείο κτλ.) καταπατούταν για αιώνες από τον τσαρισμό και τις εκμεταλλεύτριες τάξεις της Ρωσίας, η ΚΕ του ΚΚΡ επιφορτίζει όλα τα μέλη του Κόμματος να συμβάλουν με όλα τα μέσα στο παραμέρισμα όλων των εμποδίων για μια ελεύθερη ανάπτυξη της ουκρανικής γλώσσας και του ουκρανικού πολιτισμού. Επειδή, λόγω της μακραίωνης καταπίεσης, στους κόλπους του καθυστερημένου τμήματος των μαζών της Ουκρανίας παρατηρούνται εθνικιστικές τάσεις, τα μέλη του ΚΚΡ έχουν υποχρέωση να τις αντιμετωπίζουν με τη μεγαλύτερη υπομονή και προσοχή, αντιπαραθέτοντας στις τάσεις αυτές τη συντροφική εξήγηση της ταυτότητας των συμφερόντων των εργαζόμενων μαζών της Ουκρανίας και της Ρωσίας». (Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ) για τη σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία)

Το 1920, όταν ο Κόκκινος Στρατός εφορμούσε ενάντια στις αντιδραστικές δυνάμεις του Ντενίκιν, ο Λένιν έγραψε ένα «Γράμμα στους Εργάτες και τους Αγρότες της Ουκρανίας». Σε αυτό λέει τα εξής:

«Εκτός όμως άπ’ αύτό τό καθήκον καί άπό πολλά άλλα καθήκοντα πού έμπαιναν καί μπαίνουν μέ τόν ίδιο τρόπο μπροστά στίς έργαζόμενες μάζες τής Μεγαλορωσίας καί τής Ούκρανίας, υπάρχουν καί τά ειδικά καθήκοντα τής Σοβιετικής έξουσίας στήν Ούκρανία. Σ’ ένα άπ’ αυτά τά ειδικά καθήκοντα πρέπει νά δοθεί σήμερα έξαιρετική προσοχή. Είναι τό έθνικό ζήτημα ή τό ζήτημα, αν ή Ούκρανία θά είναι χωριστή καί άνεξάρτητη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Ούκρανίας, συνδεμένη μέ ένωση (ομοσπονδία) μέ τή Σοσιαλιστική ‘Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημο­κρατία τής Ρωσίας, ή άν ή Ούκρανία καί ή Ρωσία θά συγχωνευτούν σέ μιά ένιαία Σοβιετική Δημοκρατία. Ολοι οί μπολσεβίκοι, όλοι οι συνειδητοί έργάτες καί άγρότες πρέπει νά σκεφτοΰν σοβαρά τό ζήτημα αύτό.

Τήν άνεξαρτησία τής Ούκρανίας τήν έχει αναγνωρίσει καί ή ΠΚΕΕ (Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή) τής ΣΟΣΔΡ (Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία τής Ρωσίας) καί τό ΚΚΡ μπολσεβίκων. Γι’ αύτό είναι όλοφάνερο καί τό άναγνωρίζουν όλοι, πώς μόνο οί ίδιοι οί ούκρανοί έργάτες καί άγρότες μπορούν στό Πανουκρανικό τους συνέδριο τών Σοβιέτ νά λύσουν καί θά λύσουν τό ζήτημα, άν δηλαδή ή Ούκρανία θά ένωθεΐ μέ τή Ρωσία ή θά παραμείνει ή Ούκρανία αύτοτελής καί άνεξάρτητη Δημοκρατία, καί στήν τελευταία περίπτωση ποιά άκριβώς όμοσπονδιακή σύνδεση πρέπει νά καθιερωθεί άνάμεσα σ’ αύτή τή Δημοκρατία καί στή Ρωσία».

Στη συνέχεια, εξηγεί γιατί οι εργαζόμενοι υποστηρίζουν την αρχή του διεθνισμού, αλλά προσθέτει προσεκτικά:

«Δεύτερο, οί έργαζόμενοι δέν πρέπει νά ξεχνούν πώς ό καπιταλισμός διαίρεσε τά έθνη σέ ένα μικρό άριθμό καταπιεστι­κών, μεγαλοκρατικών (Ιμπεριαλιστικών), μέ πλήρη δικαιώματα, προνομιούχων έθνών καί στήν τεράστια πλειοψηφία τών καταπιεζόμενων, έξαρτημένων καί μισοεξαρτημένων, άνισότιμων έθνών. Ό πιό έγκληματικός καί άντιδραστικός πόλεμος τού 1914-1918 ένίσχυσε άκόμη περισσότερο αύτή τή διαίρεση, δυ­νάμωσε πάνω σ’ αύτή τή βάση τήν όργή καί τό μίσος. Αιώνες ολόκληρους συσσωρευόταν ή άγανάκτηση καί ή δυσπιστία τών άνισότιμων καί έξαρτημένων έθνών ένάντια στά Ιμπεριαλιστικά καί καταπιεστικά έθνη, — τέτιων έθνών όπως τό ούκρανικό, έναντίον τέτιων, όπως τό μεγαλορωσικό.

Εμείς θέλουμε μιά προαιρετική ένωση τών έθνών, μιά ένω­ση πού νά άποκλείει κάθε βία τού ένός έθνους πάνω στό άλλο, μιά ένωση πού νά στηρίζεται στήν πλήρη έμπιστοσύνη, στή σαφή έπίγνωση τής άνάγκης τής άδελφικής ένότητας, στήν άπόλυτα έλεύθερη συναίνεση. Ή ένωση αύτή δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί άμέσως, πρέπει νά φτάσουμε σ’ αύτή, δου­λεύοντας μέ τή μεγαλύτερη ύπομονή καί σύνεση, γιά νά μή καταστρέψουμε τήν ύπόθεση, γιά νά μή προκαλέσουμε τή δυ­σπιστία, γιά νά δόσουμε τόν καιρό νά έξαλειφθεΐ ή δυσπιστία πού άφησαν οι έπί αιώνες καταπίεση άπό τούς τσιφλικάδες καί ιούς καπιταλιστές, ή άτομική ιδιοκτησία καί ή έχθρα πού προκάλεσαν οί άλλεπάλληλοι διαμελισμοί της».

Και για τον λόγο αυτό, τονίζει ότι το ζήτημα της ακριβούς οριοθέτησης των εθνικών συνόρων και της ακριβούς μορφής που παίρνει αυτή η σχέση δεν είναι ένα ζήτημα αρχών:

«Καί τό ζήτημα πώς θά καθοριστούν τά κρατικά σύνορα τώρα, προσωρινά — γιατί έμεΐς άποβλέπουμε στην πλήρη κατάργηση τών κρατικών συνόρων — δέν είναι ζήτημα βασικό, σπουδαίο, άλλά δευτερεΰον. Σχετικά μέ τό ζήτημα αύτό μπορούμε νά περιμένουμε καί πρέπει νά περιμένου­με, γιατί ή έθνική δυσπιστία συχνά είναι πολύ γερά ριζωμένη μέσα στίς πλατιές μάζες τών άγροτών καί τών μικρονοικοκυρέων καί μέ τή βιασύνη μας μπορούμε νά τήν ένισχύσουμε, δηλαδή νά βλάψουμε τό έργο τής ολοκληρωτικής καί όριστικής ένότητας».

Εκείνη την εποχή, ο Λένιν αναγνώρισε ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις μεταξύ διαφορετικών κομμουνιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία σχετικά με αυτά τα ζητήματα. Για παράδειγμα, οι Μποροτμπιστές (η αριστερή πτέρυγα του Ουκρανικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, που είχε προσεγγίσει τον κομμουνισμό) ήταν υπέρ μιας ανεξάρτητης Ουκρανικής Δημοκρατίας και επίσης ενός ανεξάρτητου Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος άμεσα συνδεδεμένου με την Κομιντέρν. Ακόμη και οι Ουκρανοί Μπολσεβίκοι διχάστηκαν μεταξύ τους σχετικά με αυτό το ζήτημα. Πάνω σε αυτό ο Λένιν είπε:

«Οί μποροτμπιστές διαφέρουν άπό τούς μπολσεβίκους, άνάμεσα στ’ άλλα, καί στό οτι ύποστηρίζουν τήν άπόλυτη άνεξαρτησία τής Ουκρα­νίας. Οί μπολσεβίκοι δέν τό κάνουν αύτό άντικείμενο διαφωνίας καί διαίρεσης, δέν τό βλέπουν αύτό καθόλου σάν έμπόδιο γιά μιά ομόθυμη προλεταριακή δουλιά. “Οταν ύπάρχει ένότητα στόν άγώνα ένάντια στό ζυγό τοΰ κεφαλαίου, γιά τή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου τό ζήτημα σχετικά μέ τά έθνικά σύνορα, σχετικά μέ τήν όμοσπονδιακή ή άλλη σύνδεση μεταξύ τών κρατών δέν πρέπει νά χωρίζει τούς κομμουνιστές. ’Ανάμεσα στούς μπολσεβίκους ύπάρχουν όπαδοί τής πλήρους άνεξαρτησίας τής Ούκρανίας, ύπάρχουν όπαδοί μιάς λιγότερο ή περισσότερο στενής όμοσπονδιακής σύνδεσης, ύπάρχουν καί όπαδοί τής πλήρους συγχώνευσης τής Ουκρανίας μέ τή Ρωσία.

Είναι άπαράδεκτο νά προκύψει διάσταση έξαιτίας αύτών τών ζητημάτων. Τά ζητήματα αυτά θά τά λύσει τό Πανουκρανικό Συνέδριο τών Σοβιέτ».

Ο Λένιν ήταν πάντα εξαιρετικά ευαίσθητος στο εθνικό ζήτημα και πολέμησε τόσο ενάντια στις μεγαλορωσικές σωβινιστικές προκαταλήψεις, όσο και στις μικροαστικές εθνικιστικές προκαταλήψεις των κομμουνιστών των καταπιεσμένων εθνών. Στο ίδιο γράμμα συνέχιζε να λέει:

«Αν ένας μεγαλορώσος κομμουνιστής έπιμένει στή συγχώνευ­ση τής Ούκρανίας μέ τή Ρωσία, εύκολα μπορεί νά τόν ύποπτευθουν οί ούκρανοί οτι ύπερασπίζει μιά τέτια πολιτική οχι γιατί φροντίζει γιά τήν ένότητα τών προλετάριων στήν πάλη ένάντια στό κεφάλαιο, άλλά γιατί διατηρεί τίς προλήψεις του παλιού μεγαλορωσικού έθνικισμοΰ, του ιμπεριαλισμού. Μιά τέτια δυσπιστία είναι φυσική, καί ώς ένα βαθμό άναπόφευκτη καί δικαιολογημένη, γιατί οί μεγαλορώσοι, κάτω άπό τό ζυγό τών τσιφλικάδων καί τών καπιταλιστών, αιώνες τρέφονταν μέ τίς έπαίσχυντες καί σιχαμερές προλήψεις τοΰ μεγαλορωσικού σωβινισμού.

Αν ένας ούκρανός κομμουνιστής έπιμένει στήν άπόλυτη κρατική άνεξαρτησία τής Ούκρανίας, μπορούν νά τόν ύποπτευθοϋν ότι ύπερασπίζει μιά τέτια πολιτική οχι άπό τή σκοπιά τών προσωρινών συμφερόντων τών ούκρανών έργατών καί άγροτών στήν πάλη τους ένάντια στό ζυγό του κεφαλαίου, άλλά άπό μικροαστικές, μικρονοικοκυρίστικες έθνικές προλήψεις».

Και καταλήγει ως εξής:

«Γι’ αύτό εμείς, οί μεγαλορώσοι κομμουνιστές, πρέπει νά καταδικάζουμε μέ τή μεγαλύτερη αυστηρότητα καί τίς παραμικρότερες έκδηλώσεις μεγαλορωσικοΰ έθνικισμοΰ άνάμεσά μας, γιατί αύτές οί έκδηλώσεις, πού είναι γενικά προδοσία του κομμουνισμού, φέρνουν πολύ μεγάλη ζημιά, γιατί μάς χωρίζουν άπό τούς ούκρανούς συντρόφους μας καί χύνουν νερό στό μύλο του Ντενίκιν καί του καθεστώτος του.

Γι’ αύτό έμεΐς, οί μεγαλορώσοι κομμουνιστές, πρέπει νά είμαστε υποχωρητικοί στίς διαφωνίες μέ τούς ούκρανούς κομμουνιστές-μπολσεβίκους καί τούς μποροτμπιστές, έφόσον οί διαφωνίες αφορούν τήν κρατική ανεξαρτησία τής Ούκρανίας, τίς μορφές τών δεσμών της μέ τή Ρωσία, καί γενικά τό έθνικό ζήτημα. ’Ανένδοτοι καί άδιάλλακτοι πρέπει νά είμαστε όλοι έμεΐς οί κομμουνιστές, καί οί μεγαλορώσοι καί οί ούκρανοί καί όποιουδήποτε άλλου έθνους, στά βασικά, τά θεμελιακά, τά ομοια γιά ολα τά έθνη ζητήματα τής προλεταριακής πάλης, τά ζητήματα τής προλεταριακής δικτατο­ρίας, του άπαράδεκτου τοΰ συμβιβασμού μέ τήν άστική τάξη, του άπαράδεκτου τής κατάτμησης τών δυνάμεων πού μάς προστα­τεύουν άπό τόν Ντενίκιν».

Αυτή ήταν η πολύ προσεκτική και ευαίσθητη προσέγγιση που ακολούθησε ο Λένιν στο εθνικό ζήτημα, που ήταν ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί πραγματική ενότητα μεταξύ των εργατών και των αγροτών των διαφορετικών εθνών, που αποτελούσαν τη «φυλακή των εθνών», όπως ήταν γνωστή η Ρωσική Αυτοκρατορία.

Σταλινισμός

Ήδη το 1922, υπήρχε μια συζήτηση για τη νομική μορφή που θα έπαιρνε η ΕΣΣΔ. Ο Λένιν, ενάντια στον Στάλιν τον οποίο περιέγραψε ως «κάπως πολύ βιαστικό», ήθελε να καταστήσει σαφές ότι σχηματιζόταν μια ένωση ανεξάρτητων δημοκρατιών, αντί για ενσωμάτωση αυτών των περιοχών στη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ΡΣΟΣΔ:

«Ο Στάλιν έχει ήδη συναινέσει να κάνει μια παραχώρηση: στο άρθρο 1, αντί για “είσοδο” στη ΡΣΟΣΔ, να βάλει: “Επίσημη ενοποίηση με τη ΡΣΟΣΔ σε μια Ένωση Σοβιετικών Δημοκρατιών της Ευρώπης και της Ασίας”. Ελπίζω ότι ο σκοπός αυτής της παραχώρησης είναι σαφής: θεωρούμε τους εαυτούς μας, την Ουκρανική ΣΣΔ και τους άλλους, ίσους, και θα μπούμε μαζί τους, σε ισότιμη βάση, σε μια νέα ένωση, μια νέα ομοσπονδία, την Ένωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών της Ευρώπης και της Ασίας». («Περί της εγκαθίδρυσης της ΕΣΣΔ», 26 Σεπτεμβρίου 1922).

Στη διαμάχη του με τον Στάλιν, ο Λένιν τον περιέγραψε ότι είχε «μια σχεδόν ιμπεριαλιστική στάση απέναντι στις καταπιεσμένες εθνικότητες». Σε αυτή τη μάχη, ο Λένιν βασίστηκε στην υποστήριξη ανθρώπων όπως ο ηγέτης των Ουκρανών μπολσεβίκων Μικόλα Σκρίπνικ, ο οποίος έπαιξε βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της ίδιας της ουκρανικής γλώσσας, τυποποιώντας το αλφάβητο και την ορθογραφία της για πρώτη φορά.

Όλα αυτά αντιστράφηκαν μετά τον θάνατο του Λένιν και τη νίκη της σταλινικής γραφειοκρατίας. Ο Στάλιν, ο οποίος ήταν Γεωργιανός, αντιπροσώπευε το μεγαλορωσικό σωβινιστικό πνεύμα της γραφειοκρατίας στην πιο ωμή του μορφή.

Το 1928, υπήρξε μια υπεραριστερή στροφή της σταλινικής γραφειοκρατίας. Στην περίπτωση της Ουκρανίας (αλλά όχι μόνο στην Ουκρανία), η τρέλα της βίαιης κολεκτιβοποίησης προκάλεσε μαζικό λιμό, καθώς οι αγρότες αρνήθηκαν να παραδώσουν τα σιτηρά τους και προτίμησαν να σκοτώσουν τα ζώα τους.

Αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε από μια μαζική εκκαθάριση του ουκρανικού κόμματος, η οποία προηγήθηκε των εκκαθαρίσεων του 1937-38. Όλες οι πρόοδοι που έγιναν από τον ουκρανικό πολιτισμό και τη γλώσσα αντιστράφηκαν επίσης.

Στο κείμενό του με τίτλο «Απάντηση στον Ντέιβιντ Τζέιμς», ο Τεντ Γκραντ έγραψε:

«Ο Γέρος επεσήμανε ότι στην Ουκρανία μετά την εκκαθάριση των τροτσκιστών και των μπουχαρινικών, τα εννέα δέκατα όλων των σταλινικών αξιωματούχων στις ηγεσίες των τμημάτων της κυβέρνησης στην εθνική δημοκρατία φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και εκτελέστηκαν. Αντιπροσώπευαν διαφορετική τάξη από τον Στάλιν; Φυσικά και όχι! Αντικατόπτριζαν την πίεση και τη δυσαρέσκεια των μαζών της Ουκρανίας ενάντια στην εθνική καταπίεση της μεγαλορωσικής γραφειοκρατίας. Οι ουκρανικές μάζες καταπιέζονταν όχι μόνο ως εργάτες και αγρότες από τη γραφειοκρατία, αλλά και ως Ουκρανοί. Εξ ου και ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση στην Ουκρανία. Αυτό δεν περιορίστηκε στην Ουκρανία. Η ίδια διαδικασία συνέβη σε όλες τις εθνικές δημοκρατίες της Ρωσίας, καταπιεσμένες από τη ρωσική γραφειοκρατία».

Εξαιτίας αυτού του συνδυασμού εθνικής και γραφειοκρατικής καταπίεσης, η Ουκρανία ήταν επίσης ένα από τα μέρη όπου η Αριστερή Αντιπολίτευση ήταν ισχυρότερη, ιδιαίτερα μεταξύ της Κομμουνιστικής Νεολαίας.

Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που οδήγησαν τον Τρότσκι να υποστηρίξει το σύνθημα της Ενωμένης Ανεξάρτητης Ουκρανίας των Εργατών και των Αγροτών. Ένας από τους κεντρικούς σκοπούς αυτού του συνθήματος ήταν να περιορίσει κάθε προσπάθεια της Γερμανίας να χρησιμοποιήσει το ουκρανικό εθνικό ζήτημα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (όπως είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου).

«Η γραφειοκρατία στραγγάλισε και λεηλάτησε τον λαό και στη Μεγάλη Ρωσία. Αλλά στην Ουκρανία τα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο από τη σφαγή των εθνικών ελπίδων. Πουθενά οι περιορισμοί, οι εκκαθαρίσεις, οι καταστολές και γενικά όλες οι μορφές γραφειοκρατικού χουλιγκανισμού δεν έλαβαν τέτοια δολοφονική έκταση όπως στην Ουκρανία στον αγώνα ενάντια στις ισχυρές, βαθιά ριζωμένες επιθυμίες των ουκρανικών μαζών για μεγαλύτερη ελευθερία και ανεξαρτησία». (Τρότσκι, «Το πρόβλημα της Ουκρανίας», Απρίλιος του 1939).

Ωστόσο, αυτό δεν έμελλε να γίνει. Η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών, η οποία υπήρχε από τη δεκαετία του 1920 στη Δυτική Ουκρανία και η οποία είχε έντονα φασιστικά χαρακτηριστικά, συνεργάστηκε με τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υποσχόμενοι κυνικά ότι θα τους βοηθήσουν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος, οι ναζί μπόρεσαν να βασιστούν στους Ουκρανούς δεξιούς εθνικιστές του Ουκρανικού Εξεγερτικού Στρατού (UPA) με επικεφαλής τον Στεπάν Μπαντέρα, και μάλιστα δημιούργησαν τη Μεραρχία Ουκρανών εθελοντών Waffen SS Galicia. Και οι δύο αυτές οργανώσεις διέπραξαν σφαγές Πολωνών και Εβραίων.

Ουκρανικός εθνικισμός

Έτσι, ο σταλινικός εκφυλισμός της Σοβιετικής Ένωσης επέτρεψε στον εθνικισμό στην Ουκρανία να γίνει μια πλήρως αντιδραστική δύναμη, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά της ΕΣΣΔ. Αυτή είναι η παράδοση που οι σημερινοί εθνικιστές διεκδικούν εκ νέου στην Ουκρανία ως δική τους. Ο Πρόεδρος Ποροσένκο δήλωσε ότι οι μαχητές του UPA είναι ήρωες και έχει καθιερώσει την επέτειο της ίδρυσης του UPA, 14 Οκτωβρίου, ως την εθνική ημέρα για τον εορτασμό των «Υπερασπιστών της Ουκρανίας».

Η αναγνώριση του γεγονότος ότι οι εθνικές φιλοδοξίες του ουκρανικού λαού καταπιέστηκαν από τη σταλινική γραφειοκρατία δεν σημαίνει ότι η σχέση τους ήταν ιμπεριαλιστική. Ένα κράτος που βασίζεται σε μια σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί να είναι πραγματικά ιμπεριαλιστικό. Η θέση της ομάδας του Κλιφ, η οποία υποστηρίζει ότι η ΕΣΣΔ ήταν ένα καπιταλιστικό καθεστώς (αν και στην «κρατικοκαπιταλιστική» παραλλαγή του), έχει τουλάχιστον μια συγκεκριμένη λογική. Ο Κοβαλέφσκι, ωστόσο, είναι μέλος μιας οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι είναι τροτσκιστική.

Υπάρχει μια δόση ειρωνείας στην τρέχουσα κατάσταση, καθώς η εθνικιστική αγκιτάτσια της ακροδεξιάς, η οποία έχει πλέον υιοθετηθεί από ορισμένα από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα, είναι ακριβώς αυτή που οδήγησε στην ουσιαστική διάλυση της Ουκρανίας.

Όσοι υποστηρίζουν ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία είναι σύγκρουση ενός καταπιεσμένου έθνους ενάντια στον ρωσικό ιμπεριαλισμό, θεωρούν επίσης το κίνημα εναντίον του Μαϊντάν ως απλώς ένα ζήτημα «ρωσικού ή φιλορωσικού αυτονομισμού». Αυτό αγνοεί τις βαθιές ρίζες αυτού του κινήματος, το οποίο υποκινήθηκε από διάφορους παράγοντες: την απειλή εναντίον της ρωσικής γλώσσας· την αντίθεση στην εξύμνηση του Μπαντέρα και των συνεργατών των ναζί του UPA· τον φόβο για τις οικονομικές συνέπειες από την ένταξη στην ΕΕ των εργαζομένων στο βιομηχανικό ανατολικό τμήμα της χώρας· την αντίθεση στην επιβολή ολιγαρχών ως κυβερνητών· τις επιθέσεις από ακροδεξιές ομάδες κ.λπ.

Αυτό είχε μικρή σχέση με τη Ρωσία. Φυσικά, η Ρωσία έχει συμφέροντα στην Ουκρανία. Η Ρωσία είναι μια καπιταλιστική χώρα, που κυβερνάται από μια αυταρχική αντιδραστική κυβέρνηση. Για ένα χρονικό διάστημα, μπόρεσε να επιτύχει έναν ορισμένο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις υψηλές τιμές του πετρελαίου (που τώρα έχουν καταρρεύσει). Μετά από χρόνια υπακοής στις επιταγές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, έχει ανακτήσει πρόσφατα ένα μέρος της εμπιστοσύνης του στη διεθνή σκηνή. Αυτό έδειξε ο πόλεμος στη Γεωργία και πιο πρόσφατα στη Συρία.

Στην Ουκρανία, τα συμφέροντα του Κρεμλίνου είναι να αποτρέψει την άνοδο στην εξουσία ενός καθεστώτος που τάσσεται υπέρ της Ουάσιγκτον και το να ενταχθεί ή να συμμαχήσει η χώρα με το ΝΑΤΟ για να αποφευχθεί η απώλεια της στρατηγικής στρατιωτικής βάσης της Σεβαστούπολης. Βλέποντας ότι δεν μπόρεσε να πετύχει το πρώτο, ο Πούτιν κινήθηκε γρήγορα για να εξασφαλίσει το δεύτερο. Χρησιμοποίησε την αντίθεση της πλειοψηφίας του πληθυσμού της Κριμαίας (κυρίως εθνικά ρωσικός και ρωσόφωνος ο πληθυσμός) στη νέα κυβέρνηση του Κιέβου για να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.

Ο λόγος για τον οποίο αντιταχθήκαμε σε αυτό είναι επειδή δεν εξυπηρετούσε την υπόθεση του κινήματος κατά του Μαϊντάν, αλλά προώθησε τον διχασμό των Ουκρανών εργατών σε εθνικές γραμμές και ενθάρρυνε την ιδέα ότι ο δρόμος προς τα εμπρός ήταν να ζητηθεί η υποστήριξη της Ρωσίας.

Όμως η Ρωσία δεν είχε κανένα συμφέρον να οργανώσει μια μαζική εξέγερση του λαού στην Ανατολή. Από την αρχή, ολόκληρη η στρατηγική της ήταν να συγκρατήσει το κίνημα, να το εξαναγκάσει σε συμφωνία με το Κίεβο με αντάλλαγμα κάποιας μορφής αυτονομία. Αυτό συνέβη στις συνομιλίες της Γενεύης τον Απρίλιο, όπως και στη συμφωνία του Μινσκ τον Σεπτέμβριο.

Σεχταρισμός

Όλα αυτά απορρίπτονται από τις προαναφερθείσες «αριστερές» ομάδες. Γι’ αυτούς, ο κυρίως ρωσόφωνος και εργατικός πληθυσμός στα ανατολικά της χώρας είναι πράκτορες μιας ξένης ιμπεριαλιστικής δύναμης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να έχουν καμία νόμιμη αξίωση. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι πράκτορες, ξεγελασμένοι από τη ρωσική προπαγάνδα ή μικρές ομάδες μισθοφόρων. Στη χειρότερη θεωρούνται αποικιστές που πρέπει να ξεριζωθούν.

Στην πραγματικότητα, οι σεχταριστές επικριτές μας έχουν προσαρμοστεί στο λόγο των αντιδραστικών Ουκρανών εθνικιστών, δίνοντάς τους ένα αμυδρό αριστερό κάλυμμα. Ένα απίστευτο άρθρο ενός από τους ηγέτες της λεγόμενης «Αριστερής Αντιπολίτευσης», της οργάνωσης που συνδέεται με τους Μαντελικούς στην Ουκρανία, του Ζαχάρ Πόποβιτς, γράφει από τη σκοπιά του συμβούλου της κυβέρνησης του Κιέβου σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να πολεμήσει η τελευταία τους αυτονομιστές:

«Ένα ουκρανικό καθεστώς που έχει δημιουργηθεί μέσω του τρόμου δεν θα είναι ισχυρό και δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτό από τους ανατολικο-Ουκρανούς ως δικό τους. Αλλά ακριβώς σε αυτό το μονοπάτι μάς σπρώχνουν οι εξτρεμιστές και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Τελικά αυτό το συγκεκριμένο μονοπάτι οδηγεί στην πλήρη απώλεια της πίστης αυτών των περιοχών στους ουκρανικούς κρατικούς θεσμούς και στην de facto αποσύνθεση του σύγχρονου ουκρανικού κράτους. Αυτό ακριβώς είναι το σενάριο που θέλουν να δουν οι αντι-ουκρανικές δυνάμεις. Θέλουν να αποδείξουν πάνω από όλα την ανικανότητα του σύγχρονου ουκρανικού κράτους και την αδυναμία των Ουκρανών να υπάρξουν ως πολιτικό έθνος». (η υπογράμμιση δική μας).

Βλέπετε, δεν είναι ότι ο βομβαρδισμός του άμαχου πληθυσμού της χώρας σας είναι λάθος, αλλά μάλλον, δεν είναι η σωστή τακτική γιατί θα αντέβαινε στους εθνικούς στόχους της Ουκρανίας! Για αυτόν, ο άμαχος πληθυσμός στο Ντονμπάς είναι απλώς «όμηροι των τρομοκρατών»:

«Το πρώτο καθήκον που πρέπει να συμφωνηθεί, αν χρειαστεί και με τον διάβολο, είναι να αποτραπούν απώλειες μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, ανθρώπων που έχουν γίνει όμηροι των τρομοκρατών. Σε αυτή την κατάσταση είναι απλώς απαραίτητο να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις ακόμη και με αυτούς που θεωρούμε ότι είναι οι χειρότεροι τρομοκράτες».

Αντί αυτού, πρέπει να επισημάνουμε ξεκάθαρα ότι ήταν οι προκλητικές ενέργειες της νέας κυβέρνησης στο Κίεβο που προκάλεσαν το κίνημα κατά του Μαϊντάν και στη συνέχεια την εξέγερση στο Ντονμπάς.

Η λεγόμενη αντιτρομοκρατική επιχείρηση (συμπεριλαμβανομένου του αδιάκριτου βομβαρδισμού πολιτικών στόχων, διαμερισμάτων, νοσοκομείων, σχολείων) χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι στο Ντονμπάς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολίτες της Ουκρανίας δεν το πιστεύουν πλέον. Λένε ότι, εάν η Ουκρανία είναι υπέρ της σφαγής της Οδησσού, του βομβαρδισμού του Σλόβιανσκ, του Ντονιέτσκ, του Λουχάνσκ κ.λπ., δεν θέλουμε να είμαστε μέρος της.

Ταυτόχρονα, έχουμε επισημάνει, από την ίδια την ιδρυτική συνάντηση της εκστρατείας μας, ότι ο αγώνας δεν μπορεί να διεξαχθεί στη βάση του ρωσικού εθνικισμού. Αυτό δεν μπορεί ποτέ να προσελκύσει τους εργαζομένους στην Κεντρική και Δυτική Ουκρανία. Ο αγώνας πρέπει να διεξαχθεί στη βάση της πάλης ενάντια στους ολιγάρχες, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στη λεηλασία της χώρας, ενάντια στα μέτρα λιτότητας που επέβαλε το ΔΝΤ.

Ακόμη και στο Ντονμπάς, υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την τύχη των «Λαϊκών Δημοκρατιών», εκτός από τη χρησιμοποίησή τους στις διαπραγματεύσεις με το Κίεβο. Το πεδίο είναι ανοιχτό για την υποστήριξη και προώθηση ενός ταξικού προγράμματος.

Οι ίδιοι ολιγάρχες που καλύπτονται με τη σημαία του αντιδραστικού εθνικισμού έχουν τρεις ξένους πολίτες στην κυβέρνηση που δεν μπορούν να μιλήσουν καλά ουκρανικά! Υπό την κυριαρχία των «πατριωτών», είναι ο Τζο Μπάιντεν που αποφασίζει ποιος θα είναι στην κυβέρνηση, είναι το ΔΝΤ που αποφασίζει για τις οικονομικές πολιτικές.

Και εδώ επίσης, στις δυτικές και κεντρικές περιοχές της χώρας, οι άνθρωποι αρχίζουν να αναρωτιούνται «Σλάβα Ουκρανία (Ζήτω η Ουκρανία) αλλά για ποιόν λόγο; Οι τιμές είναι υψηλότερες, οι μισθοί δεν πληρώνονται, οι επιδοτήσεις αίρονται. Τίποτα δεν έχει αλλάξει».

Αν κοιτάξουμε την όλη κατάσταση από τη σκοπιά του «ουκρανικού εθνικισμού έναντι του ρωσικού ιμπεριαλισμού», δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τίποτα. Χειρότερο από αυτό είναι το ότι δεν θα μπορέσουμε να υποστηρίξουμε ένα ταξικό πρόγραμμα, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι η μόνη ελπίδα για τη διατήρηση της ενότητας της Ουκρανίας, με τη μία ή την άλλη μορφή.

Χόρχε Μαρτίν

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αυγέρος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα