Μετά από μέρες μαζικών διαδηλώσεων ενάντια στην κυβέρνηση της Τυνησίας, ο πρόεδρος της χώρας, Κάις Σαϊέντ, καθαίρεσε την κυβέρνηση και ανέστειλε τις λειτουργίες του κοινοβούλιου, αναλαμβάνοντας έκτακτες εξουσίες.
Ο Σαϊέντ κατέβασε το στρατό στους δρόμους και επέβαλε απαγόρευση διαδηλώσεων και κυκλοφορίας τη νύχτα. Σε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα προς το έθνος, ο Σαϊέντ ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει την εκτελεστική εξουσία, καθώς και τη δικαστική εξουσία.
Ο Σαϊέντ προειδοποίησε επίσης ότι «όσοι στραφούν ενάντια στον αρχηγό του κράτους θα φέρουν την πλήρη ευθύνη ενώπιον των δικαστηρίων» – μια προειδοποίηση προς τους πολιτικούς του αντιπάλους και όποιον σε όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει την αρπαγή της εξουσίας από τον ίδιο.
Για να αποθαρρύνει περαιτέρω οποιαδήποτε αντίσταση, πρόσθεσε: «Προειδοποιώ όσους σκέφτονται να καταφύγουν σε όπλα … όποιος πυροβολήσει μια σφαίρα, θα λάβει απάντηση από τις ένοπλες δυνάμεις με σφαίρες».
Δέκα χρόνια μετά την ανατροπή του μισητού δικτάτορα Μπεν Άλι, αυτή η τελευταία πολιτική κρίση υπογραμμίζει πώς ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να λύσει κανένα από τα προβλήματα που έβγαλαν τους εργάτες και τους νέους στους δρόμους στην επανάσταση της Τυνησίας το 2010-11.
Η σπίθα
Η σπίθα που πυροδότησε τα τελευταία γεγονότα ήταν ένας συνδυασμός της οικονομικής κρίσης (που επιδεινώθηκε από την πανδημία, καθώς η Τυνησία βασίζεται ιδιαίτερα στον τουρισμό) και της κακής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση.
Το συνταγματικό πραξικόπημα του Σαϊέντ δεν ήταν ένα κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποκορύφωμα μιας πολιτικής κρίσης. Το πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε παράλυση από μια σύγκρουση ανάμεσα στον Πρόεδρο Σαϊέντ και τον πρωθυπουργό Χισάμ Μασίσι και τον Ρασίντ Γκανουσί. Ο τελευταίος ηγείται του μεγαλύτερου κόμματος στο κοινοβούλιο: του ισλαμικού κόμματος Ennahda, το οποίο κυβερνά την Τυνησία σχεδόν αδιάκοπα από την επανάσταση του 2011.
Η χώρα αντιμετωπίζει μία σοβαρή οικονομική κρίση που επιδεινώθηκε από την πανδημία COVID-19. Πριν έρθει η πανδημία, η οικονομία της χώρας βρίσκονταν ήδη σε στασιμότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η μέση ετήσια οικονομική ανάπτυξη μεταξύ 2011 και 2019 ήταν μόλις 1,5%.
Το 2019 γράφαμε τα εξής: «Η οικονομία είναι στάσιμη. Στο 7,5 %, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο για σχεδόν 30 χρόνια. Η ανεργία παραμένει στο 15%, αν και φτάνει το 30 % σε ορισμένες από τις φτωχότερες περιοχές, με την ανεργία των νέων στο 34 %. Περισσότερο από το ένα τρίτο των ανέργων της χώρας είναι πτυχιούχοι, κάτι που έπαιξε βασικό ρόλο στην επαναστατική εξέγερση του 2011. »
Αυτή η κατάσταση ήταν το αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του τυνησιακού καπιταλισμού. Αρκετές αστικές κυβερνήσεις («ισλαμιστικές» και «κοσμικές») έχουν ακολουθήσει μια πολιτική δανεισμού από το ΔΝΤ. Τα δάνεια αυτά όμως, συνοδεύονται από διάφορες «δεσμεύσεις»: περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, άρση επιδοτήσεων για ήδη βασικής ανάγκης και μαζική απόλυση εργαζομένων του δημόσιου τομέα.
Αυτές οι πολιτικές επιδείνωσαν περαιτέρω την οικονομική κρίση, φορτώνοντας τα βάρη της κρίσης πάνω στις πλάτες των ανέργων και των εργατών και βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από τον ιμπεριαλισμό.
Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν υπάρξει επανειλημμένα κύματα μαζικών διαδηλώσεων από την εργατική τάξη και τη νεολαία ενάντια στις 12 κυβερνήσεις που έχουν αναδειχθεί στην εξουσία μετά την επανάσταση του 2010-11. Η επανάσταση στην Τυνησία ζητούσε «δουλειά, ψωμί, ελευθερία». Η ανατροπή του Μπεν Αλί ήταν μια μεγάλη νίκη, την οποία οι μάζες πλήρωσαν με αίμα. Ο τύραννος έφυγε, αλλά το καπιταλιστικό σύστημα παρέμεινε άθικτο.
Η πανδημία επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση. Το ΑΕΠ της Τυνησίας μειώθηκε κατά 8,6% πέρυσι και κατά 3% το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ο τουρισμός, μια από τις κύριες πηγές συναλλάγματος, κατέρρευσε, όπως και οι εξαγωγές. Ήδη, τον Ιανουάριο σημειώθηκαν μαζικές διαμαρτυρίες κατά της ανεργίας, της διαφθοράς, της κακής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση, για θέσεις εργασίας κ.λπ. Οι μάζες απαίτησαν «την πτώση του καθεστώτος» όπως είχαν κάνει το 2010-11.
Τον Ιούνιο, ξεκίνησε ένα θανατηφόρο τρίτο κύμα COVID-19. Το σύστημα υγείας, που πλήττεται από δεκαετίες λιτότητας και περικοπών, κατέρρευσε, με ανθρώπους να πεθαίνουν στους διαδρόμους και έξω από τα νοσοκομεία λόγω έλλειψης πόρων (ΜΕΘ, φιάλες οξυγόνου και μέσα ατομικής προστασίας).
Ο υπουργός Υγείας παραδέχτηκε ότι το σύστημα υγείας «κατέρρευσε». Ο αριθμός των θανάτων από COVID-19 (επίσημα πάνω από 18.000) είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο σε σχέση με τον πληθυσμό. Αντιμέτωπη με μια καταστροφική κατάσταση και ένα πολύ χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού, η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει κέντρα εμβολιασμού έκτακτης ανάγκης κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ «Eid al-Adha». Χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν στην ουρά για ώρες στον καυτό ήλιο μόνο για να διωχθούν τελικά λόγω έλλειψης εμβολίων. Αυτή ήταν η σταγόνα που τελικά ξεχείλισε το ποτήρι και έκανε χιλιάδες να κατεβούν στους δρόμους.
Η εργατική τάξη και η νεολαία στο προσκήνιο
Εργάτες και νέοι βγήκαν στους δρόμους, αυθόρμητα, σε όλη τη χώρα. Σε αρκετές πόλεις τα γραφεία του κόμματος Ennahda πυρπολήθηκαν από το πλήθος. Ο Πρόεδρος Κάις Σαϊέντ, καθηγητής νομικής και επίδοξος βοναπάρτης ανέλαβε την εξουσία με συνθήματα κατά της διαφθοράς. Είναι ένας επιδέξιος δημαγωγός που εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να αναστείλει τις λειτουργίες του κοινοβουλίου και να καθαιρέσει την κυβέρνηση. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση στα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης σχετικά με το αν αυτή η κίνηση ήταν συνταγματική ή όχι. Αυτό είναι όμως δεν έχει μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο πραγματικός ισορροπία δυνάμεων.
Είναι σαφές ότι ο Σαϊέντ έχει την υποστήριξη του στρατού. Άρματα μάχης έχουν σταθμεύσει έξω από το κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση είχε πολύ λίγη δημόσια υποστήριξη και ο καθαιρεμένος πρωθυπουργός δεν αντιστάθηκε, δηλώνοντας ότι θα παρέδιδε πρόθυμα την εξουσία. Αρχικά, υπήρξε κάποια χαρά μεταξύ των διαδηλωτών, οι οποίοι αποζητούσαν την πτώση της κυβέρνησης. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές της UGTT (Γενική Ένωση Τυνήσιων Εργαζομένων ) χαιρέτισαν την ανάληψη εξουσίας από τον Σαϊέντ. Ορισμένα από τα νασερικά κόμματα έχουν επίσης εκφράσει την υποστήριξή τους. Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη θέση.
Η αστική κυβέρνηση του Ennahda δικαιολογημένα συγκέντρωνε το μίσος των μαζών, αλλά ο Σαϊέντ είναι επίσης ένας αστός πολιτικός τον οποίο δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε. Η εκλογή του το 2019 ήταν από μόνη της μία έκφραση της απόρριψης του συνόλου της «δημοκρατικής μετάβασης».
Ο πρώτος γύρος των παραπάνω εκλογών χαρακτηρίστηκε από τη μαζική αποχή και την ήττα όλων των κυβερνώντων κομμάτων (τόσο των «κοσμικών» όσο και των «ισλαμιστών»). Δύο «αουτσάιντερ» προχώρησαν στον δεύτερο γύρο: ο αστός δημαγωγός Σαϊέντ και ο πλούσιος μεγιστάνας της τηλεόρασης Καρουί, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ο υποψήφιος του παλαιού καθεστώτος του Μπεν Άλι.
Ο Σαϊέντ, ένας συνταγματολόγος, καλλιέργησε την εικόνα του «αφοσιωμένου στους μάρτυρες της επανάστασης», συνδυάζοντας προτάσεις για «έξυπνες» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις με ένα αντιδραστικό πρόγραμμα για τα δημοκρατικά δικαιώματα (για την ισότητα των φύλων, για το ζήτημα της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας κ.λπ.).
Αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια ενός τμήματος της άρχουσας τάξης να φέρει «τάξη και σταθερότητα» στη χώρα, να θέσει τέρμα στη συνεχή πολιτική αστάθεια, τον κατακερματισμό του κοινοβουλίου και να κυβερνήσει τη χώρα με ένα «δυνατό και σταθερό χέρι»… προς όφελος κεφαλαίου.
Δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές τι ρόλο έχουν παίξει οι ιμπεριαλιστές στο πραξικόπημα του Σαϊέντ, αλλά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η Τουρκία και το Κατάρ, που είχαν υποστηρίξει και χρηματοδοτήσει το κόμμα Ennahda, έχουν χάσει.
Το Εργατικό Κόμμα της Τυνησίας (Parti des Travailleurs, πρώην PCOT) αντιτάχθηκε σωστά στην ανάληψη της εξουσίας από τον Σαϊέντ σε μια δήλωση με τίτλο: «Η διόρθωση της πορείας της επανάστασης δεν θα γίνει με πραξικοπήματα ούτε με την απόλυτη εξουσία ενός ατόμου».
Η δήλωση καταγγέλλει σωστά την κυβέρνηση του Ennahda που ανατράπηκε «επειδή προκάλεσε οικονομική καταστροφή, χρηματοπιστωτική χρεοκοπία, ανεξέλεγκτη διαφθορά, τρομοκρατία, πολιτικές δολοφονίες, βύθιση της χώρας στην εξάρτηση και το χρέος και καταστροφή κάθε πτυχής της ζωής των Τυνήσιων γυναικών και ανδρών».
Στη συνέχεια προσθέτει σωστά: «Η επιθυμητή αλλαγή δεν μπορεί να προέλθει από την υποστήριξη του πραξικοπήματος του Κάις Σαϊέντ, ούτε από τη συμμαχία με το κίνημα Ennahda με οποιονδήποτε τρόπο». Ωστόσο, το PT καλεί τότε τις μάζες «να συνεχίσουν να εκφράζουν τις θέσεις τους με ειρηνικούς τρόπους και να απορρίπτουν τις εκκλήσεις για αντιπαράθεση». Καλεί επίσης «όλες τις δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις, κόμματα, οργανώσεις, ενώσεις, παράγοντες και προσωπικότητες να σπεύσουν να συναντηθούν σε ένα μηχανισμό διαβούλευσης προκειμένου να διαμορφωθεί ένα ενιαίο όραμα».
Αντί για την ενότητα «δημοκρατικών και προοδευτικών» δυνάμεων «και προσωπικοτήτων», μια κομμουνιστική οργάνωση θα έπρεπε να καλεί τους εργαζόμενους και τους νέους να εμπιστεύονται μόνο τις δικές τους δυνάμεις και να ενεργούν ανεξάρτητα από όλες τις αστικές κλίκες, όσο «δημοκρατικές και προοδευτικές» και αν παρουσιάζονται.
Για ένα νέο επαναστατικό κίνημα!
Πριν από 10 χρόνια, όταν οι μάζες των εργαζομένων και της νεολαίας της Τυνησίας ανέτρεψαν τον μισητό Μπεν Αλί, γράφαμε: «Αν η επανάσταση πρέπει να καταλήξει στα λογικά της συμπεράσματα και να ικανοποιηθούν τα αιτήματα για εργασία και αξιοπρέπεια, οι πλούσιοι της τυνησιακής αστικής τάξης, οι τράπεζες, οι βιομηχανίες και οι εταιρείες που υποστήριξαν, χρηματοδότησαν και επωφελήθηκαν από τη δικτατορία πρέπει να απαλλοτριωθούν. Ο πλούτος της χώρας που δημιουργείται από τους εργαζόμενους πρέπει να τεθεί υπό τον έλεγχο αυτών των ίδιων εργαζομένων προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πληθυσμού. Οι διεκδικήσεις των μαζών της Τυνησίας μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο μέσω μιας κοινωνικής, καθώς και μιας πολιτικής επανάστασης: μιας σοσιαλιστικής επανάστασης». («Τυνησία: απορρίψτε την φάρσα της εθνικής ενότητας – συνεχίστε την επανάσταση μέχρι τη νίκη», 18 Ιανουαρίου 2011).
Εκεί βρίσκεται η τραγωδία της Τυνησιακής Επανάστασης. Ο δικτάτορας ανατράπηκε, αλλά το καπιταλιστικό καθεστώς υπό ιμπεριαλιστική κυριαρχία που εκπροσωπούσε παρέμεινε στη θέση του. Ως αποτέλεσμα αυτού, η κατάσταση των μαζών δεν έχει αλλάξει ριζικά. Η Τυνησία παρουσιάστηκε ως μοντέλο «δημοκρατικής μετάβασης», που ολοκληρώθηκε με μια Συντακτική Συνέλευση και ένα νέο Σύνταγμα. Η χώρα ήταν «ένα σπάνιο παράδειγμα επιτυχίας», έτσι μας έλεγαν οι αστοί αναλυτές, καθώς ήταν η μόνη χώρα που δεν βυθίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο ή δεν επέστρεφε σε μία δικτατορία μετά την Αραβική Επανάσταση.
Αλλά οι νέοι παραμένουν άνεργοι, αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον επικίνδυνο δρόμο της μετανάστευσης για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Δεν υπάρχει μέλλον και καμία αξιοπρέπεια για τις εργατικές μάζες στον καπιταλισμό. Αυτές είναι ακριβώς οι συνθήκες που οδήγησαν στην επαναστατική εξέγερση το 2010-11. Τώρα η κατάσταση επιδεινώθηκε από τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 και τον εγκληματικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετώπισε τους εμβολιασμούς.
Χρειάζεται μια νέα επανάσταση που θα ανατρέψει ολόκληρο το καπιταλιστικό οικοδόμημα και θα φέρει την εργατική τάξη στην εξουσία. Η επανάσταση του Φλεβάρη στην Τυνησία είχε ως αντίστοιχη την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Απαιτείται ακόμη μια Οκτωβριανή Επανάσταση και γι’ αυτό πρέπει να χτιστεί ένα Μπολσεβίκικο Κόμμα.
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία στη Τυνησία δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους αστούς πολιτικούς . Η «διόρθωση της πορείας της επανάστασης» απαιτεί μία νέα επανάσταση, που θα φέρει την εργατική τάξη στην εξουσία και θα ξεκινήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και τις πολυεθνικές, περνώντας τα απομεινάρια του παλιού καθεστώτος από δίκη, διαγράφοντας το χρέος, και χρησιμοποιώντας τους πόρους της χώρας προς όφελος της πλειοψηφίας με ένα δημοκρατικό σχέδιο της παραγωγής.
Μία τέτοια επανάσταση θα έχει αποφασιστική επίδραση σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, όπου οι μάζες, 10 χρόνια μετά την Αραβική Επανάσταση, ακόμη ποθούν ψωμί και δικαιοσύνη. Το πιο επείγον καθήκον για τα πιο προχωρημένα στρώματα ανάμεσα στους εργάτες στην Τυνησία και την επαναστατική νεολαία, που έχουν δείξει τρομερό ηρωισμό και αυτοθυσία την τελευταία δεκαετία, είναι το χτίσιμο μιας μαρξιστικής τάσης, εξοπλισμένης με ένα ξεκάθαρο επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα που μπορεί να οδηγήσει την τάξη μας στη νίκη.
Χόρχε Μαρτίν και Αντρέας Νόργκαρντ, 27 Ιουλίου 2021
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Ηλίας Κυρούσης