Στην ταινία «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς, παρουσιάζεται μια νέα οπτική πάνω στον ομώνυμο χαρακτήρα. Ενώ στις προηγούμενες ταινίες έχει εξιδανικευτεί ο ρόλος του δισεκατομμυριούχου Μπρους Γουέην-Μπάτμαν ως ενός αυτόκλητου τιμωρού του κακού, στη νέα αυτή ταινία αναδεικνύεται πως το καπιταλιστικό σύστημα – το οποίο, ενώ παράγει δισεκατομμύρια για τις ελίτ, προκαλεί παράλληλα φτώχεια, κοινωνική ανισότητα και συνθήκες άνθησης της εγκληματικότητας είναι ο πραγματικός κακός στο Γκόθαμ Σίτυ. Με λίγα λόγια, ο Τζόκερ παρουσιάζεται ως ένα από τα θύματα του συστήματος αυτού.
Ήρωας της ταινίας είναι ο Άρθουρ Φλεκ, ένας νεαρός, «κοινωνικά αδέξιος» άνδρας, ο οποίος πάσχει από μία ψυχική ασθένεια που του προκαλεί ανεξέλεγκτες εκρήξεις γέλιου. Όνειρο του r είναι να γίνει κωμικός και κίνητρό του, αποτελεί το πάθος του να κάνει τους άλλους ανθρώπους να γελούν. Επιπλέον,φροντίζει με αφοσίωση την άρρωστη μητέρα του, παρακολουθώντας μαζί της στην τηλεόραση τον αγαπημένο του κωμικό, Μιούρεη Φράνκλιν.
Ωστόσο, εξαιτίας αυτής της ιδιαίτερης συμπεριφοράς του, ο Άρθουρ μετατρέπεται σε θύμα. Καθώς εργάζεται ως κλόουν, τον βλέπουμε να κρατά μία πινακίδα έξω από ένα κατάστημα, προκειμένου να προσελκύσει πελάτες σε αυτό. Εκεί, μία συμμορία από νεαρούς κακοποιούς αφού του σπάει στο κεφάλι την πινακίδα που κρατά, τον χτυπά και τον ληστεύει. Έπειτα, το αφεντικό του, αναγκάζει τον Άρθουρ να πληρώσει αυτός τα έξοδα της πινακίδας.
Αργότερα, αφού χάσει και τη δουλειά του ως κλόουν εξαιτίας του γεγονότος ότι κουβαλούσε μαζί του όπλο για αυτοάμυνα, λόγω της κακοποίησης και της ληστείας που είχε υποστεί, δέχεται επίθεση στο μετρό από τρεις άνδρες, στελέχη του χρηματιστηρίου της Γουολ Στρητ επειδή απλά δε μπορούσε να σταματήσει να γελά με αυτούς, ακούσια, εξαιτίας της ασθένειάς του. Εκεί, πυροβολεί δύο από αυτούς ενώ βρίσκεται σε αυτοάμυνα, και έπειτα, κυνηγά και σκοτώνει και τον τρίτο, πραγματοποιώντας τις πράξεις αυτές ντυμένος ως κλόουν. Το συμβάν αυτό, «χτυπά μια ευαίσθητη χορδή» στις φτωχοποιημένες μάζες του Γκόθαμ Σίτυ, οι οποίες αρχίζουν να διαδηλώνουν ενάντια στην ολιγαρχία, ντυμένες κλόουν, και με σύνθημα «σκοτώστε τους πλούσιους».
Για τον Άρθουρ όμως, τα πράγματα συνεχίζουν να πηγαίνουν άσχημα. Χάνει την πρόσβαση στη θεραπεία και τα φάρμακα του, τα οποία έχει απόλυτη ανάγκη, λόγω περικοπών στη χρηματοδότηση της Υγείας. Επίσης, ανακαλύπτει, ότι ως βρέφος, έχει υποστεί κακοποίηση από την ψυχικά άρρωστη μητέρα του και το σύντροφο της, γεγονός που τον οδηγεί στο να σκοτώσει τη μητέρα του. Επιπλέον, μια κακή “stand up comedy” παράσταση που δίνει, γίνεται αντικείμενο χλευασμού στην τηλεοπτική σειρά του αγαπημένου του κωμικού, ο οποίος, υποτιμητικά, τον αποκαλεί «Τζόκερ».
Όταν προσκαλείται στην εκπομπή του Φράνκλιν, ο Άρθουρ υιοθετεί το όνομα «Τζόκερ» και βάφεται κλόουν. Ο Φράνκλιν συνεχίζει να τον χλευάζει. Στη συνέχεια, αφού παραδεχτεί “on camera” τη διάπραξη των φόνων στο μετρό, αποφασίζει να πει ένα τελευταίο αστείο.
«Τι είναι αυτό που παίρνεις, όταν συνδυάσεις έναν ψυχικά ασθενή άνθρωπο, με μια κοινωνία που εγκαταλείπει τους ψυχικά ασθενείς;» ρωτά ρητορικά. «Παίρνεις αυτό που σου αξίζει» αναφωνεί, πυροβολώντας τον Φράνκλιν σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση.
Το γεγονός αυτό προκαλεί νέα εξέγερση των διαδηλωτών-κλόουν, με τις ταραχές αυτές, να οδηγούν στο φόνο του καπιταλιστή Τόμας Γουέην από έναν διαδηλωτή, ο οποίος επαναλαμβάνει την φράση «παίρνεις αυτό που σου αξίζει», προτού πυροβολήσει τον ίδιο και τη γυναίκα του μπροστά στον μικρό Μπρους Γουέην (τον μετέπειτα «Μπάτμαν»).
Έτσι, η ταινία προκαλεί στον θεατή μία συμπάθεια για τον Τζόκερ, αντί για την οικογένεια του δισεκατομμυριούχου Γουέην, η οποία έχει αποκτήσει τεράστια περιουσία με ανήθικα μέσα, την ίδια στιγμή που οι εργάτες του Γκόθαμ Σίτυ, οι οποίοι έχουν παράγει όλον αυτόν τον πλούτο, υποφέρουν.
Ο Άρθουρ Φλεκ λοιπόν, δεν είναι ένας κακός άνθρωπος, αλλά ένας ψυχικά ασθενής. Έφτασε να γίνει δολοφόνος, λόγω του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία εγκαταλείπει τους ανθρώπους που είναι απελπισμένοι και έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη πρόνοιας, λόγω μια κοινωνίας που βάζει τα κέρδη του κεφαλαίου ψηλότερα από τις ανθρώπινες ανάγκες.
Η εργατική τάξη της Γκόθαμ Σίτυ, υποφέροντας λόγω της ανέχειας μέσα στην οποία είναι υποχρεωμένη να ζήσει, γίνεται αποδέκτης της περιφρόνησης και της υποτιμητικής συμπεριφοράς του Τόμας Γουέην και των καπιταλιστών όμοιών του. Όμως τελικά, η ειρωνεία” γυρνά εις βάρος της άρχουσας τάξης -και συγκεκριμένα της οικογένειας Γουέην – των οποίων η δίψα για απόκτηση πλούτου και εξουσίας εις βάρος της εργατικής τάξης, δημιουργεί τις συνθήκες της ίδιας της πτώσης της.
Εξαιτίας όλων αυτών, η ταινία έχει γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής από τον αστικό τύπο, ο οποίος την κατηγορεί για «υποκίνηση βίας», αφού προκαλεί στον θεατή κατανόηση για τον χαρακτήρα του Τζόκερ, καθώς και για τους φόνους που εκείνος και οι ακόλουθοί του διαπράττουν. Το παραπάνω γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, διότι η άρχουσα τάξη φοβάται την προοπτική του ξεσηκωμού των μαζών εναντίον της που θα της δώσει «αυτό που της αξίζει».
Η ταινία λοιπόν, ασκεί τη σωστή κριτική στον τρόπο με τον οποίο το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί, επισημαίνοντας την φτώχεια που αυτό δημιουργεί, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο εξοστρακίζει κοινωνικά τους πιο ευάλωτους πολίτες, αφού η φροντίδα και η μέριμνα που έχουν ανάγκη δεν αποτελεί πηγή κερδοφορίας.
Ωστόσο, στο τέλος δεν προσφέρεται κάποια λύση. Ο Τζόκερ και οι ταραχές που ξεσπούν εξαιτίας αυτού, απεικονίζουν την οργή της εργατικής τάξης, η οποία είναι παρόμοια με τις ταραχές που ξέσπασαν στο Λονδίνο το 2011. Όμως μέσα σε αυτήν δεν απεικονίζεται κάποια κατεύθυνση για να λυθούν όσα προκαλούν αυτή τη δυσαρέσκεια και την οργή. Επίσης, η ταινία περιέχει παραδείγματα ατομικής τρομοκρατίας, τα οποία όμως κάθε άλλο παρά αποτελεσματικά είναι στον αγώνα για την ανατροπή του οικονομικού συστήματος.
Προκειμένου η εργατική τάξη να καταπολεμήσει τη φτώχεια και την αδικία, φαινόμενα τα οποία είναι αναπόφευκτα μέσα στον καπιταλισμό, χρειάζεται μια σοσιαλιστική, κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, οργανωμένη στη βάση των αναγκών και όχι του κέρδους. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος για να καταπολεμηθεί η φτώχεια, η ύπαρξη αστέγων, η λιτότητα, καθώς και για να την κανονική χρηματοδότηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ώστε και γενικότερα, να υπάρξει η απαραίτητη φροντίδα για όσους την έχουν ανάγκη. Ως απάντηση στη δυστυχία του καπιταλισμού, η εργατική τάξη δεν πρέπει ούτε να κλαίει, ούτε και να γελά απέναντι στα γεγονότα, αλλά να διοχετεύσει την απογοήτευσή της στον αγώνα για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Κάλουμ Ντάγκλας
Μετάφραση από την εφημερίδα “Socialist Appeal” – επιμέλεια: Γιώργος Λάλας – Γρηγόρης Καραγιαννίδης