[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]
Η κρίση στην Ελλάδα δεν έχει εθνικά αίτια. Είναι οργανικό τμήμα της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Η είσοδος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού το 2008 σε μια γενικά πτωτική πορεία, άρχισε να αποτυπώνεται στους πιο «αδύναμους κρίκους» του, ένας από τους οποίους είναι και η Ελλάδα. Τα «ελληνικά» ελλείμματα και χρέη ήταν και είναι τμήμα ενός γενικότερου, παγκόσμιου και πανευρωπαϊκού φαινομένου, συμπτώματα της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού. Μόνο μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, μπορούμε να κατανοήσουμε το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού, χωρίς να πέφτουμε σε ανόητες, μεταφυσικές απλουστεύσεις όπως «η επίθεση οικονομικών δολοφόνων», «το σχέδιο εξαγοράς της Ελλάδας» κ.α.
Η τρόικα επενέβη στην Ελλάδα για να προστατέψει τις μεγάλες ξένες τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα και γενικότερα, για να προασπίσει τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου καπιταλισμού. Το ρόλο του αφεντικού στο «ελληνικό πρόγραμμα», είχε και έχει η καπιταλιστική Γερμανία σαν η ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη της Ευρώπης. Όμως, όλοι οι Ευρωπαίοι αστοί, είχαν και έχουν σχετικά με το ελληνικό ζήτημα ένα κοινό συμφέρον, μια κοινή επιδίωξη: να φορτώσουν την κρίση και τα χρέη στους ώμους της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. ξεκινώντας από την εργατική τάξη του «αδύναμου ελληνικού κρίκου» που έσπασε πρώτος.
Ο ελληνικός καπιταλισμός μοιάζει με τον ασθενή που κρατιέται στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Το κράτος και οι τράπεζές του βρίσκονται στο έλεος των ξένων δανειστών. Έτσι, ο καθοριστικός παράγοντας για τις οικονομικές προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού είναι σε τελική ανάλυση η πορεία της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας, που όλα δείχνουν ότι είναι πολύ προβληματική.
Οι επίσημες εκτιμήσεις της Κομισιόν τον περασμένο Απρίλη προβλέπουν ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση το 2016, για 8η δηλαδή συνεχόμενη χρονιά. Έχουμε έναν εκρηκτικό συνδυασμό τεσσάρων αρνητικών οικονομικών παραγόντων που υπονομεύει τη δυνατότητα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού: μια τσακισμένη αγορά, μισθοί που ακόμα δεν έχουν πέσει όσο θα ήθελαν οι καπιταλιστές συγκριτικά με τις φθηνότερες χώρες των Βαλκανίων, κράτος αλλά και τράπεζες, που βρίσκονται διαρκώς στο χείλος της χρεοκοπίας.
Ειδικότερα, για τα οικονομικά του ελληνικού κράτους – που από χρέος 129,7% το 2009 έφτασε στο 176,9% το 2015 – πρέπει να τονίσουμε ότι βρισκόμαστε διαρκώς στο φάσμα μιας στάσης πληρωμών, όχι γιατί καθυστερούν οι δανειστές τις δόσεις, αλλά γιατί εξαντλείται η φοροδοτική ικανότητα των λαϊκών μαζών. Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές στο κράτος έχουν ξεπεράσει τα 87 δις ευρώ, ενώ το 2011 ήταν 44 δις ευρώ. Η εντεινόμενη φοροδοτική αδυναμία, αναπόφευκτα, θα φτάσει σ’ ένα κομβικό σημείο, όπου θα τείνει να μετατραπεί σε καθολικό φαινόμενο, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια απρόβλεπτη στάση πληρωμών στο χρέος και τις άλλες υποχρεώσεις του κράτους.
Το τραπεζικό σύστημα είναι μια ακόμα διαρκής εστία αποσταθεροποίησης. Η επιβολή των «Capital Controls» στις τράπεζες που εμφανίζεται από την άρχουσα τάξη σαν το προϊόν της διαπραγματευτικής τακτικής της κυβέρνησης, ενώ από την κυβέρνηση, σαν το αποτέλεσμα των πιέσεων των δανειστών, στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της κατάστασης χρεοκοπίας των τραπεζών. Το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγήσει είναι 204 δις ευρώ και αυτά που δεν εξυπηρετούνται αγγίζουν τα 107 δις ευρώ, δηλαδή πάνω από το 50%. Οι ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης κρατούνται μακριά από τη χρεοκοπία τεχνητά. Δεν υπάρχει καμία καπιταλιστική χώρα στον κόσμο που να γνώρισε περίοδο ισχυρής ανάπτυξης και επενδύσεων μ’ ένα τέτοιο τραπεζικό σύστημα.
Η εμφάνιση του «σχεδίου Σόιμπλε» το περασμένο καλοκαίρι δεν ήταν τυχαία. Αντανακλά την «κόπωση» των δανειστών. Αναπόφευκτα σε κάποιο μελλοντικό στάδιο, στο βαθμό που οι δανειστές θα πείθονται όλο και πιο πολύ για την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να ανακάμψει, θα έρθει η πιο ανοικτή εκδήλωση αυτής της «κόπωσης» και θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, με την επιδίωξη αυτό να συμβεί μ’ ένα «συντεταγμένο», συναινετικό τρόπο με την ελληνική αστική τάξη, αλλά και με τους υπόλοιπους εταίρους της Ευρωζώνης, με πιθανό αντάλλαγμα μια πιο δραστική «ελάφρυνση» του χρέους (ένα «κούρεμα» του τμήματος εκείνου που έτσι κι αλλιώς θα είναι αδύνατο να αποπληρωθεί).
Η εντεινόμενη σκληρότητα που επιδεικνύει η γερμανική αστική τάξη και οι δορυφόροι της έναντι της Ελλάδας και η αναβλητικότητα για μια σχετικά πιο μόνιμη διευθέτηση του χρέους, ήδη αντανακλά σε κάποιο βαθμό από τώρα την πρόθεση οι ίδιες οι ελληνικές κυβερνήσεις να αναγκαστούν να ζητήσουν το σταμάτημα της ανελέητης διαδικασίας των διαδοχικών Μνημονίων και να συζητήσουν ένα «συντεταγμένο Grexit».
Όσο θα καθυστερούν οι δανειστές να σπρώξουν προς την κατεύθυνση του συντεταγμένου «Grexit», τόσο θα αυξάνονται οι πιθανότητες να προκύψουν προηγουμένως δύο άλλα ενδεχόμενα: 1ον το «Grexit» να συνδυαστεί με μια συνολικότερη διαδικασία διάλυσης ή αλλαγής της σύνθεσης της Ευρωζώνης, 2ον το «Grexit» να προκύψει σαν «ατύχημα», είτε μετά από μια απρόβλεπτη εκδήλωση αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους, είτε ακόμα και μετά από την ανάδειξη μιας μελλοντικής κυβέρνησης που θα θελήσει να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές.
Οι μαρξιστές έχουμε επανειλημμένα εξηγήσει ότι το «Grexit» πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα αντιπροσωπεύει ένα νέο στάδιο στην κρίση, που θα σημάνει μια ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών μαζών. Ο μόνος δρόμος που αντιπροσωπεύει μια αληθινή λύση για τα προβλήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας είναι ο δρόμος της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τα μαθήματα από την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ
Οι μαρξιστές δεν εκπλαγήκαμε από την ταχύτατη διαδικασία εκφυλισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Η ανοικτή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης βρίσκεται στην ουσία των ιδεών του ρεφορμισμού. Αυτές οι ιδέες, δεν αποτελούν προϊόν κάποιας «παρανόησης» του επιστημονικού σοσιαλισμού, αλλά την έκφραση των ισχυρών πιέσεων του ταξικού εχθρού και των κυρίαρχων αντιλήψεων της αστικής κοινωνίας μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η πορεία, που κατέληξε στη μετατροπή του «Όχι» του δημοψηφίσματος σε «Ναι», ξεκίνησε από την επομένη κιόλας των εκλογών του Γενάρη του 2015 με την αθέτηση της λαϊκής εντολής για κυβέρνηση της Αριστεράς και το σχηματισμό μιας κλασσικής κυβέρνησης ταξικής συνεργασίας με ένα αστικό κόμμα, αλλά και με την τοποθέτηση ενός αστού πολιτικού στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Οι δυο κύριες ομάδες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του Τσίπρα και οι «πατριώτες» ρεφορμιστές του Λαφαζάνη, συμμετείχαν στην κυβέρνηση με μια κοινή «υπόθεση εργασίας». Θεωρούσαν ότι η απειλή της εξόδου από το ευρώ θα μπορούσε να αναγκάσει τους δανειστές – όχι ασφαλώς να δεχτούν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» (κανένας από τους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστεψε ποτέ σοβαρά σε αυτή την πιθανότητα) – αλλά να προβούν σε ορισμένες ουσιαστικές παραχωρήσεις.
Και οι δύο ρεφορμιστικές ομάδες στην ηγεσία, εκτιμούσαν ότι με αυτό το «μέσο πίεσης» θα ήταν εφικτή η κατάκτηση μιας «ήπιας» λιτότητας, που σε συνδυασμό μ’ ένα «κούρεμα» χρέους, θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλους τους «ενδιαφερόμενους»: τις τσακισμένες από τα Μνημόνια εργατικές μάζες, οι οποίες θα υποδέχονταν με ανακούφιση την αποδυνάμωση έστω, της επίθεσης στο βιοτικό τους επίπεδο, την (ανύπαρκτη στην πραγματικότητα) «παραγωγική» – «εθνική» αστική τάξη που θα στήριζε την «πατριωτικά σκεπτόμενη κυβέρνηση», αλλά και τις «διεθνείς αγορές» που θα διαπίστωναν ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα σταθεροποιείται και δεν κινδυνεύει από τους νέους «αριστερούς» διαχειριστές του. Φυσικά, αυτό το «σχέδιο», όπως είχαμε έγκαιρα προβλέψει, αποδείχθηκε μοιραίο για την εργατική τάξη.
Όμως στις νέες συνθήκες της βαθιάς κρίσης – και ειδικά στην Ελλάδα – κάθε απόπειρα διαχείρισης του αστικού κράτους από τους ρεφορμιστές, έστω και για λίγους μήνες, συνεπάγεται και ανάληψη της υποχρέωσης για εφαρμογή σκληρής λιτότητας ενάντια στην εργατική τάξη. Αρχικά, η κυβέρνηση ανέβαλε την εφαρμογή των προγραμματικών της δηλώσεων. Αλλά όπως είχαμε προβλέψει, αυτό δεν ήταν αρκετό. Το μπλοκ της άρχουσας τάξης και των δανειστών απαίτησε πλήρη υποταγή και ταπείνωση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκούσε μόνο να αναβάλει την εφαρμογή του προγράμματός της. Θα έπρεπε να εφαρμόσει στην κυβέρνηση το ακριβώς αντίθετο πρόγραμμα. Η απαίτηση αυτή, δεν προβλήθηκε μόνο για τους οικονομικούς λόγους που εξηγήσαμε. Επιβλήθηκε και για πολιτικούς λόγους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να ταπεινωθεί παραδειγματικά, για να σταλεί στις εργατικές μάζες όλης της Ευρώπης το μήνυμα ότι κάθε αντίσταση στο κεφάλαιο είναι μάταιη.
Όπως επίσης είχαμε προβλέψει, όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα διαπίστωνε ότι δεν θα είχε κανένα περιθώριο για παραχωρήσεις από τους δανειστές, θα προσέφευγε σ’ ένα δημοψήφισμα για να βγάλει από πάνω της την ευθύνη της υποταγής και να τη μεταθέσει στις πλάτες του λαού. Πράγματι λοιπόν κατέφυγε στο δημοψήφισμα, υποτιμώντας τις ριζοσπαστικές διαθέσεις των μαζών και η συντριπτική επικράτηση του «Όχι» ήρθε σαν ένα εντελώς ανέλπιστο αποτέλεσμα γι’ αυτήν. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου συνειδητοποίησε τρομοκρατημένη ότι απειλείται να βρεθεί ενώπιον μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης.
Σαν αυθεντικός καριερίστας ρεφορμιστής, ο Τσίπρας δεν είχε καμία διάθεση να μπει σε περιπέτειες. Έτρεξε γρήγορα στην αγκαλιά της άρχουσας τάξης, καλώντας έκτακτο Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών και αμέσως μετά, πριν ακόμα οι μάζες προλάβουν καλά-καλά να συνειδητοποιήσουν τι συνέβη, έσπευσε να υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο.
Αυτό που εξέπληξε χιλιάδες ανθρώπους του μόχθου δεν ήταν τόσο οι διαρκείς υποχωρήσεις του Τσίπρα, όσο το ότι έφτασε στο σημείο να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του δήμιου του εργαζόμενου λαού. Η προδοσία του Τσίπρα ήταν η κατάληξη μιας ρεφορμιστικής πολιτικής, γεμάτης από φιλοκαπιταλιστικές αυταπάτες, ταλαντεύσεις, αυτοσχεδιασμούς και επιπόλαιες εκτιμήσεις.
Ασφαλώς, από την άλλη πλευρά, η πηγή για έναν εκφυλισμό αυτού του μεγέθους δεν μπορεί να είναι από μόνος του ο ρεφορμισμός. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο ρεφορμισμό των εργατών και το ρεφορμισμό των γραφειοκρατών καριεριστών ηγετών. Ο ρεφορμισμός των απλών εργατών αντανακλά την αγνών προθέσεων αναζήτηση του ευκολότερου και ειρηνικότερου δυνατού δρόμου για την αλλαγή της κοινωνίας. Ο ρεφορμισμός των καριεριστών γραφειοκρατών ηγετών αντανακλά την αναζήτηση του ευκολότερου δυνατού δρόμου για να αποκτήσουν οι ίδιοι προνόμια σαν υπηρέτες της άρχουσας τάξης, σε βάρος των απλών ρεφορμιστών εργατών. Αν ένας μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης βρισκόταν στη θέση του Τσίπρα, δε θα δεχόταν να κόψει μισθούς και συντάξεις από τους συναδέλφους, τους γείτονες και τους συγγενείς του. Ένας καριερίστας γραφειοκράτης ρεφορμιστής, ηγέτης όμως, μπορεί να μετατραπεί από πολέμιος των Μνημονίων σε υπέρμαχός τους, με την ευκολία που ένας επιβάτης περνάει από το ένα βαγόνι του τρένου στο άλλο.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]
Αστική τάξη και ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ
Οι υπηρεσίες που έχουν προσφέρει από την κυβέρνηση οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα στην αστική τάξη, είναι ανεκτίμητης αξίας: κλονισμός του ηθικού εκατομμυρίων ριζοσπαστικοποιημένων ανθρώπων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, δυσφήμιση της Αριστεράς, αλλά και του προοδευτικού περιεχομένου των συνθημάτων που κυριάρχησαν στους ταξικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων, όπως η διαγραφή του χρέους και η κατάργηση των Μνημονίων.
Κανένας αστός πολιτικός και καμία αμιγώς αστική κυβέρνηση δε θα μπορούσε ποτέ να καταφέρει αυτά τα σημαντικά για την άρχουσα τάξη επιτεύγματα που πραγματοποίησαν οι ηγέτες της «Αριστεράς». Οι υπηρεσίες αυτές, φυσικά, δεν είναι χωρίς τίμημα για τους αστούς. Η στήριξη στους ρεφορμιστές ενέχει και ρίσκο, γιατί αυτοί έχουν την οργανική τάση να ταλαντεύονται, αποσταθεροποιώντας το αστικό καθεστώς.
Αυτή την τάση κόντεψε να πληρώσει πολύ ακριβά η αστική τάξη κατά την πρώτη θητεία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, καθώς εξαιτίας της έφθασε το περασμένο καλοκαίρι πολύ κοντά σε μια ανοικτά επαναστατική κατάσταση. Επιπρόσθετα, το οικονομικό τίμημα για την καθαρά επικοινωνιακού τύπου από την 20η Φλεβάρη του 2015 και μετά, «διαπραγμάτευση», ήταν πολύ μεγάλο, με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια και τις επιθέσεις των αστών προς την κυβέρνηση, που άγγιξαν τους υψηλότερους δυνατούς τόνους στο δημοψήφισμα, αλλά και πρόσφατα, με αφορμή την αργοπορία στο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης.
Ωστόσο, αναμφίβολα, το ισοζύγιο για τους αστούς είναι απόλυτα θετικό. Τώρα ο κανόνας στην τακτική τους έναντι των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αφεθεί να κάνει όση περισσότερη από τη «βρώμικη δουλειά» των Μνημονίων μπορεί, και όταν έρθει η ώρα που είτε η παρουσία τους στην κυβέρνηση δεν θα έχει καμία χρησιμότητα, είτε θα δείξουν απρόθυμοι να συνεχίσουν τη βρώμικη δουλειά, να πεταχτούν στην αντιπολίτευση σαν στυμμένες λεμονόκουπες.
Η κατάσταση και οι προοπτικές του εργατικού κινήματος
Η περίοδος της κρίσης ήταν μια περίοδος μαζικών εργατικών αγώνων, αλλά μέχρι τώρα και μεγάλων ηττών. Από τις 44 γενικές απεργίες, οι περισσότερες είχαν χαμηλή συμμετοχή και δεν ήταν απεργίες πραγματικά γενικές. Όμως και μόνο η «στατιστική» ύπαρξη αυτού του αριθμού αντανακλά τον βαθμό όξυνσης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα καθώς πρόκειται για ένα σύγχρονο παγκόσμιο ρεκόρ και αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό πειστήριο για την ισχύ της εργατικής τάξης, αλλά και την ύπαρξη μιας προεπαναστατικής περιόδου στη χώρα τα τελευταία 6 -7 χρόνια.
Το σημαντικότερο συμπέρασμα είναι ότι η εργατική τάξη έδειξε ξανά και ξανά τη θέλησή της να παλέψει για να αλλάξει την κοινωνία, αλλά εξαιτίας του ρόλου της ηγεσίας της, συνδικαλιστικής και πολιτικής, το τεράστιο απόθεμα μαχητικότητας σπαταλήθηκε. Μπορεί λόγω της θέσης της η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να ήταν ο άμεσος αυτουργός των ηττών, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες της εργατικής τάξης δεν είχαν λιγότερες ευθύνες. Ενώ από τη φύση τους οι γενικές απεργίες είχαν πολιτικό χαρακτήρα, οι πολιτικές ηγεσίες της εργατικής τάξης, με την παθητική τους στάση, γλίτωσαν το αστικό καθεστώς από την κλιμάκωση των αγώνων.
Ειδικότερα, στις 3 και στις 5 Ιουλίου του 2015 η εργατική τάξη έδειξε καθαρά ότι ετοιμάζεται να μπει στο δρόμο της επανάστασης. Η ψυχολογία που διαμόρφωνε ώρα με την ώρα, με τα πιο φρέσκα και πληβειακά της τμήματα στην πρωτοπορία, ήταν εκείνη του «τώρα ή ποτέ». Όμως, χωρίς έναν οργανωτή στην πάλη τους, οι εργατικές μάζες, δεν είχαν στη διάθεσή τους το χρόνο να αντιδράσουν στην προδοσία, να επεξεργαστούν τα πολιτικά μαθήματα από τα γεγονότα και να αναδείξουν μια νέα αδιαμφισβήτητη ηγεσία που θα τους καθοδηγήσει στη ρήξη.
Ύστερα απ’ όλα αυτά και παρά το παγωμένο κύμα απογοήτευσης και της σύγχυσης που απλώθηκε στην κοινωνία, η επιστροφή του εργατικού κινήματος στη δράση με 4 νέες γενικές απεργίες, με εκείνη του Φλεβάρη να είναι πραγματικά γενική, δείχνει τα αξιοθαύμαστα αποθέματα διάθεσης για αγώνα που υπάρχουν σ’ ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού κινήματος.
Χρειάστηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία το ύπουλο απεργοσπαστικό τέχνασμα της προκήρυξης μιας 48ωρης γενικής απεργίας χωρίς ημερομηνία και στο οποίο ανοικτά συνηγόρησαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΛΑΕ, για να οδηγηθεί μια ακόμα φάση ανάτασης του εργατικού κινήματος σε αδιέξοδο.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη, για να εκτονώνει την εργατική οργή, να συνεχίζει τα σποραδικά καλέσματα για γενικές απεργίες. Στην πραγματικότητα όμως έτσι, συνεχίζει να παίζει με τη φωτιά. Αναπόφευκτα, ορισμένα από αυτά τα μελλοντικά καλέσματα, θα συνδυαστούν, παρά και ενάντια στη θέληση των γραφειοκρατών, με μια νέα, αναπόφευκτη πανεθνική κρίση όπως εκείνη του δημοψηφίσματος. Η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και το πολιτικό αδιέξοδο του αστικού καθεστώτος θα δώσουν τις απαραίτητες αφορμές. Η ρήξη, που έδιωξαν «από την πόρτα» το καλοκαίρι του 2015 οι αστοί και οι ρεφορμιστές, θα τείνει να επανέλθει «απ’ το παράθυρο», με όχημα μια ανοικτή επαναστατική κατάσταση. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, τα τεχνάσματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δε θα αποδειχθούν αρκετά για να συγκρατήσουν τις μάζες των εργαζομένων. Αυτός είναι ο γενικός δρόμος, μέσα από τον οποίο θα τείνει να έρθει ξανά στο προσκήνιο το εργατικό κίνημα.
Αντιμνημονιακή και αντικαπιταλιστική Αριστερά
Η ΛΑΕ εξαιτίας της συμμετοχής των ηγετών του Αριστερού Ρεύματος στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της εικόνας της σαν κόμμα ταυτισμένο με την «πανάκεια» του εθνικού νομίσματος, έχει σήμερα επιρροή σ’ ένα μικρό τμήμα της εργατικής τάξης και δεν είναι καθόλου ελκυστική στη νεολαία. Το αν θα έχει πολιτικό μέλλον εξαρτάται απόλυτα από το αν θα καταφέρει να μπει στη Βουλή στις ερχόμενες εκλογές, πράγμα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Μια ενδεχόμενη νέα εκλογική αποτυχία θα σπρώξει τη ΛΑΕ μόνιμα στο πολιτικό περιθώριο, στρέφοντας τους ψηφοφόρους, τους υποστηρικτές, ακόμα και μέλη της, είτε προς το ΚΚΕ, είτε προς το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, στο βαθμό βέβαια που εκείνο θα έχει καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.
Η Ζ. Κωνσταντοπούλου είναι μια φιλόδοξη πολιτικός καριέρας, που μέσα από την ειλικρινή πίστη στις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ και το μαχητικό της πνεύμα, έφθασε σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη από τη θέση της προέδρου της Βουλής, προσπαθώντας να εμποδίσει την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Στη σύγκρουση αυτή, επέδειξε ηγετικές ικανότητες και τράβηξε την προσοχή των μαζών. Αυτή η μαχητική στάση μετράει στη συνείδηση των μαζών περισσότερο από όλα τα συνθήματα με το συνθετικό «Δημοκρατία» που περιέχονται στη διακήρυξη του νέου κόμματός της.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν είναι καθόλου αρκετά για τη δημιουργία ενός μαζικού κόμματος. Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κόμμα, θα πρέπει να αντανακλά μαζικά γεγονότα και ισχυρές κοινωνικές διεργασίες. Για να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις το κόμμα της Κωνσταντοπούλου, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι το αν θα συνεργαστεί τελικά ή όχι με τη ΛΑΕ στις ερχόμενες εκλογές, αλλά το κατά πόσο θα μπορέσει να συνδεθεί με την αγωνιστική πλημμυρίδα που αναπόφευκτα θα διαδεχθεί τη φάση της προσωρινής άμπωτης που περνά σήμερα το κίνημα. Αυτό δε θα είναι εύκολο να συμβεί με την πολιτική και τα συνθήματα της μικροαστικής δημοκρατίας, που θυμίζουν έντονα τις αόριστες, προδομένες δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας είναι εξαιρετικά δύσπιστα πλέον με οτιδήποτε θυμίζει τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ με μια δύναμη 20-30.000 μελών, ισχυρή οργάνωση νεολαίας, καθημερινή εφημερίδα, ισχυρό μηχανισμό και πάνω από όλα, βαρύ όνομα και μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα και τις διάφορες μαζικές οργανώσεις, πολλαπλάσια της εθνικής του επιρροής, θα μπορούσε τα τελευταία χρόνια να έχει ήδη οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία αν υιοθετούσε μια γνήσια λενινιστική πολιτική και τακτική. Όμως, με τη σεχταριστική πολιτική και τακτική της σταλινικής ηγεσίας, ουσιαστικά αυτές οι δυνάμεις τέθηκαν σε παράλυση, αχρηστία και αυτοαπομόνωση από τις μάζες.
Η πηγή του, παθητικού τύπου, σεχταρισμού της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι ένας διπλός φόβος για την προλεταριακή επανάσταση: ο φόβος του ξεπεράσματος από τις μάζες και εκείνος της ανάληψης της ευθύνης για την εξουσία. Ο διπλός φόβος έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τις μέρες του δημοψηφίσματος του περασμένου καλοκαιριού. Αντί για πρωτοπόρος στην πάλη των μαζών, για μια ακόμα φορά, το κόμμα εμφανίστηκε να στέλνει «τελεσίγραφα». Μόνο η αστραπιαία τροπή των εξελίξεων και ο απότομος, απροκάλυπτος χαρακτήρας της προδοσίας της κλίκας του Τσίπρα διέσωσε την επιρροή του κόμματος από την τρομακτική ζημιά που θα του προκαλούσε η στάση της ηγεσίας του.
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η προσοχή των εργατικών μαζών στο ΚΚΕ αυξήθηκε, αφού έγινε πλέον το μόνο αριστερό κοινοβουλευτικό κόμμα στη χώρα. Αλλά όπως είχαμε προβλέψει, με τον ΣΥΡΙΖΑ ανοικτά πλέον στο στρατόπεδο του ταξικού εχθρού, αποκαλύφθηκε ακόμα πιο καθαρά ο συντηρητικός, παθητικός χαρακτήρας της πολιτικής της ηγεσίας του. Το πρόωρο «κλείσιμο» του μαζικού αγροτικού κινήματος τον περασμένο Φλεβάρη, με την αποδοχή από τους αγροτοσυνδικαλιστές του ΠΑΜΕ της πρόσκλησης της κυβέρνησης για «διάλογο», η απουσία ουσιαστικής στήριξης της μεγάλης πορείας Πελετίδη ενάντια την ανεργία και η στοίχιση πίσω από την κεντρική γραφειοκρατία στα συνδικάτα στο τέχνασμα για 48ωρη γενική απεργία χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία, προβλημάτισαν σοβαρά το τμήμα των μαζών που άρχισε να κοιτά το τελευταίο διάστημα προς το ΚΚΕ.
Την ίδια στιγμή, η διαφοροποίηση από τον ορθόδοξο σταλινικό ρεφορμισμό, με την αμφισβήτηση από τ’ αριστερά βασικών ιστορικών επιλογών του κόμματος και οι δημόσια επαναλαμβανόμενοι «όρκοι πίστης» στην εργατική εξουσία και τον διεθνισμό, συνεχίζονται.
Η αριστερή στροφή στη θεωρία, όπως έχουμε εξηγήσει, έχει μια διπλή πηγή: συνιστά απόπειρα της ηγεσίας να τεκμηριώσει τάχα θεωρητικά την άρνηση του ενιαίου μετώπου, αλλά ως ένα βαθμό, είναι και το αποτέλεσμα μιας γνήσιας πίεσης αγωνιστών της βάσης, για μια μαρξιστική αναθεώρηση των πιο εξόφθαλμων αντιμαρξιστικών σταλινικών πολιτικών του παρελθόντος.
Το ΚΚΕ σαν αποτέλεσμα του ότι αποτελεί το μοναδικό αριστερό εργατικό κόμμα της Βουλής, αλλά και της επιβεβαίωσης της γενικής κριτικής του στους ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ, θα τείνει να αυξήσει την επιρροή του στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Όμως, η επιρροή αυτή, εξαιτίας της διάχυτης δυσπιστίας που έχει δημιουργήσει στις μάζες ο σεχταρισμός των προηγούμενων χρόνων, θα τείνει να έχει έναν εκλογικό – παθητικό χαρακτήρα.
Οι άμεσες προοπτικές της κυβέρνησης
Παρότι η υπερψήφιση των «προαπαιτούμενων» από τους κυβερνητικούς βουλευτές εξέπληξε και τους ίδιους του αστούς, οι καθημερινοί προπηλακισμοί βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από απλούς ανθρώπους, αναδεικνύουν παραστατικά τα αντικειμενικά όρια αυτής της κυβέρνησης. Όπως ήδη έχουμε επαρκώς εξηγήσει, η κρίση είναι πολύ βαθιά: οι νέοι φόροι δε θα αποδώσουν και θα αναζητηθούν επιπλέον μέτρα, με τον μηχανισμό περικοπής μισθών και συντάξεων να ενεργοποιείται τελικά πολύ σύντομα.
Αυτά, σε συνδυασμό με τα προγραμματισμένα φθινοπωρινά πακέτα μέτρων για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και τα οποία περιλαμβάνουν, εκτός των άλλων, απελευθέρωση απολύσεων, κατάργηση δώρων και ένα νόμο για τον περιορισμό των απεργιών, είναι αδύνατο να σηκωθούν από τις πλάτες της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό σημαίνει ότι η προσφυγή στις εκλογές είναι ζήτημα μηνών, για να περάσουν τα σκληρότερα ακόμα μέτρα με μια νεοεκλεγμένη αστική κυβέρνηση στην εξουσία με κορμό τη ΝΔ και να σώσει η κλίκα του Τσίπρα ό,τι μπορεί από την εκλογική της κατάρρευση.